Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 614/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΏΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αναστασία Ξηρογιάννη, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Γεωργία Σταφίδά.
Συνεδρίασε, δημόσια, στο ακροατήριό του, την 27η Μαρτίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ανακόπτουσας: Εταιρείας με την επωνυμία «………. . ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε» (ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΕΙΔΩΝ ΙΜΑΤΙΣΜΟΥ), που εδρεύει στον Πειραιά (οδός ……. αριθμ. …), νομίμως εκπροσώπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ιωάννα Μαρώση. Της καθ’ης η ανακοπή: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «……. …… ………. ……….Α.Ε» που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων (οδός ……. αριθμ. ….), νομίμως εκπροσωπούμενης η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Κωνσταντίνα Θεοφανίδου.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-1-2011 ανακοπή της με γενικό αριθμό κατάθεσης 2800/2011 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 36/2011, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για την αρχική δικάσιμο της 16ης-11-2011, οπότε ανεβλήθη η συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 17ης-10-2012, οπότε ανεβλήθη εκ νέου η συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή, η ανακόπτουσα, για τους λόγους που ειδικότερα διαλαμβάνονται περαιτέρω, επιδιώκει την ακύρωση της υπ’αριθμ. 29598/2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστού του Δικαστηρίου αυτού, η οποία εξεδόθη εις βάρος της ιδίας, με βάση την οποία έχει διαταχθεί να καταβάλει στην καθ’ή ς η ανακοπή το ποσόν των 40.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο των 40.000 ευρώ από την έκδοση μίας μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής που εξέδωσε η ανακόπτουσα στην Αθήνα με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31-12-2010, εις διαταγήν της εταιρείας «……. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΝΔΥΣΗΣ» και το διακριτικό τίτλο «……. Α.Ε.Ε», πληρωτέα στην Τράπεζα «………. », η δε ως άνω κομίστρια εταιρεία της επιταγής μεταβίβασε αυτή οπισθογραφήσεως λόγω ενεχύρου στην καθ’ης η ανακοπή. Η εν λόγω επιταγή, αν και εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 6-10-2010, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας και ήδη ανακόπτουσας.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ.1 εδ. α Κ.Πολ.Δ), παραδεκτώς δε και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 636 και 584 σε συνδ. με 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 635 επ. Κ.Πολ.Δ, κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (από τραπεζική επιταγή), για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (αρθρ. 632 παρ.3 Κ.Πολ.Δ) και είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της καθ’ης η ανακοπή. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ το δικόγραφο αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει α) τα οριζόμενα στα άρθρα 118 και 119 παρ. 1 στοιχεία, β) αίτημα εκδόσεως διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων με τους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή. Επίσης, κατά, την παρ. 3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Στις παρ. 2 και 3 του ανώτερου άρθρου (47 παρ. 4 ν.δ. 958/1971), καθώς και στο άρθρο 647 ΚΠολΔ, υπό την αρχική, του α.ν. 44/1967 διατύπωση, δεν περιλήφθηκε αναφορά και της αιτίας της απαιτήσεως ως στοιχείου που πρέπει να περιέχει το δικόγραφο της αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής. Ενώ κατά τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 155 του προσχεδίου του εισηγητή Γ. Οικονομοπούλου, το οποίο αποτέλεσε τη βάση διαμορφώσεως του άρθρου 647 ΚΠολΔ 1967, καθώς και του άρθρου 626 του κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 958/1971, το δικόγραφο της αιτήσεως πρέπει να περιέχει και «β) την απαίτησιν, την αιτίαν αυτής και το ακριβές ποσόν των χρημάτων, χρεωγράφων ή άλλων αντικαταστατών, πραγμάτων μετά των τυχόν οφειλομένων τόκων των οποίων ζητείται καταβολή», σύμφωνα δε με τη διατύπωση της παρ. 3 του ίδιου άρθρου του προσχεδίου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και «πάντα τα έγγραφα εκ των οποίων προκύπτει η αιτία και το ποσόν της απαιτήσεως».
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 626 ΚΠολΔ, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. Ια’ ΚΙΙολΔ, αντιπαραβαλλόμενες προς το ανωτέρω άρθρο του προσχεδίου και συνδυαζό μενες με το άρθρο 623 (κατά το οποίο μπορεί να ζητηθεί, με τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων «εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο»), προκύπτει ότι για τον προσδιορισμό, στο δικόγραφο της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής, της χρηματικής απαιτήσεως, για την οποία ζητείται η έκδοση της, δεν απαιτείται η έκθεση του συνόλου των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών, αλλ’ αρκεί η έκθεση τόσων πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεως της και δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση.
Περαιτέρω, η εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής περιέχει το κατ’ άρθρο 630γ’ ΚΠολΔ απαιτούμενο στοιχείο της αιτίας της πληρωμής όταν περιλαμβάνει, έστω χωρίς νομικό χαρακτηρισμό της απαιτήσεως, έκθεση περιστατικών που εξατομικεύουν την εγγράφως αποδεικνυόμενη απαίτηση, για την οποία η διαταγή εκδίδεται, έτσι, ώστε να προκύπτει ο λόγος της αντίστοιχης οφειλής (ΑΠ 54/90 Δνη 1991. 62, ΑΠ 30/03 Δνη 2003. 1346, ΑΠ 1689/01 Δνη 2004. 135, ΑΠ 248/01 ΔΕΕ 2001. 888). Εν προκειμένω, η ανακόπτουσα, με τον πρώτο λόγο ανακοπής της, ισχυρίζεται ότι η αίτηση, την οποία απηύθυνε η καθ’ής η ανακοπή προς το Δικαστή του Δικαστηρίου Αυτού για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής με βάση την επίδικη επιταγή, της οποίας ήταν κομίστρια δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω ενεχύρου, ήταν αόριστη, διότι δεν ανέφερε πότε της παραδόθηκε η επίδικη επιταγή από την ανακόπτουσα, ποια εμπορεύματα αφορούσε η επιταγή αυτή και ότι αυτά ουδέποτε παραδόθηκαν στην ανακόπτουσα και αν και για ποιο λόγο η καθ’ης τυγχάνει καλόπιστος τρίτος κομιστής, δυνάμει, δε, των αοριστών αυτών εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με τις ίδιες ακριβώς αοριστίες.
Ο λόγος, όμως, αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, για τον προσδιορισμό, στο δικόγραφο της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής, της χρηματικής απαιτήσεως, για την οποία ζητείται η έκδοση της, δεν απαιτείται η έκθεση του συνόλου των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών, αλλ’ αρκεί η έκθεση τόσων πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεως της και δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση. Από τη διάταξη του άρθρου 22 ν. 5960/1933 «περί επιταγής» συνάγεται ότι τα πρόσωπα που ενάγονται ως υπόχρεα από επιταγή, από τον κομιστή αυτής, δεν μπορούν κατ’ αρχήν να ανατάξουν ενστάσεις που πηγάζουν από τις προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή τους προηγούμενους κομιστές. Κατ’ εξαίρεση μόνο επιτρέπεται η προβολή τέτοιων ενστάσεων, λ.χ. ότι η επιταγή είναι ευκολίας, αν ο κομιστής κατά το χρόνο κτήσεως της επιταγής αφενός τελούσε σε γνώση της υπάρξεως των ενστάσεων αυτών κατά του εκδότη ή των πριν από αυτόν κομιστών του τίτλου και αφετέρου ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη (ΑΠ 623/94 Δνη 1995. 348).
Ειδικότερα, η ενοχή από την επιταγή είναι αναιτιώδης, με την έννοια ότι η αιτία, η όποια έδωσε αφορμή για την έκδοση της, δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, προϋπόθεση του κύρους της. Όμως, ο οφειλέτης από επιταγή και ειδικά ο εκδότης μπορεί, όπως και σε κάθε περίπτωση αναιτιώδους δικαιοπραξίας, να αποκαλύψει την αιτιώδη σχέση (υποκείμενη αιτία), που τον συνδέει με το λήπτη που ασκεί την απαίτηση από την επιταγή, αντιτάσσοντας εναντίον του την ένσταση ότι δεν υπάρχει αιτία για την έκδοση της με την ευρεία έννοια, δηλαδή είτε διότι η αιτία είναι παράνομη ή ανήθικη, είτε διότι αυτή έληξε ή δεν επακολούθησε ή δεν υπήρχε καθόλου αιτία από την αρχή κατά την έκδοση της επιταγής, καθώς και το τυχόν ελάττωμα της αιτιώδους σχέσης, οπότε, αν’ αποδειχθεί η ένσταση αυτή, καθίσταται ανενεργός η αξίωση από την επιταγή (ΕφΛαρ 194/09, ΕφΠατρ 276/08 Νόμος).
Εν προκειμένω, η ανακόπτουσα, με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της ισχυρίζεται, ότι η ένδικη επιταγή δεν αντιπροσώπευε καμία οφειλή αυτής προς τη λήπτρια εταιρία «……. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙA ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΝΔΥΣΗΣ» και το διακριτικό τίτλο «ΓΛΟΥ Α.Ε.Ε», με την οποία εξάλλου η ίδια (ανακόπτουσα) είχε συμβληθεί με σύμβαση δικαιόχρησης (franchising), αλλά δόθηκε’ ως προκαταβολή για την εκτέλεση παραγγελιών εμπορευμάτων για την άνοιξη καλοκαίρι του έτους 2010, οι οποίες τελικά, λόγω σοβαρών οικονομικών
προβλημάτων της ως άνω λήπτριας εταιρείας, δεν παραδόθηκαν ποτέ στην ανακόπτουσα, γεγονός που τα όργανα της καθ’ής η ανακοπή Τράπεζας το γνώριζαν κατά την κτήση της επίδικης επιταγής ως ενέχυρο, αλλά παρά ταύτα την απέκτησε ενεργώντας προς βλάβη της ανακόπτουσας.
Σύμφωνα με τα προαναφερόμένα, η ένσταση αυτή, αν και πηγάζει από τις προσωπικές σχέσεις της εκδότριας της επίδικης επιταγής με τη λήπτρια εταιρεία αυτής, είναι νόμιμη, διότι γίνεται επίκληση των όρων του άρθρου 22 ν. 5960/1933 «περί επιταγής» και πρέπει ο σχετικός λόγος ανακοπής να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν. Από την κατάθεση της μάρτυρας αποδείξεως (η πλευρά της καθ’ης η ανακοπή δεν εξέτασε μάρτυρα), που εξετάσθηκε στο ακροατήριο και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου Αυτού καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα εταιρεία, υπό τη μορφή μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο χώρο του λιανικού εμπορίου ειδών ιματισμού και στις 5-3-2004 συνεβλήθη με την εταιρεία «ΑΦΟΙ ……. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΝΔΥΣΗΣ» και το διακριτικό τίτλο «……. Α.Ε.Ε», με σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) διανομής, δυνάμει της οποίας ανέλαβε αποκλειστικά την εμπορία προϊόντων από το κατάστημά της.
Στα πλαίσια της ως άνω σύμβασης και της εν γένει επαγγελματικής συνεργασίας των δύο εταιρειών, συμφωνήθηκε ότι η ανακόπτουσα θα εξέδιδε επιταγές ποσού ανάλογου με το τζίρο του προηγούμενου έτους εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας, ως εγγύηση για την προμήθεια εμπορευμάτων του επομένου έτους, όταν δε, η ανακόπτουσα πωλούσε προϊόντα ανάλογης αξίας με έκαστη επιταγή, η ως άνω εταιρεία «……. Α.Ε.Ε», κατόπιν άδειας της ανακόπτουσας. κυκλοφορούσε την ανάλογη επιταγή προς πληρωμή. Τον μήνα Μάρτιο του έτους 2010 η ανακόπτουσα προέβη εγκαίρως σε παραγγελίες ετοίμων ενδυμάτων για τη σεζόν άνοιξη — καλοκαίρι του ίδιου έτους και για το σκοπό αυτό εξέδωσε την επίδικη μεταχρονολογημένη επιταγή με αριθμό ……., ποσού 40.000 ευρά·) και με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 31-12- 2010 εις διαταγήν της «……. Α.Ε,Ε» και πληρωτέα στην Τράπεζα «………. » ως προκαταβολή έναντι των παραγγελιών αυτών, ωστόσο η ως άνω εταιρεία ουδέποτε εκτέλεσε τις παραγγελίες για την εν λόγω σεζόν διότι ήδη αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα δε ανωτέρω επιβεβαιώνει με την ένορκη επ’ακροατηρίω κατάθεση της η μάρτυς ………. ……….., θυγατέρα της διαχειρίστριας της ανακόπτουσας εταιρείας, η οποία παλαιότερα εργαζόταν ως τραπεζική υπάλληλος της καθ’ης η ανακοπή Τράπεζας.
Περαιτέρω, η ως άνω λήπτρια της επιταγής παρέδωσε αυθημερόν, ήτοι στις 1-3-2010, την ένδικη επιταγή λόγω ενεχύρου στην καθ’ης η ανακοπή, η δε καθ’ης κατέβαλε το αντίτιμο αυτής στην λήπτρια εταιρεία και συνέχισε να την χρηματοδοτεί μέσω της χορήγησης διαδοχικών δανείων, δεχόμενη από αυτήν ως ενέχυρο επιταγές τρίτων προσώπων, και δη φερέγγυων επιχειρήσεων που συνδέονταν με συμβάσεις δικαιόχρησης – διανομής (franchising) με την λήπτρια εταιρεία. Συνάγεται, επομένως, ότι η καθ’ης η ανακοπή, κατά το χρόνο κτήσης της επίδικης επιταγής, γνώριζε, άλλως οφείλε να γνωρίζει ότι η λήπτρια εταιρεία παρουσίαζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και όφειλε να προβεί σε έλεγχο των οικονομικών της στοιχείων. Τούτο δε έπραξε, με σκοπό να προκαλέσει βλάβη στην ανακόπτουσα, και. δη προκειμένου να της στερήσει τη δυνατότητα προβολής τυχόν ενστάσεων, που θα απέρρεαν από τη μεταξύ αυτής και της ανωτέρω εταιρείας υποκείμενης σχέσης, όπως της περί αχρεωστήτου ένστασης, εφόσον η εν λόγω επιταγή είχε δοθεί ως προκαταβολή για την παραγγελία εμπορευμάτων, τα οποία ουδέποτε παρεδόθησαν στην ανακόπτουσα.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η καθ’ης η ανακοπή έλαβε την επίδικη μεταχρονολογημένη επιταγή ως ενέχυρο, χωρίς να ζητήσει να λάβει επαρκή παραστατικά, που να πιστοποιούν την αιτία έκδοσης αυτής και, συγκεκριμένα, ότι αυτή δόθηκε από την ανακόπτουσα στην ως άνω εταιρεία προς εξόφληση ήδη γεγενημένης και υπαρκτής απαίτησης της τελευταίας, όπως επιβάλλεται πλέον τόσο κατά τη συνήθη πρακτική όλων των Τραπεζών, όσο και βάσει σχετικών εγκυκλίων αυτών (βλ. χαρακτηριστικά την υπ’ αρ. 2003/1661/22-07- 2003 εγκύκλιο της Τράπεζας …….., σύμφωνα με την οποία απαιτείται απαραίτητα, μεταξύ άλλων, και ουσιαστικός έλεγχος κάθε μεταχρονολογημένης επιταγής, έτσι ώστε να διασφαλίζεται πως η σχετική από αυτήν απαίτηση εδράζεται σε ήδη γεννημένη απαίτηση και δεν δόθηκε, ως προκαταβολή, για προϊόν, εμπόρευμα ή υπηρεσία, που θα προσφερθεί μεταγενέστερα, αφού οι επιταγές, που δεν στηρίζονται σε γεννημένη απαίτηση, είναι αυτές, που εύκολα ανακαλούνται, είτε λόγω καθυστέρησης παραλαβής προϊόντος, εμπορεύματος ή υπηρεσίας, είτε λόγοι ελαττώματος των τελευταίων, αλλά και την υπ’ αρ. 128/21-10-1991 εγκύκλιο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία οι μεταχρονολογημένες επιταγές, που πρόκειται να ενεχυριαστούν, πρέπει να καλύπτουν πραγματική εμπορική συναλλαγή και, σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει να αφορούν σε χορήγηση προκαταβολής έναντι μελλοντικών αγορών).
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα έγγραφα αλλά και την ένορκη επ’ακροατηρίω κατάθεση της μάρτυρας της ανακόπτουσας, από το έτος 2009 η ως άνω εταιρεία «……. Α.Ε.Ε» άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ενώ περί τα μέσα του 2010 αντιμετώπισε προβλήματα στη συνεργασία της με γνωστές και επώνυμες εταιρείες ενδυμάτων και υποδημάτων του εξωτερικού, των οποίων τα προϊόντα αντιπροσώπευε στην Ελλάδα η ως άνω εταιρεία και κατά το ίδιο διάστημα υπήρξαν δημοσιεύματα σχετικά με οικονομικές ατασθαλίες αυτής και με κλείσιμο αρκετών καταστημάτων που λειτουργούσαν στην Ελλάδα δυνάμει συμβάσεων δικαιόχρησης με την εν λόγω εταιρεία, ενώ τον Νοέμβριο του 2010, η ανώνυμη εταιρεία «………. ………. ΕΙΔΗ ΕΝΔΥΣΗΣ Α.Ε», με την από 18-11-2010 και υπ’αριθμ. καταθ. 198911/1900/2010 αίτησή της, ζήτησε να κηρυχθεί σε πτώχευση η εταιρεία «……. Α.Ε.Ε», από το περιεχόμενο, δε, της αίτησης αυτής, προκύπτει ότι τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα της εταιρείας «……. Α.Ε.Ε» εκδηλώθηκαν το πρώτον το έτος 2009, οπότε η ως άνω εταιρεία άρχισε να παρουσιάζει υπέρογκες οφειλές προς προμηθευτές και άρχισαν να εκδίδονται διαταγές πληρωμών εις βάρος της λόγω ακάλυπτων επιταγών και να επισπεύδονται κατασχέσεις της περιουσίας της.
Εξάλλου, κατά το χρόνο εμφάνισης της ένδικης επιταγής προς πληρώ μη, ήτοι το φθινόπωρο του έτους 2010, είχε γίνει ήδη ευρέως γνωστή η ολοκληρωτική οικονομική κατάρρευση της εταιρείας «……. Α.Ε.Ε». Η συνήθης πρακτική όλων των τραπεζών, η οποία έχει ως σκοπό να διασφαλίσει την ασφάλεια των συναλλαγών και δη να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της μαζικής έκδοσης αξιόγραφων διευκόλυνσης και ενεχυρίασης τους απαιτεί ουσιαστικό έλεγχο κάθε μεταχρονολογημένης επιταγής που πρόκειται να ενεχυρασθεί. Τον έλεγχο αυτό αποδείχθηκε ότι δεν διενήργησε σωστά η καθ’η ς κατά το χρόνο ενεχύρασής της ένδικης επιταγής, ενόψει της θέσης της ως θεματοφύλακα της συναλλακτικής πίστης, ο οποίος (έλεγχος) είναι απαραίτητος και μάλιστα για αφερέγγυους πελάτες, όπως η ως άνω λήπτρια εταιρεία, για τους οποίους η καθ’ης έχει πρόσβαση σε συστήματα ασφαλείας και ελέγχου ως προς τη φερεγγυότητά τους, για το λόγο, δε, αυτόν, άλλωστε, όταν σφραγίστηκε η επίμαχη επιταγή, η καθ’ης δεν ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής και σε βάρος της λήπτριας εταιρείας «…… Α.Ε.Ε», αλλά μόνο σε βάρος της ανακόπτουσας, για την οποία γνώριζε ότι ήταν φερέγγυα.
Πράγματι, η καθ’ης εμφάνισε εμπρόθεσμα την επιταγή αυτή προς πληρωμή στις 6-10-2010, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου, σύμφωνα με την από 6-10-2010 βεβαίωση των αρμοδίων υπαλλήλων της καθ’ ης τράπεζας επί του οπισθόφυλλου του σώματος αυτής. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, κατόπιν αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 29598/2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου Αυτού, με την οποία υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης, προς ικανοποίηση της αξίωσης της από την ως άνω μη πληρωθείσα επιταγή, το ποσό των 40.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο και πλέον εξόδων. Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι η καθ’ης η ανακοπή αποδέχθηκε ότι η προς αυτήν μεταβίβαση της επί δίκης επιταγής θα ματαίωνε την προβολή ενστάσεων μεταξύ της εκδότριας – ανακόπτουσας από τη μεταξύ τους σχέση με τη λήπτρια εταιρεία, όπως μεταξύ άλλων την ένσταση αχρεωστήτου, αλλά παρά ταύτα αποδέχθηκε το ενδεχόμενο να προκληθεί βλάβη εξ αυτού του λόγου της εκδότριας – ανακόπτουσας.
Συνεπώς, αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος ο ως άνω λόγος ανακοπής και πρέπει να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της και να ακυρωθεί η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, παρέλκει, δε, η έρευνα των λοιπών λόγων της υπό κρίση ανακοπής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της καθ’ης λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΓΪολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό 29598/2010 προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε από τον Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην καθ’ης η ανακοπή τη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, το ύψος της οποίας καθορίζει στο ποσόν των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στην Αθήνα στις 16 Μαίου 2013, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.