Περίληψη
Αριθμός Απόφασης: N 610/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ 10ο
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΩΝ
Συνήλθε στις 19 Δεκεμβρίου 2014, ημέρα Παρασκευή και ώρα 13.00, με Δικαστή τη Στυλιανή Τσαούση, Πρωτόδικη Δ. Δ. και γραμματέα τον Νικόλαο Νικολούλη, δικαστικό υπάλληλο με ημερομηνία κατάθεσης 11.11.2014.
Των : 1)ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……… ………. ΕΜΠΟΡΙΚΗ-ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΙΔΩΝ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, οδός …….., αριθ. …και εκπροσωπείται νόμιμα και
2)……….. ………., κατοίκου … Αττικής, οδός … ….., αριθ. … .
Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων. Το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τη δικογραφία, σκέφτηκε κατά το νόμο και η κρίση του είναι η εξής:
Επειδή, με την κρίνόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το προβλεπόμενο παράβολο, επιδιώκεται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η αναστολή εκτέλεσης της υπ’ αριθ. 282/28.7.2014 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, με την οποία απορρίφθηκε η υπ’ αριθ. 19756/29.5.014 ενδικοφανής προσφυγή των αιτούντων κατά του υπ’ αρίθ· 180/28.4.2014 φύλλου ελέγχου, χρήσης 2003, για ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματίκών των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004 (άρθρο 169 παρ. 1 του ν.4099/2012) είχε εκδοθεί κατά της πρώτης αιτούσας εταιρίας από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά.
Με το ανωτέρο φύλλο ελέγχου το τελικό ποσό ενίσχυσης προς ανάκτηση προσδιορίσθηκε στο ύψος των 75.464,39 ευρώ, πλέον αναλογούντων τόκων, ύψους 31.987,60 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό ύψους 107.451,99 ευρώ. Με την προσβαλλόμενη πράξη το ως άνω ποσό ενίσχυσης προς ανάκτηση προσδιορίσθηκε στο συνολικό ποσό των 107.870,68. Η αναστολή της ως άνω πράξης ζητείται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της με αριθ. κατάθεσης 1966/29.9.2014 προσφυγής που έχει ασκηθεί από τους αιτούντες κατά της ίδιας πράξης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Η ως άνω αίτηση αναστολής ασκείται παραδεκτά από την πρώτη αιτούσα εταιρία, απαραδέκτως δε από τον δεύτερο αιτούντα, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της πρώτης αιτούσας, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 50 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ A 170/26.7.2013) «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις», αυτός δεν ευθύνεται προσωπικά για τον σχετικό φόρο, καθόσον το νομικό πρόσωπο συνεχίζει να υφίσταται, ενώ δεν πρόκειται για παρακρατούμενο φόρο, ΦΠΑ ή επιρριπτόυενο φόρο.
Επειδή, στο άρθρο 200 του ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ 77 Α’), ορίζεται ότι: « Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, η εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής», στο άρθρο 202 του ίδιου νόμου, όπως αντlκαταστάθηκε από το άρθρο 19 του ν 3659/2008, το άρθρο 34 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α’ 10) και το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4051/2012 (ΦΕΚ Α’ 012), ορίζεται ότι: «1. Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή μόνο εφόσον ο αϊτών επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη ή αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. 2.
Ειδικώς επί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της πράξης, κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, εφόσον ο αϊτών αποδεικνύει ότι η βλάβη, την οποία επικαλείται, προέρχεται από τα μέτρα αυτά. 3. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται: α) εάν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, ακόμη καΙ αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι ανεπανόρθωτη, β) αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 4. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί», ενώ στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 205, όπως αυτό ισχύει ύστερα από την αντικατάστασή του από το άρθρο 22 παρ. 1 του ν.3659/2008 (ΦΕΚ Α 77/7.5.2008) και το άρθρο 36 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α 213/17.12.2010), ότι: «1. Αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική ή μερική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την αντίστοιχη προσφυγή πράξης.
Εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διαταχθεί και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς δέσμευση από τις προτάσεις των δlαδίκων. 2. Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει ως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την προσφυγή. 3. Με την απόφαση, με την οποία διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης ή άλλο κατάλληλο μέτρο, το Δικαστήριο, ακόμη και χωρίς να υποβληθεί σχετικό αίτημα, λαμβάνει και κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος όπως: α)
την κατάθεση στο καθ’ ου η αίτηση, μέσα σε τακτή προθεσμία εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης τράπεζας για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση αυτή ή β) την εγγραφή από το καθ’ ου προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του αιτούντος, για ποσό που καθορίζεται με την ίδια απόφαση ή γ) την τήρηση οποιουδήποτε άλλου κατάλληλου όρου ήθελε κρίνει αναγκαίο το ίδιο για την προστασία των συμφερόντων του καθ’ ου από την αναστολή».
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα ανώνυμη εταιρία συστάθηκε το έτος 1995 και δραστηριοποιείται στο εμπόριο-εισαγωγή ειδών οικιακής χρήσης. Εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, ενώ διατηρεί πολλά υποκαταστήματα. Κατά τη χρήση 2003 σχημάτισε αφορολόγητο αποθεματικό, βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 3220/2004, ύψους 378.631,45 ευρώ, λαμβάνοντας, κατά τον τρόπο αυτό, κρατική ενίσχυση ύψους 132.521,01 ευρώ. Εν συνεχεία, διενεργήθηκε έλεγχος από αρμόδιους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ.
Φ.Α.Ε. Πειραιά, για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 169 του ν. 4099/2012 και σχετικώς συντάχθηκε η από 25.4.2014 έκθεση ελέγχου, σύμφωνα με την οποία ο έλεγχος προβαίνει σε μερική ανάκτηση του αφορολόγητου αποθεματικού που είχε σχηματιστεί την χρήση 2003, διότι οι δαπάνες του αφορολόγητου αποθεματικού που πραγματοποιήθηκαν έως την 28.1.2004, αν και κρίθηκε ότι πληρούν τις διατάξεις του ν. 3220/2004, δεν είναι εξ’αρχής επιλέξιμες σε κανένα πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων, καθόσον πραγματοποιήθηκαν πριν την ημερομηνία δημοσίευσης
:του ν. 3220/2004, ήτοι την 28.1.2004.
Συνακόλουθα, ,εκδόθηκε κατά της αιτούσας εταιρίας το υπ’ αριθ. 180/28.4.2014 φύλλο ελέγχου, χρήσης 2003, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά για ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004 (άρθρο 169 παρ. 1 του ν. 4099/2012). Με το ως άνω φύλλο ελέγχου το τελικό ποσό ενίσχυσης προς ανάκτηση προσδιορίσθηκε στο ύψος των 75.464,39 ευρώ, πλέον αναλογούντων τόκων, ύψους 31.987,60 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό ύψους 107.451,99 ευρώ. Κατά του ανωτέρω φύλλου
ελέγχου, η αιτούσα άσκησε την υπ’ αριθ. 19756/29.5.014 ενδικοφανή προσφυγή της, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 2282/28.7.2014 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (προσβαλλόμενη) .
Με αυτή την πράξη το ως άνω ποσό ενίσχυσης προς ανάκτηση, πλέον αναλογούντων τόκων, προσδιορίσθηκε στο συνολικό ποσό των 107.870,68 ευρώ. Κατά της προαναφερθείσας πράξης η αιτούσα εταιρία έχει ασκήσει, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, την με αριθ. κατάθεσης 1966/29.9.2014 προσφυγή, με την οποία ζητά την ακύρωσή της, ισχυριζόμενη ότι :1) αντιτίθεται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, της αναλογικότητας και της νομιμότητας, 2) σε καμία ρύθμιση του άρθρου 169 του ν. 4099/2012 δεν προβλέπεται ότι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το έτος 2003 δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συμβατότητας με την εσωτερική αγορά και, ως εκ τούτου η σχετική εγκύκλιος με αριθ. 1231/2013 όλως αυθαιρέτως δεν παρέχει το δικαίωμα να εξετασθεί η συμβατότητα αυτών των δαπανών με τα εγκεκριμένα καθεστώτα της ΕΕ.
Σχετικά δε ισχυρίζεται ότι η έναρξη ισχύος του καθεστώτος του ν. 3220/2004 για τις περιπτώσεις επιχειρήσεων που σχημάτισαν αφορολόγητα αποθεματικά στη χρήση 2003 και οι οποίες είχαν πραγματοποιήσει επενδυτικές δαπάνες εντός του έτους 2003, ρητά αναφέρεται ότι αρχίζει την 1.1.2003 και όχι την 28.1.2004, 4) αντιτίθεται στην αρχή της μη αναδρομικής επιβολής φόρου, 5) η αιτιολογία της πράξης είναι μη επαρκής και, τέλος, 6) η διοίκηση υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας. Επειδή, ήδη, η αιτούσα με την κρινόμενη αίτηση και το υπόμνημά της ζητά την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, ισχυριζόμενη ότι η προσφυγή που έχει ασκηθεί κατά αυτής είναι προδήλως βάσιμη. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι αδυνατεί να καταβάλει το καταλογιζόμενο με αυτήν ποσό, καθόσον η καταβολή του θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη οικονομική ζημία, λόγω της αδυναμίας εξυπηρέτησης των οικονομικών της υποχρεώσεων εξ αιτίας
της φθίνουσας οικονομικής πορείας της λόγω της κρίσεως.
Μαζί με το κρινόμενο δικόγραφο, συνυποβάλλεται η σχετική δήλωση περιουσιακής κατάστασης της αιτούσας εταιρίας, στην οποία δηλώνεται, μεταξύ άλλων, ως εισόδημα από κάθε πηγή στην Ελλάδα κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, το,ποσό των 5.675.667,96 ευρώ (ακαθάριστα έσοδα), ενώ το αντίστοιχο ποσό κατά το τρέχον οικονομικό έτος, έως την 31.10.2014, ανέρχεται σε 4.300.000,00 ευρώ. Για την απόδειξη της οικονομικής της αδυναμίας καταβολής του ένδικου ποσού επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, ισολογισμούς ή άλλα οικονομικά στοιχεία ετών 2008, 2009,
2010, 2011 και 2012, από τα οποία προκύπτει ότι ο κύκλος των εργασιών της κατά τα ως άνω έτη ανήλθε στα ποσά των 16.913.845 ευρώ, 16.879.439,79 ευρώ, 14.956.688,87 ευρώ, 12.572.927 ευρώ και 7.604.523 ευρώ, αντίστοιχα, το σύνολο του ενεργητικού ανήλθε στα ποσά των 22.11.869 ευρώ, 8.424.484,03 ευρώ, 18.957.122 ευρώ και 18.334.235, αντίστοιχα, ενώ τα κέρδη της ανήλθαν στα ποσά των 210.568 ευρώ, 370.298,97 ευρώ, 184.783,62 ευρώ, 740.117 ευρώ και 475.133 ευρώ, αντίστοιχα.
Περαιτέρω, προκύπτει ότι τα ταμειακά διαθέσιμα λήξης χρήσης του έτους 2011, ανήλθαν στο ποσό των 273.832 ευρώ, ενώ του έτους 2012 στο ποσό των 302.648 ευρώ. Επιπλέον, προσκομίζει κατάσταση λογαριασμού γενικής εκμετάλλευσης της 31.12.2013, από την οποία προκύπτει ότι τα συνολικά έσοδα ανήλθαν στο ποσό των 5.664.520,61 ευρώ, δήλωση φορολογίας εισοδήματος της, οικονομικού έτους 2013, από την οποία προκύπτει ότι τα φορολογητέα έσοδά της κατά το εν λόγω έτος ανήλθαν στο ποσό των 18.701,23 ευρώ, καθώς και τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014, από την οποία προκύπτει ότl αυτή δήλωσε ζημία ύψους 68.219,28 ευρώ. Περαιτέρω, προσκομίζει εκκαθαριστική δήλωση φ.π.α., χρήσης 2013, από την οποία προκύπτει ότι δηλώνεται πιστωτικό υπόλοιπο ύψους 4.051,28 ευρώ, καθώς και ισοζύγιο γενικού και αναλυτικού καθολικού Αυγούστου 2014, από το οποίο προκύπτει ότι τα χρηματικά διαθέσιμα
της αιτούσας ανέρχονται στο ποσό των 112.862,06 ευρώ, σε προμηθευτές οφείλεται ποσό ύψους 1.221.269,87 ευρώ, σε τράπεζες και σε βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις το ποσό των 1.968.871,66 ευρώ, σε διάφορους πιστωτές το ποσό των 2.015.111,69 ευρώ, σε φόρους το ποσό των 168.491,32 ευρώ, σε ασφαλιστικούς οργανισμούς το ποσό των 134.982,77 ευρώ και σε ενοίκια το ποσό των 482.529,41 ευρώ.
Εξάλλου, προσκομίζει διάφορες αποφάσεις ρύθμισης οφειλών της προς το ΙΚΑ, το ΤΕΑΥΕΚ, τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, τον Δήμο Θεσσαλονίκης, οι οποίες έχουν εκδοθεί για συνολικές οφειλές ύψους 348.468,04 ευρώ, βεβαιώσεις τραπεζών από τις οποίες προκύπτει ότι η αιτούσα έχει λάβει πολλά δάνεια μεγάλων ποσών από τράπεζες, την από 10-4-2013 ρύθμιση οφειλής μεταξύ της αιτούσας και της τράπεζας ……., η οποία έχει λάβει χώρα για ρύθμιση οφειλών που προκύπτουν από σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης , για ακίνητο, από την οποία προκύπτει ότι το συνολικό ποσό, οφειλής ανέρχεται στο ποσό των 225.879,43 ευρώ, οι δε μηνιαίες δόσεις κυμαίνονται μεταξύ του ποσού των 9.284,62 ευρώ και 9.739,79 ευρώ. Επιπρόσθετα, προσκομίζει πίνακες προσωπικού, από τους οποίους προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης της αιτούσας σε όλη τη χώρα ανέρχεται στα 85 άτομα.
Συγκεκριμένα, η αιτούσα ζητά να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης κατά το μέρος που αυτή συνεπάγεται τη λήψη των κάτωθι μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της :
1)αναγκαστικής κατάσχεσης των λογαριασμών όψεως καθώς και των αλληλόχρεων λογαριασμών που διαθέτει αυτή, 2)κατάσχεσης και πλειστηριασμού των ακινήτων που διαθέτει και συγκεκριμένα ακινήτου της συνολικής επιφάνειας 419,20τ.μ., επί της οδού ……., αριθ. …, στο …. ….., στο οποίο στεγάζεται υποκατάστημά της, όπως προκύπτει και από τον σχετικό πίνακα προσωπικού, καθώς και ακινήτου της, που βρίσκεται στη νήσο Ζάκυνθο, στην οδό ………., αριθ. …, 80,65 τ.μ., μετά του δικαιώματος στο υψούν, 3) κατάσχεσης και πλειστηριασμού του υπ’ αριθ.
……. – ……… φορτηγού αυτοκινήτου μάρκας …….-……., το οποίο αποτελεί το μοναδικό μεταφορικό μέσο ιδιοκτησίας της αιτούσας καθώς και του διοικητικού μέτρου της απαγόρευσης χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας. Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, με την έκθεση των απόψεών του που κατέθεσε νομίμως, σύμφωνα με το άρθρο 203 παρ. 3 του ν. 2717/1999, ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, ενόψει του ότι πρόδηλη βασιμότητα του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας και, πάντως, όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του (ΣτΕ 496/2011), η Προσφυγή της αιτούσας δεν παρίσταται προδήλως βάσιμη, όπως αβασίμως υποστηρίζει, καθόσον οι ισχυρισμοί της, Ενόψει των προβαλλόμενων νομικών και ουσιαστικών θεμάτων, χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσό του προβεβαιωθέντος χρέους (53.935,34
ευρώ) είναι ιδιαίτερα μεγάλο, ενώ η οικονομική κατάσταση της αιτούσας είναι δυσχερής, καθόσον η πορεία των οικονομικών της είναι φθίνουσα, παράλληλα δε βαρύνεται με σημαντικές οφειλές, το Δικαστήριο κρίνει ότι η λήψη του μέτρου της αναγκαστικής κατάσχεσης των λογαριασμών όψεως που διαθέτει αυτή, οι όποιοι αναφέρονται στην επισυναπτόμενη στην κρινόμενη αίτηση, δήλωση περιουσιακής κατάστασης, θα προκαλέσει σε αυτή ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, μη δυνάμενη να αποκατασταθεί σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της.
Για τον ίδιο λόγο πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ανασταλεί η λήψη αναγκαστικών μέτρων εκτέλεσης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της και συγκεκριμένα ως προς το ακίνητό της συνολικής επιφάνειας 419,20τ.μ., επί της οδού ……., αριθ. .., στο … …., στο οποίο στεγάζεται υποκατάστημά της, καθώς και της κινητής περιουσίας αυτής, ήτοι του υπ’ αριθ. ……. – ……… φορτηγού αυτοκινήτου μάρκας …….-…….. Περαιτέρω, όμως, προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος πρέπει, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 205 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., να διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του περιγραφόμενου στο διατακτικό ακινήτου της αιτούσας.
Αντιθέτως, η λήψη των ως άνω μέτρων σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της, που βρίσκεται στη νήσο Ζάκυνθο, στην οδό ………., αριθ. …, μετά του δικαιώματος στο υψούν, δεν δύναται να επιφέρει σε αυτή ανεπανόρθωτη βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της, καθόσον το εν λόγω ακίνητο δεν χρησιμοποιείται για τις ανάγκες της επιχείρησής της. Αναφορικά δε με τους αλληλόχρεους λογαριασμούς που διαθέτει η αιτούσα, ενόψει του ότι πρόκειται για δανειακές συμβάσεις με τράπεζες, το αίτημα περί αναστολής μέσων αναγκαστικής εκτέλεσης ως προς αυτούς τους λογαριασμούς πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, αναφορικά με το διοικητικό μέτρο της απαγόρευσης χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας στην αιτούσα, αυτό δεν αποτελεί λόγο αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης ως προς το βεβαιωθέν άμεσα ποσό, διότι δεν αποτελεί βλάβη που προκαλείται από την εκτέλεση της πράξης, αλλά από την άρνηση της απούσας να συμμορφωθεί προς αυτές, όπως έχει κατ’ αρχήν υποχρέωση (βλ. ΣτΕ 390/2006, Δ.Εφ.ΑΘ. 85/2011), είναι, δε, σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενη και υποθετική, αφού συναρτάται προς την υποβολή εκ μέρους της, ενόψει ορισμένων συναλλαγών ή ενεργειών, σχετικής αίτησης (πρβλ ΣτΕ 770/1998, Δ.Εφ.ΑΘ. 1/2011 ) γ l α τις οποίες, σε κάθε περίπτωση, δύναται να ασκήσει τα νόμιμα ένδικα βοηθήματα (άρθρα 1 παρ. 4 του ν. 1406/1983, Φ.Ε.Κ. Ά’ 182 και 6 παρ. 2 δ’ του ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α’ 97) ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
Εξάλλου, η χορήγηση αναστολής στην περίπτωση αυτή θα οδηγούσε στην, μη επιτρεπτή, υποκατάσταση του Δικαστηρίου στην αρμοδιότητα της Διοικήσεως και, εν τέλει, στη μέσω αυτού επίτευξη του ίδιου για τον διοικούμενο αποτελέσματος (πρβλ. Δlo ικ.Εφ.Αθηνών 199/2012, 45/2014). Τέλος, πρέπει να επιστραφεί μέρος του καταβληθέντος παράβολου στην αιτούσα, ύψους 50,00 ευρώ, να καταπέσει δε το λοιπό υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ., ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφίσθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ του Κ.Δ.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται εν μέρει την αίτηση αναστολής ως προς την πρώτη αιτούσα εταιρία.
Αναστέλλει την λήψη αναγκαστικών μέτρων εκτέλεσης σε βάρος της ακίνητης και κινητής περιουσίας της αιτούσας και συγκεκριμένα ως προς το ακίνητό της συνολικής επιφάνειας 419,20τ.μ., επί της οδού ……., αριθ. …, στο Παλαιό Φάληρο, στο οποίο στεγάζεται υποκατάστημά της, το υπ’ αριθ. ……. – ……… φορτηγό αυτοκίνητο μάρκας …………., καθώς και τους λογαριασμούς όψεως που διαθέτει αυτή, οι οποίοι αναφέρονται στην επισυναπτόμενη στην κρινόμενη αίτηση, δήλωση περιουσιακής κατάστασης, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσης την 29.9.2014 προσφυγής.
Διατάσσει την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης για το ποσό των 53.935,34 ευρώ επί του προαναφερόμενου ακινήτου.
Απορρίπτει την αίτηση αναστολής ως προς τον δεύτερο αιτούντα.
Διατάσσει την επιστροφή μέρους του καταβληθέντος παράβολου ύψους 50,00 ευρώ στην αιτούσα εταιρία και την κατάπτωση του λοιπού παράβολου, ύψους 50,00 ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Εκδόθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 13.10.2015.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΤΣΑΟΥΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗΣ