Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΟΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός αποφάσεως 177/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΟΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από το Δικαστή Ιωάννη Πετρόπουλο, Πρωτόδικη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Χαλκίδος, και από τη Γραμματέα Φλωράντα Παπουτσή.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημοσίως και στο ακροατήριό του, στις 27 Απριλίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΗΣ: Ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «…………. ανώνυμη, εταιρεία» και διακριτικό τίτλο «……… ……Α.Ε.», η οποία εδρεύει στο Βαθύ Αυλίδος Χαλκίδος Ευβοίας, νομίμως εκπροσωπούμενης, με Α.Φ.Μ. ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Μαρία Κανακάκη.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) ……… …….. του …….., κατοίκου ……… Ευβοίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χαλκίδος Ανδρέα Σπανό, 2) Ελληνικού Δημοσίου,
νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο εδρεύει στην Αθήνα Αττικής, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο.
Η ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑ ζητεί να γίνει δεκτή η από 23 Μαρτίου 2017 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 846/53/2017, προσδιορίσθηκε, αρχικώς, για τη δικάσιμο της 09ης Ιουνίου 2017, κατόπι αναβολών, για την παρούσα δικάσιμο και ενεγράφη στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκπροσωπούμενων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Από την 4845/31 “05-2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητού της περιφέρειας του Εφετείου Εύβοιας,Κωνσταντίνου Τσάλα, την οποία η ανακόπτουσα επικαλείται και νομίμως προσκομίζει, πλήρως αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 09ης Ιουνίου 2017, από την οποία αναβλήθηκε διαδοχικώς για την παρούσα δικάσιμο, επιδόθηκε, νομοτύπως και εμπροθέσμους, στο δεύτερο καθ’ ου. Το τελευταίο όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η
υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, και συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως, ως να ήσαν όλοι οι διάδικοι παρόντες, διότι στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από την ερημοδικία του καθ’ ου δεν συνάγεται τεκμήριο ομολογίας της ανακοπής (ςίρθρα 937, 614 και 621 παρ.3 του ΚΠολΔ).
Η ανακόπτουσα, με την κρινομένη ανακοπή της και για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρονται σε αυτήν, ζητεί την ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία επιβλήθηκε με την από 03-02-2017 κατασχετήριας εκθέσεως του καθ’ ου εις χείρας του Ελληνικού Δημοσίου, με βάση την από 02-06-2015 Α’ επιταγή προς πληρωμή κάτω από το ακριβές αντίγραφο πρώτου απογράφου εκτελεστού με αριθμό με αριθμό 48/2015 της 70/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος, άλλως επικουρικώς να ακυρωθεί για το ποσόν των 9.025,56 ευρώ. Η υπό κρίση ανακοπή,
αρμοδίως, φέρεται προς εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 933 παρ.3 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 παρ.3 και 614 και επ. του ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη και εμπρόθεσμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 933 και 934 παρ.ΐα του ΚΠολΔ, εφ’ όσον η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου τούτου στις 31-03-2017 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 31-03-2017 (βλ. την 581Γ731-03-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικού επιμελητού της περιφέρειας του Εφετείου Εύβοιας Μαρίας Αντωνίου), ενώ η ανακοπτομένη έκθεση κατασχέσεως εις χείρας τρίτου κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα στις 19-02-2017 (βλ. την 2~° φύλλο της υπ’ αριθμ. 177 /2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος (ειδική διαδικασία) επισημείωση στο σώμα της επιδίκου εκθέσεως του δικαστικού εττιμελητού της περιφέρειας του Εφετείου Εύβοιας Ιωάννη Καράπα). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Σύμφωνα με το άρθρο 916 του ΚΠολΔ, η απαίτηση, βάσει της οποία διενεργείται αναγκαστικής εκτέλεση, πρέπει να είναι εκκαθαρισμένη, δηλαδή να είναι προσδιορισμένη η ποσότητα και η ποιότητα αυτής και να προκύπτει, έστω και με αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα σε αυτό στοιχεία. Περαιτέρω, η απαίτηση πρέπει να είναι βέβαιη, σε περίπτωση δε που εξαρτάται από αίρεση, όρο ή προθεσμία, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 915 και 924 παρ.1 του ΚΠολΔ, να συγκοινοποιείται μαζί με την επιταγή και το αντίγραφο του δημόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου που έχει
αποδεικτική δύναμη, από το οποίο αποδεικνύεται η πλήρωση της αίρεσης ή η εκπλήρωση του όρου. Η παράβαση της διατύπωσης αυτής, με την οποία σκοπείται η αποτροπή αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση αβέβαιων και γενικά μη εγγράφως αποδεικνυόμενων απαιτήσεων, επάγεται ακυρότητα της επιταγής, χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης της βλάβης (ΑΠ 189/1998, ΑΠ 909/2006 τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος»).
Εξάλλου, το επίδομα ανεργίας του Ο.Α.Ε.Δ. συνιστά παροχή άσχετη προς την χρησιμοποίηση του ελευθέρου χρόνου του εργαζομένου, ως εκ τούτου, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την υπερημερία του εργοδότη, με συνέπεια να μην αφαιρείται κατ’ άρθρον 656 εδ.β’ του ΑΚ η δυνάμει ενστάσεως συμψηφισμού από τους μισθούς υπερημερίας με την δικαστική απόφαση, ο δε εναγόμενος εργοδότης έχει μόνο το δικαίωμα, κατά την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που επιδίκασε μισθούς υπερημερίας, να αρνηθεί την πληρωμή τους στον ενάγοντα εργαζόμενο, μέχρι την προσκομιδή από τον δεύτερο βεβαίωσης του Ο.Α.Ε.Δ, περί καταβολής ή μη σε αυτόν επιδόματος ανεργίας και ποιου ποσού, η οποία πρέπει να συγκοινοποιείται με την επιταγή προς πληρωμή κάτωθι απογράφου της σχετικής δικαστικής απόφασης, αλλιώς είναι αδύνατη η εκτέλεση, σε περίπτωση δε που προσκομισθεί η εν λόγω βεβαίωση Ο.Α.Ε.Δ., ο εργοδότης δικαιούται να
παρακρατήσει από τους μισθούς υπερημερίας το ποσό του επιδόματος ανεργίας και ακολούθως υποχρεούται να το αποδώσει στον Ο.Α.Ε.Δ., κατ’ άρθρον 31 ν.δ. 2698/1953, μόνο δε την διαφορά μισθού – επιδόματος, υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 6694/1991 ΕλΔνη 1993.142, ΕφΘεσ 42/2009 τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος», Εφίωαν 450/2005 Αρμ. 2007.79, ΜονΠρΑΘ 2345/2014 τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος», ΜονΠρΠειρ τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος», Βλαστός Ατομικές εργασιακές σχέσεις, εκδ. 2005, σ. 860 / Ντάσιος Εργατικό Οικονομικό δίκαιο, τ. Α/!, εκδ. 1999, σ. 490 – 491 / Λαναράς Νομοθεσία εργατική και ασφαλιστική, εκδ. 2007, σ, 317).
Εν προκειμένω, η ανακόπτουσα στηρίζει το δεύτερο λόγο της ανακοπής της στον ισχυρισμό ότι, αν και η εκτελούμενη απαίτηση αφορά μισθούς υπερημερίας, οφειλόμενους, λόγω παρανόμου απολύσεως του πρώτου καθ’ ου από την ανακόπτουσα, με την οποία υπήρχε σχέση εξαρτημένης εργασίας, η ανακοπτομένη επιταγή προς εκτέλεση και επακολουθήσασα αυτή κατάσχεση δεν συνοδευόταν από πιστοποιητικό του Ο.Α.Ε.Δ., που να πιστοποιεί το ύψος των επιδομάτων ανεργίας, το οποίο ο καθ’ ου έλαβε από τον ως άνω οργανισμό, ούτως ώστε να κατακρατηθούν από την
ανακόπτουσα εργοδότη και να αποδοθούν στον παραπάνω οργανισμό, η δε εκτέλεση τελεί, κατά αυτόν τον τρόπο, υπό την αίρεση της προσκομιδής του παραπάνω πιστοποιητικού με αποτέλεσμα να είναι’άκυρη (η επιταγή προς εκτέλεση). Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, ο οποίος αφορά ισχυρισμό μη καλυπτόμενο εκ των πραγμάτων, από το δεδικασμένο της εκτελουμένης αποφάσεως, εν όψει του ότι δεν θα ήταν αλλιώς δυνατόν να γεννηθεί παρά μόνον στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεως, είναι νόμιμος, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 915, 924, 159 επ. Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 36 παρ.9 του α.ν. 1846/1951, όπως συμπληρώθηκε με άρθρο 31 του ν.δ. 2698/1953, και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
Ο πρώτος καθ’ ου η ανακοπή, πέραν των νομικών επιχειρημάτων που προβάλλει, συνομολογεί κατ’ εκτίμηση του δικογράφου των προτάσεών του, την ιστορική βάση του ανωτέρω λόγου ανακοπής, ήτοι τη μη επίδοση του ανωτέρω πιστοποιητικού του Ο.Α.Ε,Δ. μαζί με την ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση και κατάσχεση εις χείρας τρίτου προς τη δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή. Κατά συνέπεια και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή και ως ουσία βάσιμη, παρελκομένη της εξετάσεως των λοιπών λόγων 3ο φύλλο της υττ’ αριθμ, 177 /2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος (ειδική διαδικασία) ανακοπής, δεδομένου ότι η ως άνω βεβαίωση πρέπει να συγκοινοποιείται με την επιταγή προς πληρωμή κάτωθι απογράφου της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, άλλως είναι αδύνατη η εκτέλεση, καθώς η απαίτηση δεν τυγχάνει βεβαία και εκκαθαρισμένη, αλλά εξαρτάται από αίρεση (άρθρο 352 παρ.1 του ΚΠολΔ και ad hoc ΜονΠρΑΘ 1477/1989 ΕΕργΔ 1067).
Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, διότι οι διατάξεις των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ήταν ιδιαιτέρως δυσχερείς (άρθρο 179 του ΚΠολΔ). Σημειωτεόν ότι δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας για το δεύτερο καθ’ ου, διότι στις δίκες περί την εκτέλεση ρητώς απαγορεύεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937 παρ.ΐβ εδ.α του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δευτέρου καθ’ ου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
-ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 03-02-2017 κατασχετήρια έκθεση του πρώτου καθ’ ου, εις χείρας του Ελληνικού Δημοσίου, με βάση την από 02-06-2015 Α’ επιταγή προς πληρωμή κάτω από το ακριβές αντίγραφο πρώτου απογράφου εκτελεστού με αριθμό 48/2015 της 70/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος.
-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στη Χαλκίδα, στις 30 Μαίου 2018
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ