Περίληψη
ΑΡΙΘΜΟΣ 32/2008
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ
Αποτελούμενο από τον Ειρηνοδίκη Παναγιώτη Σκουρκέα και τη Γραμματέα Παρθένα Λαζαρίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5-12-2007, για να δικάσει την από 21-2-2007 και υπ’ αριθμόν πράξης κατάθεσης 25/2007 αγωγή:
Των εναγόντων: 1)Του αστικού μη κερδοσκοπικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………- ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΥΝ.Π.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα, στην οδό …… αριθμός 10 και εκπροσωπείται νόμιμα, 2)του, επίσης, αστικού μη κερδοσκοπικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…… – ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΩΝ -ΕΡΜΗΝΕΥΤΩΝ ΣΥΝ.Π.Ε.» που εδρεύει ωσαύτως στην Αθήνα, στην οδό ……. αριθμός 130 και εκπροσωπείται νόμιμα και 3)της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία «………. ……….. ………..ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΗΧΟΥ Η ΗΧΟΥ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΣ» και το διακριτικό τίτλο «……», η οποία εδρεύει στο Χαλάνδρι του νομού Αττικής, στην οδό …… αριθμός ….. και εκπροσωπείται και αυτή νόμιμα. Οι ως άνω ενάγοντες παραστάθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου διά της πληρεξούσιας των δικηγόρου Άννας Ε. Γηραλέα.
ΚΑΤΑ
Της εναγόμενης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…… Α.Ε.», η οποία, εδρεύουσα στο Αιγάλεω του νομού Αττικής, στην οδό …… αριθμός … και εκπροσωπούμενη νόμιμα, εκμεταλλεύεται το ευρισκόμενο στον Κορυδαλλό του νομού, επίσης, Αττικής και στην οδό …… αριθμός ….κατάστημα με το διακριτικό τίτλο «……» και η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Σοφιανού.
Της ως άνω αγωγής δικάσιμος ορίσθηκε, με την από 28-2-2007 σημείωση του δικαστή του δικαστηρίου αυτού, εκείνη της 13-6-2007, οπότε, όμως, η συζήτησή της αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμό του, κατά την οποία:
Αφού εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά της στο αντίστοιχο έκθεμα και άκουσε όσα περιλαμβάνονται στα σχετικά πρακτικά:
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ.
Με τις διατάξεις του Ν.2121/1993, εκτός των άλλων, ορίζονται και τα εξής: «Η αμοιβή που οφείλει να καταβάλει ο αντισυμβαλλόμενος στο δημιουργό για δικαιοπραξίες που αφορούν τη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος ή εξουσιών από αυτό συμφωνείται υποχρεωτικά σε ορισμένο ποσοστό, το ύψος του οποίου καθορίζεται ελεύθερα μεταξύ των μερών. Βάση για τον υπολογισμό του ποσοστού είναι όλα ανεξαιρέτως τα ακαθάριστα έσοδα ή τα έξοδα ή τα συνδυασμένα έσοδα και έξοδα, που πραγματοποιούνται από τη δραστηριότητα του αντισυμβαλλόμενου και προέρχονται από την εκμετάλλευση του έργου. Κατ’ εξαίρεση, η αμοιβή μπορεί να υπολογίζεται σε ορισμένο ποσό στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) η βάση υπολογισμού της ποσοστιαίας αμοιβής είναι πρακτικά αδύνατο να προσδιορισθεί ή ελλείπουν τα μέσα ελέγχου για την εφαρμογή του ποσοστού, β) τα έξοδα που απαιτούνται για τον υπολογισμό και τον έλεγχο είναι δυσανάλογα με την αμοιβή που πρόκειται να εισπραχθεί, γ) η φύση ή οι συνθήκες της εκμετάλλευσης καθιστούν αδύνατη την εφαρμογή του ποσοστού» (άρθρο 3 2 § 1). «Όταν υλικός φορέας ήχου που έχει νόμιμα εγγραφεί χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόροι, καλώδια ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων. Οι οργανισμοί αυτοί υποχρεούνται να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν τις αμοιβές, να προβάλλουν τις σχετικές αξιώσεις για την καταβολή και να εισπράττουν τις σχετικές αμοιβές από τους χρήστες.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, το ύψος της εύλογης αμοιβής και οι όροι της πληρωμής της καθορίζονται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Οριστικά περί της αμοιβής αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο» (άρθρο 49§ 1). «Οι εισπραττόμενες αμοιβές κατανέμονται εξ’ ημισείας μεταξύ ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και παραγωγών των υλικών φορέων. Η κατανομή των εισπραττόμενων αμοιβών μεταξύ των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και μεταξύ των παραγωγών γίνεται κατά τις μεταξύ τους συμφωνίες που περιέχονται στον κανονισμό του κάθε οργανισμού συλλογικής διαχείρισης» (άρθρο 49§3). «Οι δημιουργοί μπορούν να αναθέτουν σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, που έχουν νόμου, γ) να εισπράττουν την αμοιβή και να κατανέμουν μεταξύ των δημιουργών τα εισπραττόμενα ποσά, δ)……………………………… , ε)να προβαίνουν σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, σε κάθε διοικητική ή δικαστική ή εξώδικη ενέργεια για τη νόμιμη προστασία των δικαιωμάτων των δημιουργών ή των δικαιοδόχων τους και
ιδίως να υποβάλλουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, να εγείρουν αγωγές, να ασκούν ένδικα μέσα……………………….. ως προς τις εξουσίες που τους έχουν ανατεθεί……………………… , στ)να λαμβάνουν από τους χρήστες κάθε πληροφορία αναγκαία για τον καθορισμό, την είσπραξη και την κατανομή των εισπραττόμενων ποσών, ε)να ενεργούν………………………… τους αναγκαίους ελέγχους σε καταστήματα πώλησης ή δημόσιας εκτέλεσης των έργων που προστατεύουν, για να διαπιστώνουν αν οι πράξεις αυτές δεν προσβάλλουν το δικαίωμα των δημιουργών» (άρθρο 55§ 1). «Τεκμαίρεται ότι
οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας όλων των έργων ή όλων των πνευματικών δημιουργών, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβασθεί σ’ αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από πληρεξουσιότητα.
Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας μπορούν να ενεργούν πάντα, δικαστικώς ή εξωδίκως, στο δικό του ονόμα είτε η αρμοδιότητά τους στηρίζεται σε μεταβίβαση της εξουσίας, είτε στηρίζεται σε πληρεξουσιότητα, νομιμοποιούνται δε πάντως στην άσκηση όλων των δικαιωμάτων του δημιουργού που έχουν μεταβιβασθεί σ’ αυτούς ή που καλύπτονται από την πληρεξουσιότητα» (άρθρο 55 §2). «Για τη δικαστική επιδίωξη της προστασίας των έργων και των δημιουργών που προστατεύονται από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας αρκεί η δειγματοληπτική αναφορά των έργων που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης χωρίς την απαιτούμενη άδεια και δεν απαιτείται η πλήρης απαρίθμηση των έργων αυτών» (άρθρο 5 5 § 3). «Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης, προκειμένου οι χρήστες να έχουν την ευχέρεια της χρήσης των έργων του ρεπερτορίου τους αξιώνουν από αυτούς ποσοστιαία αμοιβή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32§ 1 του παρόντος νόμου» (άρθρο 56§1εδ.α’). «Αν ο χρήστης ισχυρίζεται ότι ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης αξιώνει αμοιβή προφανώς δυσανάλογη προς αυτήν που συνήθως καταβάλλεται σε παρόμοιες περιπτώσεις οφείλει, πριν από οποιαδήποτε χρήση, να προκαταβάλει στον οργανισμό ή το ζητούμενο ποσό αμοιβής ή το ποσό που θα έχει ορίσει, ύστερα από αίτηση του χρήστη, ως συνήθως καταβαλλόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις, το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Οριστικά περί της αμοιβής αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο 56§2εδ.β’ και γ’). «Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης καταρτίζουν κατάλογο με τις αμοιβές που απαιτούν από τους χρήστες (αμοιβολόγιο), ο οποίος πρέπει να γνωστοποιείται προς το κοινό με δημοσίευσή του σε τρεις εφημερίδες………………………. » (άρθρο 56§3εδ.ε’). «Τα συγγενικά δικαιώματα διέπονται από το δίκαιο του κράτους που πραγματοποιήθηκε η ερμηνεία ή η εκτέλεση ή όπου παρήχθησαν οι υλικοί φορείς ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας ή από όπου έγινε η ραδιοτηλεοπτική εκπομπή ή όπου έγινε η έντυπη έκδοση» (άρθρο 67§2). «Σε κάθε περίπτωση διέπεται από το κατά τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμοστέο δίκαιο ο καθορισμός του υποκειμένου του δικαιώματος, το αντικείμενό του, το περιεχόμενό του, η διάρκεια του και οι περιορισμοί του……………… Η ένδικη προστασία διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ζητείται η προστασία» (άρθρο 67§3). «Οι προηγούμενες παράγραφοι εφαρμόζονται, εφ’ όσον δεν ορίζουν άλλως διεθνείς συμβάσεις κυρωμένες στην Ελλάδα.
Προκειμένου για κράτη που δεν συνδέονται με την Ελλάδα με διεθνείς συμβάσεις για την προστασία…………………………….. ορισμένου συγγενικού δικαιώματος, οι προηγούμενες παράγραφοι εφαρμόζονται, εφ’ όσον το κράτος του οποίου το δίκαιο πρέπει να εφαρμοσθεί, παρέχει ανάλογη προστασία…………………………. σε συγγενικά δικαιώματα που απορρέουν από πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα» (άρθρο 67§4). Εξ άλλου, με το Ν.2054/1992 η Ελλάδα κύρωσε την από 26-10-1961 Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης «περί προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των .παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης». Στη Συνθήκη αυτή ορίζεται, εκτός των άλλων, ότι: Α)«Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα παρέχει την εθνική μεταχείριση στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, εφ’ όσον…………… α)η εκτέλεση γίνεται σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, β)η εκτέλεση έχει εγγραφεί σε φωνογράφημα προστατευόμενο κατά το παρακάτω άρθρο 5………………………. » (άρθρο 4). Β)«Κάθε συμβαλλόμενο κράτος θα παρέχει την εθνική μεταχείριση στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, εφ’όσον………. α)ο παραγωγός φωνογραφημάτων είναι υπήκοος άλλου συμβαλλόμενου κράτους…………………. β)η πρώτη εγγραφή του ήχου πραγματοποιήθηκε σε ένα άλλο συμβαλλόμενο κράτος………… γ)το φωνογράφημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε ένα άλλο συμβαλλόμενο κράτος» (άρθρο 5§ 1). Γ)«Όταν η πρώτη έκδοση έγινε μεν σε μη συμβαλλόμενο κράτος, το φωνογράφημα, όμως, το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την πρώτη δημοσίευση, δημοσιεύθηκε επίσης και σε ένα συμβαλλόμενο κράτος (σύγχρονη δημοσίευση), το φωνογράφημα αυτό θα θεωρείται ότι εκδόθηκε για πρώτη φορά σε συμβαλλόμενο κράτος» (άρθρο 5§2). Δ) «Εφ’όσον ένα φωνογράφημα που έχει εκδοθεί για σκοπούς εμπορικούς ή μία αναπαραγωγή αυτού του φωνογραφήματος χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική
εκπομπή ή για οποιαδήποτε μετάδοση προς το κοινό, θα παρέχεται από το χρήστη προς τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες ή προς τους παραγωγούς φωνογραφημάτων ή και προς τους δύο μία και ενιαία εύλογη αμοιβή.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ αυτών, η εσωτερική νομοθεσία μπορεί να καθορίσει τους όρους κατανομής της αμοιβής αυτής» (άρθρο 12). Από το συνδυασμό όλων των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτουν, εκτός των άλλων, και τα εξής: Όσοι χρησιμοποιούν νόμιμα εγγεγραμμένους υλικούς φορείς ήχου για παρουσίαση στο κοινό, με την έννοια της δημόσιας εκτέλεσης, δηλαδή εκτέλεσης που κάνει το έργο προσιτό σε κύκλο ευρύτερο από το στενό κύκλο της οικογένειας και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον (βλέπε. Δ. Καλλινίκου «Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα», έκδοση Β’, αριθ. 91, σελ. 132-133, και αριθ. 184, σελ. 236), έχουν υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής τόσο στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, όσο και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων, δηλαδή στους φορείς συγγενικών δικαιωμάτων. Ο δικαιούχος δεν έχει τη δυνατότητα να αξιώσει ατομικά από το χρήστη τον καθορισμό ή την καταβολή της ως άνω αμοιβής, αλλά έχει το δικαίωμα να αναθέσει εγγράφως τη διαχείριση του προαναφερόμενου δικαιώματος του για αμοιβή σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, είτε με πληρεξουσιότητα, είτε με εκχώρηση του σχετικού δικαιώματος, εάν και εφ’ όσον το επιθυμεί. Η αμοιβή είναι μία και ενιαία.
Ο καθορισμός του ύψους της, σε περίπτωση διαφωνίας του χρήστη και του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, γίνεται προσωρινά μεν από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οριστικά δε από το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία, εφαρμοζομένων και των ειδικών διατάξεων αυτής περί μικροδιαφορών, ανάλογα με το ποσό της αξιούμενης αμοιβής (βλέπε: Δ. Καλλινίκου, ό.π., σελ. 278-279, αριθ. 213, Ε.Α.3058/2005 Δ.Ε.Ε. 2005, 1 179, Πολ.Πρ.Αθ.81 5/2006 ΧρΙΔ 2006, 467, Μον.Πρ.Ρόδ. 1127/2003 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», αντίθετα Μον.Πρ.Τρικ.687/2003 ΕλλΔνη 45, 604). Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας ασκούν την αγωγή στο δικό τους όνομα και δεν είναι αναγκαίο να διευκρινίζουν σ’ αυτή ποια είναι η σχέση που τους συνδέει με το δικαιούχο (βλέπε Πολ.Πρ.ΑΘ.5103/2006 Τ.Ν.Π. «……….»), αφού, κατά νόμιμο μαχητό τεκμήριο, νομιμοποιούνται να ενεργήσουν δικαστικά για όλους τους δημιουργούς και για όλα τα έργα, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν αυτή την εξουσία, εναπόκειται δε στον εναγόμενο χρήστη να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική από την τεκμαιρόμενη.
Η προαναφερόμενη δήλωση του οργανισμού μπορεί να γίνει και με το δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο αρκεί η αναφορά ότι ο: ενάγων εκπροσωπεί το σύνολο της αντίστοιχης κατηγορίας δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων (ημεδαπών ή αλλοδαπών) και το σύνολο των έργων τους, των οποίων αρκεί η δειγματοληπτική αναφορά (βλέπε: Μον.Πρ.Πειρ.4454/2006 αδημ., Μον.Πρ.Κοζ.281/2005 Τ.Ν.Π. «………..», Μον.Πρ.ΑΘ. 3 622/2004 αδημ., αντίθεταΜον.Πρ.Πειρ.4970/2005 αδημ., Μον.Πρ.Πειρ.4971/2005 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Μον.Πρ.Τρικ. 1250/2002 ΧρΙΔ 2003,
175). Η απόφαση, που κάνει μεν δεκτή την ανωτέρω αγωγή του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, καθορίζει, όμως, την εύλογη αμοιβή σε ποσό διαφορετικό από εκείνο του αμοιβολογίου, είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, διαπλαστική, της εξεταζόμενης εδώ περίπτωσης προσομοιάζουσας με τις περιπτώσεις τις ρυθμιζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 371 του Α.Κ. (βλέπε και. Απ. Γεωργιάδη «Ενοχικό δίκαιο», Εενικό Μέρος, έκδοση 1999, σελ. 86, Απ. Γεωργιάδη — Μιχ. Σταθόπουλου «Αστικός Κώδιξ – Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία», έκδοση 1980, τόμος II, υπό τα άρθρα 371-373, αριθ. 23, 28 και δη 32 και 33, σελ. 324, 325, 326, 328 και 329, Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη «ΕΡΝΟΜΑΚ – Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα», τόμος Βλ έκδοση 2003, υπό το άρθρο 371, αριθ. 4, 6, 8, 11 και 12, σελ. 323, 324, 325 και 326), αφού με την απόφαση αυτή μεταβάλλεται η υπάρχουσα στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου νομική κατάσταση, ως προς το ύψος της οφειλόμενης από το χρήστη παροχής (βλέπε και Δ. Κονδύλη «Το δεδικασμένον κατά τον Κ.Πολ.Δικ.», έκδοση 1983, σελ. 149—150). Η νομική μεταβολή δημιουργείται με την τελεσιδικία της απόφασης, αλλά εάν η καθοριζόμενη από το δικαστήριο αμοιβή αφορά χρήση που ήδη έγινε, η διαπλαστική ενέργεια ανατρέχει στο χρόνο της χρήσης.
Συνέπεια του χαρακτήρα αυτού της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης είναι ότι αυτή δεν κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή και ότι πριν από την τελεσιδικία της δεν υπάρχει προσδιορισμένη εκπληρώσιμη παροχή (βλέπε και Α.Π.252/1997 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), Γι’ αυτό ο χρήστης πριν από την τελεσιδικία δεν μπορεί να γίνει υπερήμερος, αφού η υπερημερία, κατά τη διάταξη του άρθρου 340 του Α.Κ., εκτός από όχληση προϋποθέτει ότι η οφειλή είναι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και έτσι ο τελευταίος για να οφείλει τόκους υπερημερίας πρέπει, αφού καταστεί τελεσίδικη η ως άνω διαπλαστική απόφαση, να οχληθεί για την καταβολή της αμοιβής που τελεσίδικα του καθόρισε με την απόφαση αυτή το αρμόδιο δικαστήριο, ενώ και δικονομικούς τόκους δεν οφείλει αυτός πριν από την τελεσιδικία της εν λόγω απόφασης, αλλά μόνο από την προς τούτον επίδοση της, αφού τη συνδρομή της ίδιας προϋπόθεσης, δηλαδή το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό της οφειλής, απαιτεί και η διάταξη του άρθρου 346 του Α.Κ. για την από αυτή προβλεπόμενη υποχρέωση του οφειλέτη χρηματικής παροχής προς καταβολή δικονομικών ή δικαστικοδν τόκων (βλέπε: Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου ό.π., υπό το άρθρο 340, αριθ. 7, σελ. 235, υπό το άρθρο 346, αριθ. 6, σελ. 246, Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη ο.π., υπό το άρθρο 340, αριθ. 3 και 24, σελ. 216 και 223, υπό το άρθρο 346, αριθ. 1, 4, 13 και 14, σελ. 241, 242 και 245, Α.Π.387/2002 ΕλλΔνη 44, 479).
Άλλως, όμως, έχει το θέμα, όταν το δικαστήριο, κάνοντας δεκτή την αγωγή του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, καθορίζει την οφειλόμενη προς τα μέλη του εύλογη αμοιβή στο ίδιο ποσό με εκείνο του συνταχθέντος και δημοσιευθέντος από αυτόν αμοιβολογίου, θεωρώντας ότι το ποσό τούτο, το οποίο και ζητείται με την αγωγή του οργανισμού, συνιστά πράγματι την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 49§ 1 του Ν.2121/1993 εύλογη και ενιαία αμοιβή που οφείλεται προς τα μέλη του, ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες ή παραγωγούς υλικών φορέων ήχου ή εικόνας. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση του δικαστηρίου δεν έχει, έστω και εν μέρει, διαπλαστικό χαρακτήρα, αλλά καταψηφιστικό τοιούτο στο σύνολό της, αφού ουδεμία επιφέρει μεταβολή στην ήδη δημιουργηθείσα και , υφισταμένη στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου νομική κατάσταση (βλέπε και Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου ό.π., υπό τα άρθρα 371-373, αριθ. 32, σελ. 328, Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη ό.π., υπό το άρθρο 371, αριθ. 11 και 28 σελ. 325, 326 και 332).
Έτσι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, καθισταμένης — δεδομένης της υποχρέωσης του χρήστη υλικών φορέων ήχου ή ήχου και εικόνας σε προκαταβολή της εύλογης αμοιβής πριν από κάθε χρήση τους (βλέπε την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 56§2εδ.β’ του Ν.2121/18993) – ληξιπρόθεσμης και απαιτητής της αντίστοιχης αξίωσης του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης από του χρόνου δημοσίευσης του από αυτόν καταρτισθέντος αμοιβολογίου και της από του χρόνου τούτου τεκμαιρόμενης γνώσης του εν λόγω αμοιβολογίου από το χρήστη, εφ’ όσον βέβαια αυτός έκανε τελικά χρήση υλικών φορέων ήχου ή ήχου και εικόνας, οφείλει ο τελευταίος επί του ποσού της εύλογης αμοιβής τόκους μεν υπερημερίας από την επομένη της ημέρας που οχλήθηκε για την καταβολή της, δικονομικούς δε ή δικαστικούς τόκους, στην περίπτωση που δεν οχλήθηκε εξωδίκως, από την επομένη της επίδοσης της σχετικής αγωγής του δικαιούμενου σε είσπραξη της αμοιβής αυτής οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, επί της οποίας και η εκδοθείσα καταψηφιστική δικαστική απόφαση (βλέπε τα άρθρα 340, 345 και 346 του Α.Κ.). Εξ άλλου, ο ενάγων οργανισμός μπορεί, σε κάθε περίπτωση, στην αγωγή του για τον οριστικό καθορισμό και την επιδίκαση της εύλογης αμοιβής, να σωρεύσει και αίτημα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος χρήστης να του καταβάλει και τον ανάλογο, με το ποσό της αμοιβής, φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.).
Η ευχέρεια αυτή παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 69§ Ιεδ.α’ του Κ.Πολ.Δικ., της οποίας η εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι επιτρεπτή (βλέπε: ; Α.Π.80/1999 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», Ε.Α.8884/2003 ΕλλΔνη 45, 1102, Πολ.Πρ.Ρόδ. 118/2006 Τ.Ν.Π. «…….»), αφού, μετά τη χρήση του υλικού φορέα ήχου, η παροχή του χρήστη, δηλαδή η από αυτόν καταβολή του Φ.Π.Α. στον κατά νόμο υπόχρεο έναντι του Δημοσίου (που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης), δεν εξαρτάται πλέον από αντιπαροχή και συνδέεται με ορισμένο χρονικό σημείο, που είναι αυτό της έκδοσης του αντίστοιχου φορολογικού στοιχείου. Αν πριν από το προαναφερόμενο κρίσιμο χρονικό σημείο (της έκδοσης του φορολογικού στοιχείου) ασκηθεί, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στην πράξη, αγωγή με το ανωτέρω αίτημα, για καταβολή, δηλαδή, του Φ.Π.Α., ο εναγόμενος χρήστης θα υποχρεωθεί να καταβάλει το αντίστοιχο ποσό στον ενάγοντα οργανισμό συλλογικής διαχείρισης κατά το χρόνο έκδοσης από αυτόν του απαιτούμενου φορολογικού στοιχείου (άρθρο 69§2εδ.α’ του Κ.Πολ.Δικ.) και μόνο από το ίδιο χρονικό σημείο θα οφείλονται επί του ποσού τούτου τόκοι (βλέπε με διαφορετική, όμως, αιτιολογία: Α.Π.80/1999 ό.π., Ε.Α.8884/2003 ό.π., Πολ.Πρ.Ρόδ.1 18/2006 ό.π.). Και αυτό, γιατί, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1. 7″,2§1, 3§ 1, 8§ 1, 12§1, 16§1εδ.α’, 21 και 38 του «Κώδικα προ φόρου Προστιθέμενης Αξίας», που κυρώθηκε με το Ν.2859/2000 και του άρθρου 12§ 14 του «Κώδικα Βιβλίων
και. Στοιχείων» (Π.Δ. 186/1992), ο έναντι του Δημοσίου υπόχρεος για την καταβολή του Φ.Π.Α. οφείλει να εκδώσει το προβλεπόμενο από τον «Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων» φορολογικό στοιχείο, ανεξάρτητα από το εάν εισέπραξε ή όχι το Φ.Π.Α. από εκείνον, στον οποίο επιρρίπτεται από το νόμο υποχρεωτικά ο ίδιος φόρος (βλέπε Δ. Γκλεζάκου, «Φ.Π.Α. – Ερμηνεία και Εφαρμογή», έκδοση 2006, σελ. 333). Εάν, λοιπόν, ο έναντι του Δημοσίου υπόχρεος δεν τηρήσει την υποχρέωσή του αυτή, δεν καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η οφειλή του προσώπου, στο οποίο επιρρίπτεται ο Φ.Π.Α., για καταβολή του ποσού τούτου. Διαφορετική άποψη θα προσέκρουε στο σκοπό των προαναφερόμενων διατάξεων, που είναι η διασφάλιση της απόδοσης του εν λόγω φόρου στο Δημόσιο (βλέπε Δ. Γκλεζάκο,.ό.π., σελ. 333, Α.Π. 190/2002 Δ·Ε.Ε. 2002, 1294).
Πρέπει δε να σημειωθεί πως το ποσό, που, στην ανωτέρω περίπτωση, θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο εναγόμενος για το Φ.Π.Α., θα είναι ίσο με το ποσό που οφείλεται στο Δημόσιο από τον υποκείμενο στο φόρο αυτό και το οποίο (ποσό) θα υπολογισθεί με βάση τους συντελεστές που ισχύουν κατά το χρόνο που έγινε απαιτητός ο περί ου ο λόγος φόρος από το Δημόσιο, όπως ορίζει το άρθρο 21 του «Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας». Περαιτέρω, οι προαναφερόμενοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης έχουν και τη δυνατότητα να συμπράξουν με αντίστοιχους οργανισμούς της αλλοδαπής, λαμβάνοντας από αυτούς και δίδοντας σ’ αυτούς αντίστοιχες πληρεξουσιότητες, προκειμένου να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων ημεδαπών και αλλοδαπών δικαιούχων, αφού τα συνδεόμενα με τα δικαιώματα αυτά καλλιτεχνικά (μουσικά) έργα, κατά κανόνα, διαδίδονται -απο τα εθνικά όρια της χώρας παραγωγής τους. Έτσι, μπορούν οι ημεδαποί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης, με αντίστοιχες συμφωνίες με αλλοδαπούς οργανισμούς, να νομιμοποιούνται στη δικαστική επιδίωξη της προστασίας των συγγενικών δικαιωμάτων των αλλοδαπών δημιουργών για τη χρήση του ρεπερτορίου τους στην Ελλάδα.
Και στην περίπτωση αυτή αρκεί να περιέχονται στην αγωγή τα στοιχεία, που προαναφέρθηκαν πως απαιτούνται όταν πρόκειται για ημεδαπούς δικαιούχους, καθώς και το ότι συγκεκριμένος ή συγκεκριμένοι αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ανέθεσαν στον ενάγοντα ημεδαπό οργανισμό και τη δικαστική επιδίωξη και είσπραξη της εύλογης αμοιβής και των αντίστοιχων αλλοδαπών μελών τους. Και τούτο, επειδή και στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο και μάλιστα, όταν πρόκειται για έργα προερχόμενα από μουσικά αναπτυγμένες χώρες, ανεξάρτητα από το αν οι χώρες αυτές παρέχουν στους ημεδαπούς ανάλογη προστασία, αφού πλέον, λόγω της ραγδαίας εξέλιξης και τελειότητας των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας, όλα σχεδόν τα αλλοδαπής προέλευσης μουσικά έργα και ιδίως εκείνα που προέρχονται από τις μουσικά ανεπτυγμένες χώρες (όπως οι Η.Π.Α.), δημοσιεύονται ταχύτατα και πάντως πριν περάσουν τριάντα ημέρες από την αρχική τους δημοσίευση, στις χώρες, τουλάχιστον, της αναπτυγμένης μουσικά Ευρώπης, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, με συνέπεια το ελληνικό δίκαιο να εφαρμόζεται και για την αμοιβή των αλλοδαπών δημιουργών των έργων αυτών, χωρίς να ασκεί στο συμπέρασμα αυτό αρνητική επιρροή η παρ. 2 του άρθρου 15 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης, γιατί οι περιορισμοί, που, κατά την έννοια της εν λόγω παραγράφου, μπορεί πλέον να προβλέψει η εσωτερική νομοθεσία, είναι αυτοί που, όπως προκύπτει από το άρθρο 52 του Ν.2121/1993, περιέχονται στο τέταρτο και στο πέμπτο κεφάλαιο του νόμου τούτου (όπως οι διατάξεις τους τροποποιήθηκαν με το Ν.3057/2002) και όχι η αμοιβαιότητα που το εδ.β’ της παρ.4 του άρθρου 67 του Ν.2121/1993 προϋποθέτει, στο βαθμό που αυτή, στις μέρες μας, ελάχιστοεύρος εφαρμογής μπορεί να έχει, λόγω του ότι με την αλματώδη ανάπτυξη της συναφούς τεχνολογίας και τη συνακόλουθη ταχύτατη μετάδοση των μουσικών έργων από χώρα σε χώρα, αυτά, στις πλείστες των περιπτώσεων, θεωρούνται ότι εκδόθηκαν σε χώρα δεσμευόμενη από την ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης.
Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή εκτίθενται τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες είναι οι μόνοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων, αντιπροσωπευτικοί του συνόλου των Ελλήνων μουσικών, τραγουδιστών και παραγωγών υλικών φορέων ήχου ή ήχου και εικόνας, που έχουν συσταθεί και λειτουργούν στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 54 του Ν:2121/1993 και έχουν τις αρμοδιότητες που ορίζονται στο άρθρο 55 του ίδιου νόμου. Ότι τα μέλη τους, τα οποία κατονομάζονται στο σύνολό τους σχεδόν στο δικόγραφο της αγωγής τους, έχουν αναθέσει στους οργανισμούς αυτούς, τη διαχείριση και την προστασία των συγγενικών τους δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και τη συλλογική διαχείριση του περιουσιακού δικαιώματος καταβολής εύλογης αμοιβής από τους χρήστες των υλικών φορέων ήχου, στους οποίους έχουν εγγραφεί οι ερμηνείες – εκτελέσεις των καλλιτεχνών και τη διανομή αυτής (αμοιβής) στους δικαιούχους — μέλη τους. Ότι, επιπλέον, οι ενάγοντες έχουν συνάψει με τους αντίστοιχους προς αυτούς αλλοδαπούς αντιπροσωπευτικούς οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων, συμβάσεις, οι οποίες είναι νόμιμα κατατεθειμένες στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.) και συνακόλουθα ευχερώς προσιτές σε κάθε ενδιαφερόμενο χρήστη και με βάση τις οποίες οι ενάγοντες νομιμοποιούνται στη διαπραγμάτευση, διεκδίκηση, είσπραξη και διανομή της εύλογης αμοιβής, που δικαιούνται και οι αλλοδαποί δικαιούχοι (ερμηνευτές – εκτελεστές – παραγωγοί) για τη χρήση στην ημεδαπή νόμιμα εγγεγραμμένων υλικών φορέων ήχου με έργα τους που παρήχθησαν χώρες της αλλοδαπής και που μέσα σε τριάντα ημέρες μετά την πρώτη δημοσίευσή τους στην αλλοδαπή δημοσιεύθηκαν και στην Ελλάδα.
Ότι η εναγόμενη, αν και καθ’ όλο το έτος 2006 διατηρούσε, στον Κορυδαλλό του νομού Αττικής και στην οδό …… αριθμός …, κατάστημα εμπορίας ετοίμων γυναικείων ενδυμάτων με το διακριτικό τίτλο «……» και με επιφάνεια 150τ.μ., στο χώρο του οποίου καθημερινά χρησιμοποιούσε, ως χρήσιμο μέσο προσέλκυσης πελατών, νόμιμα εγγεγραμμένους υλικούς φορείς ήχου με τα ενδεικτικά αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή μουσικά έργα του αλλοδαπού μουσικού ρεπερτορίου, αρνείται να καταβάλει στους ενάγοντες την εύλογη αμοιβή, που έχει καθορισθεί από τους τελευταίους με το αμοιβολόγιο που αυτοί συνέταξαν και γνωστοποίησαν νόμιμα προς το κοινό και με το οποίο η αμοιβή αυτή ορίσθηκε σε 200 ευρώ για χρήση υλικών φορέων, μεταξύ άλλων και σε καταστήματα εμπορίας ενδυμάτων, επιφάνειας από 101τ.μ. έως 200τ.μ.
Για το λόγο αυτό οι ενάγοντες ζητούν: α)να καθορισθεί το ύψος της ενιαίας εύλογης αμοιβής, που για το έτος 2006, τους οφείλει η εναγομένη, για την ανωτέρω αιτία, στο ποσό των 200 ευρώ, β)να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό τούτο, μαζί με τον αναλογούντα σ’ αυτό Φ.Π.Α., με το νόμιμο τόκο, κυρίως από τις 30-6-2006, ήτοι από την επομένη της ημέρας που την όχλησαν προς καταβολή του οι ενάγοντες με την από 22-6-2006 εξώδικη όχλησή τους, η οποία και επιδόθηκε σ’αυτή (εναγομένη) στις 29-6-2006, επικουρικότερα δε από την επίδοση στην τελευταία της αίτησης των πρώτων, με την οποία ζήτησαν από το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά τον, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προσωρινό καθορισμό της αμοιβής, για το ίδιο έτος και στα ίδια ποσά, ακόμα επικουρικότερα από τότε που οι ενάγοντες επέδωσαν στην εναγομένη την απόφαση που εκδόθηκε επί της προαναφερόμενης αίτησής τους και ακόμα επικουρικότερα από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση του, γ)να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παραδώσει στους ενάγοντες καταλόγους με τους τίτλους των έργων του αλλοδαπού μουσικού ρεπερτορίου που χρησιμοποίησε στο κατάστημά της κατά το έτος 2006, ώστε να καταστεί δυνατή η από αυτούς (ενάγοντες) διανομή της επίδικης εύλογης αμοιβής και να απειληθεί εναντίον της πρώτης χρηματική ποινή, για την περίπτωση που δεν θα παραδώσει τους εν λόγω καταλόγους δ)να καθορισθεί ότι από την αμοιβή, που θα επιδικασθεί με την παρούσα απόφαση, δικαιούται να λάβει η κατηγορία των παραγωγών το 50% αυτής, η κατηγορία των ερμηνευτών το 25% της και η κατηγορία των εκτελεστών το υπόλοιπο 25% τούτης και ε)να επιβαρυνθεί η εναγομένη με τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων.
Έχοντας η υπό κρίση αγωγή το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αιτήματα (από τα οποία αυτό για την παράδοση των καταλόγων είναι παρεπόμενο των κύριων επίδικων αιτημάτων για καθορισμό της αμοιβής και καταβολή της στους ενάγοντες, με αποτέλεσμα να μη λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον προσδιορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (βλέπε τα άρθρα 7, 9εδ.α’ και β’ του Κ.Πολ.Δικ.), αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τις ειδικές διατάξεις για τις μικροδιαφορές (άρθρα 14§ 1, 42§2, 466§1, 468 του Κ.Πολ.Δικ., 49§ Ιεδ.ε του Ν.2121/1993, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, 4περ.β’ και 5§§1περ.γ’ και 2 της από 26-10-1961 προαναφερόμενης Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης). Όμως, το ως άνω αναφερόμενο υπό το στοιχείο «δ» αίτημα της αγωγής, για καθορισμό, δηλαδή, του ποσοστού που, από την επιδικαζόμενη αμοιβή, θα λάβει κάθε κατηγορία δικαιούχων, πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτο λόγω αοριστίας, γιατί, από όσα αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, δεν προκύπτει εάν είναι ή όχι και γιατί αναγκαία η ζητούμενη με το εν λόγω αίτημα δικαστική παρέμβαση. Δηλαδή, δεν προκύπτει εάν για το αίτημα αυτό υπάρχει ή όχι η απαιτούμενη, για την παραδοχή οποιασδήποτε αίτησης δικαστικής προστασίας, διαδικαστική προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος, αφού στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν.2121/1993 ορίζεται με σαφήνεια πώς θα γίνει η κατανομή της επίδικης ενιαίας εύλογης αμοιβής μεταξύ των δικαιούχων της.
Κατά το υπόλοιπο μέρος της η αγωγή είναι ορισμένη, γιατί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περιέχονται σ’ αυτή όλα τα κατά τις διατάξεις των προαναφερόμενων άρθρων, καθώς και των άρθρων 118 και 216§ 1 του Κ.Πολ.Δικ., απαιτούμενα για την πληρότητά της στοιχεία και δεν είναι βάσιμος, επομένως, ο αντίθετος ισχυρισμός του εναγομένου (βλέπε Μον.Πρ.ΑΘ.7918/2007 αδημ.), Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας έχουν καταβληθεί και τα νόμιμα τέλη, μεταξύ των οποίων και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα υπέρ
τρίτων ποσοστά (βλέπε το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμόν 030658Α/5 -12-2007 αγωγόσημο) είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 46, 47, 49 § § 1, 2 και 3, 52§1, 54, 55, 56, 58 και 67§§2 έως 4 του Ν.2121/1993, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, 2, 3, 4, 5, και 12 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης (Ν.2054/1992), 293, 34 kai 345 του Α.Κ., 69§1εδ.α’ και §2εδ.α’, 176, 191 §2 και 946§1 του Κ.Πολ.Δικ., 1, 2§1, 3§ 1, 8§ 1, 12§ 1, 16§1εδ.α’, 2 1 και 38 του «Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», που κυρώθηκε με το Ν.2859/2000, καθώς και του άρθρου 12§ 14 του «Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων» (Π.Δ.186/1992), πλην του αιτήματος αυτής για καταβολή του αναλογούντος στο ποσό της ζητούμενης εύλογης αμοιβής Φ.Π.Α. και των επί τούτου τόκων, το οποίο αίτημα είναι, για τους λόγους που αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, απορριπτέο ως μη νόμιμο, κατά το μέρος του που αφορά στο, πριν από την εκ μέρους των εναγόντων οργανισμών έκδοση του απαιτούμενου από το νόμο αντίστοιχου φορολογικού στοιχείου, χρονικό διάστημα. Κατ’ ακολουθίαν λοιπόν τούτων, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε νόμιμη και παραδεκτή, να ερευνηθεί στη συνέχεια και από την ουσιαστική της άποψη.
Από τις κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου ένορκες καταθέσεις των προταθέντων από τους διαδίκους μαρτύρων τους, καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα και παραδεκτά, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469§2 του Κ.Πολ.Δικ., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι αστικοί μη κερδοσκοπικοί αντιπροσωπευτικοί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και προστασίας συγγενικών δικαιωμάτων, στους οποίους έχει ανατεθεί από τα μέλη τους, που είναι μουσικοί ~ εκτελεστές, τραγουδιστές — ερμηνευτές και παραγωγοί υλικών φορέων ήχου αντίστοιχα, η διαχείριση και η προστασία των περιουσιακών συγγενικών δικαιωμάτων τους για το σύνολο του ρεπερτορίου τους. Οι ανωτέρω οργανισμοί, οι οποίοι είναι οι μόνοι στην ελληνική επικράτεια αντιπροσωπευτικοί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των συγγενικών δικαιωμάτων των ανωτέρω τριών κατηγοριών δικαιούχων, έχουν συσταθεί και λειτουργούν σύμφωνα με τα άρθρα 54 έως 58 του Ν.2121/1993, η λειτουργία δε αυτών έχει εγκριθεί με τις νόμιμα δημοσιευμένες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 1164/30-12-1997) και φέρουσες αντίστοιχα, για τον καθένα από τους περί ου ο λόγος οργανισμούς, τους αριθμούς 1 1083, 11089 και 1 1084/5—12—1997 αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 54 του ίδιου ως άνω νόμου, ελέγχει τη σύμφωνη με τις προσταγές αυτού και του εσωτερικού κανονισμού των οργανισμών τούτων αντιπροσωπευτικότητα και λειτουργία τους.
Κατά συνέπεια, τεκμαίρεται ότι οι ενάγοντες οργανισμοί νομιμοποιούνται, ενεργούντες στο δικό τους όνομα (άρθρο 55 §2 του Ν,2121/1993), να αξιώσουν, μέσω της κατάρτισης σχετικών συμβάσεων ή, σε περίπτωση διαφωνίας, δικαστικά, την προβλεπόμενη από το άρθρο 49§ 1 του ίδιου νόμου εύλογη αμοιβή από τους χωρίς την προηγούμενη καταβολή της αμοιβής αυτής χρήστες υλικών φορέων ήχου, στους οποίους είναι εγγεγραμμένη η από τα μέλη των δύο πρώτων των εναγόντων οργανισμών εκτέλεση ή και ερμηνεία μουσικών έργων και οι οποίοι υλικοί φορείς παρήχθησαν και τέθηκαν
σε κυκλοφορία από παραγωγούς, μέλη του τρίτου των οργανισμών αυτών. Οι ενάγοντες, λοιπόν, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, ήτοι της κατάρτισης σχετικών συμβάσεων με τους χρήστες των υλικών φορέων ήχου, που χρησιμοποιούν αυτοί για δημόσια εκτέλεση των εγγεγραμμένων σε τούτους μουσικών έργων,της εξασφάλισης και της είσπραξης, για λογαριασμό των δικαιούχων μελών τους, της κατά τον ως άνω νόμο ενιαίας εύλογης αμοιβής για την εντός της ελληνικής επικράτειας χρήση οποιουδήποτε υλικού φορέα, που έχει νόμιμα παραχθεί και φέρει εγγεγραμμένες τις εκτελέσεις ή ερμηνείες μουσικών – εκτελεστών ή τραγουδιστών – ερμηνευτών και της κατανομής των εισπραττόμενων ποσών μεταξύ των δικαιούχων τους (βλέπε το άρθρο 55§ 1 του Ν.2121/1993), συμφώνησαν και συνέταξαν από κοινού το σχετικό αμοιβολόγιο, το οποίο, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 56§3εδ.ε’ του προαναφερόμενου νόμου, γνωστοποίησαν προς το κοινό με τη δημοσίευσή του σε τρεις εφημερίδες, από τις οποίες η μία είναι οικονομική και συγκεκριμένα στις εφημερίδες «……» και «…….. ………» στα φύλλα τους της 2-5-2003, καθώς και στην εφημερίδα «……» στο φύλλο της της 6-5-2003.
Με το αμοιβολόγιο αυτό οι ενάγοντες, για τη χρήση μουσικού ρεπερτορίου με δημόσια εκτέλεσή του σε χώρους προσέλευσης του κοινού και, ειδικότερα, σε επιχειρήσεις, που λειτουργούν όλο το έτος σε στεγασμένους χώρους και στις οποίες η χρήση μουσικής είναι χρήσιμη για την κατά τον προορισμό τους λειτουργία τους (όπως είναι π.χ. καταστήματα ένδυσης, υπόδησης, κομμωτήρια κ.λ.π.). καθόρισαν την ενιαία εύλογη αμοιβή των εκπροσωπούμενων από τούτους και δικαιούχων αυτής μελών τους, σε ποσό ίσο με 200 ευρώ, εάν η επιφάνεια του στεγασμένου χώρου, στον οποίο λειτουργούν οι εν λόγω επιχειρήσεις, είναι από 101τ.μ. έως 200τ.μ. Η εναγομένη, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 2006, διατηρούσε και εκμεταλλευόταν κατάστημα με Κορυδαλλό του νομού Αττικής και συγκεκριμένα στην οδό ……….. αριθμός 74. Οι ενάγοντες οργανισμοί, με την από 22 6-2006 εξώδικη δήλωση — πρόσκληση — διαμαρτυρία τους που επέδωσαν στην εναγομένη στις 29-6-2006 (βλέπε την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από αυτούς έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου το διακριτικό τίτλο «……» και με κύριο και μοναδικό αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης την πώληση και τη διάθεση, αντί αναλόγου τιμήματος, προς το κοινό έτοιμων γυναικείων ενδυμάτων, λειτουργώντας το κατάστημα αυτό σε καθημερινή βάση κατά τις ώρες λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων και σε ισόγειο κατάστημα επιφάνειας 120τ.μ. περίπου, ευρισκόμενο στον της …….. ……….. ………… που φέρει τον αριθμό …………..-6-2006) ζήτησαν από την τελευταία να τους καταβάλει, ως εύλογη, για το έτος 2006, αμοιβή των αντιπροσωπευόμενων από αυτούς δικαιούχων ερμηνευτών, εκτελεστών καλλιτεχνών και παραγωγών υλικών φορέων ήχου, το, κατά το δημοσιευθέν και κοινοποιηθέν και στην εναγομένη, με το ως άνω εξώδικό τους, αμοιβολόγιό τους, ποσό, το αντιστοιχούν στην επιφάνεια του καταστήματος ήτοι το ποσό των 200 ευρώ, πλην, όμως, αυτή αρνήθηκε την καταβολή του.
Έτσι, οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 17-7-2006 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησαν τον προσωρινό προσδιορισμό της οφειλόμενης σ’ αυτούς εύλογης αμοιβής και επί της εν λόγω αίτησης εκδόθηκε σχετικά η υπ’ αριθμόν 10981/2006 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία τούτο, κάνοντάς δεκτή την εν λόγω αίτηση, με την απουσία της εναγομένης, καθόρισε προσωρινά το ύψος της αμοιβής αυτής στο προαναφερόμενο ποσό των 200 ευρώ συν το αναλογούν σε τούτο ποσοστό (19%) του Φ.Π.Α., ήτοι στο
συνολικό ποσό των 238 ευρώ. Όμως, η εναγόμενη και μετά την έκδοση και την προς αυτή κοινοποίηση της ανωτέρω δικαστικής απόφασης εξακολούθησε και εξακολουθεί να αρνείται να καταβάλει στους ενάγοντες την προσωρινά με την απόφαση αυτή καθορισθείσα εύλογη αμοιβή των δικαιούχων μελών τους, με συνέπεια να υποχρεωθούν αυτοί να ασκήσουν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου την υπό κρίση αγωγή τους, ζητώντας με αυτή, μεταξύ των άλλων κατά τα προεκτεθέντα, να καθορισθεί οριστικά από τούτο η οφειλόμενη από την εναγομένη επίδικη εύλογη αμοιβή στο ως άνω ποσό των 200 ευρώ συν τον αναλογούντα σ’ αυτό Φ.Π.Α. και να υποχρεωθεί η τελευταία στην καταβολή του.
Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, η εναγομένη, κατά την κατά το έτος 2006 λειτουργία του προαναφερόμενου καταστήματος της, δεν χρησιμοποίησε εντός αυτού, για παρουσίαση προς το κοινό, CD’s ή άλλου τύπου νόμιμα εγγεγραμμένους υλικούς φορείς ήχου, περιέχοντες μουσικά έργα του αλλοδαπού μουσικού ρεπερτορίου, όπως αβάσιμα διατείνονται οι ενάγοντες με το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής τους. Ειδικότερα, όπως προέκυψε, η εναγομένη, κατά το ως άνω έτος, χρησιμοποιούσε εντός του καταστήματος της μόνο στερεοφωνικό ραδιοφωνικό δέκτη συνδεδεμένο με τα ανάλογα ηχεία, από τον οποίο αναμεταδιδόταν το πρόγραμμα ραδιοφωνικών σταθμών, οι οποίοι, κατ’ αποκλειστικότητα σχεδόν, μεταδίδουν καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο, απευθυνόμενοι κατά το πλείστον σε νεανικό κοινό, μουσικά έργα του αλλοδαπού μουσικού ρεπερτορίου. Το γεγονός αυτό της από την εναγομένη χρήσης στο κατάστημα της αποκλειστικά και μόνο ραδιοφωνικού δέκτη και όχι άλλης συσκευής αναπαράγουσας ήχο από CD’s ή από άλλου τύπου νόμιμα εγγεγραμμένους υλικούς φορείς ήχου, γεγονός που το δικαστήριο δέχεται ως αποδειχθέν, συνάγεται τόσο από τη σαφή και χωρίς αντιφάσεις ένορκη κατάθεση του προταθέντος από την εναγομένη μάρτυρά της, όσο, όμως και από την ένορκη εξέταση της προταθείσας από τους ενάγοντες μάρτυρός τους, η οποία, μολονότι στην κατάθεσή της ανέφερε ότι «πιθανολογεί» ότι η μουσική που μεταδιδόταν από στερεοφωνικά ηχεία στο κατάστημα της εναγομένης, όταν το επισκέφθηκε για το σχετικό έλεγχο, προερχόταν από συσκευή αναπαραγωγής ήχου από CD’s, στη συνέχεια η ίδια μάρτυρας κατέθεσε ότι είδε να υπάρχει δίπλα από το ταμείο του καταστήματος ραδιοφωνικός δέκτης, χωρίς να κάνει την οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά για τη εκ μέρους της διαπίστωση και της ύπαρξης συσκευής αναπαραγωγής ήχου από CD’s.
Ενόψει, όμως, του ανωτέρω γεγονότος, η εναγομένη δεν μπορεί να θεωρηθεί «χρήστης» υλικών φορέων ήχου, κατά την έννοια του άρθρου 49 του , Ν.2121/1993 και συνακόλουθα δεν οφείλει αυτή προς τους ενάγοντες οργανισμούς την επίδικη εύλογη αμοιβή των αντιπροσωπευόμενων από τούτους μελών τους, στο βαθμό που, όπως με σαφήνεια προκύπτει από τις διατάξεις του: άρθρου αυτού, προϋπόθεση για να οφείλεται η εν λόγωαμοιβή είναι ο φερόμενος, ως οφειλέτης της, να έχει πράγματι την ιδιότητα του «χρήστη» υλικού φορέα ήχου, ο οποίος μάλιστα πρέπει να έχει εγγραφεί νόμιμα. Υλικό δε ενσωματωμένου σε υλικό φορέα, ο οποίος (υλικός φορέας) βρίσκεται τη δεδομένη χρονική στιγμή στην κατοχή του υπευθύνου και εκμεταλλευομένου τον εκπέμποντα ραδιοφωνικό σταθμό και όχι στην κατοχή του χρήστη του ραδιοφωνικού δέκτη. Αυτονόητη, όμως και αναγκαία λογική προϋπόθεση, για να μπορεί κάποιος να χαρακτηρισθεί χρήστης ενός πράγματος, αποτελεί η άσκηση φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα, σύμφωνης με τον προορισμό του. Χωρίς την αναγκαία τοπική σύνδεση και επαφή προσώπου και πράγματος, που να παρέχει στο πρόσωπο τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί (να εξουσιάζει φυσικά) το πράγμα, δεν μπορεί να νοηθεί κάποιος ως χρήστης του πράγματος αυτού.
Μόνο αν το πράγμα βρίσκεται στη διάθεση και στην κατοχή του προσώπου μπορεί αυτό να το χρησιμοποιεί κατά βούληση και έτσι να αποκτήσει την ιδιότητα του «χρήστη» τούτου. Πρέπει δε εδώ να σημειωθεί ότι ο νόμος (άρθρο 49 του Ν.2121/1993) προϋποθέτει, όπως προεκτέθηκε, χρήστη του (νόμιμα εγγεγραμμένου) υλικού φορέα ήχου και όχι χρήστη του άϋλου (πνευματικού) στοιχείου του μουσικού έργου και έτσι δεν εμπίπτει, για το λόγο αυτό, στην κατά το προαναφερόμενο άρθρο έννοια του «χρήστη» αυτός που χρησιμοποιεί ραδιοφωνικό δέκτη, έστω και αν μέσω τούτου γίνεται παρουσίαση μουσικών έργων στο κοινό. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το ότι εάν ήταν διαφορετική η έννοια του άρθρου 49 του Ν.2121/1993, ο νομοθέτης, που, κατά πάγια δικαιϊκή αρχή, δεν νομοθετεί περιττά, δεν θα έθετε στο εδ.α’ της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου τα δύο διαζεύγματα («για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο……………… ή για παρουσίαση στο κοινό»), αλλά θα αρκείτο στην καλυπτόμενη από το δεύτερο διάζευγμα με οποιοδήποτε τρόπο παρουσίαση στο κοινό και δεν θα εξαρτούσε το δικαίωμα εύλογης αμοιβής από τη χρήση «υλικού φορέα ήχου», αλλά από τη με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο χρήση και μετάδοση του μουσικού έργου.
Άλλωστε, το αντίθετο συμπέρασμα θα κατέληγε στο αποτέλεσμα ο ερμηνευτής ή εκτελεστής καλλιτέχνης και ο παραγωγός του υλικού φορέα, στον οποίο έγινε η ενσωμάτοιση του έργου, να λαμβάνει περισσότερες της μίας αμοιβές για ένα και μόνο υλικό φορέα ήχου, που τον κατέχει και τον χρησιμοποιεί ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός, εκπέμποντας το μουσικό έργο. Δηλαδή, να λαμβάνει αμοιβή τόσο από το χρήστη του συγκεκριμένου υλικού φορέα ήχου ραδιοφωνικό σταθμό, όσο και από το δέκτη της αντίστοιχης ραδιοφωνικής εκπομπής, χωρίς, ωστόσο, ο τελευταίος να κατέχει ή να διαθέτει τον υλικό αυτό φορέα ήχου. Ένα τέτοιο, όμως, αποτέλεσμα θα ήταν άτοπο, ανεπιεικές και αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του ισχύοντος Συντάγματος). Επιχείρημα, εξ άλλου, για το ότι δεν εμπίπτει στην έννοια του κατά το άρθρο 49§ του 1 Ν.2121/1993 «χρήστη» αυτός που χρησιμοποιεί ραδιοφωνικό δέκτη αντλείται και από την παρ.4 του άρθρου 56 του ίδιου νόμου, που καθιερώνει την υποχρέωση των οφειλετών – χρηστών να παραδίδουν στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, χωρίς καμία καθυστέρηση, καταλόγους των έργων που εκτελούν δημόσια και με μνεία,μάλιστα, της συχνότητας των δημόσιων εκτελέσεών τους.
Η δυνατότητα σύνταξης του καταλόγου αυτού είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την εκ μέρους του υπόχρεου σε κατάρτισή του κατοχή και χρησιμοποίηση των πραγμάτων που ενσωματώνουν τα μουσικά έργα, ήτοι των αντίστοιχων υλικών φορέων ήχου ή ήχου και εικόνας. Ο χρήστης, ωστόσο, του ραδιοφώνου είναι, αν όχι αδύνατο, τουλάχιστον εξαιρετικά δυσχερές να παραδίδει τέτοιο κατάλογο, αφού το αντίθετο θα προϋπέθετε ότι, κάθε φορά που ακούγεται κάποιο μουσικό έργο από το ραδιόφωνό του, αυτός καταγράφει ποιο έργο είναι, ώστε να μπορέσει έτσι στη συνέχεια να συντάξει και να παραδώσει τον από τον ίδιο ζητούμενο κατάλογο. Τούτο δε με τη σειρά του θα σήμαινε ότι ο τελευταίος θα έπρεπε να διακόπτει συνεχώς την εργασία του ή οτιδήποτε άλλο κάνει, για να προβεί στη σχετική σημείωση, ενώ επιπρόσθετα θα προϋπέθετε ότι αυτός είναι γνώστης του τίτλου του έργου ή άλλων στοιχείων του, ώστε να μπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητά του. Τέτοια όμως, γνώση τουλάχιστον των περισσοτέρων μουσικών από τους περισσότερους ανθρώπους, όπως είναι κοινώς γνωστό, δεν υπάρχει και με την ταχύτητα που παράγονται στη σύγχρονη εποχή τα μουσικά έργα είναι αδύνατο και να υπάρξει και τούτου δεδομένου δεν είναι συνακόλουθα δυνατό ο νομοθέτης να θέλησε να επιβάλλει μια τέτοια δυσχερή και δυσμενή — έως και αδύνατο να εκπληρωθεί — υποχρέωση στο χρήστη και δέκτη της ραδιοφωνικής εκπομπής. Κατά συνέπεια λοιπόν, από τη χρήση ραδιοφώνου και αντίστοιχα και ραδιοφωνικής εκπομπής δεν γεννάται η υποχρέωση καταβολής της κατά το άρθρο 49 του Ν.2121/1993 εύλογης αμοιβής σε βάρος του χρήστη του ραδιοφώνου, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση ο δικαιούχος ερμηνευτής, ο εκτελεστής καλλιτέχνης ή οπαραγωγός του υλικού φορέα ήχου θα μπορεί να αξιώσει εύλογη αμοιβή μόνο από το πρόσωπο στο οποίο ανήκει ο ραδιοφωνικός σταθμός, ο οποίος και μεταδίδει το μουσικό έργο που ενσωματώνεται στον κατεχόμενο από αυτόν (το ραδιοφωνικό σταθμό) υλικό φορέα ήχου, στα πλαίσια δε του προσδιορισμού του ύψους της οφειλόμενης εύλογης αμοιβής στην προκειμένη περίπτωση θα προσμετρηθούν ασφαλώς και τα οφέλη του ραδιοφωνικού σταθμού από την ακρόαση της εκπομπής του σε διάφορους χώρους, όπου υπάρχει ταηνό, καθώς και η επίπτωση που έχει η ραδιομετάδοση του εγγεγραμμένου υλικού φορέα ήχου για τον ερμηνευτή, τον εκτελεστή καλλιτέχνη ή τον παραγωγό (βλέπε: Μιχαήλ – Θεόδωρου Δ. Μαρίνου «Πνευματική Ιδιοκτησία» δεύτερη
έκδοση, αριθ. 353, σελ. 174, Ε.Α.7594/2005, Μον.Πρ.ΑΘ.8487/2007, , Μον.Πρ.ΑΘ.3214/2007,’ Μον.Πρ.ΑΘ.3213/2007, Μον.Πρ.ΑΘ.6769/2005 αδημ., αντίθετες οι: Μον.Πρ.Πειρ. 1714/2007,Μον.Πρ.Θεσσαλ.3002 1/2003 αδημ. επίσης). ’
Κατ ακολουθίαν λοιπόν όλων όσων προεκτέθηκαν, πρέπε! η υπό κρίση αγωγή να απορρκρθεί ως κατ’ ουσίαν «βάσιμη, τα δικαστικά, όμως, έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν, γιατί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, ενώ, παράλληλα, υφίσταται και διακύμανση της νομολογίας σχετικά με τα ζητήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της παρούσας δίκης (άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Δικάζει τους διαδίκους κατ’ αντιμωλίαν.
Απορρίπτει την υπό κρίση αγωγή.
Και
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Νίκαια, στις 23.-6-2008, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Π. ΣΚΟΥΡΚΕΑΣ ΠΑΡΘ. ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ
Ακριβές αντίγραφα
ττου θεωρήθηκε για
τη νόμιμη σήμανση
Νίκαια.