Περίληψη
Αδικοπραξία. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Το αυτό αναφορικά και με τις έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας. Αντίθετη η λύση αναφορικά με τη βαρύτητας του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση. Η συνυπαιτιότητα δεν αποκλείει την αμέλεια, εκτός εάν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο. Η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ ως στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου. ΑΚ 931. Στοιχεία «αναπηρίας», «παραμόρφωσης» και «μέλλοντος». Όροι εφαρμογής της διάταξης. Διάκριση της αξιώσεως από αυτές της ΑΚ 929 και της 932. Παράσυρση πεζής που επιχείρησε να διασχίσει κάθετα οδόστρωμα σε σημείο που δεν υπήρχε σηματοδότης ή διάβαση πεζών. Δεν στερείται νομίμου βάσεως η απόφαση που δέχθηκε συνυπαιτιότητα της ενάγουσας κατά ποσοστό 80 %. Πολιτική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης. ‘Έλλειψη νόμιμης βάσης. Μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτέο πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης. Όρια αναιρετικού ελέγχου επί της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Απορρίπτει αίτηση για αναίρεση
Αριθμός 1458/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Χαράλαμπου Ζώη), Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Παναγιώτη Ρουμπή, Βασίλειο Λαμπρόπουλο και Μιλτιάδη Σπυρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Μαρτίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: S. A. του S., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Οικονομάκη, βάσει δηλώσεως κατ`άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ε. Α. του Ν., 2. Β. Α. του Ε., 3. Μ. Π. του Ν., κατοίκων …, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και 4. Της εταιρίας με την επωνυμία “…………. …………. …..” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεώργιου Μανουσάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2005 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, και την από 31-3-2005 αγωγή των ήδη 1ου, 2ου και 3ου αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4967/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2859/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-5-2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιλτιάδης Σπυρόπουλος ανέγνωσε την από 19-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του 4ου των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες 3033Γ`/25-11-2011, 3032γ`/25-11- 2011 και 3031Γ`/25-11-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …., ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (την 23-3-2012), επιδόθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, προς τους πρώτο, δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων (Ε. Α., Β. Α. και Μ. Π.), αντιστοίχως, με θυροκόλληση, κατ` άρθρο 128 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον οι ανωτέρω αναιρεσίβλητοι, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ β` και 914 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν τα συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Δεν αποκλείεται καταρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων, που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/191Ι, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 38 παράγραφος 4 εδ α` και ε` του Ν 2696/1999 οι πεζοί προκειμένου να διασχίσουν το οδόστρωμα υποχρεούνται, α) αν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να τις χρησιμοποιούν, ε) αν δεν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να μην κατεβαίνουν σ` αυτό αν δεν βεβαιωθούν ότι δεν θα παρεμποδίσουν την κυκλοφορία των οχημάτων, στη συνέχεια δε να διασχίζουν το οδόστρωμα κάθετα προς τον άξονά του. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. ” η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά ατό μέλλον του”. “Ως αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η Α.Κ. 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του, η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση εφ` όσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση που στηρίζεται στην Α.Κ. 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Ομως η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ` ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Τούτο συμβαίνει σε ανήλικο που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις [ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς εννόμου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 το άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Ετσι ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της Α.Κ. 931 που την καθιστά εφαρμόσιμη σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την Α.Κ. 931 ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ` αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την Α.Κ. 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την Α.Κ. 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος που κατ` ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την Α.Κ. 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 1874/2006).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μεσών και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997 ΕλλΔνη 1997 σελ. 1573). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτέο πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 43/1990, ΑΠ 2105/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 2859/2008 απόφασή του δέχτηκε, μεταξύ των άλλων τα ακόλουθα: Την 14-12-2002 και περί ώρα 20,4-5 περίπου, η ενάγουσα εκινείτο πεζή επί της λεωφόρου … στο Κερατσίνι Πειραιά, κατευθυνόμενη στην κατοικία της οδού … . Η λεωφ. Σαλαμίνος είναι διπλής κατεύθυνσης, με πλάτος οδοστρώματος 7,5 μέτρων ανά κατεύθυνση και με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, ενώ στο μέσον αυτής υπάρχει διαχωριστική νησίδα πλάτους 3,5 μέτρων. Η ενάγουσα, αφού διέσχισε το τμήμα του οδοστρώματος, η κίνηση επί του οποίου έχει κατεύθυνση, από την Αμφιάλη προς την Χαλκηδόνα, έφθασε στην νησίδα ασφαλείας με πρόθεση να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα στο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση από την Χαλκηδόνα προς την Αμφιάλη, Στο σημείο εκείνο της λεωφόρου δεν υπάρχει διάβαση πεζών, ούτε σηματοδότες, το όριο ταχύτητας είναι 50 χιλιόμ. την ώρα, και κατ` εκείνη την χρονική στιγμή η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν κανονική και οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές, όπως προκύπτει από την έκθεση αυτοψίας της τροχαίας Κορυδαλλού Αττικής. Κατά την στιγμή που η ενάγουσα επιχειρούσε να κατέβει από την διαχωριστική νησίδα στο οδόστρωμα, προκειμένου να το διασχίσει κάθετα, το υπ` αρ. … – ΙΧΕ αυτοκίνητο της κυριότητος της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, οδηγούμενο από τον πρώτο εναγόμενο και ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες στην ασφαλιστική, εταιρεία “………..”, κινούμενο επί της λεωφόρου Σαλαμίνος, με κατεύθυνση από Χαλκηδόνα προς Αμφιάλη και δεξιά σε σχέση με την πορεία της ενάγουσας, επί της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας του ρεύματος αυτού και δίπλα στην νησίδα, παρέσυρε με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα -του την ενάγουσα, προκαλώντας τον τραυματισμό της. Το ένδικο τροχαίο ατύχημα οφείλεται κατά κύριο λόγο σε υπαιτιότητα της πεζής, και μάλιστα κατά ποσοστό 80%, διότι αυτή επιχείρησε να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα της λεωφόρου Σαλαμίνος, σε σημείο όπου δεν υπάρχει διάβαση πεζών, ούτε λειτουργούν σηματοδότες και χωρίς προηγουμένως να ελέγξει και να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να πράξει τούτο ακινδύνως και χωρίς να παρεμποδίζει την κυκλοφορία των οχημάτων των κινουμένων επί της λεωφόρου, με συνέπεια ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του υπ` αρ. .. ΙΧΕ αυτοκινήτου, να την παρασύρει με το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του οχήματος του και να την τραυματίσει. Ο πρώτος εναγόμενος εκινείτο στην αριστερή λωρίδα του ρεύματος αυτού κυκλοφορίας της λεωφόρου, δίπλα ακριβώς στην νησίδα με κανονική ταχύτητα, και αρκετό φωτισμό και ορατότητα, λόγω του ότι η λεωφόρος είναι ευθεία στο σημείο εκείνο. Επρεπε επομένως να έχει αντιληφθεί, την πεζή, η οποία κατ` εκείνη την χρονική στιγμή, επιχειρούσε να κατέβει από την νησίδα στο οδόστρωμα, και να ανακόψει την ταχύτητα του, ώστε να αποφύγει την πρόσκρουση και παράσυρση αυτής. Η συνυπαιτιότητά του στο ένδικο τροχαίο ατύχημα ανέρχεται σε ποσοστό 20%, γιατί αυτός δεν επέδειξε την ενδεδειγμένη επιμέλεια, δεν ασκούσε τον έλεγχο του οχήματος του, ώστε εκτελώντας τους απαιτούμενους χειρισμούς και αντιλαμβανόμενος εγκαίρως την πεζή, να αποτρέψει την σύγκρουση και τον τραυματισμό αυτής.
Τα ως άνω περιστατικά επιρρωνύονται και από τις καταθέσεις τόσον της ενάγουσας όσον και του πρώτου εναγομένου οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, που περιέχονται στα πρακτικά συνεδριάσεως του Α` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά με αριθμό Α.Τ. 713/1-2-2005. Ειδικότερα η ενάγουσα κατέθεσε : “Ήμουν στην λεωφόρο της … στο Κερατσίνι. Ήμουν πεζή και ήθελα να πάω από την μία άκρη του δρόμου στην άλλη … Ηταν οκτώ παρά τέταρτο το βράδυ … . Με κτύπησε δίπλα στην νησίδα … Στην δεξιά πλευρά έχει παρκαρισμένα αυτοκίνητα και στην αριστερή λωρίδα κινούνται τα αυτοκίνητα. Εκεί δεν έχει φανάρι … Κάτω στον δρόμο δεν υπάρχουν γραμμές για τους πεζούς … Το αυτοκίνητο με παρέσυρε, δεν πάτησε φρένο, πήγα να κατέβω από την νησίδα και με κτύπησε το αυτοκίνητο”. Ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του αυτοκινήτου κατέθεσε: “Κινιόμουν στην αριστερή λωρίδα κοντά στην νησίδα. Η δεξιά λωρίδα δεν είναι ποτέ διαθέσιμη. Δεν είδα την πεζή, κατ` ευθείαν μόλις κατέβηκε την κτύπησα. Δεν πρόλαβα να φρενάρω. Με το που κατέβηκε την νησίδα την κτύπησα. Ήμουν στην λωρίδα μου, στην αριστερή. Το αυτοκίνητο ήταν κτυπημένο ακριβώς στην γωνία, στο φανάρι …”. Συνακόλουθα με τα ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν ως κατ` ουσίαν αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της ενάγουσας-εκκαλούσας και να γίνουν δεκτοί, οι ισχυρισμοί των αντεκκαλούντων, αναφορικά με το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, της εκκαλουμένης απόφασης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα αμέσως μετά το ένδικο τροχαίο ατύχημα διεκομίσθη στο Θριάσειο Νοσοκομείο Ελευσίνας με αρχική διάγνωση κάταγμα έσω μηριαίου κονδύλου ΔΕ και κάταγμα κάτω πέρατος κερκίδας ΑΡ, καθώς και εκδορές και μώλωπες σε όλο το σώμα. Την 15-12-2002 η ενάγουσα υποβλήθηκε σε εγχείρηση για εσωτερική οστεοσύνθεση έσω μηριαίου κονδύλου ΔΕ, όπου τοποθετήθηκαν 4 βίδες και παρέμεινε για νοσηλεία επί εικοσαήμερο, ήτοι μέχρι την 3-1-2003, οπότε και εξήλθε αφού της συνεστήθη επανέλεγχος και ετέθη γύψινος επίδεσμος στο αριστερό της χέρι, ενώ έγινε και αντιμετώπιση των λοιπών καταγμάτων. Η ενάγουσα εξετάσθηκε εκ νέου την 20-1-2003 και την 19-2-2003, στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου “………” και εκδόθηκε η υπ` αρ. πρωτ. 2188/24-2-03 ιατρική βεβαίωση του διευθυντή της ορθοπεδικής κλινικής Μ. Μ., σύμφωνα με. την οποία παρουσίαζε: Α) Κάταγμα μέσω μηριαίου κονδύλου γόνατος (ΑΕ.) χειρουργηθέν, και ευρισκόμενη σε στάδιο εξελίξεως πόρωση του κατάγματος Β) κάταγμα κάτω πέρατος κερκίδος (ΑΡ), από 15-12- 2002 … αντιμετωπισθέν συντηρητικά καθώς, και δυσκαμψία πήχεων δακτύλων και συνεστήθη φυσιοθεραπεία. Γ) θλαστικά τραύματα τα οποία είχαν συρραφεί.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι: Πριν από το ένδικο τροχαίο ατύχημα, η ενάγουσα εργαζόταν καθημερινά ως γαζώτρια σε διάφορους εργοδότες, κερδίζοντας 30 ευρώ ημερησίως, όπως προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρος S. E., στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Εξαιτίας του τραυματισμού της, και των προβλημάτων της υγείας της, αδυνατούσε να εργασθεί, και απώλεσε το εισόδημα εξήντα (60) εργάσιμων ημερών και συνολικά το ποσό των 1.800 ευρώ (60 ημέρες Χ 30 ευρώ ημερησίως), το οποίο και δικαιούται να αποζημιωθεί, δεκτού γενομένου ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου έφεσης της ενάγουσας.
Ως προς το αγωγικό κονδύλιο, του άρθρου 931 ΑΚ, η προσβαλλόμενη δέχεται ότι το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, κατά παραδοχήν του σχετικού λόγου αντέφεσης των εφεσίβλητων, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έχει υποστεί αναπηρία ή παραμόρφωση, η οποία επιδρά στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων αλλά και τις προσκομιζόμενες ιατρικές βεβαιώσεις προκύπτει ότι οι βλάβες της υγείας της ενάγουσας έχουν απόθεραπευθεί και δεν έχει μείνει σ` αυτήν καμμία αναπηρία που να δυσχεραίνει ή να επηρεάζει δυσμενώς το μέλλον της σε κανένα τομέα (επαγγελματικό ή κοινωνικό της ζωής της, δεδομένης της ηλικίας της και της οικογενειακής της κατάστασης (είναι 45 ετών, παντρεμένη και έχει οικογένεια).
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την εφαρμογή των αναφερομένων στις μείζονες σκέψεις διατάξεων του νόμου, 1) ως προς την συντρέχουσα υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου ΙΧΕ αυτοκινήτου, κατά ποσοστό 20% και η συνυπαιτιότητα της παθούσας αναιρεσείουσας πεζής, κατά ποσοστό 80%, 2) ως προς την απώλεια των εισοδημάτων της από την εργασία της, διαρκείας εξήντα (60) ημερών και 3) ως προς την απόρριψη, ως κατ` ουσίαν αβασίμου του κονδυλίω αποζημίωσής της από το άρθρο 931 ΑΚ, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, με τους πρώτο και δεύτερος λόγους αναίρεσης, για πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος που πλήττουν την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι.
Κατ` ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, που ηττάται, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της παριστάμενης τετάρτης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-5-2011 αίτηση για αναίρεση την 2859/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της παριστάμενης τετάρτης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2012.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.