Περίληψη
Εργατικό ατύχημα. Πρόσκρουση οχήματος (κλαρκ) κατά την επιχείρηση οπισθοπορείας του, σε σταθμευμένο κοντέινερ κατά τη διάρκεια της νύχτας, από οδηγό που δεν είχε σχετική άδεια οδηγήσεως και υπό δυσχερείς συνθήκες, λαμβανομένου υπόψη ότι το κλαρκ δεν είχε καθρέπτες και υπήρχε ανεπαρκής φωτισμός, με αποτέλεσμα το θάνατο του οδηγού του κλαρκ. Κρίση ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια των οργάνων και προστηθέντων της εναγόμενης εταιρείας και του θανόντος εργαζομένου, αφού η εργοδότρια ήξερε ότι ο παθών δεν είχε άδεια οδηγήσεως και σχετική εκπαίδευση, όπως κι ότι το κλαρκ δεν είχε βοηθητική διάταξη βελτιώσεως της ορατότητας του οδηγού σε περίπτωση οπισθοπορείας, αλλά και ο θανών, αν και γνώριζε τον βαθμό επικινδυνότητας του χειρισμού του συγκεκριμένου ανυψωτικού μηχανήματος, ενόψει και του μη επαρκούς φωτισμού και της ελλείψεως μέσων, δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή που όφειλε. Ισχυρισμός περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος. Δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της αγωγής και συνεπώς δεν αποτελεί πράγμα κατά την έννοια του άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ.
Αριθμός 1279/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Ζιάκα και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Βαρβάρας Κριτσωτάκη), Νικόλαο Πάσσο, Νικόλαο Τρούσα, Δημήτριο Κόμη και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Απριλίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…. ………”, που εδρεύει στον …… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Οικονομάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) S. A. S. A., 2) A. A. A. K. και 3) A. A. A. K., κατοίκων … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κρίτωνα Κοκκινάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-4-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1232/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 232/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13-7-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 11-3-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμ. 8 περ. β` ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. “Πράγματα”, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή της ενστάσεως ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Πράγμα, επομένως, είναι, υπό την ανωτέρω έννοια, και ο λόγος εφέσεως που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διατηρεί βιοτεχνία κατασκευής πλαστικών κιβωτίων – τελάρων στην οδό … αρ. .. στον … .., καθώς και αποθηκευτικό χώρο στην ίδια οδό και σε απόσταση 80 μέτρων περίπου από τις εγκαταστάσεις της. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής, η εναγομένη προσέλαβε, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον Αιγύπτιο υπήκοο Ε. K. A., γιο της πρώτης και αδελφό των λοιπών εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, στις 3-4-2006 και τον απασχολούσε έκτοτε ως εργάτη. Ειδικότερα, στα καθήκοντα που είχε αναθέσει η εναγομένη σ` αυτόν περιλαμβάνονταν η συγκέντρωση των πλαστικών κιβωτίων από τις εγκαταστάσεις της, η τοποθέτησή τους σε παλέτες και η φόρτωσή τους, με περονοφόρο όχημα (κλαρκ), σε φορτηγά αυτοκίνητα της εταιρείας, προκειμένου να παραδοθούν στους πελάτες της, ή η μεταφορά τους με το κλαρκ και η αποθήκευσή τους στον παραπάνω αποθηκευτικό χώρο. Στις 12-12-2007, ο εν λόγω E. K. A. εργαζόταν στη νυκτερινή βάρδια, με ωράριο εργασίας από τις 21.00` έως τις 05.00`, εκτελώντας καθήκοντα προϊστάμενου, στα πλαίσια των οποίων κατένειμε τις εργασίες μεταξύ των λοιπών εργατών της βάρδιας, ο ίδιος δε, μαζί με τον πακιστανικής υπηκοότητας εργάτη A. M., απασχολείτο με τη συγκέντρωση των τελάρων, την τοποθέτησή τους σε παλέτες και τη μεταφορά τους, με περονοφόρο όχημα (κλαρκ), στον ως άνω αποθηκευτικό χώρο της εταιρείας. Περί ώρα 04.45` περίπου – όπως δέχεται στη συνέχεια το Εφετείο – ο E. K. A., εφαρμόζοντας την καθημερινή πρακτική που ακολουθούσε το προσωπικό της εναγομένης, σύμφωνα με τις οδηγίες και τις υποδείξεις των νομίμων εκπροσώπων της, όσον αφορά την μεταφορά των πλαστικών κιβωτίων με τα περονοφόρα ανυψωτικά οχήματα αυτής (εναγομένης), χρησιμοποίησε ένα τέτοιο όχημα (κλαρκ), χωρίς πινακίδες και άδεια κυκλοφορίας, μάρκας … και τύπου FD 25, προκειμένου να εκτελέσει μεταφορά παλετών από τις εγκαταστάσεις της (στην οδό … αρ…) στην παραπάνω αποθήκη της. Σημειώνεται ότι ο εργαζόμενος αυτός δεν είχε σχετική άδεια χειριστή περονοφόρου ανυψωτικού οχήματος (κλαρκ) και ότι η χρήση του μηχανήματος αυτού απαγορεύεται ρητώς εκτός εργοστασιακού χώρου (βλ. την από 2-11-2008 επισήμανση της τεχνικού ασφαλείας της εναγομένης, η οποία επισήμανση έχει καταχωρηθεί στο σχετικό βιβλίο που τηρείται από την τελευταία). Κατά την οδήγηση του παραπάνω οχήματος από τον E. K. A., o οποίος κινούσε αυτό με οπισθοπορεία, διότι οι περόνες του ήταν έμφορτες με παλέτες που εμπόδιζαν την ορατότητα του οδηγού προς τα εμπρός, ο E. K. A. εκτέλεσε λανθασμένο και απρόσεκτο ελιγμό, με αποτέλεσμα το όχημα που οδηγούσε να επιπέσει με σφοδρότητα στην εμπρόσθια αριστερή γωνία προεξέχοντος τμήματος καρότσας με κοντέϊνερ, το οποίο ήταν σταθμευμένο στην αριστερή πλευρά της οδού …, στο ύψος του αριθμού … αυτής. Εξαιτίας της προσκρούσεως του ανυψωτικού οχήματος (κλαρκ) στο κοντέϊνερ, η οπίσθια δεξιά κολώνα του κλαρκ στρεβλώθηκε εντελώς και αποκολλήθηκε από το σημείο συνδέσεώς της με το κύριο σώμα του οχήματος, επίσης κτυπήθηκε και η οπίσθια αριστερή κολώνα, χωρίς όμως να αποκολληθεί από το περονοφόρο όχημα, ο δε εργαζόμενος – οδηγός τραυματίσθηκε πολύ σοβαρά, με αποτέλεσμα να αποβιώσει αμέσως, λόγω βαρέων θλαστικών κακώσεων θώρακος, που υπέστη κατά την πρόσκρουση. Το ως άνω σταθμευμένο κοντέϊνερ – δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο – δεν έγινε αντιληπτό από τον E. K. A., διότι ο φωτισμός στο σημείο εκείνο ήταν ανεπαρκής, ενώ το κλαρκ δεν διέθετε καθρέπτες για οπίσθια κίνηση, ούτε φως οπισθοπορείας. Πέραν δε αυτού, η σκουρόχρωμη μπλε απόχρωση της καρότσας, η οποία ταυτιζόταν με την απόχρωση του κοντέϊνερ, κατέστησε προφανώς δυσχερέστερη την αντίληψη από τον παθόντα του προεξέχοντος τμήματος, στο οποίο προσέκρουσε το περονοφόρο ανυψωτικό όχημα (κλαρκ). Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι το επίδικο εργατικό ατύχημα οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια των οργάνων και προστηθέντων της εναγόμενης εταιρείας και του θανόντος εργαζομένου. Ειδικότερα, όσον αφορά την εναγομένη, αποδείχθηκε ότι επέβαλε και πάντως ανεχόταν τη χρήση του συγκεκριμένου περονοφόρου οχήματος, αλλά και των άλλων δύο ανυψωτικών οχημάτων της από τον παθόντα, μολονότι αυτός δεν είχε την κατάλληλη προς τούτο εκπαίδευση, αλλά ούτε και την σχετική άδεια χειριστή τέτοιων μηχανημάτων. Επιπλέον επέτρεπε τη χρήση του συγκεκριμένου ανυψωτικού μηχανήματος, μολονότι τούτο δεν διέθετε σύστημα με βοηθητική διάταξη βελτιώσεως της ορατότητας του οδηγού σε περίπτωση οπισθοπορείας (παράβαση άρθρου 4 παράγρ. 1 παράρτημα Ι παράγρ. 1, 3, 6 εδάφ. δ` ΠΔ 395/1994). Το πταίσμα δε των οργάνων και των προστηθέντων της εναγομένης ως προς τη τήρηση των σχετικών κανόνων ασφαλείας επιτείνεται και από το γεγονός ότι αυτοί επέτρεπαν τη χρήση του συγκεκριμένου και των λοιπών ανυψωτικών μηχανημάτων και εκτός του εργοστασιακού χώρου, όπως στη προκείμενη περίπτωση, καίτοι είχε γίνει η σχετική (προαναφερθείσα) σύσταση από τον τεχνικό ασφαλείας της επιχειρήσεως, να μην εξέρχονται τα ανυψωτικά μηχανήματα εκτός του εργοστασιακού χώρου. Οσον αφορά δε την αμέλεια που επέδειξε και ο ίδιος ο εργαζόμενος, η οποία και συνετέλεσε στην επέλευση του επίδικου εργατικού ατυχήματος και στον θανάσιμο τραυματισμό αυτού, το Εφετείο δέχθηκε, ότι ο θανών, αν και γνώριζε τον βαθμό επικινδυνότητας του χειρισμού του συγκεκριμένου ανυψωτικού μηχανήματος, ενόψει και του μη επαρκούς φωτισμού της οδού και της ελλείψεως μέσων, που θα διευκόλυναν την οπισθοπορεία του, δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις κατά τον χειρισμό του ανυψωτικού μηχανήματος, αλλά κινήθηκε με ικανή ταχύτητα και απρόσεκτα, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί το προεξέχον τμήμα της καρότσας και να επιπέσει σ` αυτό με το μηχάνημα που οδηγούσε. Ακολούθως το Εφετείο κατέληξε ότι, με αυτά τα δεδομένα, το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος στην επέλευση του επίδικου εργατικού ατυχήματος πρέπει να ορισθεί σε ποσοστό 20%, κατά μερική παραδοχή της σχετικής ενστάσεως συντρέχοντος πταίσματος, που προέβαλε η εναγομένη. Με το μοναδικό λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη το άρθρο 559 αριθμ. 8 περ. β` ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα ότι δεν έλαβε υπόψη α) τον ισχυρισμό της, τον οποίο παραδεκτά προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επανέφερε με την έφεσή της ενώπιον του Εφετείου, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος, άλλως συνυπαιτιότητας αυτού στην επέλευση του επίδικου εργατικού ατυχήματος και στον θανάσιμο τραυματισμό του κατά ποσοστό 90% και β) τον ισχυρισμό της, τον οποίο επικουρικά προέβαλε ενώπιον του Εφετείου, κατ` εφαρμογή του άρθρου 527 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι αποκλειστικά υπαίτιοι για το επίδικο ατύχημα και τον θανάσιμο τραυματισμό του εργαζόμενου E. K. A., άλλως συνυπαίτιοι κατά ποσοστό 90%, είναι ο ιδιοκτήτης του ως άνω κοντέϊνερ και η εταιρεία, με την επωνυμία …… , για λογαριασμό της οποίας είχε τοποθετηθεί το κοντέϊνερ επί της οδού …. O λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, κατά το ένα του μέρος ως απαράδεκτος, διότι ο ισχυρισμός περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος, άλλως και επικουρικά, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ιδιοκτήτη του κοντέϊνερ και της εταιρείας, με την επωνυμία … δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της αγωγής και συνακόλουθα δεν είναι πράγμα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8 περ. β` ΚΠολΔ, κατά δε το έτερο μέρος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό (ένσταση) της αναιρεσείουσας περί συνυπαιτιότητας του θανόντος και τον έκανε εν μέρει δεκτό, ενώ, όπως γίνεται φανερό από τις άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό και με το λοιπό περιεχόμενό της, απέρριψε (το Εφετείο) τον ισχυρισμό της περί συνυπαιτιότητας στην επέλευση του ατυχήματος του ιδιοκτήτη του κοντέϊνερ και της εταιρείας … Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η ηττώμενη αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/1912 και ισχύει από 2-4-2012, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της εφέσεως, της αναιρέσεως και της αναψηλαφήσεως υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού 200, 300 και 400 ευρώ αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαφορές του άρθρου 663 ΚΠολΔ (εργατικές διαφορές). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, αν και δεν είχε υποχρέωση, από προφανή παραδρομή, κατέθεσε, για το παραδεκτό της ασκηθείσας από αυτήν ένδικης αναιρέσεως, παράβολο ποσού 300 ευρώ, όπως προκύπτει από την βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέως στην σχετική έκθεση καταθέσεως του ένδικου αυτού μέσου που συνέταξε. Επομένως, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-7-2012 αίτηση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία “…………….”, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 232/2012 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου (υπ` αριθμ. 4580158/13-7-2012, ποσού 300 ευρώ).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.