Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΜΙΣΘΩΣΕΩΝ
αριθμός κατάθεσης β’κλήσης 11841/250/4-2-2015
(αριθμός κατάθεσης αγωγής 138566/4150/27-7-2011)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 353/2016
(αριθμός κατάθεσης α’ κλήσης 91479/2501/5-10-2015)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Κεχαγιά, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία έχει ορίσει ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Μαρία Βασδέκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 26η Νοεμβρίου 2015 για να δικάσει την υπόθεση :
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. ……….. ………. ΤΟΥ …… και 2. ……….. ………. του ……, κατοίκων αμφοτέρων Βούλας Αττικής, ……….. αρ. …, εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ζωής Παπαγεωργίου (ΑΜΔΣΑ 25780) και ο δεύτερος παραστάθηκε μετά της ίδιας πληρεξούσιας δικηγόρου.
ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «……….. Ανώνυμος Βιοτεχνική και Εμπορική Εταιρεία Ετοίμων Ενδυμάτων και Δερμάτινων Ειδών» και το διακριτικό τίτλο ……….. ….. SA», όπως εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στην Ηλιούπολη Αττικής, οδός ……. αρ. …., που δεν παραστάθηκε.
Η καθ’ ης η κλήση-ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 21-7-2011 αγωγή, που κατατέθηκε με αριθμό 138566/4150/27-7-2011 και προσδιορίστηκε αρχικά για την 20η-11 -2012 και μετ’ αναβολών για τη δικάσιμο της 29ης-1 -2015, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω αναστολής εργασιών των Δικαστηρίων για τη διενέργεια των Βουλευτικών Εκλογών της 25ης-1 -2015. Η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 2-2-2015 κλήση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 11841/250/4-2-2015 και προσδιορίστηκε για την 8-5-2015 και μετ’αναβολής για τη δικάσιμο της 22-9-2015, οπότε ματαιώθηκε και πάλι, λόγω αναστολής εργασιών των Δικαστηρίων για τη διενέργεια των Βουλευτικών Εκλογών της 20ης-9-2015. Ήδη η ως άνω αγωγή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 26-9-2015 κλήση, που κατατέθηκε με αριθμό 91479/2501/5-10-2015 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 26-9-2015 και με αριθμό κατάθεσης 91479/2501/5-10-2015 κλήση, οι εναγόμενοι νομοτύπως επαναφέρουν προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού την από 21-7-2011 και με αριθμό κατάθεσης 138566/4150/27-7-2011 αγωγή, η συζήτηση της οποίας κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο της 29ς-1 -2015 ματαιώθηκε λόγω αναστολής εργασιών των Δικαστηρίων για τη διενέργεια των Βουλευτικών Εκλογών και ακολούθως, με την από 2-2-2015 κλήση, που κατατέθηκε με αριθμό 11841/250/4-2-2015, προσδιορίστηκε εκ νέου για την 8-5-2015 και μετ’αναβολής για τη δικάσιμο της 22ς-9-2015, οπότε ματαιώθηκε και πάλι λόγω αναστολής εργασιών των Δικαστηρίων για τη διενέργεια των Βουλευτικών Εκλογών της 20-9-2015.
Από την 4716β’/6-10-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ου Πρωτοδικείου Αθηνών Ιωάννη Κοπανα, την οποία επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι καλούντες-εναγόμενοι, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κλήσης της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην ενάγουσα (άρθρα 122, 123, 126 και 648 εδ. α’ του ΚΠολΔ). Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε στην παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου εκθέματος και επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 649 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Κατά τεκαβθρο 62 ΚΠολΔ, ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότατα αυτή, όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, αρχίζει να υπάρχει μόλις αυτό γεννηθεί ζωντανό και παύει να υπάρχει με το θάνατο του (άρθρα 34 και 35 ΑΚ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ, το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει η κατά το άρθρο 62 διαδικαστική προϋπόθεση, ενόψει και του άρθρου 313 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, κατά το οποίο μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας δικαστικής αποφάσεως αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι εκείνο που είχε αποβιώσει (βλ. ΟλΑΠ 27/1987 ΝοΒ 36.92, ΑΠ 1321/1989 ΕλλΔικ 31.795).
Επί τη βάσει τούτων, το δικόγραφο της αγωγής που απευθύνεται κατά ανύπαρκτου προσώπου είναι άκυρο και η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, διότι η δυνατότητα του να είναι κανείς διάδικος αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας (ΑΠ 147/2006 ΤΝΠ. ΔΣΑ., ΑΠ 448/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1194/1997 ΕλλΔικ 40.90, Β. Βαθροκοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρ. 62 αριθ. 13, 14, 44, άρθρ. 313 αριθ. 9, άρθρ. 639 αριθ. 7). Περαιτέρω, μεταξύ των πολλών συνεκμισθωτών ή των πολλών συμμισθωτών υπάρχει σχέση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη για
αναπροσαρμογή του μισθώματος, γιατί η διαφορά επιδέχεται ενιαία ρύθμιση ή σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις (άρθρ. 76 § 1 ΚΠολΔ) (ΑΠ 661/2013 ΝοΒ 2014.889, σχ. Νίκας σε Κεραμέα Κονδύλη Νίκα, ΚΠολΔ Ερμηνεία, υπό το άρθρο 76 αριθ. 2 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία).
Ωστόσο, η άσκηση της αγωγής εκ μέρους όλων ή εναντίον όλων· των αναγκαίων ομοδίκων δεν απαιτείται σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, αλλά μόνο όπου ο νόμος το ορίζει, και συγκεκριμένα, όταν η αγωγή ή η ανακοπή ασκείται κατά νόμο μόνο από κοινού εκ μέρους περισσοτέρων ή εναντίον περισσοτέρων προσώπων. Στις άλλες τρεις περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας δεν είναι απαράδεκτη η αγωγή που δεν ασκείται από όλους ή εναντίον όλων των ομοδίκων, οπότε η ομοδικία δημιουργείται είτε δυνητικά εξαρχής με την άσκηση της αγωγής, είτε εξαναγκάζεται αυτή διά της προσεπικλήσεως των μη μετεχόντων στη διαδικασία ομοδίκων. Η ρύθμιση αυτή προβλέπεται στο άρθρο 86 ΚΠολΔ, που ορίζει σχετικά: “Στις περιπτώσεις του άρθρου 76, αν μόνο ένας ή μερικοί από τους ομοδίκους ασκούν την αγωγή, ενώ οι άλλοι δεν θέλουν να συμπράξουν μαζί τους, οι πρώτοι έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν τους τελευταίους για τη συζήτηση της υπόθεσης. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εναγόμενος, αν μόνο ένας ή κάποιοι από τους ομοδίκους άσκησαν εναντίον του την αγωγή ή αν ο ενάγων άσκησε την αγωγή μόνο εναντίον ενός ή μερικών από τους ομοδίκους (ΑΠ 417/2015 ΤΝΠ Νόμος).
Επίσης, το δικαστήριο, εάν κρίνει αναγκαία την παρέμβαση αυτών στη δίκη, έχει εξουσία να διατάξει και αυτεπαγγέλτως την προσεπίκληση τους (ΑΠ 1824/2012 ΤΝΠ Νόμος, Ε7 2013.892). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή κατά των ήδη καλούντων και της ….. χήρας ……….. ……….., το γένος ……….. ……….., η ενάγουσα εκθέτει ότι με το από 18-2-1998 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης μίσθωσε από τους ……….. ……….. και ……….. …………, οι οποίοι δυνάμει δικαστικής απόφασης ενεργούσαν ως διαχειριστές του μισθίου ακινήτου ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων των ήδη καλούντων (πρώτου και δεύτερης των εναγομένων) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και της τρίτης εναγόμενης, ……. χήρας ……….. ……….., το γένος ……….. ……….., κατά το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου, ένα κατάστημα στην Αθήνα, αποτελούμενο από υπόγειο, ισόγειο, μεσοπάτωμα- και πρώτο όροφο, συνολικού εμβαδού 562,77 τ.μ., για να χρησιμοποιηθεί από αυτήν (μισθώτρια) ως κατάστημα πώλησης ενδυμάτων. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 2.850.000 ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου και συμφωνήθηκε να αναπροσαρμόζεται ετησίως κατά το ποσοστό του τιμαρίθμου του κόστους ζωής, όχι πάντως κατά ποσοστό κάτω του 6%.
Επικαλούμενη, δε, την οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε το 2010, αλλά και τα οικονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν στη συνέχεια, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης, των πολιτών και την πτώση του τζίρου της κατά ποσοστό 70%, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η παροχή της (καταβαλλόμενο μίσθωμα) έγινε υπέρμετρα επαχθής συγκρινόμενη προς την αντιπαροχή. Ότι το ύψος του καταβαλλομένου για το μίσθιο μισθώματος, που πλέον ανέρχεται σε 18.481,78 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου 3,6%, δεν ανταποκρίνεται στις μισθωτικές συνθήκες της περιοχής και είναι κατά πολύ υψηλότερο σε σχέση με αυτό που έπρεπε να καταβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθώς η μισθωτική αξία του ακινήτου έχει μειωθεί κατά ποσοστό 50%.
Κατόπιν τούτων, επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 388 και 288 ΑΚ ζητεί να αναπροσαρμοστεί το μηνιαίο μίσθωμα από την επίδοση της ήδη κρινόμενης αγωγής, στο ποσό των 9.000 ευρώ, ανταποκρινόμενο στο ελεύθερο μίσθωμα και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Όπως όμως αποδεικνύεται από το με αριθμό πρωτ. 392/27-2-2014 ακριβές φωτοαντίγραφο της 294/ΜΑ/2010 ληξιαρχικής πράξης θανάτου, που συνέταξε η Ληξίαρχος Γλυφάδας Αττικής, το οποίο επικαλούνται και προσκομίζουν οι καλούντες – πρώτη και δεύτερος των εναγομένων, η ανωτέρω φερόμενη ως τρίτη εναγόμενη έχει αποβιώσει την 6-9-2010 δηλαδή πριν από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Επομένως, εφόσον η φερόμενη ως τρίτη εναγόμενη, …… χήρα ……….. ……….., το γένος ……….. ……….., είχε εκλείψει ως φυσικό πρόσωπο πριν από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και δεν είχε την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και συνακόλουθα, την ικανότητα να είναι διάδικος, η αγωγή, ως διαδικαστική πράξη, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που παρατίθεται στην αρχή της παραγράφου αυτής, ως προς αυτήν την εναγόμενη είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Περαιτέρω, όμως, με το παραπάνω περιεχόμενο η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρ. 14 αρ. 1 β, 16 παρ.1 και 29 ΚΠολΔ), κατά τις διατάξεις της ειδικής διαδικασίας των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, ως προς τους ήδη καλούντες-εναγομένους, δεδομένου ότι κατά την ίδια ως άνω νομική σκέψη, στη δίκη αναπροσαρμογής του μισθώματος η ομοδικία μεταξύ των περισσότερων εκμισθωτών είναι αναγκαστική, μεν, γιατί η διαφορά επιδέχεται ενιαία ρύθμιση ή σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις, όμως δεν επιβάλλεται από το νόμο κοινή εναγωγή τους.
Οπότε, η απόρριψη της αγωγής, ως προς την προαποβιώσασα συνεκμισθώτρια και συνιδιοκτήτρια. τρίτη εναγόμενη, δεν καθιστά απαράδεκτη την αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά των λοιπών συνεκμισθωτών, αλλά δίνει το στους τελευταίους το δικαίωμα, στο δε Δικαστήριο την ευχέρεια, προσεπίκλησης του μη συνεναχθέντος κληρονόμου αυτής. Σημειώνεται ότι η μνεία στην από 26-9-2015 κλήση ότι αυτή κοινοποιείται στην ………. χήρα ………. ………., το γένος ……….. ……….., δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως προσεπίκληση καθόσον, σε κάθε περίπτωση, καλείται το πρόσωπο που απεβίωσε ήδη πριν την άσκηση της αγωγής και όχι ο κληρονόμος αυτής.
Περαιτέρω, η αγωγή είναι αόριστη κα, ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης κατά τη νομική βάση εκ του άρθρου 388 ΑΚ, καθόσον δεν εκτίθενται στο δικόγραφο της περιστατικά, που αποτέλεσαν θεμέλιο της σύμβασης και ειδικότερα της περί του μισθώματος συμφωνίας, αλλά γίνεται αναφορά απλώς στις οικονομικές συνθήκες της Χώρας κατά την κατάρτιση της σύμβασης, στην οικονομική κρίση και στΠν εξαιτίας αυτής πτωτική μεταβολή της εμπορικής κίνησης, περιστατικό όμως το οποίο, έστω και αν θεωρηθεί έκτακτο ή απρόβλεπτο, δεν αρκεί μόνο του για να επιφέρει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 388 ΑΚ, αλλά απαιτείται να συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις αυτής, όπως η στήριξη της σύμβασης από τα συμβαλλόμενα μέρη στα μεταβληθέντα περιστατικά, οι συνθήκες κατάρτισης αυτής , η οικονομική κατάσταση των μερών, η εξυπηρετούμενη από τη σύμβαση ανάγκη του καθενός από αυτά, το αναμενόμενο κέρδος κλπ., στοιχεία οποία δεν εκτίθενται στην υπό κρίση αγωγή κα, μάλιστα με πληρότητα όπως ο νόμος απαιτεί (ΑΠ 998/2014 ΧρίΔ 2014.742).
Ως προς τη δεύτερη βάση της εκ του άρθρου 288 ΑΚ, όμως, η κρινομένη αγωγή, εφόσον αφόρα σε προστατευόμενη μίσθωση του π.δ. 34/1995, είναι επαρκώς ορισμένη καθόσον η ενάγουσα αναφέρει το συμφωνημένο μίσθωμα κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, το ύψος του ελεύθερου μισθώματος και τις συνθήκες που μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί κα, δικαιολογούν τη μείωση του μισθώματος απορριπτομένου του ισχυρισμού των καλούντων-εναγομενων περί ,αοριστίας τΠς αγωγής. Είναι, δε, νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2, 361 και 574 ΑΚ, 1 και 44 του Π.Δ. 34/1995 «κωδικοποίηση διατάξεων νομών περί εμπορικών μισθώσεων».
Επομένως, η αγωγή, κατα το μέρος που κρίθηκε ορισμένη κα, νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου κα, ότί, η πληρεξούσια δικηγόρος των καλούντων-εναγομένων κατέθεσε το Π0536649/1 12-2015 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, αντίστοιχα, κατ άρθρο 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων, που δόθηκε στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά και τα έγγραφα, που οι προαναφερθέντες εναγόμενοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της 33151/1997 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οι ……….. ……….. και ……….. ……….., ορίστηκαν προσωρινοί διαχειριστές μίας πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στην Αθήνα και επί της οδού …….. αρ. 53 (……….), αποτελούμενης από τέσσερις αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες και συγκεκριμένα, υπόγειο επιφάνειας 117,32 τ.μ., ισόγειο εμβαδού 106,55 τ.μ., μεσοπάτωμα 139,40 τ.μ και πρώτο όροφο επιφάνειας 199,50 τ.μ., συνολικής επιφάνειας 562,77 τ.μ. Με το από 17-2-1998 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως καταστημάτων, οι προαναφερθέντες διαχειριστές εκμίσθωσαν στην ενάγουσα το προαναφερθέν ακίνητο, για χρονικό διάστημα εννέα (9) ετών, ήτοι από 20-2-1998 έως 19-2-2007.
Το μίσθιο ακίνητο προορίστηκε να χρησιμοποιηθεί από τη μισθώτρια εταιρία ως κατάστημα πώλησης ενδυμάτων δερμάτινων ειδών κα αξεσουάρ. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε για το πρώτο μισθωτικό έτος στο ποσό των 2.850.000 δραχμών, πλέον του τέλους χαρτοσήμου (3,6%), και αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά το ποσοστό της μεταβολής του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, που όμως δεν μπορούσε να είναι κατώτερο του 6%. Κατά το χρόνο υπογραφής της σύμβασης μίσθωσης το μίσθιο ακίνητο ανήκε κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στην ……. χήρα ……….. ……….., το γένος ……….. ……….., κατά ποσοστό 37,50 % εξ αδιαιρέτου στην ……….. χήρα ……….. …………, κατά ποσοστό 6,25% εξ αδιαιρέτου στην ……. συζ. ……… ………. και κατά ποσοστό 6,25 % εξ αδιαιρέτου στον ……….. ………. . Στη θέση των τριών τελευταίων, στη μίσθωση υπεισήλθαν οι ήδη καλούντες – εναγόμενοι, κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου έκαστος, καθόσον με το
13701/2005 συμβόλαιο αγοράς ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Πελοπίδα Δρόσου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τ. 4584 αρ. 69) κατέστησαν συγκύριοι του μισθίου ακινήτου κατά τα ανωτέρω ποσοστά. Η μίσθωση αυτή, ως εμπορική, παρατάθηκε αναγκαστικά, αρχικά μέχρι την 19-2-2010, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 πδ.δ 34/1995 όπως διαμορφώθηκε μετά την αντικατάσταση τον με το άρθρο 7 παρ. 6 ν. 2741/1999 και ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση πριν από την τροποποίηση του 4 το άρθρο 13 παρ. 1 ν 4242/2014 (ΦΕΚ Α’ 50/28-02-2014) κα, το άρθρο 7 παρ 8 ν 2741/1999, κατά το οποίο η ως άνω ρύθμιση καταλάμβανε, κα, τις υφιστάμενες μισθώσεις, δηλαδή αυτές που έχουν καταρτιστεί, πριν απο την ισχύ του νόμου αυτού (ΦΕΚ Λ’ 199/28-09-1999) κα, δεν έχουν συνολικό χρόνο δώδεκα ετών, κα, στη συνέχεια μέχρι την 19 -2-2014 σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 περ. δ’ πδ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 15 ν. 2741/1999 ισχύει και εφαρμόζετε, στην προκειμένη περίπτωση πριν από τη κατάργηση του με το άρθρο 13 παρ. 3 εδ. α’ ν. 4242/2014 (ΦΕΚ A 50/28-02- 014).
Περαιτέρω, λόγω της ερημοδικίας της ενάγουσας κα, της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων εξαιτίας αυτής, δεν αποδείχθηκε, ότι η μισθωτική αξία του επιδίκου ακινήτου μειώθηκε ουσιωδώς από τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης μέχρι την άσκηση της αγωγής, ούτε ότι μεταξύ του συμφωνημένου μισθώματος κα, εκείνου που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης, υπάρχει σημαντική διαφορά, γι’ αυτό κα, επιβάλλεται κατά τις αρχές της καλής πίστης, λαμβανομένων υπόψη κα, των συναλλακτικών ηθών , η αναπροσαρμογή του οφειλόμενου κατά την άσκηση της αγωγής μισθώματος των 17.816,44 ευρώ (πλέον χαρτοσήμου 665,34 ευρώ), στο χρηματικό ποσό των 9.000 ευρώ.
Ενόψει, των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορροφηθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον πρώτο και την δεύτερη των εναγόμενων και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος της ενάγουσας, λογω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης από την ενάγουσα (άρθρ. 652παρ.1 και 653 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της ενάγουσας.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των καλούντων- .πρώτου και δεύτερης των εναγομένων, ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 23η Φεβρουάριου 2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τούς.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ