fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2895/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σοφία Πλατάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών,που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου και από τη Γραμματέα Ελευθερία Χρανιώτη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 5 Φεβρουαρίου 2014 για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ των:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ΑΑΑ , κατοίκου Νίκαιας, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ελευθέριο Φυλλαδάκη.

ΤΩΝ ΚΑΘΏΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ΒΒΒ , κατοίκου Κερατσινίου και 2) Της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία     « ΓΓΓ » που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Βιολέττα Βασιλάκου.

Η καλούσα με την από 4-7-2012 (αρ.κατ.121071/4597/6-7-2012) κλήση της, επαναφέρει προς συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης την από 23­-12-2011 αγωγή της (αρ.κατ.231462/8531/29-12-2011), της οποίας η δικάσιμος ματαιώθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η ανωτέρω κλήση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με την από 4-7-2012 (αρ.κατ.121071/4597/6-7-2012) κλήση της καλούσας, η από 23-12-2011 αγωγή της (αρ.κατ.231462/8531/29- 12-2011), της οποίας η δικάσιμος ματαιώθηκε. Σε περίπτωση αδικοπραξίας κατά την έννοια του άρθρου 914 ΆΚ, η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί προηγούμενης αγωγής αποζημίωσης του παθόντος στηριζομένης στην ίδια αδικοπραξία, αποτελεί δεδικασμένο στη νέα δίκη, στην οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης για μεταγενέστερο χρόνο, ως προς τις συνθήκες τέλεσης αυτής, την υπαιτιότητα του εναγομένου, τη συνδρομή ή μη συνυπαιτιότητας του ενάγοντος και τις ζημίες (θετικό και διαφυγόν κέρδος) που αυτός υπέστη για το αναφερόμενο χρονικό διάστημα. Δεν αποτελεί όμως δεδικασμένο για τις απαιτήσεις μεταγενέστερου χρόνου, κατά τη διάρκεια του οποίου είναι δυνατό να εξακολουθήσει η αδικοπραξία να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες, μη προβλεφθείσες με την προηγούμενη αγωγή, γιατί αυτές δεν είχαν καταστεί αντικείμενο έρευνας κατά την πρώτη δίκη (Αθ.Κρητικού: Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ.1998, παρ.475, ΑΠ 715/2000 Ελ/Δνη 42 99). Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1 και 324 ΚΠολΔ συνάγεται ότι από την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης παράγεται δεδικασμένο, ήτοι δέσμευση εκ της αναγνωριζομένης στην απόφαση έννομης συνέπειας, η οποία δέσμευση εκτείνεται είτε στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση προβληθείσα με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, είτε στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά και εμποδίζει την εκ νέου διάγνωση του κριθέντος ζητήματος, υπό την προϋπόθεση της ταυτότητας των προσώπων που εμπλέκονται στην έννομη σχέση με την ίδια ιδιότητα, του αντικειμένου της διαφοράς, αλλά και της ιστορικής και νομικής αιτίας.

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ακόμη ότι το δεδικασμένο προκύπτει από την ίδια την απόφαση και όχι από το περιεχόμενο της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της, ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, διότι δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένες αποφάσεις (ΑΠ 369/2004 ΕλλΔνη 2005 1419, ΑΠ 298/2004 ΕλλΔνη 2005 756). Εξάλλου, το δεδικασμένο καλύπτει, όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της εννόμου σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά, υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφήρμοσε. Καλύπτει δηλαδή το δεδικασμένο ως ενιαίο όλο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, που διατυπώνεται στην απόφαση .Τούτο σημαίνει ότι στη νέα δίκη στην οποία τίθεται ως κύριο ή προδικαστικό ζήτημα ο ίδιος νομικός συλλογισμός, το δικαστήριο δεσμεύεται για όλα τα στοιχεία αυτού και όχι μόνο για την έννομη συνέπεια.

Όσον αφορά ειδικότερα την ιστορική αιτία είναι απαράδεκτη η προβολή ισχυρισμών ή προσαγωγή αποδεικτικών μέσων, με τα οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση η ιστορική αιτία του νομικού συλλογισμού. Πραγματικά περιστατικά και γενικοί όλα τα μέσα, με τα οποία επιδιώκεται διαφορετική ανάπλαση του νομικού συλλογισμού εμπειρικής πραγματικότητας είναι απαράδεκτα. Η ιστορική αιτία καθορίζεται βάσει του πραγματικού του κανόνα δικαίου, αναφέρεται δε σε ορισμένη εμπειρική πραγματικότητα και αποτελεί κατηγορική κρίση περί του ότι αποδεικνύεται ότι συνέβησαν τα περιλαμβανόμενα στο πραγματικό του κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Τα περιστατικά δηλαδή αυτά διαπιστώνονται στην ιστορική αιτία ως συγκεκριμένως και ατομικοί προσδιοριζόμενο ατομικό συμβάν. Ακριβώς, δε, η εξατομίκευση αυτή του ιστορικού συμβάντος καλύπτεται από το δεδικασμένο, ενώ περαιτέρω, κάθε ισχυρισμός, ο οποίος θίγει την ατομικότητα του συμβάντος αυτού, τείνει σε μεταβολή της ιστορικής αιτίας και είναι συνεπώς απαράδεκτος (ΕφΑΘ 5173/2002 ΕλλΔνη 2004,198).

Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324, 325, 331 ΚΠολΔ, 914, 928 και 929 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως που θεμελιώνεται σε αδικοπραξία, από την οποία έχει προκληθεί βλάβη του σώματος ή της υγείας προσώπου, η τελεσίδικη απόφαση που έχει εκδοθεί επί προγενέστερης αγωγής του παθόντος, αποτελεί δεδικασμένο επί της νέας με την αυτή ιστορική και νομική αιτία δίκης, κατά την οποίο, με βάση την αδικοπραξία που κρίθηκε,- επιδιώκεται η παραπέρα ανόρθωση της συνεχιζόμενης ζημίας, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει το δικαίωμα και των πραγματικών περιστατικών που το αποτέλεσαν, τόσο ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, την ευθύνη του υπαιτίου και την, τυχόν, συνυπαιτιότητα του παθόντος, όσο και ως προς τη ζημία που υπέστη ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται στην πρώτη αγωγή, όχι όμως και για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είναι δυνατόν η αδικοπραξία να εξακολουθήσει να αναδίδει συνέπειες που δεν προβλέφθηκαν με την πρώτη αγωγή (ΑΠ 1012/2004 ΕλλΔνη 2007 186, ΑΠ 715/2000 ΕλλΔνη 2001 99, ΑΠ 347/1999 ΕλλΔνη 1999 1529, ΑΠ 529/1995 ΕλλΔνη 1996 326, ΑΠ 185/1994 ΕλλΔνη 1995 1095, ΑΠ 227/1086 ΕλλΔνη 27 1285, ΑΠ 615/1983 ΝοΒ 32 74, ΑΠ 211/1983 ΕλλΔνη 24 650, ΑΠ 377/1979 ΝοΒ 27 1435, ΕφΑΘ 3276/2002 ΕλλΔνη 2003 510, ΕφΑΘ 6376/1998 ΕΣυγκΔ 2001 217). Συνεπώς, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης αποφάσεως που εκδίδεται επί της πρώτης αγωγής του παθόντος, δυσμενείς συνέπειες που αποτελούν επιδείνωση της υπάρχουσας καταστάσεως, που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν ότι θα επέλθουν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΠ 1408/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1607/2003 ΕλλΔνη 2004 795, ΑΠ 85/2001 ΕλλΔνη 2002 718, ΑΠ 426/2000 ΕλλΔνη 2000 1575, ΑΠ 426/2000 ΕλλΔνη 2000 1579, ΕφΠατρ 401/2004 ΑχΝομ 2005 56, Δ.Γ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεύτερη έκδοση, 2007, σ.647-648, ο οποίος δέχεται μάλιστα ότι η επιδείνωση της υγείας του τραυματισθένος συνιστά ουσιώδη μεταβολή και συνεπώς επιβάλλεται η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 334 ΚΠολΔ).

Βέβαια, δεν δικαιολογεί τις περαιτέρω αξιώσεις κάθε απόκλιση από την άμεσα αναμενόμενη εξέλιξη των συνεπειών της αδικοπραξίας, δηλαδή, λόγου χάριν, δεν αρκεί μια ανανεωθείσα, βάσει των συνεπειών του τραυματισμού, ασθένεια, ακόμη και αν μ’ αυτό τον τρόπο επέρχεται χειροτέρευση των συνεπειών τούτων, αλλά σημασία έχουν μόνο οι μεταγενέστερες συνέπειες και περιπλοκές, τις οποίες το δικαστήριο, κατά το χρόνο εκδόσεως της προηγούμενης αποφάσεώς του, δεν έλαβε υπόψη του, γιατί η επέλευση τους δεν έπρεπε σοβαρά, να αναμένεται. Κατά πόσο δε, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη μελλοντική δυσμενή εξέλιξη αποτελεί ζήτημα που διαπιστώνεται με την ερμηνείατης προηγούμενης αποφάσεώς του (ΑΠ 648/2002 ΕλλΔνη 2002 1615, ΑΠ 859/2001 ΝοΒ 2002 968, ΑΠ 426/2000 ΕλλΔνη 2000 1576, ΑΠ 233/1961 ΝοΒ 9 1091, ΕφΑΘ 6159/2003 ΕΣυγκΔ 2003 618, ΕφΑΘ 3276/2002 ΕλλΔνη 2003 510, ΕφΑΘ 7802/2000 ΕλλΔνη 2002 467, ΕφΑΘ 12317/1990 ΑρχΝ 91 449, ΕφΑΘ10627/1986 ΕλλΔνη 28 890, ΕφΑΘ 6275/1985 ΑρχΝ 37 370, ΕφΑΘ 6497/1977 ΝοΒ 26 744). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 241, 247, 251, 298, 914, 937 ΑΚ και 10 παρ. 2 Ν 489/1976, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του από το άρθρο 10 του Ν.3357/2007 [Τροποποίηση του ΠΔ 237/1986 (ΦΕΚ Αν 110) με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο Ν.489/1976 “Περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως” της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης (ΦΕΚ Αχ 331) και άλλες διατάξεις] συνάγεται, ότι η αξίωση του ζημιωθέντος υπόκειται σε πενταετή παραγραφή έναντι του ζημιώσαντος και σε διετή παραγραφή έναντι τα ασφαλιστικής εταιρίας (Βλ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 18 του Ν 3357/2007, σύμφωνα με το οποίο η πενταετής παραγραφή της ευθείας αξίωσης έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας αρχίζει από τις 14-5­2007), η οποία (αξίωση) και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, για το σύνολο της ζημίας, θετικής ή αποθετικής, παρούσας ή μέλλουσας και εφόσον αυτή είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και δικαστικώς επιδιώξιμη, αρχίζει από την επομένη της ημέρας του ατυχήματος.

Συνεπώς, η αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία γεννάται από τότε που επήλθε η ζημία και σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν α να γεννάται και η αξίωση αποζημίωσης εξακολουθητικώς, αλλά γενικά η αξίωση αποζημίωσης για όλη τη ζημία, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προβλεφθεί, γεννάται αφότου η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες. Εφόσον δε η ικανοποίηση τα αξιώσεως αυτής, είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη αρχίζει η διαδρομή του χρόνου της παραγραφής από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου. Γνώση της ζημίας για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και η γνώση της εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως. Έτσι ο χρόνος της παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν, εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευση τους, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής. Αυτό ισχύει μόνο για εκείνες τις επιζήμιες συνέπειες που μπορούν, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να προβλεφθούν ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης. Αν όμως μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγινα αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών νέα αυτοτελής παραγραφή, η οποία αρχίζει από τότε, που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα. Εξάλλου, ο εναγόμενος που προτείνει την ένσταση παραγραφής της πιο πάνω αξίωσης πρέπει να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδείξει τα περιστατικά που τη συγκροτούν. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει πότε ο ενάγων-παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση. Ειδικότερα, στην περίπτωση που από τη ζημιογόνο πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια που είναι απρόβλεπτη και συνεπώς για τη σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή, ο σχετικός ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ενστάσεως παραγραφής, περιεχόμενο της οποίας είναι ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή και το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο εναγόμενος (ΑΠ Ολ23/1994, ΑΠ 1391/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 938/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 944/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 117/2004 ΕΕμπΔ 2004,781, ΑΠ 736/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 792/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 57/2004 ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι συνεπεία του περιγραφόμενου τροχαίου οδικού ατυχήματος που έλαβε χώρα την 4-7-2005 επί της οδού …..  ……. στη Νίκαια, από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου κατά την οδήγηση του αναφερόμενου ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου, που ήταν ασφαλισμένο για τις προς τρίτους ζημίες στην δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, υπέστη αυτή [ενάγουσα] τις εκτιθέμενες σωματικές βλάβες, για τις οποίες εκδόθηκε η υπ’αριθμό 4012/2011 οριστική απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου ατυχήματος είναι ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του ΙΧΕ αυτοκινήτου, ασφαλισμένου στην δεύτερη εναγομένη που της επιδίκασε το ποσό των 12.559,18 ευρώ για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, δαπάνη για οικιακή βοηθό νοσοκόμα και 2000 ευρώ για νέα χειρουργική επέμβαση. Ότι στα πλαίσια της ως άνω δίκης διατάχθηκε από το Δικαστήριο η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και διαπιστώθηκε από τον πραγματογνώμονα που συνέταξε την από 30-5-2010 πραγματογνωμοσύνη, ότι έχει υποστεί μόνιμη βλάβη και θα πρέπει να πραγματοποιήσει νέα χειρουργική επέμβαση το κόστος της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 12.000 ευρώ και στα οποία πρέπει να προστεθούν έξοδα αμοιβής νοσοκόμας ύψους 800 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών και συνολικά κόστος επέμβασης 13600 ευρώ από τα οποία πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 2000 ευρώ που επιδικάστηκε με την ως άνω απόφαση, λόγω δε της μόνιμης βλάβης που έχει υποστεί πρέπει οι εναγόμενοι να υποχρεωθούν, εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το ποσό των 50.000 ευρώ.

Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί η ενάγουσα, όπως το αίτημα της αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ παραδεκτά, κατ’ άρθρο 223 του ΚΠολΔ μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν με απόφαση προσωρινά εκτελεστή το ποσό των 11.600 ευρώ για έξοδα χειρουργικής επέμβασης και οικιακής βοηθού-νοσοκόμας και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν το ποσό των 50.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη τους. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αυτή, αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 16 αρ. 12 σε συνδ. με 14 παρ.2, 22, 25 παρ.2, 37 παρ. 1 και 40Α’ του ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 666, 667, 670 έως 676 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 681 Α’ του ίδιου κώδικα, και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 340, 346, 914, 929, 930 και 932 ΑΚ, 2, 4, 5, 9 και 10 του Ν. ΓπΝ/1911, 1, 2, 6, 10, 10, 2 και 3 του ν. 489/1976, όπως τροποποιηθείς έκτοτε ισχύει., 70,176, 191 παρ.1 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής προσκομίζεται το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ.τα με αριθμούς 377803, 206384, 404529 αγωγόσημα με τα επικοληθέντα υπέρ τρίτων ένσημα).

Οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή και ειδικότερα ισχυρίζονται ότι ένδικη αξίωση της ενάγουσας έχει υποπέσει σε παραγραφή πενταετή για πρώτο εναγόμενο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ και διετή γ την δεύτερη εναγομένη σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10 παρ.2 του ν.489/1976, εκθέτοντας ότι η μεν πρώτη αξίωσή της ποσού 11.600 ευρώ κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου και απορρίφθηκε ως αόριστη με την υπ’αριθμό 5375/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατόπιν άσκησης έφεσης, η δε δεύτερη αξίωσή της αυτή της αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ η οποία ασκήθηκε με την παρούσα αγωγή της μετά πάροδο επταετίας από τον ένδικο ατύχημα και χωρίς να επικαλείται επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της, έχει υποπέσει επίσης σε παραγραφή. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων αποτελεί ένσταση παραγραφής είναι νόμιμος και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία του. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο της υπ’αριθμό 5375/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί ένσταση δεδικασμένου είναι νόμιμος στηριζόμενος στην μείζονα σκέψη διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν. Περαιτέρω αρνείται το ύψος και το είδος των κονδυλίων.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας που εξετάστηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και περιέχεται στα πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσάγουν και επικαλούνται, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικό: Με την υπ’αριθμό 5375/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, επί της από 18-7-2006 αγωγή (αρ.κατ. 135536/6646/2006) αγωγής αποζημίωσης της ενάγουσας κατά του ΒΒΒ και της ΓΓΓ Α.Ε, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ( άρθρο 321 επ, του ΚΠολΔΙ α) ότι ο οδηγός του υπ’αριθμό κυκλ ΔΔΔ ζημιογόνου οχήματος, το οποίο όχημα ήταν ασφαλισμένο στην (νυν) εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, ήταν αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, που έλαβε χώρα την 4-7­2005 στην οδό …..  ……. στην Νίκαια, υπό τις περιγραφόμενες, αναλυτικά στο σκεπτικό της πιο πάνω τελεσίδικης απόφασης συνθήκες και είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό της ενάγουσας, η οποία κινούνταν πεζή, (β) ότι το ζημιογόνο όχημα που οδηγούσε ο ΒΒΒ ήταν κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, και (γ) ότι η ενάγουσα συνεπεία του ατυχήματος υπέστη τις αποδειχθείσες σωματικές βλάβες και δη υποκεφαλικό κάταγμα (ΑΡ) μηριαίου (ισχίου) καθώς και κάταγμα (ΑΡ) πηχεοκαρπικής αρθρώσεως, ότι υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ημιοαρθροπλαστικής προς αντιμετώπιση του αριστερού ισχίου.

Ότι εξεταζόμενη στις 17-4-2007 από τους ιατρούς του ΙΚΑ στο οποίο καλυπτόταν ασφαλιστικά ως έμμεσο μέλος του συζύγου της, εμφάνιζε αντιρροπιστική σκολίωση της σπονδυλικής στήλης λόγω του κατάγματος του ισχίου και χρόνια οσφυαλγία, η οποία αντιμετωπίστηκε με αντιφλεγμονώδη και μυοχαλαρωτικά φάρμακα, εξακολουθούσε δε να βαδίζει με βακτηρία χειρός κατά τη βάδιση και όταν εξετάστηκε στις 21-5-2010 από τον διορισθέντα από το Δικαστήριο πραγματογνώμονα, βρέθηκε να βαδίζει μικρές αποστάσεις με τη βοήθεια βακτηρίας χειρός, εμφάνιζε σημαντική χωλότητα του αριστερού σκέλους, η οποία αποτελεί βλάβη μόνιμη σε ποσοστό 50%-65% εξαιτίας των καταγμάτων και των αναπτυχθεισών βλαβών, τούτο της προσδίδει αναπηρία η οποία την εμφανίζει να βαδίζει σε μεσαίες και μεγαλύτερες αποστάσεις άνω των 200 μέτρων και να εκτελεί πλήρως τις εργασίες της οικίας και τις καθημερινές εξωτερικές εργασίες, ενώ έχει επηρεαστεί η ψυχική υγείας της. Ότι θα πρέπει να υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης της πρόθεσης του αριστερού ισχίου λόγω της φυσιολογικής φθοράς, καθώς αυτή υφίσταται χαλάρωση με την πάροδο του χρόνου, κυρίως 10ετία και απαιτείται η αντικατάσταση της.

Η ενάγουσα με την ως άνω αγωγή της, ζητούσε να της επιδικαστεί το ποσό των 760,65 ευρώ για την αμοιβή που κατέβαλε σε αποκλειστική νοσοκόμο, το ποσό των 2 000 ευρώ για μελλοντική χειρουργική επέμβαση σε ιδιώτη ιατρό και το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η ανωτέρω απόφαση επιδίκασε το ποσό των 559,18 ευρώ, ως και πρωτοδίκως, για χρήση αποκλειστικής νοσοκόμας (αφαιρουμένου του ποσού των 201,47 ευρώ που επιδοτήθηκε από το ΙΚΑ), το ποσό των 10.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και απέρριψε το αιτούμενο ποσό των 2.000 ευρώ που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αόριστο. Ηδη το ανωτέρω τελεσιδίκως απορριφθέν ποσό των 2000 ευρώ η ενάγουσα το περιέλαβε στη νέα, υπό κρίση αγωγή της, πριν ακόμη την έκδοση της τελεσίδικης ως άνω απόφασης και κατ’εφαρμογή της διάταξης 260 και 261 παρ.1, 2 και 3 του ΑΚ, η αξίωσή της δε για το παραπάνω ποσό διακόπηκε από την άσκηση της πρώτης ασκηθείσας αγωγής της ενάγουσας και επομένως η ως άνω αξίωσή της δεν έχει παραγραφεί, διότι δεν άρχισε ο χρόνος της παραγραφής, ο οποίος διακόπηκε νόμιμα, για το λόγο δε αυτό πρέπει η προβαλλόμενη ένσταση παραγραφής των εναγομένων να απορριφθεί. Ακολούθως για το ως άνω κονδύλιο αποδείχθηκε περαιτέρω ότι το κόστος της νέας χειρουργικής επέμβασης ανέρχεται στο ποσό των 12.000 ευρώ, όπως και ο διορισθείς από το Δικαστήριο πραγματογνώμονας εκθέτει, Θεόδωρος Σαρηγεωργίου,το οποίο πρέπει να της επιδικαστεί και το οποίο αναλύεται σε 500 ευρώ για προεγχειρητικό έλεγχο, 1000 ευρώ για έξοδα χειρουργείου, 5000 ευρώ για αμοιβή ιατρού, 1000 ευρώ για αμοιβή βοηθού και 1000 ευρώ για αμοιβή αναισθησιολόγου.

Το γεγονός ότι αρχικά αιτήθηκε το ποσό των 2000 ευρώ για την ως άνω χειρουργική επέμβαση και στη συνέχεια αιτείται το παραπάνω δεν συνεπάγεται ότι δεσμεύεται να αιτηθεί το ίδιο ποσό, αφού η ίδια πληροφορήθηκε το κόστος αυτής με την πραγματοποίηση της πραγματογνωμοσύνης που έγινε το 2010, όταν για πρώτη φορά πληροφορήθηκε τη μόνιμη αναπηρία της και το κόστος της επέμβασης, απορριπτομένης της ένστασης δεδικασμένου που προέβαλαν οι εναγόμενοι. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι μέχρι την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης τον Μάϊο του 2010 η ενάγουσα δεν γνώριζε ότι η κατάσταση της υγείας της εξαιτίας του ατυχήματος είχε προκαλέσει σε αυτήν μόνιμη αναπηρία, ώστε να ζητήσει με την προηγούμενη αγωγή της αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, αφού ήλπιζε και πίστευε ότι αυτή θα βελτιωθεί, επήλθε δε απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών της υγείας της την οποία έμαθε για πρώτη φορά όταν διενεργήθηκε η πραγματογνωμοσύνη τον Μάϊο του 2010 και άσκησε αμέσως την ένδικη αγωγή της.

Δεν επήλθε λοιπόν παραγραφή της αξίωσής της η οποία άρχισε να μετρά από τον Μάϊο του 2010 που έλαβε γνώση αυτής, απορριπτομένης τόσο της ένστασης παραγραφής των εναγομένων, όσο και της ένστασης δεδικασμένου. Εξαιτίας του άνω τραυματισμού της και των απορρεουσών από αυτό σοβαρών συνεπειών κατέστη αυτή μερικά ανίκανη [κατά ποσοστό 50-60%] εφ’ όρου ζωής. Εκ της αιτίας αυτής η ενάγουσα έχει μειωθεί κοινωνικά και η μόνιμη αναπηρία του αριστερού κάτω άκρου της έχει επηρεάσει σοβαρά τις κοινωνικές συναναστροφές και την κοινωνική δραστηριότητα που έχει ο μέσος υγιής άνθρωπος της ηλικίας της. Επίσης, εξαιτίας της κατάστασής της είναι σε σημαντικό βαθμό αδύνατη η εκτέλεση από αυτήν οποιασδήποτε εργασίας, δεδομένης της μειωμένης ικανότητας βάδισης και στήριξης στο αριστερό της άκρο, με δυσμενή έτσι επίδραση στην μελλοντική του οικονομική κατάσταση και επαγγελματική εξέλιξη.

Για τους λόγους αυτούς, δηλαδή την μόνιμη παραμόρφωση του δεξιού άκου του, τη μερική ανικανότητά του και τις από αυτήν επιδράσεις στην κοινωνική, επαγγελματική και οικονομική της κατάσταση και εξέλιξη, πρέπει να επιδικαστεί σ’ αυτόν ως ιδιαίτερη, κατ’ άρθρο 931 του ΑΚ, αποζημίωση το ποσόν των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, κατά μερική παραδοχή του σχετικώς αιτουμένου κονδυλίου. Όσον αφορά το αιτούμενο ποσό των 1.600 ευρώ για χρήση αποκλειστικής νοσοκόμας αυτό αφενός κρίνεται αόριστο και αναπόδεικτο, αφετέρου δεν μπορεί να της επιδικαστεί, καθόσον σε αυτό μπορεί να επιδοτηθεί από το ΙΚΑ. Επομένως πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας να της καταβάλουν το ποσό των 10.000 ευρώ για μελλοντική χειρουργική επέμβαση και να αναγνωριστεί ότι αυτοί οφείλουν να της καταβάλουν το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Οσον αφορά το αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής αυτό πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτό, διότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων, ως το διατακτικό αναφέρεται.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 10.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Κηρύσσει την αμέσως πιο πάνω διάταξη προσωρινά εκτελεστή κατά το 1/3 του επιδικαζομένου ποσού.

Αναγνωρίζει ότι αυτοί οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 10.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Επιβάλει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένης εκ ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 05 Νοεμβρίου 2015, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους .

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σ. Π.                          Ε. Χ.

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία