Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Βουλεύματος (218 /2007)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Φωτεινή Παπαντωνοπούλου και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Πλημ/δίκες.
Συνεδρίασε στο γραφείο της Προέδρου στις 30-1-2007. Στη συνεδρίαση ήταν παρούσες η Εισαγγελική Πάρεδρος Ελένη Μιχαλοπούλου (επειδή κωλύονταν οι Εισαγγελείς και οι Αντ/λείς) και η δικαστική γραμματέας Σοφία Βήχου.
Το Συμβούλιο κλήθηκε να αποφανθεί για την παρακάτω ποινική υπόθεση.
Ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των : 1) ……… , κατοίκου Πειραιώς , για την πράξη της από κοινού αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια .Διατάχθηκε και διενεργήθηκε προανάκριση μετά το τέλος της οποίας η παραπάνω Εισαγγελική Πάρεδρος υπέβαλε προς το Συμβούλιο αυτό την ποινική δικογραφία που σχηματίσθηκε μαζί με την με αριθμό ΕΓ 4-06/202/10/23-11-2006 έγγραφη πρότασή της, που έχει ως εξής: Ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των : 1.- …….., κάτοικο …….., 2.- ……, κατοίκου ………., 3.- …….., κατοίκου ………… και 4.- …….., κατοίκου ………. για το πλημμέλημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος κατ’ άρθρο 394 § 4-1 Π.Κ. Η ως άνω υπόθεση με αριθμό Β.Μ. Μ06-507 χωρίστηκε από την με αριθμό Β.Μ. Α06-532 Ρ ανακριτική δικογραφία, η οποία αφορά πλαστογραφία με χρήση με σκοπό περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 ευρώ, άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή, απάτη ενώπιον του δικαστηρίου κατ’ επάγγελμα και συνήθεια συνολικής ζημίας άνω των 15.000 ευρώ και χρήση πλαστού, πράξεις οι οποίες καταμηνύονται από τη ….. χα ……., κάτοικο Κερατσινίου με την από 16-3-2006 μήνυσή της. Η υπ’ Α.Β.Μ. Μ06/507 δικογραφία χωρίστηκε, λόγω ελλείψεως συνάφειας μεταξύ των πλημμελημάτων των τεσσάρων κατηγορουμένων και εισάγουμε στο Συμβούλιο Σας κατ’ άρθρο 308§ 1 Κ.Π.Δ. την ως άνω υπόθεση μόνο ως προς τους 1,…… δικηγόρο, και 2,…….. και εκθέτουμε τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 394§1 Π.Κ. ορίζεται ότι «όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από τον οποίο προέρχεται το πράγμα» και στην §4 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι «αν ο υπαίτιος επιχειρεί τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενήργησε από ιδιοτέλεια ή αν πρόκειται για πράγμα ιδιαίτερα μεγάλη – αξίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Η ως άνω διάταξη προστατεύει το έννομο αγαθό της περιουσίας, στρεφομένη κατά της διατήρησης και εδραίωσης της περιουσιακής θέσής που αποκτήθηκε με παράνομη πράξη. Ως πράγμα που προέρχεται από παράνομη πράξη θεωρείται και το έγγραφο που ενσωματώνει αξίωση (ΑΠ 64/2000ΠοινΝμλγΑΠ 2000, 42). Το έγκλημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος είναι ιδιώνυμο, αυτοτελές και διακεκριμένο από την προηγηθείσα αυτού κυρία πράξη.
Η προηγούμενη, όμως, αξιόποινη πράξη – βασικό έγκλημα – από την οποία προέρχεται το πράγμα πρέπει να είναι τετελεσμένο έγκλημα, οποιασδήποτε διαβάθμισης, που προσβάλλει ξένα περιουσιακά συμφέροντα και δημιουργεί παράνομη περιουσιακή μετάθεση, χωρίς όμως να απαιτείται η πράξη αυτή να είναι και τιμωρητή, αρκεί το γεγονός ότι είναι αξιόποινη. Συνεπώς η ύπαρξη του βασικού εγκλήματος αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για το αδίκημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (ΕΦ ΑΘ 1534/2004 ΝΟΜΟΣ), πλην όμως δεν είναι αναγκαία η ταυτόχρονη εκδίκαση της κυρίας πράξης και της αποδοχής, αλλά το δικαστήριο που δικάζει την τελευταία (αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος) ή ερευνά παρεμπιπτόντως την προέλευση του πράγματος ή αναβάλλει προς συνεκδίκαση με την κυρία πράξη κατά την κρίση του (ΑΠ 1585/1994 ΠΧ ΜΔ, 1373). Το έγκλημα του άρθρου 394§ 1 Π.Κ. τελείται πέραν των άλλων αναφερόμενων στην ως άνω διάταξη τρόπων και με «αγορά», ήτοι με έναντι καταβολής τιμήματος κτήση του πράγματος. Η υποκειμενική υπόσταση του πλημμελήματος του άρθρου 394§4-1 Π.Κ. προϋποθέτει δόλο, ακόμη και ενδεχόμενο, που περιλαμβάνει τη γνώση της παράνομης προέλευσης του πράγματος και τη θέληση της απόκτησής του έναντι αμοιβής (ΑΠ 151/2001, 422/1999, 973/1998 ΝΟΜΟΣ). Ο δόλος του δράστη πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της αποδοχής του πράγματος, ενώ δεν είναι απαραίτητο κατ’ ανάγκη να γνωρίζει από’ ποια συγκεκριμένη πράξη προήλθε το πράγμα ή το πρόσωπο του δράστη της κυρίας αξιόποινης πράξης. Ο δόλος του αποδεχόμενου το προϊόν εγκλήματος διακριβώνεται από συγκεκριμένα περιστατικά που. τον καταδεικνύουν αμέσως ή εμμέσως, για παράδειγμα από την εμπειρία του δράστη, από την θέση του και τη σχέση του με τον δράστη του βασικού εγκλήματος, από το ευτελές του τιμήματος της συναλλαγής, από τα διακριτικά σημεία του ίδιου του πράγματος, από τις ιδιότητες και την θέση του προτείνοντος την αγορά του πράγματος. Η δε §4 του ως άνω άρθρου απαιτεί ο δράστης να ενήργησε κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, να λειτούργησε με «ιδιοτέλεια» και το πράγμα να ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Από τα στοιχεία της δικογραφίας, καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία του πρώτου και δεύτερου των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα εξής: Οι κατηγορούμενοι ….., δικηγόρος, και …….., στον ……… την 3-10-2002 προέβησαν δυνάμει του υπ’ αριθμ. 838/3-10-2002 συμβολαίου πώλησης αγροτικού ακινήτου της συμβολαιογράφου Γυθείου Μαρίας Σταθάκη – Βαρλα, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αρεόπολης, στην αγορά κατά ποσοστό ενός δευτέρου εξ αδιαιρέτου έκαστος της κυριότητας του αγροτεμαχίου κειμένου στη θέση «……….» της πρώην κοινότητας Άνω Μπουλαριών με την επωνυμία «…………» εντός της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. Γερολιμένα του Δήμου Οιτύλου, επιφάνειας είκοσι χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα ενός τετραγωνικών μέτρων και εβδομήντα οκτώ εκατοστών (20.581,78) από τους : 1) ………… και 2) ………… Η αντικειμενική αξία του αγροτεμαχίου προσδιορίστηκε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν δέκα έξι ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (4.116,36) και το συνολικό τίμημα που καταβλήθηκε ανήλθε στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ. Το ανωτέρω αγροτεμάχιο, όπως περιγράφεται αναλυτικά στο ως άνω συμβόλαιο, περιήλθε στους δικαιοπαρόχους των κατηγορουμένων από κληρονομιά του αποβιώσαντος την 8-1-1996 αδελφού τους …….., δυνάμει της από 30-11-1995 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθμ. 292/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία (διαθήκη) φέρεται με την υπ’ αριθμ. Α06/532 από 16-3-2006 μήνυση ότι καταρτίστηκε εξ υπ’ αρχής πλαστή από τον ……., αδελφό του ως άνω αποβιώσαντος, με τη σοβαρή βοήθεια του …….και της ………συζ. ………, το,, γένος ………, ομοίως αδελφών του ως άνω αποβιώσαντος, της οποίας χρήση έκανε η τελευταία εμφανίζοντάς την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκειμένου να τη δημοσιεύσει και να την κηρύξει κυρία. Η από 30-11-1995 ιδιόγραφη διαθήκη του αδερφού των δικαιοπαρόχων των κατηγορουμένων δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κυρία κατά τη συνεδρίαση της 26ης -4-1996 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Εν συνεχεία οι ως άνω πωλητές την 13-6-1996 κατέβαλλαν το αναλογούντα φόρο κληρονομιάς και απεδέχθησαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθμ. 956/5-7-1996 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αρεόπολης Παναγιώτας Κυριάκου Μπεχράκη, η οποία μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του ως άνω Υποθηκοφυλακείου την 10-7-1996. Εκ των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι λαμβάνοντας υπ’ όψη τους αφ’ ενός το γεγονός ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 292/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά πιθανολογήθηκε η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι από τη δικάσιμο της 26ης -4-1996 (ημέρα κήρυξης κυρίας της διαθήκης) έως την 3η -10-2002 (ημέρα καταρτίσεως της συμβάσεως πωλήσεως) είχε παρέλθει η πενταετία που ορίζει το άρθρο 1777 ΑίΚ., για την αμφισβήτηση της γνησιότητας της διαθήκης, χωρίς να τεθεί ζήτημα αμφισβήτησης της γνησιότητάς της, αφ’ ετέρου του γεγονότος ότι το τίμημα της αγοραπωλησίας απείχε ελάχιστα από την αντικειμενική αξία του αγροτεμαχίου, εκτιμώμένου και του γεγονότος ότι επρόκειτο για ακίνητο ιδιαίτερα χαμηλής αξίας και εκ τρίτου του γεγονότος ότι οι πωλητές τους είχαν καταβάλλει το φόρο κληρονομιάς που καταλογίστηκε στο κληρονομιαίο επίδικο ακίνητο, προέβησαν στην αγορά του επίδικου ακινήτου έχοντας την πεποίθηση, ενισχυόμενη και από το τεκμήριο του άρθρου 1777 Α.Κ., ότι αγόραζαν από αληθείς και πραγματικούς κυρίους.Από κανένα δε στοιχείο δεν προέκυψε κάποια πληροφόρηση των… κατηγορουμένων για τη φερόμενη ως πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη κατά το χρόνο κτήσεως του επίδικου αγροτεμαχίου, ενώ ανάμεσα στους κατηγορουμένους και τους δικαιοπαρόχους τους δεν διεφάνη ‘οποιαδήποτε σχέση (επαγγελματική, συγγενική, κοινωνική), εκ της / οποίας να μπορεί να θεωρηθεί ότι θα μπορούσαν να λάβουν γνώσει περί της φερόμενης πλαστογραφίας της διαθήκης από τα προεκτεθέντα δεν προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην προρρηθείσα αγορά γνωρίζοντας ή έστω υποπτευόμενοι τη φερόμενη πλαστότητα της ανωτέρω ιδιόγραφης διαθήκης ή της παράνομης προέλευσης του επίδικου αγροτεμαχίου, συνεπώς στερούνται του απαιτούμενού .κατ’ άρθρο 394§1 Π.Κ. δόλου, πολλώ δε μάλλον της επιδίωξης αμέσων ή εμμέσων ωφελημάτων από ιδιοτέλεια κατ’ άρθρο 394§4 Π.Κ. Επίσης από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση του πλημμελήματος του άρθρου 394§4-1 Π.Κ. Κατ’ ακολουθία των ηγουμένων σκέψεων και κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 1α και 310 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. θα πρέπει να μην γίνει κατηγορία κατά των κατηγορούμενων για τις πράξεις για τις οποίες διώκονται, τα δε έξοδα της παρούσης, επειδή δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής μιας των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 585 παρ. 1 του ιδίου κώδικα , να μην επιβληθούν εις βάρος της μηνύτριας .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνουμε : Α) Να μην γίνει κατηγορία κατά των : 1) …….. , δικηγόρου, κατοίκου Πειραιά (…….) και 2) ……… , κατοίκου Κερατσινίου (……) για την πράξη της από κοινού αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια (αρ. 45, 394 παρ. 4-1 Π.Κ.) , πράξη οι οποία φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτούς στον Πειραιά, την 3-10-2002 . Πειραιάς 20-11-2006 . Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΛΕΝΗ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΡΕΔΡΟΣ» . Αφού άκουσε την Εισαγγελέα να αναπτύσσει και προφορικά την παραπάνω έγγραφη πρότασή της και μετά την αποχώρησή της .
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με βάση την από 16.3.2006 έγκληση της …….. χήρας …….., η οποία έλαβε Α.Β.Μ. – Α06/532, ασκήθηκε ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και, σε βάρος των α. …… (κατοίκου ………), β. ……… (κατοίκου …….., οδός …… ), γ. …….. (κατοίκου ……., οδός ……) και δ. ……. (κατοίκου ………, οδός……,…….) για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, τελεσθείσα από πρόσωπα που επιχειρούν τέτοιες πράξεις κατά επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρο 394 §§ 1 και 4 του Π.Κ.). Με την υπό στοιχεία Μ06/507/3.5.2006 παραγγελία του αρμοδίου Εισαγγελέα χωρίστηκε η κρινόμενη υπόθεση από τη διενεργούμενη κυρία ανάκριση, οπότε για τη διακρίβωση του ενδιαφέροντος πλημμελήματος διεξήχθη, κατά αρχήν, προκαταρκτική εξέταση και, στη συνέχεια, με την ΕΓ4-06/202 οικεία παραγγελία, προανάκριση. Μετά δε την ολοκλήρωση αυτής ακολούθησαν τρεις διακεκριμένες ενέργειες. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το ……….., ο οποίος είναι δικηγόρος και ως εκ τούτου πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας (άρθρο 111 § 7 του Κ.Π.Δ.), καθώς και το συμμέτοχο αυτού ……… η σχηματισθείσα δικογραφία υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών προκειμένου να εισαχθεί η υπόθεση με απευθείας κλήση στο ακροατήριο, κατά εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 244 και 245 § 1 περ. α του Κ.Π.Δ.. Ο τελευταίος με την υπό αριθμό πρωτοκόλλου 8509/30.10.2006 παραγγελία του επαναδιαβίβασε την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, επειδή έκρινε ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή στο ακροατήριο και προκειμένου, εντεύθεν, να εισαχθεί η υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Κατόπιν τούτου παραδεκτά εισάγεται στο Συμβούλιο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 § 2 του Κ.Π.Δ., με την προαναπτυσσόμενη εισαγγελική πρόταση, η σχηματισθείσα ποινική δικογραφία μόνο για την κατηγορία που αποδίδεται σε βάρος των ………..και ……, ήτοι για την πράξη της από κοινού αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, τελεσθείσα από πρόσωπα που επιχειρούν τέτοιες πράξεις κατά επάγγελμα και κατά συνήθεια, την οποία φέρονται ότι διέπραξαν στο Γύθειο την 3.10.2002. Από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά την προανάκριση που διενεργήθηκε και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε, ιδιαίτερα δε τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν, και κατά την κρίση του Συμβουλίου, τα πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση, στις νόμιμες και ορθές σκέψεις της οποίας και αυτό αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Με βάση τα πραγματικά αυτά γεγονότα και κατά ορθή υπαγωγή αυτών στις προσήκουσες διατάξεις, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 § 1 περ. α και 310 § Ια του Κ.Π.Δ., να μη γίνει κατηγορία σε βάρος τους, καθόσον δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις που να μπορούν να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο την κατηγορία σχετικά με την αντικειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης. Τα δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν σε βάρος της μηνύτριας, καθόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 585 του Κ.Π.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων ……….του …… (κατοίκου ……., οδός ………) και ……. του …… (κατοίκου …….., οδός ……..) για την πράξη της από κοινού αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, τελεσθείσα από πρόσωπα που επιχειρούν τέτοιες πράξεις κατά επάγγελμα και κατά συνήθεια, την οποία φέρονται ότι διέπραξαν στο ……… την 3.10.2002. Αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30-1-2007 και εκδόθηκε στον ίδιο τόπο στις 13/3/2007.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μ.Θ. Β.Σ.