Το άρθρο 1400 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, ορίζει ότι: «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ότι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διαθήκη των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες». Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα αναγνωρίζεται και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Η άνω ρύθμιση προεχόντως υπηρετεί την ιδέα της δικαιοσύνης (βλ. Σταθόπουλο, σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρα 1400-1402, αριθμ. 1), ενόψει του ότι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης υφίσταται μεταξύ των συζύγων μία κοινοκτημοσύνη εν τοις πράγμασι και επομένως είναι αδιάφορο, αν η υπαγωγή του αποκτούμενου περιουσιακού στοιχείου στην ατομική περιουσία του ενός ή του άλλου συζύγου ανταποκρίνεται στο μόχθο, που κατέβαλε ο σύζυγος για την απόκτησή του.
Μετά τη λύση όμως ή την ακύρωση του γάμου ή τη διάσταση, που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια, επέρχεται η κατάλυση της συζυγικής οικονομικής κοινότητας και η κατανομή των περιουσιακών αποτελεσμάτων της πρέπει να είναι ανάλογη με τη συμβολή εκάστου συζύγου (βλ. Αστ. Γεωργιάδη, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα επί διαστάσεως των συζύγων, Αρμ 1995.573). Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννιέται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος (βλ. ΑΠ 1030/93 ΕλΔ 1994. 1571), ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Πριν από την επέλευση των χρονικών αυτών σημείων, ο σύζυγος έχει απλώς δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο δεν εξομοιώνεται προς το υπό αίρεση δικαίωμα και γι` αυτό δεν είναι δυνατόν να εγερθεί προκαταβολικά από το μελλοντικό δικαιούχο η σχετική αγωγή για την επιδίκαση της εν λόγω απαιτήσεως του ή και την κατ` άρθρο 70 ΚΠολΔ αναγνώριση αυτής (βλ. ΑΠ 87/1998 ΕλΔ 1998 1281, ΕΑ 9274/96 ΕλΔ 1998 865 και 1997 653).
Στο στάδιο αυτό της προσδοκίας και ευθύς ως οι σχέσεις των συζύγων διαταραχθούν, σε βαθμό ώστε να είναι πιθανή η επιδίωξη της λύσεως του γάμου, επειδή είναι ενδεχόμενο ο υπόχρεος σύζυγος να προβεί σε εικονικές αναλήψεις υποχρεώσεων ή σε πραγματικές ή εικονικές διαθέσεις σε τρίτους των περιουσιακών του στοιχείων ή και σε άλλες πράξεις, που αποβλέπουν στη μείωση και εξαφάνιση αυτών, ώστε η απομένουσα σ` αυτόν (τελική) περιουσία να είναι ασήμαντη ή έστω μη ουσιωδώς αυξημένη σε σχέση με την αρχική περιουσία του, με συνέπεια να δημιουργείται κίνδυνος για την ικανοποίηση της πιο πάνω αξιώσεως του συζύγου του, ο νομοθέτης παρέσχε στο δικαιούχο σύζυγο προς προστασία του:
Α/ Αυτοτελή ενοχική αξίωση για την παροχή ασφαλείας, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1402 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο: «Με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 1262 αριθμ. 4, ο καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα, στην περίπτωση που ασκήθηκε αγωγή διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, ή που ο ίδιος άσκησε με αγωγή την αξίωση του άρθρου 1400, να ζητήσει από τον άλλο σύζυγο ή από τους κληρονόμους του την παροχή ασφάλειας, αν εξαιτίας της συμπεριφοράς τους υπάρχει βάσιμος φόβος ότι κινδυνεύει αυτή η αξίωση του». Η ασφάλεια που μπορεί να ζητηθεί σύμφωνα με το τελευταίο αυτό άρθρο είναι: α) η υποθήκη, β) το ενέχυρο, γ) η εγγύηση με εγγυητή ή εγγυητική επιστολή αξιόχρεης Τράπεζας ή και δ) να διαταχθεί συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του συζύγου οφειλέτη (βλ. ΜΠΚατερ 6/2003, Αρμ 2003.507,508). Κατά τη διάταξη του άρθρου 582 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 τα δικαστήρια, σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Το δικαίωμα είναι δυνατό να εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία.
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το δικαίωμα, για την προσωρινή προστασία του οποίου ζητούνται ασφαλιστικά μέτρα, θα πρέπει να έχει ήδη γεννηθεί και ενδεχομένως να τελεί υπό γνήσια δικαιοπρακτική (αναβλητική ή διαλυτική) αίρεση, πάντως όχι υπό αίρεση δικαίου (conditio juris). Αν τελεί υπό αίρεση δικαίου, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη δεν έχει γεννηθεί (ανύπαρκτο δικαίωμα), δεν μπορεί να τύχει ούτε προσωρινής δικαστικής προστασίας με τη βοήθεια του άρθρου 69 ΚΠολΔ, γιατί η διάταξη της παραγράφου 1 εδάφιο ε` του εν λόγω άρθρου αναφέρεται στην περίπτωση των δικαιοπρακτικών αναβλητικών αιρέσεων και όχι των αιρέσεων δικαίου.
Β/ Εμπράγματη εξασφάλιση, κατά το άρθρο 1262 αριθμ. 4, με τη δυνατότητα εγγραφής υποθήκης στα ακίνητα του υπόχρεου συζύγου του, με βάση αναγνωριζόμενο σ` αυτόν τίτλο από το νόμο. Ο νόμιμος αυτός τίτλος χορηγεί στο δικαιούχο σύζυγο δικαίωμα για την εγγραφή της υποθήκης σε ακίνητα του υπόχρεου συζύγου του ή, ενδεχομένως, των κληρονόμων του, για την εξασφάλιση της απαιτήσεως του από το άρθρο 1400 ΑΚ, ανεξαρτήτως από το αν αυτή γεννηθεί ή όχι (βλ. ΑΠ 87/1998, ό.π., ΕΑ 9274/1996, ό.π., Σταθοπουλο, ό.π, αριθμ. 42, σελ. 308).