Περίληψη
Ακάλυπτη επιταγή. Πολιτική Δικονομία. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής από νόμιμο εκπρόσωπο ΑΕ. Νόμιμη κομίστρια η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία. Αδικοπραξία. Επιδίκαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποζημίωσης. Έφεση κατά της οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου από την εναγόμενη ΑΕ. Ενστάσεις. Δεδικασμένο. Προϋποθέσεις δεδικασμένου. Διαταγή πληρωμής. Προβολή το πρώτον στο Εφετείο. Αυτεπάγγελτη έρευνα του δεδικασμένου. Παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον στο Εφετείο. Απορριπτέα η ένσταση, διότι δεν παράγεται δεδικασμένο από τη διαταγή πληρωμής, καθ΄όσον οι αξιώσεις της διαταγής πληρωμής και της αγωγής ερείδονται σε διαφορετικές νομικές αιτίες, δεδομένου ότι η υπό κρίση αγωγή θεμελιώνεται στην αδικοπραξία. Λόγοι έφεσης. Κακή πίστη της ενάγουσας, διότι τελούσε σε γνώση της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων. Απορριπτέος ο λόγος, διότι δεν αποδείχθηκε η γνώση. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Δεν επικαλείται μακροχρόνια αδράνεια της ενάγουσας. Απορρίπτει έφεση.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ
Αριθμός Απόφασης 986/2010
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Ροζάκη, Πρωτοδίκη, Θωμά Μασιάλα, Πρωτοδίκη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Γυφτογιαννοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2009 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ………………, κατοίκου …….., οδός ……………… αρ. …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Φυλλαδάκη.
Της εφεσίβλητης: Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………… (………………)», πρώην «……………… (………………)», η οποία εδρεύει στη Λευκωσία Κύπρου (……………… και ………………, …………) και είναι κανονικά εγκατεστημένη στην Ελλάδα επί της οδού ……………… και ……………… στην ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σπηλιόπουλο βάσει δηλώσεως.
Η εφεσίβλητη άσκησε την από 25-6-2004 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 5657/14-9-2004 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά του εκκαλούντος και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 123/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος άσκησε την από 4-4-2007 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 709/17-4-2007 έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε (βλ. την υπ` αριθ. 159118/1928/9-7-2007 έκθεση κατάθεσης δικογράφου) για να συζητηθεί στις 11-4-2008, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και νράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος αναφέρθηκε στις προτάσεις του και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεσή του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ύστερα από μονομερή δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της 123/2006 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία επί της από 25-6-2004 αγωγής της ήδη εφεσίβλητης κατά του νυν εκκαλούντος, κατ` αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, είναι εμπρόθεσμη, εφόσον δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα ούτε γίνεται επίκληση επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και φέρεται αρμοδίως προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 18 αριθ. 2, 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 β`, 516 παρ. 1, 517 εδ. α`, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, με την από 25-6-2004 αγωγή της εξέθετε ότι ο εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………», εξέδωσε στην Αθήνα μία επιταγή με αριθμό ……………… από τον με αριθμό ……………… τηρούμενο λογαριασμό της στην ενάγουσα Τράπεζα, ποσού 10.300 ευρώ, σε διαταγή της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………», με ημερομηνία εκδόσεως 30-7-2002. Οτι η εταιρεία αυτή μεταβίβασε την εν λόγω επιταγή με οπισθογράφηση στην ενάγουσα, η οποία κατέστη νόμιμη κομίστρια της επιταγής. Οτι εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα την επιταγή αυτή προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 6-8-2002, αλλά αυτή δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στον λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας. Οτι ο εναγόμενος εξέδωσε την προαναφερόμενη επιταγή γνωρίζοντας ότι η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε δεν διέθετε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, με αποτέλεσμα να ζημιώσει την ενάγουσα κατά το ανωτέρω ποσό. Ζητούσε δε, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 10.300 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής και το ποσό των 1.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία, με το νόμιμο τόκο από την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ζητούσε, επίσης, να απαγγελθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστεί αυτός στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή, έκανε δεκτή αυτήν κατά ένα μέρος ως ουσία βάσιμη, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 10.300 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, κηρύσσοντας την απόφαση του προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του ποσού αυτού, απήγγειλε κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφαση και τον καταδίκασε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή της αντιδίκου του.
Η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και ως προς το αίτημα για την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για το ορισμένο αυτού, ήτοι ότι η απαίτηση προέρχεται από αδικοπραξία (έκδοση ακάλυπτης επιταγής). Το στοιχείο ότι ο εναγόμενος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, παρόλο που έχει τη δυνατότητα, αφορά τις συμβατικές ενοχές και όχι αυτές από αδικοπραξία, όπως εν προκειμένω, πέραν του ότι, επί συμβατικών ενοχών, εναπόκειται στον εναγόμενο να ισχυρισθεί (κατ` ένσταση) και να αποδείξει ότι η μη εκπλήρωση οφείλεται αποκλειστικά σε αδυναμία του (ΟλΑΠ 23/2005 ΝοΒ 2005.1091, ΑΠ 1422/2008 ΝοΒ 2009.424, ΑΠ 2184/2007 ΕλλΔνη 2008.454, ΑΠ 201/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ορθά η εκκαλουμένη απέρριψε σιωπηρά την ένσταση του εναγομένου περί αοριστίας της αγωγής και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, κατά το σχετικό σκέλος αυτού, είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Επίσης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της η ένσταση του εναγομένου περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από την υπ` αριθ. 8358/2002 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη και είχε εκδοθεί με βάση την επίδικη επιταγή. Η ένσταση αυτή παραδεκτά προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον πρώτο λόγο έφεσης (κατά το σχετικό σκέλος του), διότι αφορά ισχυρισμό που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρα 269, 332 και 527 ΚΠολΔ). Από την ύπαρξη του δεδικασμένου της διαταγής πληρωμής δεν παράγεται δεδικασμένο για την παρούσα δίκη, διότι οι αξιώσεις της διαταγής πληρωμής και της αγωγής ερείδονται σε διαφορετικές νομικές αιτίες, καθόσον με την υπό κρίση αγωγή εισάγεται προς εκδίκαση αξίωση της ενάγουσας που θεμελιώνεται στην αδικοπραξία, ενώ με την προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής εκδικάστηκε η αξίωσή της που πήγαζε από την τραπεζική επιταγή (βλ. ΕφΠειρ 271/2005 ΠειρΝημ 2005 239). Επομένως, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, κατά το σχετικό σκέλος του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται αποδεικνύονται τα εξής: Ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, εξέδωσε στην Αθήνα ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………», μία μεταχρονολογημένη επιταγή με αριθμό ……………… από τον με αριθμό ……………… τηρούμενο λογαριασμό της στην ενάγουσα Τράπεζα, ποσού 10.300 ευρώ, σε διαταγή της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………», με ημερομηνία εκδόσεως 30-7-2002. Η εταιρεία αυτή μεταβίβασε την εν λόγω επιταγή με οπισθογράφηση, ως αξία λόγω ενεχύρου, στην ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, η οποία κατέστη νόμιμη κομίστρια της επιταγής. Η ενάγουσα εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα την επιταγή αυτή προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 6-8-2002, αλλά αυτή δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στον λογαριασμό της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας. Ο εναγόμενος εξέδωσε την προαναφερόμενη επιταγή γνωρίζοντας ότι η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε δεν διέθετε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, με αποτέλεσμα να ζημιώσει την ενάγουσα κατά το ανωτέρω ποσό. Ο εναγόμενος με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης επαναφέρει νομότυπα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μετά την απόρριψη της πρωτοδίκως, την ένσταση ότι η ενάγουσα κατά το χρόνο που έλαβε την επιταγή βρισκόταν σε κακή πίστη, διότι τελούσε εν γνώσει του ότι η επιταγή δεν είχε αντίκρυσμα. Ωστόσο, η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της, διότι δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα γνώριζε κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής ότι αυτή δεν είχε αντίκρυσμα, καθόσον σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα παραλάμβανε την επιταγή, η οποία δεν επρόκειτο να πληρωθεί. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, κατά το σχετικό σκέλος του, ο εναγόμενος επαναφέρει νομότυπα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μετά τη σιωπηρή απόρριψη της πρωτοδίκως, την ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας. Η ένσταση αυτή, όμως, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι ο εναγόμενος δεν εκθέτει περιστατικά από τα οποία να προκύπτει μακροχρόνια αδράνεια της ενάγουσας, η οποία να του δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το ασκούμενο δικαίωμα ή ότι αυτό δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, όπως απαιτείται για τη θεμελίωση της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ. Επίσης, δεν επικαλείται την ύπαρξη ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, προερχομένων κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας, εν όψει των οποίων καθώς και της αδράνειας της, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο (ΟλΑΠ 7/2002 ΝοΒ 2003.648, ΟλΑΠ 8/2001 ΕλΔνη 2001.382). Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την απόφαση του απήγγειλε κατά της εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, καθόσον είχε τη δυνητική ευχέρεια να διατάξει προσωπική κράτηση κατά του εναγομένου και καθόρισε τη χρονική της διάρκεια, αφού εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, όπως το ύψος της απαίτησης, τη βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειες της. το πταίσμα του εναγομένου, την αφερεγγυότητα αυτού και τις λοιπές εν γένει περιστάσεις. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, κατά το σχετικό σκέλος του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του. Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, πρέπει η κρινόμενη έφεση, μετά την απόρριψη όλων των λόγων της και μετά από επιτρεπτή συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ` ουσία.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 19 ΦΕΒ 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ε.Φ.