Περίληψη
Έννοια άρθρου 502§6 ΚΠΔ. Ορθώς η προσβαλλομένη απόφαση στην μετ΄αναβολή δίκη απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη αφού η προγενέστερη αναβλητική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το τυπικά δεκτό της εφέσεως. Υπέρβαση εξουσίας. Ορθώς το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτες τις εφέσεις των δύο αναιρεσειόντων για έλλειψη πληρεξουσιότητας, αφού τις εξουσιοδοτήσεις που προσκομίσθηκαν και επισκοπήθηκαν προκύπτει ότι κάθε μία από αυτές δεν υπογράφηκε από εκείνον που πράγματι παρέσχε την εξουσιοδότηση.
Αριθμός 2118/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού – Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Καρπαθάκη, περί αναιρέσεως της 235/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1 και 2) Ψ2, που εμφανίστηκε ο δικηγόρος Χρήστος Οικονομάκης και δήλωσε ότι τους εκπροσωπεί.
Το Τριμελές Εφετείου Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 3 Μαρτίου 2009 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 499/2009.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 502 § 6 ΚΠΔ, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ’ εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφασή του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως στη μετ’ αναβολή συζήτηση αυτής. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι αν το δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις, χωρίς όμως να κρίνει αν η έφεση ήταν ή όχι τυπικά δεκτή, γεγονός το οποίο προκύπτει από τα πρακτικά – απόφαση του δικαστηρίου, δεν υπάρχει δέσμευση του δικαστηρίου στην μετ’ αναβολή συζήτηση να ερευνήσει το τύποις παραδεκτό της εφέσεως και να κηρύξει απαράδεκτη την έφεση. Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Με την προσβαλλόμενη 235/2009 απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε κατ’ έφεση, κατά τη δικάσιμο της 10-2-2009 ερευνώντας το τύποις παραδεκτό των εφέσεων των αναιρεσειόντων, κήρυξε αυτές απαράδεκτες. Προηγουμένως το ίδιο δικαστήριο με την 936/2-8-2008 απόφασή του είχε αναβάλλει την υπόθεση για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να προσκομισθεί ιδιωτικό συμφωνητικό περί διευθετήσεως της οικονομικής διαφοράς. Από την τελευταία απόφαση και τα πρακτικά της προκύπτει ότι το δικαστήριο ανέβαλε για κρείσσονες αποδείξεις για τον πιο πάνω λόγο, χωρίς όμως να ερευνήσει το τύποις παραδεκτό των εφέσεων. Επομένως ορθώς κατά νόμο το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ερεύνησε το τύποις παραδεκτό των εφέσεων των αναιρεσειόντων και ο πρώτος από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η ΚΠΔ για υπέρβαση εξουσίας λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσίας που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’αυτό κατά νόμον όροι. (ΑΠ Ολ. 3/2005). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη πιο πάνω απόφασή του δέχθηκε ότι οι εφέσεις που άσκησαν δια πληρεξουσίου δικηγόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 465 § 1, 96 § 2 και 42 § 2 εδ. β’ και γ’ ΚΠΔ, οι αναιρεσείοντες αδελφοί Χ1 και Χ2 κατά της 1873/2007 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία καταδικάστηκαν αυτοί σε φυλάκιση 15 μηνών ο καθένας για απάτη ο πρώτος και για άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή ο δεύτερος, ήσαν απαράδεκτες, διότι στις δοθείσες από αυτούς δύο εξουσιοδοτήσεις προς τη δικηγόρο Αθηνών Αρετή Κεχαγιαδάκη να ασκήσει έφεση κατά της παραπάνω αποφάσεως, ο μεν πρώτος των κατηγορουμένων Χ1 υπέγραψε την εξουσιοδότηση του δευτέρου Χ2 και αντιστρόφως ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 υπέγραψε την εξουσιοδότηση του πρώτου Χ1. Το Εφετείο έκρινε ότι υπήρχε έλλειψη νομίμου πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο της παραπάνω δικηγόρου προς άσκηση των εφέσεων και τις απέρριψε. Από την επισκόπηση του κειμένου των εξουσιοδοτήσεων αυτών προκύπτει μεν η βούληση του καθένα από τους αναιρεσείοντες να εφεσιβάλλει την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, παρέχοντας εξουσιοδότηση προς τούτο στην προαναφερόμενη δικηγόρο, πλην όμως πέραν του ότι, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση και προκύπτει από τα εν λόγω έγγραφα, την κάθε εξουσιοδότηση την υπογράφει άλλος από τον παρέχοντας την εντολή, και ως προς την αναγκαία βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής που έγινε από τον δικηγόρο Αθηνών Εμμανουήλ Καρπαθάκη, κατά επιταγή της διάταξης του άρθρου 42 § 2 εδ. γ’ ΚΠΔ, προκύπτει ότι στην εξουσιοδότηση που έδωσε ο Χ1 βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του Χ2, ενώ στην εξουσιοδότηση που έδωσε ο Χ2 βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, ενώ την εξουσιοδότηση την υπέγραψε ο Χ1. Επομένως ορθώς κατά νόμο το Εφετείο κήρυξε απαράδεκτες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων και οι δεύτερος και τρίτος λόγοι των αναιρέσεων για υπέρβαση εξουσίας από μέρους του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ενόψει του ότι τα λάθη αυτά οφείλονταν σε παραδρομή, και για παραβίαση της αρχής που καθιερώνει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ). Η παράσταση των πολιτικώς εναγόντων δια συνηγόρου είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν προσκομίζεται έγγραφο πληρεξουσιότητας για την εκπροσώπησή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 96 § 2 περ. β και 42 § 2 εδ. β’ και γ’ του ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις 17 και 18/3-3-2009 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 για αναίρεση της 235/10-2-2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (Πλημμελημάτων). Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ