Περίληψη
24/2011 ΕΦ ΠΕΙΡ
(ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2011/481, ΕΕΜΠΔ 2011/654, ΕΝΑΥΤΔ 2011/45)
Θαλάσσια αρωγή. Αμοιβή του αρωγού. Προϋποθέσεις γενέσεως και κριτήρια προσδιορισμού αυτής. Πλείονες παράγοντες αρωγής. Κατανομή της αμοιβής σε αυτούς. Ρυμούλκηση. Φύση αυτής. Διάκριση από τη θαλάσσια αρωγή.
(βλ. σημ. Κ. Παμπούκη, ΕπισκΕμπΔ 2011/481).
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (Ναυτικό Τμήμα)
Ημερομηνία: 2011
Πρόεδρος: Ασπασία Μαγιάκου, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγητής: Κωνσταντίνος Σταμαδιάνος, Εφέτης
Δικηγόροι:
- για τους εκκαλούντες (ενάγοντες): Χρήστος Οικονομάκης
- για τους εφεσίβλητους:_______ ________
Σκοπούμενο αίτημα: η επιδίκαση (εν μέρει αναγνωριστικώς και εν μέρει καταψηφιστικώς), εύλογης νόμιμης αμοιβής, κυρίως από την παροχή επιθαλάσσιας αρωγής, επικουρικώςδε από τη σύμβαση απλής ρυμούλκησης, ποσού 180.000 ευρώ.
#παροχή επιθαλάσσιας αρωγής
#σύμβαση απλής ρυμούλκησης
Αποτέλεσμα:
Το Δικαστήριο
Έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία την αγωγή κατά την κύρια βάση της (μη ερευνώμενης κατόπιν τούτου της επικουρικής),
Αποφάσισε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στους ενάγοντες ποσό 15.000 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της (αγωγής) και
να καταδικασθεί (εναγόμενος) σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (176, 178 και 183 ΚΠολΔ).
*************************
Με την από 11.3.2008 (εκθ. κατ. 2728/2008) αγωγή τους οι ενάγοντες, επικαλούμενοι ότι το υπό ελληνική σημαία αλιευτικό πλοίο «……..», πλοιοκτησίας του πρώτου (ενάγοντος), το οποίο τελούσε υπό την πλοιαρχία του δεύτερου (ενάγοντος) και είχε ως πλήρωμα τα αναφερόμενα πρόσωπα, προσέφερε, υπό τις ειδικώς προσδιοριζόμενες συνθήκες, αποτελεσματική σωστική αρωγή στο επίσης υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Τ/Ρ ιστιοφόρο πλοίο «………..», πλοιοκτησίας του εναγομένου, που διέτρεχε κίνδυνο απώλειας ή βλάβης, ζητούν να τους επιδικασθεί (εν μέρει αναγνωριστικώς και εν μέρει καταψηφιστικώς), λόγω εύλογης νόμιμης αμοιβής τους, κυρίως από την παροχή επιθαλάσσιας αρωγής, επικουρικώς δε από τη σύμβαση απλής ρυμούλκησης, ποσό 180.000 ευρώ, νομιμοτόκως, συμμέτρως, ήτοι κατά το ήμισυ στον πρώτο των εναγόντων, κατά το 1/4 στον δεύτερο εξ αυτών και κατά το λοιπό 1/4 στα από τον τελευταίο νομίμως αντιπροσωπευόμενα μέλη του πληρώματος. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η ως άνω οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία, κατά μεν την κύρια βάση της την απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη στο σύνολο της, κατά δε την επικουρική την δέχθηκε ως ουσιαστικώς βάσιμη εν μέρει, και μόνο για τον πρώτο των εναγόντων, για ποσό 7.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της (αγωγής). Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την ένδικη έφεση, ζητούν δε, αιτιώμενοι πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, την εξαφάνιση της με σκοπό να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή τους κατά την κύρια βάση της, άλλως κατά την επικουρική της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12 και 13 της ισχύουσας από τον Ιούνιο 1997 και στην Ελλάδα Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, η οποία διέπει και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή τις παρεχόμενες σε εσωτερικά ύδατα, ακόμα και από (ή σε) πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας, προκύπτει ότι προϋποθέσεις για τη γέννηση του δικαιώματος της (εκ του νόμου) αμοιβής του αρωγού είναι: α) η πράξη ή δραστηριότητα παροχής βοήθειας σε πλοίο που βρίσκεται σε οποιαδήποτε (πλεύσιμα ή μη) ύδατα, β) κίνδυνος απώλειας ή βλάβης του και γ) ωφέλιμο αποτέλεσμα. Όσον αφορά τον κίνδυνο απώλειας ή βλάβης του βοηθούμενου πλοίου, αυτός πρέπει να είναι πραγματικός, έστω και μη άμεσος, αλλά αναμενόμενος με πιθανότητα που προϋπάρχει των σωστικών υπηρεσιών και δεν προκαλείται απ` αυτές, χωρίς να απαιτείται και αδυναμία ελικτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης πρόωσης του κινδυνεύοντος πλοίου. Επίσης, είναι αρκετό το γεγονός ότι κατά το χρόνο που δόθηκε η βοήθεια, το αντικείμενο της αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Ο κίνδυνος πρέπει ακόμη να είναι σοβαρός, η ύπαρξη δε και ο βαθμός του εκτιμώνται με τη συνολική εξέταση των συντρεχουσών στη συγκεκριμένη περίπτωση περιστάσεων. Τέτοιες υποδηλωτικές κινδύνου περιστάσεις είναι ενδεικτικώς: 1) η εγκατάλειψη του ταξιδιού, 2) η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια εξ αιτίας π.χ. βλαβών του πλοίου και 3) η ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προώθησης, με την ενεστώσα και παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες. Κριτήρια για τον καθορισμό από το Δικαστήριο της από την επιθαλάσσια αρωγή αμοιβής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την αξία του σωθέντος πλοίου, αποτελούν περιοριστικώς: 1) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να σώσει το πλοίο, 2) η διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών αγαθών, 3) το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, 4) η φύση και η έκταση του κινδύνου, 5) ο χρόνος που διατέθηκε, οι δαπάνες και οι απώλειες που είχε ο αρωγός, 6) ο κίνδυνος ευθύνης και άλλοι κίνδυνοι τους οποίους διέτρεξε (αρωγός) ή ο εξοπλισμός του, 7) το έγκαιρο των παρασχεθεισών υπηρεσιών, 8) η δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής, 9) ο βαθμός ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού πλοίου και η αξία αυτού και 10) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να αποτρέψει ή ελαχιστοποιήσει βλάβη του περιβάλλοντος (ΕφΠειρ 830/2008, 4/2008 ΕΝΔ 37. 50 και 36. 139 αντιστοίχως).
Περαιτέρω, ρυμούλκηση είναι η ενέργεια που καταβάλλεται με αμοιβή από το πλοίο που είναι εφοδιασμένο με κινητήρια δύναμη και έχει ως σκοπό του τη μεταφορά, από τόπο σε τόπο, είτε πλοίου που στερείται γενικά ή κατά ένα μέρος δικής του κινητήριας δύναμης, είτε γενικά οποιουδήποτε επιπλέοντος κατασκευάσματος, με τη βοήθεια ρυμουλκίου (σχοινιού), το οποίο ενώνει το ρυμουλκό με το ρυμουλκούμενο. Η ρυμούλκηση έχει το χαρακτήρα της σύμβασης μίσθωσης έργου, όταν το ρυμουλκούμενο έχει δικό του επαρκές πλήρωμα και είναι κύριο των δικών του κινήσεων, στο πλαίσιο της περιορισμένης δραστηριότητας του και δεν ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα. Στις άλλες περιπτώσεις, όταν δηλαδή το ρυμουλκούμενο δεν έχει δικό του πλήρωμα και δεν είναι κύριο των δικών του κινήσεων, αλλά βρίσκεται στην παραφυλακή του ρυμουλκέα και υπό την εξουσία του πλοιάρχου του ρυμουλκούντος πλοίου και ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα, η ρυμούλκηση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση ναύλωσης (ΕφΠειρ 751/2007 ΕΝΔ 36. 52). Εξάλλου, η διαφορά της θαλάσσιας αρωγής από την απλή ρυμούλκηση έγκειται ακριβώς στο ότι η πρώτη προϋποθέτει τη συνδρομή σοβαρού κινδύνου απώλειας ή βλάβης του πλοίου, ο οποίος (κίνδυνος), ως προελέχθη, δεν είναι ανάγκη να είναι επικείμενος (άμεσος), αλλά αρκεί να είναι ενδεχόμενος και πιθανός, ενώ στη δεύτερη (ρυμούλκηση) το πλοίο απλώς δεν μπορεί από άλλο λόγο (στέρηση γενικά ή κατά ένα μέρος της δικής του κινητήριας δύναμης) να συνεχίσει τον πλου του και ζητεί την συνδρομή άλλου πλοίου για να συνεχίσει (ΕφΠειρ 830/2008 ό.π., 73/2008 ΕΝΔ 36. 133).
Στην προκείμενη περίπτωση …, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 26.1.2008 και περί ώρα 11.00 το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό τουριστικό ιστιοπλοϊκό σκάφος «________», κατασκευασμένο από ενισχυμένο πλαστικό (GRP) στη Γαλλία, κατά το έτος 1995,…, αξία 100.000 ευρώ, πλοιοκτησίας του εναγομένου, έχοντας κυβερνήτη τον ίδιο και συνεπιβάτη τον αλλοδαπό J.K., αναχώρησε από το λιμάνι της Κω με προορισμό τη νήσο Πάρο. Την 17.50 ώρα (της ίδιας ημέρας) και, ενώ το σκάφος έπλεε ανοικτά του όρμου Λακίου Λέρου -περί τα 1.000 μ. από την ακτή- όπου επικρατούσαν σχεδόν θυελλώδεις μέχρι θυελλώδεις βόρειοι-βορειοανατολικοί άνεμοι, 7 ως 8 μποφώρ, υπέστη βλάβη στη (μοναδική) μηχανή του και στη συνέχεια σχίστηκε από τους πνέοντες σφοδρούς ανέμους το κύριο ιστίο του, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθεί και να περιέλθει σε κατάσταση ακυβερνησίας, δοθέντος και του ότι η ανάρτηση του εφεδρικού ιστίου ήταν αδύνατη, και τούτο γιατί ο στερούμενος οποιασδήποτε ναυτικής πείρας ως άνω αλλοδαπός συνεπιβάτης του είχε καταληφθεί, εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών (ισχυροί άνεμοι, βλάβη μηχανής-καταστροφή ιστίου, δύση του ήλιου-εμφάνιση σκότους), από πανικό και δεν μπορούσε να προσφέρει την αναγκαία προς τούτο (αλλαγή ιστίου) συνδρομή του στον εναγόμενο.
Ενόψει της κατάστασης αυτής, ο τελευταίος, περί ώρα 17.55, ειδοποίησε τηλεφωνικώς το Λιμεναρχείο Λέρου, το οποίο και διέταξε να αποπλεύσει άμεσα προς εντοπισμό του (ακυβέρνητου σκάφους του εναγομένου) το λιμενικό σκάφος με στοιχεία ΠΛΣ 123, ταυτοχρόνως δε έδωσε εντολή (Λιμεναρχείο Λέρου) στον δεύτερο των εναγόντων, πλοίαρχο του με ελληνική σημαία, νηολογίου Λέρου, αλιευτικού πλοίου-μηχανότρατας «………..»,…, έτους ναυπήγησης 1992, με πλήρη εξοπλισμό διάσωσης και ρυμούλκησης, αξίας 800.000 ευρώ, πλοιοκτησίας του πρώτο ενάγοντος, με μέλη πληρώματος τους αλλοδαπούς ναυτικούς Μ.Ε1 Ζ., Κ.Μ., Υ.Α.Ε. G.H. και Ε.Ε1 Β., να είναι σε ετοιμότητα προς παροχή αρωγής (στο σκάφος του εναγομένου). Στη συνέχεια, και περί ώρα 18.15, δόθηκε εντολή (από την ίδια λιμενική αρχή) στο ευρισκόμενο εντός του λιμένα (Λακίου Λέρου) αλιευτικό αυτό πλοίο να αποπλεύσει άμεσα, προς διάσωση του σκάφους του εναγομένου. Περί ώρα 18.20 το τελευταίο (σκάφος του εναγομένου), αφού προέβη σε ρίψη δυο φωτοβολίδων, εντοπίσθηκε από το ως άνω σκάφος του λιμενικού, παρασυρμένο σε απόσταση 4,5 ναυτικών μιλίων νότια της εισόδου του όρμου Λακίου, κατά ώρα δε 19.30 το ως άνω αλιευτικό εντόπισε αυτό και το προσέγγισε, περαιτέρω παρασυρμένο (σκάφος του ενάγοντος), σε απόσταση 7 ναυτικών μιλίων (νότια του όρμου Λακίου).
Εξάλλου, μετ` ολίγο (ώρα 19.45) το αλιευτικό σκάφος άρχισε τη διαδικασία αρωγής, αφού προηγουμένως ο εναγόμενος, αρνηθείς την εγκατάλειψη του ιστιοπλοϊκού του, δήλωσε στον κυβερνήτη του παρευρισκόμενου λιμενικού σκάφους ότι επιθυμεί τη ρυμούλκηση του από το πρώτο (αλιευτικό σκάφος), και τούτο γιατί το λιμενικό σκάφος αδυνατούσε, λόγω των συνεχιζόμενων ως άνω -δυσμενέστατων- καιρικών συνθηκών, να προβεί σε αυτή (ρυμούλκηση). Πράγματι, το αλιευτικό σκάφος του πρώτου ενάγοντος, υπό την πλοιαρχία του δεύτερου (ενάγοντος) και μέλη πληρώματος τους από τον ίδιο (δεύτερο ενάγοντα) εκπροσωπούμενους (στην παρούσα δίκη) προαναφερόμενους ναυτικούς, αφού επέτυχε να προσεγγίσει το σκάφος του εναγομένου, το έδεσε μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες με κάβο (καραβόσκοινο) μήκους 40 μ. και περί ώρα 20.00 άρχισε την ρυμούλκηση του προς το λιμάνι του Λακίου, η οποία και ολοκληρώθηκε την 21.05 (της 26.1.2008), με την ασφαλή πρόσδεση του στο λιμάνι του Λακίου, χωρίς καμμιά ζημία του ή βλάβη των επιβαινόντων σ` αυτό προσώπων (εναγομένου και συνεπιβάτη J.K.).
Όπως προελέχθη, το σκάφος του εναγομένου εξαιτίας της βλάβης της μηχανής του και του σκισίματος του κύριου πανιού του (και της αντικειμενικής, κατά τα ανωτέρω, αδυναμίας χρήσης του εφεδρικού πανιού) είχε πλήρη αδυναμία ελικτικής ικανότητας και αυτοδύναμης πρόωσης, έχοντας καταστεί ακυβέρνητο (βλ. σχετικώς την περιεχόμενη στην από 16.10.2009 ανόμωτη ενώπιον της Αστυνομικής αρχής -Α/Τ Αγίας Παρασκευής Αττικής- εξέταση του εναγομένου εξώδικη ομολογία του «… Την 17.55 ώρα λόγω μηχανικής βλάβης το εν λόγω σκάφος έμεινε ακυβέρνητο χίλια (1.000) μέτρα περίπου από την είσοδο του όρμου Λακίου της Λέρου καθώς και με τα ιστία του σκισμένα λόγω των ισχυρών ανέμων…»). Περαιτέρω από την κατάσταση αυτή ακυβερνησίας του και λόγω των επικρατουσών δυσμενέστατων καιρικών συνθηκών (σχεδόν θυελλώδεις μέχρι θυελλώδεις βόρειοι- βορειοανατολικοί άνεμοι και υψηλός κυματισμός) παρασυρόταν ταχέως προς νότια-νοτιοδυτικά, όπως τούτο προκύπτει από το ότι, ενώ την 17.50 ώρα βρισκόταν 1.000 μ. από την ακτή (όρμου Λακίου), την 19.30 εντοπίστηκε (από το υπόψη αλιευτικό) παρασυρμένο σε απόσταση επτά ναυτικών μιλίων (νότια του όρμου Λακίου).
Με τα δεδομένα αυτά, συνεκτιμωμένου και του στοιχείου ότι επικρατούσε σκότος, το σκάφος του εναγομένου αντιμετώπιζε πράγματι άμεσο και σοβαρό κίνδυνο ανατροπής και απώλειας του ή σημαντικών βλαβών του, αφού, όντας έρμαιο των ανέμων και των κυμάτων, ήταν πολύ πιθανό, με τη συνεχιζόμενη παράσυρσή του, να προσκρούσει σε βραχώδεις ακτές των νήσων της ευρύτερης περιοχής, είναι δε αβάσιμα τα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο περί του ότι τούτο (σκάφος του) ως ωκεανοπορικό και «αβύθιστο» ήταν ασφαλές και δεν αντιμετώπιζε κανένα κίνδυνο. Εξάλλου οι υπηρεσίες που προσέφερε το υπόψη αλιευτικό, με την επιτυχή πρόσδεση αρχικώς του κινδυνεύοντος σκάφους του εναγομένου με τον κάβο και την, στη συνέχεια, ρυμούλκηση του μέχρι και την ασφαλή πρόσδεση του στο λιμάνι του Λακίου, ήταν ωφέλιμες, αφού απέτρεψαν αποτελεσματικώς τον ως άνω κίνδυνο, ώστε, ως σωστικές, να εμπίπτουν στην έννοια της επιθαλάσσιας αρωγής, όπως αυτή εξειδικεύεται στις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι οι ενέργειες στις οποίες προέβη το αλιευτικό πλοίο του πρώτου ενάγοντος είχαν χαρακτήρα απλής ρυμούλκησης είναι αβάσιμος, καθόσον, ως προελέχθη, στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεξε και το στοιχείο του κινδύνου, όσο και το ωφέλιμο αποτέλεσμα.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που οδηγήθηκε σε αντίθετο πόρισμα και, δεχόμενο ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση επιθαλάσσιας αρωγής (αλλά σύμβασης ρυμούλκησης), απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την σχετική κύρια αγωγική βάση, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμων των σχετικών λόγων της έφεσης και της τελευταίας αυτής ως ουσιαστικώς βάσιμης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της (και κατά τη διάταξη της δικαστικής δαπάνης), στη συνέχεια δε πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και να δικασθεί κατ` ουσία περαιτέρω. Βάσει των ανωτέρω και λαμβανομένων υπόψη του ωφέλιμου αποτελέσματος από την εκ μέρους του αρωγού σκάφους του πρώτου ενάγοντος παροχή των σωστικών υπηρεσιών, του πραγματικού και σοβαρού κινδύνου που διέτρεξε το κινδυνεύον σκάφος του εναγομένου, της εκατέρωθεν ως άνω αξίας τους (αρωγού και κινδυνεύοντος σκάφους), του διατεθέντος χρόνου, της προσπάθειας, της επιτηδειότητας και του ζήλου που επέδειξαν ο δεύτερος ενάγων ως και το από τον ίδιο εκπροσωπούμενο πλήρωμα του σωστικού αλιευτικού σκάφους, η εύλογη αμοιβή για την παρασχεθείσα επιθαλάσσια αρωγή ανέρχεται στο ποσό των 15.000 ευρώ, το ήμισυ του οποίου δικαιούται ο πρώτος ενάγων πλοιοκτήτης, το 1/4 ατομικώς ο δεύτερος πλοίαρχος, το λοιπό δε 1/4 ο ίδιος με την ως άνω ιδιότητα του νομίμου αντιπροσώπου των προαναφερθέντων μελών του πληρώματος (255 ΚΙΝΔ), στα οποία και θα διανεμηθεί νομίμως (251 ΚΙΝΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτή κατ` ουσία η αγωγή κατά την κύρια βάση της (μη ερευνώμενης κατόπιν τούτου της επικουρικής), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στους ενάγοντες ποσό 15.000 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της (αγωγής) και να καταδικασθεί (εναγόμενος) σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (176, 178 και 183 ΚΠολΔ).