fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Αριθμός Απόφασης
4039/2017
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 9ο

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Πέτρο Κλάδο, Εφέτη,  που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου  Αθηνών, και από τη Γραμματέα Ανδρομάχη Πάλλα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12  Ιανουάριου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ___________  ___________του   ___________, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, ο οποίος  παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Οδυσσέα Μάρη  (ο οποίος ανακάλεσε τη δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του  ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  ___________  ___________ ( ___________   ___________) του  ___________, εν διαστάσει συζ.  ___________      ___________, κατοίκου  ___________ Ελβετίας, ατομικά και ως  έχουσας προσωρινά την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου των  διαδίκων  ___________  ___________του  ___________, η οποία  εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του  ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη.

Η ενάγουσα, και ήδη εφεσίβλητη, με την από 22-12-  2014 αγωγή της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών,  που έχει κατατεθεί με αριθμό 14586/1834/2015, ζήτησε να  γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ.  2107/2016 οριστική του απόφαση, με την οποία, αφού  συνεκδίκασε την αγωγή και την ανταγωγή που άσκησε ο  εναγόμενος με τις προτάσεις του, έκανε δεκτή την αγωγή  και εν μέρει δεκτή την ανταγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών (εναγόμενος-  αντενάγων) με την από 16-5-2016 έφεσή του, προς το  Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 1372/2015.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου  πινακίου και συζητήθηκε.  Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος  αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.  Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης κατέθεσε  εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο  ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου  242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου φέρεται προς συζήτηση η από  16-5-2016 (αυξ. αρ. εκθ. καταθ. 1372/17-5-2016) έφεση του εναγομένου –  αντενάγοντος και ήδη εκκαλούντος,  ___________  ___________, κατά  της 2107/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική  διαδικασία των άρθρων 592 επ. Κ.Πολ.Δ (των γαμικών διαφορών), κατόπιν  συνεκδικάσεως α) της από 22-12-2014 (αυξ. αρ. εκθ. καταθ. δικογρ.  1834/9-2-2015) αγωγής της ενάγουσας – αντεναγομένης και ήδη  εφεσίβλητης,  ___________  ___________ και β) της ασκηθείσας δια των από 6-5-2015 προτάσεων του εναγομένου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου  ανταγωγής. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση  του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου  (αρ. 495 επ, 511 επ. Κ.Πολ.Δ) και εμπρόθεσμα, εφόσον ουδείς εκ των  διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης ούτε υπάρχει  στη δικογραφία σχετική έκθεση επιδόσεως αυτής ούτε παρήλθε τριετία από  της δημοσιεύσεώς της στις 7-4-2016 (αρ. 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), ενώ για το  παραδεκτό αυτής έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από τη διάταξη του  άρθρου 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. παράβολο των 200,00 Ευρώ (βλ. τα 3035606  έως 3035609 παράβολα του Ελληνικού Δημοσίου και τα 211411 και 211412  παράβολα του ΤΑΧΔΙΚ). Συνεπώς, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της  ( άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.

Με την από 22-12-2014 (αυξ. αρ. εκθ. καταθ. δικογρ. 1834/9-2-2015)     αγωγή η ενάγουσα, ________ ___________, η οποία έχει την ελληνική-ελβετική υπηκοότητα, ζήτησε τη λύση του γάμου της με τον ελληνικής  υπηκοότητας εναγόμενο,  ___________  ___________, επειδή βρίσκονται σε  διάσταση για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο (2) έτη  με οριστική πρόθεση διασπάσεως της έγγαμης συμβιώσεώς τους. Εξάλλου,  με τις από 6-5-2015 προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου  ο εναγόμενος άσκησε παραδεκτά ανταγωγή με την οποία ζήτησε α) τη λύση  του γάμου του με την αντεναγομένη – ενάγουσα από λόγους που αφορούσαν  αποκλειστικά το πρόσωπό της, συνισταμένους στην παράβαση της  συζυγικής πίστεως και στην εγκατάλειψη εκ μέρους της της οικογενειακής  στέγης, β) την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως συνολικού ύψους  58.000,00 Ευρώ, ισχυριζόμενος ότι υπέστη ηθική βλάβη από την  αναφερόμενη στην ένδικη ανταγωγή παράνομη και προσβλητική της  προσωπικότητάς του αντισυζυγική συμπεριφορά της τελευταίας και  γ) να ανατεθεί οριστικά σ’ αυτόν η επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης  θυγατέρας των διαδίκων  ___________, επικουρικά δε να ρυθμισθεί το δικαίωμα  επικοινωνίας του με την τελευταία κατά τον αναφερόμενο στην ανταγωγή  τρόπο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των  διαδίκων τις άνω αγωγή και ανταγωγή, έκανε δεκτή την αγωγή και εν μέρει  δεκτή την ανταγωγή και απήγγειλε τη λύση του γάμου των διαδίκων,  απορρίπτοντας την τελευταία ως προς τις λοιπές σωρευόμενες αξιώσεις.  Κατά της αποφάσεως αυτής και ειδικότερα κατά των κεφαλαίων της με. τα  οποία απορρίφθηκαν οι σωρευόμενες στο δικόγραφο της ανταγωγής  αξιώσεις του για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, την ανάθεση  της επιμέλειας του προσώπου του άνω ανηλίκου τέκνου των διαδίκων και  επικουρικά της ρυθμίσεως της επικοινωνίας του με αυτό, ο αντενάγων  παραπονείται με την ένδικη έφεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή  του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαιά της,  ώστε ακολούθως να γίνει δεκτή η ανταγωγή του στο σύνολό της.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 υπό τον τίτλο «Γενική Δικαιοδοσία», του  Κανονισμού (ΕΚ) αριθμός 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου  2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση  αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, με τον  οποίο καταργήθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, «τα δικαστήρια  κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική  μέριμνα παιδιού, το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος  κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής». Περαιτέρω σύμφωνα με τη  διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ανωτέρω κανονισμού, όταν ένα παιδί  μετοικεί νομίμως από ένα κράτος μέλος, σε άλλο, και αποκτά σε αυτό νέα  συνήθη διαμονή, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης  συνήθους διαμονής του παιδιού διατηρούν την αρμοδιότητα τους, κατά  παρέκκλιση του άρθρου 8, για περίοδο τριών μηνών μετά τη μετοικεσία,  προκειμένου να τροποποιήσουν απόφαση, η οποία αφορά το δικαίωμα  επικοινωνίας εκδοθείσα σε αυτό το κράτος μέλος πριν από τη μετοικεσία  του παιδιού, εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος επικοινωνίας, δυνάμει  της αποφάσεως που αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας, εξακολουθεί  να διαμένει συνήθως στο κράτος μέλος της προηγούμενης συνήθους  διαμονής του παιδιού.

Το· άρθρο αυτό ενθαρρύνει τους δικαιούχους γονικής  μέριμνας να συμφωνούν σχετικά με τις απαραίτητες προσαρμογές των  δικαιωμάτων επικοινωνίας πριν από τη μετοικεσία και, εάν αυτό αποδειχθεί  αδύνατο, να προσφεύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση της  διαφοράς. Δεν εμποδίζει ουδόλως ένα πρόσωπο να μετακινείται στο  εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά παρέχει εγγύηση ότι  το πρόσωπο που δεν μπορεί πλέον να ασκήσει τα δικαιώματα  της επικοινωνίας όπως πριν, δεν οφείλει να προσφύγει στα δικαστήρια του     νέου κράτους μέλους, αλλά μπορεί να ζητήσει την κατάλληλη προσαρμογή  του δικαιώματος επικοινωνίας ενώπιον του δικαστηρίου που του χορήγησε  το δικαίωμα αυτό εντός προθεσμίας τριών μηνών μετά τη μετοικεσία.  Τα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους δεν έχουν αρμοδιότητα όσον  αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το  άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που ο δικαιούχος επικοινωνίας  επιθυμεί να τροποποιήσει μία προηγούμενη απόφαση σχετικά με το  δικαίωμα αυτό. Εάν δεν έχει εκδοθεί απόφαση για το δικαίωμα επικοινωνίας  από τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης, το άρθρο 9  δεν εφαρμόζεται και ισχύουν οι άλλοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας.

Όλα  τούτα υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με οποιαδήποτε δικαστική  απόφαση ή νόμο ισχύοντα στο κράτος μέλος προέλευσης  (συμπεριλαμβανομένων των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου),  ο δικαιούχος γονικής μέριμνας έχει τη δυνατότητα να μετοικήσει με το παιδί  σε άλλο κράτος μέλος χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου δικαιούχου γονικής  μέριμνας. Εάν η μετοικεσία είναι παράνομη, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 9,  αλλά το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού. Η αναφερόμενη στη διάταξη  περίοδος των τριών μηνών υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την  οποία το παιδί μετοίκησε φυσικά από το κράτος μέλος προέλευσης. Εάν ένα  δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης επιληφθεί μετά την εκπνοή  της τρίμηνης περιόδου από την ημερομηνία της μετοικεσίας, δεν έχει  δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 9. Το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνον εάν  το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή στο νέο κράτος μέλος κατά τη  διάρκεια της τρίμηνης περιόδου. Εια την εφαρμογή της διατάξεως αυτής,  το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζεται όπως και γενικότερα  στο όλο πλαίσιο του Κανονισμού από το χρόνο προσφυγής στο δικαστήριο.

Μετά την άσκηση «προσφυγής» (αγωγής ή αίτησης λήψης ασφαλιστικών  μέτρων) σε αρμόδιο δικαστήριο, αυτό διατηρεί καταρχήν τη διεθνή του  δικαιοδοσία ακόμα και αν το παιδί κατά τη διάρκεια της δικαστικής     διαδικασίας αποκτήσει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος (αρχή  της “perpetuatio fori” ). Ως εκ τούτου η μεταβολή της συνήθους διαμονής  του παιδιού ενώ εκκρεμεί η διαδικασία, δεν συνεπάγεται μεταβολή όσον  αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία. Εάν το παιδί δεν έχει αποκτήσει συνήθη  διαμονή εντός αυτής της περιόδου, τα δικαστήρια του κράτους μέλους  προέλευσης διατηρούν, καταρχήν, τη δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 8  του Κανονισμού. Η βασική αρχή του κανονισμού είναι ότι το πλέον  κατάλληλο δικαστήριο για ζητήματα γονικής μέριμνας είναι το δικαστήριο  του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του τέκνου. Η έννοια  της «συνήθους διαμονής», σύμφωνα με τους στόχους και τους σκοπούς  του κανονισμού, δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε έννοια συνήθους διαμονής  σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αλλά σε μια «αυτόνομη» έννοια του  κοινοτικού δικαίου.

Σε περίπτωση που ένα παιδί μετακινείται από ένα  κράτος μέλος σε κάποιο άλλο, η απόκτηση συνήθους διαμονής στο νέο  κράτος μέλος συμπίπτει κατ’ αρχήν με την «απώλεια» της συνήθους  διαμονής στο προηγούμενο κράτος μέλος. Απαιτείται η ύπαρξη κάποιας  διάρκειας, χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι ένα παιδί  αποκτά ενδεχομένως συνήθη διαμονή σε κάποιο κράτος μέλος αυτή την ίδια  την ημέρα της άφιξής του, ανάλογα με τα πραγματικά στοιχεία της.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ανωτέρω κανονισμού που αφορά  «Παρέκταση αρμοδιότητας» 1. Τα δικαστήρια του κράτους μέλους  στα οποία η αρμοδιότητα ασκείται βάσει του άρθρου 3, για να αποφασίσουν  για μια αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου των  συζύγων, είναι αρμόδια για οιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα  το οποίο συνδέεται με την αίτηση αυτή, εφόσον: α) τουλάχιστον ένας από  τους συζύγους ασκεί τη γονική μέριμνα του παιδιού και β) η αρμοδιότητα     των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο:  τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής  μέριμνας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και είναι προς  το ύψιστο συμφέρον του παιδιού. 2. Η αρμοδιότητα που ασκείται κατ’  εφαρμογή της παραγράφου 1 παύει όταν: α) είτε η απόφαση η οποία δέχεται  την αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου ή  την απορρίπτει καθίσταται τελεσίδικη· β) είτε, σε περίπτωση κατά την  οποία μια διαδικασία σχετικά με τη γονική μέριμνα εκκρεμεί ακόμη κατά  την ημερομηνία η οποία προβλέπεται στο στοιχείο α), όταν μια απόφαση  σχετικά με τη γονική μέριμνα καθίσταται τελεσίδικη- γ) είτε, στις  περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται στα στοιχεία α) και β), όταν  η διαδικασία έχει περατωθεί για άλλους λόγους. 3. Τα δικαστήρια κράτους  μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες  εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον: α) το παιδί  έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των  δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το  κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους, και  β) η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον  ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενο μέρη  της διαδικασίας, κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και  η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Περαιτέρω, σύμφωνα  με το άρθρο 16 υπό τον τίτλο «επιλαμβανόμενο δικαστήριο». 1.

Ένα  δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν: α) από της καταθέσεως στο δικαστήριο  του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου,  εφόσον ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα  μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο, ή  β) εφόσον το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού  κατατεθεί στο δικαστήριο, την ημερομηνία παραλαβής του από την αρχή  που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την     προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει  τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο.  Επομένως, η θεμελιώδης δικαιοδοτική βάση του τόπου διαμονής  του παιδιού, ουσιαστικά καταργείται, όταν συντρέχει, μεταξύ άλλων  περιπτώσεων που αναφέρονται στα άρθρα 23, 14, και 15, και στην  περίπτωση παρεκτάσεως κατά το άρθρο 12 του Κανονισμού. Εξάλλου, με  τον Ν. 4020/2011 (ΦΕΚ Α’ 217/30.09.2011) κυρώθηκε από την Ελλάδα  η Σύμβαση της Χάγης της 19.10.1996 για τη διεθνή δικαιοδοσία,  το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως  προς τη γονική ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών.

Η εν λόγω  Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη από την 01.06.2012.  Η ίδια σύμβαση έχει κυρωθεί από την Ελβετία η οποία έχει προσχωρήσει  σ’ αυτήν και ισχύει στην ίδια από 23-9-2009. Με την εν λόγω Σύμβαση,  προσδιορίζεται, μεταξύ άλλων, η διεθνής δικαιοδοσία των συμβαλλόμενων  κρατών επί θεμάτων του δικαιώματος επικοινωνίας του ενός γονέα με το  ανήλικο τέκνο του, ενώ ταυτοχρόνως, οι σχετικές ρυθμίσεις της είναι  συναφείς με τις εκτεθείσες τοιαύτες του προρρηθέντος Κανονισμού.  Ειδικότερα, το άρθρο πρώτο του προειρημένου Ν. 4020/2011 ορίζει  ότι: «Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1  του Συντάγματος, η Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο  δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως προς τη γονική  ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών, που υπογράφηκε στη Χάγη  στις 19 Οκτωβρίου 1996». Το άρθρο 1 του κεφαλαίου I της ίδιας Σύμβασης  ορίζει ότι: «1. Η παρούσα Σύμβαση έχει ως αντικείμενο: α. να καθορίζει  το Κράτος του οποίου οι Αρχές έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τη λήψη     μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία του προσώπου ή της περιουσίας  του παιδιού· β. να καθορίζει το εφαρμοστέο από τις Αρχές αυτές κατά  την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους δίκαιο γ. να καθορίζει  το εφαρμοστέο στη γονική ευθύνη δίκαιο δ. να εξασφαλίζει την αναγνώριση  και την εκτέλεση των μέτρων προστασίας σε όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη  ε. να εδραιώνει μεταξύ των Αρχών των Συμβαλλομένων Κρατών την  απαραίτητη συνεργασία για την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσης  Συμβάσεως. 2. Για τους σκοπούς της παρούσης Συμβάσεως, ο όρος “γονική  ευθύνη” περιλαμβάνει τη γονική εξουσία ή κάθε άλλη ανάλογη σχέση  εξουσίας, που καθορίζει τα δικαιώματα, τις εξουσίες και τις υποχρεώσεις  των γονέων, του επιτρόπου ή άλλων νομίμων αντιπροσώπων σε σχέση με το  πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού». Το άρθρο 2 της ίδιας Σύμβασης  ορίζει ότι : «Η Σύμβαση εφαρμόζεται στα παιδιά από τη στιγμή της  γεννήσεως τους έως ότου φθάσουν στην ηλικία των 18 ετών».

Το άρθρο 3  της ίδιας Σύμβασης ορίζει ότι : «Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 μέτρα  δύνανται κυρίως να αφορούν : α. την ανάθεση, την άσκηση και τη μερική ή  ολική αφαίρεση της γονικής ευθύνης, καθώς και την ανάθεση της σε τρίτον  β. το δικαίωμα επιμελείας, που περιλαμβάνει δικαιώματα σχετιζόμενα με τη  μέριμνα του προσώπου του παιδιού, και ιδιαιτέρως το δικαίωμα καθορισμού  του τόπου διαμονής του καθώς και το δικαίωμα επισκέψεως, που  περιλαμβάνει και το δικαίωμα μεταφοράς του παιδιού, για ένα περιορισμένο  χρονικό διάστημα, σε έναν άλλο τόπο από εκείνον της συνήθους διαμονής  του γ. την επιτροπεία, την κηδεμονία και τους ανάλογους θεσμούς  δ. το διορισμό και τα καθήκοντα κάθε προσώπου ή οργανισμού  επιφορτισμένου με την επιμέλεια του προσώπου ή της περιουσίας του  παιδιού, με την εκπροσώπηση ή τη συμπαράσταση του προς αυτό ε. την  τοποθέτηση του παιδιού σε μια ανάδοχη οικογένεια ή σε κάποιο ίδρυμα ή  την ανάληψη της επιμελείας αυτού με kafala ή με ανάλογο θεσμό- στ. την  επιτήρηση, από δημόσια Αρχή, της μέριμνας του παιδιού από κάθε     πρόσωπο που έχει αναλάβει τη φροντίδα του- ζ. τη διοίκηση, τη διατήρηση  ή τη διάθεση της περιουσίας του παιδιού».

Το άρθρο 5 του κεφαλαίου II της  εν λόγω Σύμβασης περί της διεθνούς δικαιοδοσίας ορίζει ότι : «1. Τόσο οι  δικαστικές όσο και οι διοικητικές Αρχές του Συμβαλλομένου Κράτους της  συνήθους διαμονής του παιδιού, έχουν διεθνή δικαιοδοσία να λαμβάνουν  μέτρα για την προστασία του προσώπου και της περιουσίας του. 2. Υπό την  επιφύλαξη του άρθρου 7, σε περίπτωση μεταφοράς της συνήθους διαμονής  του παιδιού σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, διεθνή δικαιοδοσία έχουν οι  Αρχές του Κράτους της νέας συνήθους διαμονής». Το άρθρο 8 της ίδιας  Σύμβασης ορίζει ότι : «1. Κατ’ εξαίρεση, η Αρχή του Συμβαλλομένου  Κράτους, που έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 ή 6, εφ’  όσον κρίνει ότι η Αρχή ενός άλλου Συμβαλλομένου Κράτους θα μπορούσε  στην προκειμένη περίπτωση να εκτιμήσει καλύτερα το υπέρτερο συμφέρον  του παιδιού, δύναται : – είτε να ζητήσει από αυτή την άλλη Αρχή, απ’  ευθείας με τη συνδρομή της Κεντρικής Αρχής αυτού του Κράτους, να  αποδεχθεί τη δικαιοδοσία για να λάβει εκείνα τα μέτρα προστασίας που  θα κρίνει αναγκαία, – είτε να αναβάλει την κρίση της υποθέσεως και να  καλέσει τα μέρη να υποβάλουν ένα τέτοιο αίτημα ενώπιον της Αρχής αυτού  του άλλου Κράτους. 2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη, Αρχές των οποίων μπορεί  να επιληφθούν ή στις οποίες μπορεί να υποβληθεί αίτημα σύμφωνα με τα  οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, είναι : α. το Κράτος, την  ιθαγένεια του οποίου έχει το παιδί, β. το Κράτος, στο οποίο βρίσκονται  περιουσιακά στοιχεία του παιδιού, γ. το Κράτος, του οποίου Αρχή έχει  επιληφθεί αγωγής διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού των γονέων του  παιδιού ή ακυρώσεως του γάμου τους, δ. το Κράτος με το οποίο το παιδί     έχει στενό δεσμό. 3. Οι ενδιαφερόμενες Αρχές μπορούν να προχωρούν –  ανταλλαγή απόψεων. 4. Η Αρχή, που επελήφθη ή στην οποία υποβλήθηκε  αίτημα σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο,  μπορεί να αποδεχθεί τη διεθνή δικαιοδοσία αντί της Αρχής που έχει  δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 ή 6, αν θεωρεί ότι αυτό  ανταποκρίνεται στο υπέρτερο συμφέρον του παιδιού». Το άρθρο 9 της ίδιας  Σύμβασης ορίζει ότι: «1. Αν οι μνημονευόμενες στο άρθρο 8 παράγραφος 2  Αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών, κρίνουν ότι σε μια συγκεκριμένη  περίπτωση είναι σε θέση αυτές να εκτιμήσουν καλύτερα το υπέρτερο  συμφέρον του παιδιού, μπορούν : – είτε να ζητήσουν από την αρμόδια Αρχή  του Συμβαλλομένου Κράτους, της συνήθους διαμονής του παιδιού, απ’  ευθείας ή με τη συνδρομή της Κεντρικής Αρχής του Κράτους αυτού, να  τους επιτρέψει να ασκήσουν τη διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να λάβουν  τα προστατευτικά μέτρα που αυτές κρίνουν απαραίτητα – είτε να καλέσουν  τα μέρη να υποβάλουν ένα τέτοιο αίτημα ενώπιον των Αρχών του  Συμβαλλομένου Κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού. 2. Οι  ενδιαφερόμενες Αρχές μπορούν να προχωρούν σε ανταλλαγή απόψεων. 3.  Η Αρχή από την οποία προέρχεται το αίτημα δεν δύναται να ασκήσει διεθνή  δικαιοδοσία αντί της Αρχής του Συμβαλλομένου Κράτους της συνήθους  διαμονής του παιδιού, παρά μόνον αν η τελευταία αυτή Αρχή δεχθεί  το αίτημα». Το δικαστήριο, προτού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι σε  θέση να εκτιμήσει καλύτερα το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού από το  δικαστήριο της συνήθους διαμονής τούτου, επειδή το τελευταίο (το παιδί)  συνδέεται με ιδιαίτερη σχέση με αυτό, οφείλει να βεβαιωθεί ότι η εκδίκαση  της υποθέσεως από αυτό μπορεί να έχει πραγματική και συγκεκριμένη  προστιθέμενη αξία για τη διερεύνηση της υποθέσεως, λαμβανομένων ιδίως  υπόψη των εφαρμοστέων δικονομικών κανόνων στο άλλο συμβαλλόμενο  κράτος, προτού δε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξέταση της υποθέσεως  από το ίδιο εξυπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού, οφείλει να     βεβαιωθεί ειδικότερα ότι δεν συντρέχει κίνδυνος αυτή να έχει επιζήμιες  συνέπειες για την κατάσταση του παιδιού (πρβλ από 27-10-2016 ΔΕΚ C –  428/2015).

Το άρθρο 10 της εν λόγω Σύμβασης ορίζει ότι: «1. Με την  επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 9, οι Αρχές ενός Συμβαλλομένου Κράτους,  κατά την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους επί αγωγής διαζυγίου ή  δικαστικού χωρισμού των γονέων παιδιού που διαμένει συνήθως σε άλλο  Συμβαλλόμενο Κράτος, ή ακυρώσεως του γάμου τους, δύνανται, εφόσον το  επιτρέπει το δίκαιο του Κράτους τους, να λάβουν μέτρα για την προστασία  του προσώπου ή της περιουσίας του παιδιού αυτού: α. αν κατά την έναρξη  της διαδικασίας, ένας εκ των γονέων διαμένει συνήθως στο Κράτος αυτό  και ένας εκ των δύο έχει τη γονική ευθύνη του παιδιού και β. αν η Διεθνής  δικαιοδοσία αυτών των Αρχών για λήψη τέτοιων μέτρων έχει γίνει  αποδεκτή από τους γονείς, όπως και από κάθε άλλο πρόσωπο που έχει  τη γονική ευθύνη του παιδιού και αν η δικαιοδοσία αυτή συνάδει προς το  υπέρτερο συμφέρον του παιδιού. 2. Η προβλεπόμενη στην πρώτη  παράγραφο) Διεθνής δικαιοδοσία για τη λήψη μέτρων προστασίας του  παιδιού παύει από τη στιγμή που η απόφαση, η οποία δέχεται ή απορρίπτει  την αγωγή διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακυρώσεως του γάμου, γίνει  οριστική ή η διαδικασία τερματισθεί από άλλη αιτία».

Τέλος, το άρθρο 17  της εν λόγω Σύμβασης ορίζει ότι: «Εί άσκηση της γονικής ευθύνης διέπεται  από το δίκαιο του Κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού. Σε  περίπτωση μεταβολής της συνήθους διαμονής του παιδιού, διέπεται από το  δίκαιο του Κράτους της νέας συνήθους διαμονής». Με την ασκηθείσα με τις  από 6-5-2015 προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου  ανταγωγή, ο αντενάγων, Έλλην υπήκοος, ζήτησε μεταξύ άλλων να του  ανατεθεί οριστικά η επιμέλεια και επικουρικά να ρυθμισθεί η επικοινωνία     με το ανήλικο τέκνο του  ___________, το οποίο απέκτησε κατά τη διάρκεια του   γάμου του με την εναγομένη, η οποία έχει την Ελληνική και την Ελβετική  υπηκοότητα, κατά τον αναφερόμενο σ’ αυτήν τρόπο. Ειδικότερα εξέθεσε ότι  μετά την τέλεση του γάμου του με την εναγομένη, στις 19-9-2007, ο οποίος  ιερολογήθηκε στις 26-7-2008^οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν στη Γλυφάδα Ν.  Αττικής και ότι στις 3-10-2007 γεννήθηκε στο Αμαρούσιο Ν. Αττικής το πιο  πάνω ανήλικο τέκνο του.

Ότι το Μάρτιο του έτους 2009 οι διάδικοι  αναχώρησαν από την Ελλάδα μαζί με το ανήλικο τέκνο τους και  εγκαταστάθηκαν στην πόλη  ___________ της Ελβετίας, πλην όμως από το  έτος 2012 διασπάσθηκε η έγγαμη συμβίωση, με συνέπεια ο μεν αντενάγων  να επιστρέψει στην Ελλάδα, η δε αντεναγομένη να παραμείνει στην Ελβετία  μαζί με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων μετά του οποίου έκτοτε διαμένει  σε κατοικία ευρισκόμενη στην περιοχή  ___________ της πόλεως  της  ___________, συγκατοικώντας με,. τον Ελβετό σύντροφο της  ___________   ___________  ___________, μετά του οποίου ήδη απέκτησε ένα άρρεν τέκνο, το οποίο  διαμένει στην ίδια κατοικία. Ότι ακολούθως, με την υπ’ αρ. φακέλου ΕΕ  120077- K/U της 8ης-12-2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου   ___________ της Ελβετίας ανατέθηκε (προσωρινά) η επιμέλεια της κόρης των  διαδίκων στην αντεναγομένη και ρυθμίσθηκε η επικοινωνία του με την  τελευταία, ειδικότερα δε καθορίστηκε ότι μπορεί να επικοινωνεί με το  ανήλικο τέκνο του είτε με βιντεοκλήση είτε μέσω Skype δύο φορές την  εβδομάδα επί 30 λεπτά της ώρας και να παίρνει αυτό μαζί του στην Ελλάδα  επί 6 εβδομάδες κάθε έτος.

Ότι η αντεναγομένη αρχικά επιχείρησε,  ανεπιτυχώς, να περιορίσει την επικοινωνία του με την ανήλικη κόρη του  με απόφαση της Υπηρεσίας Κοινωνικής Πρόνοιας και Προστασίας παίδων  και ανηλίκων (KESB)  ___________ Ελβετίας, στο οποίο προσέφυγε, καθόσον  η σχετική αίτησή της απορρίφθηκε, ενώ με την ίδια απόφαση ορίσθηκε  Διαμεσολαβητής για να εποπτεύει την επικοινωνία με το άνω τέκνο του και  να μεσολαβεί στις σχέσεις του ιδίου με την αντεναγομένη, ως προς τα     ζητήματα που θα αναφύονταν σχετικά με το τελευταίο και ότι εν τελεί  με απόφαση της ίδιας υπηρεσίας, άλλης περιοχής (της περιοχής  ___________),  κατόπιν νέας σχετικής αιτήσεως της αντεναγομένης, το δικαίωμα  επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του περιορίσθηκε σε μία φορά την  εβδομάδα, απόφαση όμως που συστηματικά παραβιάζει η τελευταία, έχοντας  άλλοτε ματαιώσει και άλλοτε διακόψει την επικοινωνία του μέσω skype  με την ανήλικη  ___________.

Ισχυριζόμενος δε επί πλέον : α) για τη θεμελίωση  δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κυρίως, ότι ο ίδιος, η  αντεναγομένη και το ανήλικο τέκνο τους έχουν την Ελληνική ιθαγένεια, ότι  «κατά το σύστημα της Ελβετίας» η δικαστική απόφαση που αναθέτει την  προσωρινή επιμέλεια του ανήλικου τέκνου στον ένα γονέα και καθορίζει  την επικοινωνία του με τον άλλο γονέα μπορεί να τροποποιείται. και να  μεταβάλλεται από τις κατά τόπους υπηρεσίες Κοινωνικής Πρόνοιας και  Προστασίας παίδων και ανηλίκων χωρίς τα εχέγγυα της δικαστικής  κρίσεως, ότι η αντεναγομένη εκμεταλλεύτηκε κατ’ επανάληψη τη  δυνατότητα αυτή, φαλκιδεύοντας ουσιαστικά το δικαίωμα της επικοινωνίας  του με το ανήλικο τέκνο του, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε διεθνή  δικαιοδοσία στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την από 19-10-1996  Σύμβαση της Χάγης, διότι αυτός κατοικούσε από το έτος 2012 στην  Ελληνική επικράτεια, όπου εξακολουθεί να κατοικεί, έχει από κοινού με τη  σύζυγό του τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους και η διεθνής  δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων έχει γίνει αποδεκτή από τους  διαδίκους, γονείς του άνω ανήλικου τέκνου, επικουρικά δε ότι τα  πρωτοβάθμιο ελληνικό δικαστήριο «είναι σε θέση να εκτιμήσει καλύτερα το  υπέρτερο συμφέρον του ανήλικου τέκνου και να ζητήσει από την αρμόδια  Ελβετική Αρχή να του επιτρέψει να ασκήσει τη διεθνή δικαιοδοσία     προκειμένου να λάβει προστατευτικά μέτρα για το τελευταίο» και  κάθε περίπτωση πρέπει να ληφθεί υπόψη το υπέρτερο συμφέρον του  ανήλικου τέκνου του που επιβάλει την εκδίκαση της υποθέσεως από αυτό,  και β) ότι για τους αναφερόμενους στην ανταγωγή λόγους, είναι ο πλέον  κατάλληλος για την οριστική ανάθεση σ’ αυτόν της επιμέλειας του τέκνου  του και επικουρικά ότι σε περίπτωση απορρίψεως του ως άνω αιτήματος  του, πρέπει να ρυθμισθεί η επικοινωνία του τελευταίου μαζί του κατά τον  αναφερόμενο στην ανταγωγή του τρόπο, ζήτησε να ανατεθεί σ’ αυτόν  οριστικά η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων και επικουρικά να  ρυθμισθεί η επικοινωνία του τελευταίου μαζί του κατά τον αναφερόμενο  στην ανταγωγή του τρόπο. Υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη ανταγωγή,  εφόσον το ανήλικο τέκνο των διαδίκων εγκαταστάθηκε από το Μάρτιο του  έτους 2009 μετά των γονέων του στην Ελβετία όπου έκτοτε διαρκώς  κατοικεί – μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων με την  μητέρα του και τον προαναφερθέντα σύντροφό της και μετά τη γέννηση του  ετεροθαλούς αδελφού του και με τον τελευταίο – η συνήθης διαμονή τούτου  από τον άνω χρόνο και συνεπώς και κατά το χρόνο της ασκήσεως της  ένδικης ανταγωγής βρισκόταν στην Ελβετία με συνέπεια να μην  θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων για την  εκδίκαση της σωρευομένης στην τελευταία αγωγικής αξιώσεως για την  ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου του στον αντενάγοντα και τη  ρύθμιση της επικοινωνίας του με αυτό στη θεμελιώδη δικαιοδοτική βάση  του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού που προκύπτει από τις  αντίστοιχες ρυθμίσεις τόσο του άρθρου 8 παρ.1 του Κανονισμού 2201/2003  του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και  την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και  διαφορές γονικής μέριμνας, όσο και του άρθρου 5 παρ. 1 του κεφαλαίου II  της συμβάσεως της Χάγης της 19-10-1996 για τη διεθνή δικαιοδοσία,  το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση την εκτέλεση και τη συνεργασία ως     προς τη γονική ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών.

Ο αντενάγων  επικαλείται, κατά κύριο λόγο, για τη θεμελίωση δικαιοδοσίας των  Ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της ως άνω σωρευθείσας στην  ένδικη ανταγωγή αξιώσεώς του, περί αναθέσεως οριστικά σ’ αυτόν της  επιμέλειας του προσώπου του ανήλικου τέκνου του και επικουρικά της  ρυθμίσεως της επικοινωνίας του με αυτό κατά τον αναγραφόμενο στο ίδιο  δικόγραφο τρόπο, τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 του άνω Κανονισμού  και 10 παρ. 1 της άνω Συμβάσεως (με τις οποίες ορίζονται οι προϋποθέσεις  της παρεκτάσεως της αρμοδιότητας των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους  της Ε.Ε και ενός συμβαλλόμενου στην άνω Σύμβαση κράτους, αντίστοιχα),  πλην όμως ο σχετικός ισχυρισμός του τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος,  διότι από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων των διαδίκων και  ειδικότερα των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών δημοσίας  συνεδριάσεώς του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και των από 8-6-2015  προτάσεων της αντεναγομένης,, προκύπτει ότι η τελευταία προέβαλε  παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατ’ αρχήν προφορικά,  επιγραμματικά, πριν από την έναρξη της συζητήσεως.της συνεκδικασθείσας  με την από 22-12-2014 αγωγής ανταγωγής και ακολούθως αναλυτικά με τις  άνω προτάσεις της, ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου  δικαστηρίου, δικονομική συμπεριφορά από την οποία ευχερώς συνάγεται  ότι στην προκειμένη περίπτωση, ανεξαρτήτως της πληρώσεως ή μη των  λοιπών τιθεμένων εκ των άνω διατάξεων προϋποθέσεων, δεν υπήρξε  ανεπιφύλακτη αποδοχή της αρμοδιότητας και συνακόλουθα της  δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου από την αντεναγομένη.

Το  πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο έκρινε ομοίως δεν έσφαλε ως προς την  ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της     κρινομένης εφέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο  υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.  Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των  διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες  περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα  πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού, και αξιολογούνται καθαυτές,  μεταξύ τους και σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κατά το  μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας τους, όλων ανεξαιρέτως  των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν (σε νόμιμη μετάφραση  όσα εξ αυτών έχουν συνταχθεί σε άλλη πλην της Ελληνικής γλώσσας) και  επικαλούνται (μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τον  εκκαλούντα 10665, 10666/6-3-2015 και 10.900/9-7-2013 ένορκες  βεβαιώσεις των  ___________  ___________,  ___________  ___________ και  ___________   ___________ αντίστοιχα ενώπιον των συμβολαιογράφων Αθηνών Γεωργίας  Σ. Καμπανέλλου οι δύο πρώτες και  ___________   ___________ η τρίτη, οι οποίες  λήφθηκαν στα πλαίσια προγενεστέρων δικών μεταξύ των διαδίκων, καθώς  και οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες, οι οποίες  επισκοπούνται παραδεκτά, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους),  έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρ. 529 παρ.  Ια’ Κ.Πολ.Δ), τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε ως  αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 674  παρ. 2, 671 παρ. 1 εδ. α’ και 681 Β’ παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), για ορισμένα από τα  οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί  κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (Α.Π. 1001/2012  Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1628/2003 Ελλ,Δνη 2004,     723), από τις  προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα 4220 και 4221/5-6-2015 ένορκες  βεβαιώσεις των  ___________  ___________  ___________ και  ___________  ___________  αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες λήφθηκαν μετά     19  από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εφεσίβλητης ( βλ. την 8377  ΣΤ/2-6-2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο  Αθηνών Κωνσταντίνου Ε. Τουρνά) και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι  προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητη α) 1677/5-6-2015  ένορκη βεβαίωση της  ___________  ___________ ενώπιον του Γενικού  Προξένου της Ελλάδος στη Ζυρίχη, διότι λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί  εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος προ 8 εργασίμων ημερών,  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 270 παρ. 2 εδ. γ’ και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ  οι οποίες εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η ένδικη  υπόθεση εκδικάζεται με τη διαδικασία των γαμικών διαφορών (αρ. 592 –  612 Κ.Πολ.Δ – Α.Π 2216/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και όχι με αυτήν των άρ.  666 επ. Κ.Πολ.Δ, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η εφεσίβλητη (ισχυριζόμενη  εμπρόθεσμη επίδοση της άνω κλήσεως κατ’ αρ. 671 παρ. 1 εδ. γ’ Κ.Πολ.Δ),  αφού ο τελευταίος κλητεύθηκε για να παραστεί κατά την εξέταση της άνω  ενόρκως βεβαιούσας στις 2-6-2015 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού  επιμελητή Κωνσταντίνου Ε. Τουρνά επί του επιδοθέντος στον εκκαλούντα  κλήσεως για εμφάνιση κατά την άνω εξέταση) και εν τέλει δεν  παραστάθηκε κατά την άνω εξέταση και β) η 10235/10-6-2015 ένορκη  βεβαίωση της  ___________  ___________ ενώπιον της συμβολαιογράφου Κιλκίς  Ευφημίας Νικολαίδου, αφού ο εκκαλών κλητεύθηκε για να παραστεί κατά  την εξέταση της άνω ενόρκως βεβαιούσας με σχετική δήλωση που  καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας  συνεδριάσεως στις 8-6-2015, ήτοι δεν υπήρξε και στην προκειμένη  περίπτωση κλήτευση του εκκαλούντος προ δύο (2) εργασίμων ημερών από  της λήψεως της άνω ένορκης βεβαιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ.  270 παρ.2 εδ. γ’ και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αποδεικνύονται τα ακόλουθα :     Ο αντενάγων Έλλην υπήκοος, ενώ διήγε το 45° έτος της ηλικίας του, τέλεσε  με την αντεναγομένη, υπήκοο Ελλάδος και Ελβετίας, η οποία τότε διήγε  το 30° έτος της ηλικίας της, νόμιμο γάμο, στις 19-9-2007, ο οποίος  ιερολογήθηκε στις 26-7-2008.

Οι διάδικοι ακολούθως εγκαταστάθηκαν στη  Γλυφάδα Ν. Αττικής και στις 3-10-2007 απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο,  την  ___________, η οποία γεννήθηκε στο Αμαρούσιο Ν. Αττικής και έχει την  Ελληνική υπηκοότητα. Το μήνα Μάρτιο του έτους 2009 οι διάδικοι  αναχώρησαν από την Ελλάδα μαζί με το ανήλικο τέκνο τους και  εγκαταστάθηκαν στην πόλη  ___________ της Ελβετίας, πλην όμως από το  έτος 2012 η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάσθηκε, με συνέπεια ο μεν  αντενάγων να επιστρέψει στην Ελλάδα, η δε αντεναγομένη να παραμείνει  στην Ελβετία μαζί με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, μετά του οποίου  έκτοτε διαμένει συνεχώς στην πόλη της  ___________ Ελβετίας, συγκατοικώντας  με τον Ελβετό σύντροφό της  ___________  ___________  ___________, μετά του οποίου ήδη  απέκτησε ένα άρρεν τέκνο που επίσης διαμένει στην ίδια κατοικία.

Ο τόπος  της συνήθους διαμονής του ανήλικου τέκνου των διαδίκων τόσο πριν όσο  και κατά το χρόνο της ασκήσεως της ένδικης ανταγωγής και μέχρι και τη  συζήτηση της ένδικης εφέσεως είναι συνεχώς η πόλη της  ___________ της  Ελβετίας. Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει  περιουσιακά στοιχεία σε κάποιο από τα δύο κράτη ούτε άλλωστε υπήρξε  σχετική επίκληση από κάποιον από τους διαδίκους περί τούτου, ενώ οι  γονείς του που έχουν τη γονική μέριμνα κατοικούν, όπως προαναφέρθηκε,  ο μεν αντενάγων στην Ελλάδα, η δε αντεναγομένη στην Ελβετία. Στην  τελευταία όμως, όπως δεν αμφισβητεί και ο αντενάγων, έχει ανατεθεί η  επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου με την υπ’ αρ. Ε.Ε 120077  K/U/8-12-2012 απόφαση του Μονομελούς Περιφερειακού δικαστηρίου  του  ___________ Ελβετίας, η ισχύς της οποίας αναγνωρίσθηκε στην Ελληνική  επικράτεια ως προς τη διάταξή με την οποία ρυθμίσθηκε η επικοινωνία του  αντενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του με την 1371/2015 απόφαση του     Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (χωρίς να προκύπτει η άσκηση ενδίκου  μέσου κατ’ αυτής), ενώ το δικαίωμα του αντενάγοντος για επικοινωνία με  το τέκνο του, μετά από αλλεπάλληλες αντιδικίες με την αντεναγομένη  ενώπιον των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών της Ελβετίας έχει  σήμερα περιορισθεί σε τηλεφωνική επικοινωνία με τοντελευταίο επί 30  λεπτά της ώρας, μία φορά την εβδομάδα. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα  η ελληνική ιθαγένεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων και του πατρός του  – αντενάγοντος δεν αξιολογούνται ως σημαντικότερα και εντονότερα  συνδετικά στοιχεία από την θεμελιώδη δικαιοδοτική βάση του τόπου  διαμονής που,σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρ. 5 παρ. 1 της άνω  Συμβάσεως, συνδέει το πρώτο εξ αυτών, με τις Αρχές και συνακόλουθα με  τα δικαστήρια της Ελβετίας, με βάση το κριτήριο της «εγγύτητας» τούτου  με τα τελευταία. Περαιτέρω, ο αντενάγων δεν επικαλείται συγκεκριμένους  λόγους για τους οποίους τα δικαστήρια της Ελλάδος είναι σε θέση να  κρίνουν καλύτερα στην προκειμένη υπόθεση το υπέρτερο συμφέρον του  ανήλικου τέκνου από τα αντίστοιχα της Ελβετίας, αρκούμένος στην  επανάληψη των διατάξεων του άρθρου 9 της άνω Συμβάσεως.

Αντίθετα,  από τις επικαλούμενες και από τον ίδιο, αλλεπάλληλες αιτήσεις και  υποδείξεις του προς την Υπηρεσία Κοινωνικής Πρόνοιας και Προστασίας  παίδων και ανηλίκων (KESB) αρχικά της περιοχής  ___________ και αργότερα  της περιοχής (συνεπεία αλλαγής της κατοικίας του ανήλικου τέκνου)  ___________  Ελβετίας, τις επανειλημμένες προσφυγές του κατά αποφάσεων της άνω  υπηρεσίας ενώπιον του Περιφερειακού Συμβουλίου  ___________ του  ___________  της  ___________ Ελβετίας, την προσφυγή του κατά της από 2-5-2016  αποφάσεως του τελευταίου στο Ανώτερο Δικαστήριο του  ___________ της   ___________, τις παραστάσεις και τα υπομνήματα του ενώπιον των άνω Αρχών     της Ελβετίας, τόσο επί των δικών του αιτήσεων και προσφυγών όσο και  των αντιστοίχων της αντεναγομένης (επί των οποίων έχουν εκδοθεί  αντίστοιχες αποφάσεις των άνω Αρχών), προκύπτει ότι ο αντενάγων  εμμέσως πλην σαφώς έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία των Αρχών της  Ελβετίας επί των ζητημάτων που αφορούν την επιμέλεια του προσώπου  του ανηλίκου τέκνου του και την επικοινωνία μαζί του. Ούτε άλλωστε  επικαλείται την ύπαρξη συγκεκριμένων δικονομικών διατάξεων του  Ελβετικού δικαίου που δυσκολεύουν τη συλλογή κρίσιμων αποδεικτικών  μέσων στα πλαίσια της διερευνήσεως της υποθέσεως.

Αντίθετα, από τα  προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύεται ότι οι Αρχές της Ελβετίας, οσάκις  υποβλήθηκε κάποιο αίτημα, καταγγελία ή προσφυγή ανταποκρίθηκαν  άμεσα, διερευνώντας αυτή, όπως άλλωστε συνέβη, πέραν των άλλων, επί  των καταγγελιών του αντενάγοντος περί κακοποιήσεως του ανηλίκου  τέκνου του δια σωματικών βλαβών από την αντεναγομένη και τον άνω  σύντροφό της, και της αντεναγομένης περί σεξουαλικής κακοποιήσεως του  ανηλίκου τέκνου των διαδίκων από τον αντενάγοντα, οι οποίες φέρεται ότι  ακόμη διερευνώνται από τις αρμόδιες Αρχές. Συνεπώς, η διερεύνηση της  υποθέσεως από τα Ελληνικά Δικαστήρια και Αρχές και η έκδοση  αποφάσεως από αυτά δεν αποδεικνύεται ότι πρόκειται να έχει πραγματική  και προστιθέμενη αξία στην εκτίμηση του υπέρτερου συμφέροντος του  ανήλικου τέκνου των διαδίκων,. συγκρινόμενη με την αντίστοιχη διερεύνησή  της από τα αρμόδια δικαστήρια της Ελβετίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η  ανήλικη κόρη των διαδίκων,  ___________, που διαβιεί από το Μάρτιο του έτους  2009 στην Ελβετία, είναι περισσότερο συνδεδεμένη με την μητέρα της,  αφού διαμένει μαζί της συνεχώς από το έτος 2012, από το έτος 2014 φοιτά  στο δημοτικό σχολείο της περιοχής της κατοικίας της, ομιλεί επαρκώς και  τη γερμανική γλώσσα, συμμετέχει στις δραστηριότητες του σχολείου της,  μέσω του οποίου και κοινωνικοποιείται ανταποκρινόμενη ταυτόχρονα  επαρκώς στις σχολικές της υποχρεώσεις, επιβλέπεται και επικουρείται     αναφορικά με την επικοινωνία της με τον αντενάγοντα από διορισμένους  από το έτος 2014 από τις Αρχές της Ελβετίας συμπαραστάτες – συμβούλους,  ενώ από το έτος 2015 έχει διορισθεί από τις τελευταίες, κατόπιν αιτήματος  της Αστυνομίας του  ___________ της  ___________, το οποίο υποβλήθηκε συνεπεία  της άνω καταγγελίας για σεξουαλική κακοποίησή του από τον αντενάγοντα  – την οποία φέρεται ότι επιβεβαίωσε σε σχετική κατάθεσή της και η ίδια η  ανήλικη – και νομικός συμπαραστάτης της, παρακολουθείται δε από το έτος  2014 από ειδικούς παιδοψυχίατρους («ιατρούς ψυχιατρικής παιδιών»),  ακολουθώντας θεραπευτική αγωγή, επειδή, σύμφωνα με τους τελευταίους,  εμφανίζει συμπτώματα άγχους, εσωτερική ένταση και οργή, διαταραχές  προσαρμογής με αντιδράσεις φόβου, διαταραχές ύπνου και αρνητική –  αντιδραστική συμπεριφορά, που προφανώς δεν είναι άσχετες με τη διακοπή  της έγγαμης συμβίωσης των γονέων της, τη σφοδρότητα της αντιδικίας τους  και το αρνητικό περιβάλλον που δημιουργείται έτσι για την σωστή  ανάπτυξή της. Υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις ενδεχόμενη εμπλοκή των  Ελληνικών Αρχών στην υπόθεση κρίνεται ότι θα είχε επιζήμιες συνέπειες  για τις συναισθηματικές, οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις του  ανήλικου τέκνου των διαδίκων, αφού σε τέτοια περίπτωση, επειδή για τη  διερεύνηση της υποθέσεως θα καθίστατο αναγκαία η επανειλημμένη φυσική  του παρουσία στην Ελλάδα για να εξετάζεται όχι μόνον από τις δικαστικές  αλλά και από τις αντίστοιχες διοικητικές αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας,  θα απομακρύνονταν από το οικογενειακό, σχολικό και εν γένει κοινωνικό  περιβάλλον στο οποίο μέχρι τώρα διαβιεί, παρότι η σταθερότητα του  περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιείται σχολικά και κοινωνικά αλλά  και η κατά το δυνατόν αποφόρτισή της από τις συνέπειες της αντιδικίας  των γονέων της είναι απαραίτητες για την υπέρβαση των ψυχολογικών     επιπτώσεων από το χωρισμό των γονέων της και τη σωστή ανάπτυξή της  μέσα σε υγιές και σταθερό οικογενειακό περιβάλλον.

Συνεπώς, ούτε το  υπέρτερο συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων επιβάλει στην  προκειμένη περίπτωση την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 9 της άνω  Συμβάσεως (πρβλ για τα ανωτέρω και την από 27-10-2016 ΔΕΚ C –  428/2015). Τα ανωτέρω δε ανεξαρτήτως του ότι οι Αρχές της Ελβετίας  μέχρι σήμερα με τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους δέκα τέσσερις  vui (14) (μέχρι σήμερα)|αποφάσεις των πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων     Αρχών (Μονομελούς Περιφερειακού δικαστηρίου του  ___________,  Υπηρεσίας Προστασίας Παιδιών και Ενηλίκων – KESB περιοχών   ___________ –  ___________ και ακολούθως  ___________, Περιφερειακού  Συμβουλίου της περιοχής  ___________ και του Ανώτερου δικαστηρίου του   ___________ της  ___________) επιλήφθηκαν της εκδικάσεως των σχετικών  αιτήσεων και προσφυγών που εισήχθησαν προς συζήτηση σ’ αυτές χωρίς να  κάνουν χρήση του άρ. 8 της άνω Συμβάσεως και να παραπέμψουν την  εκδίκαση τους στα Ελληνικά δικαστήρια, δεχόμενα αντιθέτως, ότι έχουν  δικαιοδοσία για την εκδίκασή τους, πράγμα που θα καθιστούσε και  αλυσιτελή την εφαρμογή του άρθρου 9 παρ. 1 της άνω Συμβάσεως από το  Δικαστήριο. Επομένως και κατ’ ακολουθίαν όλων όσων προεκτέθηκαν, το  πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο απέρριψε χωρίς ειδικότερη αιτιολογία,  η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ, τον εν  λόγω, επικουρικά προβληθέντα ενώπιον του ισχυρισμό του αντενάγοντος,  δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή  του νόμου. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της ένδικης εφέσεως, κατά το  δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει  να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με το άρθρο 16 του ν. 1329/1983 καταργήθηκε η διάταξη του  άρθρου 1453 ΑΚ, με την οποία ρυθμιζόταν το θέμα της χρηματικής  ικανοποιήσεως, που μπορούσε να επιδικασθεί από το δικαστήριο με την       περί διαζυγίου απόφαση στον αναίτιο σύζυγο για την ηθική βλάβη που  υπέστη, λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του από γεγονός που  αποτελούσε το λόγο διαζυγίου, χωρίς να θεσπισθεί άλλη σχετική διάταξη.  Συνεπώς, το αντίστοιχο δικαίωμα ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο  299 Α.Κ, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 αυτού, κατά τις  οποίες για τη θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος πρέπει τα πραγματικά  περιστατικά που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων  (παραπτώματα), να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα,  ανεξάρτητα, δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή  της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία (Α.Π  686/2004, Ελλ.Δ/νη 47.775, Α.Π 566/2003 Ελλ.Δ/νη 45.1367, Α.Π 29/1999  Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

Έτσι, ο σύζυγος που έχει προσβληθεί, έχει κατ’ αρχήν το  δικαίωμα να ζητήσει τη λύση του γάμου, μόνον δε, όταν οι συνθήκες κάτω  από τις οποίες έλαβε χώρα το διαζευκτικό παράπτωμα είναι τέτοιες, που  εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται για τον  αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων,  πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η χρηματική ικανοποίηση λόγω  ηθικής βλάβης. Στην περίπτωση που οι σχέσεις αυτές εκτυλίσσονται υπό  περιστάσεις, που οδηγούν σε μείωση της υπολήψεως του συζύγου,  προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα παράνομης προσβολής της προσωπικότητας  του τελευταίου και, εκτός των άλλων συνεπειών, γεννούν υπέρ αυτού και  αξίωση για χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 59 Α.Κ ή, σε περίπτωση  συνδρομής των όρων της έργω εξυβρίσεως (άρθρο 361 Π.Κ), γεννούν  αξίωση κατά το άρθρο 932 ΑΚ. Gια την επιδίκαση ηθικής βλάβης κατ’  εφαρμογή του άνω άρθρου 59 του Α.Κ, δεν αρκεί οποιαδήποτε προσβολή     της προσωπικότητας, αλλά απαιτείται να υπάρχει σοβαρή ή σημαντική ”  προσβολή. Επομένως, τότε μόνον πρέπει να επιδικάζεται χρηματική  ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όταν οι δη μιουργούμενες συνθήκες από  την παράβαση των συζυγικών υποχρεώσεων είναι τόσο εξαιρετικές, ώστε η  ανθρώπινη αντοχή να υπερβαίνει τα όρια του μέσου κοινωνικού ανθρώπου.

Διαφορετικά τα άρθρα 57 και 59 Α.Κ δεν έχουν πεδίο εφαρμογής. Έτσι, η  εκ μέρους του συζύγου εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης, η παράβαση της  υποχρέωσης συμπαράστασης και επίδειξης στοργής και του επιβαλλόμενου  ενδιαφέροντος προς τον άλλο σύζυγο και εν γένει η παράλειψη εκπλήρωσης  των συζυγικών και οικογενειακών υποχρεώσεών του δεν δικαιολογούν την  εφαρμογή ούτε των συνδυασμένων άρθρων 57 και 59, ούτε του άρθρου 932  Α.Κ, αφού τα ως άνω περιστατικά δεν αποτελούν ασυνήθιστες περιστάσεις,  πέραν από τις συντρέχουσες σε κάθε διαζύγιο, ώστε να μπορούν να  στοιχειοθετήσουν το νόμω βάσιμο της σχετικής αξιώσεως, σύμφωνα με τις  προαναφερόμενες διατάξεις, ενώ η αντισυζυγική συμπεριφορά καθεαυτή  δεν αποτελεί αδικοπραξία και δεν δικαιολογεί την εφαρμογή ούτε του  άρθρου 932 ΑΚ (Α.Π 29/1999 Ελλ.Δνη 40.590, Ε.Δ. 47/07, Εφ.Θεσ  2033/03, Ε.Α. 8064/1999 Ελλ.Δνη 40.1116, Ε.Α. 10144.1995 Ελλ.Δνη  39.150). Αντιθέτως, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, πράξεις  εξύβρισης, σωματικών βλαβών ή απλών βιαιοπραγιών, που προσβάλλουν  την τιμή, τη σωματική ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του προσώπου,  αφού αυτές γεννούν αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως, διότι καθαυτές και  ανεξάρτητα από τον κλονισμό της έγγαμης σχέσεως που οφείλεται  σε αυτές, επιφέρουν προσβολή της προσωπικότητας (A.EL 558/2006  Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

Η σχετική αγωγή με αντικείμενο την αξίωση χρηματικής  ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του προσβληθέντος συζύγου μπορεί να  ενωθεί στο ίδιο δικόγραφο με την αγωγή διαζυγίου και να δικαστεί με την  ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών, κατ’ απόκλιση των  προβλεπομένων στις διατάξεις των άρθρων 218 παρ. 1δ και 246 Κ.Πολ.Δ.     (Α.Π 548/2000 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Α.Π 686/2004, Ελλ.Δ/νη 47.775, Α.Π  566/2003 Ελλ.Δ/νη 45.1367). Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη  ανταγωγή ο αντενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η αντεναγομένη να του  καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το συνολικό ποσόν των 58.000 Ευρώ  λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και προσβλητική  της προσωπικότητάς του συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της έγγαμης  συμβιώσεώς τους. Ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι κατά τη διάρκεια της  έγγαμης σχέσεως η αντεναγομένη 1) συνήψε από 9-2-2012 εξωσυζυγική  ερωτική σχέση με τον  ___________  ___________  ___________, 2) ότι κατά τη διάρκεια της  απουσίας του στην Ελλάδα, εγκατέλειψε τη συζυγική οικία στην Ελβετία,  3)               ότι κατά την αποχώρησή της αφαίρεσε το σύνολο της οικοσυσκευής,  4)             ότι εγκαταλείποντας την οικογενειακή στέγη αφαίρεσε μεταξύ άλλων και  τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή με το σκληρό δίσκο του και το αρχείο του  όπου είχε αποθηκευμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (διάφορες  ιατρικές εξετάσεις, φορολογικές δηλώσεις κ.λ.π), 5) ότι συνεπεία της  συνάψεως της προαναφερθείσας εξωσυζυγικής σχέσεως που είχε ως  αποτέλεσμα τη διακοπή της έγγαμης συμβιώσεώς και της επακολουθήσασας  συνοικήσεως στην ίδια οικία με τον  ___________  ___________  ___________, το ανήλικο  τέκνο του αναγκάσθηκε να συμβιώνει με έναν άγνωστο άνδρα σε μία ξένη  χώρα και όχι στην Ελλάδα, με συνέπεια το ανήλικο τέκνο του να υποστεί  «ψυχικό τραυματισμό» και συνακόλουθα εξαιτίας του τελευταίου να  υποστεί και ο ίδιος ηθική βλάβη. Τα ανωτέρω, υπό αρίθμηση από 1 έως και  4, πραγματικά περιστατικά συνιστούν περισταστικά παραβάσεως των  συζυγικών υποχρεώσεων, που απορρέουν από το γάμο, με συνέπεια και  αληθή υποτιθέμενα να μην θεμελιώνουν προσβολή της προσωπικότητας ή  και αδικοπραξία και συνακόλουθα, σύμφωνα και με τη μείζονα σκέψη, να     μην γεννάται αξίωση καταβολής χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του αντενάγοντος. To υπ’αρ.5 περιστατικό που αναφέρεται  στην ηθική βλάβη που υπέστη ο αντενάγων ως απόρροια του ψυχικού  τραυματισμού του ανήλικου τέκνου του και της διαταράξεως της ομαλής  ζωής του και αληθές υποτιθέμενο δεν δύναται να θεμελιώσει αξίωση του  αντενάγοντος στηριζομένη στις διατάξεις των αρ. 57, 59, 299 και 932 Α.Κ,  διότι δεν αποκαθίσταται η έμμεση ηθική βλάβη και η αξίωση για την  καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως παρέχεται μόνον σε εκείνον που  την έχει υποστεί άμεσα – και όχι έμμεσα όπως επικαλείται στην προκειμένη  περίπτωση ο αντενάγων – από την αδικοπραξία ή την προσβολή  της προσωπικότητάς του ( Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμ.Νομ.Α.Κ, στο άρ. 932,  αρ. 18, σελ. 1081).

Περαιτέρω ο αντενάγων επικαλείται επί πλέον για τη  θεμελίωση αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, ότι  μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως α) η αντεναγομένη ματαιώνει  και άλλοτε διακόπτει την τηλεφωνική επικοινωνία μέσω Skype με το  ανήλικο τέκνο του (χωρίς να επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά), β) ότι  το καλοκαίρι του έτους 2013 προκειμένου να παρεμποδίσει το δικαίωμα  επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του, κατήγγειλε ψευδώς στην  Υπηρεσία προστασίας παιδιών και ενηλίκων (KESB) της περιοχής   ___________ –  ___________ Ελβετίας ότι προτίθεται να απαγάγει το τελευταίο  με τελική συνέπεια να υποχρεωθεί να υπογράψει έγγραφο προς την άνω  αρχή ότι θα παρέδιδε τούτο στην αντεναγομένη την 1-8-2013 στην  Κατερίνη Ν. Πιερίας, γ) ότι στην από 9-2-2014 αίτησή της προς την άνω  υπηρεσία της περιοχής  ___________, η αντεναγομένη, με σκοπό και πάλι να  παρεμποδίσει το δικαίωμα επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του;  ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι (αυτός) «βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης», ότι  «έχει έντονο το σύνδρομο του Μεσσία», ότι «ψεύδεται ενώπιον των  Υπηρεσιών» και ότι «αναγνωρίζει ως δικό του ένα ξένο παιδί» εννοώντας  ως προς την τελευταία φράση το άρρεν τέκνο που απέκτησε η τελευταία     από την σχέση της με τον  ___________  ___________  ___________, το οποίο γεννήθηκε  κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων και δ) ότι η αντεναγομένη  προσέβαλε το δικαίωμα στο όνομά του χρησιμοποιώντας το επώνυμό του  ως επώνυμο του άρρενος τέκνου το οποίο έτεκε στις 9-7-2014 από τη σχέση  της με τον  ___________  ___________  ___________.

Όμως τα πιο πάνω περιστατικά και  αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν παραπτώματα κλονιστικά της έγγαμης  συμβιώσεως των διαδίκων ούτε συνάπτονται αιτιωδώς με τη διάσπασή της  ώστε να σωρευθούν νόμιμα σε δικαζομένη με τη διαδικασία των γαμικών  διαφορών αγωγή διαζυγίου και να θεμελιώσουν νόμιμη αξίωση καταβολής  χρηματικής ικανοποιήσεως, αλλά αφορούν ζητήματα και διαφορές που  ανεφύησαν μεταξύ των διαδίκων στα πλαίσια της σφοδρής αντιδικίας τους  αναφορικά με το δικαίωμα επικοινωνίας του αντενάγοντος με το ανήλικο  τέκνο του. Σε κάθε δε περίπτωση και αν ακόμη ήθελε εκτιμηθεί ότι τα  περιστατικά αυτά συνιστούν παραπτώματα  αντισυζυγικής συμπεριφοράς  (που συνέβησαν μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως), αυτά  δεν αποτελούν ασυνήθιστες περιστάσεις, προκαλούσες ιδιαίτερη ψυχική  δοκιμασία και ως εκ τούτου εκφεύγουσες των ορίων της συνήθους  δοκιμασίας, που συνεπάγεται για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον  άλλο των συζυγικών καθηκόντων πέραν από τις συντρέχουσες σε κάθε  διαζύγιο, ιδίως μάλιστα, όταν παράλληλα με τη διακοπή της έγγαμης  συμβιώσεως οι γονείς αντιδικούν με ιδιαίτερη σφοδρότητα για τα ζητήματα  της επιμέλειας και της επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων τους, ώστε να  μπορούν να στοιχειοθετήσουν νόμιμα την ένδικη αξίωση.

Το πρωτοβάθμιο  δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ίδιο πόρισμα και απέρριψε ως μη νόμιμη  τη σωρευομένη στην ανταγωγή αξίωση για καταβολή χρηματικής     ικανοποιήσεως δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς,  ο δεύτερος λόγος της κρινομένης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται  τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως, εφόσον  δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, η τελευταία πρέπει να απορριφθεί  στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου  υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου στο Δημόσιο Ταμείο. Με δεδομένο δε ότι  δεν αποδείχθηκε ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται ότι η εκκαλουμένη  ως προς το κεφάλαιό της, με το οποίο απαγγέλθηκε η λύση του γάμου  των διαδίκων κατέστη αμετάκλητη, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για  τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους  λόγω της σχέσεώς τους ως συζύγων (αρ. 179, 183 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 16-5-2016 (αυξ. αρ. εκθ. καταθ. 1372/17-5-  2016) έφεση κατά της 2107/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Αθηνών.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα;  για το παραδεκτό της εφέσεως παράβολου,στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό  δικαιοδοσίας, στο σύνολό τους.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του  στην Αθήνα στις 24 Αυγούστου 2017, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι  ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους .

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος μου, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής  να επιδώσει νόμιμα αυτό το επίσημο και με νόμιμη σήμανση αντίγραφο της υπ’ αρ.  4039/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (Πολιτικού Τμήματος)  στον κ. Χρήστο Γ. Οικονομάκη, δικηγόρο, κάτοικο Πειραιά, οδός Λουδοβίκου 2,  ως παραστάντα στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση, διορισμένο  πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο της  ___________  ___________ ( ___________  ___________)  του  ___________ και της  ___________, κάτοικο  ___________ Ελβετίας,  ___________ ,  ατομικά για τον εαυτό της και ως έχουσας προσωρινά την επιμέλεια του ανήλικου  τέκνου της  ___________  ___________του  ___________, προς γνώση της και για τις συνέπειες του νόμου.

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία