fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Ωράριο εργασίας και υπολογισμός ωρομισθίου υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών, βάσει του εβδομαδιαίου ωραρίου απασχόλησής τους. Το Εφετείο, ενώ δέχεται ορθώς ότι το ωράριο εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε για έξι ημέρες την εβδομάδα, κατά τις ώρες από 22:30 έως 6:00, με διάλειμμα από 1:00 έως 1:30 π.μ. και 3:00 έως 3:30 π.μ. ήτοι για 39 ώρες εργασίας, στη συνέχεια παρότι δέχεται μειωμένο ωράριο απασχόλησης τόσο ημερησίως (6:30 ώρες) όσο και εβδομαδιαίως (39 ώρες) σε σχέση με το νόμιμο των 40 ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης του συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση, δεν υπολόγισε το ημερομίσθιό του με βάση τις αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζομένου, που αντιστοιχούν στις ώρες καθημερινής εργασίας του ενάγοντος, προκειμένου να εξεύρει το δικαιούμενο ημερομίσθιο του τελευταίου, αλλά υπολόγισε τις εν λόγω διαφορές με βάση το νόμιμο ημερομίσθιο συγκρίσιμου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης. Ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών. Χρόνος και τρόπος προβολής ισχυρισμών και ενστάσεων προκειμένου να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

Αριθμός 1166/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…… .. ….” (πρώην …..) και το διακριτικό τίτλο “… ….. …. …..”, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Ζησιμάτο.

Του αναιρεσιβλήτου: Χ. (H.) Κ. (K.) του Δ. (D.), κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Οικονομάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-5-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5624/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 296/2013 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-8-2013 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Στυλιανή Γιαννούκου διάβασε την από 4-2-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος του και του δεύτερου λόγου, εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ της αίτησης για αναίρεση της 296/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και την απόρριψη όλων των άλλων λόγων της.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 5 και 6 της από 26-7-75 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το Ν. 133/75, 6 παρ. 2 και 7 της 6/79 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το Ν. 1082/80, 2 της Π.Ν.Π. της 30-12-1980 που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1157/81, 9 παρ. 6 της 1/82 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το Ν. 1346/83, της 25/83 Δ.Α. που κηρύχθηκε υποχρεωτική, και 6 της από 14.2.84 ΕΓΣΣΕ, για τους εργαζόμενους με πενθήμερο, εφόσον αυτοί εξακολουθούν να λαμβάνουν τις αποδοχές των 6 εργασίμων ημερών και να απασχολούνται με το αυτό ωράριο εργασίας, ως ημερομίσθιο θεωρείται, όπως ακριβώς και για τους απασχολούμενους επί 6 ημέρες την εβδομάδα, το 1/6 της εβδομαδιαίας αμοιβής (εργατοτεχνίτες) ή το 1/25 του μηνιαίου μισθού (υπάλληλοι) (ΑΠ 1215/2004). Αυτά ισχύουν και αν ακόμη ο μισθωτός απασχολείται τακτικώς το Σάββατο ή την Κυριακή, δηλαδή και την έκτη ημέρα της εβδομάδος, διότι με την απασχόληση αυτή, η οποία είναι άκυρη, δεν μεταβάλλεται το σύστημα από πενθήμερης, όπου έχει θεσμοθετηθεί, σε εξαήμερης εργασίας (ΑΠ 312/2010). Εξ άλλου, για την εξεύρεση του ωρομισθίου, καθόσον αφορά εργαζόμενους που αμείβονται με μηνιαίο μισθό, ακολουθείται η μέθοδος που καθορίζει η ΕΓΣΣΕ της 26.2.1975, (6/25 του μηνιαίου μισθού : 40) εάν δε η εβδομαδιαία απασχόληση είναι μικρότερη των 40 ωρών, ο διαιρέτης ορίζεται ίσος προς τον αριθμό των ολιγότερων ωρών εβδομαδιαίας εργασίας. Αναφορικά με τους εργατοτεχνίτες που αμείβονται με ημερομίσθιο, το ωρομίσθιό τους εξευρίσκεται, με βάση την ίδια ΕΓΣΣΕ με τη μέθοδο πολλαπλασιασμού του ημερομισθίου επί 6 και της διαιρέσεως δια των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας (άρθρ. 5, 6 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ). Εξ άλλου, στην παρ. 9 του άρθρου 38 ν. 1892/1990, (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και συμπληρώθηκε με άρθρο 7 Ν. 2874/2000), ορίζεται ότι: “Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης, υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου “εργαζόμενος μερικής απασχόλησης νοείται κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας του οποίου οι ώρες εργασίας υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, 15νθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση (εδάφ. α), ως τέτοιος δε νοείται κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες (εδάφ. β). Ετσι, κατ` εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, για την εξεύρεση της ημερήσιας αμοιβής του μερικώς απασχολουμένου, πολλαπλασιάζεται το ωρομίσθιο που λαμβάνει ο συγκεκριμένος εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης επί τις ώρες εργασίας του μερικώς απασχολουμένου. Περαιτέρω, με την ΥΑ 13129/2004 (ΦΕΚ Β` 1643/5-11-2004) “Κήρυξη υποχρεωτικής της απόφασης διαιτησίας 39/2004 που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της Χώρας”, που αφορά, μεταξύ άλλων τους εργαζόμενους που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους χώρους του καθαρισμού κτιρίων, ως βοηθητικό προσωπικό καθαριότητας, καθιερώνεται, για τους εργαζομένους που υπάγονται στη ρύθμιση αυτή εβδομαδιαία εργασία πέντε ημερών, 8ώρου ημερήσιας απασχόλησης και 40 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας (άρθρο 4 ). Οι θεσμικοί όροι της ΕΓΣΣΕ όπως ισχύει αποτελούν μέρος αυτής και ισχύουν και για τους μισθωτούς που υπάγονται σ` αυτή (άρθρο 5) η δε ισχύς της αρχίζει από 1-1-2004 (άρθρο 8 αυτής). Περαιτέρω, δυνάμει της ΔΑ 30/2003 “Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών όλης της Χώρας” το βασικό ημερομίσθιο καθαριστού καθορίσθηκε έως 31-12-2003 στο ποσό των 25,69 ευρώ και ακολούθως: 1) Δυνάμει της ΔΑ 39/2004 το βασικό ημερομίσθιο, όπως είχε διαμορφωθεί την 31-12-2003 αυξήθηκε από 1-1-2004 κατά 4% και από 1-9-2004, όπως είχε διαμορφωθεί την 31-8-2004 κατά ποσοστό 2,5%. 2) Δυνάμει της ΔΑ 23/2005 το βασικό ημερομίσθιο, όπως είχε διαμορφωθεί 31-12-2004 αυξήθηκε από 1-1-2005 κατά ποσοστό 2,2% και από 1-7-2005 όπως είχε διαμορφωθεί την 30-6-2005 κατά ποσοστό 3,5%. 3) Δυνάμει της ΔΑ 39/2006 το βασικό ημερομίσθιο, όπως είχε διαμορφωθεί την 31-12-2005 αυξήθηκε από 1-1-2006 κατά ποσοστό 3% και από 1-9-2006, όπως είχε διαμορφωθεί την 31-8-2006, κατά ποσοστό 3,5%. 4) Δυνάμει της ΔΑ 19/2007 το βασικό ημερομίσθιο, όπως είχε διαμορφωθεί την 31-12-2006 αυξήθηκε από 1-1-2007 κατά ποσοστό 3% και από 1-9-2007, όπως είχε διαμορφωθεί την 31-8- 2007 κατά ποσοστό 3%. 5) Δυνάμει της ΔΑ 11/2008 το βασικό ημερομίσθιο όπως είχε κατά περίπτωση διαμορφωθεί την 31-12-2007 αυξήθηκε από 1-1- 2008 κατά ποσοστό 3,5% και από 1- 9-2008, όπως είχε διαμορφωθεί την 31-8-2008, κατά ποσοστό 3,5%. Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ` άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, εξέθετε ότι με γραπτή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε με την εναγομένη, απασχολήθηκε ως εργάτης καθαριότητας, με πραγματικό ωράριο εργασίας που συμφωνήθηκε στις εξήμισυ ώρες ημερησίως και για έξι ημέρες την εβδομάδα, συγκεκριμένα από τις 22.30` έως και τις 6:00` το πρωί με διάλειμμα από τη 1:00` έως 1.30` και από τις 3:00` έως 3.30`, με αρχικό ημερομίσθιο που ανερχόταν σε 25,96 ευρώ, ενώ ως τακτικές και έκτακτες αποδοχές συμφωνήθηκαν οι προβλεπόμενες από την εργατική νομοθεσία, καταβαλλόμενες μηνιαίως το πρώτο δεκαήμερο του επόμενου μήνα. Ότι για την οικογενειακή του κατάσταση, ως έγγαμου, προσκόμισε στην εναγομένη τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα, απασχολήθηκε δε σ` αυτήν μέχρι 5-11-2009, οπότε η τελευταία κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση, ζήτησε δε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για μισθολογικές διαφορές που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, το συνολικό ποσό των 30.294,91 ευρώ. Η εναγομένη, με τις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της, συνομολόγησε “συμφωνηθέντα πραγματικό χρόνο απασχόλησης” του ενάγοντος για 6ήμερη εβδομαδιαία εργασία “όπως ισχυρίζεται και συνομολογεί στην αγωγή του ο ενάγων”. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εναγομένης, κατά τα συμφωνηθέντα, δυνάμει της ρηθείσας από 3-10-2005 σύμβασης, επί 6 ημέρες εβδομαδιαίως και επί 37 ώρες εβδομαδιαίως και προς εξεύρεση του δικαιουμένου ημερομισθίου, έλαβε ως βάση υπολογισμού το νόμιμο ημερομίσθιο συγκρίσιμου εργαζόμενου πλήρους απασχόλησης, όπως αυτό καθορίσθηκε από τις μνημονευόμενες σ` αυτή ΔΑ 23/2005 “Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όλης της χώρας” και τις μεταγενέστερες αυτής ΔΑ 39/2006, ΔΑ 19/2007 και ΔΑ 11/2008 που αφορούν τους όρους αμοιβής και εργασίας των ίδιων εργαζομένων, ακολούθως δε το πλήρες αυτό ημερομίσθιο πολλαπλασίασε με τον αριθμό των ημερών εβδομαδιαίας απασχόλησής του (6) και διαίρεσε δια του αριθμού 37 (ήτοι των γενομένων δεκτών από το πρωτοβάθμιο, ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησής του) προς εξεύρεση του ωρομισθίου του ενάγοντος το οποίο στη συνέχεια πολλαπλασίασε επί τον αριθμό των ωρών 6.10` που δέχθηκε ότι απασχολείτο ημερησίως ο τελευταίος, προς καθορισμό του δικαιουμένου ημερομισθίου του, με βάση το οποίο υπολόγισε τις διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων κατά το διάστημα από 3-10- 2005 έως και 4-11-2009. Ειδικότερα και ενδεικτικά για το έτος 2005 δέχθηκε ότι το ελάχιστο νόμιμο ημερομίσθιο για το χρονικό διάστημα από 3-10-2005 έως 31-12-2005 ήταν 33,32 ευρώ (όσο καθορίζεται και στο αγωγικό δικόγραφο με βάση τη ΔΑ 23/2005) και το ωρομίσθιο με βάση αυτό ήταν 33,32 Χ 6/37 = 5,40 το δε ημερομίσθιο του ενάγοντος με βάση τις ημερήσιες ώρες απασχόλησής του ανερχόταν σε (5,40 Χ 6,10 ώρες = ) 32,94 ευρώ. Επομένως για τον 10ο του 2005 έκανε δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούταν για διαφορές ημερομισθίων 167,52 ευρώ (ήτοι: 32,94 – 25,96 το καταβληθέν) Χ 24 ημέρες, ομοίως δε και για καθένα από τους μήνες 11ο και τον 12ο του 2005 ότι εδικαιούτο το ίδιο ποσό των 167,52 ευρώ και συνολικά το ποσό των 502,56 ευρώ. Με όμοιο δε τρόπο, προέβη στην εξεύρεση του δικαιουμένου ημερομισθίου για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, με βάση το οποίο και μετ` αφαίρεση των καταβληθέντων ημερομισθίων, για το ίδιο διάστημα, υπολόγισε τις προκύπτουσες διαφορές. Καθόσον δε αφορά την εξεύρεση της ζητούμενης προσαύξησης 25% λόγω παροχής εργασίας κατά νύκτα δέχθηκε ότι: Για το 2005 το ελάχιστο νόμιμο ημερομίσθιο για το χρονικό διάστημα από 3-10-2005 έως 31-12-2005 ήταν 33,32 ευρώ και το ωρομίσθιο 33,32 Χ 6/37 = 5,40 Χ 25% = 1,35 ευρώ. Επομένως για τον 10ο του 2005 δικαιούται 1,35 Χ 6,10 ώρες Χ 24 ημέρες = 197,64 ευρώ, ομοίως δε, με ίδιο υπολογισμό, δέχθηκε ότι το ίδιο ποσό δικαιούται για καθένα από τους μήνες 11ο και 12ο του 2005 και συνολικά το ποσό των 592,92 ευρώ. Με όμοιο δε τρόπο υπολογισμού προέβη στην εξεύρεση της προσαύξησης του 25% για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, ήτοι μέχρι 4-11-2009. Δέχθηκε δε ότι για τις άνω αιτίες ο ενάγων, δικαιούται ως διαφορά δεδουλευμένων ημερομισθίων, το συνολικό ποσό των 11.773,48 ευρώ (ήτοι: 502,56 + 2.156,52 + 2.836,88 + 3.210,32 + 3.067,20) και ως προσαύξηση 25% λόγω νυκτερινής εργασίας το συνολικό ποσό των 11.073,11 ευρώ (ήτοι: 592,92 + 2.428,79 + 2.603,23 + 2.806,42 + 2.641,75). Κατά της απόφασης αυτής, άσκησε έφεση μόνον η εναγομένη εργοδότρια. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα, καθόσον αφορά τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: Οτι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων και γνωστοποιήθηκε αρμοδίως, όπως από το σχετικό… έγγραφο αποδεικνύεται, ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη την 3-10-2005, ως εργάτης καθαριότητας, με μηνιαίο μισθό και εν γένει αποδοχές τις προβλεπόμενες από την εργατική νομοθεσία, εφαρμοστέες δε για τη σύμβαση του ενάγοντα, ενόψει της ειδικότητάς του και του είδους της προσφερόμενης απ` αυτόν εργασίας είναι οι οικείες ΔΑ για το βοηθητικό προσωπικό στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών… Οτι το ωράριο εργασίας του συμφωνήθηκε για έξι ημέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως Σάββατο, κατά τις ώρες από 22:50` έως 6:00` το πρωΐ της επομένης ημέρας, με διάλειμμα από 1:00` έως 1:30` π.μ. και 3:00` έως 3:30` π.μ. για 39 ώρες εργασίας, όπως στη σύμβαση και στη γνωστοποίηση αυτής αναφέρεται, με βάση δε τα περιστατικά αυτά θα υπολογιστεί το ωρομίσθιό του και όχι για 37 ώρες, όπως εσφαλμένα αναφέρεται και υπολογίζεται με την εκκαλουμένη απόφαση. Οτι το αρχικό ωρομίσθιό του (σημ: προδήλως ημερομίσθιο) ανερχόταν σε 25,96 ευρώ συνολικά, ο μισθός του συμφωνήθηκε να του καταβάλλεται το πρώτο δεκαήμερο του επόμενου μήνα, από τότε που θα παρείχετο η εργασία του, η οικογενειακή του κατάσταση ήταν έγγαμος… εργάστηκε δε ως τις 5-11-2009, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του εκ μέρους της εναγομένης. Οτι, καθόλη τη διάρκεια της εργασίας του ο ενάγων ελάμβανε ημερομίσθια κατώτερα των προβλεπομένων στις οικείες ΣΣΕ… και δη από τα προβλεπόμενα για το βοηθητικό προσωπικό στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, με την υπ` αριθμ. ΔΑ 23/2005, 39/2006, 19/2007 και 11/2008. Με βάση τα ανωτέρω δέχθηκε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για διαφορές μισθών τα καθοριζόμενα ποσά, για την εξεύρεση των οποίων το Εφετείο, λαμβάνοντας ως βάση το καθοριζόμενο με βάση τις αναφερόμενες ως άνω ΔΑ ημερομίσθιο, εργαζομένου έγγαμου καθαριστή με πλήρη απασχόληση, αφαιρούσε απ` αυτό το καταβαλλόμενο κάθε φορά στον ενάγοντα ημερομίσθιο. Ειδικότερα και ενδεικτικά για το έτος 2005 δέχθηκε ότι οφείλονται στον ενάγοντα τα ακόλουθα ποσά: Για το 10ο μήνα του 2005, 176,64 ευρώ ήτοι 33,32 το δικαιούμενο ημερομίσθιο μείον 25,96 ευρώ το καταβαλλόμενο Χ 24 ημέρες εργασίας. Για τον 11ο μήνα του 2005 για την ίδια αιτία [33,32 – 25,96] Χ 26 ημέρες εργασίας = 191,36 ευρώ. Για τον 12ο μήνα του 2005, 161,92 ευρώ {33,32 – 25,96 επί 22 ημέρες εργασίας}. Με όμοιο δε τρόπο, με βάση το αιτούμενο με την αγωγή, ως καθοριζόμενο από τις αναφερόμενες στην προσβαλλόμενη ως άνω ΔΑ, ημερομίσθιο έγγαμου καθαριστή πλήρους απασχόλησης και μετ` αφαίρεση των καταβληθέντων ημερομισθίων, καθόρισε τις προκύπτουσες διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, για το υπόλοιπο ένδικο χρονικό διάστημα, ανερχόμενες στο υπέρτερο των επιδικασθέντων πρωτοδίκως συνολικό ποσό των 12.642,63 ευρώ (ήτοι 529,92 + 2.493,66 + 3.131,18 + 3.227,81 + 3.260,06). Καθόσον δε αφορά την εξεύρεση της ζητούμενης προσαύξησης 25% λόγω παροχής εργασίας κατά νύκτα δέχθηκε ότι: Ο ενάγων εργαζόταν 6 ημέρες την εβδομάδα, από 22:30` μ.μ. ως 6:00` π.μ. της επομένης ημέρας που ήταν νυκτερινή εργασία, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη προσαύξηση 25% επί του ωρομισθίου του, το οποίο υπολογίζεται για 39 ώρες εργασίας, όπως ζητά με την αγωγή του και όχι για 37 ώρες που εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ημερομίσθιο Χ 6 ημέρες/39 ώρες). Για την αιτία δε αυτή δικαιούται τις εξής διαφορές. Για το έτος 2005, 599,04 ευρώ. Το νόμιμο ημερομίσθιο για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ήταν 33,32 ευρώ και το ωρομίσθιο: (33,32 Χ 6)/39 = 5,13. Επομένως η προσαύξηση: 5,13 Χ 25% = 1,28 ευρώ την ώρα, έτσι δικαιούται για τον 10ο του 2005: (1,28 Χ 6,5 ώρες) Χ 24 ημέρες = 199,68 ευρώ. Για 11ο του 2005: (1,28 Χ 6,5 ώρες) Χ 26 ημέρες = 216,32 ευρώ. Για τον 12ο του 2005: (1,28 Χ 6,5 ώρες) Χ 22 ημέρες = 183,04. Με όμοιο δε τρόπο υπολογισμού, με βάση το ισχύον κάθε φορά νόμιμο ημερομίσθιο επί 6, με διαιρέτη τις 39 ώρες εβδομαδιαίας απασχολήσεως του ενάγοντος, επί 25% και επί τις ώρες νυκτερινής απασχολήσεως σε κάθε 24ώρο, κατέληξε ότι ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή, για το έτος 2006 το συνολικό ποσό των 2.573,48 ευρώ, για το έτος 2007 το συνολικό ποσό των 2.784,42 ευρώ, για το έτος 2008 το συνολικό ποσό των 3.006,9 ευρώ και για το από 1-1-2009 μέχρι 4-11- 2009 χρονικό διάστημα το ποσό των 2.757,31 ευρώ και συνολικά για την αιτία αυτή 11.721,15 ευρώ (ήτοι 599,04 + 2.573,48 + 2.784,42 + 3.006,9 + 2.757,31). Ακολούθως, επιδίκασε στον ενάγοντα τα μικρότερα ποσά που επιδικάσθηκαν για κάθε αιτία σ` αυτόν με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως αυτά υπολογίσθηκαν και αναφέρθηκαν ανωτέρω, ελλείψει υποβολής παραπόνου για την επιδίκαση των μικρότερων αυτών ποσών από την εκκαλούσα εναγομένη, συμποσούμενα σε 22.846,88 ευρώ, Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, καθόσον αφορά τις αιτούμενες διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή τις αναφερθείσες στην αρχή της παρούσας διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 5 και 6 της ΕΓΣΣΕ της 26-2-1975 και της παρ. 9 του άρθρου 38 ν. 1892/1990, όπως ισχύουν, αιτιολόγησε δε ανεπαρκώς και ασαφώς ουσιώδες ζήτημα της υποθέσεως και δη την εξεύρεση του δικαιουμένου από τον ενάγοντα ημερομισθίου, καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα στερώντας την απόφασή του νομίμου βάσεως, ως προς το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, ενώ κατ` αρχή δέχεται ορθώς ότι το ωράριο εργασίας του συμφωνήθηκε για έξι ημέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως Σάββατο, κατά τις ώρες από 22:30` έως 6:00` το πρωΐ της επομένης ημέρας, με διάλειμμα από 1:00` έως 1:30` π.μ. και 3:00` έως 3:30` π.μ. ήτοι για 39 ώρες εργασίας, όπως η ημερήσια και η εβδομαδιαία απασχόληση αυτού διευκρινίζεται στην προσβαλλόμενη, χωρίς να δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση από την αναφερόμενη, κατ` αρχή, διαφορετική ώρα έναρξης της απασχολήσεώς του (δηλ. 22:50`) η οποία ακολούθως διευκρινίζεται σαφώς σε 22:30` και εναρμονίζεται τόσο με την ημερήσια από 6:30` ώρες απασχόλησή του (μετ` αφαίρεση των διαλειμμάτων) όσο και με την εβδομαδιαία από 39 ώρες (6 Χ 6.30` = 39), στη συνέχεια παρότι δέχεται μειωμένο ωράριο απασχόλησης τόσο ημερησίως (6:30` ώρες) όσο και εβδομαδιαίως (39 ώρες) σε σχέση με το νόμιμο των 40 ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης του συγκρίσιμου εργαζομένου με πλήρη απασχόληση, δεν υπολόγισε το ημερομίσθιο του ενάγοντος με βάση τις αποδοχές του τελευταίου (συγκρίσιμου εργαζομένου) που αντιστοιχούν στις ώρες καθημερινής εργασίας του ενάγοντος, προκειμένου να εξεύρει το δικαιούμενο ημερομίσθιο του τελευταίου, αλλά υπολόγισε τις εν λόγω διαφορές με βάση το νόμιμο ημερομίσθιο συγκρίσιμου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται εκ του ότι, τελικώς επιδίκασε τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα μικρότερα ποσά, για την αιτία αυτή. Και τούτο διότι, η πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε διαφορετικό χρόνο ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του ενάγοντος και εκ τούτου: α) ως διαιρέτη τον αριθμό 37, αντί του αριθμού 39 για την εξεύρεση του ωρομισθίου και β) πολλαπλασιασμό αυτού επί 6,10` ώρες, αντί επί 6.30` ώρες ημερησίως προς εξεύρεση του δικαιουμένου ημερομισθίου. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της αίτησης, κατά το τρίτο σκέλος αυτού με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη, για την αιτία αυτή, η εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια είναι βάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το τέταρτο και πέμπτο σκέλος αυτού και ο δεύτερος λόγος της αίτησης, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., αντιστοίχως, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη οι ρηθείσες αναιρετικές πλημμέλειες με την αιτίαση ότι το Εφετείο: α) κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 της ΔΑ 39/2004, υπολόγισε το ωρομίσθιο με διαιρέτη 39 αντί 40 και β) ότι αντιφατικά δέχθηκε το μεν απασχόληση από 22:50` μ.μ. το δε από 22:30` μ.μ είναι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Από τα άρθρα 591 παρ. 1 β` – γ`, 666 παρ. 1, 115 παρ. 3 και 256 παρ. 1δ` του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις, απαιτείται δηλονότι, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών που, “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά και έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς στις κατατιθέμενες προτάσεις. Τέτοιος ισχυρισμός που δεν έχει προταθεί κατά νόμο ως άνω πρωτοδίκως, χωρίς να συντρέχει περίπτωση ή να γίνεται επίκληση ότι συντρέχει περίπτωση βραδείας προτάσεώς του (άρθρα 527 αρ. 2 και 3, 269 § 2 ΚΠολΔ) δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτώς ούτε στο Εφετείο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 655 του ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Εξ άλλου, μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του ΑΚ και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Αρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα της συμφωνηθείσας νυκτερινής εργασίας, αφού συνιστούν νόμιμα αντάλλαγμα της εργασίας του. Επομένως και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, σε τρόπο ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του ΑΚ και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α` του ΑΚ. Για την αμοιβή δε, της συμφωνηθείσας νυχτερινής εργασίας, δήλη ημέρα καταβολής των απαιτήσεων αυτών σε μισθωτό που αμείβεται με μηνιαίο μισθό είναι η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκαν οι επί μέρους αυτές εργασίες, εκτός αν συμφωνήθηκε εγκύρως άλλη (Ολ.ΑΠ 39/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι εσφαλμένα δέχθηκε το νομιμότοκο της απαιτήσεως κατ` άρθρο 341, 345 ΑΚ και απέρριψε τον πρόσθετο λόγο έφεσης εκ του άρθρου 342 ΑΚ, με τον οποίο ισχυρίσθηκε ότι η καθυστέρηση καταβολής δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της, αλλά σε εύλογη αμφιβολία της, λόγω του ανεκκαθάριστου αυτών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. Τούτο δε διότι, προεβλήθη το πρώτο ενώπιον του Εφετείου, χωρίς να επικαλείται η αναιρεσείουσα λόγο δικαιολογούντα τη βραδεία προβολή του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ανεξαρτήτως τούτου, με την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως, ότι η αναιρεσείουσα υποχρεούται να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο τα σ` αυτήν αναφερόμενα ποσά, που αφορούν διαφορές μισθού του, “με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και δη την επομένη μετά τη δεκάτη ημέρα του επόμενου μήνα που παρασχέθηκε η εργασία του, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής, αφού και επί αμφιβολίας οφείλονται τόκοι από την υπερημερία …”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες διατάξεις. Επομένως ο τρίτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί.

Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει περίπτωση των εδαφ. α` – γ` της ίδιας παραγράφου του άρθρου αυτού. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν` αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως.

Συνεπώς ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του και επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν νόμιμος (Oλ.ΑΠ 43/1990), αν δε, συντρέχει εξαιρετική περίπτωση των εδαφ. α` – γ` της παρ. 2 του άρθρου 562 να εκτίθεται στο αναιρετήριο ο λόγος αυτός. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο της αίτησης, κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια, κατά την επιτρεπτή νοηματική του απόδοση, με την αιτίαση ότι: α) κατά παράβαση των διατάξεων της ΔΑ 39/2004, με την οποία το υπαγόμενο σ` αυτή προσωπικό, υπήχθη έκτοτε στο καθεστώς της 5νθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, δέχθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό ότι ο ενάγων προσλήφθηκε με την από 3-10-2005 σύμβαση εργασίας για 6ήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και πραγματικό ωράριο 61/2 ώρες ημερησίως ενώ όφειλε τέτοιου περιεχομένου συμφωνία, ακόμη και αν έγινε να την κρίνει παράνομη και άκυρη και β) θεώρησε την εργασία του Σαββάτου όχι ως 6η ημέρα εργασίας στο 5νθήμερο σύστημα, οπότε έπρεπε να την ερευνήσει με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά ως 5νθήμερη καθημερινή εργασία στο σύστημα της 6ήμερης απασχόλησης. Ο λόγος αυτός, κατά τα ως άνω σκέλη του, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, αφού η εναγομένη δεν επικαλείται με το αναιρετήριο ότι υπέβαλε ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας αίτημα να κριθεί παράνομη και άκυρη η εν λόγω συμφωνία, (η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι παράνομη και άκυρη εκ του επικαλουμένου με το αναιρετήριο λόγου), ούτε ότι ζήτησε για παροχή συγκεκριμένης εργασίας κατά Σάββατο, την ακυρότητα αυτής, ούτε άλλωστε επικαλείται νόμιμη επαναφορά τέτοιων ισχυρισμών ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ούτε τέλος, από την παραδεκτή επισκόπηση των προσκομιζομένων διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει υποβολή τέτοιων αιτημάτων, ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, με καταχώρηση αυτών στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ενόψει της εφαρμοζόμενης στην προκειμένη περίπτωση ειδικής διαδικασίας των εργατικών διαφορών. Με τις λοιπές δε διαλαμβανόμενες στο λόγο αυτό αιτιάσεις και υπό την επίφαση της εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., πλημμέλειας, πλήττονται απαραδέκτως οι ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου.

Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 11γ` του Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως, ιδρυόμενος αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Στην προκειμένη περίπτωση, ο τέταρτος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αρ. 11γ` Κ.Πολ.Δ., αναιρετική πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι, το δικαστήριο ουσίας, δεν έλαβε υπόψη, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και ειδικότερα το από 9-10-2006 Πρόσθετο Συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων και η αναιρεσείουσα είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει για απόδειξη των ισχυρισμών της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, από τη διαλαμβανόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση βεβαίωση ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συναξιολόγησε με τις λοιπές αποδείξεις και “…όλα τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων”, χωρίς να απαιτείται να γίνεται ειδική αναφορά κάθε εγγράφου, σε συνδυασμό προς το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Δικαστήριο, συνεξετίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και το φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό υλικό. Ο ίδιος λόγος, κατά το τελευταίο σκέλος του, με το οποίο αποδίδεται επιγραμματικά στην προσβαλλόμενη η εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., αναιρετική πλημμέλεια είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας.

Συνακόλουθα, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου, κατά το τρίτο σκέλος του, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη, μόνο κατά το μέρος αυτής που αφορά τον υπολογισμό των διαφορών των δεδουλευμένων ημερομισθίων του ενάγοντος, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, κατά το αναιρούμενο μέρος, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλο από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει ήδη μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 του Ν. 4139/20-3- 2013, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, ανάλογα με την έκταση της ήττας του (κατ` άρθρα 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί μερικώς, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος, την υπ` αριθ. 296/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.

Και

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                             Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία