fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Τμήμα 10ο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασιλάκη, Προεδρεύουσα Εφέτη (επειδή κωλύεται ο Πρόεδρος και οι αρχαιότεροι της Εφέτες), Στυλιανό Δαρέλλη-Εισηγητή και Γεωργία Ρήγα, Εφέτες και από το Γραμματέα Ιωάννη Λιαπίκο.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουάριου 2008 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1. …..του ……., κατοίκου Πεύκη Αττικής, 2…….. του ……., κατοίκου Νίκαιας Αττικής, τους οποίους εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Χαρίλαος-Αθανασόπουλος.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΑΗΤΩΝ: 1. ……….του ……., κατοίκου Πειραιά, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Χρήστος Οικονομάκης, 2. Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο Δήμο Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 3. Ανωνύμου ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “…………”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 4 Ιουλίου 2004 αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 6537/2004, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθμ. 4012/2006 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες με την από 8 Ιουνίου 2007 έφεσή τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 5004/2007.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε ερήμην της Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………….» και της Ανωνύμου ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “………………………….”.Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Χρήστος Οικονομάκης, κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος Χαρίλαος Αθανασόπουλος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 8-6-2007 (αριθμός καταθ. δικογρ. 5004/2007) έφεση των εναγόντων κατά της υπ’ αριθμ. 4012/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρο 681 Α’ του ΚΠολΔ) έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 5 17 και 518 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή, ως άνω, διαδικασία (άρθρα 533, 68 1 Α’, 674 παρ. 2 ΚΠολΔ). Η συζήτηση, ωστόσο της έφεσης, ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων είναι απαράδεκτη καθόσον ο επισπεύδων τη συζήτηση αυτής (πρώτος εφεσίβλητος]’ δεν επέδωσε την κλήση για τη συζήτηση της ένδικης έφεσης και σ’ αυτές (ΑΠ 270/2006 Δ. 2006 691, ΑΠ 102/2006 Δ.2006. 924).

Με την από 14-7-2004 αγωγή την οποία άσκησαν ενώπιον του προαναφερόμενου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, ισχυρίστηκαν ότι συνεπεία του σ’ αυτήν περιγραφομένου τροχαίου ατυχήματος, που έλαβε χώρα την 4-1 1-1999 από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου, ήδη εφεσιβλήτου, κατά την οδήγηση του αναφερομένου αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, για τις προς τρίτους προκαλούμενες, κατά την οδήγησή του, ζημίες στην τρίτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, υπέστη το αυτοκίνητο του οποίου αυτοί (ενάγοντες) είναι συνιδιοκτήτες τους, επίσης στην αγωγή αναφερόμενες ζημίες και φθορές, και ο πρώτος τούτων τις εκτιθέμενες σωματικές βλάβες, ισχυρίστηκαν περαιτέρω, ότι η τρίτη εναγομένη, μετά την κατάθεση, στην επιληφθείσα προανακριτική αρχή της βεβαίωσης ασφάλισης του ανωτέρω αυτοκινήτου λογίζεται ότι ανεδέχθη, σωρευτικώς, το χρέος του υπαιτίου οδηγού του εν λόγω ζημιογόνου αυτοκινήτου και αντισυμβαλλομένου της. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, οι ενάγοντες ότι η δεύτερη των εναγομένων αδρανεί και δεν ασκεί τα εκ της ασφαλιστικής σύμβασης δικαιώματά της κατά της τρίτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, και για το λόγο αυτό, ασκούν οι ίδιοι (ενάγοντες) που έχουν έννομο, προς τούτο, συμφέρον πλαγιαστικά την κατά της τρίτης εναγόμενης αξίωση του ασφαλισμένου της.

Ζήτησαν δε οι ενάγοντες να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, να τους καταβάλουν : α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.699,50 ευρώ και β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 2.089,45 ευρώ για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Άλλως, οι ενάγοντες, ζήτησαν να υποχρεωθεί η τρίτη των εναγομένων να καταβάλει στους πρώτο και δεύτερη τούτων, τα παραπάνω ποσά που θα υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους ενάγοντες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση τα αγωγής. Επί της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρο 68.1 Α’ του ΚΠολΔ), κατ’ ανχιμωλίαν των διαδίκων, η εκκαλούμενη, υπ’ αριθμ. 4012/2006 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκαν η μεν πλαγιαστικά ασκηθείσα αγωγή ως πρωώρως ασκούμενη η δε ευθεία τοιαύτη ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από τους ενάγοντες η υπό κρίση έφεση, με την οποία αυτοί παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, η ένδικη αγωγή τους.

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καταθέσεις, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση Πρακτικά Δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, και εκτιμώνται καθεμιά χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς τις λοιπές αποδείξεις ανάλογα με το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Την 4-1 1-1999 και περί ώρα 11.00, ο πρώτος εναγόμενος ήδη εφεσίβλητος οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ……. …….. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, προστηθείς στην οδήγηση αυτού από την τελευταία, εκινείτο στην αριστερή πλευρά της οδού ……….. . Στο σημείο όπου η εν λόγο) οδός διασταυρώνεται με τη Λεωφόρο ……….. ………ο πρώτος εναγόμενος ακινητοποίησε το όχημά του προ του φωτεινού σηματοδότη που έδειχνε κόκκινο φως. Όταν ο φωτεινός σηματοδότης έδειξε πράσινο φως ο τελευταίος ξεκίνησε για να διασχίσει το ρεύμα πορείας της Λεωφόρου ……….. ………προς Αθήνα και να εισέλθει στο ρεύμα πορείας προς Νίκαια και γέφυρα Κηφισού και ενώ αυτός βρισκόταν στο μέσον, περίπου, του ρεύματος πορείας της Λεωφόρου ……….. ………προς Αθήνα, ο πρώτος ενάγων, ο οποίος οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας …… ……. ΙΧΕ αυτοκίνητο εκινείτο στο αυτό ρεύμα πορείας, με κατεύθυνση προς Αθήνα, παραβίασε την κόκκινη ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη που υπήρχε στην πορεία του και επέπεσε με σφοδρότητα στον εμπρόσθιο προφυλακτήρα του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος.

Στη συνέχεια το ΙΧΕ αυτοκίνητο του πρώτου των εναγόντων επέπεσε επί του φωτεινού σηματοδότη τον ευρισκόμενο στην πορεία του τον οποίο και κατέστρεψε διακόπτοντας τη λειτουργία του καθώς, επίσης και στο με αριθμό κυκλοφορίας ……….. αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ……….. ……… και είχε ξεκινήσει μαζί με το όχημα του πρώτου εναγομένου. Υπό τα αποδειχθέντα, ως άνω, πραγματικά περιστατικά το ένδικο τροχαίο ατύχημα και οι εξ αυτού συνέπειες, οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου ενάγοντος, ήδη πρώτου εκκαλούντος, οδηγού του ΙΧΕ αυτοκινήτου, ο οποίος από αμέλειά του, οδηγούσε το όχημά του χωρίς σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση και χωρίς να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία του, ώστε να μπορεί, ανά πάσα στιγμή να ενεργεί τους απαιτούμενους χειρισμούς. Εξαιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του όταν έφθασε στη συμβολή της Λεωφόρου ……….. ………με την οδό ……….. , δεν αντιλήφθηκε ότι ο φωτεινός σηματοδότης που βρισκόταν στην πορεία του έδειχνε κόκκινο φως, με αποτέλεσμα να μην ανακόψει την πορεία του και να επιπέσει, όπως προαναφέρθηκε, στο κανονικά κινούμενο όχημα του πρώτου εναγομένου (άρθρα 12 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 26 παρ. 1, 4 του Κ.Ο.Κ.). Ισχυρίζονται οι εκκαλούντες ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του τελευταίου, ο οποίος παρά την υποχρέωση που είχε να ανακόψει την πορεία του λόγω μη λειτουργίας των φωτεινών σηματοδοτών και να αναμένει τη διέλευση των οχημάτων που κινούνταν επί της Λεωφόρου …… ………., δεν τον έπραξε αλλά συνέχισε ανακόπτοντας την πορεία του οχήματος του πρώτου ενάγοντος. Ο ισχυρισμός αυτός που συγκροτεί τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιβεβαιώθηκε. Αντίθετα η κρίση περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου ενάγοντος ενισχύεται αφενός μεν από την κατάθεση του συνοδηγού του οχήματος του πρώτου εναγομένου (……. ……..) αφετέρου δε από το υπ’ αριθμ. πρωτ. 1 107/8-2-2005 έγγραφο του Υπ. ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. όπου αναφέρεται ότι δεν υπάρχει σημειωμένη, στο Βιβλίο αναγγελίας βλαβών του Κέντρου Σηματοδότησης, βλάβη στη σηματοδοτική εγκατάσταση του κόμβου ……….. -……….. στις 11.00 της 4.1 1.1999. η βλάβη αναγγέλθηκε από ιδιώτη των 11.45 ώρα της ίδιας ημέρας, μετά, δηλαδή, την καταστροφή του σηματοδότη συνεπεία της πρόσκρουσης σ’ αυτόν του ΙΧΕ αυτοκινήτου, του πρώτου ενάγοντος. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην αυτή κρίση, γι’ αυτό και ο σχετικός, πρώτος, λόγος της έφεσης τωνεναγόντων, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, αφού ο δεύτερος λόγος αφορά την ουσία της υπόθεσης (τα σχετικά κονδύλια της αγωγής) πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λογω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4012/2006 οριστικήν απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εφεσιβλήτων.

Δέχεται, ως προς τον πρώτο τούτων, την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του πρώτου εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 6 Μαρτίου 2008 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι, στις 4 Απριλίου 2008.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                            O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Β.Μ.                                                      Λ.Ι.

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία