fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΕΥΒΟΙΑΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
110/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΕΥΒΟΙΑΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ιωάννα Βρεττού, Εφέτη, που ορίσθηκε από την Πρόεδρο Εφετών και από τη Γραμματέα Σοφία Αναστασίου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στη Χαλκίδα στις 5 Φεβρουάριου 2014, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….  …….. του …….. , κατοίκου ……. Νομού Εύβοιας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Χρήστου Οικονομάκη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……..  ………… του ………. και της ……….. , κατοίκου ………… Νομού Εύβοιας, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ελένης Καμπούρογλου.

Η ενάγουσα και ήδη εψεσίβλητη, με την από 10/12/2009 (αριθμ. κατάθ. 170/2009) αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Το ανωτέρω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 170/2012 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 14/12/2012 έφεσή του που έχει κατατεθεί με αύξοντα αριθμό 249/2012 στη γραμματέα του Πρωτοδικείου Χαλκίδας και αύξοντα αριθμό και χρονολογία 399/2012 στη γραμματέα του Εφετείου Εύβοιας. Δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 14-12-2012 (με αριθμό κατάθ. 249/2012) έφεση του εναγομένου κατά της με αριθμό 170/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων (αρ. 681 Β’ 666 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρ. 495§1,2, 518§2 Κ.Πολ.Δ.) και τυγχάνει τυπικά παραδεκτή. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη (αρ. 533§1 ΚπολΔ). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από τον εκκαλούντα έχει κατατεθεί ενιαίο παράβολο ποσού 200 ευρώ.

Η ενάγουσα με την από 10-12-2009 (με αριθμό κατάθ. 170/2009) αγωγή ισχυρίσθηκε ότι με τον εναγόμενο είχε τελέσει γάμο την 24-04-1977. Για τους εκτιθέμενους δε σ’ αυτή (αγωγή) λόγους από εύλογη αιτία απείχε της εγγάμου συμβιώσεως. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως μηνιαία διατροφή, για χρονικό διάστημα 2 ετών από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 900 ευρώ, μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, με νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος για τους εκτιθέμενους στην έφεση λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1391 του ΑΚ προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση για την διατροφή τους ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, ανεξάρτητα αν ο ένας απ’ αυτούς είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, το μέτρο δε της διατροφής καθενός απ’ αυτούς προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και εφ’ όσον κάποιος από τους δύο διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή που του οφείλεται από τον άλλο πληρώνεται προκαταβολικώς και προσδιορίζεται αφού ληφθούν υπόψη και οι συνθήκες της χωριστής διαβιώσεως.

Το μέτρο της συνεισφοράς κάθε συζύγου – ανάλογα με τις δυνάμεις για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενειακής ζωής – και η εκπλήρωση του γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία των συζύγων (βλ. ΑΠ 1382/2000 ΕλΔ 42.687, ΑΠ 804/1992 ΕλΔ 35.108). Αν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση, όπως συνάγεται από το άρθρο 1391 §1 του ΑΚ, η υποχρέωση διατροφής, που υποκαθιστά στην περίπτωση αυτή την υποχρέωση συνεισφοράς, διέπεται από τους ίδιους, όπως και η συνεισφορά κανόνες των άρθρων 1389 και 1390 του ΑΚ και επομένως το μέτρο της εις χρήμα διατροφής δεν καθορίζουν πλέον οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής, που δεν υπάρχουν, αλλά οι ανάγκες τoυ δικαιούχου, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως από εύλογη αιτία, οι οποίες προκύπτουν από την χωριστή διαβίωση, εν όψει και του τρόπου ζωής αυτού λόγω της κοινωνικής του θέσεως πριν από την διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως (βλ. ΟλΑΠ 2/1994 ΕλΔ 35.352, ΑΠ 558/1992 ΕλΔ 35.1291, ΑΠ 804/1992 ό.π.).

Η υποχρέωση δε για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 του ΑΚ υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά την διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. ΑΚ διατροφή (ΟλΑΠ 9/91, ΑΠ 1382/2000 ό.π. ανωτ.), ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. ΑΚ οφειλόμενη μετά το διαζύγιο (ΑΠ 272/2004, ΑΠ 1206/2008 Δημ. Νόμος), υπάρχει δε και αν ακόμη ο υπόχρεος αναγκάσθηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για την συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή).

Ακόμη, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1487 εδάφ. α1 του ιδίου Κώδικα κατά την οποία «δεν έχει υποχρέωση διατροφής εκείνος, που εν όψει των λοιπών υποχρεώσεων του δεν είναι σε θέση να τη δώσει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή, εκτός αν υπάρχει άλλος υπόχρεος, που θα μπορούσε να καταβάλει την διατροφή αυτή (άρθ. 1491 ΑΚ, πρβλ. ΑΠ 687/2004 ΕλΔ 2006.1022, ΑΠ 132/2003 σεΤ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1382/2000 ΕλΔ 42.688). Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ως τέτοια δε εκτιμάται η με αριθμό 57668/29-04-2013 ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου Αιδηψού  Αναστασίας Σιδηροπούλου, που δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε άλλη δίκη μεταξύ των διαδίκων (βλ. Ερ. ΚΠολΔ Κεαραμέα – Κονδύλη – Νίκα αρ. 671 αρ. 13), ενώ η με αριθμό 5501/14-05-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που δόθηκε με επιμέλεια του εναγομένου, στα πλαίσια της πρωτοδίκου δίκης, δεν λαμβάνεται υπόψη, διότι, δεν προκύπτει ότι εδόθη μετά από εμπρόθεσμη και νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας, προϋπόθεση αναγκαία για να ληφθεί υπόψη η ένορκη βεβαίωση (αρ. 671 §1 ΚΠολΔ), και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 24 Απριλίου 1977 στα Γιάλτρα Αιδηψού και εγκαταστάθηκαν στον ίδιο τόπο. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο ήδη ενήλικα τέκνα, τον ………. ……….   και τη …….  ……….  . Οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων δεν ήταν αρμονικές. Συγκεκριμένα, ο ενάγων φερόταν υποτιμητικά και απαξιωτικά στην εναγομένη, προτιμούσε δε να πραγματοποιεί τις εξόδους του περισσότερο με φιλικά πρόσωπα παρά με την ίδια, ενώ στις αρχές του έτους 2007 σύναψε και εξωσυζυγική σχέση με άλλη γυναίκα. Επίσης, τον Ιούλιο του έτους 2007 εξ αφορμής διευθέτησης ζητήματος για τη συντήρηση των ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων των  διαδίκων, ο εναγόμενος μίλησε με εκνευρισμό στην ενάγουσα, λέγοντας της να προβεί εκείνη στην αναγκαία συντήρηση των διαμερισμάτων, αφού εκείνη κρατούσε κατά τους ισχυρισμούς του τις εισπράξεις από την εκμετάλευσή τους, και στη συνέχεια την έσπρωξε με δύναμη με τα χέρια και την έριξε στο έδαφος, προκαλώντας τον τραυματισμό της.

Εξαιτίας της πτώσης αυτής η ενάγουσα υπέστη κάταγμα δεξιού γόνατος, χειρουργήθηκε την 1η Αυγούστου 2007 στην Ε’ Ορθοπεδική Κλινική του Νοσοκομείου Αττικής «……» (εσωτερική οστεοσύνθεση – υβρίδιο) και της τοποθετήθηκε νάρθηκας. Παρουσιάστηκε δε και μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα. Κατά τη διάρκεια που η ενάγουσα παρέμεινε νοσηλευόμενη, από τις 25-07-2007 έως τις 06-08-2007 στο ως άνω νοσοκομείο, ο εναγόμενος αδιαφόρησε πλήρως για την πορεία της υγείας της, αφού δεν την επισκέφθηκε ποτέ, αλλά και όταν επέστρεψε στη συζυγική τους οικία ήταν επιθετικός απέναντι της. Μάλιστα προέβη και στη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και νερού του διαμερίσματος της οικογενειακής στέγης, προκειμένου να την εξαναγκάσει να φύγει. Υπό τις συνθήκες αυτές η ενάγουσα περί το τέλος Ιανουάριου του έτους 2008 (30-01- 2008) αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την κοινή τους συζυγική οικία μαζί με την κόρη της και εγκαταστάθηκε μαζί με την τελευταία σε μισθωμένη οικία στα Λουτρά Αιδηψού Ν. Εύβοιας.

Τα ως άνω προκύπτουν από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας, θυγατρός της, η οποία είχε άμεση και προσωπική άποψη για τα κατατιθέμενα, λόγω της συμβίωσης της με τους διαδίκους και δεν αναιρείται η κατάθεση αυτή από την αόριστη και αντιφατική κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου. Από τα ως άνω προκύπτει ότι η ενάγουσα διέκοψε την έγγαμη συμβίωση αυτής και του εναγομένου, από εύλογη αιτία. Αντισυζυγική, δύστροπη ή υπερβολικά ζηλότυπη συμπεριφορά αυτής, ουδόλως, αποδείχθηκε, παρά τους σχετικούς ισχυρισμούς του εναγομένου, μόνος δε υπαίτιος της διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων τυγχάνει ο τελευταίος. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται, κατ’ αρχήν, να αξιώσει σε χρήμα διατροφή, προσδιοριζόμενη με βάση τις ανάγκες της, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά την διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεως, αφού συνεκτιμηθούν όμως και οι διαφοροποιήσεις, που προέκυψαν από τη χωριστή πλέον διαβίωσή της, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, από τις εκατέρωθεν οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων και το συσχετισμό των οφειλομένων εκατέρωθεν συμβολών προκύπτει διαφορά υπέρ αυτής. Ακολούθως, εφόσον δεν αποδείχθηκε, ως προαναφέρθηκε, υπαιτιότητα της ενάγουσας ή συνυπαιτιότητα αυτής στη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, ήτοι παράπτωμα αυτής, έναντι του εναγομένου συζύγου της, που συνιστά βάσιμο λόγο διαζυγίου, πρέπει να απορριφθεί, η σχετική ένσταση του εναγομένου, περί ελαττωμένης διατροφής, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ένσταση που υποβλήθηκε Πρωτόδικα και επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο κατέληξε στην ίδια κρίση δεν έσφαλε και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης. Περαιτέρω, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων, εργαζόταν, μόνον, ο εναγόμενος, ο οποίος ανελάμβανε χωματουργικές εργασίες, με δικά του μηχανήματα (εκσκαφέα, εκσκαφέα – φορτωτή και φορτηγό), ενώ η ενάγουσα ήταν επιφορτισμένη με τη φροντίδα της οικίας και τη διατροφή των τέκνων της. Από το έτος 1996, άρχισε να λειτουργεί, στα Γιάλτρα Εύβοιας, οικογενειακή επιχείρηση 13 ενοικιαζόμενων δωματίων, συγκυριότητας του εναγομένου 52% και των τέκνων του (48%), η ενάγουσα δε, από την αρχή της λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησης, είχε τη μέριμνα και την ευθύνη της λειτουργίας, ενώ μέχρι το 2007 απέδιδε το σύνολο των εισπράξεων στον εναγόμενο. Ο δε τελευταίος συνεχίζει, ακόμη, την εκμετάλλευση της ως άνω επιχείρησης, κατά τη θερινή σεζόν μηνών Μαϊου – Οκτωβρίου, αποκερδαίνοντας, από την ως άνω δραστηριότητά του, καθαρό εισόδημα ύψους 18.000 ευρώ.

Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο, από το γεγονός ότι κατά τα εκτιθέμενα από τον ίδιο τον εναγόμενο, ότι δηλαδή η εν λόγω επιχείρηση είχε πληρότητα δύο μήνες ετησίως και τα έσοδα από κάθε δωμάτιο ήταν 40 ευρώ ημερησίως, με βάση τον αριθμό των δωματίων τα ετήσια έσοδα ανέρχονταν σε 30.000 – 32.000 ευρώ, αφαιρουμένων δε των εξόδων λειτουργίας και συντήρησης, το καθαρό εισόδημα ανερχόταν στο προεκτιθέμενο ποσό με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. Περαιτέρω, η μηνιαία σύνταξη του, κατά το επίδικο διάστημα, ανερχόταν στο ποσό των 674,11 ευρώ (βλ. το σχετικό προσκομιζόμενο σημείωμα συντάξεων), ενώ, έχει, πλέον, και δη από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, διακόψει την ως άνω επιχειρηματική δραστηριότητα της εκτελέσεως χωματουργικών εργασιών, έχοντας, ήδη, πωλήσει τα ανωτέρω μηχανήματα και προβεί σε σχετική διακοπή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.

Συνεπώς, τα καθαρά μηνιαία εισοδήματα αυτού, από τις ως άνω αιτίες, ανέρχονται στο ποσό των 2.174 ευρώ. Η προεκτιθέμενη κρίση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το δηλωθέν στην εφορία εισόδημα για το έτος 2010 ανέρχεται σε 13.877,76 ευρώ, διότι, η δήλωση δεν έχει υποστεί έλεγχο των φορολογικών αρχών. Ούτε επίσης αναιρείται από το γεγονός ότι από το βιβλίο εσόδων τα κέρδη του για το έτος 2011 ανέρχονταν σε 6.600 ευρώ, αφού πρόκειται περί προσωπικών εκτιμήσεων που δεν έχει υποστεί οποιοδήποτε έλεγχο από αρμόδια ελεγκτική αρχή. Επιπλέον, διαθέτει δύο αυτοκίνητα, ένα ……., εργοστασίου κατασκευής …………….. και ένα αγροτικό, μάρκας εργοστασίου ……….. . Επίσης, έχει την κυριότητα επί του ακινήτου, στο οποίο βρίσκεται η ως άνω επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων, εκτάσεως, περίπου 2,5 στρεμάτων, καθώς και την επικαρπία επί τριών ελαιοπεριβόλων, στη θέση Καλογριά της κτηματικής περιφέρειας Γιάλτρων, εκτάσεως 941, 19, 328,51 και 161,10 τετραγωνικών μέτρων, η ψιλή κυριότητα των οποίων ανήκει στην ενάγουσα. Οι δε καταθέσεις του στην Τράπεζα ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 4.000 ευρώ (βλ. τα προσκομιζόμενα αντίγραφα καταθετικών λογαριασμών του στην ……..   Τράπεζα).

Άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει, ούτε ότι βαρύνεται, από το νόμο, με υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων, ενώ διαμένει σε ιδιόκτητη οικία, μη επιβαρυνόμενος με δαπάνες στέγασης. Από την άλλη πλευρά, η ενάγουσα δεν εργάζεται. Λόγω δε της ηλικίας της, δεδομένου ότι διανύει ήδη το πεντηκοστό όγδοο έτος αυτής, και του γεγονότος ότι δεν διαθέτει εμπειρία σε κάποιο τομέα εργασίας, δεν είναι δυνατή η εύρεση εργασίας. Εξάλλου, η ηλικία της είναι αρνητικό στοιχείο για την απασχόλησή της σε επιχειρήσεις  ανάλογες με αυτές του εναγομένου αφού προτιμάται νεότερης ηλικίας προσωπικό. Κατοικεί με την κόρη της, σε οικία που μισθώνει η τελευταία, η οποία καταβάλλει, για το σκοπό αυτό, μηνιαίο μίσθωμα, ύψους 350 ευρώ. Έχει στην κυριότητά της ένα επιβατικό ιδιωτική χρήσης αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής …….., τύπου ……….., με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας, το έτος 1995 και ένα αλιευτικό σκάφος, εργοστασίου κατασκευής ……….., 15hp.

Επίσης, τυγχάνει κυρία τριών οικοπέδων, εντός οικισμού Γιάλτρων Αιδηψού Εύβοιας, επιφάνειας 481, 24, 71, και 150 τετραγωνικών μέτρων, των οποίων δεν αποδείχθηκε ότι είναι ευχερής η εκποίηση, έναντι αξιόλογου τιμήματος, προς το παρόν τουλάχιστον, πέραν του ότι δεν κρίνεται επιβεβλημένη η εκποίησή τους, για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών της, αφού είναι αναγκαία η διατήρηση αυτών για ενδεχόμενη μελλοντική εμφάνιση κάποιας έκτακτης, απρόβλεπτης και σοβαρής οικονομικής ανάγκης, η οποία επιβάλλει την εκποίησή τους, καθώς και επί δεκαοκτώ ελαιοπεριβόλων, συνολικής εκτάσεως περίπου 6,5 στρεμμάτων, δώδεκα αγροτεμαχίων – βοσκοτόπων, συνολικής εκτάσεως περίπου, 2,5 στρεμμάτων και τεσσάρων αγροτεμαχίων, χρησιμοποιούμενα για μονοετή καλλιέργεια, συνολικής εκτάσεως 1,5 στρέμματος, διάσπαρτα στη θέση Καλογριά, Ακρητήρι, Βασιλίνα, Αλεπού, Αλυψανούς, Κούτσουρο, Σωτήρα, Ψαρώ, Μονογάι, Λις Ρέμα, Άγιος Νικόλαος, Καμίνια, Λιοτρίβι, Γερομανώλη, Ασκάλα, Βουρλιά, Πουρνάρι, Ραφτάκι, Νέλια, Άγιος Αθανάσιος, Ασπαλάθρια, Κανάλια, Βοθωνία, Κεραμάς στα Γιάλτρα Αιδηψού, τα οποία δεν αποφέρουν εισόδημα, ούτε μπορεί η ενάγουσα να τα εκμεταλλευθεί, καθώς δεν συμφέρει οικονομικά η καλλιέργειά τους, όπως ανέφερε, άλλωστε, και ο μάρτυρας του εναγομένου, ενώ, ενόψει και της μικρής εκτάσεως εκάστου αυτών, δεν είναι ευχερής η εκποίησή τους. Άλλα εισοδήματα ή περιουσία δεν διαθέτει.

Με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα τις προαναφερθείσες οικονομικές δυνατότητες του εναγομένου και τις εν γένει περιστάσεις, καθώς και τις ανάγκες της ενάγουσας συζύγου που προσδιορίζονται από τις ανωτέρω συνθήκες της οικογενειακής ζωής, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διακοπή της συμβίωσης, η ανάλογη διατροφή αυτής, – που, όπως αναφέρθηκε, δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της από εισοδήματα, περιουσία ή άσκηση επαγγέλματος, – την οποία δικαιούται από τον εναγόμενο ανέρχεται, μηνιαίως, στο ποσό των 580 ευρώ. Επομένως, η ένσταση του εναγομένου ότι η διατροφή της ενάγουσας μπορεί να ικανοποιηθεί από τα ενήλικα τέκνα τους κρίνεται απορριπτέα, ως κατ’ ουσία αβάσιμη, αφού προϋπόθεση για την ευδοκίμησή της αποτελεί η αδυναμία του εναγομένου συζύγου να καταβάλει την οφειλόμενη διατροφή, λόγω διακινδυνεύσεως της δικής του διατροφής σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη (ΕΘ 2248/96 ΕλλΔικ 1996, 1101, ΕΘ 13/94 Αρμ 1994. 810, ΕΑ 9741/91 ΝΟΜΟΣ). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά έκρινε, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί αδυναμίας καταβολής της διατροφής της ενάγουσας λόγω διακινδυνεύσεως της δικής του, έσφαλε όμως προσδιορίζοντας το ύψος της δικαιούμενης διατροφής ποσό των 700 € και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης.

Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, διότι ενώ κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η συμβίωση μαζί του ήταν αφόρητη, ακολούθως στην από 06-03-2012 έφεσή της κατά της με αριθμό ………./……. αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που διέταξε τη λύση του γάμου, υποστηρίζει ότι η λύση του γάμου θα δημιουργήσει μία ιδιαίτερα σκληρή κατάσταση γι’ αυτήν, επιδιώκοντας τη διατήρηση του γάμου, με σκοπό την οικονομική εξόντωση του, αιτούμενη την καταβολή διατροφής ως εν προκειμένω, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τυγχάνει αόριστη, διότι, δεν έχει διατυπωθεί αίτημα για την απόρριψη της αγωγής, εξ’ αιτίας του λόγου αυτού (ΑΠ 392/2004 Δ 2005.300).

Μετά τις ως άνω παραδοχές, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να ερευνηθεί από απόψεως ουσιαστικής βασιμότητας (αρ. 535 §1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα εντός των πέντε (5) πρώτων ημερών κάθε μήνα, το ποσό των 580 ευρώ για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, με νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας παροχής.

Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του εναγομένου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (178, 183 ΚΠολΔ).

Τέλος, πρέπει κατ’ άρθρο 497 § 4 εδ. δ’ ΚΠολΔ, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, τα με αριθμό 3461518, 3461602, 3461704, 2699565, 4704655, 2699516 παράβολα, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ να επιστραφούν στον εκκαλούντα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την με αριθμό 170/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 10-12-2009 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, εντός των πέντε (5) πρώτων ημερών εκάστου μηνάς, το ποσό των πεντακοσίων ογδόντα (580) ευρώ για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής με νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή των με αριθμό 3461518, 3461602, 3461704, 2699565, 4704655, 2699516 παράβολων, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Χαλκίδα στις 27 Αυγούστου 2014 σε δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι Πληρεξούσιοι δικηγόροι.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία