fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 7607/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Λαμπρίδου Νικολέτα, πρόεδρο του Δικαστηρίου, χωρίς τη παρουσία γραμματέως.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 1-4-2015 για να δικάσει την υπόθεση των αιτούντων:

1) …………..του ……., κατοίκου Μοσχάτου Αττικής, οδός …………αρ…..

2) …………….. του ………., κατοίκου Βάρης Αττικής , οδός …….. αρ………

Καθού η αίτηση της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την Επωνυμία « …… …….. ……..» , που εδρεύει στην Αθήνα οδός ……..  ……..  …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται .

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η αίτηση τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 22694/2015 25/02/2015 και ΑΚΔ 2438/2015 και Α/Α κατάθεσης δικασίμου 31.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ TO NOMO

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. ό του Ν. 2251/1994 ≪περί προστασίαςτων καταναλωτών≫, όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάστασή Του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β του Ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενόςτέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (βλ. ΑΠ 904/2011 Αρμ 2012. 1708 και δημοσίευση Τ.ΝΠ.ΝΟΜΟΣ). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 ≪σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάτττονταιμε τους καταναλωτές≫. Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι ≪ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση≫.

Η ρύθμιση της παρ. ό του άρθρου 2 του Ν. 2251/1 994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 AK, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ανωτέρω παράγραφος, στην αρχική της διατύπωση, χρησιμοποιούσε τον όρο ≪υπέρμετρη διατάραξη≫ της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για ≪σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών≫. Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου ≪υπέρμετρη≫ διατάραξη θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (γ.ο.σ.) και συνεπώς, σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνηςμε την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, επομένως, όπως ο όρος ≪υπέρμετρη≫ διατάραξη εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει ≪ουσιώδη ή σημαντική≫ διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης δηλαδή προς την Οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια, μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο ≪διατάραξη≫ και μετά την απάλειψη του όρου ≪υπέρμετρη≫, στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β Του Ν.2741/1999.Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση τηςκαταχρηστικότητας κάποιου γ.ο.σ. είναι η με αυτόν ≪ουσιώδης ή σημαντική≫ διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (βλ. ΟλΑΠ 6/2006 ΕλλΔνη 2006. 419 και δημοσίευση Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η παρ. (~ του άρθρου~) του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3587/2007. Ορίζεται δε πλέον σε αυτήν ότι γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Προστέθηκε, δηλαδή, με την ως άνω διάταξη ο όρος ≪σημαντική≫, που δεν υπήρχε στην προϋπάρχουσα μορφή του άρθρου.

Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ., που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per Se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικήςρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο (ια), σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα γιατον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού 3 αξιολογικού κριτηρίου ≪της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος Του καταναλωτή≫ είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και σι περιγραφόμενες από τονόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας.

Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι γ.ο.σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε Θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ’ αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου γ.ο.σ.. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (βλ. ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007. 975 και δημοσίευση Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 3ΟηςΑπριλίου 2014, υπόθεση C- 26/13, σκέψεις 71 – 75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για το λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τηΘέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές Θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης τωνόρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αττοκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. ό του Ν. 2251/1 994.

Για το λόγο αυτό και σι γ.ο.σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (βλ. ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010. 943, λΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005. 802 και δημοσίευση Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της δικαιοπρακτικής σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος. Ως προς δε το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός γ.ο.σ., αυτό καλύπτεται, κατ’ αρχήν, και εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13, θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες και ότι συνάδει με τους σκοπούς του άρθρου παρ. 1 της Οδηγίας 93/13 (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψεις 80 – 82 και 85). Σε διαφορετική περίπτωση, γίνεται από ιο δικαστήριο συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά ιο άρΘρο 200 AK, βάσει, δηλαδή, της καλής πίστης,αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (βλ. Ελ 1471/2013, ΠΠΞαν8 23/2014 ΕΕμπΔ 2014. 713 και όλες δημοσίευση Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

‘Ετσι, η απόφαση του δικαστηρίου, που προβαίνει σε συμπληρωματική ερμηνεία άκυρου, κατά τα ανωτέρω, όρου, δεν είναι διαπλασιική, διότι δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής κατά τη διάταξη του άρθρου 371 εδ. AK (οπότε στην περίπτωση αυτή Πράγματι Θα επρόκειτο για διαπλαστική απόφαση, η οποία διαπλάσσει το περιεχόμενο της ενοχικής σχέσης), παρά μόνο σε συμπλήρωση του κενού, που δημιούργησε ο άκυρος όρος, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς, ωστόσο, να τροποποιεί τη σύμβαση (βλ. ΠΠλ 5257/201 3, 3990/2013, 2942/2013, ΠΠΞανθ 23/2014 ο.π.ό και όλες δημοσίευση Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑ 4481/2015, ΜΠΛαμ 178/2015 όλεςδημοσίευση Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 731 ΚΠολΔ το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξεως από αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 732 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε άλλο μέτρο που, κατά τις περιστάσεις, είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή για τη ρύθμιση καταστάσεως.

Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση. Η διάταξη αυτή, όπως είναι διατυττωμένη, δεν περιέχει κατευθυντήριες γραμμές ή οδηγίες προς το ειτιλαμβανόμενο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δικαστήριο, αλλά τίθεται δι’ αυτής απαγορευτικός κανόνας, δεσμευτικός για το δικαστήριο, υπό την έννοια ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει τη δυνατότητα να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία συνιστούν ικανοποίηση δικαιώματος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που υπάρχει ειδική περί τούτου νομοθετική πρόβλεψη, όπως στις περιοριστικές στις διατάξεις των άρθρων 728, 729 και 734 ΚΠολΔ αναφερόμενες περιπτώσεις. Ο απαγορευτικός δε αυτός κανόνας έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της ρύθμισης κατάστασης, το οποίο δεν διαφέρει κατά το σκοπό του από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αφού και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά για την αποτροπή δημιουργίας, έως την περάτωση της κυρίας διαγνωστικής δίκης, αμετακλήτων καταστάσεων, που Θα μπορούσαν να ματαιώσουν Τον πρακτικό σκοπό της δίκης αυτής. Η διακριτική ευχέρεια, που δίνει το άρθρο 732 ΚΠολΔ στο δικαστήριο, δεν αποτελεί εξαίρεση στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, αλλά ο τελευταίος αποτελεί οριοθέτηση της παρεχομένης στο δικαστήριο, με το άρθρο 732 του ιδίου Κώδικα, διακριτικής ευχέρειας (βλ. ΜΠΑ 6438/2013 ΧΡ~Δ 2013. 378, ΜΠΑ 550/2012 NoB 2012. 319 και όλες δημοσίευση Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Β~ Βαθρακοκοίλη, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ. 2012, υπό άρθρο 692, παρ. 26).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτησή τους, οι αιτούντεςεκθέτουν ότι για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών της οικογενείας τους (έγγαμοι με τρία ανήλικα τέκνα) σύναψαν σε υποκατάστημα της καθ’ ης ως πρωτοφειλέτες, την 31-3-2008 σύ μβαση~ στεγαστικού δανείου, ύψους 715.155,75 ελβετικών φράγκων ή 454.500 ευρώ, η οποία ήταν προδιατυπωμένη, η δε χορήγηση του δανείου συμφωνήθηκε σε ελβετικά φράγκα με τις συνθήκες και τους όρους, όπως ειδικότερα περιγράφονται στην αίτηση. Εκθέτουν περαιτέρω ότι κατέληξαν στην ανωτέρω δανειακή σύμβαση μετά από ενημέρωση των υπαλλήλων της καθ’ ης τράπεζας ότι πρόκειται για την πλέον συμφέρουσα επιλογή (χαμηλό επιτόκιο), χωρίς κίνδυνο, καθώς δεν είχαν λόγο να συμβληθούν σε ελβετικά φράγκα, αφού δεν διέθεταν εισοδήματα σε ελβετικά φράγκα, γεγονόςπου γνώριζε η καθ’ ης, ότι ήδη από τους πρώτους μήνες μετά την εκταμίευση του δανείου, η μηνιαία δόση κυμαινόταν στο ποσό των 2.500 — 2.600 ευρώ, με εξαίρεση το μήνα Νοέμβριο 2008, οπότε ανήλθε στο ποσό των 2.800 ευρώ, ότι λόγω της σταδιακής αύξησης του ύψους της μηνιαίας δόσης σε συνδυασμό με τη μείωση των εισοδημάτων των αιτούντων, καταρτίστηκαν με την καθ’ ης δύο πρόσθετες πράξεις τροποποίησης, σύμφωνα με τις οποίες συμφωνήθηκε η καταβολή μειωμένης μηνιαίας δόση ς κατά ποσοστό 50%, ποσού 1.400 ευρώπερίπου, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-12-2013 και μειωμένης μηνιαίας δόσης κατά ποσοστό 50%, ποσού 1.500 ευρώ περίπου, για το χρονικό διάστημα από 10-2-2014 έως 10-8-2015, ότι λόγω της ραγδαίας ανατροπής της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων την 15-1-2015, η μηνιαία δόση τους ανέρχεται πλέον σε ιδιαίτερα μεγάλο ποσό, άνω των 2.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να περιέλθουν σε πραγματική αδυναμία αποπληρωμής του δανείου, καθώς και ότι ενώ σι αιτούντες πίστευαν ότι μειώνεται με τις μηνιαίες καταβολές το άληκτο κεφάλαιο του δανείου τους, εντούτοις το άληκτο κεφάλαιο αυξανόταν, καθόσον, μολονότι έχουν καταβάλει επί ό έτη συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι το μήνα Νοέμβριο 2014, το ποσό των 229.572,42 ελβετικών φράγκων ή 190.000 ευρώ, εντούτοις το άληκτο κεφάλαιο του δανείου κατά τον ίδιο μήνα ανερχόταν στο ποσό των 545.235,35 ελβετικών φράγκων ή 450.000 ευρώ, που ισούται σχεδόν με το ποσό που εκταμιεύτηκε την 4-4-2008.

Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενοι αφενός μεν επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, αφετέρου δε την ακυρότητα της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου πρωτίστως ως καταχρηστικής σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1 994 για την προστασία του καταναλωτή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αίτηση, ζητούν να υποχρεωθεί προσωρινά η καθ’ ης τράπεζα να αποδέχεται την καταβολή των μηνιαίων δόσεων με την αρχική ισοτιμία, με την οποία έγινε η εκταμίευση της επίδικης δανειακής σύμβασης, δηλαδή με συναλλαγματική ισοτιμία 1,5872 ελβετικά φράγκα ανά Ι ευρώ, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 19-1-2015 κύριας αγωγής τους, να υποχρεωθεί η καθ’ ης προσωρινά, Κατ’ ορθή εκτίμηση, να παραλείψει την καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οποιαδήποτε μηνιαίας δόσης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της πιο πάνω αγωγής τους, με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 500 ευρώ για κάθε παράβαση της υποχρέωσής της, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο, η αίτηση αρμοδίως εισάγεται,για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 683 παρ. 1, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, που αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 176, 682 παρ. 1, 731, 732 και 947 παρ. Ι ΚΠολΔ.

Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ………… και ………. – ………………….αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, καθώς και των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Οι αιτούντες είναι έγγαμοι με τρία ανήλικα τέκνα, ηλικίας 13, 11 και 4 ετών αντίστοιχα. Ο πρώτος αιτών είναι Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία ≪………………≫ και το διακριτικό τίτλο ≪………..≫ και η δεύτερη αιτούσα είναιημιαπασχολούμενη στην ανωτέρω οικογενειακή επιχείρηση Του συζύγου της. Οι αιτούντες την 31-3-2008 σύναψαν με την καθ’ ης τράπεζα στο υποκατάστημά της στο Ψυχικό Αττικής τη με αριθμό …………. σύμβαση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα (CHF), ως οφειλέτες, για το ποσό των 715.155,75 ελβετικών φράγκων ή 454.500 ευρώ. Οι ίδιοι κατέληξαν στην υπογραφή της ανωτέρω δανειακής σύμβασης μετά από προτροπή και διαβεβαίωση των υπαλλήλων της καθ’ ης ότι πρόκειται για την πλέον συμφέρουσα επιλογή, διότι το εν λόγω δάνειο εξασφάλιζε χαμηλό επιτόκιο, ότι το ελβετικό φράγκο είναι από τασταθερότερα νομίσματα και ως εκ τούτου η ισοτιμία του με το ευρώ θα παρέμενε σταθερή, όπως άλλωστε έδειχνε η μικρή διακύμανση της ισοτιμίας (5-8%) την τελευταία (τότε) πενταετία και ότι η ενδεχόμενη ζημία που Θα είχαν σι αιτούντες και κάθε δανειολήπτης σε ελβετικό φράγκο στο μέλλον από μια πιθανή αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του ευρώ είναι μικρότερη από το όφελος του χαμηλού επιτοκίου.

Το δε κείμενο (περιεχόμενο) της ένδικης στεγαστικήςδανειακής σύμβασης ήταν προδιατυπωμένο. Κατά τους όρους της ένδικης σύμβασης, μεταξύ των διαδίκων συνομολογείται τοκοχρεωλυτικό δάνειο διάρκειας 240 μηνών από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης, σκοπός του δανείου είναι η από τους αιτούντες αγορά και επισκευή — αποπεράτωση κατοικίας και η ανάληψη του δανείου από τους τελευταίους Θα γίνει σε αυτούσιο συνάλλαγμα ελβετικών φράγκων και Θα αποδεικνύεται ή από τις σχετικέςεγγραφές στα βιβλία της τράπεζας (χωρίς να απαιτείται η υπογραφή των αιτούντων) ή από τα εντάλματα πληρωμής που εκδίδει η τράπεζα (με στοιχεία 1 και 2 όροι). Επίσης, συμφωνήθηκε ότι το δάνειο Θα εκτοκίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο Θα απαρτίζεται από το διατραπεζικό επιτόκιο IJBOR CHF μηνιαίας διάρκειας 360 ημερών πλέον περιθωρίου ανερχόμενου σε 0,90% και της εισφοράς του Ν. 128/1975, που ανέρχεται σε 0,12%. Ως διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR CHF (London Interbank Of[ered Rate) 360 ημερών μηνιαίας διάρκειας, νοείται το διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού σε ελβετικό φράγκο (CHF),όπως αυτό καθορίζεται στην αγορά χρήματος του Λονδίνου με βάσηυπολογισμού 360 ημερών από το BBA (British Bankers’ Association) την 11.00 μεσημβρινή ώρα Λονδίνου (και εμφανίζεται στη σχετική ηλεκτρονική οθόνη της εταιρίας ………… για το συγκεκριμένο νόμισμα και περίοδο), δύο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία υπολογισμού του ποσού της κάθε δόσης, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη εκατοστιαία μονάδα (με στοιχεία 3 όρος).

Η εξόφληση του δανείου Θα γίνει σε 240 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις που Θα αρχίσουν ένα μήνα από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης του δανείου, είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα είτε με το σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων υπολογιζόμενο την ημερομηνία πληρωμής της δόσης με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος, η τιμή δε αυτή Θα είναι υψηλότερη από την τρέχουσα τιμή που η καθ’ ης πωλεί το ελβετικό φράγκο και η οποία εμφανίζεται στο ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της καθ’ ης (με στοιχεία 4.1 όρος). Η εκταμίευση του προϊόντος του δανείου πραγματοποιήθηκε την 4-4-2008 με τη σχετική πίστωση στο με αριθμό 5055-036217-127 λογαριασμό του πρώτου αιτούντος, που τηρείται στην καθ’ ης, από τον οποίο οι αιτούντες ανέλαβαν το προϊόν του δανείου και στον οποίο κατέθεταν σε ευρώ τις12 μηνιαίες δόσεις που όφειλαν στην καθ’ ης. Η ισοτιμία μεταξύ ελβετικού φράγκου και ευρώ Κατά την ημέρα της εκταμίευσης του δανείου, την 4-4-2008, ανερχόταν σε 1/1,5872.

Συγκεκριμένα, Το ποσό των 715.155,75 ελβετικών φράγκων που εκταμιεύτηκε ήταν ίσο με το ποσό των 454.500 ευρώ, στα οποία και μετατράπηκε πριν δοθεί στους αιτούντες, αφού σι τελευταίοι σε ευρώ Θα κατέβαλαν, όπως και πράγματι έκαναν, το τίμημα της αγοράς της κατοικίας — μεζονέτας στη Βάρη Αττικής, για την κτήση της οποίας έλαβαν το στεγαστικό δάνειο. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι το ποσό της μηνιαίας δόσης ήδη από το μήνα Μάιο 2008 ανερχόταν στο ποσό των 4.100 — 4.200 ελβετικών φράγκων ή των 2.500 — 2.600 ευρώ, πλην του μηνός Νοεμβρίου 2008, οπότε η μηνιαία δόση ανήλθε στο ποσό των 4.331,25 ελβετικών φράγκων ή των 2.800 ευρώ. Οι αιτούντες, αν και με δυσκολίες, εξυπηρετούσαν κανονικά τις δόσεις του δανείου και είχαν την εντύπωση ότι το ποσό του δανείου σε ελβετικά φράγκα Θα μειώνεται σταδιακά με την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων κάθε μήνα.

Ωστόσο, από τις αρχές του έτους 2011 λόγω της σταδιακής υποτίμησης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, η μηνιαία δόση άρχισε να αυξάνεται και λόγω της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στις αυξημένες δανειακές υποχρεώσεις τους εξαιτίας και της μείωσης των εισοδημάτων τους, γεγονός που κατέστησαν γνωστό στους υπαλλήλους της καθ’ ης και ενώ το άληκτο κεφάλαιο του δανείου τους ανερχόταν κατά την 10-12-2012 στο ποσό των 569.863,45 ελβετικών φράγκων, ήτοι των475.000 ευρώ, καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων η από 21-12-2012 πρόσθετη πράξη τροποποίησης στεγαστικού δανείου, δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε η μείωση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης Κατά ποσοστό 50% για χρονικό διάστημα 12 μηνών, αρχής γενομένης από την 10-1-2013. Για το λόγο αυτό, καθ’ όλο το έτος 2013 η μειωμένη μηνιαία δόση του δανείου ανήλθε στο ποσό των 1,710 — 1370 ελβετικών φράγκων ή των 1.400 ευρώ περίπου. Μετά την πάροδο του ως άνω χρονικού διαστήματος, σι διάδικοι, για τους ίδιους ως άνω λόγους,συμφώνησαν εκ νέου με την από 5-2-2014 (δεύτερη) πρόσθετη πράξητροποποίησης στεγαστικού δανείου τη μείωση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης κατά ποσοστό 50% για ακόμη 15 μήνες, αρχής γενομένης από την 10-2-2014. Επομένως, για το χρονικό διάστημα από 10-2-2014 η μειωμένη μηνιαία δόση του δανείου ανέρχεται στο ποσό των 1.800 ελβετικών φράγκων ή των 1.500 ευρώ Περίπου (βλ. τους σχετικούς πίνακες πληρωμών σε συνδυασμό με το αντίγραφο της κίνησης του δανειακού λογαριασμού και της καρτέλας δανείου).

Ωστόσο, μέσα στο διάστημα αυτό επήλθε ραγδαία ανατροπή της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων την 15-1-2015 (1/1,01), οπότε η συνολική μηνιαία δόση τους ανέρχεται πλέον σε ιδιαίτερα μεγάλο ποσό, άνω των 3.500 ευρώ (3.600 ελβετικά φράγκα), ποσό το οποίο σι αιτούντες αδυνατούν να καταβάλουν, με αποτέλεσμα να περιέλθουν σε πραγματική αδυναμία αποπληρωμής του δανείου. Εξάλλου, πιθανολογείται ότι μολονότι σι αιτούντες επί ό έτη ήταν απολύτως συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και είχαν καταβάλει προς εξόφληση του δανείου τους μέχρι το μήνα Νοέμβριο 2014, το ποσό των 229.572,42 ελβετικών φράγκων ή 190.000 ευρώ, εντούτοις το συνολικό υπόλοιπο της οφειλής τους (άληκτο κεφάλαιο) κατά τον ίδιο μήνα ανερχόταν στο ποσό των 545.235,35 ελβετικών φράγκων ή 450.000 ευρώ, που ισούται σχεδόν με το ποσό που εκταμιεύτηκε την 4-4-2008.

Επιπλέον, πιθανολογείται ότι ο προαναφερόμενος με στοιχεία 4.1 όρος της ένδικης δανειακής σύμβασης, ο οποίος εξακολουθεί να Ισχύει και προβλέπει ότι οι αιτούντες υποχρεούνται να εκπληρώνουν τις απορρέουσες από τη σύμβαση υποχρεώσεις τους προς την καθ’ ης τράπεζα είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα είτε με το σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο την ημερομηνία πληρωμής της δόσης με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή Θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος και ο οποίος (όρος) ήταν προδιατυπωμένος από την καθ’ ης και περιλαμβανόταν στους γενικούς όρους συναλλαγών, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, είναι, κατά το μέρος που ρυθμίζει την ισοτιμία, με βάση την οποία Θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιούν σι αιτούντες καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου τους, αόριστος και ασαφής και επομένως, καταχρηστικός και άκυρος.

Συγκεκριμένα, με τον επίμαχο όρο παραβιάζεται από την καθ’ ης η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γ.ο.σ, η οποία επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του καταναλωτής — πελάτης, που όμως διαθέτει τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής (βλ. ΕΠειρ 71112011 ΔΕΕ 2012. 356 και δημοσίευση Τ.Ν~Π.ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, με την ως άνω ρήτρα δενπαρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και oιυποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δενδιατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και σι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής Του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και Των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και στην κρινόμενη υπόθεση σι αιτούντες, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικέςσυνέπειες, που Θα μπορούσε να έχει για τους ίδιους ο παραπάνω όρος και συγκεκριμένα, να διαγνώσουν εκ των προτέρων τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που Θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου τους όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (σκέψεις 73-75 της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΚ).

Δεν μπορούσαν επομένως, αυτοί να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνουν. Και ναι μεν ο επίμαχος όρος ήταν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη, πλην όμως,μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη, προκειμένου να κριθεί ως έγκυρος βάσει των κριτηρίων, που ο Ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ Θέτουν, αφού εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας του ως προς τις οικονομικές συνέπειές του, οδηγεί ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή — πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την Τράπεζα (βλ. ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001. 112 .

Εξάλλου, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένων συμβάσεων και επιστολών δεν δύναται να θεωρηθεί πλήρης και ορθή εκτέλεση των προσυμβατικών υποχρεώσεων της καθ’ ης τράπεζας (πιστωτικού φορέα) για επαρκή πληροφόρηση και ενημέρωση, διότι αντιστρέφειτο βάρος απόδειξης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των διαδίκων(συμβαλλομένων), που δύναται να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων των καταναλωτών (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 18~ — 12-2014, υπόθεση ………….., ……  …….. ………. ………. κατά …………  ………., ……… ………., ……….  ………, σκέψεις 30-32). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον πιθανολογείται ότι Θα ευδοκιμήσει η από 19-1-2015 Κύρια αγωγή, που οι αιτούντες έχουν ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για την αναγνώριση της καταχρηστικότητας του προαναφερόμενου όρου της επίδικης δανειακής σύμβασης και χωρίς να ικανοποιείται πλήρως το δικαίωμα των αιτούντων, καθόσον ρυθμίζεται προσωρινά η καταβολή των δόσεων τουδανείου τους και εφόσον πιθανολογείται ότι υπάρχει επείγουσα περίπτωση για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, που συνίσταται στην επιβίωση της οικογένειας των αιτούντων, απορριπτόμενων των σχετικών περί του αντιθέτου ισχυρισμών της καθ’ ης, όπως και της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των αιτούντων, ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί το ασφαλιστικό μέτρο πουαναφέρεται στο διατακτικό, με απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της καθ’ ης και υπέρ των αιτούντων για κάθε παραβίαση της απόφασης αυτής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Αντίθετα, το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο να υποχρεωθεί η καθ’ ης τράπεζα να παραλείψει ενδεχόμενη καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης, πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης επείγουσας περίπτωσης και επικείμενου κινδύνου, διότι, όπως συνομολογεί η καθ’ ης τράπεζα στο σημείωμά της που κατέθεσε, η επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου δεν εμφανίζει καθυστέρηση πληρωμής δόσεων, ούτε έχει προηγηθεί οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια από την πλευρά της τράπεζας ούτε εξωδικαστική με τη μορφή προειδοτrοιητικών επιστολών, ούτε άλλωστε σι αιτούντες επικαλούνται τέτοια. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων Πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, αφού η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Διατάσσει την καθ’ ης τράπεζα να αποδέχεται προσωρινά και μέχρι την

έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 19-1-2015 κύριας αγωγής των αιτούντων, την καταβολή από τους τελευταίους, των μηνιαίων δόσεων της με αριθμό 0010-2055-00002220326 σύμβασης στεγαστικού δανείου και της από 5 – 2 – 2014 πρόσθετης πράξης τροποποίησης, με τη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου με ευρώ, όπως αυτή καθορίστηκε κατά την εκταμίευση του ποσού του δανείου την 4-4-2008 και προσδιορίζεται σε 1,5872 ελβετικά φράγκα ανά ευρώ για τη σύμβαση αυτή.

Απειλεί σε βάρος της καθ’ ης τράπεζας την επιβολή χρηματικής ποινής

ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ υπέρ των αιτούντων, για κάθε παράβαση από αυτήν (τράπεζα) της υποχρέωσής της, όπως αυτή προσδιορίζεται στην παραπάνω διάταξη της απόφασης.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 10/9/2015.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λ.Ν.                              Τ.Ο.

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία