fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Νομή. Κακόπιστος νομέας. Αγωγή απόδοσης ωφελημάτων σε βάρος του κακόπιστου νομέα ακινήτου. Παραγραφή. Έφεση κατά ερήμην απόφασης. Παράβολο. Ωφέλεια είναι και η εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα. Ο ενάγων μαζί με την αδελφή του συνιδιοκτήτρια ακινήτου ανέθεσε στον εναγόμενο εργολάβο την εκτέλεση εργασιών στο ακίνητο. Ο ενάγων κατέβαλλε το τίμημα όχι όμως και η αδελφή του. Ο εναγόμενος εναπόθεσε υλικά στο ακίνητο χρησιμοποιώντας το σαν μάντρα υλικών και αρνείτο να το αποδώσει. Το απέδωσε καθαρό μόνο μετά την άσκηση της αγωγής. Ορισμένη η αγωγή. Επιδικάζει τα μισθώματα που θα κατέβαλλε ο εναγόμενος στον ενάγοντα  αν μίσθωνε ακίνητο για την εναπόθεση των υλικών και τα οποία ωφελήθηκε για το διάστημα της κακόπιστης νομής του ακινήτου. Απορρίπτει ένσταση παραγραφής. Ισχύει η εικοσαετής παραγραφή. Απορρίπτει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ότι ο ενάγων είναι δικηγόρος και ενώ γνώριζε την εναπόθεση των υλικών αδράνησε για πολλά έτη με αποτέλεσμα να του δημιουργήσει την πεποίθηση ότι το όποιο μεταξύ τους ζήτημα θεωρείται λήξαν ως μη νόμιμη. Και αληθή υποτιθέμενα τα περιστατικά αυτά δεν στοιχειοθετούν καταχρηστικής άσκηση. Απορρίπτει ένσταση συμψηφισμού για την απαίτηση του υπόλοιπου τιμήματος του εργολάβου. Το υπόλοιπο τίμημα οφείλεται από την αδελφή του ενάγοντος. Έφεση κατά ερήμην απόφασης. Γίνεται δεκτή και χωρίς να γίνει δεκτός λόγος έφεσης. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και στις ειδικές διαδικασίες καθώς δεν υπάρχεις λόγος διαφοροποίησης. Επιστροφή του μισού παραβόλου από την κατάθεση της έφεσης λόγω μερικής νίκης του εκκαλούντος. Η μερική νίκη συνίσταται στο ότι έγινε δεκτή η έφεση λόγω της ερημοδικίας ανεξάρτητα από το αν είναι ευνοϊκό το αποτέλεσμα. Εκκαλεί την με αριθ. 3021/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός 396/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τη Διευθύνουσα το Εφετείο Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. ( ………….) του …………. και της …………., κατοίκου ……….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Χρήστου Οικονομάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου.

Ο εφεσίβλητος ……….. …………… άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18-10-2010 και με αριθ. εκθ. καταθ. 10414/2010 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 3021/2012 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών …………., με την από 01-10-2012 και με αριθ. εκθ. καταθ. 891/2012 έφεση και με τους από 18-02-
2013 και με αριθ. εκθ. καταθ. ΒΑΒ 19/2013 πρόσθετους λόγους έφεσης, των οποίων (έφεσης και προσθέτων λόγων έφεσης) δικάσιμος ορίστηκε η 21η-3-2013 και κατόπιν αναβολής, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος και ο εφεσίβλητος, με την ιδιότητά του ως δικηγόρου, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 1-10-2012 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 891/1-10-2012) έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου …………. ή …………. κατά της υπ’ αριθμ. 3021/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην αυτού κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 18-10-2010 αγωγή του …………. (ήδη εφεσίβλητου), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στον εναγόμενο την 2-8-2012 (βλ. την υπ’ αριθμ. 10.035Β`/2-8-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Παναγιώτη Κοζιακά), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε την 1-10-2012, ημέρα Δευτέρα (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), λαμβανομένου υπόψη ότι το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την γνήσια προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ) και ότι αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα (όπως είναι η Κυριακή), τότε η προθεσμία αυτή λήγει την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα (άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε η έφεση αυτή φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011, σε συνδυασμό με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 13 του ιδίου ως άνω νόμου). Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την σχετική έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012). Παραδεκτοί, επίσης, είναι και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που άσκησε ο εκκαλών με το από 18-2-2013 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 18-2-2013 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 19/2013) και έχει κοινοποιηθεί στον αντίδικό του τριάντα ημέρες πριν από την συζήτηση της έφεσης αυτής, κατ’ άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ. 4491/18-2-2013 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Ευφροσύνης Βουγιουκλάκη). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθούν περαιτέρω, συνεκδικαζόμενοι με την ως άνω έφεση (άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΙI. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του N. 3994/2011), αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε, ενώ ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξαφάνιση της ερήμην απόφασης επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης από τον πρωτοδίκως δικασθέντα ερήμην, ανεξάρτητα αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ` ουσία. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, στο πλαίσιο της προφορικής συζήτησης που ισχύει πλέον σε όλη την έκταση των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, η έφεση επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο, που μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ η ρύθμιση αυτή, με την ως άνω διάταξη όπως τροποποιήθηκε, ισχύει και για τις ερήμην αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά τις ειδικές διαδικασίες, αφού δεν υπάρχει λόγος διαφοροποίησης. Μετά δε την εξαφάνιση της απόφασης, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ενώ παράλληλα, για λόγους οικονομίας της δίκης, εξετάζονται και οι μάρτυρες κατά την ίδια συζήτηση (ΑΠ 394/2011 ΧρΙΔ 2012.55, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008, 52, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 2005. 1100, ΕφΑθ 933/2011 ΕΔικΠολ 2011.143, ΕφΑθ 2142/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) η ως άνω εμπροθέσμως ασκηθείσα έφεση με τους πρόσθετους λόγους αυτής, του πρωτοδίκως ερήμην δικασθέντος εναγομένου, πρέπει, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 528 ΚΠολΔ) και, στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο για να ερευνηθεί εκ νέου η ως άνω αγωγή, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.

ΙΙI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1096 και 1098 ΑΚ σαφώς συνάγεται, ότι η ευθύνη του κακόπιστου νομέα, δηλαδή εκείνου, ο οποίος, κατά την κατάληψη του πράγματος, γνώριζε ή από βαρεία αμέλεια αγνοούσε ή έμαθε αργότερα, ότι δεν δικαιούται στη νομή του, είναι όμοια με εκείνη του καλόπιστου νομέα μετά την επίδοση της αγωγής και αρχίζει, αφότου έγινε κακόπιστος. Ειδικότερα, ο κακόπιστος νομέας υποχρεούται έκτοτε να αποδώσει τα ωφελήματα, τα οποία έχουν εξαχθεί, και να αποκαταστήσει την αξία όσων εξ αυτών δεν εξήγαγε, ενώ μπορούσε κατά τους κανόνες της τακτικής διαχειρίσεως να εξαγάγει. Ωφελήματα είναι όχι μόνο οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος (άρθρο 962 ΑΚ). Επομένως, ωφέλημα είναι και κάθε όφελος που έχει ο νομέας από την ενοίκηση ή την κατ` άλλο τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, συνεπεία των οποίων εξοικονομεί τη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν, αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα (ΑΠ 924/2012 ΧρΙΔ 2012.732, ΑΠ 1753/2012 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 744/2011 ΕλλΔνη 2011.576).

ΙV. Με την από 18-10-2010 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 10.414/21-10-2010) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων, …………. (ήδη εφεσίβλητος), ισχυρίσθηκε ότι είναι συγκύριος, με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου, συνολικού εμβαδού 180 τ.μ., που βρίσκεται στο Κερατσίνι Πειραιώς στην συμβολή των οδών …………. αρ. … και …………. και αποτελείται από κτίσμα (οικία) εμβαδού 90 τ.μ. και από αυλή 90 τ.μ. Οτι στις αρχές του έτους 2004 καταρτίσθηκε συμφωνία μεταξύ αφενός αυτού (ενάγοντος) και της αδελφής του, …………. (συγκύριας του ως άνω ακινήτου κατά το υπόλοιπο ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου), και αφετέρου του εναγόμενου, που είναι εργολάβος οικοδομών, να προβεί ο τελευταίος σε μερική επισκευή της εν λόγω πατρικής οικίας τους και ακολούθως, μετά την επισκευή, να το μισθώσει ο εναγόμενος για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Οτι οι συμφωνηθείσες εργασίες για την μερική επισκευή της ανωτέρω οικίας, αφορούσαν επισκευές της κουζίνας και του αποχωρητηρίου, αντί καθορισθείσης αμοιβής ποσού 3.000 ευρώ συνολικά, συμπεριλαμβανομένων των υλικών και των εργατικών. Οτι ο εναγόμενος ολοκλήρωσε τις συμφωνηθείσες εργασίες εντός δύο περίπου μηνών, δηλαδή έως το τέλος Μαρτίου 2004 και για το λόγο αυτό ο ενάγων του κατέβαλε την αναλογία του, ήτοι 1.500 ευρώ, ενώ η αδελφή του κατέβαλε στον εναγόμενο μόνο 100 ευρώ, αρνούμενη να εκπληρώσει την υποχρέωσή της, γεγονός που αποτέλεσε αιτία διάρρηξης των μεταξύ τους σχέσεων. Οτι ο εναγόμενος, μετά την ολοκλήρωση των ως άνω εργασιών και συγκεκριμένα από τις αρχές Απριλίου του έτους 2004 όχι μόνο δεν απομάκρυνε από την αυλή της εν λόγω οικίας τα έως τότε υφιστάμενα υλικά οικοδομής, που είχαν περισσέψει, όπως π.χ. τσιμέντα, χαλίκια, άμμο κλπ, αλλά αντίθετα, ενεργώντας κακόπιστα, τοποθέτησε – προσέθεσε και άλλα υλικά οικοδομών (κεραμίδια, πλακάκια, σακιά τσιμέντων κλπ) καθώς επίσης και εργαλεία (όπως κομπρεσέρ, φτυάρια, κλπ) και έτσι μετέτρεψε την αυλή αλλά και τα δωμάτια της πατρικής οικίας του σε μάντρα οικοδομών, κατάσταση που εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής, ενώ τα υλικά αυτά χρησιμοποιούνται σε άλλες εργασίες του εναγομένου. Οτι ο τελευταίος ενεργώντας παράνομα, δηλαδή χωρίς την συναίνεση, άδεια ή έγκριση αυτού (ενάγοντος), κάνει αυθαίρετη χρήση του ως άνω ιδανικού μεριδίου του, επί της πατρικής οικίας του, εντός της οποίας έχει σάκους τσιμέντων για προστασία τους από βροχή και κλοπή, ενώ συνεχίζει να εναποθέτει και άλλα υλικά οικοδομών, όπως παλέτες από κεραμίδια, άμμο, πλακάκια κ.λ.π., που χρησιμοποιεί για την εργασία του σε άλλες οικοδομές. Οτι ο εναγόμενος αρνείται να αποχωρήσει από το ακίνητο και να απομακρύνει όλα τα ανωτέρω υλικά οικοδομών και εργαλεία του παρά τις συνεχείς οχλήσεις αυτού (ενάγοντος). Οτι ο εναγόμενος, εξαιτίας της κακής πίστεώς του, οφείλει να του αποδώσει την ωφέλεια από την χρήση του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή τα μισθώματα, τα αναλογούντα στο μερίδιό του, που θα δαπανούσε αυτός για την εκμίσθωση όμοιου ακινήτου για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2004 (χρόνος που άρχισε η κακόπιστη νομή του επί του ακινήτου) μέχρι και τον Σεπτέμβριο του έτους 2010 (χρόνος άσκησης της αγωγής) και που ανέρχονται, με βάση την μισθωτική αξία του ακινήτου κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα, στο συνολικό ποσό των 38.060 ευρώ, δαπάνη, όμως, την οποίαν απέφυγε τελικά, ενώ το ανωτέρω ποσό αυτός (ενάγων) θα αποκόμιζε αν είχε εκμισθώσει το εν λόγω ακίνητο (κατά το μερίδιό του) στον εναγόμενο ή σε τρίτους για παρόμοια χρήση. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, αφού περιόρισε παραδεκτώς το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό (άρθρα 223 και 295 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ), ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 8.060 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλει το ποσό των 30.000 ευρώ, ως ωφελήματα εκ του επίδικου ακινήτου, που αντιστοιχούν στη μισθωτική αξία αυτού και αποτελούν το όφελος του εναγομένου από την εκμετάλλευσή του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (Απρίλιος 2004 έως και Σεπτέμβριος 2010), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της προγενέστερης με αριθμό κατάθεσης 1580/2010 αγωγής του (από το δικόγραφο της οποίας παραδεκτώς παραιτήθηκε με την ως άνω μεταγενέστερη αγωγή του), άλλως από την επίδοση της ως άνω αγωγής του μέχρι την εξόφληση. Επικουρικώς, ο ενάγων ζήτησε την επιδίκαση του ανωτέρω ποσού, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενος ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας αυτού (ενάγοντος) κατά το ανωτέρω ποσό, το οποίο θα κατέβαλε για τη χρήση άλλου ομοειδούς ακινήτου. Με τα ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αυτή είναι ορισμένη (αφού περιέχει τα απαιτούμενα για την πληρότητά της στοιχεία παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εναγομένου) και νόμιμη ως προς την κύρια αγωγική βάση περί απόδοσης ωφελημάτων, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1096, 1098, 962, 963, 345 και 346 ΑΚ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Ομως, η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι μη νόμιμη και, συνακόλουθα απορριπτέα, γιατί η αγωγή προς απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και δεν δίδεται μαζί και παράλληλα µε την αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, όταν οι αγωγές αυτές στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, μπορεί δε να ασκηθεί µόνο αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διάφορα ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, προϋπόθεση, όμως, που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση (ΑΠ 1443/2008 ΕλλΔνη 2010.452, ΑΠ 16/2008 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003.983, ΕφΑθ 422/2010 ΕλλΔνη 2012.235, ΕφΑθ 388/2009 ΕλλΔνη 2011.566, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009.224). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή αυτή, κατά την κύρια βάση της, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το καταψηφιστικό αίτημά της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα αναφερόμενα στην εκκαλούμενη αγωγόσημα με αριθμούς 281068 και 168498, σειράς Α`).

V. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων …………. και …………., που εξετάστηκαν ο μεν πρώτος, με επιμέλεια του ενάγοντος, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το σύστημα της φωνοληψίας (περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου Δικαστηρίου), ο δε δεύτερος, με επιμέλεια του εναγομένου, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου (περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου) από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο υπ’ αριθμ. 5013 και 5014/14-1-2014 ένορκες βεβαιώσεις των …………. και …………., αντιστοίχως, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ` του ΚΠολΔ, κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθμ. 5048Β`/9-1-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ιωάννη Κοπανά), από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. 101/20-1-2014 ένορκη βεβαίωση της …………., που δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με επιμέλεια του ενάγοντος και μόνο προς αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από τον εναγόμενο (άρθρο 238 ΚΠολΔ – βλ. ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 2007.1823), ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη γνωστοποίηση τούτου στον τελευταίο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου (σημειώνεται ότι η δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μετά την πάροδο δύο τουλάχιστον εργάσιμων ημερών, επέχει θέση κλήτευσης του παριστάμενου διαδίκου – βλ. ΑΠ 1910/2006 ΝοΒ 2007.937, ΑΠ 457/2005 ΕλλΔνη 2007.140) και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων …………. κατέστη συγκύριος, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ενός ακινήτου, συνολικού εμβαδού 180 τ.μ., που βρίσκεται στο Κερατσίνι Πειραιώς στην συμβολή των οδών …………. αρ. … και …………. και αποτελείται από κτίσμα (οικία) εμβαδού 90 τ.μ. και από αυλή 90 τ.μ., λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής της αποβιωσάσης την 6-9-2002 μητέρας του, …………., όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο απ’ αυτόν υπ’ αριθμ. 16/2008 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο του χορηγήθηκε, κατόπιν αίτησής του, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 5665/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας). Το ως άνω κληρονομητήριο έχει νομίμως καταχωρηθεί στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του εν λόγω ακινήτου (που έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ ……………………) του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. πρωτ. 340/22-1-2009 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του ως άνω Κτηματολογικού Γραφείου). Περί τις αρχές του έτους 2004 καταρτίσθηκε (προφορικώς) σύμβαση μεταξύ αφενός του ενάγοντος και της αδελφής του, …………. (συγκύριας του ως άνω ακινήτου κατά το υπόλοιπο ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου), και αφετέρου του εναγόμενου …………. ή …………., που είναι εργολάβος οικοδομών, προκειμένου να προβεί ο τελευταίος σε μερική επισκευή της εν λόγω πατρικής οικίας τους και ακολούθως, μετά την επισκευή, να το μισθώσει ο εναγόμενος για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Με βάση την ως άνω σύμβαση, συμφωνήθηκαν εργασίες για την μερική επισκευή της ανωτέρω οικίας, που αφορούσαν επισκευές της κουζίνας και του αποχωρητηρίου, αντί καθορισθείσης αμοιβής ποσού 3.000 ευρώ συνολικά (συμπεριλαμβανομένων των υλικών και των εργατικών), καταβλητέας κατ’ ισομοιρίαν από τον ενάγοντα και την αδελφή του μετά τη διενέργεια των εργασιών. Πράγματι ο εναγόμενος ολοκλήρωσε τις συμφωνηθείσες εργασίες εντός δύο περίπου μηνών, δηλαδή έως το τέλος Μαρτίου 2004 και, για το λόγο αυτό, ο ενάγων του κατέβαλε την αναλογία του, ήτοι 1.500 ευρώ, ενώ η αδελφή του κατέβαλε στον εναγόμενο μόνο 100 ευρώ, αρνούμενη να εκπληρώσει την υποχρέωσή της, γεγονός που αποτέλεσε αιτία διάρρηξης των σχέσεών της με αυτόν (ενάγοντα), ο οποίος έχει ασκήσει σε βάρος αυτής την από 20-11-2008 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 4524/2009) αγωγή περί διανομής του ως άνω κοινού ακινήτου, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, μετά την ολοκλήρωση των ως άνω εργασιών και συγκεκριμένα από τις αρχές Απριλίου του έτους 2004, όχι μόνο δεν απομάκρυνε από την αυλή της εν λόγω οικίας τα έως τότε υφιστάμενα υλικά οικοδομής, που είχαν περισσέψει, όπως τσιμέντα, χαλίκια, άμμο κλπ, αλλά αντίθετα, ενεργώντας κακόπιστα, δηλαδή γνωρίζοντας ότι δεν έχει σχετικό δικαίωμα, τοποθέτησε – προσέθεσε και άλλα υλικά οικοδομών (όπως κεραμίδια, πλακάκια, σακιά τσιμέντων κλπ) καθώς επίσης και εργαλεία (όπως κομπρεσέρ, φτυάρια, κλπ) και έτσι μετέτρεψε την αυλή αλλά και τα δωμάτια της πατρικής οικίας του, σε αποθηκευτικό χώρο οικοδομικών υλικών, κατάσταση που εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι και τον Σεπτέμβριο του έτους 2010, ενώ τα υλικά αυτά χρησιμοποιούνταν σε άλλες εργασίες του εναγομένου. Ειδικότερα, ο τελευταίος ενεργώντας κακόπιστα, δηλαδή χωρίς την συναίνεση, άδεια ή έγκριση του ενάγοντος και γνωρίζοντας ότι δεν έχει τέτοιο δικαίωμα, προέβη, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (Απρίλιος 2004 έως και Σεπτέμβριος 2010), σε αυθαίρετη κατάληψη, νομή και χρήση ως αποθηκευτικού χώρου, του ως άνω ιδανικού μεριδίου του ενάγοντος επί της πατρικής οικίας του, εντός της οποίας τοποθέτησε σάκους τσιμέντων για προστασία τους από βροχή και κλοπή, ενώ συνέχισε να εναποθέτει και άλλα υλικά οικοδομών, όπως παλέτες από κεραμίδια, άμμο, πλακάκια κλπ., που χρησιμοποιούσε για την εργασία του σε άλλες οικοδομές. Σημειώνεται, ότι ο εναγόμενος, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ηρνείτο να αποχωρήσει από το εν λόγω ακίνητο παρά τις οχλήσεις του ενάγοντος. Τελικώς δε, μετά την άσκηση της ως άνω αγωγής, αυτός αποχώρησε από το ακίνητο, απομακρύνοντας και τα προαναφερόμενα υλικά οικοδομών και εργαλεία του. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν από την σαφή και πειστική κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του μάρτυρα απόδειξης, …………., ενώ ακόμη και ο μάρτυρας του εναγομένου, …………., κατά την κατάθεσή του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση (16-1-2014), ανέφερε για τον εναγόμενο επί λέξει: «…Δεν ξέρω αν άφησε πράγματα στο σπίτι, στην αυλή είχε αφήσει… άφησε τα εργαλεία του για να πάρει τα λεφτά. Εχουν φύγει εδώ και 4 χρόνια τα εργαλεία…», επιβεβαιώνοντας έτσι ότι ο εναγόμενος μέχρι το έτος 2010 είχε εναποθέσει διάφορα οικοδομικά εργαλεία στην αυλή της εν λόγω οικίας. Συνεπώς, οι (αρνητικοί της αγωγής) ισχυρισμοί του εναγομένου α) ότι δεν ήταν κακόπιστος νομέας και β) ότι είχε αποχωρήσει από το ακίνητο παραλαμβάνοντας τα οικοδομικά υλικά και εργαλεία του, πολύ πριν από τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, τυγχάνουν ουσιαστικά αβάσιμοι και, συνακόλουθα, απορριπτέοι. Περαιτέρω, εξαιτίας της αυθαίρετης κατάληψης και χρήσης του ως άνω ακινήτου, ο εναγόμενος, όντας κακόπιστος κατά τα προεκτεθέντα, υπέχει από τον χρόνο αυτό, δηλαδή από τον Απρίλιο του έτους 2004, μέχρι και τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2010, ευθύνη για τα ωφελήματά του, συνιστάμενα, στην προκειμένη περίπτωση, στη μισθωτική αξία του επίδικου ακινήτου, η οποία, όπως αποδείχθηκε, λαμβανομένων υπόψη του είδους του, της έκτασής του, της θέσης του, της επαγγελματικής χρήσης του από τον εναγόμενο και των μισθωτικών συνθηκών της περιοχής, ανέρχεται, για το επίδικο χρονικό διάστημα (Απρίλιος 2004 έως και Σεπτέμβριος 2010), μηνιαίως (µε αναπροσαρμογή ύψους 5% ανά διετία μέχρι και το έτος 2009) στα ακόλουθα ποσά: 1) για το χρονικό διάστημα Απριλίου 2004 έως και Μαρτίου 2005, στο ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο αναλογεί στο μερίδιο του ενάγοντος το ήμισυ, δηλαδή ποσό 225 ευρώ μηνιαίως, 2) για το χρονικό διάστημα Απριλίου 2005 έως και Μαρτίου 2006, στο ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο αναλογεί στο μερίδιο του ενάγοντος το ήμισυ, δηλαδή ποσό 225 ευρώ μηνιαίως, 3) για το χρονικό διάστημα Απριλίου 2006 έως και Μαρτίου 2007, στο ποσό των 472,50 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο αναλογεί στο μερίδιο του ενάγοντος το ήμισυ, δηλαδή ποσό 236,25 ευρώ μηνιαίως, 4) για το χρονικό διάστημα Απριλίου 2007 έως και Μαρτίου 2008, στο ποσό των 472,50 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο αναλογεί στο μερίδιο του ενάγοντος το ήμισυ, δηλαδή ποσό 236,25 ευρώ μηνιαίως, 5) για το χρονικό διάστημα Απριλίου 2008 έως και Μαρτίου 2009, στο ποσό των 496,12 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο αναλογεί στο μερίδιο του ενάγοντος το ήμισυ, δηλαδή ποσό 248,06 ευρώ μηνιαίως, 6) για το χρονικό διάστημα Απριλίου 2009 έως και Μαρτίου 2010, στο ποσό των 496,12 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο αναλογεί στο μερίδιο του ενάγοντος το ήμισυ, δηλαδή ποσό 248,06 ευρώ μηνιαίως και 7) για το χρονικό διάστημα Απριλίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2010 (σημειώνεται ότι, λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν θα γινόταν άλλη αναπροσαρμογή του μισθώματος), στο ίδιο ποσό των 496,12 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο αναλογεί στο μερίδιο του ενάγοντος το ήμισυ, δηλαδή ποσό 248,06 ευρώ μηνιαίως. Επομένως, τα ωφελήματα που ο εναγόμενος είχε από την χρήση του επίδικου ακινήτου, δηλαδή τα μισθώματα, που θα δαπανούσε αυτός για την εκμίσθωση όμοιου ακινήτου και τα οποία τελικώς εξοικονόμησε, ανέρχονται, σύμφωνα µε τα προεκτεθέντα, στο ποσό: 1) των 2.700 ευρώ (225 € Χ 12 μήνες) για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2004 έως και Μάρτιο 2005, 2) των 2.700 ευρώ (225 € Χ 12 μήνες) για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2005 έως και Μάρτιο 2006, 3) των 2.835 ευρώ (236,25 € Χ 12 μήνες) για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2006 έως και Μάρτιο 2007, 4) των 2.835 ευρώ (236,25 € Χ 12 μήνες) για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2007 έως και Μάρτιο 2008, 5) των 2.976,72 ευρώ (248,06 € Χ 12 μήνες) για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2008 έως και Μάρτιο 2009, 6) των 2.976,72 ευρώ (248,06 € Χ 12 μήνες) για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2009 έως και Μάρτιο 2010 και 7) των 1.488,36 ευρώ (248,06 € Χ 6 μήνες) για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2010 έως και Σεπτέμβριο 2010 και συνολικά ανέρχονται στο ποσό των 18.511,80 ευρώ, ποσό το οποίο ο ενάγων θα αποκόμιζε αν είχε εκμισθώσει το εν λόγω ακίνητο (κατά το μερίδιό του) στον εναγόμενο ή σε τρίτους για παρόμοια χρήση και το οποίο αυτός δικαιούται κατ’ άρθρο 1098 εδ. α` ΑΚ. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η επίδικη αξίωση του ενάγοντος προς απόδοση των ωφελημάτων για το χρονικό διάστημα από Απρίλιο 2004 μέχρι και 9-12-2005, υπέπεσε στην πενταετή παραγραφή. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του εναγομένου είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί η εκ του άρθρου 1096-1098 ΑΚ αξίωση προς απόδοση των ωφελημάτων, κατά την κρατούσα γνώμη σε νομολογία και θεωρία, υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ (ΑΠ 508/2011 ΧρΙΔ 2012.39, ΑΠ 427/2009 ΕλλΔνη 2009.1406, ΕφΑθ 427/2009 ΕλλΔνη 2011.581, ΕφΛαρ 28/2002 Δικογραφία 2002.202, βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία του ΑΚ, τόμ. ΙΙ, έκδ. 2013, άρθρο 1096, αρ. 7, σελ. 258 και άρθρα 1098-1099, αρ. 6, σελ. 262, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, τόμ. V, άρθρα 1096-1100, αρ. 83, σελ. 597 και Βαθρακοκοίλης, Ερμ-Νομ. ΑΚ, τόμ. Δ΄, άρθρο 1096, αρ. 11, σελ. 667). Επίσης, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το επίδικο δικαίωμα του ενάγοντος προς απόδοση των ωφελημάτων, ασκείται κατά κατάχρηση δικαιώματος, δεδομένου ότι: α) αυτός (ενάγων), αν και είναι δικηγόρος, ενώ έλαβε αμέσως γνώση (τον Απρίλιο του έτους 2004) της κατάληψης του αγροκτήματός του, αδράνησε για πολλά έτη μέχρι την άσκηση της από 18-10-2010 ένδικης αγωγής του, με αποτέλεσμα να του δημιουργήσει την πεποίθηση ότι το όποιο μεταξύ τους ζήτημα θεωρείται λήξαν. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί τα επικαλούμενα από τον εναγόμενο περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος του ενάγοντος καταχρηστική, κατά την έννοια της διάταξης του ως άνω άρθρου (281 ΑΚ). Τέλος, η (επικουρικώς προβληθείσα) ένσταση του εναγομένου περί συμψηφισμού της επίδικης αξίωσης με την δική του αξίωση σε βάρος του ενάγοντος εκ ποσού 1.400 ευρώ, που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της οφειλόμενης σ’ αυτόν εργολαβικής αμοιβής για τις εργασίες του στην ως άνω οικία του ενάγοντος και της αδελφής του, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού, όπως αποδείχθηκε κατά τα προεκτεθέντα, με βάση την μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση, υπόχρεος για την προς τον εναγόμενο οφειλή του ποσού των 1.400 ευρώ είναι όχι ο εναγόμενος, αλλά η αδελφή του …………..

VΙ. Κατόπιν αυτών, πρέπει η ως άνω αγωγή, κατά την κύρια βάση της, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και συγκεκριμένα πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.060 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 10.451,80 ευρώ, µε το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση από 18-10-2010 αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του αγωγικού αιτήματος περί τοκοδοσίας από την επίδοση της προγενέστερης με αριθμό κατάθεσης 1580/2010 αγωγής του (από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε), γιατί δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα επίδοση της αγωγής αυτής, αφού ο ενάγων δεν προσκομίζει το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεώς της. Επίσης, λόγω της μερικής νίκης του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτόν του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσε με το υπ’ αριθμ. 13286726/2012 παράβολο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` ΚΠολΔ). Η δε μερική νίκη του εκκαλούντος στηρίζεται στο γεγονός ότι, κατά παραδοχή της ένδικης έφεσής του, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς να ενδιαφέρει αν η τελική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου επί της αγωγής του, είναι ευνοϊκή ή μη γι’ αυτόν (βλ. Μ. Μαργαρίτης Ερμ. ΚΠολΔ, έκδ. 2012, τόμ. Α`, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος-εκκαλών, λόγω της μερικής ήττας του και ανάλογα με την έκταση αυτής, στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος-εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Συνεκδικάζει την από 1-10-2012 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 891/1-10-2012) έφεση και τους ασκηθέντες με αυτοτελές δικόγραφο από 18-2-2013 (με αριθμ. εκθ. καταθ. 19/2013) πρόσθετους λόγους αυτής.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την ως άνω έφεση με τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 3021/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 18-10-2010 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 10.414/21-10- 2010) αγωγής.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο κατά το σκεπτικό.

Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξήντα (8.060) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ως άνω αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ένα ευρώ και ογδόντα λεπτών (10.451,80 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ως άνω αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο-εκκαλούντα σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος- εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Μαΐου 2014, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ε.Φ.

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία