fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Εισαγωγή

Με την από 20.3.2020 Π.Ν.Π. «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 68) και άλλες διατάξεις, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 4683/2020 (ΦΕΚ Α’ 83/10-04-2020), αποφασίστηκε μεταξύ άλλων, η τροποποίηση του αρ. 16 του Κώδικα νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων (ΚΝΥΑΕ) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (Α’ 84), η οποία αντικαθίσταται ως εξής:

 «Άρθρο 16 Προσόντα ιατρού εργασίας

  1. Καθήκοντα ιατρού εργασίας μπορούν να ασκούν:

α) Οι ιατροί που κατέχουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας,

β) Οι ιατροί που κατέχουν τίτλο οιασδήποτε ειδικότητας, πλην της ιατρικής της εργασίας, και έχουν εκτελέσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις προ της 15ης Μαΐου 2009,

γ) Οι ιατροί χωρίς ειδικότητα οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις συνεχώς επί επτά (7) τουλάχιστον έτη μέχρι και τις 15 Μαΐου 2009.

  1. Οι ιατροί της παρ. 1 μπορούν να ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας σε όλες τις περιφέρειες ιατρικών συλλόγων της χώρας, χωρίς άδεια των συλλόγων αυτών.
  2. Ο ιατρός εργασίας υπάγεται απευθείας στη διοίκηση της επιχείρησης».

Με την παρούσα ερευνάται ο ρόλος των Ειδικών Ιατρών Εργασίας και τα ζητήματα που ανακύπτουν από την θέση σε ισχύ της ως άνω διάταξης και ειδικότερα η έλλειψη «επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» για την έκδοση της από 20-3-2020 Π.Ν.Π. και η εξ αυτού του λόγου καταχρηστική θέσπισή της, η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου ή μη της συνδρομής έκτακτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης της από 20-3-2020 Π.Ν.Π., η παραβίαση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία που διασφαλίζεται από το Σύνταγμα, το ICESCR και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, η αντίθεσή της με τις διατάξεις του ν.δ. 3366/1955 και του Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), η αντίθεσή της στις αρχές της ισότητας, της οικονομικής ελευθερίας, της ελευθερίας του ανταγωνισμού και της αναλογικότητας, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος.

Αθήνα, 28-4-2020

Ζωή Παπαγεωργίου

Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας Ελλάδος, Εταίρος

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ζητήματα που ανακύπτουν για τους Ειδικούς Ιατρούς Εργασίας από την διάταξη του αρ. 16 του Ν. 3850/2010, όπως τροποποιήθηκε με την από 20-3-2020 Π.Ν.Π. (ΦΕΚ Α’ 68/20-3-2020) και κυρώθηκε με το Ν. 4683/2020 (ΦΕΚ Α’ 83/10-04-2020). 1

Εισαγωγή. 1

  1. Η ασφάλεια στην εργασία στην Ελλάδα. 5
  2. Η Ιατρική Εργασίας. 6

2.1.       Οι στόχοι της ιατρικής εργασίας, όπως καθορίστηκαν από Δ.Ο.Ε/Π.Ο.Υ. 6

2.2.       Η ιατρική εργασίας στην Ελλάδα. 8

α) Ο Ν. 1568/85 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων». 8

β) Το Π.Δ. 213/86 «Καθιέρωση της ιατρικής ειδικότητας της Ιατρικής της Εργασίας». 9

γ) Σχετικά λοιπά νομοθετήματα. 10

δ) Ο Ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων»   11

2.3.       Η ειδικότητα της ιατρικής εργασίας στην Ελλάδα. 19

2.3.1.        Ο χρόνος και τα αντικείμενα άσκησης του ιατρού εργασίας. 19

2.3.2.        Τα πεδία επιστημονικής απασχόλησης του Ειδικού Ιατρού Εργασίας. 22

2.3.3.        Η συμβολή του Ειδικού Ιατρού Εργασίας στην πρόληψη και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου, ανάλογα με τον υφιστάμενο επαγγελματικό κίνδυνο. 24

2.3.4.        Ενδεικτικό πρωτόκολλο παρακολούθησης της υγείας εργαζόμενων με έκθεση σε θόρυβο   29

2.4.       Σύγκριση Ειδικότητας των Ειδικών Ιατρών εργασίας και μη ειδικών ιατρών εργασίας  29

2.5.       Συμπεράσματα εκ της ως άνω συγκρίσεως ειδικοτήτων. 41

  1. Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 20-3-2020 (ΦΕΚ Α’ 68/20-03-2020) και η κύρωση αυτής με το Ν. 4683/2020. 46

3.1.       Η Π.Ν.Π. της 20-3-2020 (ΦΕΚ Α’ 68/20-3-2020). 46

3.2.       Η με αρ. πρωτ. 13308/466/23-3-2020 Εγκύκλιος του Υπ. Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων  47

3.3.       Η κύρωση της Π.Ν.Π. της 20-3-2020 με το Ν. 4683/2020 (ΦΕΚ Α’ 83/10-04-2020). 53

3.4.       Η έλλειψη «επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» για την έκδοση της από 20-3-2020 Π.Ν.Π. – Η καταχρηστική θέσπιση της νέας διάταξης του αρ. 16 Ν. 3850/2010. 55

3.5.       Περί του δικαστικού ελέγχου ή μη της συνδρομής έκτακτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης της Π.Ν.Π. 59

3.5.1.        Η κρατούσα άποψη της νομολογίας. 59

3.5.2.        Οι απόψεις της μειοψηφίας. 61

3.4.3. Συμπέρασμα. 65

  1. Ζητήματα που ανακύπτουν από την τροποποίηση του αρ. 16 του Ν. 3850/2020, ως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίησή του από το Ν. 4683/2020. 65

4.1.       Η νέα διάταξη του αρ. 16 Ν. 3850/2010 ως μέτρο λιτότητας που παραβιάζει το δικαίωμα στην υγεία, όπως διασφαλίζεται από το Σύνταγμα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ICESCR) και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη. 68

α) Η προστασία του δικαιώματος στην υγεία από το Σύνταγμα. 68

β) Η προστασία του δικαιώματος στην υγεία σύμφωνα με το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ICESCR). 69

γ) Η προστασία του δικαιώματος στην υγεία σύμφωνα με το αρ. 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ   71

δ) Οι οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της κρίσης στο δικαίωμα στην υγεία. 72

γ) Η παραβίαση του δικαιώματος στην υγεία. 75

4.2.       Η αντίθεση της διάταξης του αρ. 16 του Ν. 3850/2010, ως ισχύει, με τις διατάξεις των ν.δ. 3366/1955 και του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας). 77

4.3.       Λοιπά ζητήματα αντισυνταγματικότητας της διάταξης του αρ. 16 Ν. 3850/2010, ως ισχύει σήμερα   79

4.3.1.        Αρχή της ισότητας. 80

4.3.2.        Άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. 85

4.3.3.        Αρχή αναλογικότητας. 88

4.3.4.        Κίνδυνοι εκ της κατάργησης της ειδικότητας της ιατρικής εργασίας. 90

α) Έλλειμμα επιστημονικής πιστότητας της διαδικασίας. 90

β) Αθέμιτος ανταγωνισμός. 91

γ) Έλλειμμα ασφάλειας της υγείας των εργαζομένων. 93

  1. Συγκριτική Μελέτη – Η ιατρική εργασίας στις ευρωπαϊκές χώρες. 94

5.1.       Ιταλία. 94

5.2.       Ισπανία. 98

5.3.       Γερμανία. 103

5.4.       Γαλλία. 105

5.5.       Βουλγαρία. 108

5.6.       Ρουμανία. 109

  1. Τελικά συμπεράσματα. 113
  2. Τελικές Επισημάνσεις. 116

Βιβλιογραφικές Αναφορές. 121

 

1.     Η ασφάλεια στην εργασία στην Ελλάδα

Η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, η δημιουργία ενός ικανοποιητικού εργασιακού περιβάλλοντος, η πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων και γενικά η βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων αποτελούν αδιαμφισβήτητο και ύψιστο δικαίωμα των εργαζομένων, κύριο μέλημα ενός κράτους πρόνοιας και απαραίτητο στοιχείο μίας κοινωνικά δίκαιης πολιτείας.

Η εξασφάλιση της φυσικής, σωματικής και ψυχικής ευεξίας είναι καθήκον του εργοδότη, αλλά και ο κάθε εργαζόμενος έχει σχετικές υποχρεώσεις. Η προστασία της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία είναι υπόθεση όλων και θα πρέπει να αποτελεί ζήτημα πρώτης προτεραιότητας στην επιχείρηση.

Η συνεργασία της εργοδοσίας, των εργαζομένων και της Πολιτείας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου στους χώρους εργασίας, ο οποίος εμφανίζεται είτε με τη μορφή εργατικών ατυχημάτων, είτε με την μορφή των επαγγελματικών ασθενειών.

Στην Ελλάδα τα πρώτα βήματα που αφορούν την Ιατρική και την Ασφάλεια της Εργασίας γίνονται το 1911 με το νομοσχέδιο «Περί εργασίας των ανηλίκων», το 1913 με το βασιλικό διάταγμα «Περί Υγιεινής και Ασφάλειας των εργατών εν τοις εργασίοις, εργαστηρίοις, καταστήμασι κ.λπ.». Επίσης, το 1934 με το Π.Δ. 14-03-1934 «Περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και υπαλλήλων των πάσης φύσεως βιομηχανικών και βιοτεχνικών εργοστασίων, εργαστηρίων κ.λ.π.» (ΦΕΚ 112/Α/1934), 22-03-1934, ο αστικός νόμος 1204/38 «Περί απαγορεύσεως της χρήσεως των μολυβδούχων χρωμάτων», ο ν. 1568/1985 «Περί Υγιεινής και Ασφάλειας των εργαζομένων» και το Π.Δ. 213/1986 με το οποίο καθιερώνεται η ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας.

2.     Η Ιατρική Εργασίας

2.1.         Οι στόχοι της ιατρικής εργασίας, όπως καθορίστηκαν από Δ.Ο.Ε/Π.Ο.Υ.

Οι στόχοι της ιατρικής εργασίας καθορίστηκαν αρχικά το 1950 από την Μεικτή Επιτροπή Δ.Ο.Ε. (Διεθνή Οργάνωση Εργασίας)/ Π.Ο.Υ. (Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας). Ειδικότερα:

Η ιατρική εργασίας πρέπει να στοχεύει:

  • στην προώθηση και διατήρηση του υψηλότερου βαθμού σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευημερίας των εργαζομένων σε όλα τα επαγγέλματα
  • στη λήψη μέτρων ώστε οι εργαζόμενοι να μην υποστούν βλάβη της υγείας τους, συνέπεια των εργασιακών συνθηκών
  • την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που εγκυμονούν για την υγεία, οι βλαπτικοί παράγοντες που υπεισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία
  • την τοποθέτηση και απασχόληση του εργαζομένου σε εργασιακό περιβάλλον προσαρμοσμένο στις φυσιολογικές και ψυχολογικές του ικανότητες
  • τη λήψη μέτρων ώστε να διατηρηθεί σε αυτή τη θέση εργασίας

και συνοψίζοντας η προσαρμογή της εργασίας στον εργαζόμενο και του κάθε εργαζόμενου στη δουλειά του.

Το 1959, βάσει συζητήσεων της ειδικής τριμερούς επιτροπής του Δ.Ο.Ε. (που εκπροσωπεί κυβερνήσεις, εργοδότες και εργαζόμενους), η 43η Σύνοδος της Διεθνούς Διάσκεψης Εργασίας ενέκρινε τη Σύσταση αριθ. 112 (ΔΟΕ 1959) η οποία καθόρισε την ιατρική εργασίας ως υπηρεσία που ιδρύθηκε εντός ή κοντά σε τόπο υπηρεσίας για τους εξής σκοπούς:

  • Προστασία των εργαζομένων από κάθε κίνδυνο για την υγεία που μπορεί να προκύψει από την εργασία τους ή τις συνθήκες υπό τις οποίες ασκείται
  • Συμβολή στη σωματική και διανοητική προσαρμογή των εργαζομένων, ιδίως με την προσαρμογή της εργασίας στους εργαζομένους και την ανάθεσή τους σε θέσεις εργασίας για τις οποίες ταιριάζουν
  • Συμβολή στη δημιουργία και διατήρηση του υψηλότερου δυνατού βαθμού σωματικής και διανοητικής ευεξίας των εργαζομένων.

Το 1985, ο Δ.Ο.Ε. υιοθέτησε νέα διεθνή μέσα – τη Σύμβαση για τις Υπηρεσίες Υγείας στην Εργασία (αρ. 161) και τη συνοδευτική της Σύσταση (Αρ. 171) (ΔΟΕ 1985α, 1985β) – η οποία καθόρισε τις υπηρεσίες ιατρικής στην εργασία ως υπηρεσίες με ουσιαστικά προληπτικές λειτουργίες και υπεύθυνες για την παροχή συμβουλών στον εργοδότη, τους εργαζομένους και τους εκπροσώπους τους στην επιχείρηση σχετικά με (i) τις απαιτήσεις για τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός ασφαλούς και υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος που θα διευκολύνει τη βέλτιστη σωματική και ψυχική υγεία σε σχέση με την εργασία και (ii) την προσαρμογή της εργασίας στις ικανότητες των εργαζομένων υπό το φως της κατάστασης της σωματικής και ψυχικής υγείας τους (άρθρο 1).

Η εκτεταμένη έρευνα των υπηρεσιών ιατρικής εργασίας στις 32 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πραγματοποιήθηκε το 1985 από το Περιφερειακό Γραφείο της Π.Ο.Υ. για την Ευρώπη (Rantanen 1990) προσδιόρισε τις ακόλουθες αρχές ως στόχους της Ιατρικής Εργασίας:

  • Προστασία της υγείας των εργαζομένων από τους κινδύνους στην εργασία (αρχή προστασίας και πρόληψης)
  • Προσαρμογή της εργασίας και του εργασιακού περιβάλλοντος στις δυνατότητες των εργαζομένων (αρχή προσαρμογής)
  • Ενίσχυση της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευημερίας των εργαζομένων (η αρχή της προαγωγής της υγείας)
  • Ελαχιστοποίηση των συνεπειών των επαγγελματικών κινδύνων, των ατυχημάτων και των τραυματισμών, καθώς και των επαγγελματικών και επαγγελματικών ασθενειών (αρχή θεραπείας και αποκατάστασης)
  • Παροχή γενικών υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης για τους εργαζομένους και τις οικογένειές τους, τόσο θεραπευτικές όσο και προληπτικές, στο χώρο εργασίας ή από κοντινές εγκαταστάσεις (η γενική αρχή της πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης).

2.2.         Η ιατρική εργασίας στην Ελλάδα

α) Ο Ν. 1568/85 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων»

Στην Ελλάδα ο θεσμός του ιατρού εργασίας καθιερώθηκε το έτος 1985. Ειδικότερα, με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 1568/85 «Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων» (ΦΕΚ 177/Α/18-10-85) προβλέφθηκε η υποχρέωση απασχόλησης ιατρού εργασίας στις επιχειρήσεις που απασχολούν κατά ετήσιο µέσο όρο πάνω από πενήντα (50) εργαζόμενους ή όσες απασχολούν έστω και έναν εργαζόμενο, εφόσον οι εργασίες τους είναι σχετικές με μόλυβδο (π.δ. 94/1987), αμίαντο (π.δ. 70/1988), καρκινογόνες ουσίες (π.δ. 399/1994) ή βιολογικούς παράγοντες (π.δ. 186/1995).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 8 του Ν. 1568/85 («Προσόντα γιατρού εργασίας και βοηθητικού προσωπικού»):

«1. Ο γιατρός εργασίας πρέπει να διαθέτει εκτός από την άδεια άσκησης ιατρικού επαγγέλµατος και την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας. Μέχρι την καθιέρωση της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας και την απόκτηση της ειδικότητας από ικανό αριθµό γιατρών, µπορούν να ασκούν το αντικείµενο αυτό, στο επίπεδο της επιχείρησης, οι παρακάτω:

α) οι κάτοχοι τίτλου ή πτυχίου ειδικότητας ιατρικής της εργασίας της αλλοδαπής,

β) οι γιατροί που έχουν την ειδικότητα της παθολογίας, σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις και έχουν παρακολουθήσει ειδικό σεµινάριο ιατρικής και της εργασίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 13 ή διαθέτουν διετή τουλάχιστον εµπειρία σε επιχείρηση,

γ) όσοι έχουν ασκήσει καθήκοντα γιατρού εργασίας στο Υπουργείο Εργασίας για πέντε χρόνια τουλάχιστον και µετά την παραίτησή τους από την υπηρεσία. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει γιατρός µε την παραπάνω ειδικότητα, είναι δυνατό να προσληφθεί γιατρός οποιασδήποτε ειδικότητας.

  1. ο γιατρός εργασίας υπάγεται απευθείας στη διοίκηση της επιχείρησης…».

β) Το Π.Δ. 213/86 «Καθιέρωση της ιατρικής ειδικότητας της Ιατρικής της Εργασίας». 

Εν συνεχεία, με το Π.Δ. 213/86 (ΦΕΚ 87/Α/7-7-86), και ειδικότερα στο άρθρο 1 καθιερώνεται η ιατρική ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας, ενώ στο άρθρο 4 ορίζεται ότι «Η ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας αναγνωρίζεται σε όσους γιατρούς έχουν αποδεδειγµένο δικαίωµα άσκησης της ειδικότητας αυτής σε χώρες της Ε.Ο.Κ. …. 2. Για δύο (2) χρόνια από τη δηµοσίευση του παρόντος είναι δυνατή η χορήγηση της ειδικότητας της Ιατρικής της Εργασίας, σε γιατρούς οι οποίοι : α) Διαθέτουν µεταπτυχιακό τίτλο ή πτυχίο ειδικότητας Ιατρικής της Εργασίας στην αλλοδαπή ή το πτυχίο της Βιοµηχανικής Υγιεινής του άρθρου 2, παράγραφος 2 του Π.∆. 1233/81 για την απόκτηση του οποίου απαιτήθηκε τουλάχιστον δέκα (10) µηνών πλήρους φοίτησης, καθώς και διετή άσκηση σε Παθολογική ή Πνευµονολογική Κλινική κατάλληλη για άσκηση των γιατρών. β) Έχουν ειδικότητα Παθολογίας και έχουν παρακολουθήσει ειδικό σεµινάριο Ιατρικής της Εργασίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 13 του Νόµου 1568/85 γ) Έχουν ειδικότητα Παθολογίας ή Πνευµονολογίας και διετή τουλάχιστον εµπειρία σε επιχείρηση κατά τη δηµοσίευση του παρόντος. δ) Έχουν ασκήσει καθήκοντα γιατρού Εργασίας, στο Υπουργείο Εργασίας, για χρονικό διάστηµα, τουλάχιστον, πέντε (5) χρόνων. 3….».

γ) Σχετικά λοιπά νομοθετήματα

Ακολούθησε η έκδοση των Ν. 3144/2003 [«Κοινωνικός διάλογος για την προώθηση της απασχόλησης και την κοινωνική προστασία και άλλες διατάξεις», (Φ.Ε.Κ. 111/τ. Α’/8.5.2003), Άρθρο 9 «Συμπλήρωση διατάξεων του Ν. 1568/1985 “Υγιεινή και Ασφάλεια των εργαζομένων»], Ν. 3227/2004 [«Μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 31/9.2.2004), Άρθρο 29 (παράταση προθεσμίας αίτησης)], Ν. 3762/2009 [«Αναδιοργάνωση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), ρύθμιση θεμάτων Οργανισμών εποπτευόμενων από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και άλλες διατάξεις», (Φ.Ε.Κ. Α’ 75/15.5.2009), Άρθρο 12 «Δικαίωμα άσκησης καθηκόντων ιατρού εργασίας»], καθώς και της Υπ. Απόφασης με αρ. Υ7αΓΠ. οικ. 112498 (6) (Φ.Ε.Κ. Β’ 1775/26.08.2009), που καθόριζε τους όρους και προϋποθέσεις για την απόκτηση της ειδικότητας της Ιατρικής της Εργασίας από ιατρούς άλλων ειδικοτήτων.

δ) Ο Ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων»

Τομή αποτέλεσε η ψήφιση του Ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων» (ΦΕΚ A’ 84/2.6.2010).

                                               i.            Άρθρο 16 – Προσόντα ιατρού εργασίας και βοηθητικού προσωπικού

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 3850/2010  – Προσόντα ιατρού εργασίας και βοηθητικού προσωπικού:

 

 «1. Ο ιατρός εργασίας πρέπει να κατέχει και να ασκεί την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας, όπως πιστοποιείται από τον οικείο ιατρικό σύλλογο.

  1. Κατ` εξαίρεση, τα καθήκοντα του ιατρού εργασίας, όπως αυτά προβλέπονται στον παρόντα κώδικα, έχουν δικαίωμα να ασκούν:

α) Οι ιατροί χωρίς ειδικότητα, οι οποίοι στις 15.5.2009 είχαν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ιατρού εργασίας με επιχειρήσεις και αποδεικνύουν την άσκηση των καθηκόντων αυτών συνεχώς επί επτά τουλάχιστον έτη.

β) Οι ιατροί οι οποίοι στις 15.5.2009 εκτελούσαν καθήκοντα ιατρού εργασίας χωρίς να κατέχουν ή να ασκούν τον τίτλο της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας, αλλά τίτλο άλλης ειδικότητας.

«2.Α. α) Στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης συγκροτείται Ειδικός Κατάλογος στον οποίο εγγράφονται οι ιατροί της παραγράφου 2. Στα δικαιολογητικά που κατατίθενται στην αρμόδια υπηρεσία περιλαμβάνεται απαραιτήτως βεβαίωση εγγραφής στον ιατρικό σύλλογο στον οποίο είναι εγγεγραμμένοι.

β) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος σύνταξης του Ειδικού Καταλόγου, η αρμόδια υπηρεσία για τη συγκρότηση και την τήρηση του, οι ειδικότερες προϋποθέσεις, οι προθεσμίες και ο τρόπος υποβολής των αιτήσεων για την εγγραφή των ιατρών σε αυτόν, ο τρόπος τήρησης του και κάθε άλλο σχετικό θέμα που αφορά σε αυτόν.

γ) Ιατρός που περιλαμβάνεται στον Ειδικό Κατάλογο της περίπτωσης α` μπορεί να ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος και εφόσον λάβει βεβαίωση του συλλόγου αυτού ότι δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος ιατρός με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στην περιφέρεια αυτή.»

*** Η παράγραφος 2Α προστέθηκε με την παράγραφο 2 άρθρου 29 Ν. 3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011.

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παράγραφο 4 άρθρου 20 του Ν.3418/2005,ΦΕΚ Α` 287, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 3 άρθρου 29 ν. 3996/2011, ΦΕΚ Α 170/5.8.2011, ορίζεται ότι: «4. Ιατρός των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του ν. 3850/2010 (Α` 84), ο οποίος έχει σύμβαση ή άλλη σχέση εργασίας με οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, υποχρεούται να προσκομίζει στην υπηρεσία της παραγράφου 2Α του άρθρου 16 του ν. 3850/2010 έγγραφη άδεια της Διοίκησης του ασφαλιστικού φορέα, με την οποία θα επιτρέπεται σε αυτόν η άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας σε συγκεκριμένη επιχείρηση. Ο ιατρός του πρώτου εδαφίου εξαιρείται, κατά την άσκηση των καθηκόντων του στον ασφαλιστικό φορέα, από την οποιαδήποτε παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς ασφαλισμένο σε αυτόν, εφόσον ο ασφαλισμένος εργάζεται σε επιχείρηση στην οποία ο ιατρός ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας”.

  1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, ο χρόνος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εκπαίδευση και την πιστοποίηση των αναγκαίων προσόντων για την απόκτηση του τίτλου της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας από ιατρούς των περιπτώσεων α` και β` της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και για την άσκηση αυτής έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας για την απόκτηση του ως άνω τίτλου της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας.

 «Η προθεσμία των οκτώ (8) ετών για την απόκτηση του τίτλου της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας, που αναφέρεται στην παρ. 2 της κοινής υπουργικής απόφασης Υ7α/ ΓΠ.οικ.112498/ 18.8.2009 (Β` 1775), πέραν της οποίας δεν επιτρέπεται σε ιατρό που δεν κατέχει την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας να ασκεί τα καθήκοντα του ιατρού εργασίας, παρατείνεται από τη λήξη της έως τις 26 Αυγούστου 2027.».

 

*** Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 προστέθηκε με το άρθρο 113 Ν.4485/2017,ΦΕΚ Α 114/4.8.2017.

  1. Ο ιατρός εργασίας υπάγεται απευθείας στη διοίκηση της επιχείρησης.
  2. Ως βοηθητικό προσωπικό του ιατρού εργασίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 8, μπορούν να προσλαμβάνονται επισκέπτριες αδελφές και επισκέπτες αδελφοί, πτυχιούχοι σχολών τετραετούς φοίτησης της ημεδαπής ή ισότιμων της αλλοδαπής ή αδελφές νοσοκόμες και αδελφοί νοσοκόμοι, πτυχιούχοι σχολών μονοετούς φοίτησης της ημεδαπής ή ισότιμων της αλλοδαπής.».

Ακολούθως, η περ. γ’ της παρ. 2Α του ως άνω αρ. 16 του Ν. 3850/2010 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 Ν. 4578/2018 (ΦΕΚ Α’ 200/3.12.2018), ως εξής: «… 2. Κατ` εξαίρεση, τα καθήκοντα του ιατρού εργασίας, όπως αυτά προβλέπονται στον παρόντα κώδικα, έχουν δικαίωμα να ασκούν: … γ) Ιατρός που περιλαμβάνεται στον Ειδικό Κατάλογο της περίπτωσης α` μπορεί να ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος και εφόσον δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος ιατρός με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στην περιφέρεια αυτή. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία με την οποία διαπιστώνεται κατά τόπο και χρόνο η έλλειψη ιατρού εργασίας ή η έλλειψη διαθέσιμου ιατρού εργασίας και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης. Μέχρι την έκδοση της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, η έλλειψη ιατρού ή διαθέσιμου ιατρού βεβαιώνεται από τον ιατρικό σύλλογο, στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ο ιατρός του Ειδικού Καταλόγου της περίπτωσης α`, μετά από αίτησή του. Η βεβαίωση του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) εργάσιμων ημερών, μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας τεκμαίρεται η έλλειψη ιατρού ή διαθέσιμου ιατρού…».

Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν. 3850/2010, ο γιατρός εργασίας παρέχει υποδείξεις και συμβουλές στον εργοδότη, στους εργαζομένους και στους εκπροσώπους τους, γραπτά ή προφορικά, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων. Τις γραπτές υποδείξεις ο ιατρός εργασίας καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο. Ο εργοδότης λαμβάνει γνώση ενυπογράφως των υποδείξεων που καταχωρούνται σε αυτό το βιβλίο. Ειδικότερα ο ιατρός εργασίας συμβουλεύει σε θέματα: α) σχεδιασμού, προγραμματισμού, τροποποίησης της παραγωγικής διαδικασίας, κατασκευής και συντήρησης εγκαταστάσεων, σύμφωνα με τους κανόνες υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, β) λήψης μέτρων προστασίας κατά την εισαγωγή και χρήση υλών και προμήθειας μέσων εξοπλισμού, γ) φυσιολογίας και ψυχολογίας της εργασίας, εργονομίας και υγιεινής της εργασίας, της διευθέτησης και διαμόρφωσης των θέσεων και του περιβάλλοντος της εργασίας και της οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, δ) οργάνωσης υπηρεσίας παροχής πρώτων βοηθειών, ε) αρχικής τοποθέτησης και αλλαγής θέσης εργασίας για λόγους υγείας, προσωρινά ή μόνιμα, καθώς και ένταξης ή επανένταξης μειονεκτούντων ατόμων στην παραγωγική διαδικασία, ακόμη και με υπόδειξη αναμόρφωσης της θέσης εργασίας.

Για την επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων (άρθρο 18 του Ν. 3850/2010) ο γιατρός εργασίας προβαίνει σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων σχετικό με τη θέση εργασίας τους, μετά την πρόσληψη τους ή την αλλαγή θέσης εργασίας, καθώς και σε περιοδικό ιατρικό έλεγχο κατά την κρίση του επιθεωρητή εργασίας ύστερα από αίτημα της Επιτροπής Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΥΑΕ), όταν τούτο δεν ορίζεται από το νόμο και μεριμνά για τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων και μετρήσεων παραγόντων του εργασιακού περιβάλλοντος σε εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά. Εκτιμά την καταλληλόλητα των εργαζομένων για τη συγκεκριμένη εργασία, αξιολογεί και καταχωρεί τα αποτελέσματα των εξετάσεων, εκδίδει βεβαίωση των παραπάνω εκτιμήσεων και την κοινοποιεί στον εργοδότη. Το περιεχόμενο της παραπάνω βεβαίωσης πρέπει να εξασφαλίζει το ιατρικό απόρρητο υπέρ του εργαζομένου και μπορεί να ελεγχθεί από τους υγειονομικούς επιθεωρητές του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, για την κατοχύρωση του εργαζομένου και του εργοδότη.

Ο ιατρός εργασίας επιβλέπει, επίσης, την εφαρμογή των μέτρων προστασίας της υγείας των εργαζομένων και πρόληψης των ατυχημάτων. Για το σκοπό αυτό: α) επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας και αναφέρει οποιαδήποτε παράλειψη, προτείνει μέτρα αντιμετώπισης των παραλείψεων και επιβλέπει την εφαρμογή τους, β) επεξηγεί την αναγκαιότητα της σωστής χρήσης των ατομικών μέτρων προστασίας, γ) ερευνά τις αιτίες των ασθενειών που οφείλονται στην εργασία, αναλύει και αξιολογεί τα αποτελέσματα των ερευνών και προτείνει μέτρα για την πρόληψη των ασθενειών αυτών, δ) επιβλέπει τη συμμόρφωση των εργαζομένων στους κανόνες υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, ενημερώνει τους εργαζομένους για τους κινδύνους που προέρχονται από την εργασία τους, καθώς και για τους τρόπους πρόληψής τους, ε) παρέχει επείγουσα θεραπεία σε περίπτωση ατυχήματος ή αιφνίδιας νόσου και εκτελεί προγράμματα εμβολιασμού των εργαζομένων με εντολή της αρμόδιας διεύθυνσης υγιεινής της νομαρχίας, όπου εδρεύει η επιχείρηση. Ο ιατρός εργασίας αναγγέλλει μέσω της επιχείρησης στην Επιθεώρηση Εργασίας ασθένειες των εργαζομένων που οφείλονται στην εργασία και γι’ αυτό το σκοπό πρέπει να ενημερώνεται από τον εργοδότη και τους εργαζομένους για οποιοδήποτε παράγοντα στο χώρο εργασίας που έχει επίπτωση στην υγεία.

Ο ιατρός εργασίας έχει υποχρέωση να τηρεί το ιατρικό και επιχειρησιακό απόρρητο. Επίσης, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται για να επαληθεύει το δικαιολογημένο ή μη, λόγω νόσου, απουσίας εργαζομένου.

Τέλος, η επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων στον τόπο εργασίας δεν μπορεί να συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση γι’ αυτούς και πρέπει να γίνεται κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας τους.

                            ii.            Άρθρο 23 – Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞ.Υ.Π.Π.)

Σύμφωνα με το άρθρο 23 – Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞ.Υ.Π.Π.):

«1. Οι υπηρεσίες τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας μπορούν να παρέχονται σε μια επιχείρηση και από ατομικές επιχειρήσεις ή νομικά πρόσωπα έξω από την επιχείρηση, που στο εξής θα ονομάζονται “Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης” (ΕΞ.Υ.Π.Π.). Οι ΕΞ.Υ.Π.Π. ασκούν τις αρμοδιότητες και έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του τεχνικού ασφάλειας και του ιατρού εργασίας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

  1. Δικαίωμα σύστασης ΕΞ.Υ.Π.Π. έχουν επίσης:

 α) οργανισμοί εποπτευόμενοι από τα Υπουργεία Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,

 β) Ν.Π.Δ.Δ. με δραστηριότητες σχετικές με τις συνθήκες εργασίας, καθώς και τα επιμελητήρια,

 γ) τα ανώτατα ή ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα,

 δ) συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων,

 ε) ενώσεις εργοδοτών,

 στ) μικτές συμπράξεις των ανωτέρω.

  1. Οι ΕΞ.Υ.Π.Π. για να αρχίσουν να λειτουργούν και να παρέχουν υπηρεσίες υποχρεούνται να κατέχουν σχετική άδεια σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
  2. Οι ΕΞ.Υ.Π.Π. συνδέονται με κάθε επιχείρηση με γραπτή σύμβαση. Η σύμβαση αυτή κοινοποιείται στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και στους εκπροσώπους των εργαζομένων ή αλλιώς ανακοινώνεται στους εργαζομένους της επιχείρησης. Στη σύμβαση αναγράφονται τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 9.
  3. Καταγγελία, λύση ή αλλαγή της σύμβασης μιας επιχείρησης με ΕΞ.Υ.Π.Π. δεν μπορεί να οφείλεται σε διαφωνία για θέματα αρμοδιότητας της δεύτερης. Σε κάθε περίπτωση η καταγγελία, η λύση ή η αλλαγή της σύμβασης πρέπει να είναι αιτιολογημένη και κοινοποιείται στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.
  4. Οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες που αναλαμβάνει με τη σύμβαση η ΕΞ.Υ.Π.Π. κατά κανένα τρόπο δεν μεταφέρονται σε εργαζομένους που απασχολεί.
  5. Οι ΕΞ.Υ.Π.Π., προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες της παραγράφου 1, πρέπει να διαθέτουν το αναγκαίο προσωπικό με την απαιτούμενη επιστημονική εξειδίκευση και σε ικανό αριθμό, καθώς επίσης τα απαιτούμενα μέσα ή εξοπλισμό, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας για το σκοπό αυτόν και για καθεμία από τις επιχειρήσεις με τις οποίες συμβάλλονται.
  6. Όταν οι επιχειρήσεις με τις οποίες συμβάλλονται οι ΕΞ.Υ.Π.Π. δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα μέσα ή εξοπλισμό για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, όπως για τη διενέργεια μετρήσεων, εξετάσεων κλπ., οι ΕΞ.Υ.Π.Π. μπορούν να διαθέτουν δικά τους μέσα ή εξοπλισμό. Στην περίπτωση αυτή γίνεται σχετική αναφορά στη γραπτή σύμβαση της παραγράφου 4.
  7. Οι ΕΞ.Υ.Π.Π. υποχρεούνται να τηρούν φακέλους για καθεμία επιχείρηση, με την οποία συμβάλλονται. Στους φακέλους καταχωρούνται αντίγραφα κάθε υπόδειξης, έρευνας, μέτρησης ή εξέτασης που σχετίζεται με την επιχείρηση. Οι καταχωρήσεις αυτές πρέπει να καταγράφονται από την ΕΞ.Υ.Π.Π. και στα βιβλία, τα οποία υποχρεούται να τηρεί η επιχείρηση.
  8. Οι ΕΞ.Υ.Π.Π. τηρούν αναλυτικά δελτία παρουσίας κάθε τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας με το χρόνο απασχόλησης τους σε κάθε επιχείρηση, συγκεντρωτικό πίνακα των οποίων υποβάλλουν στην αρμόδια Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε εξαμήνου. Επίσης συντάσσουν ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων την οποία υποβάλλουν στην παραπάνω Γενική Διεύθυνση το πρώτο δίμηνο κάθε έτους.
  9. Ανάλογες υποχρεώσεις με αυτές της προηγούμενης παραγράφου έχουν και τα άτομα εκτός των επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν καθήκοντα τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας.
  10. Το προσωπικό της ΕΞ.Υ.Π.Π. υποχρεούται να τηρεί το επιχειρησιακό απόρρητο, που αφορά τόσο την ίδια όσο και την επιχείρηση με την οποία συμβάλλεται.
  11. Οι ΕΞ.Υ.Π.Π. υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας κάθε στοιχείο που τους ζητείται, για να αποδείξουν ότι είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν με βάση τη σύμβαση της παραγράφου 5.
  12. Η αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας έχει επίσης πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία των φακέλων, που αναφέρονται στην παράγραφο 10.
  13. Το άρθρο 70 έχει εφαρμογή και για παροχή στοιχείων από την ΕΞ.Υ.Π.Π., που αφορούν την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων σε επιχειρήσεις με τις οποίες συμβάλλεται.».

2.3.         Η ειδικότητα της ιατρικής εργασίας στην Ελλάδα

2.3.1.  Ο χρόνος και τα αντικείμενα άσκησης του ιατρού εργασίας

Στην Ελλάδα, με το Π.Δ. 213/86 (ΦΕΚ 87/Α/7-7-86), και ειδικότερα στο άρθρο 1 αυτού, καθιερώνεται η ιατρική ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας.

Ως χρόνος άσκησης ορίσθηκαν τέσσερα χρόνια κατανεμημένα σε τρία μέρη :

  • κλινική άσκηση
  • θεωρητική κατάρτιση
  • πρακτική άσκηση

Εν συνεχεία, ο χρόνος και τα αντικείμενα άσκησης του ιατρού εργασίας καθορίσθηκαν από το ΠΔ 415/1994 και τελικά με την Υ.Α. Γ5α/Γ.Π.οικ. 64843 «Σύσταση, μετονομασία ιατρικών ειδικοτήτων, καθορισμός χρόνου και περιεχομένου άσκησης για την απόκτηση τίτλου ειδικότητας» (ΦΕΚ Β’ 4138/20-09-2020). Ειδικότερα:

Για την Ιατρικής Εργασίας και Περιβάλλοντος ο συνολικός χρόνος εκπαίδευσης για την απόκτηση τίτλου ειδικότητας καθορίστηκε σε τέσσερα (4) έτη, ως ακολούθως:

α) Είκοσι οκτώ (28) μήνες Κλινική εκπαίδευση και άσκηση εκ των οποίων:

  • Δώδεκα (12) μήνες Παθολογία
  • Τέσσερις (4) μήνες Πνευμονολογία
  • Δύο (2) μήνες Ορθοπαιδική
  • Δύο (2) μήνες Δερματολογία
  • Δύο (2) μήνες Καρδιολογία
  • Ένα (1) μήνα Οφθαλμολογία
  • Δύο (2) μήνες Επείγουσα Φροντίδα
  • Δύο (2) μήνες Ψυχιατρική
  • Ένα (1) μήνα Ωτορινολαρυγγολογία

β) Δώδεκα (12) μήνες Θεωρητική κατάρτιση που πραγματοποιείται σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα ή την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (θεωρητική διδασκαλία, εργαστηριακή εκπαίδευση, προετοιμασία και εκπόνηση διπλωματικής εργασίας, επισκέψεις σε χώρους εργασίας επιχειρήσεων πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα)

γ) Οκτώ (8) μήνες Πρακτική άσκηση, εκ των οποίων:

  • δύο (2) μήνες υλοποιούνται σε δομές και υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας που ασχολούνται με την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία (ΚΕΠΕΚ και ΣΕΠΕ),
  • έξι (6) μήνες υλοποιούνται σε επιχειρήσεις, φορείς ή υπηρεσίες όπου λειτουργεί οργανωμένη υπηρεσία Ιατρικής της Εργασίας. (Η άσκηση στις επιχειρήσεις δύναται να υλοποιείται είτε σε μία επιχείρηση είτε εκ περιτροπής σε διαφορετικές επιχειρήσεις κάθε δίμηνο ή τρίμηνο).

Η εκπαίδευση θα πραγματοποιείται σε νοσοκομεία που είναι αναγνωρισμένα για την χορήγηση των παραπάνω ειδικοτήτων.

Περαιτέρω, η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) υλοποιεί το ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την θεωρητική κατάρτιση ειδικευομένων Ιατρών Εργασίας, στο πλαίσιο της ειδικότητας Ιατρικής της Εργασίας, διάρκειας ενός (1) ακαδημαϊκού έτους. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει:

  • θεωρητική διδασκαλία
  • εργαστηριακή εκπαίδευση
  • εκπόνηση διπλωματικής εργασίας
  • επισκέψεις σε εργασιακούς χώρους.

Η θεωρητική εκπαίδευση κατανέμεται σε 16 θεματικές ενότητες:

  • Εισαγωγή στην Ιατρική της Εργασίας
  • Κοινωνιολογία της Εργασίας – Οικονομικά της Υγείας
  • Μετρολογία εκτίμησης επαγγελματικού κινδύνου
  • Γενική & Ειδική Παθολογία της Εργασίας
  • Φυσιολογία της Εργασίας – Εργονομία
  • Επαγγελματική Τοξικολογία – Βιολογική παρακολούθηση
  • Βιοστατιστική& Επαγγελματική Επιδημιολογία
  • Ψυχολογία της Εργασίας
  • Ακτινοβολία – Ακτινοπροστασία
  • Τεχνικές φυσικής, αναλυτικής χημεία και βιοχημείας
  • Μεθοδολογία πρόληψης επαγγελματικού κινδύνου
  • Διοίκηση & Οργάνωση Υπηρεσιών Υγείας – Δημόσια Υγεία
  • Παροχή Α’ βοηθειών
  • Νομοθεσία, ιατροδικαστική εκτίμηση – Ασφαλιστικά θέματα
  • Περιβάλλον& Ιατρική της Εργασίας
  • Ασφάλεια κατά την εργασία

Η θεωρητική εκπαίδευση περιλαμβάνει επιπλέον και ειδική πρακτική εκπαίδευση σε:

  • Ακοομετρία
  • Ακτινοδιαγνωστική (ILO)
  • Σπιρομέτρηση
  • Patchtests

 

2.3.2.  Τα πεδία επιστημονικής απασχόλησης του Ειδικού Ιατρού Εργασίας

Με δεδομένη την έλλειψη δομημένου πλαισίου αναφοράς με θεσμοθέτηση συγκεκριμένων κατευθυντήριων οδηγιών για την παρακολούθηση της υγείας των εργαζόμενων και την εκτίμηση καταλληλότητας προς εργασία, είναι προφανές ότι η ευθύνη προστασίας της υγείας των εργαζόμενων επαφίεται αποκλειστικά στον εργοδότη ο οποίος βασίζεται στην επιστημονική κρίση και αντίληψη του Ιατρού Εργασίας.

Ο Ειδικός Ιατρός Εργασίας καλείται να καλύψει το υπάρχον κενό, χρησιμοποιώντας τις επιστημονικές γνώσεις που εφαρμόζονται παγκοσμίως στο πεδίο της ιατρικής της εργασίας, ώστε να ορίσει το πλαίσιο διαχείρισης – ιατρικής παρακολούθησης των εργαζομένων (ανάλογα με το είδος του εντοπιζόμενου βλαπτικού παράγοντα ή των απαιτήσεων ειδικών θέσεων εργασίας) που θα ενσωματώνει όλες τις αναγνωρισμένες καλές πρακτικές ή συμπεράσματα της βιβλιογραφίας.

Ακολούθως αναφέρονται συνοπτικά τα πεδία επιστημονικής απασχόλησης του Ειδικού Ιατρού Εργασίας πέραν της κλινικής άσκησης Ιατρικής της Εργασίας:

  1. Ανασκόπηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας σε επιμέρους ζητήματα υγείας (υπάρχουσες κατευθυντήριες οδηγίες, πρωτόκολλα, αλγόριθμοι, ειδικά άρθρα)
  2. Εκτίμηση ικανότητας εκτέλεσης εργασιών που απαιτούν κάποιες ελάχιστες αποδεκτές ατομικές προδιαγραφές (πχ εργασία σε ύψος, κλειστούς χώρους, απομονωμένες θέσεις εργασίας, χειρισμός βαρέων οχημάτων ή μηχανημάτων κλπ)
  3. Εκτίμηση ικανότητας προς εργασία εργαζόμενων που αντιμετωπίζουν ειδικά ζητήματα υγείας (όπως πχ Σακχαρώδης Διαβήτης, καρδιαγγειακά ή νευρολογικά νοσήματα ή ασθένειες που απαιτούν τη λήψη ειδικής φαρμακευτικής αγωγής)
  4. Μελέτη ορίων επαγγελματικής έκθεσης ανά βλαπτικό παράγοντα (OEL 8h TWA) – κριτήρια ένταξης σε συγκεκριμένο πρωτόκολλο παρακολούθησης (ελάχιστη απαιτούμενη έκθεση πάνω από την οποία τεκμηριώνεται η ανάγκη συστηματικής επίβλεψης της υγείας του εργαζόμενου για συγκεκριμένο παράγοντα)
  5. Ανάπτυξη πρωτοκόλλων παρακολούθησης υγείας (health surveillance protocols) ανά τύπο εργασίας – βλαπτικό παράγοντα (ελάχιστη περιοδικότητα, είδος εξετάσεων, εύρος φυσιολογικών και παθολογικών τιμών)
  6. Αλγόριθμοι διερεύνησης (investigation algorithms) – διαχείρισης παθολογικών ευρημάτων (πχ ειδικές δοκιμασίες, παραπομπή σε άλλη ειδικότητα, παραπομπή σε επιτροπή εκτίμησης αναπηρίας)
  7. Ανασκόπηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας για προτεινόμενα γενικά (πχ οργανωτικά) ή ειδικά (πχ Μ.Α.Π., εμβολιασμός) μέτρα προστασίας της υγείας των εργαζόμενων, για ειδικούς βλαπτικούς παράγοντες
  8. Ανάπτυξη ειδικών ηλεκτρονικών φορμών, για την καταχώρηση και κωδικοποίηση του επαγγελματικού ιστορικού (υγείας) και των περιοδικών ελέγχων ανά εργαζόμενο, με δυνατότητα στατιστικής επεξεργασίας, σύνταξης εκθέσεων, αναφορών και πραγματοποίησης ειδικού τύπου αναλύσεων
  9. Ανάπτυξη, υπολογισμός και παρακολούθηση δεικτών υγείας
  10. Μελέτη εκτίμησης αναγκών πληθυσμού και κατάθεση ολοκληρωμένων προτάσεων για δράσεις προαγωγής της υγείας των εργαζόμενων (workplace health promotion), υποστήριξη των δράσεων και αξιολόγηση αυτών

2.3.3.  Η συμβολή του Ειδικού Ιατρού Εργασίας στην πρόληψη και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου, ανάλογα με τον υφιστάμενο επαγγελματικό κίνδυνο

Η συστηματική παρακολούθηση – επίβλεψη της επαγγελματικής υγείας των εργαζομένων εντάσσεται στο πλαίσιο της πρόληψης και αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου και συμβάλει στην έγκαιρη διάγνωση προβλημάτων υγείας, την πρόληψη έκθεσης των εργαζομένων σε παράγοντες επαγγελματικού κινδύνου ασύμβατους με την κατάσταση της υγείας τους, τη διάγνωση και αναγγελία επαγγελματικών ασθενειών.

Ειδικότερα, η συμβολή του Ειδικού Ιατρού Εργασίας στην παρακολούθηση της υγείας εργαζόμενων που εκτίθενται σε:

  1. Θόρυβο

Η παρακολούθηση της υγείας των εργαζόμενων που εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα θορύβου στη διάρκεια της εργασίας απαιτεί εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις:

  • Ανατομία, φυσιολογία, παθολογία του αισθητήριου οργάνου ακοής
  • Ακουστική επίδραση του θορύβου στην υγεία (ακουστική κόπωση, ακουστικό τραύμα, θορυβογενής βαρηκοΐα)
  • Εξωακουστική επίδραση του θορύβου στην υγεία (επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα, στο νευρικό, στο σύστημα αναπαραγωγής και τους ενδοκρινείς αδένες, στο γαστρεντερικό, και στις ψυχικές λειτουργίες)
  • Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της βαρηκοίας λόγω έκθεσης σε θόρυβο (αμφοτερόπλευρη, νευροαισθητήρια βαρυκοΐα που προκαλείται από εκφυλιστικές και ατροφικές μεταβολές στα έξω τριχωτά κύτταρα του οργάνου του Corti και το ακουστικό νεύρο και χαρακτηρίζεται από αργή-βαθμιαία ελάττωση της ακουστικής οξύτητας που αρχικά αφορά το φάσμα υψηλών συχνοτήτων με μια χαρακτηριστική εκλεκτική πτώση στα 4000Hz).
  • Λήψη αναλυτικού ατομικού και επαγγελματικού ιστορικού που θα εστιάζει σε:
  • Αποτελέσματα μετρήσεων θορύβου ατομικά και ανά θέση εργασίας
  • Έκθεση σε παράγοντες που συνεργούν στις επαγγελματικές ωτοπάθειες (δονήσεις, χημικές ουσίες, βαρέα μέταλλα, νυχτερινή εργασία)
  • Λήψη φαρμάκων με πιθανή ωτοτοξική δράση (πχ. Αντιβιοτικά, κυτταροστατικά, διουρητικά κλπ)
  • Ιστορικό καταστάσεων που συνδέονται με πρόκληση βλάβης στην ακοή (κληρονομικότητα, ιογενείς λοιμώξεις, νόσος Meniere, ακουστικό νευρίνωμα, παθήσεις ΚΝΣ, τραυματισμοί, αυτοάνοσα νοσήματα, κλπ)
  • Συμπτωματολογία σχετιζόμενη με απώλεια ακουστικής ικανότητας (πχ εμβοές)
  • Αποτελέσματα προηγούμενων ελέγχων ακοής
  • Έκθεση σε θόρυβο εξωεπαγγελματική
  • Λεπτομερής κλινική εξέταση (ωτοσκόπηση, διενέργεια ειδικών τεστ- πχ speech testing)
  • Ακοομετρική εξέταση και διενέργεια ακοομετρήσεων σύμφωνα με τις διεθνείς επιστημονικές κατευθυντήριες οδηγίες
  • Κατάταξη των αποτελεσμάτων των ακοομετρήσεων σύμφωνα με πρότυπα διεθνών οργανισμών για τη διευκόλυνση ανάπτυξης συσχετίσεων και εκτίμησης του σχετικού κινδύνου ανάλογα με το βαθμό έκθεσης σε θόρυβο
  • Διαχείριση παθολογικών ευρημάτων από τον έλεγχο της ακουστικής ικανότητας
  • Γνώση των γενικών αρχών προστασίας από το θόρυβο
  • Νομοθεσία, κατώτερες και ανώτερες τιμές έκθεσης για ανάληψη δράσης
  • Είδη Μέσων Ατομικής Προστασίας της ακοής, κριτήρια επιλογής κατάλληλων ΜΑΠ, εκπαίδευση σε ορθή χρήση ΜΑΠ, έλεγχος ορθής εφαρμογής (fit testing)
  • Ανάπτυξη πρωτοκόλλου παρακολούθησης της υγείας εργαζόμενων με έκθεση σε θορυβο (βλ. παράρτημα Ι)
  1. Σκόνη και αναπνεύσιμο κρυσταλλικό πυρίτιο (RCS)

Η παρακολούθηση της υγείας των εργαζόμενων που εκτίθενται σε σκόνη/RCS στη διάρκεια της εργασίας απαιτεί εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις:

  • Ανατομία, φυσιολογία, παθολογία του αναπνευστικού
  • Είδη σκόνης και επίδραση στο αναπνευστικό σύστημα
  • Κρυσταλλικό πυρίτιο – εισπνεύσιμο, θωρακικό και αναπνεύσιμο κλάσμα κρυσταλλικού πυριτίου και επίδραση στο αναπνευστικό σύστημα
  • Πνευμονοκονιώσεις (αίτιο, διάγνωση, ταξινόμηση ακτινολογικών ευρημάτων πνευμονοκονίωσης κατά ILO)
  • Πυριτίαση (αίτιο, τύποι πυριτίασης, κλινική εικόνα, διάγνωση, ακτινολογικά ευρήματα, επιπλοκές, θεραπευτική προσέγγιση)
  • Χρήση έγκυρων και σταθμισμένων ερωτηματολογίων για εκτίμηση αναπνευστικής ικανότητας
  • Λήψη αναλυτικού ατομικού και επαγγελματικού ιστορικού που θα εστιάζει σε καπνιστικές συνήθειες, κληρονομικότητα, ατοπική προδιάθεση και έκθεση σε σκόνη και άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες
  • Λεπτομερής κλινική εξέταση (ακρόαση, επισκόπηση θωρακικού τοιχώματος, επίκρουση)
  • Λειτουργικός έλεγχος αναπνευστικού σύμφωνα με τις διεθνείς επιστημονικές κατευθυντήριες οδηγίες (ERS/ATS)
  • Καθορισμός συχνότητας διενέργειας ακτινογραφίας θώρακος
  • Ερμηνεία των αποτελεσμάτων του λειτουργικού και απεικονιστικού ελέγχου του αναπνευστικού και συσχέτιση των ευρημάτων με τα αποτελέσματα μετρήσεων σκόνης/RCS στο εργασιακό περιβάλλον και το ατομικό ιστορικό του εργαζόμενου
  • Νομοθεσία, ανώτερες επιτρεπόμενες τιμές έκθεσης (ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία νέου ανώτατου ορίου έκθεσης σε αναπνεύσιμο κρυσταλλικό πυρίτιο)
  • Γνώση κειμένου «Συμφωνίας σχετικά με την Προστασία της Υγείας των Εργαζομένων μέσω της ορθής διαχείρισης και χρήσης του κρυσταλλικού πυριτικού και των προϊόντων που το περιέχουν» του Ευρωπαΐκού Δικτύου για το Πυρίτιο NEPSI

Το κείμενο της Συμφωνίας περιλαμβάνει Οδηγό καλών πρακτικών, πρωτόκολλο παρακολούθησης της σκόνης, διαδικασίες εφαρμογής καλών πρακτικών και πρωτόκολλο παρακολούθησης της υγείας  για σιλίκωση

  • Είδη Μέσων Ατομικής Προστασίας του αναπνευστικού, κριτήρια επιλογής κατάλληλων ΜΑΠ, εκπαίδευση σε ορθή χρήση ΜΑΠ, έλεγχος ορθής εφαρμογής (fit testing)
  • Ανάπτυξη πρωτοκόλλου παρακολούθησης της υγείας εργαζόμενων με έκθεση σε σκόνη/RCS

 

 

 

 

2.3.4.  Ενδεικτικό πρωτόκολλο παρακολούθησης της υγείας εργαζόμενων με έκθεση σε θόρυβο

2.4.         Σύγκριση Ειδικότητας των Ειδικών Ιατρών εργασίας και μη ειδικών ιατρών εργασίας

Με την Υ.Α. Γ5α/Γ.Π.οικ. 64843 «Σύσταση, μετονομασία ιατρικών ειδικοτήτων, καθορισμός χρόνου και περιεχομένου άσκησης για την απόκτηση τίτλου ειδικότητας» (ΦΕΚ Β’ 4138/20-09-2020), καθορίστηκε ο χρόνος και το περιεχόμενο άσκησης για την απόκτηση τίτλου ειδικότητας όπως ειδικότητα παιδιατρικής, μαιευτικής – γυναικολογίας, χειρουργικής, ορθοπαιδικής, εσωτερικής παθολογίας, πνευμονολογίας – φυματολογίας, γενικής ιατρικής.

Ακολουθεί συγκριτικός πίνακας της ειδικότητας της ιατρικής με λοιπές ειδικότητες που ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας.

Απαιτήσεις Νομοθεσίας Ειδικός Ι.Ε. Μη Ειδικός Ι.Ε.

(πχ Παιδίατρος, Γυναικολόγος)

1. Νόμος 3850/2010 «Κώδικας Νόμων για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία»
Άρθρο 17

Ο Ιατρός Εργασίας (ΙΕ) παρέχει υποδείξεις και συμβουλές στον εργοδότη, στους εργαζομένους και στους εκπροσώπους τους, γραπτά ή προφορικά, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων. Τις γραπτές υποδείξεις ο ιατρός εργασίας καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο

Η μεθοδολογία πρόληψης επαγγελματικού κινδύνου αποτελεί ενότητα της ειδικής ετήσιας εκπαίδευσης των Ιατρών Εργασίας.

Οι υποδείξεις του ΙΕ είναι αποτέλεσμα εξειδικευμένης γνώσης της εκτίμησης των κινδύνων στο χώρο εργασίας και των κατάλληλων μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την προστασία της υγεία των εργαζομένων.

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

Οι υποδείξεις για την πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου, στο βαθμό που μπορεί να δίνονται από μη ειδικούς ΙΕ, δίνονται εμπειρικά με κίνδυνο να είναι ελλιπείς ή και  λανθασμένες.

Άρθρο 17

Ο ΙΕ συμβουλεύει σε θέματα:

ψυχολογίας της εργασίας

Η Ψυχολογία της Εργασίας αποτελεί ενότητα της ειδικής ετήσιας εκπαίδευσης των Ιατρών Εργασίας

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

 

Άρθρο 17

Ο ΙΕ συμβουλεύει σε θέματα: φυσιολογίας της εργασίας, εργονομίας της εργασίας, της διευθέτησης και διαμόρφωσης των θέσεων και του περιβάλλοντος της εργασίας και της οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας

 

Η Φυσιολογία της εργασίας και η Εργονομία  αποτελούν ενότητα της ειδικής ετήσιας εκπαίδευσης των Ιατρών Εργασίας

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

 

Άρθρο 17

Ο ΙΕ συμβουλεύει σε θέματα οργάνωσης υπηρεσίας παροχής πρώτων βοηθειών

 

Για την απόκτηση της ειδικότητας της ΙΕ απαιτούνται 2 μήνες κλινική άσκηση στην Επείγουσα Φροντίδα

 

 
Άρθρο 17

Ο ΙΕ συμβουλεύει σε θέματα:

αρχικής τοποθέτησης και αλλαγής θέσης εργασίας για λόγους υγείας, προσωρινά ή μόνιμα, καθώς και ένταξης ή επανένταξης μειονεκτούντων ατόμων στην παραγωγική

διαδικασία, ακόμη και με υπόδειξη αναμόρφωσης της θέσης εργασίας.

 

Η εκτίμηση καταλληλότητας για εργασία (ανάλογα με τους κινδύνους της θέσης εργασίας και την κατάσταση υγείας του εργαζομένου) και κατά συνέπεια η αλλαγή θέσης εργασίας αποτελεί κατεξοχήν αντικείμενο της ειδικότητας της Ιατρικής Εργασίας

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

 

Η λάθος εκτίμηση καταλληλόλητας για εργασία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια ενός εργαζομένου καθώς και τρίτων σε μία επιχείρηση

 

 

 

Απαιτήσεις Νομοθεσίας Ειδικός ΙΕ Μη Ειδικός
Άρθρο 18 (και Άρθρο 39)

Ο ΙΕ προβαίνει σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων σχετικό με τη θέση εργασίας τους, μετά την πρόσληψη τους ή την αλλαγή θέσης εργασίας, καθώς και σε περιοδικό ιατρικό έλεγχο

 

Ο ΙΕ μεριμνά για τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων σε εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά (συγκεκριμένες συμπληρωματικές ιατρικές εξετάσεις *)και αξιολογεί τα αποτελέσματα των παραπάνω εξετάσεων

 

* Οι ιατρικές εξετάσεις γίνονται προς εξασφάλιση της κατάλληλης επίβλεψης και τη διάγνωση τυχόν βλάβης της υγείας του σε συνάρτηση με τους κινδύνους, όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία

 

 

Ο ΙΕ τηρεί σχετικό ιατρικό φάκελο για κάθε εργαζόμενο ο της επιχείρησης.

 

Επιπλέον στον ιατρικό φάκελο περιλαμβάνεται ατομικό βιβλιάριο επαγγελματικού κινδύνου, όπου αναγράφονται τα αποτελέσματα των ιατρικών και εργαστηριακών εξετάσεων, κάθε φορά που εργαζόμενος υποβάλλεται σε αντίστοιχες εξετάσεις.

Η κλινική άσκηση των ΙΕ περιλαμβάνει:

12 μήνες Παθολογία.

4 μήνες Πνευμονολογία.

2 μήνες Ορθοπεδική

2 μήνες Δερματολογία

2 μήνες Καρδιολογία

1 μήνα Οφθαλμολογία

2 μήνες Ψυχιατρική

1 μήνα Ωτολαρυγγολογία

 

Η θεωρητική εκπαίδευση των ΙΕ περιλαμβάνει επιπλέον και ειδική πρακτική εκπαίδευση σε:

-Ακοομετρία

-Ακτινοδιαγνωστική (ILO)

-Σπιρομέτρηση

-Patchtests

 

Ο ιατρικός έλεγχος εργαζομένων που είναι σχετικός με τη θέση εργασίας τους αποτελεί κατεξοχήν αντικείμενο της ειδικότητας της Ιατρικής Εργασίας.

 

Η Γενική & Ειδική Παθολογία της Εργασίας αποτελούν ενότητα της ειδικής ετήσιας εκπαίδευσης των Ιατρών Εργασίας και ξεχωρίζει την ειδικότητα της Ιατρικής Εργασίας από τις άλλες ειδικότητες.

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση για ιατρικό έλεγχο σχετικό με την εργασία κατά την άσκηση της ειδικότητας του.

 

Δεν έχει κάνει κλινική άσκηση στις παθολογίες όλων των συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού για να έχει σφαιρική εικόνα της υγείας και να μπορεί να διαγνώσει πιθανές ασθένειες  από έκθεση σε διαφορετικούς κινδύνους σε ποικίλα εργασιακά

περιβάλλοντα

 

Υπάρχει κίνδυνος να διαφύγουν συμπτώματα του εργαζομένου και ευρήματα από ιατρικές εξετάσεις που υποδεικνύουν αρχόμενο νόσημα που οφείλεται στην εργασία και να καθυστερήσει η διάγνωση επαγγελματικής ασθένειας, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία του εργαζομένου.

Άρθρο 18

Ο ΙΕ εκτιμά την καταλληλότητα των εργαζομένων για τη συγκεκριμένη εργασία, αξιολογεί και καταχωρεί τα αποτελέσματα των εξετάσεων, εκδίδει βεβαίωση των παραπάνω εκτιμήσεων και την κοινοποιεί στον εργοδότη

 

Η εκτίμηση καταλληλότητας για εργασία (ανάλογα με τους κινδύνους της θέσης εργασίας και την κατάσταση υγείας του εργαζομένου) αποτελεί κατεξοχήν αντικείμενο της ειδικότητας της Ιατρικής Εργασίας.

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του.

 

Η λάθος εκτίμηση καταλληλόλητας για εργασία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια ενός εργαζομένου καθώς και τρίτων σε μία επιχείρηση.

Άρθρο 18

Ο ΙΕ μεριμνά για τη διενέργεια μετρήσεων παραγόντων του εργασιακού περιβάλλοντος σε εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά (π.χ. μετρήσεις θορύβου, σκόνης, χημικών, ακτινοβολίας, μικροκλίματος κ.α.)

 

Οι ΙΕ από την εκπαίδευση τους, έχουν εξειδικευμένη γνώση των κινδύνων στους χώρους εργασίας καθώς και της μεθοδολογίας μέτρησης των παραγόντων του εργασιακού περιβάλλοντος.

 

Η ποσοτική μέτρηση των κινδύνων στην εργασία βοηθάει στην αντικειμενική εκτίμηση τους και την λήψη κατάλληλων μέτρων προστασίας για την υγεία.

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του.

 

Η μη ποσοτική μέτρηση των κινδύνων οδηγεί στην υποεκτίμηση της επικινδυνότητας στην εργασία και στη μη λήψη των απαραίτητων μέτρων προστασίας, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων.

Απαιτήσεις Νομοθεσίας Ειδικός ΙΕ Μη Ειδικός
Άρθρο 18

Ο ΙΕ επεξηγεί την αναγκαιότητα της σωστής χρήσης των μέσων ατομικής προστασίας (ΜΑΠ)

Οι ΙΕ εκπαιδεύονται κατά την ετήσια θεωρητική εκπαίδευση τους για τη σωστή επιλογή και τη σωστή χρήση των μέσων ατομικής προστασίας για κάθε είδος κινδύνου στο χώρο εργασίας.

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

 

Η μη γνώση των ΜΑΠ μπορεί να οδηγήσει σε επιλογή ακατάλληλου ΜΑΠ και ψευδής αίσθηση προστασίας, άρα αύξηση του κινδύνου για βλάβη της υγείας των εργαζομένων.

Άρθρο 18

Ο ΙΕ επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας και αναφέρει οποιαδήποτε παράλειψη, προτείνει μέτρα αντιμετώπισης των παραλείψεων και επιβλέπει την εφαρμογή τους

 

Ο ΙΕ επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων προστασίας της υγείας των εργαζομένων και πρόληψης των ατυχημάτων

 

Ο ΙΕ ερευνά τις αιτίες των ασθενειών που οφείλονται στην εργασία, αναλύει και αξιολογεί τα αποτελέσματα των ερευνών και προτείνει μέτρα για την πρόληψη των ασθενειών (που οφείλονται στην εργασία)

 

Ο ΙΕ επιβλέπει τη συμμόρφωση των εργαζομένων στους κανόνες υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, ενημερώνει τους εργαζομένους για τους κινδύνους που προέρχονται από την εργασία τους, καθώς και για τους τρόπους πρόληψής τους

Οι ΙΕ γνωρίζοντας σε βάθος τους κινδύνους στους διάφορους χώρους εργασίας καθώς και τα μέτρα προστασίας που πρέπει να ληφθούν για να μειωθούν οι κίνδυνοι, μπορούν να ενημερώνουν και να εκπαιδεύουν σωστά τους εργαζόμενους για τα μέτρα προφύλαξης της υγεία τους.

 

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

 

Η μη εκπαίδευση των λοιπών ιατρών στην αναγνώριση και εκτίμηση των κινδύνων στους χώρους εργασίας έχει αποτέλεσμα την υποεκτίμηση των κινδύνων και τη μη σύσταση για λήψη απαραίτητων μέτρων προστασίας από τους εργαζόμενους, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία τους. Επιπλέον έχει σαν συνέπεια την χαμηλή ποιότητα εκπαίδευσης των εργαζομένων η οποία συχνά γίνεται επιφανειακά και για τυπικούς λόγους.

Άρθρο 18

Ο ΙΕ παρέχει επείγουσα θεραπεία σε περίπτωση ατυχήματος ή αιφνίδιας νόσου

Για την απόκτηση της ειδικότητας της ΙΕ απαιτούνται 2 μήνες κλινική άσκηση στην Επείγουσα Φροντίδα.  
Άρθρο 36

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΦΥΣΙΚΟΥΣ, ΧΗΜΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

«Οριακή τιμή έκθεσης» το ανώτερο επίπεδο έκθεσης των εργαζομένων σ’ έναν παράγοντα. Η ανώτερη τιμή συγκέντρωσης ή έντασής του στον τόπο εργασίας, πάνω από την οποία δεν επιτρέπεται να εκτίθενται οι εργαζόμενοι

 

«Οριακή τιμή βιολογικού δείκτη» η ανώτερη επιτρεπόμενη συγκέντρωση ενός παράγοντα, ο οποίος μετράται απευθείας σε σωματικούς ιστούς, σωματικά υγρά ή στον εκπνεόμενο αέρα ή έμμεσα από την ειδική δράση του στον οργανισμό.

 

Οι ΙΕ κατά την ετήσια θεωρητική εκπαίδευση του μαθαίνει την σημασία και την αξιολόγηση των οριακών τιμών έκθεσης και των οριακών τιμών βιολογικών δεικτών οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκτίμησης των κινδύνων στους χώρους εργασίας και την παρακολούθηση της υγείας των εργαζομένων.

 

 

 

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

 

Η μη γνώση βασικών εννοιών που αφορούν την εκτίμηση του κινδύνου για έναν εργαζόμενο και την παρακολούθηση της υγείας του υποβαθμίζουν το επίπεδο παροχής υπηρεσιών για την Υγεία και Ασφάλεια και θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων.

Απαιτήσεις Νομοθεσίας Ειδικός ΙΕ Μη Ειδικός
Άρθρο 37

Οι εργοδότες πρέπει να διαθέτουν γραπτές πληροφορίες σχετικά με τα επικίνδυνα χαρακτηριστικά των παραγόντων και τις κινδύνους για την υγεία των εργαζομένων που εκτίθενται σ’ τις, καθώς και γραπτές οδηγίες για την ορθή χρήση και τον τρόπο προφύλαξης από τις γνωστούς κινδύνους.

Οι ΙΕ κατά την ετήσια θεωρητική εκπαίδευση μαθαίνει να εντοπίζει τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμηση του κινδύνου από κάθε παράγοντα στο χώρο εργασίας (π.χ. Δελτία Δεδομένων Ασφαλείας των χημικών ουσιών). Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του.

 

Άρθρο 41

Με Προεδρικά Διατάγματα καθορίζονται, για έναν ή περισσότερους παράγοντες:

α) οριακές τιμές έκθεσης των εργαζομένων,

β) επίπεδο έκθεσης των εργαζομένων κάτω από το οποίο δεν είναι υποχρεωτική η εφαρμογή όλων ή μερικών από τις διατάξεις των διαταγμάτων αυτών,

γ) ελάχιστη περιοδικότητα ή συχνότητα του ελέγχου στο επίπεδο της επιχείρησης για τη διαπίστωση της τήρησης των οριακών τιμών έκθεσης ή των επιπέδων έκθεσης της προηγούμενης περίπτωσης

Οι ΙΕ κατά την ετήσια θεωρητική εκπαίδευση τους εμβαθύνουν στη γνώση των οριακών τιμών έκθεσης των επικίνδυνων παραγόντων στους χώρους εργασίας και με κατάλληλες μετρήσεις στο περιβάλλον εργασίας εκτιμούν τον κίνδυνο για την υγεία των εργαζομένων και προτείνουν  κατάλληλα μέτρα προστασίας Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

 

Η μη γνώση βασικών εννοιών που αφορούν την εκτίμηση του κινδύνου για έναν εργαζόμενο και καθορίζουν την ανάγκη λήψης μέτρων υποβαθμίζουν το επίπεδο παροχής υπηρεσιών για την Υγεία και Ασφάλεια στην εργασία και θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων.

Άρθρο 41

Με όμοια Προεδρικά Διατάγματα καθορίζονται:

α) τα είδη, η πορεία και η ελάχιστη συχνότητα εκτέλεσης των κλινικών ή παρακλινικών εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται οι βιολογικές μετρήσεις για τη διερεύνηση των βιολογικών δεικτών, που αφορούν τον έλεγχο της υγείας όλων των εργαζομένων ή ειδικών κατηγοριών τους (νεαρών ατόμων, εγκύων ή γυναικών που θηλάζουν και άλλων), που πρόκειται να εκτεθούν ή εκτίθενται ή έχουν εκτεθεί κατά την εργασία τους στο παρελθόν σε ορισμένο παράγοντα ή παράγοντες,

β) μέθοδοι και πρακτικές συστάσεις για την εκτέλεση των παραπάνω εξετάσεων και ιδιαίτερα για τη μέτρηση ή διερεύνηση των βιολογικών δεικτών και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους

γ) οριακές τιμές βιολογικών δεικτών, για το σύνολο ή ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, πάνω από τις οποίες πρέπει να λαμβάνονται συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και για τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής στους αντίστοιχους χώρους εργασίας,

δ) τα μέτρα που λαμβάνονται με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων και μετρήσεων των παραπάνω περιπτώσεων, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται η προσωρινή ή οριστική διακοπή της έκθεσης των εργαζομένων στους αντίστοιχους παράγοντες

 

Η παρακολούθηση της υγείας των εργαζομένων που εκτίθενται σε χημικές ουσίες με τους δείκτες βιολογικής έκθεσης χημικών ουσιών αποτελεί κατεξοχήν αντικείμενο της ειδικότητας της Ιατρικής Εργασίας

 

Οι ΙΕ κατά την ετήσια θεωρητική εκπαίδευση τους εμβαθύνουν στη γνώση των οριακών τιμών βιολογικών δεικτών για τους παράγοντες κινδύνου στους χώρους εργασίας.

 

Η Επαγγελματική Τοξικολογία και η Βιολογική παρακολούθηση αποτελούν ενότητα της ειδικής ετήσιας εκπαίδευσης των Ιατρών Εργασίας και ξεχωρίζει την ειδικότητα της Ιατρικής Εργασίας από τις άλλες ειδικότητες.

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

 

Η μη γνώση βασικών εννοιών που αφορούν στην εκτίμηση του κινδύνου για έναν εργαζόμενο και την παρακολούθηση της υγείας του, υποβαθμίζουν το επίπεδο παροχής υπηρεσιών για την Υγεία και Ασφάλεια στην εργασία και θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων.

Απαιτήσεις Νομοθεσίας Ειδικός ΙΕ Μη Ειδικός
Άρθρο 43

Ο εργοδότης οφείλει να έχει στη διάθεσή του μια γραπτή εκτίμηση των υφισταμένων κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν ομάδες εργαζομένων που εκτίθενται σε ιδιαίτερους κινδύνους.

Η εκτίμηση αυτή πραγματοποιείται από τους Τεχνικό Ασφάλειας και Ιατρό Εργασίας.

 

Η εκτίμηση πρέπει να περιλαμβάνει την αναγνώριση και καταγραφή των κινδύνων που υπάρχουν στην επιχείρήση, καθώς και αυτών που ενδέχεται να εμφανισθούν, όπως κίνδυνος πτώσης, κίνδυνος από μηχανήματα και εξοπλισμό, κίνδυνος πυρκαγιάς, ηλεκτροπληξίας, έκρηξης, κίνδυνος από έκθεση σε βλαπτικούς παράγοντες (φυσικούς, χημικούς, βιολογικούς), κίνδυνος από την οργάνωση της εργασίας.

 

Για την πληρότητα και αποτελεσματικότητα της εκτίμησης του κινδύνου από τον τεχνικό ασφάλειας και τον ιατρό εργασίας γίνεται ποιοτικός και όπου απαιτείται και ποσοτικός προσδιορισμός των βλαπτικών παραγόντων, στους οποίους εκτίθενται οι εργαζόμενοι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Τα αποτελέσματα του προσδιορισμού αυτού, καθώς και τα βιολογικά αποτελέσματα της έκθεσης μέσω περιοδικών προληπτικών ιατρικών εξετάσεων που θα γίνονται για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου αποτελεί κατεξοχήν αντικείμενο της ειδικότητας της Ιατρικής Εργασίας

 

Η μετρολογία εκτίμησης επαγγελματικού κινδύνου

αποτελεί ενότητα της ειδικής ετήσιας εκπαίδευσης των Ιατρών Εργασίας

 

Ο ειδικός ΙΕ έχει εκπαιδευτεί να αναγνωρίζει όλους τους κινδύνους σε ένα χώρο εργασίας (φυσικούς, βιολογικούς, χημικούς, οργανωτικούς, εργονομικούς, ψυχοκοινωνικούς κ.α.) να μεριμνά για την ποσοτική μέτρηση των κινδύνων στους χώρους εργασίας (π.χ. θορύβου, σκόνης, χημικών ουσιών, ακτινοβολίας κ.α.) και να παρακολουθεί την υγεία των εργαζομένων (πχ. έλεγχος βιολογικών δεικτών έκθεσης) ώστε να ελέγχει την αποτελεσματικότητα των ληφθέντων μέτρων προστασίας.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η εκτίμησης επικινδυνότητας στην εργασία (η γραπτή εκτίμηση των υφισταμένων κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία), μιας σύνθετης διαδικασίας που βασίζεται στον διεπιστημονικό χαρακτήρα της ειδικότητας της Ιατρικής Εργασίας και αποσκοπεί στην αξιολόγηση των ληφθέντων μέτρων προστασίας και την πρόταση επιπλέον μέτρων όπου απαιτείται για την μείωση του κάθε κινδύνου σε αποδεκτό επίπεδο, διασφαλίζοντας την Υγεία και Ασφάλεια των εργαζομένων.

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του.

 

Ο μη ειδικός ΙΕ δεν έχει τις γνώσεις και δεν έχει αποκτήσει τις απαραίτητες δεξιότητες για την εκτίμηση των κινδύνων στο χώρο εργασίας. Κατά συνέπεια η εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου θα είναι ελλιπής ή και λανθασμένη, με αποτέλεσμα η μη σύσταση για λήψη των απαραίτητων μέτρων προστασίας να θέτει σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων.

Απαιτήσεις Νομοθεσίας Ειδικός ΙΕ Μη Ειδικός
2. ΠΔ 396/1994  «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας»
Άρθρο 4 και Άρθρο 5

Πριν την επιλογή εξοπλισμού ατομικής προστασίας ο εργοδότης πρέπει  να λαμβάνει υπόψη την έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας και να αξιολογεί το κατά πόσο ο εξοπλισμός ατομικής προστασίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης εργασίας

 

 

 

 

Οι ΙΕ εκπαιδεύονται κατά την ετήσια θεωρητική εκπαίδευση τους για τη σωστή επιλογή βάση προδιαγραφών και τη σωστή χρήση του εξοπλισμού ατομικής προστασίας για κάθε είδος κινδύνου στο χώρο εργασίας.

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του.

 

Η μη γνώση των προδιαγραφών του εξοπλισμού ατομικής προστασίας μπορεί να οδηγήσει σε επιλογή ακατάλληλου εξοπλισμού και ψευδής αίσθηση προστασίας, άρα αύξηση του κινδύνου για βλάβη της υγείας των εργαζομένων.

 

 

3. ΠΔ 186/1995 «Προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες»
Άρθρο 17  Παράρτημα IV

 

Η ιατρική παρακολούθηση των εργαζομένων πραγματοποιείται σύμφωνα µε τις αρχές και τις πρακτικές της ιατρικής της εργασίας και πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

 

α) Κατάρτιση φακέλου µε το ιατρικό και επαγγελματικό ιστορικό κάθε εργαζομένου.

 

β) Ατομική αξιολόγηση της υγείας των εργαζομένων.

 

γ) Ενδεχομένως βιολογική παρακολούθηση, καθώς και ανίχνευση των πρώιμων και αντιστρεπτών

επιπτώσεων επί της υγείας του εξεταζόμενου.

 

Μπορούν να αποφασίζονται περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις για κάθε εργαζόμενο ο οποίος υποβάλλεται σε

ιατρική παρακολούθηση, λαμβανομένων υπόψη των πλέον πρόσφατων γνώσεων της ιατρικής της εργασίας.

 

 

 

 

 

Οι ΙΕ εκπαιδεύονται κατά την ετήσια θεωρητική εκπαίδευση τους πάνω στους βιολογικούς κινδύνους στους χώρους εργασίας και τα μέτρα προστασίας της υγεία των εργαζομένων (εμβολιασμοί, μέσα ατομικής προστασίας, ατομική υγιεινή κ.α.).

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του

 

Η έλλειψη εκπαίδευσης στους ειδικούς βιολογικούς κινδύνους στους διάφορους χώρους εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση αυτών των κινδύνων και στη μη λήψη των απαραίτητων μέτρων προστασίας (π.χ. ελλιπείς εμβολιασμοί ή ελλιπή/ακατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας για τους βιολογικούς κινδύνους) και  αύξηση του κινδύνου για βλάβη της υγείας των εργαζομένων.

 

Απαιτήσεις Νομοθεσίας Ειδικός ΙΕ Μη Ειδικός
4. ΠΔ 338/2001 «Προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες»
Άρθρο 10 Επίβλεψη της υγείας

 

Εάν τα αποτελέσματα της εκτίμησης κινδύνου καταδεικνύουν κίνδυνο για την υγεία των εργαζομένων διενεργείται επίβλεψη της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με τις ισχύουσες σχετικές ρυθμίσεις στην νομοθεσία για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων.

 

Όταν έχει καθοριστεί δεσμευτική βιολογική οριακή τιμή, η επίβλεψη της υγείας είναι υποχρεωτική απαίτηση για την εργασία με το συγκεκριμένο παράγοντα.

 

 

Όταν, ως αποτέλεσμα της επίβλεψης της υγείας διαπιστώνεται ότι ένας εργαζόμενος:

– πάσχει από διαγνώσιμη ασθένεια ή δυσμενή επίπτωση για την υγεία του που θεωρούνται ότι οφείλονται στην έκθεση σε επιβλαβή χημικό παράγοντα, στον τόπο εργασίας,

– ή διαπιστώνεται υπέρβαση της βιολογικής οριακής τιμής,

ο εργοδότης λαμβάνει υπόψη τη συμβουλή του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας προκειμένου να εφαρμόσει τα μέτρα τα οποία απαιτούνται για την εξάλειψη ή τη μείωση του κινδύνου συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας ανάθεσης στον εργαζόμενο εναλλακτικής εργασίας στην οποία δεν υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω έκθεσης.

 

 

Ο έλεγχος της υγείας των εργαζομένων με χημικές ουσίες με την παρακολούθηση των δεικτών βιολογικής έκθεσης αποτελεί κατεξοχήν αντικείμενο της ειδικότητας της Ιατρικής Εργασίας

 

 

Η Επαγγελματική Τοξικολογία και η Βιολογική παρακολούθηση αποτελούν ενότητα της ειδικής ετήσιας εκπαίδευσης των Ιατρών Εργασίας.

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του.

 

Η έλλειψη εκπαίδευσης στους χημικούς κινδύνους στους διάφορους χώρους εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση αυτών των κινδύνων και στη μη λήψη των απαραίτητων μέτρων προστασίας (π.χ. μη λήψη τεχνικών μέτρων για μείωση της έκθεσης σε χημικά, ακατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας κ.α.) προκαλώντας ανεπανόρθωτες και σοβαρές βλάβες στην υγεία των εργαζομένων (π.χ.  επαγγελματικό άσθμα, επαγγελματικοί καρκίνοι, εγκεφαλοπάθειες, νευροπάθειες κ.α.).

Απαιτήσεις Νομοθεσίας Ειδικός ΙΕ Μη Ειδικός
5. ΠΔ 149/2006 «Ελάχιστες προδιαγραφές υγείας και ασφάλειας όσον αφορά την έκθεση των εργαζομένων σε κινδύνους προερχόμενους από φυσικούς παράγοντες (θόρυβος)»
Άρθρο 10 Επίβλεψη της υγείας

Εργαζόμενος, του οποίου η έκθεση σε θόρυβο υπερβαίνει τις κατώτερες τιμές έκθεσης για ανάληψη δράσης, δικαιούται ελέγχου της ακοής του από το γιατρό εργασίας, εφόσονυπάρχειυποχρέωσηαπασχόλησηςγιατρούεργασίας, ήαπόάλλογιατρόκαιανκριθείαπαραίτητοαπό αυτούς απόεξειδικευμένογιατρό (ΩΡΛ).

 

Για την παρακολούθηση της λειτουργίας της ακοής των εργαζομένων λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

α)  Η παρακολούθηση γίνεται σύμφωνα με την πρακτική της ιατρικής της εργασίας και περιλαμβάνει αν χρειάζεται, μια αρχική εξέταση που θα πραγματοποιείται πριν από την έκθεση σε θόρυβο ή στην αρχή της έκθεσης. Επίσης περιλαμβάνει περιοδικές εξετάσεις κατά διαστήματα που ποικίλλουν, ανάλογα με τη σοβαρότητα του κινδύνου, τα οποία θα ορίζονται από τον αρμόδιο γιατρό.

 

β) Κάθε εξέταση συνίσταται τουλάχιστον σε ωτοσκόπηση σε συνδυασμό με πλήρη ακοομετρικό έλεγχο.

 

γ) Η αρχική εξέταση περιλαμβάνει και το ιατρικό ιστορικό. Η αρχική ωτοσκόπηση και ο ακοομετρικός έλεγχος επαναλαμβάνονται εντός δώδεκα μηνών.

 

δ) Η περιοδική εξέταση πραγματοποιείται τουλάχιστον κάθε πέντε χρόνια, εφόσον η έκθεση του εργαζομένου δεν υπερβαίνει τις οριακές τιμές έκθεσης.

 

Οι ΙΕ εκπαιδεύονται κατά την ετήσια θεωρητική εκπαίδευση τους πάνω στις επιπτώσεις του θορύβου στην υγεία των εργαζομένων.

 

Για την απόκτηση της ειδικότητας της ΙΕ απαιτείται κλινική άσκηση στην Ωτολαρυγγολογία (ΩΡΛ).

 

 

Η θεωρητική εκπαίδευση των ΙΕ  περιλαμβάνει επιπλέον και ειδική πρακτική εκπαίδευση σε εξειδικευμένο έλεγχο της ακοής με ειδικό εξοπλισμό (ακοομετρία) και εκτίμηση των αποτελεσμάτων μέτρησης (ακοογράμματα)

 

 

Δεν έχει λάβει σχετική εκπαίδευση κατά την άσκηση της ειδικότητας του.

 

Η έλλειψη εκπαίδευσης στις επιπτώσεις του θορύβου στην υγεία των εργαζομένων μπορεί να οδηγήσει στη μη λήψη των απαραίτητων μέτρων προστασίας (π.χ. μη λήψη τεχνικών μέτρων για τη μείωση του θορύβου, ακατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας – ωτοασπίδες κ.α) οδηγώντας σε μόνιμες και σοβαρές βλάβες στην ακοή των εργαζομένων (θορυβογενής βαρηκοΐα, εμβοές κ.α.).

 

 

 

 

 

 

 

2.5.         Συμπεράσματα εκ της ως άνω συγκρίσεως ειδικοτήτων

Α.      Ο Ειδικευμένος Ιατρός Εργασίας σε μια επιχείρηση έχει την κατάλληλη εκπαίδευση να: 

  1. Επιθεωρήσει τους χώρους εργασίας και να εντοπίσει όλους τους κινδύνους για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία (φυσικούς, βιολογικούς, χημικούς, οργανωτικούς, εργονομικούς, ψυχοκοινωνικούς κ.α.).
  2. Αναζητήσει και εντοπίσει πληροφορίες για τις χημικές ουσίες που υφίστανται στην εργασία (κίνδυνοι για την ασφάλεια και την υγεία, μέτρα προστασίας, μέτρα σε έκτακτες καταστάσεις) από τα δελτία δεδομένων ασφάλειας από τους προμηθευτές των χημικών ουσιών.
  3. Μεριμνήσει για την ποσοτική μέτρηση των κινδύνων στους χώρους εργασίας (π.χ. θορύβου, σκόνης, χημικών ουσιών, ακτινοβολίας κ.α.) έχοντας γνώση των οριακών τιμών έκθεσης που υφίστανται για κάθε κίνδυνο στο χώρο εργασίας.
  4. Προβεί σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων σχετικό με τη θέση εργασίας τους και τους κινδύνους που υφίστανται σε αυτή με τη διενέργεια:
  • ειδικών εξετάσεων ανάλογα με το σύστημα που μπορεί να υποστεί βλάβη (π.χ. ακοοόγραμα, σπιρομέτρηση, δερματικά τεστ, στοχευμένες αιματολογικές εξετάσεις)
  • ελέγχου βιολογικών δεικτών έκθεσης (π.χ. μέτρηση βαρέων μετάλλων σε βιολογικά υλικά των εργαζομένων όπως αίμα, ούρα)
  1. Τηρεί τον ιατρικό φάκελο του εργαζομένου με το ιατρικό και το επαγγελματικό ιστορικό του εργαζομένου καθώς και τις ειδικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται για κάθε εργαζόμενο
  2. Υποδείξει εγγράφως (στο βιβλίο υποδείξεων του Τεχνικού Ασφαλείας – Ιατρού Εργασίας) τα μέτρα που απαιτούνται για την μείωση του κάθε κινδύνου που υφίσταται στις διάφορες θέσεις εργασίας σε αποδεκτό επίπεδο, διασφαλίζοντας την Υγεία και Ασφάλεια των εργαζομένων,όπως για παράδειγμα:
  • εφαρμογή τεχνικών μέτρων (συστήματα εξαερισμού, τοπικοί απαγωγοί, θάλαμοι βιολογικής ασφάλειας, ηχομόνωση κ.α.)
  • εφαρμογή οργανωτικών μέτρων (διαχείριση προσωπικού, διαχείριση χρόνου εργασίας, σωστή φύλαξη και διαχείριση επικίνδυνων χημικών ουσιών αντιμετώπιση και σχέδιο crisis managment κ.α.)
  • χρήση Μέσων Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ) κατάλληλων προδιαγραφών για τους υφιστάμενους κινδύνους
  • εφαρμογή εργονομικών μέτρων (προσαρμογή της εργασίας στον άνθρωπο)
  • εμβολιασμοί, όπου υπάρχουν βιολογικοί κίνδυνοι
  • εφαρμογή κανόνων υγιεινής
  1. Ελέγξει την εφαρμογή των μέτρων προστασίας από τους εργαζόμενους.
  2. Ελέγξει την καταλληλότητα των μέσων ατομικής προστασίας (ΜΑΠ) σύμφωνα με τις προδιαγραφές που απαιτούνται για κάθε κίνδυνο που υφίσταται.
  3. Ενημερώσει και να εκπαιδεύσει τους εργαζόμενους για τους υφιστάμενους κινδύνους για κάθε θέση εργασίας και τα μέτρα προστασίας που πρέπει να ληφθούν.
  4. Συντάξει την έγγραφη εκτίμηση των υφισταμένων κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία, με σκοπό στην αξιολόγηση των ληφθέντων μέτρων προστασίας και την πρόταση επιπλέον μέτρων, όπου απαιτείται, για την μείωση του κάθε κινδύνου σε αποδεκτό επίπεδο.
  5. Εκτιμήσει την καταλληλότητα για εργασία του κάθε εργαζόμενου (έκδοση βεβαίωσης καταλληλότητας για εργασία), ανάλογα με τους κινδύνους της θέσης εργασίας και την κατάσταση υγείας του εργαζομένου και να προτείνει αλλαγή θέσης εργασίας, εφόσον υπάρχει κίνδυνος για την υγεία ή την ασφάλεια του εργαζομένου.
  6. Οργανώσει τα μέσα και την υπηρεσία παροχής πρώτων βοηθειών (εξοπλισμός φαρμακείων, καταιωνιστήρες σε περίπτωση χρήσης χημικών ουσιών, εκπαίδευση εργαζομένων στις πρώτες βοήθειες κ.α.).
  7. Παράλληλα ο Ιατρός Εργασίας έχει την εκπαίδευση και τη γνώση να υποδείξει την εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών και οικολογικών προβλημάτων από κινδύνους που υφίστανται στους χώρους εργασίας (π.χ. ορθή διαχείριση χημικών κινδύνων).

Β. Ο μη ειδικευμένος ιατρός εργασίας (π.χ. ένας παιδίατρος, γυναικολόγος, χειρουργός):

  1. Δεν έχει τις γνώσεις και δεν έχει αποκτήσει τις απαραίτητες δεξιότητες για την εκτίμηση των κινδύνων στο χώρο εργασίας. Κατά συνέπεια η εμπειρική εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου θα είναι ελλιπής ή και λανθασμένη, με αποτέλεσμα τη μη σύσταση για λήψη των απαραίτητων μέτρων προστασίας, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων.
  2. Δεν έχει την εκπαίδευση και τις γνώσεις για να μεριμνήσει για μετρήσεις παραγόντων κινδύνου στους χώρους εργασίας και επιπλέον δεν έχει τη γνώση των οριακών τιμών έκθεσης που υφίστανται για κάθε κίνδυνο στο χώρο εργασίας. Η μη ποσοτική μέτρηση των κινδύνων (όπως σκόνης, θορύβου, χημικών, ακτινοβολίας κ.α.) οδηγεί στην υποεκτίμηση της επικινδυνότητας στην εργασία και στη μη λήψη των απαραίτητων μέτρων προστασίας, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων
  3. Δεν γνωρίζει σε βάθος τους κινδύνους στους χώρους εργασίας και τα κατάλληλα μέτρα προστασίας με αποτέλεσμα να δίνει υποδείξεις εμπειρικά για τα μέτρα πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων με κίνδυνο αυτές να είναι ελλιπείς ή και λανθασμένες,θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων
  4. Δεν έχει γνώση των παθολογιών όλων των συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού για να έχει σφαιρική εικόνα της υγείας και να μπορεί να διαγνώσει πιθανές ασθένειες από έκθεση σε διαφορετικούς κινδύνους σε ποικίλα εργασιακά περιβάλλοντα. Επιπλέον δεν έχει την εκπαίδευση να προβεί σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων σχετικό με τη θέση εργασίας τους με στοχευμένες εξετάσεις. Έτσι υπάρχει κίνδυνος να διαφύγουν συμπτώματα του εργαζομένου και ευρήματα από ιατρικές εξετάσεις που υποδεικνύουν αρχόμενο νόσημα που οφείλεται στην εργασία και να καθυστερήσει η διάγνωση επαγγελματικής ασθένειας, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία του εργαζομένου.
  5. Δεν γνωρίζει σε βάθος τους κινδύνους στους χώρους εργασίας και τα κατάλληλα μέτρα προστασίας με αποτέλεσμα να παρέχει χαμηλή ποιότητα εκπαίδευσης των εργαζομένων η οποία συχνά γίνεται επιφανειακά και για τυπικούς λόγους
  6. Η μη γνώση των μέσων ατομικής προστασίας (ΜΑΠ) μπορεί να οδηγήσει σε επιλογή ακατάλληλων ΜΑΠ και ψευδής αίσθηση προστασίας, άρα αύξηση του κινδύνου για βλάβη της υγείας των εργαζομένων. Έτσι η επιλογή ενός ακατάλληλου γαντιού που δεν προστατεύει από χημική ουσία που απορροφάται από το δέρμα μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο για τους εργαζόμενους καθώς η χημική ουσία θα εισχωρήσει εντός του γαντιού, θα παγιδευτεί και θα αυξηθεί η απορρόφηση της από το δέρμα. Επίσης η επιλογή ωτοασπίδων ακατάλληλων προδιαγραφών θα αυξήσει τον κίνδυνο για την ακοή από την έκθεση σε θόρυβο.
  7. Η εμπειρική εκτίμηση καταλληλόλητας για εργασία, χωρίς να γνωρίζει σε βάθος τους κινδύνους στην κάθε θέση εργασίας, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία και ασφάλεια ενός εργαζομένου, καθώς και άλλων εργαζομένων ή και τρίτων μέσα σε μία επιχείρηση.
  8. Τέλος ένας μη ειδικός Ιατρός Εργασίας δεν έχει την εκπαίδευση και τη γνώση να υποδείξει την εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών και οικολογικών προβλημάτων από κινδύνους που υφίστανται στους χώρους εργασίας (π.χ. ορθή διαχείριση χημικών κινδύνων).
  9. Δεν έχει διδαχθεί την νομοθεσία, καθώς και θέματα που προκύπτουν από την πιθανή αναπηρία θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο την ψυχοσωματική αρτιότητα/ικανότητα των εργαζομένων αλλά και την νομική υπόσταση του εργοδότη καθώς και την έκθεση των ασφαλιστικών οργανισμών.

3.     Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 20-3-2020 (ΦΕΚ Α’ 68/20-03-2020) και η κύρωση αυτής με το Ν. 4683/2020

3.1.         Η Π.Ν.Π. της 20-3-2020 (ΦΕΚ Α’ 68/20-3-2020)

Με την από 20.3.2020 Π.Ν.Π. «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 68) και άλλες διατάξεις, αποφασίστηκε μεταξύ άλλων:

Άρθρο δέκατο τρίτο

Διατάξεις για την άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις

Το άρθρο 16 του κώδικα νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων (ΚΝΥΑΕ) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (Α’ 84) αντικαθίσταται ως εξής:

 «Άρθρο 16 

Προσόντα ιατρού εργασίας

  1. Καθήκοντα ιατρού εργασίας μπορούν να ασκούν:

α) Οι ιατροί που κατέχουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας,

β) Οι ιατροί που κατέχουν τίτλο οιασδήποτε ειδικότητας, πλην της ιατρικής της εργασίας, και έχουν εκτελέσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις προ της 15ης Μαΐου 2009,

γ) Οι ιατροί χωρίς ειδικότητα οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις συνεχώς επί επτά (7) τουλάχιστον έτη μέχρι και τις 15 Μαΐου 2009.

  1. Οι ιατροί της παρ. 1 μπορούν να ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας σε όλες τις περιφέρειες ιατρικών συλλόγων της χώρας, χωρίς άδεια των συλλόγων αυτών.
  2. Ο ιατρός εργασίας υπάγεται απευθείας στη διοίκηση της επιχείρησης».

3.2.         Η με αρ. πρωτ. 13308/466/23-3-2020 Εγκύκλιος του Υπ. Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων

Με την υπ’ αρ. πρωτ. 13308/466/23-3-2020 Εγκύκλιο του Υπ. Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων, δημοσιευμένη στη Διαύγεια (ΑΔΑ: ΨΩΑΘ46ΜΤΛΚ-ΩΗΥ), με θέμα: «Εφαρμογή του άρθρου δέκατου τρίτου της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 20.03.2020 (ΦΕΚ 68 Α’) – Διατάξεις για την άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας» παρασχέθηκαν διευκρινίσεις αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου δέκατου τρίτου της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 20.03.2020 σχετικά με τις διατάξεις για την άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας. Ειδικότερα:

«Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με τις διατάξεις του άρθρου δέκατου τρίτου της ΠΝΠ της 20.03.2020 (ΦΕΚ 68 Α’), για λόγους εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και της δημόσιας υγείας, διευκολύνεται η απρόσκοπτη παροχή υπηρεσιών ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις με την καθιέρωση ενιαίων όρων ανάθεσης καθηκόντων ιατρού εργασίας μεταξύ των ιατρών που κατέχουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας και ιατρών που δεν την κατέχουν αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου να ασκούν νομίμως καθήκοντα ιατρού εργασίας, καθώς και με την άρση των γεωγραφικών και διοικητικών περιορισμών που είχαν τεθεί από το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο.

Συγκεκριμένα, καταργούνται οι πρότερες προβλέψεις του άρθρου 16 του Κώδικα Νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων (ΚΝΥΑΕ) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του 3850/2010 (ΦΕΚ 84 Α’), όπως ίσχυε, περί Ειδικού Κατάλογου ιατρών που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα, αλλά ασκούν νομίμως καθήκοντα Ιατρού Εργασίας, των συναφών διοικητικών διαδικασιών (βεβαίωση του Ιατρικού Συλλόγου, σχετικά με την μη ύπαρξη ή μη διαθεσιμότητα ιατρού με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στην περιφέρεια του εν λόγω Ιατρικού Συλλόγου, προκειμένου να ασκηθούν τέτοια καθήκοντα από Ιατρό του Ειδικού Καταλόγου), καθώς και της υποχρέωσης αυτών να λάβουν την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας μέχρι ορισθείσα προθεσμία.

Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα και στους ιατρούς που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα και έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας, να ασκούν αυτά τα καθήκοντα σε όλες τις περιφέρειες ιατρικών συλλόγων της χώρας (και όχι μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού Συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένοι), χωρίς την άδεια των συλλόγων αυτών.

Βασικός σκοπός των νέων διατάξεων είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες της ιατρικής της εργασίας από επιχειρήσεις και εργαζόμενους, μέσω της δυνατότητας των επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν ιατρούς που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να ασκούν καθήκοντα Ιατρού εργασίας χωρίς ιδιαίτερα περίπλοκες διαδικασίες, ειδικά από τη στιγμή που υφίσταται πανελλαδικά μεγάλη έλλειψη σε ιατρούς κατέχοντες την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας.

Β.  ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΔΕΚΑΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΗΣ ΠΝΠ 20.03.2020

  • Οι διατάξεις του άρθρου δέκατου τρίτου της ΠΝΠ της 20.03.2020 προβλέπουν τα εξής:
  1. Το άρθρο 16 του κώδικα νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων (ΚΝΥΑΕ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (Α’ 84), αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 16

Προσόντα ιατρού εργασίας

  1. Καθήκοντα ιατρού εργασίας μπορούν να ασκούν:

α) Οι ιατροί που κατέχουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας

β) Οι ιατροί που κατέχουν τίτλο οιασδήποτε ειδικότητας, πλην της ιατρικής της εργασίας, και έχουν εκτελέσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις προ της 15ης Μαΐου 2009 γ) Οι ιατροί χωρίς ειδικότητα, οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις συνεχώς επί επτά (7) τουλάχιστον έτη μέχρι και τις 15ης Μαΐου 2009.

  1. Οι ιατροί της παρ. 1 μπορούν να ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας σε όλες τις περιφέρειες ιατρικών συλλόγων της χώρας, χωρίς άδεια των συλλόγων αυτών.
  2. Ο ιατρός εργασίας υπάγεται απευθείας στη διοίκηση της επιχείρησης».
  3. Κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας κατ’ εφαρμογή της διάταξης που αντικαθίσταται με την παρ. 1 παύουν να ισχύουν.
  4. Η υπ’ αριθμ. Υ7α/ΓΠ.οικ.112498/18.08.2009 υ.α. (Β’ 1775) καταργείται.
  • Κατόπιν τούτων, με τις παραπάνω διατάξεις:
  • Προβλέπεται ότι καθήκοντα ιατρού εργασίας, πέραν των ιατρών που κατέχουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας, μπορούν επίσης να ασκούν, χωρίς επιπλέον προϋποθέσεις, και ιατροί των περιπτώσεων β’ και γ’, δηλαδή ιατροί που κατέχουν άλλη ειδικότητα, πλην της Ιατρικής της Εργασίας, και έχουν ασκήσει (για πρώτη φορά) καθήκοντα ιατρού εργασίας προ της 15ης Μαΐου 2009, καθώς και ιατροί χωρίς ειδικότητα, οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις συνεχώς επί επτά τουλάχιστον έτη μέχρι και την 15η Μαΐου 2009. Συνεπώς παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε εργοδότη να αναθέτει καθήκοντα ιατρού εργασίας στην επιχείρησή του, σε ιατρό της επιλογής του, που ανήκει σε οποιαδήποτε περίπτωση της παρ. 1 του άρθρ. 16 του ΚΝΥΑΕ, όπως σήμερα ισχύει, δηλ. είτε σε Ιατρό που κατέχει την ειδικότητα Ιατρικής της Εργασίας είτε σε Ιατρό των περιπτώσεων β’ και γ’.
  • Παρέχεται η δυνατότητα σε όλους τους ιατρούς των περιπτώσεων της παραγράφου 1, να ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας σε όλες τις περιφέρειες ιατρικών συλλόγων της χώρας (χωρίς άδεια των συλλόγων αυτών) και όχι μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού Συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένοι.
  • Καταργούνται όλες οι προβλέψεις των διατάξεων του πρότερου άρθρ. 16 του ΚΝΥΑΕ (που αντικαθίσταται ήδη εξ’ ολοκλήρου με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου τρίτου της ΠΝΠ της 20.03.2020), καθώς και οι κανονιστικές πράξεις που είχαν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση αυτού μέχρι τη δημοσίευση της ανωτέρω ΠΝΠ και συγκεκριμένα:
  • Οι υπουργικές αποφάσεις κατάρτισης και κύρωσης Ειδικού Καταλόγου Ιατρών, δηλαδή οι υ.α. 1592/58/13.1.2017 (ΦΕΚ Β’157), 25049/1253/3-5-2018 (ΦΕΚ Β’ 1580) και 43323/1983/7-8-2018 ( ΦΕΚ Β’ 3509), όπως ίσχυαν.
  • Η εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοση υ.α. με την οποία θα οριζόταν ο τρόπος και η διαδικασία με την οποία διαπιστώνεται κατά τόπο και χρόνο η έλλειψη ιατρού εργασίας ή η έλλειψη διαθέσιμου ιατρού εργασίας, καθώς και οι συναφείς διοικητικές διαδικασίες μέχρι την έκδοση αυτής (βεβαίωση του Ιατρικού Συλλόγου, εκδοθείσα μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα ημερών, σχετικά με την μη ύπαρξη ή μη διαθεσιμότητα ιατρού με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στην περιφέρεια του εν λόγω Ιατρικού Συλλόγου, προκειμένου να ασκηθούν τέτοια καθήκοντα από Ιατρό του Ειδικού Καταλόγου).
  • Η μεταβατική διάταξη που προέβλεπε την υποχρέωση των ιατρών των περιπτώσεων β’ και γ’, δηλαδή ιατρών που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα και έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας, να αποκτήσουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας, έως την καταληκτική ημερομηνία της 26ης Αυγούστου 2027.
  • Συνδυαστικά καταργείται στο σύνολό της και η υπ’ αριθμ. Υ7α/ΓΠ.οικ.112498/18.08.2009 υ.α. (Β’ 1775), της οποίας η παρ. 1 ρύθμιζε ζητήματα που είχαν ρυθμισθεί μεταγενέστερα με τη διάταξη της παραγράφου 2Α, του πρότερου άρθρου 16 του ΚΝΥΑΕ και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικές πράξεις και, συνεπώς, είχε καταστεί ανενεργή, ενώ η παρ. 2 προσδιόριζε τις προϋποθέσεις απόκτησης της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας από ιατρούς των περιπτώσεων β’ και γ’, πρόβλεψη που συνιστά κατ’ εξοχήν αρμοδιότητα του Υπουργείου Υγείας, και σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία δεν φαίνεται να έχει εφαρμοσθεί.

Γ.  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΙΑΤΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ ΣΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΠΕ.

Μετά τα ανωτέρω:

  1. Οι κατά νόμο υπόχρεες επιχειρήσεις και φορείς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα της οικονομίας μπορούν να αναθέτουν καθήκοντα ιατρού εργασίας σε ιατρό της επιλογής τους, αρκεί να ανήκει σε μια από τις κατηγορίες ιατρών της παρ. 1 του άρθρ.16 του ΚΝΥΑΕ όπως σήμερα ισχύει, και, σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την περιφέρεια Ιατρικού Συλλόγου στον οποίο αυτός ανήκει.
  2. Στο μεταβατικό στάδιο, μέχρι την έκδοση της υπουργικής απόφασης του άρθρου 9Α του ΚΝΥΑΕ, όπου θα ρυθμίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις ένταξης των ιατρών εργασίας στο ΟΠΣ-ΣΕΠΕ:
  • Η διαπίστωση από τις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων προκειμένου ιατρός των περιπτώσεων β’ και γ’ της παρ.1, του άρθρ. 16 του ΚΝΥΑΕ να αναλάβει καθήκοντα ιατρού εργασίας, στο πλαίσιο του ελέγχου νομοτύπου της ανάθεσης (άρθρ. 9 του ΚΝΥΑΕ), μπορεί να γίνει με την προσκόμιση αντιγράφου: α) του εντύπου ανάθεσης 1 ή 2, με τους αντίστοιχους αριθμούς πρωτοκόλλου κατάθεσης στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε ή β) της σύμβασης/εων με επιχείρηση/εις με τους αντίστοιχους αριθμούς πρωτοκόλλου κατάθεσης στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. Από τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία καταρχάς και στο μέτρο του δυνατού θα αναζητηθούν αυτεπαγγέλτως από την υπηρεσία, θα πρέπει να προκύπτει ότι πληρούνται οι σχετικές από το νόμο προϋποθέσεις.

Επισημαίνουμε ότι οι ιατροί που είχαν ενταχθεί στο Παράρτημα Ι του ήδη καταργηθέντος Ειδικού Καταλόγου πληρούν αυτοδίκαια τα προσόντα των περιπτώσεων β’ και γ’ της παρ.1 του άρθρ.16 του ΚΝΥΑΕ, καθώς η σχετική προϋπόθεση έχει ήδη ελεγχθεί κατά τη διαδικασία κατάρτισης του Ειδικού Καταλόγου. Συνεπώς, στο πλαίσιο απλοποίησης της διαδικασίας, της μείωσης διοικητικών βαρών, των προβλέψεων για αυτεπάγγελτη αναζήτηση δικαιολογητικών και της τρέχουσας συγκυρίας, δύναται να μην προσκομίζονται, στην περίπτωση αυτή, τα εν λόγω δικαιολογητικά στις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ.

  • Στο πλαίσιο των έκτακτων και επειγόντων μέτρων πρόληψης για τη διάδοση του Κορωνοϊοϋ και για την αποφυγή προσέλευσης πολιτών στις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, η ανάθεση καθηκόντων ιατρού Εργασίας μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικό τρόπο (μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, email). Στην περίπτωση αυτή το πρωτότυπο έντυπο ανάθεσης καθηκόντων ιατρού εργασίας Ε1 (ή Ε2) του ΣΕΠΕ, καθώς και τα λοιπά δικαιολογητικά, επισυνάπτονται σκαναρισμένα στο σχετικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και διατηρούνται – προς έλεγχο από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΣΕΠΕ – στο αρχείο της επιχείρησης.».

3.3.         Η κύρωση της Π.Ν.Π. της 20-3-2020 με το Ν. 4683/2020 (ΦΕΚ Α’ 83/10-04-2020)

Με το Ν. 4683/2020 (ΦΕΚ Α’ 83/10-04-2020) κυρώθηκε η από 20.3.2020 Π.Ν.Π. «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 68) και άλλες διατάξεις και ειδικότερα με το Άρθρο δέκατο τρίτο – Διατάξεις για την άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις, το άρθρο 16 του Ν. 3850/2010 τροποποιήθηκε και ισχύει ως ανωτέρω.

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου, με το δέκατο τρίτο άρθρο διευκολύνεται η διαδικασία ανάθεσης καθηκόντων ιατρού εργασίας από τις κατά νόμο υπόχρεες επιχειρήσεις και φορείς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και καθιερώνονται ενιαίοι όροι ανάθεσης τέτοιων καθηκόντων μεταξύ των ιατρών που κατέχουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας και ιατρών που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα και έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας για πρώτη φορά έως την 15η Μαΐου 2009.

Συγκεκριμένα, με την αιτιολογική έκθεση προτείνεται η κατάργηση των προβλέψεων του άρθρου 16 του ΚΝΥΑΕ περί Ειδικού Καταλόγου ιατρών που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα, αλλά ασκούν νομίμως καθήκοντα Ιατρού Εργασίας, καθώς και των συναφών διοικητικών διαδικασιών (βεβαίωση οικείου Ιατρικού Συλλόγου περί έλλειψης ιατρού ή έλλειψης διαθέσιμου ιατρού εργασίας που κατέχει την ειδικότητα). Επίσης, θεσπίζεται η δυνατότητα των ιατρών που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα και έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας, να ασκούν αυτά τα καθήκοντα σε όλες τις περιφέρειες της χώρας (και όχι μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού Συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένοι), δυνατότητα που είχε δοθεί ήδη στους ιατρούς με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 3996/2011 (Α’ 170) (λανθασμένως κατά την άποψή μας).

Παράλληλα, καταργείται η υποχρέωση των ιατρών που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα και έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας, να αποκτήσουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας, έως την καταληκτική ημερομηνία της 26ης Αυγούστου 2027. Τέλος καταργείται ρητά η υπ’ αρ. Υ7α/ΓΠ.οικ.112498/18.08.2009 Υπουργική Απόφαση (Β’ 3) (λανθασμένως κατά την άποψή μας).

Βασική παράμετρος της προτεινόμενης ρύθμισης είναι η δυνατότητα απρόσκοπτης πρόσβασης στις υπηρεσίες της ιατρικής της εργασίας από τους εργαζόμενους, της δυνατότητας δηλαδή των επιχειρήσεων να αναθέτουν καθήκοντα ιατρού εργασίας χωρίς ιδιαίτερα περίπλοκες διαδικασίες, ειδικά από τη στιγμή που υφίσταται πανελλαδικά μεγάλη έλλειψη σε ιατρούς κατέχοντες την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας (λανθασμένως κατά την άποψή μας).

Για λόγους εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος και της δημόσιας υγείας με την προτεινόμενη ρύθμιση καθιερώνεται η δυνατότητα σε ιατρούς που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα αλλά έχουν ασκήσει, για πρώτη φορά, καθήκοντα ιατρού εργασίας έως και την 15.05.2009 (ημερομηνία που περιλαμβάνεται ήδη στον Κώδικα νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων) να ασκήσουν αυτά τα καθήκοντα σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, καθώς και η ελεύθερη επιλογή των επιχειρήσεων να αναθέσουν καθήκοντα ιατρού εργασίας σε ιατρό που κατέχει την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας ή σε ιατρό που δεν την έχει αλλά την ασκεί νομίμως (λανθασμένως κατά την άποψή μας).

3.4.         Η έλλειψη «επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» για την έκδοση της από 20-3-2020 Π.Ν.Π. – Η καταχρηστική θέσπιση της νέας διάταξης του αρ. 16 Ν. 3850/2010

Το Σύνταγμα (άρθρο 44 παρ. 1) επιτρέπει την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης.

Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (εφεξής ΠΝΠ) είναι τυπικά διοικητικές πράξεις και ουσιαστικά νομοθετικές πράξεις που εμφανίζονται καταρχήν ως προσωρινοί νόμοι και αφού κυρωθούν από την Βουλή εξομοιώνονται πλήρως με τους τυπικούς νόμους (άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση που εκδίδουν τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ασκούν εκτάκτως τη νομοθετική λειτουργία αντί για τα κανονικά της όργανα που είναι η Βουλή και ο ΠτΔ (άρθρο 26 του Συντάγματος)[1].

Στην ιεραρχία των κανόνων Δικαίου, οι ΠΝΠ είναι ανώτερες των άλλων διοικητικών πράξεων, αλλά έχουν υποσυνταγματική ισχύ, όπως και οι τυπικοί νόμοι (με την έγκρισή τους από τη Βουλή, οι ΠΝΠ καθίστανται τυπικοί νόμοι) και απαγορεύεται να θίξουν τον ουσιαστικό πυρήνα των Συνταγματικών διατάξεων που καθιερώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, αλλά μπορούν μόνο να ρυθμίσουν τον τρόπο άσκησης αυτών και αυτό στο βαθμό που δεν πρόκειται για ανεπιφύλακτα θεμελιώδη δικαιώματα[2].

Επειδή ακριβώς στην περίπτωση έκδοσης Π.Ν.Π. η Βουλή «παρακάμπτεται» (έστω και προσωρινά), ο «κατ’ εξαίρεσιν νομοθέτης» μπορεί να δράσει μόνον υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτουν οι συνταγματικές διατάξεις, ώστε να μην ανατραπεί το τεκμήριο της αρμοδιότητας του «τακτικού».

Ο ίδιος ο λόγος για τον οποίο προβλέπεται το «δίκαιο» αυτό «της ανάγκης», συνίσταται στην άμεση αντιμετώπιση μιας έκτακτης περίπτωσης εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Επείγουσα είναι η ανάγκη, που πρέπει να αντιμετωπιστεί γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση. Από την άλλη μεριά, απρόβλεπτη είναι η ανάγκη, η οποία έχει δημιουργηθεί, χωρίς η ανάκυψή της να ήταν αναμενόμενη σε προγενέστερο στάδιο. Επομένως, η εξαιρετικά απρόβλεπτη και επείγουσα ανάγκη αναφέρεται στην πραγματική ανάγκη ρύθμισης ενός θέματος ή μιας κατάστασης, που αιφνιδίως έχει δημιουργηθεί.

Η επίκριση, που δέχεται ο συγκεκριμένος θεσμός συγκεντρώνεται στο γεγονός, ότι οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως, καθώς τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία, ως κατωτέρω αναλύεται, τις εντάσσει στην κατηγορία των κυβερνητικών πράξεων, που παραμένουν ανέλεγκτες, καθώς αφορούν την άσκηση υψηλής πολιτικής. Κατακρίνονται, επομένως, από το γεγονός, ότι παρέχουν στην εκτελεστική εξουσία τη δυνατότητα να εισάγει ρυθμίσεις παρακάμπτοντας εν μέρει την νομοθετική εξουσία.

Προβληματισμό δε δημιουργεί ο ασαφής όρος «επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη».

Εν προκειμένω, στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4683/2020 αναφέρεται ότι η βασική παράμετρος της προτεινόμενης ρύθμισης του νέου αρ. 16 Ν. 3850/2020 είναι η δυνατότητα απρόσκοπτης πρόσβασης στις υπηρεσίες της ιατρικής της εργασίας από τους εργαζόμενους, της δυνατότητας, δηλαδή, των επιχειρήσεων να αναθέτουν καθήκοντα ιατρού εργασίας χωρίς ιδιαίτερα περίπλοκες διαδικασίες, ειδικά από τη στιγμή που υφίσταται πανελλαδικά μεγάλη έλλειψη σε ιατρούς κατέχοντες την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας.

Περαιτέρω, αναφέρει ότι για λόγους εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος και της δημόσιας υγείας με την προτεινόμενη ρύθμιση καθιερώνεται η δυνατότητα σε ιατρούς που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα αλλά έχουν ασκήσει, για πρώτη φορά, καθήκοντα ιατρού εργασίας έως και την 15.05.2009 να ασκήσουν αυτά τα καθήκοντα σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, καθώς και η ελεύθερη επιλογή των επιχειρήσεων να αναθέσουν καθήκοντα ιατρού εργασίας σε ιατρό που κατέχει την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας ή σε ιατρό που δεν την έχει αλλά την ασκεί νομίμως.

Άραγε η ρύθμιση της διάταξης του αρ. 16 του Ν. 3850/2010, ως ισχύει, ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι ήταν επείγουσα, ήταν όμως και απρόβλεπτη;

Από το σκεπτικό της αιτιολογικής έκθεσης, προκύπτει το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλ. η επικαλούμενη μεγάλη έλλειψη σε ιατρούς κατέχοντες την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας δεν είναι μια κατάσταση εξαιρετικά απρόβλεπτη, διότι, ακόμη και στην περίπτωση που δεχθούμε ότι η κατάσταση αυτή είναι αληθής, αυτή δεν δημιουργήθηκε αιφνιδίως, αφού το κράτος γνώριζε την έλλειψη ειδικευμένων ιατρών εργασίας και όφειλε να την αντιμετωπίσει νωρίτερα.

Επιπλέον, η κατάσταση δεν είναι ούτε επείγουσα ούτε δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας υγείας, αφού υπό το προϊσχύον καθεστώς, στον Ειδικό Κατάλογο, στον οποίο εντάσσονταν οι έχοντες τα ουσιαστικά προσόντα για την «κατ’ εξαίρεση» άσκηση της ιατρικής της εργασίας μη ειδικευμένοι ιατροί, ανέρχονταν στους 354 υπερβαίνοντας, κατά το διπλάσιο, τον αριθμό των Ειδικευμένων Ιατρών Εργασίας, ανερχόμενοι στους 157, ενώ επιπλέον δέκα (10) τελούν ήδη εκπαιδευόμενοι.

Οι δε ανάγκες στο σύνολο των επιχειρήσεων του ιδιωτικού και δημοσίου Τομέα πανελληνίως, με οκτάωρη απασχόληση των ιατρών, απαιτούν την ύπαρξη 348 ιατρών Εργασίας, σύμφωνα με την επίσημη συνεκτίμηση του Τμήματος Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, του Ινστιτούτου Προληπτικής, Περιβαλλοντολογικής και Εργασιακής Ιατρικής και της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ανάγκες οι οποίες ήδη καλύπτονται επαρκώς από τους ειδικευμένους ιατρούς εργασίας σε συνθήκες άνω της οκτάωρης εργασίας.

Εξάλλου, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, με την υπολειτουργία και το κλείσιμο αρκετών επιχειρήσεων, δεν προκύπτει έκτακτη και απρόβλεπτη ανάγκη απασχόλησης ιατρών μη ειδικευμένων στην ιατρική εργασίας ως «ασκούντες καθήκοντα Ιατρού Εργασίας».

Στην έλλειψη της κατεπείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης συνηγορεί και το γεγονός ότι στην από 20-3-2020 Π.Ν.Π. δεν έχει τεθεί χρονικό όριο ισχύος της διάταξης του νέου αρ. 16 του Ν. 3850/2010, όπως έχει τεθεί για διατάξεις άλλων νόμων στην ίδια Π.Ν.Π., αλλά αυτή ισχύει για το διηνεκές (και μέχρι τροποποιήσεως ή καταργήσεώς της από νεότερη νομοθετική διάταξη).

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι εν προκειμένω η εκτελεστική εξουσία καταφεύγει καταχρηστικά στη θέσπιση της διάταξης του αρ. 16 του Ν. 3850/2010, ως ισχύει, με αόριστη χρονική διάρκεια, μέσω της από 20-3-2020 Π.Ν.Π., ιδία μάλιστα αφού δεν επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχός της (με την κύρωσή της από τη Βουλή), ως κατωτέρω αναλύεται.

3.5.         Περί του δικαστικού ελέγχου ή μη της συνδρομής έκτακτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης της Π.Ν.Π.

3.5.1.  Η κρατούσα άποψη της νομολογίας

Κατά την κρατούσα άποψη της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ολομ ΣτΕ 2291/2015, 2567/2015, Α` Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Ολομ. ΣτΕ 1250/2003, 3612/2002, 2593/2001, Ολ ΣτΕ 3636/89, ΑΡΜ/1989 (1258), Δ/ΝΗ/1990 (893), ΔΔΙΚΗ/1990 (276), ΕΕΡΓΔ/1990 (36), ΝΟΒ/1989 (1479), ΤΟΣ/1990 (254), ΣτΕ Ολ. 1250/2003, Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΔΔΙΚΗ 2004/103, ΑΡΜ 2003/1182, ΣτΕ Ολ. 2289/1987), στην παράγραφο 1 του άρθρου 44 του Συντάγματος ορίζονται τα ακόλουθα “Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοση τους η μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες η αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής”. Από την πιο πάνω συνταγματική διάταξη προκύπτει ότι ζήτημα δικαστικού έλεγχου της συνδρομής η μη των έκτακτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, δεν μπορεί να τεθεί, γιατί, αν μεν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί μέσα στις συνταγματικές προθεσμίες από τον νόμο, οι ρυθμίσεις της καθίστανται ρυθμίσεις του νόμου και μάλιστα αναδρομικώς, αφού η “κύρωση” από μέρους του νόμου εμπεριέχει εννοιολογικώς την αναδρομή του νόμου, ο νόμος δε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν υπόκειται ως προς τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος, είτε εφεξής είτε αναδρομικώς, στον περιορισμό “των εκτάκτων περιστάσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης”, αν δε η πράξη νομοθετικού περιεχομένου δεν υποβληθεί εμπροθέσμως στη Βουλή προς κύρωση ή δεν κυρωθεί από τη Βουλή, η μνημονευόμενη συνταγματική διάταξη ορίζει ότι η πράξη αυτή παύει να ισχύει “στο εξής”, άρα ότι πάντως ισχύει για το διάστημα από τη δημοσίευση της μέχρι την εκπνοή των συνταγματικών προθεσμιών για την κύρωση της η, κατά περίπτωση, μέχρι την απόφαση της Βουλής να μην την κυρώσει είτε γιατί δεν συμφωνεί με την εκτίμηση της Κυβέρνησης και του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι συνέτρεχαν έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούσαν την απόκλιση από την κοινή νομοθετική διαδικασία είτε γιατί δεν συμφωνεί από ουσιαστική άποψη με το περιεχόμενο της ρύθμισης που έγινε με την Πράξη. Άλλωστε, η κρίση ως προς το έκτακτο των περιστάσεων και το εξαιρετικώς επείγον και απρόβλεπτο της ανάγκης δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, κατά την έννοια του αρθρ. 44 παρ. 1 του Συντάγματος, γιατί συνδέεται με την εκτίμηση της ανάγκης του μέτρου, η οποία ανάγεται στην σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των οργάνων που κατά το Σύνταγμα ασκούν στην πιο πάνω περίπτωση τη νομοθετική εξουσία (ΣτΕ 2289/87, 955/88).

3.5.2.  Οι απόψεις της μειοψηφίας

Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζουν και οι κάτωθι απόψεις της μειοψηφίας:

α) Κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος, σε περίπτωση κατά την οποίαν δεν υποβληθεί στη Βουλή προς κύρωση πράξη νομοθετικού περιεχομένου η δεν κυρωθεί απ` αυτήν, ναι μεν η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου παύει να ισχύει εφ` εξής, το κύρος της όμως για το διάστημα που έχει εν τω μεταξύ διαρρεύσει εξαρτάται από το εάν συνέτρεχε κατά τον χρόνο εκδόσεως της η προϋπόθεση των έκτακτων περιστάσεων “εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης”. Ο έλεγχος δε της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής, την οποία αξιώνει το Σύνταγμα για να επιτρέψει την χωρίς συμμετοχή της Βουλής εξαιρετική άσκηση νομοθετικής εξουσίας, επιφυλάσσεται, στην περίπτωση αυτή, στον δικαστή, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τα άρθρα 87 παρ. 3 και 93 παρ. 4 αυτού. Υπό την αντίθετη ερμηνεία παρέχεται στην εκτελεστική εξουσία η δυνατότητα να θεσπίζει κανόνες δικαίου με οποιοδήποτε περιεχόμενο χωρίς καμιά απολύτως, ούτε καν εκ των υστέρων, σύμπραξη της Βουλής. Τέτοια όμως δυνατότητα δεν θέλησε να παραχωρήσει στην εκτελεστική εξουσία ο συνταγματικός νομοθέτης όπως προκύπτει και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος, κατά την διάρκεια των οποίων τονίσθηκε ότι υπό το νέο άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος τα δικαστήρια δεν θα έχουν εξουσία να ελέγξουν την συνδρομή της πιο πάνω προϋποθέσεως διότι τούτο είναι έργο της Βουλής, εξ ου συνάγεται, κατά την πιο πάνω γνώμη της μειοψηφίας, ότι εάν η πράξη νομοθετικού περιεχομένου δεν υποβληθεί προς έγκριση στη Βουλή η δεν εγκριθεί από αυτήν, τον ελέγχον αυτόν θα τον ασκήσει έλλειψη αλλού οργάνου ο δικαστής (βλ. Πρακτικά συζητήσεως επί του σχεδίου Συντάγματος της Α` Υποεπιτροπής της Βουλής σελ. 174 -175).

β) Από τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι η νομοθετική εξουσία ανήκει στη Βουλή και είναι συντεταγμένη, υπό την έννοια ότι η Βουλή υποχρεούται να την ασκεί κατά τα άρθρα 73 επ. του Συντάγματος και δεν δύναται να την εκχωρεί σε άλλα πολιτειακά όργανα, ειμή μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 43 του Συντάγματος. Κατ’ ακολουθία, η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγουσα απόκλιση από την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, και ερμηνευομένη, ως εκ τούτου, υπό το φως του άρθρου 26 παρ. 1, έχει την έννοια ότι εκχωρείται μεν προσωρινή αρμοδιότης στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να ασκεί κανονιστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, τούτο όμως επιτρέπεται υπό τον όρο ότι συντρέχουν “έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης”, δηλαδή περιπτώσεις που συνιστούν αντικειμενική αδυναμία της Βουλής, ένεκα χρονικών πιέσεων, να ασκήσει τη λειτουργία της. Με τη ρύθμιση δηλαδή αυτή δεν ανατίθεται παράλληλη και προσωρινή νομοθετική αρμοδιότης στον Αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, αλλ’ απλώς παρέχεται εις αυτόν συνταγματική, αντί νομοθετικής, εξουσιοδότηση να ασκεί κανονιστική εξουσία υπό αυστηρές προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από τον ακυρωτικό δικαστή. Ο έλεγχος αυτός είναι αυτονόητος και αναγκαίος προς διασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και προς αποφυγή της αλλοιώσεως του πολιτεύματος από τον κίνδυνο καταχρηστικής προσφυγής στην εξαιρετική διαδικασία του άρθρου 44 παρ.1. Κατά συνέπειαν, εάν μεν συντρέχουν οι έκτακτες περιπτώσεις και η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί εμπροθέσμως από την Βουλή, τότε αποκτά εξ’ αρχής πλήρη νομοθετική ισχύ υπό τις προϋποθέσεις ισχύος των αναδρομικών νόμων. Εάν συντρέχουν οι έκτακτες περιπτώσεις αλλ’ η πράξη νομοθετικού περιεχομένου δεν κυρωθεί εμπροθέσμως από την Βουλή, τότε αυτή ισχύει για το χρονικό διάστημα από της εκδόσεώς της μέχρι της εκπνοής των προθεσμιών του άρθρου 44 παρ. 1, υποκειμένη σε ακυρωτικό έλεγχο, όπως κάθε κανονιστική πράξη. Εάν, τέλος, δεν συντρέχουν οι έκτακτες περιπτώσεις αλλ’ η πράξη νομοθετικού περιεχομένου κυρωθεί εμπροθέσμως από την Βουλή, τότε αυτή ισχύει από της κυρώσεώς της ως νόμος για το μέλλον και μόνον, ενώ για τον ενδιάμεσο χρονικό διάστημα (από της εκδόσεως μέχρι την κυρώσεώς της) παραμένει κανονιστική πράξη, η οποία υπόκειται σε ακύρωση, ως άνευ νομίμου ερείσματος εκδοθείσα, και της οποίας η εν λόγω πλημμέλεια είναι ελεγκτή παρεμπιπτόντως επ’ ευκαιρία προσβολής ατομικών διοικητικών πράξεων εκδοθεισών βάση αυτής. Κατά ταύτα, σε περίπτωση ευθείας προσβολής επί ακυρώσει πράξεως νομοθετικού περιεχομένου κυρωθείσης από την Βουλή, ο ακυρωτικός δικαστής οφείλει, πέραν του ελέγχου της εμπροθέσμου κυρώσεως, να ελέγξει και την συνδρομή των εκτάκτων περιπτώσεων, εάν δε κρίνει ότι αυτές δεν συντρέχουν, να ακυρώσει την πράξη αυτή για το χρονικό διάστημα από την εκδόσεως μέχρι της κυρώσεώς της, ως εκδοθείσα κατά παράβαση του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατ’ εφαρμογήν των ανωτέρω, η πράξη νομοθετικού περιεχομένου είναι ακυρωτέα, εφόσον δεν συντρέχουν έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης για την έκδοσή της.

γ) Ο συντακτικός νομοθέτης, εξουσιοδοτώντας, με το άρθρο 44 § 1 του Συντάγματος, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) προς αντιμετώπιση εκτάκτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, απέβλεψε, με την θεσμοθέτηση αυτή του δικαίου της ανάγκης, στο να επιτρέψει αποκλειστικά και μόνο την θέσπιση πρωτογενών κανόνων δικαίου κατά παρέκκλιση της συνήθους χρονοβόρου διαδικασίας της Βουλής. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, ΠΝΠ δεν επιτρέπεται να περιέχει ατομικές ρυθμίσεις. Γιατί, ναι μεν ο κοινός νομοθέτης, που έχει ως κύριο έργο του την θέσπιση κανόνων δικαίου, δεν στερείται της δυνατότητος θεσπίσεως και ατομικών ρυθμίσεων, όμως η κατ’ εξαίρεση δυνατότητά του αυτή δεν περιλαμβάνεται στην κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως εξουσιοδότηση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εξ άλλου, κατά την αυτή άποψη, οι πράξεις του άρθρου 44 § 1 του Συντάγματος είναι μεν νομοθετικού περιεχομένου, δεν παύουν, όμως, ως πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, να είναι πράξεις διοικητικές, παραδεκτώς προσβαλλόμενες επί ακυρώσει. Με τα δεδομένα αυτά, σε περίπτωση που ΠΝΠ περιέχει ανεπίτρεπτα, κατά τα ανωτέρω, ατομικές ρυθμίσεις, όπως εν προκειμένω, ο νόμος που την κυρώνει, μέσα, έστω, στις προθεσμίες του άρθρου 44 § 1 του Συντάγματος, κατά μεν το μέρος που ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς τους είναι αντισυνταγματικός ή αντίθετος στην ως άνω συνταγματική διάταξη και, ως εκ τούτου, ανίσχυρος. Κατά τα λοιπά, όμως, εφεξής ισχύει με αποτέλεσμα να παύει στο εξής η ισχύς της ΠΝΠ.

3.4.3. Συμπέρασμα

Η Π.Ν.Π. της 20-3-2020 φέρεται πως εμπροθέσμως κυρώθηκε με το Ν. 4683/2020 (ΦΕΚ Α’ 83/10-04-2020), και καθιστάμενη κατά τον τρόπο αυτό και αναδρομικώς, τυπικός νόμος, κατά την κρατούσα άποψη, δεν χωρεί κατά αυτού αίτηση ακυρώσεως ούτε και κατά της Π.Ν.Π. μεμονωμένα.

4.     Ζητήματα που ανακύπτουν από την τροποποίηση του αρ. 16 του Ν. 3850/2020, ως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίησή του από το Ν. 4683/2020

Όπως προέκυπτε από την διάταξη του αρ. 16 παρ. 1 του Ν. 3850/2010, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από το Ν. 4683/2020, σε συνδυασμό με το αρ. 9 παρ. 8 εδαφ. β΄, για την άσκηση των καθηκόντων του ιατρού εργασίας απαιτούνταν η κατοχή και η άσκηση της ειδικότητας της Ιατρικής της Εργασίας, η οποία πιστοποιείται από τον οικείο ιατρικό σύλλογο, ορίσθηκε, όμως (βλ. άρθρο 12 του ν. 3762/2009, ΦΕΚ Α΄ 75, και ήδη άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 3850/2010), ότι «κατ’ εξαίρεση» και υπό ορισμένες προϋποθέσεις είχαν δικαίωμα να ασκούν τα καθήκοντα του ιατρού εργασίας και ιατροί χωρίς ειδικότητα ή κάτοχοι τίτλου άλλης ειδικότητας και συγκεκριμένα:

  1. Οι ιατροί χωρίς ειδικότητα, οι οποίοι στις 15.5.2009 είχαν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ιατρού εργασίας με επιχειρήσεις και αποδεικνύουν την άσκηση των καθηκόντων αυτών συνεχώς επί επτά τουλάχιστον έτη.
  2. Οι ιατροί οι οποίοι στις 15.5.2009 εκτελούσαν καθήκοντα ιατρού εργασίας χωρίς να κατέχουν ή να ασκούν τον τίτλο της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας, αλλά τίτλο άλλης ειδικότητας.

Περαιτέρω, με την ΥΑ 433/2018 Κύρωση οριστ. ειδ. καταλόγου Ιατρών άρθρ.16 παρ. 2 «Κώδ. Νόμων για την Υγεία & Ασφάλεια των εργαζομένων» κυρώθηκε ο Ειδικός Κατάλογος Ιατρών του άρθρου 16, παρ. 2Α του «Κώδικα Νόμων για την Υγεία και την Ασφάλεια των Εργαζομένων» (Κ.Ν.Υ.Α.Ε.), που κατ’ εξαίρεση είχαν δικαίωμα να ασκούν καθήκοντα Ιατρού Εργασίας.

Ο ιατρός που περιλαμβανόταν στον Ειδικό Κατάλογο της περίπτωσης α` μπορούσε να ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας μόνο στην περιφέρεια του ιατρικού συλλόγου στον οποίο ήταν εγγεγραμμένος και εφόσον δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος ιατρός με την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στην περιφέρεια αυτή.

Ήδη μετά την τροποποίηση του αρ. 16 του Ν. 3850/2010, ως ισχύει σήμερα, καθήκοντα ιατρού εργασίας, πέραν των ιατρών που κατέχουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας, μπορούν επίσης να ασκούν, χωρίς επιπλέον προϋποθέσεις, και ιατροί των περιπτώσεων β’ και γ’, δηλαδή:

  • ιατροί που κατέχουν άλλη ειδικότητα, πλην της Ιατρικής της Εργασίας, και έχουν ασκήσει (για πρώτη φορά) καθήκοντα ιατρού εργασίας προ της 15ης Μαΐου 2009, και
  • ιατροί χωρίς ειδικότητα, οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας σε επιχειρήσεις συνεχώς επί επτά τουλάχιστον έτη μέχρι και την 15η Μαΐου 2009.

Συνεπώς παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε εργοδότη να αναθέτει καθήκοντα ιατρού εργασίας στην επιχείρησή του, σε ιατρό της επιλογής του, που ανήκει σε οποιαδήποτε περίπτωση της παρ. 1 του άρθρ. 16 του Ν.3850/2010, όπως σήμερα ισχύει, ενώ καταργήθηκε η μεταβατική διάταξη που προέβλεπε την υποχρέωση των ιατρών των περιπτώσεων β’ και γ’, δηλαδή ιατρών που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα και έχουν ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας μέχρι τις 15-5-2009, να αποκτήσουν την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας, έως την καταληκτική ημερομηνία της 26ης Αυγούστου 2027.

Με την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση εκ των πραγμάτων «καταργείται» η ειδικότητα της ιατρικής εργασίας, αφού οι εργοδότες έχουν πλέον το δικαίωμα της επιλογής να προσλάβουν ως ιατρό εργασίας έναν ιατρό που δεν έχει ή κατέχει άλλη ειδικότητα (π.χ. γυναικολόγος, παιδίατρος κ.α.) και είχε ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας πριν τις 15-5-2009 (και μάλιστα χωρίς πλέον να υφίσταται η υποχρέωση αυτού να αποκτήσει την ειδικότητα της ιατρικής εργασίας μέχρι τις 26-8-2027).

4.1.         Η νέα διάταξη του αρ. 16 Ν. 3850/2010 ως μέτρο λιτότητας που παραβιάζει το δικαίωμα στην υγεία, όπως διασφαλίζεται από το Σύνταγμα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ICESCR) και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη

α) Η προστασία του δικαιώματος στην υγεία από το Σύνταγμα

Το Σύνταγμά μας προστατεύει το δικαίωμα στην υγεία, ωστόσο, δεν ορίζει σαφώς σε ποιο βαθμό προστατεύεται, αλλά αφήνει στον κοι­νό νομοθέτη να καθορίσει το πλαίσιο προστασίας της υγείας με βάση τις οικονομικές δυνατότητες, αλλά και τις πολιτικές και ιδεολογικές αρχές που καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις.

Ειδικότερα, στο Σύνταγμα στο άρθρο 5 παρ. 5 κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα στην υγεία: «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας», ενώ στο άρθρο 21 παρ. 3 («Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών») καθιερώνεται το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία, καθώς προβλέπεται υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την υγεία των πολιτών και να παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας του γήρατος, της αναπηρίας καθώς και για την περίθαλψη των απόρων.

Το άρθρο 21 §3 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 2 §1 του συντάγματος «Ο σε­βασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου απο­τελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας» και το άρθρο 5 §2 σύμφωνα με την οποία «Όλοι όσοι βρί­σκονται στην Ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την α­πόλυτη προστασία της ζωής…», ορίζουν το δικαίωμα στην υγεία ως θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου ευ­ρισκόμενου στην Ελληνική επικράτεια. Αντικείμενο του δικαιώματος είναι η πρόληψη, η περίθαλψη, η αποκατά­σταση και η προαγωγή θετικών συμπεριφορών υγείας. Επομένως στο κοινωνικό δικαίωμα της υγείας αντιστοι­χίζεται η κρατική υποχρέωση λήψης μέτρων για την προστασία του, όπως το αντικείμενο του τα περιγράφει. Οι συνταγματικές διατάξεις θεσπίζουν ευθέως την υποχρέωση της πολιτείας για τη λήψη θετικών μέτρων για την προστασία της ζωής και της υγείας των πολιτών, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από την πολιτεία την πραγ­μάτωση της υποχρέωσης αυτής[3]. H πολιτεία επομένως υποχρεούται στην έκδοση νόμων που να εξειδικεύουν και να κατοχυρώνουν το συνταγματικό δικαίωμα στη ζωή και την προστασία της υγείας των πολιτών και στην εφαρμογή μέτρων για την οργάνωση ενός συστήματος παροχής υγείας.

β) Η προστασία του δικαιώματος στην υγεία σύμφωνα με το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ICESCR)

Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, η προστασία του δικαιώματος στην υγεία κατοχυρώνεται ιδίως στο «Διεθνές Σύμφωνο, για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά[4] Δικαιώματα» (άρθρο 12), το οποίο υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 6-12-1966 και τέθηκε σε ισχύ στις 3-1-1976[5] και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το Ν. 1532/1985 (ΦΕΚ Α’ 45).

Κατά τη σύνταξη του άρθρου 12 του Συμφώνου, η Τρίτη Επιτροπή της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών δεν υιοθέτησε τον ορισμό της υγείας που περιέχεται στο προοίμιο του Συντάγματος του ΠΟΥ[6], ο οποίος θεωρεί την υγεία ως «κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής κατάστασης ευημερία και όχι απλώς την απουσία ασθένειας ή αναπηρίας». Ωστόσο, η αναφορά στο άρθρο 12.1 του Συμφώνου στο «υψηλότερο δυνατό επίπεδο σωματικής και ψυχικής υγείας» δεν περιορίζεται στο δικαίωμα στην υγειονομική περίθαλψη. Αντιθέτως, το ιστορικό σύνταξης και η ρητή διατύπωση του άρθρου 12.2 αναγνωρίζουν ότι το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που προάγουν τις συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μια υγιή ζωή, και επεκτείνεται στους βασικούς καθοριστικούς παράγοντες της υγείας, όπως τροφή και διατροφή, στέγαση, πρόσβαση σε ασφαλές και πόσιμο νερό και επαρκή αποχέτευση, ασφαλείς και υγιείς συνθήκες εργασίας και ένα υγιές περιβάλλον.

Στο Άρθρο 12.2 (β) Το δικαίωμα σε υγιή φυσικά και εργασιακά περιβάλλοντα ορίζεται ότι «Η βελτίωση όλων των πτυχών της περιβαλλοντικής και βιομηχανικής υγιεινής» (άρθρο 12.2 (β)) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, προληπτικά μέτρα για επαγγελματικά ατυχήματα και ασθένειες. την απαίτηση εξασφάλισης επαρκούς παροχής ασφαλούς και πόσιμου νερού και βασικής αποχέτευσης · την πρόληψη και τη μείωση της έκθεσης του πληθυσμού σε επιβλαβείς ουσίες, όπως ακτινοβολία και επιβλαβείς χημικές ουσίες ή άλλες επιβλαβείς περιβαλλοντικές συνθήκες που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την υγεία του ανθρώπου. Επιπλέον, η βιομηχανική υγιεινή αναφέρεται στην ελαχιστοποίηση, στο βαθμό που είναι εύλογα εφικτό, των αιτίων των κινδύνων για την υγεία που ενυπάρχουν στο εργασιακό περιβάλλον. Το άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β) περιλαμβάνει επίσης επαρκή στέγαση και ασφαλείς και υγιεινές συνθήκες εργασίας, επαρκή προμήθεια τροφίμων και σωστή διατροφή και αποθαρρύνει την κατάχρηση αλκοόλ και τη χρήση καπνού, ναρκωτικών και άλλων επιβλαβών ουσιών.

Το ICESCR δεν παρέχει μόνο καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη πρέπει να διαχειρίζονται τις οικονομικές κρίσεις εντός του πλαισίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά επίσης περιλαμβάνει νομικές υποχρεώσεις με τις οποίες, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα κράτη πρέπει να συμμορφώνονται. Τα κράτη οφείλουν να διασφαλίσουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο περίθαλψης για το σύνολο της κοινωνίας, λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων για τη βελτίωση της περιβαλλοντικής και βιομηχανικής υγιεινής· την πρόληψη, θεραπεία και τον έλεγχο επιδημικών, ενδημικών, επαγγελματικών και άλλων ασθενειών· και τη δημιουργία συνθηκών που μπορούν αν εξασφαλίσουν σε όλους ιατρικές υπηρεσίες και ιατρική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας.

γ) Η προστασία του δικαιώματος στην υγεία σύμφωνα με το αρ. 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ

Τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα, τα οποία σε ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφέρονται πιο συχνά ως κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα ή κοινωνικά δικαιώματα, περιλαμβάνουν δικαιώματα που σχετίζονται με την εργασία, καθώς και το δικαίωμα στην εκπαίδευση, την υγεία, τη στέγαση, την κοινωνική ασφάλιση και, γενικότερα, σε ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης.

Σε κοινοτικό επίπεδο, το άρθρο 35 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης στην ιατρική περίθαλψη και προβλέπει το δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, ενώ καθιερώνεται παράλληλα η υποχρέωση κάθε κράτους για την προστασία αυτού του δικαιώματος.

δ) Οι οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της κρίσης στο δικαίωμα στην υγεία

Με βάση τα δοκίµια της οικονοµικής επιστήµης, η λιτότητα ορίζεται ως πολιτική δηµοσιονοµικής εξυγίανσης. Μέσω της λιτότητας επιχειρείται ένας συνδυασµός της δηµοσιονοµικής και φορολογικής πολιτικής για να κρατηθούν τα έσοδα και οι δαπάνες σε ισορροπία. Τα µέτρα λιτότητας περιλαµβάνουν συνήθως υψηλότερους φόρους και περικοπές στις δαπάνες µε στόχος να µειωθεί το κρατικό έλλειµµα, δηλαδή η ετήσια διαφορά των (µικρότερων) εσόδων από τα (µεγαλύτερα) έξοδα[7].

Τα τελευταία έτη, τόσο η παγκόσμια όσο και η ελληνική οικονομία επλήγησαν από την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γεγονός που προκάλεσε ποικίλες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Το 2008 ήταν το έτος που συνδέθηκε με την παγκόσμια οικονομική κρίση. Το 2010 αποκαλύφθηκε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας κυμαινόταν σε επίπεδο τέτοιο, που καθιστούσε το χρέος της μη βιώσιμο, με αποτέλεσμα αυτή να αναγκαστεί να υπογράψει τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Συνέπεια αυτών των αποφάσεων ήταν η εφαρμογή αυστηρών δημοσιονομικών προγραμμάτων λιτότητας, που οδήγησαν στη μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), στην ελάττωση του εισοδήματος και στην αύξηση της ανεργίας, γεγονός που επηρέασε, μεταξύ άλλων, αρνητικά την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και τη λειτουργία του κράτους πρόνοιας. Ανάμεσα στα μέτρα λιτότητας που ελήφθησαν από την ελληνική κυβέρνηση υπήρχαν και εκείνα που αφορούσαν στο σύστημα υγείας, όπως η μείωση των δημοσίων δαπανών. Αυτή είχε ως αποτέλεσμα οριζόντιες περικοπές των μισθών και των προϋπολογισμών των υγειονομικών δομών, αναστολή προσλήψεων, περιορισμό της συνταγογράφησης, εξορθολογισμό των προμηθειών των νοσοκομείων και αύξηση της συμμετοχής των ασθενών στο κόστος χρήσης των υπηρεσιών υγείας. Το κράτος πρόνοιας, που πιθανόν να συνέβαλε στη γενικότερη δημοσιονομική εκτροπή, ως σπάταλο και με μεγάλη γραφειοκρατία, ευάλωτο σε αντιδράσεις, συμφέροντα και αναποτελεσματικό σχεδιασμό λόγω ανεπάρκειας αρκετών τεχνοκρατών στο δημόσιο σύστημα υγείας, δέχθηκε και δέχεται μεγάλη πίεση καθώς η ανάγκη για οικονομική προσαρμογή απαιτεί λιγότερο δημόσιο κράτος και κατ’ επέκταση μικρότερο κράτος πρόνοιας[8].

Η οικονομική κρίση είχε σοβαρές και μακροχρόνιες επιπτώσεις στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Μεταξύ άλλων: καλπάζουσα ανεργία, η οποία σε χώρες όπως η Ελλάδα έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα, ειδικά στις νεότερες γενιές· υποβάθμιση της προστασίας του εργατικού δυναμικού, της ασφάλειας και της υγείας στις συνθήκες εργασίας, καθώς και της συλλογικής διαπραγμάτευσης· σοβαρές περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες, την κοινωνική ασφάλιση και την κοινωνική προστασία· φορολογικές μεταρρυθμίσεις που εντείνουν τη φτώχεια και τον αποκλεισμό· πτώση του βιοτικού επιπέδου, συνήθως κάτω από το επίπεδο που θεωρείται επαρκές σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο· αύξηση του αριθμού των αστέγων· περιορισμοί στο δικαίωμα στην εκπαίδευση, λόγω των περικοπών στον προϋπολογισμό για την παιδεία και το διδακτικό προσωπικό· περικοπές στις δαπάνες για την υγεία.

Επιπλέον, οι πολιτικές και τα μέτρα που σχεδιάστηκαν για την αντιμετώπιση αυτού που αρχικά είχε εκληφθεί ως μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης παγιώθηκαν. Εδώ, η διατήρηση της κατάστασης εξαίρεσης επέτρεψε τον παραγκωνισμό του καθιερωμένου δημοκρατικού ελέγχου των εξουσιών και των καθιερωμένων τρόπων συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων. Τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, η «εξαίρεση» έχει σταδιακά, και σχεδόν ακούσια, καταστεί ο «κανόνας» σε μια γενική μετατόπιση η οποία ενέχει τον κίνδυνο να μεταμορφώσει αυτές τις αξίες, τις αρχές και τα δικαιώματα που εγγυώνται τη λειτουργία και την ίδια την ύπαρξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας[9].

Χώρες όπως η Ελλάδα έχουν πληγεί ιδιαίτερα. Εδώ, ο αντίκτυπος της κρίσης ήταν τόσο μεγάλος στην εύρυθμη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας, ώστε είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εάν και πότε τα πράγματα θα επιστρέψουν στο «κανονικό» – μια κατάσταση καθίσταται δυνητικά μη αναστρέψιμη στον βαθμό που προοιωνίζεται μια νέα «ομαλότητα», στην οποία πράγματα που θεωρούνταν αδιανόητα λίγα μόνο χρόνια πριν γίνονται τώρα αποδεκτά με προθυμία. Ως εκ τούτου, η συζήτηση για την «κρίση» στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, γίνεται ολοένα και πιο παρωχημένη: η κατάσταση με την οποία είμαστε αντιμέτωποι σήμερα δεν αποτελεί πλέον «εκτροπή» ή κάτι στιγμιαίο, μια κατάσταση «κρίσης» με την ακριβή σημασία του όρου. Αντιθέτως, γινόμαστε μάρτυρες μιας μετάβασης –σχεδόν ολοκληρωτικής στην Ελλάδα– προς μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην οποία οι συνήθεις κανόνες, ιδιαίτερα αυτοί που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, αμφισβητήθηκαν, υποβαθμίστηκαν και ενδεχομένως σχετικοποιήθηκαν[10].

γ) Η παραβίαση του δικαιώματος στην υγεία

Είναι προφανές ότι λόγω της οικονομικής κρίσης και της μείωσης των δαπανών στον τομέα της υγείας, το κράτος δεν μπορεί να προβεί στις αναγκαίες δαπάνες για την διασφάλιση ενός ασφαλούς και υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος. Με την θέσπιση της νέας διάταξης του αρ. 16 του Ν. 3850/2010 ως μέτρο λιτότητας ο νομοθέτης λειτουργεί ισοπεδωτικά και υπό το ένδυμα της εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης υποβαθμίζει το δικαίωμα στην υγεία και καταλύει τον επιτελικό ρόλο του ιατρού εργασίας.

Είναι προφανές, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν εμπίπτει στο δίκαιο της ανάγκης (εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης), αλλά η πραγματική γενεσιουργός αιτία της είναι η άτεχνη διαχείριση της λιτότητας. Τρανή απόδειξη αυτού αποτελεί και το ότι από το 1985 δεν υπάρχει έδρα της Ιατρικής της Εργασίας σε καμία Ιατρική Σχολή της Ελλάδος, γεγονός που το κράτος το γνώριζε, χωρίς να κάνει τίποτα για αυτό. Ποια είναι, λοιπόν, η εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη για την τροποποίηση της διάταξης του αρ. 16 Ν. 3850/2010;

Ως μέτρο λιτότητας που θίγει το δικαίωμα στην υγεία δεν είναι περιορισμένο χρονικά και πλήττει δυσανάλογα τους ειδικευμένους ιατρούς εργασίας έναντι των ιατρών όλων των άλλων ειδικοτήτων, ιδία εάν αναλογιστούμε ότι ο ειδικευμένος ιατρός εργασίας παρέχει τις υπηρεσίες του εντός του χώρου των επιχειρήσεων (αφού και στην περίπτωση που διατηρούσε ιδιωτικό ιατρείο, αυτό θα ήταν στην ουσία άσκοπο, εφόσον ο χώρος εξέτασης των εργαζομένων είναι εντός της επιχείρησης), δίχως να έχει το δικαίωμα, να ασκήσει καθήκοντα άλλης ειδικότητας, όπως δίδεται το δικαίωμα «κατ’ εξαίρεση» στους ιατρούς όλων των άλλων ειδικοτήτων (οπότε θα δύνανται να ασκούν παράλληλα δυο ειδικότητες). Επιπλέον, ο Ειδικός Ιατρός Εργασίας δεν έχει δικαίωμα να συμβληθεί με τον ΕΟΠΥΥ και να αμείβεται, δικαίωμα που έχουν όλοι οι ιατροί των λοιπών ειδικοτήτων (π.χ. ένας Παθολόγος μπορεί το πρωί να εργάζεται σε έναν δημόσιο φορέα, π.χ. σε έναν Δήμο ως Παθολόγος, το απόγευμα να βλέπει ασθενείς στο εξωτερικό ιδιωτικό του ιατρείο και ταυτόχρονα να είναι συμβεβλημένος – αμειβόμενος από τον ΕΟΠΥΥ, ενώ το μεσημέρι να επισκέπτεται επιχειρήσεις ασκώντας καθήκοντα Ιατρού Εργασίας).

Επιπλέον, δεν εξετάσθηκαν άλλα ηπιότερα μέτρα και δεν επιτράπηκε στους ενδιαφερόμενους ιατρούς εργασίας και λοιπούς αρμόδιους φορείς να συμμετάσχουν ουσιαστικά στις αποφάσεις αναφορικά με τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης στον τομέα της υγείας, τα οποία θα δικαιολογούσαν την τροποποίηση της διάταξης του αρ. 16 του Ν. 3850/2010.

Κατά συνέπεια, η θέσπιση της εν λόγω διάταξης, ως μέτρο λιτότητας, συνιστά παραβίαση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία που διασφαλίζεται από το Σύνταγμα, το ICESCR και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη.

4.2.         Η αντίθεση της διάταξης του αρ. 16 του Ν. 3850/2010, ως ισχύει, με τις διατάξεις των ν.δ. 3366/1955 και του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας)

Στα άρθρα 12 και 13 του ν.δ. 3366/1955 “Περί ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος και ιατρικών ειδικοτήτων και άλλων τινών διατάξεων” (ΦΕΚ 258 Α) ορίζεται ότι: “1 Απαγορεύεται η χρησιμοποίησις τίτλου πλέον της μιας ιατρικής ειδικότητος 2. Ιατροί τυχόντες αδείας χρησιμοποιήσεως τίτλων πλειόνων της μιας ειδικοτήτων, δύνανται παραιτούμενοι της αδείας της ασκούμενης παρ` αυτών ειδικότητος να χρησιμοποιήσωσι τον τίτλον ετέρας ειδικότητος μόνον εφ` όσον δεν έχει παρέλθει πενταετία από της απονομής αυτοίς της ειδικότητας ταύτης. Η παραίτησις υποβάλλεται εγγράφως προς τον οικείον Ιατρικόν Σύλλογον επί αποδείξει εν τη οποία σημειούται η εν τοις μητρώοις αναγκαία μεταβολή, άλλως η χρησιμοποίησις του τίτλου της νέας ειδικότητος θεωρείται παράνομος. 3. Ιατροί μη χρησιμοποιήσαντες επί πενταετίαν τον τίτλον απονεμηθείσης αυτοίς ειδικότητος, απόλλυσι το δικαίωμα της χρησιμοποιήσεως αυτού. Δια την ανάκτησιν του τίτλου απαιτείται νέα επιτυχής δοκιμασία ενώπιον της αρμοδίας Εξεταστικής Επιτροπής κατά τα εν άρθ. 10 του παρόντος οριζόμενα” (άρθ. 12). “Η κατά παράβασιν του παρόντος ν.δ/τος χρησιμοποίησις τίτλου ιατρικής ειδικότητος διώκεται και τιμωρείται πειθαρχικώς με τας εν άρθ. 97 του α.ν. 1565/39 ποινάς” (άρθ. 13).

Περαιτέρω στο άρθ. 2 του ν. 1579/1985 “Ρυθμίσεις για την εφαρμογή και ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 217 Α) υπό τον τίτλο “Κύριες και συναφείς ιατρικές ειδικότητες” ορίζεται ότι: “1. Η απαγόρευση χρησιμοποίησης περισσοτέρων από έναν (1) τίτλων ιατρικών ειδικοτήτων, όπως προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθ. 12 του ν.δ. 3366/1955 (ΦΕΚ Α` 258/1955) ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και για τις τέως συναφείς ειδικότητες. Οι γιατροί που έχουν δύο (2) ειδικότητες μπορούν να αξιοποιήσουν το δεύτερο τίτλο τους μόνο σε επιστημονικές ανακοινώσεις και σε συνέδρια”.

Επιπλέον, στο αρ. 21 παρ. 2 περ. α) του Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) – Σχέσεις με συναδέλφους και λοιπό προσωπικό «… 2. Ο ιατρός αποφεύγει οποιαδήποτε πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τους συναδέλφους του. Ως τέτοια πράξη θεωρείται ιδίως: α) η χρήση επιστημονικών, επαγγελματικών ή ακαδημαϊκών τίτλων που δεν κατέχει ή δεν έχουν αποκτηθεί νόμιμα ή δεν έχουν αναγνωρισθεί στην Ελλάδα, …».

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για να χρησιμοποιήσει ιατρός νομίμως τον τίτλο άλλης ειδικότητας, δηλαδή διαφορετικής εκείνης με την οποία είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα ιατρικού συλλόγου, απαιτείται υποβολή παραιτήσεως από την αρχικά χρησιμοποιούμενη ειδικότητα, εντός πενταετίας από την απόκτηση της νέας ειδικότητας. Η παραίτηση αυτή λαμβάνει πανηγυρικό τύπο, αφού απαιτείται έγγραφη υποβολή της με απόδειξη και σημείωση της μεταβολής στα μητρώα του ιατρικού συλλόγου (βλ. ΣτΕ 4438/2012, 2458/2010, Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, 84/2005 ΔΕΦ ΑΘ, ΔΔΙΚΗ 2005/1475, ΣτΕ 197/1987 7μ., 1181/1987 7μ., πρβλ. ΣτΕ 4483/2005).

Εν προκειμένω, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι νόμιμη χρήση του τίτλου της εξειδίκευσης της ιατρικής εργασίας μπορούν να κάνουν μόνον οι ιατροί που λαμβάνουν την εξειδίκευση αυτή, η δε τυχόν χρήση του συγκεκριμένου τίτλου, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό προς την νόμιμη ειδικότητα του ιατρού εργασίας από ιατρούς που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα (και πρόκειται να εκτελέσουν χρέη ιατρού εργασίας), κατά το αρ. 16 Ν. 3850/2010, ως ισχύει σήμερα, έρχεται σε προφανή αντίθεση με τις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις του ν.δ. 3366/1955 και του Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας).

Πέραν της προφανούς αντίθεσης της ως άνω διάταξης του αρ. 16 του Ν. 3850/2010, ως ισχύει, στις διατάξεις των ν.δ. 3366/1955 και του Ν. 3418/2005 (Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας), προκύπτουν ζητήματα αντισυνταγματικότητας αυτής, ως κατωτέρω καταδεικνύονται. Ειδικότερα:

4.3.         Λοιπά ζητήματα αντισυνταγματικότητας της διάταξης του αρ. 16 Ν. 3850/2010, ως ισχύει σήμερα

Κάθε νόμος από την ολοκλήρωση της διαδικασίας παραγωγής του θεωρείται σύμφωνος με τις επιταγές του Συντάγματος και έχει πλήρη νομική ισχύ (τεκμήριο συνταγματικότητας των νόμων). Το τεκμήριο αυτό βέβαια δεν είναι αμάχητο. Κάθε νόμος είναι συνταγματικός μέχρι να εξακριβωθεί το αντίθετο.

Το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ρυθμίζεται κυρίως από την παράγραφο 4 του άρθρου 93 του Συντάγματος που ορίζει ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι κατά την ρητή επιταγή του αρ. 93 παρ. 4 του Συντάγματος ο παρεμπίπτων και όχι ευθύς χαρακτήρας του και δεδομένου ότι η εν λόγω ρύθμιση δημοσιεύτηκε μόλις στις 10-04-2020 και δεν έχει προλάβει να εφαρμοστεί στην πράξη, καταδεικνύουμε την αντισυνταγματικότητα της διάταξης του αρ. 16 Ν. 3850/2010 ως αντιβαίνουσα στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, οικονομικής ελευθερίας, ελευθερίας του ανταγωνισμού και αναλογικότητας.

4.3.1.  Αρχή της ισότητας

Η κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται κάτω από τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη όσο και τη Διοίκηση, όταν δρα ατομικώς ή κανονιστικώς. Η τήρηση της αρχής αυτής ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση της προσωπικότητας του ατόμου (άρθρο 5 του Συντάγματος), σε συνδυασμό με την απορρέουσα από την ίδια διάταξη δημοκρατική αρχή της ανάπτυξης της προσωπικότητας και της επιστημονικής ή επαγγελματικής σταδιοδρομίας κάθε πολίτη με βάση την προσωπική του αξία και ικανότητα. Κατά τον έλεγχο αυτόν, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα διοίκηση, οι οποίοι έχουν κατ’ αρχήν ευρύτατα πλαίσια ρύθμισης, μπορούν να ρυθμίσουν με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές και επαγγελματικές συνθήκες που συνδέονται με τις σχέσεις αυτές και στηριζόμενοι σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, συναφή με το αντικείμενο κάθε ρύθμισης. Κατά την επιλογή όμως των εκάστοτε ρυθμίσεων οφείλει ο νομοθέτης ή η κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα διοίκηση να κινούνται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια (ΣτΕ 987/2014 Ολ., 1205/2015, 1997/2015 Ολ., 4001/2015 7μ., 686/2018 Ολ. κ.ά.). Όπως επίσης έχει κριθεί, με τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις κατοχυρώνεται το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας και επιλογής μόρφωσης, η οποία παρέχει τα αναγκαία κατά νόμο προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος που έκαστος επιλέγει (ΣτΕ 1575/2016, πρβλ. ΣτΕ 4429/1995, 906/1995).

Ο νομοθέτης, μπορεί να θεσπίσει αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας και της αξιοκρατίας, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Μ’ αυτή την έννοια, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται ο νομοθέτης δικαιολογούν περιορισμούς στην αρχή της ισότητας, ως τρίτοι εξωτερικοί όροι του κανονιστικού περιεχόμενού της. Σε κανονιστικό παραγκωνισμό της αρχής της ισότητας μπορεί να οδηγήσει ένας λόγος δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος έρχεται να δικαιολογήσει τις αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας, ως τρίτος εξωτερικός όρος, που δεν αλλοιώνει την ομοιότητα ή ανομοιότητα των προσώπων ή των καταστάσεων, η οποία συνεχίζει να υφίσταται[11]. Έχει υποστηριχθεί, πάντως, και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία το δημόσιο συμφέρον, συνδεόμενο με την αρχή της ισότητας, δεν αποτελεί έναν εξωτερικό όρο, αλλά, αντίθετα, «εννοιολογικό γνώρισμα του ίδιου του περιεχομένου της». Υπ’ αυτή την έννοια, η συνδρομή λόγων δημοσίου συμφέροντος δύναται να καθιστά δύο συγκρινόμενες περιστάσεις ή καταστάσεις ανόμοιες, οπότε ακριβώς κατ’ επιταγή της ίδιας της αρχής της ισότητας απαιτείται η ανόμοια αντιμετώπισή τους[12]. Την ίδια άποψη έχει διατυπώσει και ο Μάνεσης, ο οποίος ασκώντας κριτική στην κατεστημένη νομολογία των δικαστηρίων της ελληνικής έννομης τάξης που αντιμετωπίζουν τον λόγο δημοσίου συμφέροντος, ως δικαιολογών παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις από την αρχή της ισότητας, έγραψε ότι «μ’ αυτή την έννοια αποδεχόμαστε ότι για κανέναν λόγο δημοσίου συμφέροντος δεν μπορούμε να δεχθούμε παρεκκλίσεις από την αρχή της ισότητας, αλλά θα πρέπει σ’ αυτήν την περίπτωση να θεωρούμε ότι η συνδρομή λόγων δημοσίου συμφέροντος αλλοιώνει και διαφοροποιεί τις συγκεκριμένες πραγματικές καταστάσεις και τις καθιστά διαφορετικές σε σχέση με άλλες, παρά το ότι αυτές δεν θα διέφεραν μεταξύ τους, αν δεν συνέτρεχαν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος»[13].

Το ζήτημα της επεκτατικής ισότητας και η νομολογιακή της περιδίνηση[14]

Η ίδια η έννοια της επεκτατικής ισότητας (ή επεκτατικής εφαρμογής της αρχής της ισότητας) είναι μια θεωρητική – νομολογιακή κατασκευή η οποία, ενώ δεν έχει ρητή συνταγματική αναφορά, συνδέεται αυτοαναφορικά με την αναλογική ισότητα του άρθρου 4 παρ. 1 η οποία, ως γνωστόν, αποτυπώνει το αριστοτελικής καταγωγής σχήμα ότι «όμοιες περιπτώσεις κρίνονται με όμοιο τρόπο και ανόμοιες με ανόμοιο». Από νωρίς επίσης έγινε αντιληπτό ότι η ουσιαστική ισότητα δεν είναι μόνο ενώπιον του νόμου (ήτοι δεσμεύει τα δικαστήρια κατά την επίλυση μιας διαφοράς) αλλά και εντός του νόμου (ήτοι δεσμεύει και το νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, ώστε να αποφύγει τις άνισες διακριτικές μεταχειρίσεις). Εντούτοις, γίνεται δεκτό ότι η επεκτατική ισότητα προχωρά ένα βήμα περαιτέρω και ουσιαστικά παρέχει στο δικαστή τη μέγιστη δυνατή διαπλαστική ευχέρεια, ώστε, αν διαγνώσει κατά το δικαστικό του έλεγχο παραβίαση της αρχής της ουσιαστικής ισότητας, να μπορεί μέσω της επεκτατικής εφαρμογής να την αποκαταστήσει. Υπό αυτή την εκδοχή έχει υποστηριχθεί βάσιμα από τη θεωρία ότι άνευ αυτής η ουσιαστική ισότητα θα καθίστατο κενή περιεχομένου, αφού θα εμφανιζόταν το παράδοξο φαινόμενο να γίνεται μεν η διάγνωση της άνισης (άρα αντισυνταγματικής) ρύθμισης του νομοθέτη, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου του ενδίκου βοηθήματος, αλλά σε απόρριψη του αιτητικού του. Έτσι, όχι μόνο θα υποβαθμιζόταν το κανονιστικό πεδίο της αρχής της ουσιαστικής ισότητας από νομικό κανόνα που δεσμεύει σε απλώς κατευθυντήρια πολιτική αρχή, αλλά θα πληττόταν και το ίδιο το δικαίωμα στην (αποτελεσματική) έννομη προστασία. Από την άλλη πλευρά δεν έλειψαν και οι διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις στη θεωρία, οι οποίες απορρίπτουν ή αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα την επέκταση μέσω δικαστικών αποφάσεων ευνοϊκών νομοθετικών ρυθμίσεων προβάλλοντας τα δογματικά και πρακτικά προβλήματά της: αυτά συνοψίζονται στο ότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών κατ’ άρθρο 26 Συντ. ή στη δημοσιονομική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού χωρίς νόμο ή τέλος στο ότι δεν υπάρχει ισότητα στην παρανομία.

Χρήσιμη στο σημείο αυτό είναι μια κατηγοριοποίηση του τι σημαίνει περιπτωσιολογικά η επεκτατική εφαρμογή (ευνοϊκής) διάταξης νόμου: σε όλες τις περιπτώσεις που αυτή ζητείται από τον διάδικο είτε θα υφίσταται δυνάμει άλλης διάταξης υπαγωγή του τελευταίου σε διαφορετικό νομικό καθεστώς, είτε θα υπάρχει παράλειψη ένταξής του στην ευνοϊκή διάταξη. Σχηματικά λοιπόν οι περιπτώσεις αυτές συνίστανται στα εξής δεδομένα: (i) υπήρχε παλαιότερη ευνοϊκή ρύθμιση που αντικαταστάθηκε με νεότερη δυσμενή και διακριτική (άνιση), (ii) Υπάρχει ισχύουσα γενική ευνοϊκή ρύθμιση και εισάγεται ειδική διακριτική (άνιση) διάταξη, (iii) Υπάρχουν δύο διατάξεις, μία ευνοϊκή και μία δυσμενής, οι οποίες ποσοτικά είναι περίπου ισομερείς (χωρίς κάποια να δύναται να θεωρηθεί εξαίρεση έναντι της άλλης) και τέλος (iv) Υπάρχει μια εξαιρετική ευνοϊκή ρύθμιση και ζητείται η επέκτασή της σε άλλη ειδική (ή ειδικές) με παρόμοια χαρακτηριστικά.

4.3.2.  Άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος

Οικονομική ελευθερία

Το λεγόμενο «Οικονομικό Σύνταγμα» συνάγεται κατά βάση από δύο συνταγματικές διατάξεις: το άρθρο 5 και το άρθρο 106. Το μεν πρώτο κατοχυρώνει την οικονομική ελευθερία, το δε δεύτερο αποτελεί το έρεισμα του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Αφ’ ενός μεν ο καθένας μπορεί να συμμετέχει στην οικονομική ζωή της Χώρας, αφ’ ετέρου δε το Κράτος, για να προστατεύσει το γενικό συμφέρον, μπορεί να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα της Χώρας. Εύθραυστη η ισορροπία: Ατομικό δικαίωμα από τη μια, που αποκρούει την κρατική ανάμιξη∙ οικονομικός παρεμβατισμός από την άλλη, που επιζητεί ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων, με αναπόφευκτη συνέπεια περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας. Επιδιαιτητής της σύγκρουσης, όρος της σύνθεσης, της εναρμόνισης των δύο, η έννοια του «γενικού, δημοσίου, κοινωνικού» συμφέροντος. Έννοια Ιανός, που έχει διπλή λειτουργία: Αφ’ ενός αποτελεί όριο της οικονομικής ελευθερίας (με όποια μορφή και αν εμφανίζεται: ελευθερία της σύναψης συμβάσεων, της επιλογής επαγγέλματος, επιχειρηματικής δραστηριότητας), αλλά και κριτήριο της συνταγματικότητας των περιορισμών της. Και περαιτέρω, ένας περιορισμός, όμως, της οικονομικής ελευθερίας, η οποία, κατά το Σύνταγμα, αποτελεί και τον κανόνα στην οικονομική δραστηριότητα (κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε), δεν αρκεί να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, πρέπει να σέβεται και την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και να μην θίγει την οικονομική ελευθερία στον πυρήνα της. Το τελευταίο σημαίνει ότι οι διάφοροι περιορισμοί δεν πρέπει να άγουν σε ουσιαστική κατάλυση ή αδρανοποίηση του δικαιώματος[15].

Κατά βάση λοιπόν ο δικαστικός έλεγχος των μέτρων ρύθμισης της οικονομίας και της εν γένει οικονομικής – επαγγελματικής δραστηριότητας, στρέφεται γύρω από αυτούς τους δύο άξονες: Δημόσιο συμφέρον, αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο, η νομολογία δεν είναι στατική. Εξελίσσεται, μεταβάλλεται, προσεγγίζει και νοηματοδοτεί με διαφορετικό τρόπο μέσα στο χρόνο τις έννοιες κλειδιά του ελέγχου της κρατικής ρύθμισης.

Η μείζων, με διάφορες παραλλαγές, είναι γνωστή: «Με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος προστατεύεται η οικονομική ελευθερία και δη η ελευθερία ασκήσεως επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας. Οι συνταγματικές όμως αυτές διατάξεις δεν αποκλείουν τη θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση περιορισμών της ελευθερίας αυτής για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος … Οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να είναι αναγκαίοι και πρόσφοροι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού» (Σ.τ.Ε. 1992/2005 Ολομ.). Η νομολογία δεν αρκείται, και τούτο είναι εύλογο, στην εξαγγελία του νόμου ότι εξυπηρετεί δημόσιο συμφέρον· διαπιστώνει και βεβαιώνει την συνδρομή του. Βέβαια, υπό το ισχύον Σύνταγμα που κατοχυρώνει σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων, το πιθανότερο είναι ότι ο σκοπός του οποίου γίνεται επίκληση θα μπορεί να στεγαστεί σε κάποιο από αυτά (π.χ. προστασία της δημόσιας υγείας ή αναπήρων ατόμων ή της εργασίας ή του περιβάλλοντος). Περισσότερα προβλήματα παρουσιάζει η εκτίμηση ρύθμισης που αποβλέπει στην εξασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας ή στην αποτροπή βλάβης της εθνικής οικονομίας, έννοιες που απαντώνται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 106 του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το συμφέρον που επικαλείται ο νομοθέτης πρέπει να συνδεθεί με το Σύνταγμα, δεδομένου ότι ένας περιορισμός ατομικού δικαιώματος δεν μπορεί παρά να εδράζεται σ’ αυτό. Και, όπως διαβάζουμε σε παλαιότερες κυρίως αποφάσεις, «από την άποψη της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών … στην αρμοδιότητα της διοικητικής και όχι της δικαστικής εξουσίας ανήκει η ουσιαστική εκτίμηση του δημόσιου συμφέροντος και μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της εννοίας εμπίπτει στο πεδίο ελέγχου νομιμότητας τον οποίον ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής» (Σ.τ.Ε. 1094/1987 Ολομ.). Τα ίδια mutatismutandis ισχύουν και προκειμένου να ελεγχθεί η συνταγματικότητα νομοθετικών περιορισμών[16].

Άλλες συνταγματικές διατάξεις εγγυώνται ειδικές πλευρές της οικονομικής ελευθερίας, όπως την ελευθερία της εργασίας (αρ. 22 Συντ.). Επομένως, η διάταξη του αρ. 5 Συντ. εφαρμόζεται μόνο επικουρικά, προκειμένου να κατοχυρώσει τις μη τυγχάνουσες προστασίας από ειδικές διατάξεις του Συντάγματος εκφάνσεις της οικονομικής ελευθερίας. Πρόκειται κυρίως για την ιδιωτική αυτονομία και μάλιστα την ελευθερία των συμβάσεων, την ελευθερία των κερδοσκοπικών ενώσεων (πλην των συνεταιρισμών), την ελευθερία του ανταγωνισμού, την ελευθερία εργασίας (άλλο είναι το κοινωνικό δικαίωμα εργασίας του αρ. 22 παρ. 1 Συντ.) κλπ.[17]

Η ελευθερία του ανταγωνισμού

Η ελευθερία του ανταγωνισμού είναι ένα «μη κατονομαζόμενο» στο Σύνταγμα ατομικό δικαίωμα.

Η ελευθερία του ανταγωνισμού σημαίνει ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα ν’ ανταγωνίζεται διαμορφώνοντας την ανταγωνιστική του δράση και τα μέσα της ελεύθερα. Ακόμη σημαίνει πως η αγορά πρέπει να είναι ελεύθερη και ανοικτή ώστε ο οποιοσδήποτε να συναλλάσσεται ελεύθερα και να συμμετέχει στον οικονομικό ανταγωνισμό, εφόσον το επιθυμεί.

Η συγκεκριμένη οικονομική ελευθερία πηγάζει και αυτή από το ευρύτερο δικαίωμα για ανάπτυξη της προσωπικότητας του αρ. 5 παρ. 1 Συντ. και επομένως σχετικοποιείται και αυτή με τα ίδια όρια, δηλ. τα «χρηστά ήθη», «τα δικαιώματα των άλλων» και το «Σύνταγμα».

Πέραν, όμως, από τους περιορισμούς του αρ. 5 παρ. 1 Συντ. – δεδομένου ότι η ελευθερία του ανταγωνισμού εμφανίζεται ως απόρροια της οικονομικής ελευθερίας – ισχύουν και για την ελευθερία του ανταγωνισμού και οι υπόλοιποι περιορισμοί, οι οποίοι οριοθετούν τη γενική οικονομική ελευθερία, δηλ. η επιφύλαξη του νόμου, το αρ. 25 παρ. 3 Συντ, η αρχή της ισότητας, το γενικό συμφέρον, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της μη προσβολής του πυρήνα του προστατευόμενου δικαιώματος.

4.3.3.  Αρχή αναλογικότητας

Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορεί να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα «πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, να είναι α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα μέτρα που μπορεί να ληφθούν, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και γ) εν στενή έννοια αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Α.Π. 43/2005 Ολομ.). Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ’ αρχήν στο νομοθέτη. Επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή (ΣτΕ 1249/2010 Τμ. Α’).

Συμπερασματικά, είναι πρόδηλο ότι ο κοινός Νομοθέτης υποχρεούται, όταν καλείται να νομοθετήσει, να σταθμίσει το γενικό συμφέρον και να προστατεύσει και άλλα συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα, προτάσσοντας όχι απαραίτητα αμιγώς οικονομικά κριτήρια, αλλά κριτήρια απτόμενα του στενού πυρήνα της ανθρώπινης υπόστασης, όπως το αγαθό της υγείας.

4.3.4.  Κίνδυνοι εκ της κατάργησης της ειδικότητας της ιατρικής εργασίας

Με την τροποποίηση του αρ. 16 του Ν. 3850/2010, ως ισχύει σήμερα, και την κατάργηση της ειδικότητας της ιατρικής εργασίας δημιουργούνται οι εξής κίνδυνοι:

α) Έλλειμμα επιστημονικής πιστότητας της διαδικασίας

Υπάρχει έλλειμμα επιστημονικής πιστότητας της διαδικασίας, λόγω της έλλειψης ειδικεύσεως και συνεπώς οι αντίστοιχες ιατρικές υπηρεσίες από μη ειδικευμένους ιατρούς εργασίας καθίστανται ομοίως ελλειμματικές, γεγονός που επαυξάνεται από την κατάσταση της αγοράς:

  • την οικονομική κρίση,
  • το γεγονός ότι είναι δύσκολο ο ιατρός εργασίας να καταγγείλει τον εργοδότη που τον αμείβει,
  • τους ελάχιστους ελέγχους που κάνουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί [το ΣΕΠΕ δεν καταγράφει και δεν παρακολουθεί συστηματικά τις ελλείψεις που παρατηρούνται στις επιχειρήσεις αναφορικά με τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων και αξιοποιεί ελλιπώς τα στοιχεία που διαθέτει το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ενδεικτικό της ανεπάρκειας του ΣΕΠΕ στον τομέα των εργατικών ατυχημάτων είναι οι αποκλίσεις που παρατηρούνται μεταξύ του ετήσιου αριθμού ατυχημάτων που δηλώνονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και αυτών που καταγράφει το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και αναλύει το ΣΕΠΕ (ΣΕΠΕ, 2013)[18]],

ώστε τελικώς οι εργοδότες και εργαζόμενοι να μην απολαμβάνουν τις υπηρεσίες των προληπτικών ελέγχων που διενεργούν οι γιατροί εργασίας, ανεπάρκεια που εντείνεται ακόμα περισσότερο από τη διάδοση του θεσμού των εργολαβιών (ΕΞΥΠΠ).

β) Αθέμιτος ανταγωνισμός

Ο ειδικευμένος ιατρός εργασίας, ο οποίος πρέπει να κατέχει και να ασκεί την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας, όπως πιστοποιείται από τον οικείο ιατρικό σύλλογο, παρέχει τις υπηρεσίες του αποκλειστικά εντός του χώρου των επιχειρήσεων, δίχως να έχει το δικαίωμα, αλλά και τη δυνατότητα, εκ της φύσεως της εν λόγω ειδικότητας, να διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο, εν αντιθέσει με τους ιατρούς όλων των άλλων ειδικοτήτων, οι οποίοι, εκ της φύσεως των ειδικοτήτων τους (π.χ. γυναικολόγος, οδοντίατρος, παιδίατρος, παθολόγος κλπ), δύνανται να διατηρούν εξωτερικά ιδιωτικά ιατρεία και να ασκούν παράλληλα καθήκοντα ιατρού εργασίας.

Συνεπώς, οι ιατροί εργασίας δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους ιατρούς όλων των άλλων ειδικοτήτων, αφού δεν μπορούν να έχουν δεύτερη ειδικότητα ούτε και ιδιωτικό ιατρείο.

Επιπλέον δεν υπάρχουν θέσεις για Ειδικευμένους Ιατρούς Εργασίας σε Δημόσιους Φορείς πχ Νοσοκομεία, Πανεπιστήμια, κλπ, εν αντιθέσει με τους ιατρούς των λοιπών ειδικοτήτων, οι οποίοι μπορούν το πρωί να είναι Ιατροί στη βασική τους ειδικότητα σε έναν Δήμο ή άλλο δημόσιο φορέα, το απόγευμα να διατηρούν το ιδιωτικό τους ιατρείο στην βασική τους ειδικότητα και το μεσημέρι να περνούν από μερικές επιχειρήσεις να ασκήσουν καθήκοντα Ιατρού Εργασίας. Αντιθέτως, ο Ειδικός Ιατρός Εργασίας δεν έχει δυνατότητα να κατέχει μόνιμη θέση σε δημόσιο φορέα και να διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο το απόγευμα ή ακόμα και αν έχει είναι άνευ αντικειμένου, αφού υποχρεωτικά Ιατρό Εργασίας πρέπει να έχουν εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις άνω των 50 εργαζομένων. Ενδεικτικώς, αν σε μια επιχείρηση με διοικητικούς υπαλλήλους, οι εργαζόμενοι είναι 49 δεν υποχρεούνται σε υπηρεσίες Ιατρού Εργασίας και φυσικά κανείς εξ αυτών δεν θα επισκεφθεί ιδιώτη ιατρό εργασίας.

Περαιτέρω, λόγω της έλλειψης ειδίκευσης, η ιατρική εργασίας τελικώς καταντά ευέλικτη εργασία (από λειτούργημα), αφού γίνεται μέσω των Εξωτερικών Υπηρεσιών Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞΥΠΠ) ή καταλήγει σε αθέμιτο ανταγωνισμό, καθώς από τη στιγμή που ο ιατρός άλλης ειδικότητας έχει ως δεύτερη ειδικότητα αυτή του ιατρού εργασίας, δεν τον ενδιαφέρει να βιοποριστεί μέσω της συγκεκριμένης εργασίας (αφού ο ίδιος δύναται να διατηρεί εξωτερικό ιατρείο στη βασική του ειδικότητα και ταυτόχρονα να απασχολείται σε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα), αλλά να κάνει «άγρα πελατών».

Το ίδιο θα κάνουν και οι ΕΞΥΠΠ: θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε δελεαστικές και φθηνές τιμές. Υπάρχει, λοιπόν, το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί τραστ, δηλ. από την στιγμή που δεν προηγούνται οι ειδικευμένοι ιατροί εργασίας, θα ακολουθήσουν ασύδοτοι κανόνες αγοράς και θα προωθούνται από τις ΕΞΥΠΠ όχι οι ειδικευμένοι ιατροί εργασίας που βιοπορίζονται αποκλειστικά από αυτό, αλλά ιατροί όλων των άλλων ειδικοτήτων (οι οποίοι διατηρούν και δικό τους εξωτερικό ιδιωτικό ιατρείο, σε πολλές περιπτώσεις έχουν και δύο ιδιωτικά ιατρεία σε διαφορετικές πόλεις και με το πρόσχημα αυτό με την νέα νομοθεσία θα μπορούν να ασκούν και τα καθήκοντα Ιατρού εργασίας και στις δύο πόλεις που διατηρούν ιατρεία στην βασική τους ιατρική ειδικότητα) να παρέχουν υπηρεσίες σε πολύ χαμηλότερες τιμές, απλώς για να διευρύνουν την πελατειακή τους δεξαμενή, γεγονός που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε αποξένωση των πραγματικών ειδικών και πλήρη απαξίωση των ιατρών εργασίας.

γ) Έλλειμμα ασφάλειας της υγείας των εργαζομένων

Ο στόχος του νομοθέτη αποτελεί πρωτίστως η προστασία της υγείας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, προκειμένου δε να εξασφαλίσει την όσο το δυνατόν αρτιότερη παροχή φροντίδας υγείας και κάλυψης του επαγγελματικού κινδύνου που διατρέχουν οι εργαζόμενοι καθημερινά στους χώρους εργασίας τους, καθιέρωσε αφενός μεν το θεσμό του ιατρού εργασίας αφετέρου δε την ειδικότητα της ιατρικής εργασίας.

Με την κατάργηση της ειδικότητας, τόσο οι υπηρεσίες των ιατρών των λοιπών ειδικοτήτων όσο και οι υπηρεσίες ΕΞΥΠΠ στην ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων θα είναι το λιγότερο ανεπαρκείς, όταν χρησιμοποιούν ιατρούς άλλων ειδικοτήτων για να παράσχουν υπηρεσίες ιατρικής της εργασίας.

Τι υποδείξεις και συμβουλές θα προσφέρουν στον εργοδότη και τον εργαζόμενο πχ ο παθολόγος, ο γυναικολόγος, ο παιδίατρος κ.α. όσον αφορά τα μέτρα ασφάλειας που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων, όταν δεν δύνανται να εξετάσουν εργαζόμενους και πιθανώς να έχουν ασχοληθεί μόνο αποσπασματικά στο παρελθόν με το συγκεκριμένο αντικείμενο;

Όταν ο ιατρός εργασίας είναι ειδικευμένος και εκπαιδευμένος να διεξάγει π.χ. ακοομετρήσεις, σπιρομετρήσεις, visiotest, κλπ, ποιος ιατρός όλων των λοιπών ειδικοτήτων που απλά ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας πχ. παιδίατρος μπορεί να τον αντικαταστήσει;

Επιπλέον, με ποια προσόντα ο μη ειδικός ιατρός θα υπογράφει π.χ. εκτιμήσεις επαγγελματικών κινδύνων; Είναι βέβαιο ότι οι μη ειδικοί ιατροί θα καταφεύγουν στην εύκολη λύση να υπογράφουν εκτιμήσεις επαγγελματικού κινδύνου που τους δίνει έτοιμες η επιχείρηση, αφού δεν έχουν εκπαιδευτεί ούτε έχουν τις βασικές γνώσεις για να προβαίνουν έστω σε στοιχειώδεις ελέγχους επαγγελματικών κινδύνων.

5.        Συγκριτική Μελέτη – Η ιατρική εργασίας στις ευρωπαϊκές χώρες

Η ιατρική εργασίας έχει καθιερωθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως την Γαλλία, την Ισπανία, τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, την Πορτογαλία, την Γερμανία, την Δανία, την Ιταλία κ.α. Στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν υπάρχει κανονισμός που να απαιτεί την παροχή υπηρεσιών ιατρικής εργασίας από εργοδότες, αν και όλοι οι εργαζόμενοι της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (National Health System-N.H.S.) θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε διαπιστευμένο ειδικό στην ιατρική εργασίας. Ενδεικτικώς, παραθέτουμε τις ρυθμίσεις σχετικά με την ιατρική εργασίας στις κάτωθι ευρωπαϊκές χώρες:

5.1.         Ιταλία

Στην Ιταλία από το 1991, Ιατρός Εργασίας (medico competente) είναι μόνον ο ειδικευμένος ιατρός εργασίας. Οι μη ειδικευμένοι στην ιατρική της εργασίας ιατροί που ασκούσαν καθήκοντα μέχρι το 1991 μπορούσαν να ασκούν την ειδικότητα μόνο εάν είχαν ασκήσει καθήκοντα επί τουλάχιστον τετραετία πριν το 1991 και μετά από αξιολόγηση τους (που έγινε στα τέλη του 1991) από επιτροπές απαρτιζόμενες από ιατρούς εργασίας (πανεπιστημιακούς, επιθεωρητές κ.α.) που ορίστηκαν από την αρμόδια Διεύθυνση Υγείας.

Το 2008 εκδόθηκε το Νομοθετικό Διάταγμα 81/2008 (Ενοποιημένος Νόμο για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία). Σύμφωνα με αυτό, ως Ιατρός Εργασίας είναι ο ειδικευμένος ιατρός στην ιατρική εργασίας, εγγεγραμμένος στους εθνικούς καταλόγους, του οποίου η αποστολή είναι να αξιολογεί την ασφάλεια στο χώρο εργασίας όπου υπάρχουν κίνδυνοι για τους εργαζόμενους και να παρακολουθεί την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.

Ειδικότερα, ο ιατρός εργασίας:

  • συνεργάζεται με τον εργοδότη και με την υπηρεσία πρόληψης και προστασίας στην εκτίμηση των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και στη σύνταξη του DVR (έγγραφο αξιολόγησης κινδύνου)
  • συνεργάζεται στην εφαρμογή προγραμμάτων προώθησης της υγείας
  • διενεργεί παρακολούθηση της υγείας, όπου είναι απαραίτητο ως μέτρο για την προστασία της υγείας των εργαζομένων.

Η παρακολούθηση της υγείας, η οποία είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του ιατρού εργασίας, περιλαμβάνει τη διεξαγωγή προληπτικών ιατρικών εξετάσεων, την αξιολόγηση της καταλληλότητας του εργαζομένου για την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου και τη διεξαγωγή περιοδικών ιατρικών εξετάσεων, με σκοπό τον έλεγχο της κατάστασης της υγείας του εργαζομένων και τις συνεχιζόμενες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη συγκεκριμένη εργασία.

Εκτός από αυτές τις υποχρεώσεις, ο αρμόδιος γιατρός:

  • έχει το καθήκον να αναφέρει, κατά τη διάρκεια της συνάντησης, στους διαχειριστές ασφάλειας και στον εργοδότη τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα των αξιολογήσεών του σχετικά με τις καταστάσεις κινδύνου στο χώρο εργασίας
  • έχει το καθήκον να επισκέπτεται τον χώρο εργασίας τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, για να εκτιμά την απουσία περιβαλλοντικών κινδύνων
  • θεσπίζει και διατηρεί, με δική του ευθύνη, τα αρχεία υγείας των μεμονωμένων εργαζομένων και τα σχετικά έγγραφα υγείας, με τη διασφάλιση του επαγγελματικού απορρήτου.

Με το αρ. 38 του Νομοθετικού Διατάγματος 81/2008, ορίζονται οι υποχρεωτικές επαγγελματικές απαιτήσεις για την εκτέλεση των τυπικών καθηκόντων ενός ιατρού εργασίας.

Η πρώτη από αυτές τις απαιτήσεις είναι να κατέχει τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα προσόντα:

  • Εξειδίκευση στην επαγγελματική ιατρική ή στην προληπτική ιατρική για τους εργαζόμενους και την ψυχοτεχνική.
  • Η διδασκαλία στην επαγγελματική ιατρική ή στην προληπτική ιατρική των εργαζομένων και της ψυχοτεχνικής, η διδασκαλία σε: τοξικολογία και βιομηχανική υγιεινή, καθώς και στη φυσιολογία και στην επαγγελματική υγιεινή ή στην κλινική στο χώρο εργασίας θεωρείται ισοδύναμη.
  • Εξειδίκευση στην υγιεινή και την προληπτική ιατρική ή την ιατροδικαστική.

Όπως όλα τα επαγγελματικά πρόσωπα, ο ιατρός εργασίας είναι υποχρεωμένος να ενημερώνεται συνεχώς, όχι μόνο για το τι σχετίζεται αυστηρά με το ιατρικό επάγγελμα, αλλά και ως προς τη νομοθεσία που ρυθμίζει την ασφάλεια στην εργασία, ένα θέμα που είναι πάντα ευαίσθητο και υποκείμενο σε συνεχείς αλλαγές.

Ως εκ τούτου, ο ιατρός εργασίας υποχρεούται να αποκτήσει έναν ελάχιστο αριθμό μονάδων εκπαίδευσης ECM που προβλέπονται από τα τριετή προγράμματα ενημέρωσης, το ποσοστό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 70% αυτών που απαιτούνται από τους κανονισμούς για την ιατρική στην εργασία και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας.

Το Υπουργείο Υγείας συντηρεί και ενημερώνει συνεχώς τον εθνικό κατάλογο των ιατρών εργασίας.

Η αποτυχία διορισμού ενός ιατρού εργασίας από τον εργοδότη ή τον υπεύθυνο, όταν οι προϋποθέσεις το καθιστούν υποχρεωτικό, τιμωρείται με διοικητικές και ποινικές κυρώσεις, όπως σύλληψη με ποινή φυλάκισης τριών έως έξι μηνών ή πρόστιμο που μπορεί να φτάσει τα 10.000 ευρώ.

Ως προς τις “ΕΞΥΠΠ” δεν υπάρχει ειδικός νόμος για την σύστασή τους, αλλά λειτουργούν με την ίδια ως άνω νομοθεσία (Ν.Δ. 81/2008) και πρέπει να έχουν πιστοποίηση ISO για παροχή υπηρεσιών υγείας και να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους ως προς την υγεία και ασφάλεια. Συνήθως, δεν είναι τίποτε άλλο από συνεταιριστικές εταιρείες ιατρών εργασίας και υπεύθυνων ασφαλείας.

5.2.         Ισπανία

Στην Ισπανία η παροχή υπηρεσιών υγείας και πρόληψης στους χώρους εργασίας, προσφέρεται μέσω ειδικών υπηρεσιών πρόληψης, που ονομάζονται Βασικές Μονάδες Υγείας (UBS), αλλά και σε συνεργασία με Εξωτερικές Μονάδες Πρόληψης.

4.000 Ειδικοί Ιατροί Εργασίας εργάζονται επί του παρόντος στην Ισπανία, αριθμός “σαφώς ανεπαρκής” για έναν εργαζόμενο πληθυσμό που, σύμφωνα με τελευταία στοιχεία υπερβαίνει τα 19 εκατομμύρια εργαζομένους.

Η Ιατρική της Εργασίας απαιτεί τετραετή εξειδίκευση, μπορούν να ειδικευθούν οι Πτυχιούχοι Ιατρικής έπειτα από επιτυχή εισαγωγή και βάσει βαθμολογίας σε εξετάσεις για την λήψη της ειδικότητας (εξετάσεις MIR).

Εκτός των Ειδικών Ιατρών Εργασίας, μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες Ιατρικής της Εργασίας, οι «Διπλωματούχοι Ιατροί Επιχείρησης», στους οποίους έχει δοθεί ο τίτλος του Ιατρού Εργασίας, εφόσον πιστοποίησαν επαγγελματική εμπειρία σε επιχειρήσεις για τουλάχιστον 5 έτη (193/2003 DR), ή Ιατροί άνευ ειδικότητας, οι οποίοι έδωσαν εξετάσεις για να γίνουν ειδικοί ιατροί χωρίς πιστοποιημένα προσόντα, (MESTOS).

Που μπορούν να εργαστούν οι Ειδικοί Ιατροί Εργασίας στην Ισπανία:

  1. Υπηρεσίες Υγείας για την πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου, κυρίως στις ονομαζόμενες Βασικές Υγειονομικές Μονάδες (Unidad Básica Sanitaria – UBS). Οι συγκεκριμένες Μονάδες Πρόληψης, μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες σε διαφορετικές επιχειρήσεις και σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, τόσο σε σχέση με τους επαγγελματίες υγείας που τις απαρτίζουν, αλλά και με τον αριθμό εργαζόμενων που εξυπηρετούν.
  2. Κέντρα Υγείας / Υπηρεσίες / Μονάδες / Ινστιτούτα Επαγγελματικής Υγείας των Δημοσίου Δικαίου και των ιδρυμάτων με λειτουργίες Επιδημιολογίας, Πρόληψης και Προώθησης της Επαγγελματικής Υγείας (Τμήματα Υγείας και Εργασίας).
  3. Ελεγκτικούς και Ασφαλιστικούς Φορείς
  4. Διδακτικά και Ερευνητικά Κέντρα στην Ιατρική της Εργασίας και στην Επαγγελματική Ιατρική.
  5. Ιατρικές υπηρεσίες / Μονάδες που σχετίζονται ειδικά με ένα συγκεκριμένο εργασιακό περιβάλλον (Ναυτιλία, Αεροδιαστημική, Υποβρύχια Επιθεώρηση κ.λπ.).
  6. Ομάδες αξιολόγησης αναπηρίας. Μονάδες διαχείρισης ανικανότητας στην εργασία.
  7. Υπηρεσίες Περιβαλλοντικής Υγείας.

Κυρίως εργάζονται σε ατομικές Υπηρεσίες Πρόληψης Επαγγελματικού κινδύνου δηλαδή στις  Βασικές Υγειονομικές Μονάδες (UBS) ή μέσω ΕΞΥΠΠ, καθώς και σε Δημόσιες Υπηρεσίες.

Νομοθεσία

Υπάρχει κεντρική Νομοθεσία, αλλά καθώς η Ισπανία αποτελείται από 17 διαφορετικές αυτόνομες κοινότητες, υπάρχουν και αρκετές διαφοροποιήσεις στην εφαρμογή της Νομοθεσίας.

Ο νόμος 31/1995, της 8ης Νοεμβρίου, σχετικά με την πρόληψη επαγγελματικού κινδύνου, ορίζει ότι οι Βασικές Υγειονομικές Μονάδες (στις οποίες απασχολούνται οι περισσότεροι Ιατροί Εργασίας), θα έχουν διεπιστημονικό χαρακτήρα και ότι πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν στις επιχειρήσεις, τις απαιτούμενες υπηρεσίας υγείας σε σχέση με τους κινδύνους που απορρέουν από την εργασία.

Σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα 39/1997, της 17ης Ιανουαρίου, το οποίο εγκρίνει τον Κανονισμό Υπηρεσιών Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου, αυτή η υγειονομική δραστηριότητα πρέπει να παρέχεται μέσω της ειδικότητας της Ιατρικής της Εργασίας, και η οποία πρέπει να είναι διαθέσιμη στις συγκεκριμένες υπηρεσίες πρόληψης.

Σκοπός αυτού του Διατάγματος είναι:

  • Να καθοριστούν οι τεχνικές απαιτήσεις και οι ελάχιστες προϋποθέσεις που απαιτούνται από τις υπηρεσίες υγείας των υπηρεσιών πρόληψης επαγγελματικού κινδύνου για την εξουσιοδότησή τους και για τη διατήρηση των ποιοτικών προτύπων στη λειτουργία τους.
  • Να εφαρμοστεί στην υγειονομική δραστηριότητα τόσο των υπηρεσιών πρόληψης επαγγελματικού κινδύνου, όσο και των εταιρειών που έχουν αναλάβει την εν λόγω ιατρική δραστηριότητα με δικούς τους ή / και κοινούς πόρους (Εξωτερικές Υπηρεσίες Πρόληψης).

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ως άνω β.δ.:

  1. Η υγειονομική υπηρεσία της Βασικής Υγειονομικής Μονάδας, πρέπει να έχει έναν τεχνικό διευθυντή, με τον τίτλο του Eιδικού Ιατρού Εργασίας ή Διπλωματούχου στην Ιατρική Εργασίας.
  2. Το προσωπικό υγείας πρέπει να έχει τα απαιτούμενα προσόντα για την άσκηση των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων: οι γιατροί πρέπει να έχουν την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας ή να είναι Διπλωματούχοι στην Ιατρική Εργασίας. Οι νοσηλευτές πρέπει να έχουν εξειδίκευση ως Νοσηλευτές Εργασίας ή να είναι Διπλωματούχοι στην Νοσηλευτική Εργασίας.

Άλλοι ιατροί ή εξειδικευμένοι νοσηλευτές που κατέχουν επίσημο τίτλο μπορούν να συμμετέχουν στην υγειονομική υπηρεσία, ανάλογα με την εκπαίδευση τους και η οποία σχετίζεται με σκοπό την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών για τις υγειονομικές υπηρεσίες στις  υπηρεσίας πρόληψης.

  1. Ο αριθμός των επαγγελματιών υγείας και οι ώρες εργασίας τους θα προκύπτουν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εργαζόμενου πληθυσμού που θα παρακολουθούν και τους υφιστάμενους κινδύνους.

Μια Βασική Υγειονομική Μονάδα (UBS)  αποτελείται από έναν Ειδικό Ιατρό Εργασίας πλήρους απασχόλησης ή Διπλωματούχο ιατρό και έναν ειδικό νοσηλευτή εργασίας ή διπλωματούχο νοσηλευτή. Ο ελάχιστος αριθμός των επαγγελματιών υγείας θα είναι ο εξής:

α) Μέχρι δύο χιλιάδες εργαζόμενοι, μια UBS.

β) Από δύο χιλιάδες εργαζόμενους , θα ληφθεί υπόψη το κριτήριο ώρες / εργαζόμενος / έτος, και αναπροσαρμόζεται ανάλογα με την επικινδυνότητα σε κάθε μία από τις επιχειρήσεις τις οποίες θα εξυπηρετούν.

Η κατανομή του χρόνου εργασίας του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, λαμβάνοντας υπόψη τις επαγγελματικές ικανότητες του καθενός, μπορεί να διαφέρει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ανάλογα με τον φόρτο εργασίας και τις ιδιαιτερότητες κάθε υπηρεσίας υγείας  και των ειδικοτήτων των εργαζομένων, σεβόμενη τον καθορισμένο χρόνο ως σύνολο.

Ο χρόνος που αφιερώνουν οι υγειονομικές υπηρεσίες των υπηρεσιών πρόληψης στη συλλογική επιτήρηση της υγείας των εργαζομένων καθορίζεται ανάλογα με τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε επιχείρηση και, κατά γενικό κανόνα, δεν είναι μικρότερος από το ένα τρίτο του ωραρίου της εργασίας.

Οι Εξωτερικές Υπηρεσίες Πρόληψης μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, για την παροχή δραστηριοτήτων υγείας και πρόληψης με τις εταιρείες, προκειμένου να παρέχουν αποτελεσματική κάλυψη όταν είναι βολικό για λόγους διασποράς ή απομακρυσμένης απόστασης των υποκαταστημάτων των εν λόγω εταιρειών σε σχέση με τις κύριες εγκαταστάσεις της βασικής υπηρεσίας πρόληψης (της UBS δηλαδή).

Σε καμία περίπτωση το κόστος των μέτρων που απορρέουν από τις συμφωνίες συνεργασίας δεν θα επιβαρύνει τους εργαζομένους που πλήττονται.

Θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένοι όροι:

Οι υγειονομικές δραστηριότητες της κύριας υπηρεσίας πρόληψης προς τις εξωτερικές υπηρεσίες συνεργασίας πρόληψης δεν πρέπει να υπερβαίνουν, σε κάθε περίπτωση, το 10% του συνολικού ετήσιου όγκου δραστηριότητας των τελευταίων. Το όριο αυτό θα καθοριστεί για το συνολικό ποσοστό ανθρώπινων πόρων που πρέπει να έχει η κύρια υπηρεσία πρόληψης .

Όσον αφορά την παρακολούθηση της υγείας των εργαζόμενων, η υγειονομική δραστηριότητα πρέπει να καλύπτει, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 22 του Ν. 31/1995, για την Πρόληψη των Επαγγελματικών Κινδύνων:

  • Μια αρχική αξιολόγηση της υγείας των εργαζομένων, μετά την έναρξη της εργασίας τους, ή μετά την ανάθεση συγκεκριμένων εργασιών με νέους κινδύνους για την υγεία.
  • Αξιολόγηση της υγείας των εργαζομένων που ξαναρχίζουν την εργασία μετά από παρατεταμένη απουσία για λόγους υγείας, προκειμένου να ανακαλύψουν την πιθανή επαγγελματική τους προέλευση και να προτείνουν κατάλληλη δράση για την προστασία των εργαζομένων.
  • Παρακολούθηση της υγείας σε τακτά χρονικά διαστήματα.

5.3.         Γερμανία

Στη Γερμανία η εργασία του ιατρού εργασίας είναι κυρίως προληπτική, για το λόγο αυτό ονομάζεται επίσης «σύμβουλος πρόληψης-ιατρός εργασίας». Ορισμένα από τα καθήκοντα του επαγγελματία ιατρού είναι τα ακόλουθα:

  • Παρακολούθηση της υγείας: Ιατρικές εξετάσεις που δείχνουν εάν ο υπάλληλος μπορεί να κάνει τη δουλειά του από ιατρική άποψη.
  • Βοήθεια στην πρόληψη ατυχημάτων στην εργασία και επαγγελματικών ασθενειών.
  • Βοήθεια στην αποφυγή προβλημάτων που σχετίζονται με την εργασία, όπως το άγχος και η εξάντληση.
  • Συστάσεις για προσαρμογές στο χώρο εργασίας σε περίπτωση (προσωρινών) υγειονομικών περιορισμών για τους υπαλλήλους.
  • Δημιουργία ασφαλών συνθηκών εργασίας για εγκύους και θηλάζοντες.
  • Εξασφάλιση υποχρεωτικών εμβολιασμών (εάν υπάρχει επαγγελματικός κίνδυνος) και επιπρόσθετων μη υποχρεωτικών εμβολιασμών που δεν σχετίζονται με υφιστάμενους επαγγελματικούς κινδύνους.

Ο ιατρός εργασίας αποτελεί μέρος μιας διατμηματικής ομάδας συμβούλων πρόληψης που ειδικεύεται στην ψυχοκοινωνική ευεξία, την ασφάλεια, την εργονομία, την υγιεινή της εργασίας κ.λπ.

Προσόντα

Μετά την ολοκλήρωση των ιατρικών σπουδών, ακολουθεί ένα πενταετές, πλήρες πρόγραμμα ιατρικής κατάρτισης για την ειδίκευση στην ιατρική εργασίας. Η βάση της περαιτέρω εκπαίδευσης είναι ένα μάθημα που περιλαμβάνει τουλάχιστον 360 ώρες (περίπου 9 εβδομάδες), στο οποίο εξετάζονται θέματα από την ιατρική της εργασίας, την ψυχολογία, την εργονομία, την τεχνολογία, τα οικονομικά, τη νομοθεσία, την κοινωνική ασφάλιση κ.λπ. Η βασική γνώση αυτών των θεμάτων είναι απαραίτητη για την ιατρική εργασίας. Κατά τη διάρκεια της περαιτέρω εκπαίδευσης, οι βοηθοί γιατροί αποκτούν πρακτική εμπειρία σε όλους τους τομείς της εταιρείας ή της ιατρικής εργασίας υπό την καθοδήγηση του εκπαιδευτή τους.

Η θέση στην επιχείρηση του ιατρού εργασίας

Ο γιατρός εργασίας:

  • αναφέρεται απευθείας στον επιχειρηματία και έχει τη θέση μιας μονάδας προσωπικού. Δεν υπάρχει εξουσία να εκδίδει οδηγίες σε υπαλλήλους από αυτήν τη θέση
  • είναι μέλος της επιτροπής επαγγελματικής ασφάλειας
  • είναι υποχρεωμένος να συνεργαστεί με το συμβούλιο εργασιών και, εάν απαιτείται, να συμβουλεύει το συμβούλιο εργασίας.

5.4.         Γαλλία

Στη Γαλλία όλες οι επιχειρήσεις άνω των 2 εργαζόμενων έχουν υποχρέωση να απασχολούν ιατρό εργασίας.

Στη Γαλλία ισχύει ο Εργατικός Νόμος (Νο. 2016-1088 της 8ης Αυγούστου 2016 σχετικά με την εργασία, τον εκσυγχρονισμό του κοινωνικού διαλόγου και την ασφάλεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας) με ισχύ από 1-1-2017. Με το άρθρο 102, τίτλος V εκσυγχρονίστηκε η ιατρική εργασίας. Κατωτέρω παρουσιάζονται ορισμένες από τις κύριες αλλαγές που αφορούν την ιατρική εργασίας (που στοχεύουν στον περιορισμό των επιπτώσεων της έλλειψης ιατρών εργασίας):

  • Άρθρο L4622-3 – Ρόλος του ιατρού εργασίας: «Ο ρόλος του ιατρού εργασίας είναι αποκλειστικά προληπτικός. Συνίσταται στην αποφυγή τυχόν επιδείνωσης της υγείας των εργαζομένων λόγω της εργασίας τους, ιδίως με την παρακολούθηση των υγειονομικών τους συνθηκών στην εργασία, των κινδύνων μετάδοσης και της κατάστασης της υγείας τους, καθώς και τυχόν προφανείς κινδύνους που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των εργαζομένων τρίτα μέρη που δραστηριοποιούνται στο άμεσο εργασιακό περιβάλλον.”
  • Άρθρο L4622-8: «Οι υπηρεσίες ιατρικής εργασίας παρέχονται από μια διεπιστημονική ομάδα επαγγελματικής υγείας που περιλαμβάνει ιατρούς εργασίας, συνεργάτες ιατρούς, ασκούμενους στην ιατρική εργασίας, επαγγελματίες στην πρόληψη επαγγελματικών κινδύνων και νοσοκόμες. Αυτές οι ομάδες μπορούν να συμπληρώνονται από βοηθούς υπηρεσιών ιατρικής εργασίας και επαγγελματίες που προσλαμβάνονται μετά από συμβουλές των ιατρών εργασίας. Οι ιατροί εργασίας καθοδηγούν και συντονίζουν την πολυτομεακή ομάδα.”
  • Άρθρο L 4624-3: «Ο ιατρός εργασίας μπορεί να προτείνει, γραπτώς και μετά από συζήτηση με τον εργαζόμενο και τον εργοδότη, ατομικά μέτρα για την προσαρμογή, την προσαρμογή ή τον μετασχηματισμό του σταθμού εργασίας ή μέτρα για την οργάνωση του χρόνου εργασίας δικαιολογημένα από εκτιμήσεις που σχετίζονται ιδίως με την ηλικία του εργαζομένου ή κατάσταση σωματικής και ψυχικής υγείας.”

Επισημαίνεται ότι ο ιατρός εργασίας μπορεί να συνταγογραφεί εξετάσεις που έχουν σχέση μόνο με την επαγγελματική έκθεση του εργαζομένου σε διάφορους επαγγελματικούς κινδύνους, π.χ σε μόλυβδο (PPZ, ALAU) ή γενική αίματος σε κάποιον που είναι εκτεθειμένος σε χημικούς παράγοντες αλλά όχι στον υπάλληλο γραφείου. Επίσης, δεν χορηγεί αναρρωτικές άδειες ούτε συνταγογραφεί φάρμακα.

Περαιτέρω, λόγω της έλλειψης ιατρών εργασίας, από το 2012 επετράπη η πρόσληψη ιατρών που δεν είχαν ειδικό τίτλο στην ιατρική εργασίας. Με το διάταγμα της 30ης Ιανουαρίου 2012 δημιουργήθηκε το καθεστώς του συνεργάτη ιατρού εργασίας, ο οποίος αναλαμβάνει να παρακολουθήσει εκπαίδευση για 4 χρόνια στο πανεπιστήμιο στην ιατρική εργασίας με σκοπό την ειδίκευσή του στην ιατρική εργασίας. Κατά τη διάρκεια των 4 ετών εκπαιδεύονται στο πλευρό ενός ιατρού εργασίας πραγματοποιώντας ιατρικές επισκέψεις στους εργαζόμενους, υπό την επίβλεψη όμως του εκπαιδευτή του. Παράλληλα παρακολουθούν κάποια βασικά μαθήματα ιατρικής εργασίας στο πανεπιστήμιο, π.χ. μια φορά τον μήνα. Στο τέλος της τετραετίας πρέπει να εκπονήσουν μια διπλωματική εργασία προκειμένου να τους απονεμηθεί ο τίτλος της ιατρικής εργασίας.

Επίσης, το διάταγμα αριθ. 2016-1358 της 11ης Οκτωβρίου 2016 σχετικά με τους όρους άσκησης των ιατρών συνεργατών σε υπηρεσίες ιατρικής εργασίας προβλέπει τη δυνατότητα πρόσληψης, και υπό την εποπτεία ιατρού εργασίας, ιατρών οι οποίοι δεν είναι ειδικοί στην ιατρική εργασίας.

Περαιτέρω, προβλέπεται η δημιουργία μιας αυτόνομης υπηρεσίας υγείας (υπηρεσία εντός επιχείρησης). Μια εταιρεία επαγγελματικής υγείας μπορεί να συσταθεί όταν ο αριθμός των υπαλλήλων που παρακολουθούνται υπερβαίνει τους 500 υπαλλήλους. Η υπηρεσία διοικείται από τον εργοδότη, υπό την επίβλεψη του συμβουλίου εργαζομένων, από το οποίο ζητείται η γνώμη για θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία και την οργάνωση της επαγγελματικής υγείας.

Επίσης, μπορεί να δημιουργηθεί μια επαγγελματική υγειονομική υπηρεσία κοινή σε διαφορετικές εταιρείες όταν το εργατικό δυναμικό καθενός από τις εταιρείες είναι μικρότερο από 500, εάν υπάρχει οικονομική και κοινωνική ενότητα μεταξύ αυτών των εταιρειών.

5.5.         Βουλγαρία

Η ιατρική της εργασίας στην Βουλγαρία είναι ειδικότητα της ιατρικής  με διάρκεια εκπαίδευσης 4 έτη.

Οι ιατροί εργασίας είναι υπό τη σκέπη του Υπουργείου Υγείας και ελέγχονται μόνον από αυτό.

Στην Βουλγαρία υπάρχουν ενώσεις ιατρικής της εργασίας, οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες ιατρικής της εργασίας στις επιχειρήσεις. Ο κάθε εργοδότης επιλεγεί μια από τις πιστοποιημένες ενώσεις ιατρικής της εργασίας να συμβληθεί.

Αυτές οι ενώσεις παίρνουν άδεια από το Υπουργείο Υγείας καταθέτοντας φάκελο (με έναν ή περισσότερους ιατρούς εργασίας, αναλόγως τον αριθμό εργαζομένων για τους οποίους θα είναι υπεύθυνοι, πρέπει να έχουν έναν μηχανικό πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, καθώς και συμβάσεις με ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, όπως μικροβιολόγο, πνευμονολόγο, οφθαλμίατρο, κ.λ.π. για τις ιατρικές εξετάσεις που θα διενεργηθούν). Εφόσον πάρουν την άδεια μπαίνουν στη λίστα με τις πιστοποιημένες ενώσεις.

Επίσης, στη Βουλγαρία όλες οι επιχειρήσεις ακόμη και αυτές με έναν (1) εργαζόμενο απαιτείται να διαθέτουν ιατρό εργασίας. Δεν υπάρχουν, όμως, υποχρεωτικές επισκέψεις στον χώρο εργασίας ούτε συγκεκριμένες ώρες και ωράριο. Υποχρεωτικό, ωστόσο, είναι 2 φορές το χρόνο να τους επιβλέπει ο ιατρός εργασίας (είτε στον χώρο του ιατρού είτε στο χώρο της επιχείρησης, κατόπιν συνεννόησης με την επιχείρηση). Και αυτό διότι τους μήνες Ιούλιο και Ιανουάριο, κάθε επιχείρηση πρέπει να αποστέλλει κάποια συγκεκριμένα στοιχεία στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπως τις βεβαιώσεις καταλληλότητας και παρακολούθησης της υγείας των εργαζομένων. Ο ιατρός εργασίας επισκέπτεται τον χώρο της επιχείρησης είτε εάν ζητηθεί από τον εργοδότη για κάποια συμβουλή σε σχέση με τον εργασιακό χώρο είτε 2 φορές, ήτοι τους μήνες Ιούλιο και Ιανουάριο, για την εξέταση των εργαζομένων και κατόπιν συνεννόησης με τον εργοδότη.

Ο εργοδότης οφείλει να έχει σύμβαση με ένωση μηχανικών για τη διενέργεια των απαιτούμενων μετρήσεων στον εργασιακό χώρο. Αυτή την μελέτη την κοινοποιούν στην Ένωση Ιατρικής της Εργασίας με την όποια έχουν συμβληθεί. Αυτή με τη σειρά της προβαίνει σε εκτίμηση για το ποιες ιατρικές εξετάσεις θα απαιτηθούν. Με την ολοκλήρωση των εξετάσεων εκδίδεται βεβαίωση καταλληλότητας. Σε περίπτωση που υπάρξει κάποιο θέμα για περαιτέρω έλεγχο, ο ιατρός εργασίας αποστέλλει με παραπεμπτικό τον εργαζόμενο στον οικογενειακό του ιατρό (στη Βουλγαρία υπάρχει ο ρόλος του gap).

Επίσης σύμφωνα με δημοσιεύματα στη Βουλγαρία υπάρχουν περίπου 600-700 Ενώσεις Ιατρικής της Εργασίας και περίπου 300 Ειδικοί Ιατροί Εργασίας.

5.6.         Ρουμανία

Στη Ρουμανία η παροχή υπηρεσιών υγείας και πρόληψης στους χώρους εργασίας, προσφέρεται μέσω των Ειδικών Ιατρών Εργασίας (εφεξής συντομογραφικά ΕΙΕ), μέσω Εξωτερικών Υπηρεσιών Προστασίας και Πρόληψης (εφεξής ΕΞΥΠΠ), μέσω ΕΣΥΠΠ που ο αριθμός των μελών της εξαρτάται από τον αριθμό των εργαζομένων και μέσω μεγάλων ιατρικών κέντρων, όλα όμως υπό το συντονισμό ΕΙΕ.

Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν ΕΞΥΠΠ, αλλά δεν προσφέρουν υπηρεσίες ΙΕ, λειτουργούν ξεχωριστά τις υπόλοιπες υπηρεσίες ΥΑΕ. Τα ιατρεία ΙΕ μπορούν να συνεργάζονται με ΕΞΥΠΠ, αλλά καμία υπηρεσία εκ των δύο δεν είναι υπό τη διεύθυνση της άλλης, διότι τα ιατρεία αποτελούν ιατρικές υπηρεσίες και εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας, ενώ οι ΕΞΥΠΠ αδειοδοτούνται από το Υπουργείο Εργασίας.

Σήμερα αναγνωρισμένοι και επιφορτισμένοι με την Υγεία και την Ασφάλεια (εφεξής ΥΑΕ) είναι μόνο οι ΕΙΕ. Ιατροί άλλων ειδικοτήτων δεν μπορούν να παράσχουν υπηρεσίες ΥΑΕ, χωρίς να λάβουν ειδικότητα στην Ιατρική της Εργασίας, όπως προβλέπεται από το πρόγραμμα ειδικότητας που καταρτίζει το Υπουργείο Υγείας της Ρουμανίας. Επισημαίνεται ότι επιτρέπεται η παράλληλη άσκηση δύο ειδικοτήτων, εφόσον ο ιατρός έχει λάβει τίτλο ειδικότητας και στις δύο (πρώτα όμως αυτή που κατέχει κι έπειτα σαν δεύτερη την Ιατρική Εργασίας.)

Ο αριθμός των ΕΙΕ ανέρχεται σε 860, σε συνολικό πληθυσμό 19.405.000, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία της Ρουμανίας, και με ενεργό εργατικό δυναμικό το 70% περίπου του συνολικού πλυθυσμού, μεταξύ ηλικιών 20-64 ετών ,όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία Eurostat. Το συνολικό εργατικό δυναμικό της Ρουμανίας, ανέρχεται σε περίπου 13.500.000, άρα και η αναλογία ΕΙΕ/εργαζόμενο είναι 1:15700.

Η αναλογία αυτή έχει σημασία, γιατί όπως θα δούμε παρακάτω σταχυολογώντας τη σχετική Ρουμάνικη Νομοθεσία, όλο το εργατικό δυναμικό απολαμβάνει ΥΑΕ, χωρίς να υπάρχει αριθμητικό κριτήριο, όπως στην Ελλάδα, αλλά εφαρμόζεται από τον πρώτο εργαζόμενο, ανεξάρτητα της φύσης της εργασίας του.

Νομοθεσία

  • Legea 418/2004: Επαγγελματικό καθεστώς των ΕΙΕ.

Άρθρο 1: Ιατρική Εργασίας μπορεί να ασκεί μόνο ο ΕΙΕ, με δικαίωμα ελεύθερης άσκησης.

Άρθρο 2: Ο ΕΙΕ έχει λάβει την απαραίτητη εξειδίκευση, μέσω πλήρους προγράμματος ειδικότητας που έχει εκπονήσει το Υπουργείο Υγείας και έχει εγκρίνει το Κολέγιο Ιατρών (Πανρουμάνιος Ιατρικός Σύλλογος), και κατόπιν έχει επιτύχει στις εξετάσεις ειδικότητας.

Άρθρο 3: Ο ΕΙΕ μπορεί να καλύψει θέση ιατρού, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.

Άρθρο 40: Ο ΕΙΕ πρέπει να έχει ενεργή ασφάλιση έναντι αστικής ευθύνης, λόγω ιατρικού λάθους.

Άρθρο 46α: Εάν θέση Ιατρού Εργασίας καταλαμβάνεται από Ιατρό άλλης ειδικότητας, αυτός υποχρεούται να ακολουθήσει και να αποκτήσει τίτλο ειδικότητας της ΙΕ μέχρι την 31η/12/2007. Μετά το πέρας της ημερομηνίας αυτής και εάν δεν έχει ειδικευθεί, υποχρεούται να εγκαταλείψει αυτή τη θέση.

Άρθρο 46β: Ο αριθμός των ΕΙΕ ανά νομό, καθορίζεται και εγκρίνεται από το Υπουργείο Υγείας, σύμφωνα με τις προτάσεις των Νομαρχιακών Διευθύνσεων Υγιεινής.

  • Legea 319/2006: Νόμος ΥΑΕ.

Άρθρο 3: Ο παρών νόμος ισχύει τόσο στις δημόσιες, όσο και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις (παροχή ΥΑΕ-ΕΙΕ)

Άρθρο 6: Ο εργοδότης έχει υποχρέωση παροχής ΙΕ. Ακόμη και να γίνει ανάθεση σε ΕΞΥΠΠ, η ευθύνη του εργοδότη παραμένει.

Άρθρο 13j: Ο εργοδότης, στα πλαίσια οργάνωσης υπηρεσίας ΙΕ, έχει την υποχρέωση να προσλαμβάνει εργαζόμενους, οι οποίοι έχουν εξεταστεί ιατρικά (και αν χρειάζεται να εξεταστούν και ψυχολογικά). Κατόπιν ο ΕΙΕ βεβαιώνει ότι οι εργαζόμενοι ανταποκρίνονται στα ανατεθειμένα εργασιακά καθήκοντα, και έχει την υποχρέωση περιοδικής εξέτασης (και ψυχολογικής εάν χρειαστεί), και μετά την πρόσληψη.

Άρθρο 25: Ο εργαζόμενος πρέπει να απολαμβάνει ΙΕ. Η παρακολούθηση της υγείας των εργαζομένων πρέπει να γίνεται ανά τακτά διαστήματα, και υπό την καθοδήγηση και επίβλεψη των ΕΙΕ και μόνο.

Άρθρο 27: Ο εργοδότης, σε περίπτωση ατυχήματος, πρέπει να ειδοποιήσει την τοπική επιθεώρηση εργασίας, την αστυνομία, και τον πάροχο επαγγελματικής ασφάλισης (Ν.346/2002, αναφέρεται ως επαγγελματικό ταμείο και καλύπτει έναντι εργατικού ατυχήματος, επαγγελματικής ασθένειας, προσωρινής και μόνιμης ανικανότητας, θανάτου).

Συμπληρωματικά αναφέρεται ότι στα 9 πανεπιστήμια Ιατρικής της Ρουμανίας (Bucuresti,Constanta,Craiova,Brasov,Timisoara,Oradea,Cluj-Napoca,Tirgu Mures, Iasi ), όχι μόνο διδάσκεται ως υποχρεωτική η Ιατρική της Εργασίας, αλλά και στα Νομαρχιακά και Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία υπάρχουν κλινικές και κλίνες ΙΕ.

6.        Τελικά συμπεράσματα

Ως αναφέρθηκε ανωτέρω, μετά την τροποποίηση του αρ. 16 του Ν. 3850/2010, ως ισχύει σήμερα, στην ουσία καταργείται η ειδικότητα της ιατρικής εργασίας, αφού οι εργοδότες έχουν πλέον το δικαίωμα της επιλογής να προσλάβουν ως ιατρό εργασίας έναν ιατρό που δεν έχει καμία ιατρική ειδικότητα ή κατέχει άλλη ειδικότητα (π.χ. γυναικολόγος, παιδίατρος κ.α.) και είχε ασκήσει καθήκοντα ιατρού εργασίας πριν τις 15-5-2009 και μάλιστα χωρίς πλέον να υφίσταται η υποχρέωση αυτού να αποκτήσει την ειδικότητα της ιατρικής εργασίας μέχρι τις 26-8-2027.

Είναι προφανές, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν εμπίπτει στο δίκαιο της ανάγκης (εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης), αλλά η πραγματική γενεσιουργός αιτία της είναι η άτεχνη διαχείριση της λιτότητας.

Περαιτέρω, με την εν λόγω διάταξη εισάγεται μια αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση των ιατρών εργασίας έναντι των ιατρών που δεν έχουν ή κατέχουν άλλη ειδικότητα, αφού καθένας ιατρός, μη ειδικευμένος στην ιατρική εργασίας, θα μπορεί να ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας, χωρίς να υποχρεούται να αποκτήσει την εν λόγω ειδικότητα εντός της ταχθείσας από το νόμο προθεσμίας, ήτοι μέχρι 26-8-2027. Ειδικότερα, ο ειδικευμένος ιατρός εργασίας, ο οποίος πρέπει να κατέχει και να ασκεί την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας, όπως πιστοποιείται από τον οικείο ιατρικό σύλλογο, παρέχει τις υπηρεσίες του αποκλειστικά εντός του χώρου των επιχειρήσεων, δίχως να έχει το δικαίωμα, αλλά και τη δυνατότητα, εκ της φύσεως της εν λόγω ειδικότητας, να διατηρεί ιδιωτικά ιατρεία, εν αντιθέσει με τους ιατρούς όλων των άλλων ειδικοτήτων, οι οποίοι, εκ της φύσεως των ειδικοτήτων τους (π.χ. γυναικολόγος, παιδίατρος, παθολόγος κλπ), δύνανται να διατηρούν εξωτερικά ιδιωτικά ιατρεία και να ασκούν καθήκοντα ιατρού εργασίας.

Συνεπώς, με την νέα ως άνω διάταξη οι μη ειδικευμένοι ιατροί αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ειδικευμένων ιατρών Εργασίας, δεδομένου ότι δύνανται να ασκούν παραλλήλως δύο (2) ειδικότητες, σε σχέση με τους ειδικευμένους ιατρούς Εργασίας, οι οποίοι υποχρεωτικά ασκούν μόνο μία, αυτή της ιατρικής εργασίας.

Επιπλέον, η εν λόγω νομοθετική τροποποίηση δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας υγείας, αφού οι πραγματικές σημερινές ανάγκες (υπολειτουργία και το κλείσιμο αρκετών επιχειρήσεων) καλύπτονται επαρκώς από τους ειδικευμένους ιατρούς εργασίας σε συνθήκες άνω της οκτάωρης εργασίας (και κατ’ εξαίρεση από τους ιατρούς των λοιπών ειδικοτήτων και υπό τις προϋποθέσεις που ίσχυαν υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς).

Με βάση και την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι η διάταξη του αρ. 16 Ν. 3850/2010, ως ισχύει σήμερα, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, της οικονομικής ελευθερίας, της ελευθερίας του ανταγωνισμού και της αναλογικότητας, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, ενώ η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτή σκοπού, είναι δε και, δυσανάλογη σε σχέση με αυτόν, αφού ο εν λόγω σκοπός θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί με ηπιότερα μέσα, όπως, ενδεικτικώς:

α) την πρόβλεψη συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ισχύος της πχ. μέχρι 31-05-2020 ή μέχρι 31-07-2020 (γεγονός που θα δικαιολογούσε και το επιτακτικό της ρυθμίσεως για λόγους δημόσιου συμφέροντος)

β) την πρόβλεψη ότι οι ειδικευμένοι ιατροί εργασίας έχουν προτεραιότητα έναντι των ιατρών όλων των άλλων ειδικοτήτων ή των ιατρών που δεν έχουν ειδικότητα. Η προτεραιότητα να αποδεικνύεται με την κατάθεση αίτησης για τη θέση εργασίας, είτε με αριθμό πρωτοκόλλου, είτε δια της ηλεκτρονικής διεύθυνσης (e-mail) είτε με οιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο. Σε συνεργασία με τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο, η αναζήτηση Ειδικών Ιατρών Εργασίας ή ιατρών που κατ’ εξαίρεση ασκούν καθήκοντα Ιατρού Εργασίας, θα αναρτάται αποκλειστικά από τις ίδιες τις επιχειρήσεις ή θα γίνεται η αναζήτηση μέσω της ιστοσελίδας του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (στα πλαίσια της διαφάνειας και κατά το πρότυπο της κάλυψης των αγροτικών ιατρείων) και οι Ειδικοί Ιατροί Εργασίας θα καταθέτουν την αίτηση ενδιαφέροντος για τη θέση απασχόλησης. Σε περίπτωση που η θέση δεν καλυφθεί από Ειδικό Ιατρό Εργασίας μετά την πάροδο 10 ημερών από την ανάρτηση, θα μπορεί η θέση να καλυφθεί από ιατρό άλλης ειδικότητας ή ιατρό άνευ ειδικότητας, με ετήσια σύμβαση.

Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε αναγκαία, τουλάχιστον επί του παρόντος, την επαναφορά του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, ιδία δε την υποχρέωση κτήσης του τίτλου της εν λόγω ειδικότητας μέχρι τις 26/08/2027, την αναλογική και ταυτόχρονη διαβούλευση μεταξύ των αρμοδίων φορέων για τη θεσμοθέτηση εποικοδομητικού νομοθετικού πλαισίου που θα διασφαλίσει ουσιαστικά την ασφάλεια της υγείας κατά την εργασία μονοδρομιακά μέσω εξειδικευμένων ιατρών εργασίας (και με τη χρήση της εμπειρίας των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών που αναλύθηκε ανωτέρω).

Επισημαίνεται ότι η υφιστάμενη στρεβλή κατάσταση (ιδία μετά την έκδοση της από 20-3-2020 Π.Ν.Π.) δημιουργεί εν δυνάμει και πλήθος ποινικών θεμάτων και ευθυνών, αφού η πολιτεία βοηθά τους αρμοδίους «να κλείνουν τα μάτια τους» μπροστά στους κινδύνους υγείας κατά την εργασία, αφού ουσιαστικά αποκαθηλώνει, αποεξειδικεύει και ευνουχίζει το μόνο πραγματικά αρμόδιο και υπεύθυνο σώμα (αυτό των ιατρών εργασίας) και αντί να αναβαθμίζει την προστασία της υγείας των εργαζομένων (αλλά και των εργοδοτών) κατά την εργασία τους στην πραγματικότητα τα εκμαυλίζει και τα καθιστά από απόλυτο δικαίωμα και ακρογωνιαίο λίθο της διασφάλισης της ποιότητας και ποσότητας της υγείας σε μια απλή τυπική – γραφειοκρατική υπογραφή από έναν ιατρό που δεν κατέχει τη σχετική ειδικότητα: εκθέτει εργαζόμενους και εργοδότες σε αφηρημένους και συγκεκριμένους κινδύνους αλλά και τους καθιστά κατά περίπτωση αντικειμενικά ή/και υποκειμενικά κατηγορούμενους ή/και τελικά δράστες σε πλήθος ποινικών αδικημάτων που συνδέονται με εργατικά ατυχήματα, ιατρική αμέλεια, μη τήρηση των κανόνων ασφαλείας κλπ (όπως παραδειγματικά θα αναλυθεί κατωτέρω).

7.        Τελικές Επισημάνσεις

Η διάταξη του αρ. 16 Ν. 3850/2010, ως ισχύει σήμερα, πρέπει να τροποποιηθεί με νεότερη νομοθετική διάταξη ή –  κατά το έλαττον – να επαναφερθεί το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς. Το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ολιστικά και κατόπιν διαβούλευσης όλων των αρμόδιων φορέων.

Πέραν των ανωτέρω, θεωρούμε πως πρέπει να γίνει σχετική Αναφορά/Καταγγελία στους κάτωθι φορείς (ώστε από τη δική του πλευρά έκαστος εξ αυτών να πράξει τα νόμιμα):

α) Στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, δεδομένου ότι η νέα διάταξη δημιουργεί κινδύνους στην υγεία των εργαζομένων και των εργοδοτών, όταν η προστασία της υγείας και της ασφάλειάς τους περνάει στα χέρια ανειδίκευτων ιατρών.

β) Στον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 18, κεφ. Β΄ του Νόμου 3293/2004 (ΦΕΚ231Α/2004), ασκεί και τα καθήκοντα του Συνηγόρου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Κατά την άσκηση των σχετικών με τα δικαιώματα της υγείας, πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης αρμοδιοτήτων του, ο Συνήγορος Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εισηγείται προς το αρμόδιο Υπουργείο μέτρα για την αποκατάσταση και προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, την εξάλειψη των φαινομένων κακοδιοίκησης και τη βελτίωση της λειτουργίας των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής αλληλεγγύης και των σχέσεων τους με τον πολίτη. Ο Υπουργός Υγείας μπορεί να παραπέμπει στο Συνήγορο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προκειμένου αυτός να διερευνήσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, αναφορές πολιτών που στρέφονται κατά των δημόσιων υγειονομικών και προνοιακών υπηρεσιών.

γ) Στον Συνήγορο του Καταναλωτή

δ) Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού

ε) Στο Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης

στ) Στο Υπουργείο Υγείας

ζ) Στο Υπουργείο Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων

η) Στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.)

θ) στο Εθνικό Συμβούλιο Δημόσιας Υγείας

ι) στην Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ)

ια) στο Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) (στις αρμοδιότητες του οποίου είναι η γνωμοδότηση για Ιατρικές ειδικότητες, όπως είχε γνωμοδοτήσει για την ΥΑ του 2009 πως πρέπει να ειδικευθούν οι ιατροί άλλων ειδικοτήτων για να αποκτήσουν την ειδικότητα ΙΕ, ενώ για την ισχύουσα τροποποίηση του αρ. 16 Ν. 3850/2010 δεν υπήρξε ουδεμία εισήγηση)

ιβ) στο Συμβούλιο Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (στις αρμοδιότητές του είναι η γνωμοδότηση για κάθε νομοθεσία για ΥΑΕ, δεν συνεδρίασε για να γνωμοδοτήσει)

ιγ) στον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο

ιδ) στον Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (EU-OSHA)

Εν κατακλείδι, ένα εκκωφαντικό παράδειγμα:

O νέος κορονοϊός έχει σκοτώσει περισσότερους από 100 γιατρούς και νοσοκόμες σε όλο τον κόσμο, σχεδόν οι μισοί από τους οποίους αναφέρθηκαν ότι βρίσκονται στην Ιταλία.[19]

Στην Ελλάδα τον Μάρτιο, 200 εργαζόμενοι στο ΕΣΥ τέθηκαν σε καραντίνα και 16 νόσησαν από τον νέο κορονοϊό, ενώ θετικοί στον κορονοϊό έχουν βρεθεί ιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό στην κλινική του Ιπποκράτειου, στο νοσοκομείο Καλαμάτας, στον Άγιο Σάββα κ.α..

Μόλις πρόσφατα σήμανε συναγερμός στην Ελλάδα σε δύο δομές, στην ιδιωτική κλινική ”Ταξιάρχαι” στο Περιστέρι και στην κλινική “Κασταλια” στο Ελληνικό, όπου στην μεν πρώτη βρέθηκαν 28 κρούσματα κορωνοϊού, τα οποία αφορούν 13 τροφίμους της δομής υγείας, 11 εργαζομένους και 4 ύποπτα κρούσματα, προκλήθηκαν τρεις θάνατοι ασθενών, στην δε δεύτερη άγνωστος παραμένει ο αριθμός των κρουσμάτων σε ασθενείς και προσωπικό των κλινικών, ενώ ήδη προκλήθηκε ο θάνατος τριών ασθενών.

Στο πλαίσιο αυτό, δρώντας άμεσα και με γνώμονα την τήρηση της ασφάλειας της υγείας των πολιτών η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, μετά από σχετική παραγγελία του Προϊσταμένου της, κ. Ιωαννίδη Ευάγγελου, ξεκίνησε η διενέργεια κατεπείγουσας έρευνας με στόχο να εντοπιστούν τυχόν ποινικές ευθύνες των υπευθύνων της κλινικής. Ειδικότερα, θα εξεταστεί αν υπήρξε παραβίαση των μέτρων πρόληψης για την διάδοση ασθενειών, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 285 του Ποινικού Κώδικα, αδίκημα που διώκεται σε βαθμό κακουργήματος. Στο πλαίσιο της εισαγγελικής έρευνας αναζητούνται οι υπεύθυνοι των δύο υγειονομικών δομών.

Το ερώτημα είναι: μπορεί με τα μέτρα που έχουν ληφθεί με την τελευταία τροποποίηση της διάταξης του αρ. 16 Ν. 3850/2010 να αντιμετωπισθούν τέτοια ζητήματα;

Η νέα διάταξη άραγε προστατεύει και δίνει λύσεις σε «έκτακτες και απρόβλεπτες ανάγκες» ή δημιουργεί νέους κινδύνους από την άγνοια και την έλλειψη εξειδίκευσης των ιατρών όλων των λοιπών ειδικοτήτων, πλην της ιατρικής εργασίας;

Η απάντηση προφανώς είναι όχι. Όταν οι ίδιοι οι ιατροί (όλων των άλλων ειδικοτήτων, πλην της ιατρικής εργασίας) που εργάζονται στις κλινικές αυτές δεν μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους και το λοιπό προσωπικό και ασθενείς και δεν μπορούν να ασκήσουν παράλληλα καθήκοντα ιατρού εργασίας, τι έρχεται να κάνει άραγε η ρύθμιση της νέας ως άνω διάταξης: να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου ή να δημιουργήσει μεγαλύτερο καταστροφικό πρόβλημα;

Η ελληνική πραγματικότητα και πρακτική ανέδειξε το πρόβλημα, αφού είναι αυταπόδεικτο (και στο ανωτέρω παράδειγμα) ότι η έλλειψη της ειδικευμένης γνώσης περί των μέσων ατομικής προστασίας (ΜΑΠ) οδήγησε στην επιλογή ακατάλληλων ΜΑΠ και σε μια ψευδή αίσθηση προστασίας, με αποτέλεσμα την βλάβη της υγείας τόσο των ίδιων των ιατρών (που δεν είναι ιατροί εργασίας) όσο και των λοιπών εργαζομένων.

Αρκεί, λοιπόν, ένας περιστασιακός ιατρός που ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας χωρίς ειδικευμένη γνώση και πρακτική ή χρειάζεται πραγματικά ένας ειδικευμένος ιατρός εργασίας;

Τι θέση θα λάβουν η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών; Θα ερευνήσουν εάν είχαν συμβάσεις με ειδικούς ιατρούς εργασίας, σύμφωνα με το νόμο; Θα ερευνήσουν ποιες ήταν οι συστάσεις των ιατρών εργασίας σε κάθε μια από τις ανωτέρω κλινικές και εάν αυτές ακολουθήθηκαν; Θα εξετάσουν εάν οι φερόμενοι ως υπεύθυνοι και φερόμενοι ως ασκούντες καθήκοντα ιατρών εργασίας ήταν εξειδικευμένοι ιατροί εργασίας ή ευκαιριακοί; Θα εκφράσουν άποψη για τη στρέβλωση που δημιουργεί η νέα διάταξη του αρ. 16 Ν. 3850/2010 και ότι εάν απαιτείται ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση των εξειδικευμένων ιατρών εργασίας σε αυτό το φλέγον ζήτημα; Θα επισημάνουν ότι ούτε οι  ίδιοι οι ιατροί ούτε το νοσηλευτικό προσωπικό δεν κατάφεραν (ιδία οι πρώτοι κατέχοντες και την ιατρική ειδικότητα) να λειτουργήσουν ως ιατροί εργασίας του ίδιου τους του εαυτού; Θα διερευνηθεί και αυτή η πτυχή και θα γίνουν σχόλια επί του ωφελίμου ή του καταστροφικού της από 20-3-2020 Π.Ν.Π.;

Είναι η νέα διάταξη του αρ. 16 Ν. 3850/2020 ένα νέο επικίνδυνο φιάσκο του Υπουργείου Εργασίας αντίστοιχο του «σκοιλ ελικικου» και του «Μέτζη του νέουκτη» των αμφιλεγόμενων προγραμμάτων τηλεκατάρτισης επιστημόνων για την είσπραξη του “voucher” των 600 €; Ή μήπως πρόκειται για άλλη μια ατυχή «παρέμβαση», η οποία αποφασίστηκε με προχειρότητα υπό το ένδυμα της εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης εκθέτοντας ανεπανόρθωτα εργαζόμενους και εργοδότες;

Βιβλιογραφικές Αναφορές

  1. Ράϊκος Αθ., Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, 5η έκδοση
  2. COVID19 – Περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσω αντισυνταγματικών ΠΝΠ ή μέσω του άρθρου 48 Σ; Γιώργος Νικολόπουλος, Υπ. Διδ. Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος, από https://www.constitutionalism.gr/2020-04-16-nikolopoulos-pnn-arthro48s/
  3. ΣτΕ 400/1986 Ολ, ΝΟΒ/1986 (939).
  4. «Η αθεµελίωτη υπόσταση της λιτότητας», Μαυροζαχαράκης Μανόλης
  5. Οι συνέπειες των πολιτικών λιτότητας στην υγεία των Ελλήνων στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, Α. Μαραγκάκης, Θ. Κωνσταντινίδης, Π. Σαράφης, 2018
  6. Υποβαθμίζοντας τα δικαιώματα: Το κόστος της λιτότητας στην Ελλάδα, Ελλ. Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
  7. Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, «Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η έννοια του γενικού συμφέροντος», ΤοΣ, 1978, σ.433 επ.(444)
  8. Ε.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, Το γενικό συμφέρον και οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990, σ.150, Χ. ΦΑΤΟΥΡΟΥ, «Παρατηρήσεις στην ΑΕΔ 25/2012 (περίλ.)», ΘΠΔΔ, 1/2013, σ.46 επ.(49)
  9. Α.ΜΑΝΕΣΗΣ, «Η συνταγματική αρχή της ισότητος και η εφαρμογή της υπό των δικαστηρίων», Α.ΜΑΝΕΣΗΣ, Συνταγματική θεωρία και πράξη, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1989, σ.316-349(324-325)
  10. Η Συνταγματική κατοχύρωση της οικονομικής ελευθερίας, http://www.greeklaws.com/pubs/uploads/497.pdf
  11. Η επαναφορά (;) της επεκτατικής μορφής της ισότητας επί ευνοϊκών ρυθμίσεων στη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας – Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 2252/2017 (ΣΤ’ τμήμα), Γεώργιος Ν. Γεωργόπουλος, Υπ. Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, ΜΔΕ, ΜΔΕ, Δικηγόρος παρ’ Εφέταις από https://www.constitutionalism.gr/ste-2252-2017/
  12. Σκέψεις γύρω από τον δικαστικό έλεγχο της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους στην οικονομία, Βασίλης Ανδρουλάκης, Πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας από https://www.constitutionalism.gr/1712-skeceis-gyrw-apo-ton-dikastiko-elegho-tis-rytmisti/
  13. Εργασία και προβλήματα υγείας στην Ελλάδα, Κωνσταντίνος Δημουλάς, Γιώργος Κόλλιας, Χρήστος Μπάγκαβος, Θεοδώρα Τζανετάκη, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ, Οκτ. 2015 από https://www.inegsee.gr/wp-content/uploads/2016/01/meleti-46.pdf
  14. Encyclopaedia of Occupational Health and Safety 4th Edition – Chapter 16 – Occupational Health Services – Standards, Principles And Approaches In Occupational Health Services
  15. CESCR General Comment No. 14: The Right to the Highest Attainable Standard of Health (Art. 12)- Office of the High Commissioner for Human Rights
  16. Standards, Principles And Approaches In Occupational Health Services, Jorma Rantanen, Igor A. Fedotov

 

 

 

 

 

[1] Ράϊκος Αθ., Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, 5η έκδοση.

[2] COVID19 – Περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσω αντισυνταγματικών ΠΝΠ ή μέσω του άρθρου 48 Σ; Γιώργος Νικολόπουλος, Υπ. Διδ. Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος, δημ. https://www.constitutionalism.gr/

 

[3] ΣτΕ 400/1986 Ολ, ΝΟΒ/1986 (939).

[4] Ο όρος «Πολιτιστικά» επικράτησε ως πλέον δόκιµος του όρου «Μορφωτικά» που αποδόθηκε στον ελληνικό κυρωτικό νόµο (Ν. 1532/1985, ΦΕΚ Α΄ 43)

[5] Αιτίες ο ψυχρός πόλεμος και η άρνηση υιοθέτησης µηχανισµού ελέγχου της εφαρµογής των οικονοµικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωµάτων.

[6] Σύμφωνα με τον ορισμό που διατυπώθηκε στο Προοίμιο του Καταστατικού του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, «Υγεία είναι η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η απολύτρωση από ασθένεια και αναπηρία». Με τον ορισμό αυτό αναγνωρίζονται δύο παράμετροι που οριοθετούν την υγεία: η παράμετρος της απουσίας της αρρώστιας και η παράμετρος της ευεξίας.

[7] «Η αθεµελίωτη υπόσταση της λιτότητας», Μαυροζαχαράκης Μανόλης

[8] Οι συνέπειες των πολιτικών λιτότητας στην υγεία των Ελλήνων στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, Α. Μαραγκάκης, Θ. Κωνσταντινίδης, Π. Σαράφης, 2018

 

[9] Υποβαθμίζοντας τα δικαιώματα: Το κόστος της λιτότητας στην Ελλάδα, Ελλ. Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

[10] Υποβαθμίζοντας τα δικαιώματα: Το κόστος της λιτότητας στην Ελλάδα, Ελλ. Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

 

[11] βλ. επ’ αυτού, Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗ, «Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η έννοια του γενικού συμφέροντος», ΤοΣ, 1978, σ.433 επ.(444)

[12] βλ. Ε.ΒΕΝΙΖΕΛΟ, Το γενικό συμφέρον και οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990, σ.150, Χ. ΦΑΤΟΥΡΟΥ, «Παρατηρήσεις στην ΑΕΔ 25/2012 (περίλ.)», ΘΠΔΔ, 1/2013, σ.46 επ.(49)

[13] Α.ΜΑΝΕΣΗΣ, «Η συνταγματική αρχή της ισότητος και η εφαρμογή της υπό των δικαστηρίων», in Α.ΜΑΝΕΣΗΣ, Συνταγματική θεωρία και πράξη, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1989, σ.316-349(324-325)

[14] Η επαναφορά (;) της επεκτατικής μορφής της ισότητας επί ευνοϊκών ρυθμίσεων στη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας – Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 2252/2017 (ΣΤ’ τμήμα), Γεώργιος Ν. Γεωργόπουλος, Υπ. Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, ΜΔΕ, ΜΔΕ, Δικηγόρος παρ’ Εφέταις

[15] Σκέψεις γύρω από τον δικαστικό έλεγχο της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους στην οικονομία, Βασίλης Ανδρουλάκης, Πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας

 

[16] Σκέψεις γύρω από τον δικαστικό έλεγχο της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους στην οικονομία, Βασίλης Ανδρουλάκης, Πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας

[17] Η Συνταγματική κατοχύρωση της οικονομικής ελευθερίας, http://www.greeklaws.com/pubs/uploads/497.pdf

[18] Εργασία και προβλήματα υγείας στην Ελλάδα, ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΔΗΜΟΥΛΆΣ, ΓΙΏΡΓΟΣ ΚΟΛΛΙΆΣ, ΧΡΉΣΤΟΣ ΜΠΆΓΚΑΒΟΣ, ΘΕΟΔΏΡΑ ΤΖΑΝΕΤΆΚΗ, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ, Οκτ. 2015

[19] https://www.newsweek.com/coronavirus-deaths-infections-doctors-nurses-healthcare-workers-medical-staff-1496056

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία