fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αδαμαντία Γκόγκολη Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Μαρία Γιαννίμπα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3/5/2011 για να δικάσει την υπόθεση:

Της ενάγουσας: ………. του …….και της ……, συζ………, κατοίκου ……….., οδός …………, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Παπανότη.

Του εναγόμενου: ………….…………,κατοίκου ………, οδός………….., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννας Μαρώση.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 13/10/2009 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό 51 12/2009 προσδιορίστηκε για 9/12/2010 κατά την οποία αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1 Ν. 21 12/1920 ” Περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων “, 5 παρ. 1 Β.Δ. της 16.7.1920 ” Περί επεκτάσεως του Ν. 2112 ” Περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων ” και επί εργατών, τεχνιτών και υπηρετών “, 5 παρ. 1, 6 Ν. 3 198/1955 ” Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων ” συνάγεται ότι σε περίπτωση άτακτου ” ( ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ” αμέσου ” ή ” απροθέσμου “- ……….., Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, β” έκδ., 1995, σ. 694) καταγγελίας συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλου ( δηλαδή καταγγελίας, η οποία παράγει το αποτέλεσμα της αμέσως από το χρονικό σημείο επιδόσεως της ή από το σημείο που αυτή ορίζει, και το οποίο περιέχει χρονικό διάστημα σαφώς μικρότερο από τον προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 21 12/1920 χρόνο προμηνύσεως – ……………., όπ. π., σ. 347 επ. ) το καταβλητέο ποσόν της αποζημιώσεως ορίζεται – αναλόγως της προϋπηρεσίας του υπαλλήλου – σε τόσους μηνιαίους μισθούς, όσοι θα ήσαν οι μήνες προμηνύσεως, εάν η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ήταν τακτική, δηλαδή ορίζεται ίσο προς τις αποδοχές των ημερών της προθεσμίας προμηνύσεως.

Βασική προϋπόθεση της εγκυρότητας της “άτακτου” ή “αμέσου” ή “απροθέσμου” καταγγελίας της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί η τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπονται από το νόμο, και δη από τις προαναφερόμενες διατάξεις (τήρηση εγγράφου τύπου, καταβολή της οφειλομένης αποζημιώσεως, καταχώριση της απασχολήσεως του απολυομένου στα τηρούμενα από το Ι.Κ.Α. μισθολόγια κλπ.), πλην όμως η ακυρότητα της καταγγελίας σε περίπτωση μη τηρήσεως των προϋποθέσεων αυτών είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει το εκλεκτικό δικαίωμα είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να ζητήσει την επιδίκαση σε αυτόν μισθών υπερημερίας είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία και να ζητήσει την καταβολή της σχετικής αποζημιώσεως ΑΠ 1900/2005 ΕλλΔνη 47 1035, ΑΠ 816/2002 ΕλλΔνη 44 970 ΕφΑΘ 2342/2003 ΕλλΔνη 45 1483, ΕφΑΘ 1302/2003 ΕλλΔνη 253). Η αποζημίωση αυτή είναι ίση με το σύνολο των τακτικών αποδοχών του κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως,• ο οποίος καθορίζεται αναλόγως της τελευταίας συνεχούς υπηρεσίας του στον αυτό εργοδότη υπό την αυτή σύμβαση, ως ” τακτικές ” δε αποδοχές νοούνται ο μισθός, ως και κάθε άλλη τακτικώς και ανελλιπώς χορηγούμενη αντί μισθού παροχή ως αντάλλαγμα – νόμιμο ή συμβατικό – της προσφερόμενης εργασίας (λ.χ. παροχές εις είδος, προμήθειες, οι οικειοθελείς παροχές, τις οποίες ο εργοδότης χορηγεί για μεγάλο χρονικό διάστημα με σταθερότητα και ομοιομορφία χωρίς επιφύλαξη διακοπής τους), η αναλογία επιδομάτων εορτών και το επίδομα αδείας (ΑΠ 1057/2007 ΕλλΔνη 48 1077, ΑΠ 227/2006 ΕλλΔνη 48 1072, ΑΠ 527/2004 ΕλλΔνη 47 486, ΑΠ 803/2003 ΕλλΔνη 46 129, ΕφΑΘ 9370/2005 ΕλλΔνη 47 1 107, ΕφΑΘ 9348/2001 ΕλλΔνη 44 216 ).

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 Ν. 2112/1920, όπως αυτή τροποποιήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 Ν. 4558/1930, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά τις διατάξεις του Ν. 3514/1928 στράτευση αυτού, αλλά σε άλλη αιτία, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις εν γένει συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή τη συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει συμφώνως προς τις αρχές της καλής πίστεως, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, εάν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξαρτήτως της προθέσεως του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βουλήσεως του να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ( ΟλΑΠ 32/1988 ΝοΒ 37 1 197, ΑΠ 1237/2007 ΕλλΔνη 48 1410, ΑΠ 1375/2003 ΕλλΔνη 45 1400, ΑΠ 1 13/1998 ΕλλΔνη 40 1340, ΑΠ 259/1991 ΕΕργΔ 51 120, ΑΠ 1920/1990 ΕΕργΔ 50 75, …………….., όπ. π., σ. 803 επ. ), για την οποία δεν οφείλεται από τον εργοδότη οποιαδήποτε αποζημίωση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. α’ ΑΚ “Οποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 59 του ιδίου Κώδικα ” Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις “. Στο πλαίσιο λειτουργίας της σχέσεως ή συμβάσεως εργασίας γίνεται δεκτό ότι ο εργαζόμενος δικαιούται να παρέχει τη συμφωνηθείσα εργασία και ο εργοδότης υποχρεούται να τη δέχεται σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους καταρτισθείσας συμβάσεως, εντός όμως των πλαισίων που θέτουν η καλή πίστη ή τα συναλλακτικά ήθη.

Επομένως, ο εργοδότης δεν δικαιούται να προβαίνει σε ενέργειες, από τις οποίες θίγεται η προσωπικότητα του εργαζομένου, θεμελιουμένης στην περίπτωση αυτή αξιώσεως του τελευταίου προς χρηματική ικανοποίηση της προκληθείσας ηθικής βλάβης, εάν η πράξη του εργοδότη είναι παράνομη ( αλλά και υπαίτια -ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46 822, ΑΠ 849/1985 ΝοΒ 34 836, ΕφΑΘ 12154/1990 ΕλλΔνη 32 1673, ΕφΘεσ 3691/1990 Αρμ. 1990 1 172, ………………., Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σ. 227 επ.), είτε διότι υπερβαίνει τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος είτε διότι αποτελεί καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού και προσβάλλει την προσωπικότητα του εργαζομένου στην εκδήλωση της επαγγελματικής αξίας και υπολήψεώς του ή τον εκθέτει στους συναδέλφους του ή το κοινωνικό περιβάλλον του ( ΑΠ 224/1990 ΕΕργΔ 49 515, ΑΠ 1976/1990 ΕΕργΔ 50 419, ΕφΑΘ 4556/1992 ΕΕργΔ 5150, ………….., όπ. π., σ. [ 184 επ.). Τα αυτά ισχύουν και για την περίπτωση της ακύρου καταγγελίας της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας, είτε λόγω μη τηρήσεως των νομίμων προϋποθέσεων ( έγγραφος τύπος, καταβολή της προσήκουσας αποζημιώσεως κλ) είτε λόγω καταχρηστικότητας αυτής ( άρθρο 281 ΑΚ – ίδ. σχετ. ΑΠ 1091/2005 ΕλλΔνη 47 1036, ΑΠ 655/2005 ΕλλΔνη 47 1037 ), ενώ μόνη η έγκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας δεν επάγεται προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, εκτός εάν συντελέσθηκε υπό συνθήκες, οι οποίες συνιστούν τοιαύτη προσβολή ( ΑΠ 144/1991 ΕΕργΔ 5 1 636, ΕφΑΘ 2815/1990 ΕΕργΔ 49646, ΕφΘεσ 3483/1990 Αρμ. 44 975, ΕφΑΘ 1 15 10/1989 ΝοΒ 38 651, ……………, όπ. π., σ. 192 ).

Η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ( άρθρα 904 επ. ΑΚ ) είναι επιβοηθητικής φύσεως τόσο από ουσιαστική, όσο και από δικονομική άποψη, υπό την έννοια ότι ασκείται μόνο εάν ελλείπουν ή είναι ανίσχυρες αξιώσεις από σύμβαση ή αδικοπραξία. Αυτό σημαίνει ότι εάν η αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η εκ της συμβάσεως ή η εκ της αδικοπραξίας αγωγή, ο ενάγων δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις αυτές και όχι την επικουρική αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθ” όσον, στην περίπτωση αυτή, δεν δύναται να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας, ούτως ώστε ο πλουτισμός να παρίσταται στερούμενος αυτής. Επομένως, εάν υπόκειται αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως ο πλουτισμός του εναγομένου εξαιτίας της ακυρότητος της συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, πρέπει στο δικόγραφο αυτής να αναφέρονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. Ια ΚΠολΔ, τα περιστατικά, στα οποία οφείλεται ή τα οποία επέφεραν την ακυρότητα αυτή και που συνιστούν το λόγο, για τον οποίο η αιτία της περιουσιακής μετακινήσεως δεν είναι νόμιμη.

Εάν, όμως, η βάση της αγωγής αδικαιολογήτου πλουτισμού σωρεύεται κατάδικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ ), ήτοι υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση λόγω ακυρότητος αυτής, για την πληρότητα της δευτέρας αυτής βάσεως της αγωγής αρκεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. Ια” ΚΠολΔ, πέραν των στοιχείων της συμβάσεως και του πλουτισμού του εναγομένου από την εκτέλεση της, να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητος της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται και έκθεση των γεγονότων, στα οποία αυτή οφείλεται, διότι, στην περίπτωση αυτή, η επικουρική βάση θα εξετασθεί μόνο εάν η κυρία απορριφθεί ένεκα της ακυρότητος της αιτίας, η οποία συνεπώς θα είναι δεδομένη (ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45 475, ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 44 983, ΑΠ 1802/2001 ΕλλΔνη 43 1421, ΑΠ 712/2001 ΕλλΔνη 43 762, ΑΠ 673/1999 ΕλλΔνη 41 436, ΑΠ 914/1998 ΕλλΔνη 40 314, ΕφΠειρ 934/2003 ΕλλΔνη 45 559, ΕφΑΘ 6042/2003 ΕλλΔνη 45 590). Τα προαναφερόμενα ισχύουν και επί συμβάσεως εργασίας (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη44 1261 ).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με την ένδικη από 13.10.2009 αγωγή της εκθέτει ότι από τον Οκτώβριο του έτους 1999 προσελήφθη από τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθεί ως βοηθός κομμωτή και ακολούθως ως κομμώτρια, στο κομμωτήριο που διατηρεί ο τελευταίος στο Μοσχάτο. Οτι σε εκτέλεση της ανωτέρω συμβάσεως εργάσθηκε ανελλιπώς στην επιχείρηση του εναγόμενου μέχρι την 11.2.2011 οπότε ο εναγόμενος κατήγγειλε της μεταξύ, τους σύμβαση, χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση της, αφού εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η ίδια αναγκάσθηκε να απέχει από την εργασία της για λόγους υγείας, υπέβαλε στον Ο.Α.Ε.Δ την από 9.2.2011 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού με την οποία δήλωνε οτι αυτή είχε αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία της γεγονός όμως που ουδέποτε έγινε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, αυτή δε πληροφορήθηκε την ανωτέρω δήλωση του εργοδότη της την 16.4.2009. Ότι ο εναγόμενος της οφείλει εκτός από την αποζημίωση απολύσεως, αποζημίωση λόγω μη λήψεως αδείας για το έτος 2009 και επίδομα αδείας 2009, δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα 2009 και διαφορές αποδοχών λόγω ανυπαίτιου κωλύματος προς παροχή εργασίας για το χρονικό διάστημα 25.8.2009 έως και 24.9.2008. Ότι λόγω της ανωτέρω υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του εναγόμενου υπέστη ζημία καθώς δεν μπόρεσε να υποβάλει στον ΟΑΕΔ το απαιτούμενο έγγραφο καταγγελίας ώστε να λάβει το επίδομα ανεργίας ούτε τα επιδόματα μητρότητας ενώ υπέστη και ηθική βλάβη αφού μειώθηκε η προσωπικότητα της και υπέστη μεγάλη θλίψη και στεναχώρια κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικουρικώς με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.992,46 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το κάθε επιμέρους κονδύλιο άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής, να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη.

Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενης ως αβάσιμης της ένστασης περί αοριστίας που προβάλει ο εναγόμενος, αρμοδίως δε, καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθ. 16 περ. 3, 22 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), το οποίο δικάζει κατά την προκειμένη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ. ΚΠολΔ). Είναι δε νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των προπαρατιθέμενων στη μείζονα σκέψη της παρούσας άρθρων καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 653, 655, 657, 57, 59, 914, 340, 341,345, 346, 904 ΑΚ, 3 παρ. 1 Ν. 21 12/1920 ” Περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων “, 5 παρ. 1 Β.Δ. της 16.7.1920 ” Περί επεκτάσεως του Ν. 2112 ” Περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων ” και επί εργατών, τεχνιτών και υπηρετών “, 5 παρ. 1, 6 Ν. 3 198/1955 ” Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως . των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων”, ΥΑ 190940/1981, που εκδόθηκε σε εκτέλεση του ν. 1082/1980 για τα δώρα εορτών, 3 του α.ν. 539/1945, 3 § 16 του ν. 4505/66, όπως ισχύουν μετά το ν. 1346/1983 για την κανονική άδεια και το επίδομα αδείας 907, 908 παρ. 1 περ. ε” και 176 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί παραπέρα και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζητήσεως καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων ταμείων προσαυξήσεις (βλ. προσκομιζόμενα με αριθμ. 263916, 541309, 182363, 343458/2011 αγωγόσημα με επικολληθέντα ένσημα υπέρ Τ.Π.Δ.Α και το με αριθμ.663247/201 1 γραμμάτιο είσπραξης υπέρ Τ.Ν).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν νομοτύπως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι οποίες καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα πρακτικά της δίκης, των με αριθμ.43 1 5/5.5.201 1,43 16/5.5.201 1 και 4317/5.5.201 1 ενόρκων καταθέσεων ενώπιον της Συμ/φου Πειραιώς Αικατερίνης Βρεττάκου, που ελήφθησαν επιμέλεια του εναγομένου μετά γνωστοποίηση και πρόσκληση της ενάγουσας με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του (εναγόμενου) στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προς απόδειξη των ισχυρισμών του εναγομένου (ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 55. 1823, ΑΠ 1 167/1999Δνη.41.361, Εφ.ΑΘ. 7002/2004 Δνη 46.549, Εφ,ΑΘ. 7001/2004 Δνη 48.516) καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο εναγόμενος διατηρεί επιχείρηση κομμωτηρίου στο ………… επί της οδού …………. αρ. … . Την 4.9.2002 ο εναγόμενος προσέλαβε την ενάγουσα στο κατάστημα του προκειμένου να εργασθεί ως βοηθός κομμωτού όπως αποδεικνύεται από την με ίδια ημερομηνία αναγγελία πρόσληψης της στον Ο.Α.Ε.Δ. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι εργάσθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου από τον Οκτώβριο του 1999 δεν αποδείχθηκε με πληρότητα και σαφήνεια καθώς η κατάθεση του συζύγου της ……………… δεν ενισχύεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο αλλά αντίθετα καταρρίπτεται από το προσκομιζόμενο πτυχίο της ενάγουσας που εξεδόθη την 17.6.2002, πράγμα που σημαίνει ότι το προηγούμενο χρονικό διάστημα παρακολουθούσε μαθήματα στο 3° Τεχνικό – Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο και επομένως δεν είναι δυνατόν να εργαζόταν στην επιχείρηση του εναγομένου ως κομμώτρια.

Εξάλλου από την κατάθεση της μάρτυρος …………….., που περιέχεται στην με αριθμ. 4317/201 1 ένορκη βεβαίωση, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα τον προηγούμενο της προσλήψεως της χρόνο πήγαινε στο κομμωτήριο που εναγομένου μόνο τα Σάββατα και περιστασιακά κάποια απογεύματα για μία-δύο ώρες ώστε να μαθαίνει τη δουλειά επειδή φοιτούσε σε σχετική σχολή χωρίς όμως να τη συνδέει με τον εναγόμενο καμμία συμβατική σχέση. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι κατά τη διάρκεια του χειμώνα του έτους 2008 η ενάγουσα έκανε μία αποτυχημένη απόπειρα εξωσωματικής γονιμοποίησης απουσιάζοντας 15 ημέρες από την επιχείρηση του εναγομένου χωρίς να προσκομίσει στον τελευταίο ιατρικό πιστοποιητικό πλην όμως αυτός έδειξε κατανόηση και δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα. Στη συνέχεια το καλοκαίρι του ίδιου έτους η ενάγουσα προέβη σε δεύτερη απόπειρα εξωσωματικής γονιμοποίησης επιτυχημένη αυτή τη φορά. Αρχές Ιουλίου η ενάγουσα πήρε την κανονική της άδεια και έπρεπε να επιστρέφει στην εργασία της την 29.7.2008. Όμως η ενάγουσα δεν εμφανίσθηκε τη μέρα εκείνη επικαλούμενη πρόβλημα στην εγκυμοσύνη της.

Έτσι ο εναγόμενος αναγκάσθηκε να κρατήσει κλειστό το κατάστημα του τον Αύγουστο του έτους 2008 αφού η άλλη υπάλληλος ……………, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ήταν σχετικά νέα στη δουλειά και δεν μπορούσε να κρατήσει μόνη της την επιχείρηση ενώ ο εναγόμενος έπρεπε να πάρει την άδεια του. Αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2008 η ενάγουσα προσκόμισε στον εναγόμενο την από 2.9.2008 απόφαση του ΙΚΑ για ανικανότητα προς εργασία η οποία αφορούσε το χρονικό διάστημα από 25.8.2008 έως 8.9.2008. Στη συνέχεια και επειδή η ανικανότητα της ενάγουσας συνεχίσθηκε δεν παρουσιάσθηκε στη δουλειά της αλλά στις οχλήσεις του εναγομένου, προσκόμισε την από 13.10.2008 απόφαση του ΙΚΑ για ανικανότητα προς εργασία μέχρι την 10.10.2008, στη συνέχεια δε προσκόμισε στον εναγόμενο την από 14.1 1.2008 απόφαση του ΙΚΑ που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1 1.10.2008 έως 21.1 1.2008 και στη συνέχεια στην από 12.12.2008 απόφαση που αφορούσε το χρονικό διάστημα από 22.1 1.2008 ως 21.12.2008. Το μετέπειτα χρονικό διάστημα δεν εμφανίσθηκε στο κατάστημα του εναγομένου ούτε τον πήρε τηλέφωνο να τον ενημερώσει για την απουσία της.

Ο εναγόμενος αναγκάσθηκε να της ενοχλήσει επανειλημμένως τηλεφωνικά ζητώντας της να του εξηγήσει το λόγο της απουσίας της και να της προσκομίσει απόφαση του ΙΚΑ αν συνέχιζε το πρόβλημα της ενώ έβαλε και το λογιστή του ……… να επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί της. Μάλιστα ο ……… αναφέρει στην κατάθεση του που περιέχεται στην με αριθμ. 43 15/201 1 ένορκη βεβαίωση ότι στην επικοινωνία που είχε με το σύζυγο της ενάγουσας αυτός του ανακοίνωσε ότι η ενάγουσα δεν επρόκειτο να ξαναπάει στην εργασία της, εκδηλώνοντας έτσι την πρόθεση της να αποχωρήσει οικειοθελώς από αυτή και να μην την ξαναενοχλήσουν. Τις επόμενες ημέρες ο εναγόμενος βρήκε κάτω από την πόρτα του καταστήματος του την από 23.1.2009 απόφαση του ΙΚΑ που έκρινε την ενάγουσα ανίκανη για εργασία για το χρονικό διάστημα από 22.12.2008 έως 5.1.12009. Έκτοτε η ενάγουσα δεν επικοινώνησε με τον εναγόμενο ούτε εμφανίσθηκε στο κατάστημα μετά την 5.1.2009. Ο εναγόμενος περίμενε μέχρι την 5.2.2009 και επειδή η ενάγουσα δεν είχε επικοινωνήσει μαζί του για το λόγο της απουσίας της ούτε του είχε προσκομίσει κάποια απόφαση του ΙΚΑ, της απέστειλε την από 5.2.2009 εξώδικη δήλωση με την οποία της δήλωνε ότι είναι αδικαιολογήτως απούσα και της ζητούσε εντός πέντε ημερών από της επιδόσεως της να του κοινοποιήσει τυχόν άδεια που της είχε χορηγήσει το ΙΚΑ άλλως θα θεωρήσει αυτό αρνητική εκ μέρους της συμπεριφορά.

Το εξώδικο αυτό επιδόθηκε στην ενάγουσα την 5.2.1009 όπως αποδεικνύεται από την με αριθμ. 9265Β/2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Δημ. Ραπατζίκου. Η ενάγουσα παρόλο που έλαβε γνώση του εξωδίκου δεν επικοινώνησε με τον εναγόμενο τις επόμενες πέντε ημέρες προκειμένου να δικαιολογήσει την απουσία του και να του προσκομίσει τις σχετικές αποφάσεις του I ΚΑ. Ετσι αυτός δικαιολογημένα πίστεψε ότι η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της και κατέθεσε την 1 1.2.2009 στον Ο.Α.Ε.Δ την από 9.2.2009 δήλωση περί οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού. Κάποιες μέρες μετά ο σύζυγος της ενάγουσας πήγε στο κατάστημα του εναγομένου και του δήλωσε ότι η γυναίκα του δεν επρόκειτο να ξαναεργασθεί στην επιχείρηση του όπως προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρος ………. που ήταν παρούσα και συνομίλησε με το σύζυγο της ενάγουσας. Τελικά η ενάγουσα απέστειλε στον εναγόμενο την 17.2.2009, την από 13.2.2009 εξώδικη απάντηση στην οποία ανέφερε ότι είχε ειδοποιήσει τον εναγόμενο τηλεφωνικώς για την απουσία της και του προσκόμισε την από 7.1.2009 και από 20.1.2009 βεβαίωση του ιατρού ………………. Αντίθετα η ενάγουσα ουδέποτε προσκόμισε στον εναγόμενο απόφαση του I ΚΑ περί ανικανότητα της για εργασία μετά την 5.1.2009 ενώ από το προσκομιζόμενο βιβλιάριο υγείας της προκύπτει ότι δεν πέρασε από επιτροπή του I ΚΑ μετά την 5.1.2009 ώστε να κριθεί η ικανότητα της για εργασία, η τελευταία δε απόφαση περί ανικανότητας της είναι η με 40/20.1.2009 που αφορά το χρονικό διάστημα από 22.12.2008 έως 5.1.2009.

Επομένως η απουσία της ενάγουσας το χρονικό διάστημα από 5.1.2009 έως 1 1.2.2009 ήταν αδικαιολόγητη ενώ η ενάγουσα δεν υπέβαλε καμία αίτηση ούτε ενημέρωσε τον εναγόμενο για την απουσία της αυτή. Έτσι με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, ότι η ανωτέρω αδικαιολόγητη και αυθαίρετη αποχή της ενάγουσας από την εργασία της, συνιστά, κατ’ αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού – ενάγοντος για λύση ή μη της σύμβασης, και με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, λαμβανομένων υπόψη και όλων των συνθηκών της προκείμενης περίπτωσης, όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω, οικειοθελή αποχώρηση (σιωπηρή παραίτηση) αυτού από την εργασία της. Ως εκ τούτου ο εναγόμενος δεν οφείλει αποζημίωση λόγω καταγγελίας αφού δεν κατήγγειλε αυτός τη σύμβαση εργασίας ούτε εξάλλου προέβη σε βάρος της ενάγουσας σε κάποια παράνομη και άδικη πράξη ούτε προσέβαλε την προσωπικότητα της. Πρέπει συνεπώς τα σχετικά κονδύλια της αγωγής (αποζημίωση απολύσεως, επίδομα ανεργίας, επίδομα μητρότητας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) να απορριφθούν ως αβάσιμα ενώ παρέλκει η εξέταση της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής και παραγραφής που προβάλει ο εναγόμενος και αφορούν τα ανωτέρω κονδύλια.

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα κατά το διάστημα από 25.8.2008-27.8.2008 παρόλο που έλαβε αναρρωτική άδεια από το Ι.Κ.Α δεν πήρε επίδομα ασθένειας ενώ για το διάστημα από 28.8.2009 ώε8.9.2009 της χορηγήθηκε ως επίδομα ασθένειας το ποσό των 348,63 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενο βιβλιάριο ασθένειας της). Επομένως ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει δεδομένου ότι ο μηνιαίος μισθός της ήταν 760 ευρώ και συνεπώς το ημερομίσθιο της στο ποσό των 28,84 ευρώ, το συνολικό ποσό των 357,95 ευρώ ήτοι 706,58 – 348,63 = 357,95 ευρώ. Επίσης ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα όπως ο ίδιος συνομολογεί στην πρόσθηκη-αντίκρουση των προτάσεων του το ποσό των 750 ευρώ ως αποζημίωση αδείας έτους 2009 και το ποσό των 375 ευρώ ως επίδομα αδείας έτους 2009 καθώς δώρο Πάσχα έτους 2009 ήτοι ποσό 41 ημέρες που εργάσθηκε το έτος 2009 (έως 1 1.2.2009) :8=5»125X30 = 153,75 ευρώ καθώς και το δώρο Χριστουγέννων έτους 2008 ύψους 781,25 ευρώ (750 +3 1,25 αναλογία επιδόματος αδείας) αφού η προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο απόδειξη δεν φέρει υπογραφή της ενάγουσας ότι έλαβε το αναγραφόμενο ποσό.

Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, η αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 375,95 + 750 + 375 + 153,75 + 781,25 = 2.417,95 με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κάθε επιμέρους ποσό και ειδικότερα το κονδύλι διαφοράς αποδοχών από 30.9.2008, το δώρο Χριστουγέννων από 3 1.12.2008 το κονδύλι αποζημίωση αδείας και επιδόματος αδείας έτους 2009 από 31.12.2009 και μέχρις εξοφλήσεως της αγωγής. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή εν μέρει και δη για το αναφερόμενο στο διατακτικό ποσό, καθόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η καθυστέρηση στην εκτέλεση και κατά το ποσό τούτο,μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους στο σύνολο τους σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 Κ.Πολ.Δ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των εναγομένων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, ό,τι κρίθηκε, ότι πρέπει ν’ απορριφθεί.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο, να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δυο χιλιάδων τετρακοσίων δεκαεπτά ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (2.417,95) με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κάθε επιμέρους ποσό κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσης αποφάσεως.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των χιλίων (1000) ευρώ.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους στο σύνολο τους.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30 Ιουνίου 2011.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία