Περίληψη
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1251/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Παναγιώτα Δ. Χριστοφίλη, Πρωτόδικη και από την Γραμματέα, Γεωργία Καραχάλιου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 20 Μαρτίου 2014, για να δικάσει τη με αριθμό καταθέσεως 6828/ΤΜ/14-07-2011 αγωγή αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας.
ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ: 1) ……… ……….. του ……., χήρα …….. …….., κατοίκου …………, 2) ……… κατοίκου ομοίως, 3) ……… – …… του ……., κατοίκου ομοίως, οι παραστάθηκαν οι 1η και 2° μετά 3ος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Χρήστου Οικονομάκη.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ : 1) ……… του ……, κατοίκου ………., ο οποίος δεν παραστάθηκε.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται παραπάνω, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης αρχικά προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 31-05-2012 και μετ’αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 20-03-2014 κατά την οποία και συζητήθηκε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την με αριθμ 2419 γ β /14-7-2011, έκθεση επίδοσης του Δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, Δημήτριου Ραπατζίκου, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστεί κατά την δικάσιμο της 31-05-2012, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124, 126, 128, 229 ΚΠολΔ) με θυροκόλληση. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατα την παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του οικείου πινακίου η δε αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Επομένως, εφόσον υφίσταται νόμιμη κλήτευση του εναγόμενου και αυτός δεν παραστάθηκε πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 270 παρ. I ΚΠολΔ(άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ) όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 ν 3994/2011).
α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294 εδ. α\ 295 παρ. 1 εδ. α’ και 297 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής εχει ως συνέπεια ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, ενώ η κατά τα ως ανω παραίτηση γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου (βλ. Α.Π. 692/1999, ΕλλΔνη 41, σελ. 763). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του Κ.Πολ.Δ., όταν επέλθει η εκκρεμοδικία, είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 295 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφό της, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται ότι από την αρχή δεν ασκήθηκε. Ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση την παραπάνω διαταξη, η οποία είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 297 του Κ.Πολ.Δ., με τις προτάσεις ή, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά βλ ΕφΕλλΔνη 40, σελ. 351, σελ. 623, Εφ.ΑΘ. 316/1987, Νο.Β. 35, σελ. 780), είναι δε νόμιμος.
β) Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δημοσίας συνεδριάσεως περιόρισαν το αίτημά της καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, απο καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Επομένως, σύμφωνα με την αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, πρέπει να θεωρηθεί ότι η κρινόμενη αγωγή δεν ασκήθηκε ως πρός την καταψηφιστική της διάταξη. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, 3) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας).
γ) Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, όντας αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου ευρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά, αλλά και με το γενικότερο επιβαλλόμενο από την καλή πίστη (ΑΚ 288) καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν τον άλλον (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 1974.505, ΑΠ 347/2010 ΕΕμπΔ 2010.947). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης, ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης, ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός, ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντο,αφού αυτή μπορεί να αφορά και σε τρίτο. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ερμηνευόμενης εν όψει και του άρθρου 27 ΠΚ, δόλος συντρέχει, όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής αλλά και όταν γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημιάς, είτε ωςαναγκαία, είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΠΠρΑΘ 1738/2012, ΤΝΠ Νόμος). Περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης του βλαπτόμενου, αλλά και η απειλή, ή διακινδύνευση μείωσης της περιουσίας. Και αυτό διότι η απατηλή συμπεριφορά προκαλεί αβεβαιότητα ως προς το κρίσιμο δικαίωμα του παθόντος επί ορισμένου περιουσιακού στοιχείου, ενώ η αμφισβήτηση λόγω της απατηλής συμπεριφοράς των δικαιωμάτων του φορέα της περιουσίας προκαλεί επιπρόσθετα εμπλοκή σε δαπανηρό και αβέβαιης έκβασης δικαστικό αγώνα (ΑΠ 368/2009, ΑΠ 2538/2003, δημ. ΤΝΠ Νόμος). Κατά δε το άρθρο 216 Π.Κ. όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο καθώς και όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί πλαστό, ή νοθευμένο έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών (ΑΠ 991/2010, ΤΝΠ Νόμος).
δ) Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 299, 914 και 932 Α.Κ., σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για’την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης (ΕφΑΘ 3889/2010, ΤΝΠ Νόμος). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι δικαιούχος αποζημιώσεως, ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία αδικοπραξίας είναι εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα, ή υπέστη ηθική βλάβη από αυτήν, δηλαδή εκείνος που προσβλήθηκε άμεσα από αυτήν στα δικαιώματα, ή τα έννομα συμφέροντα του. Από την ίδια δε αδικοπραξία μπορούν να ζημιωθούν άμεσα περισσότεροι, τέτοια δε περίπτωση συντρέχει και όταν από αυτήν θίγονται περισσότερα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα διαφορετικών προσώπων. Ειδικότερα από το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 216 Π.Κ., άμεσα ζημιούμενος και δικαιούμενος να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι εκείνος που μπορεί να υποστεί, ή υπέστη τις παραγόμενες από το βλαστό, ή νοθευμένο έγγραφο έννομες συνέπειες και τέτοιος είναι πρωτίστως αυτός του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή, ή αλλοιώθηκε το γραπτό κείμενο αλλά και κάθε άλλος που ζημιώνεται από τη χρήση τούτου (ΑΠ 534/2013, ΑΠ 1537/2008, ΤΝΠ Νόμος).
ε) Από τη διάταξη του άρθρου 933 ΑΚ προκύπτει ότι η κατά το άρθρο 932 αυτού επιδικαζόμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αποτελεί αυστηρά προσωπική απαίτηση των αναφερόμενων στην τελευταία διάταξη δικαιούχων, η οποία δεν μπορεί να εκχωρηθεί, ή να κληρονομηθεί παρά μόνο στην περίπτωση που αυτή αναγνωρίσθηκε με σύμβαση, ή ασκήθηκε γι αυτή αγωγή. Ως πρός το δικαίωμα συνέχισης της παράστασης πολιτικής αγωγής απ τους κληρονόμους, η κρατούσα άποψη, επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 63, 68 παρ. 2, 82 παρ 1, 83 ΚΠοινΔ και 1710, 1846 ΑΚ δέχεται ότι το δικαίωμα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, είναι κληρονομητό και περιέρχεται στους κληρονόμους αυτοδικαίως και στην κατάσταση που υπήρχε σαυτόν που κληρονομήθηκε, αρκεί αυτός να είχε πριν το θάνατο του δηλώσει νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την προδικασία, ή να είχε να κάνει αυτός δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Η ρύθμιση αυτή του νομοθέτη, δεν προσκρούει, ούτε στη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, ούτε στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου κ.λπ. που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, με το οποίο ορίζεται ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσία του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους…». Και αυτό γιατί δια της άνω ρυθμίσεως, ούτε η προστασία του δικαιούχου της απαίτησης για ηθική βλάβη, ή ψυχική οδύνη περιορίζεται, ούτε αυτός καθ οιονδήποτε τρόπο στερείται της εν λόγω απαίτησης του, αλλά λόγω του προσωπικού χαρακτήρα της, καθορίζονται προϋποθέσεις για την προς τρίτο, ή τους κληρονόμους του δικαιούχου μεταβίβαση αυτής (ΑΠ 311/2009, ΑΠ 126/2009, ΑΠ 491/2008 και ΑΠ 835/2005 δημ: Τνδ Νόμος).
ζ) Σύμφωνα με το άρθρο (271 § 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3994/2011, βλ. και άρθρο 72 § 2 του ίδιου νόμου), όταν ερημοδικεί ο εναγόμενος, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί των εναγόντων, αν δεν υπάρχει ένσταση, η οποία να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και επιτρέπεται ως προς τα σχετικά με την αγωγή γεγονότα ομολογία. Το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ομολογίας διότι δεν είναι πραγματικό περιστατικό. Η ύπαρξη, ή μή ηθικής βλάβης καθώς και η έκταση αυτής απόκειται σην κρίση του Δικαστηρίου και δεν ελέγχεται αναιρετικά. Ειδικότερα πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Η δικαστική απόφαση είναι διαρθρωμένη σε συλλογισμό, συγκροτούμενο απο μείζονα και ελάσσονα πρόταση, καθώς και η υπαγωγικό συμπέρασμα, περιέχει δε αναγκαίως ελεγχόμενα δεοντολογικά στοιχεία που αναφέρονται στην επιλογή ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα, καθώς και ανέλεγκτα οντολογικά στοιχεία, που ανφέρονται στον προσδιορισμό των πραγματικών γεγονότων της κατ’ιδίαν περιπτώσεως (βλ, Μητσόπουλο ΝοΒ 1967, 945 Σινανιώτη 248-259). Μέρος του σχετικού προβληματισμού αποτελούν και οι “ αόριστες νομικές έννοιες” δηλαδή οι νομικές έννοιες που δεν είναι απολύτως προσδιορισμένες κατά το περιεχόμενό τους, ώστε να μην είναι δυνατός ο χωρίς άλλο, εκ των προτέρων εντοπισμός των περιτπώσεων που υπάγονται σε αυτές. Την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών την αφήνει ο νομοθέτης, για την δικαιότερη ρύθμιση των περιπτώσεων στην δικαιοπλασία του δικαστή (Μητσόπουλος, Αι αόρισται νομικαί έννοιαι σ. 38) που επιτυγχάνεται με αντικεμενικά κριτήρια δηλαδή με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της κοινωνικής ηθικής. Διάφορες είναι οι περιπτώσεις της λεγάμενης διακριτικής ευχέρειας, ή ελεύθερης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας, όπου η αοριστία πληρούται με την υποκειμενική αξιολόγηση του δικαστή που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Περίπτωση ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας αποτελεί και το αν ο διάδικος υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και ποιό το ύψος του ποσού για την αποκατάστασή τους (ΑΠ 289/1997 ΑΠ 112/1999 δημ Τνδ Νομος, Κεραμεύς Κονδύλης Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000).
Σύμφωνα με την διάταξη (271 § 3 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 3994/2011, βλ. και άρθρο 72 § 2 του ίδιου νόμου), όταν ερημοδικεί ο εναγόμενος θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή, πραγματικοί ισχυρισμοί των εναγόντων, όταν δεν υπάρχει ένσταση, η οποία να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, και επιτρέπεται ομολογία ως προς τα σχετικά με την αγωγή γεγονότα. Η τεκμαιρόμενη από την ερημοδικία ομολογία είναι δικαστική και συνεπώς αποτελεί κατά κανόνα πλήρη απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τους πραγματικούς ισχυρισμούς της αγωγής, εκτός αν ο νόμος ορίζει οτι εκτιμάται ελεύθερα, Κ. Κεραμέας, Δ. Κονδύλης, Ν. Νικάς, Ερμηνεία Κώδικα Πολ Δικονομίας, Αθήνα 2000, εκδόσεις Σάκκουλα, άρθρα 334, 335, 352, 559).
Αντικείμενο ομολογίας μπορεί να αποτελέσουν μόνο όσα πραγματικά γεγονότα έχουν ανάγκη απόδειξης. Έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ομολογίας οι κανόνες διεθνούς δικαίου, οι έννομες σχέσεις, οι αόριστες νομικές έννοιες, τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα πασίδηλα, η ερμηνεία των δικαιοπραξιών, ο νομικός χαρακτηρισμός δικαιοπραξίας. Ως διδάγματα της κοινής πείρας νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επαγγελματική ενασχόληση και την επιστημονική έρευνα και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα. Τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν, είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 και 560 παρ. 1β ΚΠολΔ). Ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει, ή για να υπαγάγει ή όχι σ’ αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα, ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν, ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, ή ο λόγος αναίρεσης από τοναρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1662/2010, ΑΠ 208/2011 δημ, τνδ Νόμος).
Όπως προαναφέρθηκε, η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, υποχρέωση αποζημίωσης υφίσταται μόνο αν υπήρχε υποχρέωση του υπαίτιου, προς ενέργεια της παραληφθείσης πράξης, από το νόμο, ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και ιδίως η προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση, που επιβάλλει λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλούμενου κινδύνου (ΑΠ 1187/2009, ΑΠ 604/2009) και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης, ή παράλειψης του δράστη και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του Α.Κ., και υφίσταται όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ικανή με βάση αντικειμενικά κριτήρια να επιφέρειτο επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας (δόλου ή αμέλειας) που στη συγκεκριμένη αδικοπραξία αρκεί να είναι και ελαφρά και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, και γι’ αυτό η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας κρίνει το εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου (περιουσιακού ή ηθικού) αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 1517/2013, ΑΠ 1187/2009, ΑΠ 604/2009 δημ. Τνδ Νόμος). Περαιτέρω, πράγματα νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση η παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Η ύπαρξη ηθικής βλάβης καθώς και η έκταση αυτής, δεν αποτελεί πραγματικό γεγονός, δεν μπορεί λοιπόν να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής ομολογίας, όπως προαναφέρθηκε, απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου και δεν ελέγχεται αναιρετικά.
α) Με την υπό κρίση η αγωγή τους, οι ενάγοντες, ιστορούν τα εξής:
Οι ενάγοντες είναι κληρονόμοι του αποβιώσαντα στις 20-05-2007, ………….και συγκεκριμένα, η πρώτη εναγομένη, χήρα του αποβιώσαντα τον κληρονόμησε κατά 2/8 εξ αδιαιρέτου, ο δεύτερος και τρίτος, γιοίτης πρώτης ενάγουσας και του αποβιώσαντα ……….., κατά 3/8 εξ αδιαιρέτου ο καθένας (βλ. το προσκομιζόμενο με αριθμό 3898/ 30-05-2007 Πιστοποιητικό Πλησιεστέρων Συγγενών του Δήμου Αμπελακίων Νήσου Σαλαμίνας Αττικής σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο με αριθμό 7081/5-4-2011 Πιστοποιητικό Οικογενειακής Κατάστασης του ανωτέρου Δήμου που βεβαιώνει την ανωτέρω δηλωθείσα συγγενική σχέση, καθώς την αποδοχή κληρονομιάς των εναγόντων, σύμφωνα με την με αριθμό 4719/6-12-2007 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς που έγινε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αγγελικής Σταύρου Ρεσβάνη). Ο …………. ήταν συνταξιούχος και λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε(έπασχε από καρδιοαγγειακά προβλήματα και επρόκειτο να υποβληθεί σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς στο Ωνάσειο) εξαιτίας των οποίων δεν ήταν σε θέση να οδηγεί, επώλησε το υπ’αριθμ, ….. …… ……επιβατικό αυτοκίνητο του, εργοστασίου κατασκευής MERCEDES , με ημερομηνία πρώτης άδειας την 12-09-1990 , με αριθμό πλαισίου ….. ……. ………. ……., με αριθμό κινητήρα ………., κυλινδρισμού 1997 φορολογικής ισχύος 14 ίππων, στον εναγόμενο, ο οποίος επισκέφθηκε τον κληρονομούμενο, στις 15-07-2006, ημέρα Σάββατο, συμφώνησαν την πώληση του προπεριγραφόμενου αυτοκινήτου έναντι ποσού 5.700 ευρώ. Επειδή η επόμενη ημέρα ήταν Σάββατο και Κυριακή συμφώνησαν να γίνει η μεταβίβαση την Δευτέρα.
Ο εναγόμενος με φορτικότητα παρακάλεσε τον ………. (κληρονομούμενο απο τους ενάγοντες) να του παραχωρήσει την κατοχή του αυτοκινήτου, για τις δύο ημέρες αργίας Σαββάτου και Κυριακής καταβάλοντάς του μάλιστα προκαταβολή 4.000 ευρώ, υποσχόμενος να επιστρέφει το αυτοκίνητο την επόμενη ημέρα, ώστε να γίνει η μεταβίβαση την Δευτέρα, όπως είχε συμφωνηθεί και να καταβληθεί το υπόλοιπο του τμήματος, δηλαδή των 1.700 ευρώ. Ο ………… μετέβει με τον εναγόμενο στο Αστυνομικό τμήμα Αμπελακίων Σαλαμίνας όπου συμπλήρωσαν υπεύθυνες δηλώσεις του N. 1599/1986 προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν ενώπιον της αρμόδιας ΔΟΥ κατά την υποβολή της φορολογικής δήλωσης. Σε ένδειξη καλής θέλησης ο …………. δέχθηκε να υπογράψει στην άδεια κυκλοφορίας χωρίς να παρακρατήσει την κυριότητα. Ο εναγόμενος παρέλαβε το αυτοκίνητο και έφυγε με αυτό υποσχόμενος να επιστρέφει την Δευτέρα προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση του οχήματος, όπως είχε συμφωνηθεί. Όμως, ο εναγόμενος δεν επανήλθε με το αυτοκίνητο, ούτε απαντούσε στις συνεχείς τηλεφωνικές κλήσεις του …………….. και όταν αυτός κατάφερε κάποια στιγμή να επικοινωνήσει μαζί του ο εναγόμενος προέβαλε δικαιολογίες και υπεκφυγές και του υποσχέθηκε ότι θα του στείλει τα υπόλοιπα χρήματα με επιταγή μέσω ταχυδρομείου, πράγμα το οποίο δεν έπραξε ποτέ, ενώ στην συνέχεια σε τηλεφωνική επικοινωνία, ο εναγόμενος δήλωσε απερίφραστα στον …………….. ότι δεν επρόκειτο να του καταβάλει του υπόλοιπο του τιμήματος, και τον πληροφόρησε οτι είχε ήδη προβεί στην μεταβίβαση του οχήματος χωρίς την εξουσιοδότησή του. Αναστατωμένος ο ………….., με την βοήθεια της οικογενειάς του, προέβη σε ενέργειες και έρευνες και διαπίστωσε οτι ο εναγόμενος είχε μεταβιβάσει το όχημα έχοντας καταρτίσει πλαστό έγγραφο, το οποίο στην συνέχεια και χρησιμοποίησε.
Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος κάνοντας χρήση εντύπου υπεύθυνης δήλωσης, το συμπλήρωσε με τα στοιχεία του ……………….. και ανέγραψε οτι αυτός παρείχε δήθεν στον ………. ……….. την εξουσιοδότηση να μεταβιβάσει το IX Μερσεντές………. και υπέγραψε δήλωση μιμούμενος την υπογραφή του ……………, χωρίς ουδέποτε ναλάβει την συναίνεση, ή την έγκριση του τελευταίου. Περαιτέρω, ο εναγόμενος έθεσε στο προαναφερόμενο έγγραφο, εντύπωμα σφραγίδας και χειρόγραφη αναγραφή με το κείμενο «Αστυνομικό τμήμα Νίκαιας, θεωρήθηκε » ενώ φέρεται να υπογράφει ο αξιωματικός ………………. βεβαιώνοντας το γνήσιο της υπογραφής. Όπως αποδείχθηκε όμως, ο προαναφερόμενος αστυνομικός ουδέποτε βεβαίωσε τό γνήσιο της υπογραφής του …………. υπογράφοντας την προαναφερόμενη δήλωση, ούτε συναίνεσε στην θέση της υπογραφής του από τον εναγόμενο. Στην συνέχεια ο εναγόμενος έκανε περαιτέρω χρήση του πλαστού εγγράφου και στις 18-72006 προσκόμισε και κατέθεσε την πλαστή υπεύθυνη δήλωση στην Νομαρχία Πειραιά, στην Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών με σκοπό να παραπλανήσει τον αρμόδιο υπάλληλο για την δήλωση μεταβίβασης οχημάτων δημιουργώντας του την πεποίθηση ότι η υπεύθυνη δήλωση είναι γνήσια προκειμένου να επιτύχει την έκδοση νέας άδειας κυκλοφορίας στην οποία εμφανίζεται ως κύριος του οχήματος αυτού. Στην συνέχεια μεταβίβασε το όχημα στον ……….., ο οποίος το αγόρασε έναντι συμφωνηθεισας αμοιβής ποσού 6.700 ευρώ. Μετά απο μήνυση του …………, ασκήθηκε ποινκή δίωξη κατά του εναγομένου, ο οποίο δικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά και καταδικάστηκε για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δεκαοχτώ μηνών, δυνάμει της με αριθμό ΑΤ 3041/16-5-2013 απόφασης του Τριμελές Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Η απόφαση τελεσίδικησε εφόσον η ασκηθείσα από τον εναγόμενο έφεση κατά της προαναφερόμενης απόφασης απορρίφθηκε ωςανυποστήρικτη, δυνάμει της με αριθμοί71/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά.
Ο αποβιώσας, , σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας των δευτέρου και τρίτου των εναγόντων από την παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου ένοιωσε στενοχώρια, άγχος και θλίψη εφόσον ο εναγόμενος εκμεταλλεύτηκε την καλοπιστία του, δεν του απέδωσε το υπόλοιπο του τιμήματος για την πώληση του αυτοκινήτου, κατήρτισε την υπεύθυνη δήλωση μεταβίβασης του αυτοκινήτου πλαστογραφώντας την υπογραφή του θανόντα ……… και το περιεχόμενο της δήλωσης καθώς και την υπογραφή του αστυνομικού που φέρεται να βεβαίωσε το γνήσιο της υπογραφής του θανόντα στην υπεύθυνη δήλωση, όπως αποδείχθηκε κατά την ποινική διαδικασία. Ο …………… με την από 15-12-2006 μήνυση κατά του εναγομένου που κατατέθηκε στην ίδια ως άνω ημερομηνία, αιτήθηκε χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης και δήλωσε στην μήνυση που υπέβαλε, νομότυπα, παράσταση πολιτικής αγωγής. Ο ………… απεβίωσε στις 20-05-2007 από καρδιακή ανακοπή (προσκομίζεται η με αριθμό πρωτοκ. 386/4-6-2007 πράξη θανάτου του ληξιάρχου των Αμπελακίων Σαλαμίνας). Κληρονομήθηκε από τους νυν ενάγοντες και συγκεκριμένα την σύζυγο του, πρώτη ενάγουσα που τον κληρονόμησε κατά 2/8 και τα τέκνα αυτού, δεύτερο και τρίτο των εναγόντων που τον κληρονόμησαν κατά ποσοστό 3/8 ο καθένας. Προσκομίζονται σχετικά: α) το με αριθμό 3898/ 30-05-2007 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Αμπελακίων, Νήσου Σαλαμίνας Αττικής, β) το προσκομιζόμενο με αριθμό 7081/5-4-2011 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του ανωτέρου Δήμου που βεβαιώνει την ανωτέρω δηλωθείσα συγγενική σχέση και γ) η με αριθμό 4719/6-12-2007 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς που έγινε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αγγελικής Σταύρου Ρεσβάνη. Κληρονόμησαν, επίσης, την αξίωση για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον νομότυπα είχε δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής από τον κληρονομούμενο ……….. κατά την προδικασία και συνέχισαν την ποινική δίκη για λογαριασμό του στις 16-5-2013.
β) Με βάση το προαναφερόμενο ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούν μετά από περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό που έγινε παραδεκτά με τις προτάσεις και προφορική δήλωση στο ακροατήριο (223 ΚΠολΔ):
Να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 1.700,00 ευρώ ως αποζημίωση για την θετική ζημία που προκάλεσε ο εναγόμενος στον κληρονομούμενο από τους ενάγοντες ……., κατά το ποσοστό που κληρονόμησε ο καθένας από αυτούς και συγκεκριμένα 425 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα (2/8), και το ποσό των 637,50 ευρώ στον καθένα από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων (3/8).
Να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 56.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (εφόσον το ποσό των 44 ευρώ, για το οποίο είχαν επιφυλαχθεί οι ενάγοντες, από το αρχικά αιτηθέν 56.044,00 ποσό επιδικάσθηκε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης από το ποινικό δικαστήριο) που προκάλεσε ο εναγόμενος στον κληρονομούμενο από τους ενάγοντες …….., κατά το ποσοστό που κληρονόμησε ο καθένας από αυτούς και συγκεκριμένα το ποσό των 14.000,00 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα (2/8), και το ποσό των 21.000,00 ευρώ στον καθένα από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων (3/8), και τα δύο κονδύλια νομιμότοκα από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση.
Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή.
Να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην δικαστική τους δαπάνη.
ΙΙΙ.) Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η υπό κρίση αγωγή αρμόδια (1,7,8, 9, 13, 14 παρ. 2, ΚΠολΔ) και παραδεκτά, εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία. Η αγωγή είναι ορισμένη διότι περιέχει όλα τα, κατά νόμο, αναγκαία, για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση, στοιχεία. Είναι νόμιμη, πλην του αιτήματος της προσωρινής εκτελεστοτητας της απόφασης που θα εκδοθεί, το οποίο μετά τον περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό είναι μη νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον δεν χωρεί εκτελεστοτητα σε διαπλαστικές αποφάσεις. Η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, στηρίζεται στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διάταξης καθώς και στις διατάξεις 346 και 176 ΚΠολΔ.
ΙV.Από την δικαστική ομολογία του εναγομένου, η οποία τεκμαίρεται λόγω της ερημοδικίας αυτού και αποτελεί πλήρη απόδειξη για τα πραγματικά γεγονότα που ιστορούν στην αγωγή τους οι ενάγοντες, απο τα προσκομιζόμενα έγγραφα και ιδιαίτερα από τις προσκομιζόμενες αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμ/δικείου Πειραιά και την απόφαση του Εφετείου Πειραιά, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι ενάγοντες προσκομίζουν και επικαλούνται, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπάγγελτα (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που ισχυρίζονται οι ενάγοντες στην αγωγή τους, εφόσον δεν αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία απαγορεύεται η ομολογία, ενώ δεν υπάρχει κάποια ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα (αρθρ. 271 παρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η ύπαρξη της ηθικής βλάβης, καθώς και το ύψος αυτής δεν αποτελούν σύμφωνα με τα όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στις νομικές σκέψεις αντικείμενο ομολογίας, εφόσον συνιστούν πράγματα, τα οποία ανήκουν στην ενέλεγκτη κρίση του Δκαστηρίου της ουσίας. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγομένου και συγκεκριμένα η μή καταβολή του υπολοίπου του συμφωνηθέντος τιμήματος γιαμεταβίβαση του προπεριγραφομένου οχήματος, καθώς και η μετέπειτα παράνομη συμπεριφορά αυτού και συγκεκριμένα η κατάρτιση της πλαστής υπεύθυνης δήλωσης μεταβίβασης οχήματος, στην οποία τοποθετήθηκαν άνευ εντολής, ή συναίνεσης αφενός η υπογραφή του αποβιώσαντα …….. κληρονόμου των διαδίκων, αφετέρου η υπογραφή του βεβαιώνοντος το γνήσιο της υπογραφής του ……….. αστυνομικού, (πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε αμετάκλητα ο εναγόμενος από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά) προκάλεσε ηθική βλάβη στον ………., και το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει ο εναγόμενος να υποχρωθεί να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση στους ενάγοντες κληρονόμους του ………., λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη αυτός, την οποία το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη: α) τον βαθμό υπαιτιότητας του εναγόμενου, β) τις συνθήκες της αδικοπραξίας, γ) το μέγεθος και το είδος της βλάβης του κληρονόμου των εναγόντων και τις συνέπειες αυτής, και δ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, καθορίζει στο εύλογο, κατά την κρίση του, στο συνολικό ποσό των 8.000 ευρώ.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί ότι: α) οτι ο εναγόμενος υποχρεούται ο εναγόμενος να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 1.700,00 ευρώ ως αποζημίωση για την θετική ζημία που προκάλεσε ο εναγόμενος στον κληρονομούμενο από τους ενάγοντες …………, κατά το ποσοστό που κληρονόμησε ο καθένας από αυτούς και συγκεκριμένα ποσό 425 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα (2/8), και το ποσό των 637,50 ευρώ στον καθένα από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων (3/8). β) ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 8.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που προκάλεσε ο εναγόμενος στον κληρονομούμενο από τους ενάγοντες ……, κατά το ποσοστό που κληρονόμησε ο καθένας από αυτούς και συγκεκριμένα το ποσό των 2.000,00 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα (2/8), και το ποσό των 3.000,00 ευρώ στον καθένα από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων (3/8), και τα δύο κονδύλια νομιμότοκα από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση.
Ο εναγόμενος πρέπει, λόγω της ήττας του, να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, για την περίπτωση που ο εναγόμενος θα ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, πρέπει να οριστεί το παράβολο αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγόμενου.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας ποσού διακοσίων ογδόντα (280) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε στην αγωγή απορριπτέο ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ οτι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.425,00 ευρώ, σε καθένα απο τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων το ποσό των 3.637,50 ευρώ, όλα δε τα προαναφερόμενα κονδύλια νομιμότοκα απο την επίδοση της αγωγής, έως την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6-4-2015.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χ.Π. Κ.Γ.