Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
Αριθμός Απόφασης 4126/2011
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Αποστολοπούλου, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Μαρίνα Βερβενιώτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Οκτωβρίου 2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: _________ _________ του __________, κατοίκου _________ ________ _________, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ελευθερίου Φυλλαδάκη.
Της εναγόμενης: __________ _______, κατοίκου Περιστεριού Αττικής, η οποία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αυτού την από 19.10.2009 αγωγή του, η οποία καταχωρίσθηκε στα σχετικά βιβλία με αύξοντα αριθμό 209629/11729/2009 και γράφτηκε στο πινάκιο για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις του.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. 11012Β/18.11.2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, Δημητρίου Ραπαντζίκου, που ο ενάγων νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με κλήση για να παραστεί κατά τη συζήτησή της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη (άρθρ. 124§2, 129§2 και 128§4 του ΚΠολΔ). Όμως η τελευταία δεν εμφανίσθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει αυτή να δικαστεί ερήμην (άρθρ. 270§§1 και 2 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011).
Από τις διατάξεις των άρθρων 822, 823, 827, 829, 830, 330, 333 και 335 του ΑΚ προκύπτει, ότι με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο ένας από τους συμβαλλομένους (θεματοφύλακας) παραλαμβάνει από τον άλλο (παρακαταθέτη) κινητό πράγμα με την υποχρέωση να το φυλάει και να του το αποδώσει, όταν το ζητήσει, στον τόπο που έχει συμφωνηθεί. Αν ο θεματοφύλακας δεν είναι σε θέση να παραδώσει αυτούσιο το πράγμα που παρέλαβε για φύλαξη, έχει, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 335 ΑΚ, την υποχρέωση να αποζημιώσει τον παρακαταθέτη, καταβάλλοντος την αξία του πράγματος, χωρίς να αποκλείεται και η υποχρέωση του προς αποζημίωση του τελευταίου και για κάθε άλλη ζημία που ενδεχομένως υπέστη. Στην περίπτωση κατά την οποία ο παρακαταθέτης ζητεί αποζημίωση, για το λόγο ότι ο θεματοφύλακας δεν είναι σε θέση να του αποδώσει αυτούσιο το πράγμα, για τη θεμελίωση της αγωγής του πρέπει να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει τη σύμβαση παρακαταθήκης και την αξία του πράγματος, όχι όμως και την υπαιτιότητα του θεματοφύλακα για την αδυναμία του προς αυτούσια απόδοση του πράγματος. Ο τελευταίος, για να απαλλαγεί της σχετικής υποχρεώσεως του προς αποζημίωση, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 336 του ΑΚ, ότι δηλαδή η αδυναμία απόδοσης του πράγματος οφείλεται σε γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη (ΑΠ 1361/1991 ΕλΔ 33. 1196, Εφθεσ 2238/1989 ΕλΔ 32.1364, ΕφΑΘ 3262/1988 και 9600/1990 ΕλΔ 32 σελ. 1668-1669). Περαιτέρω, καθόσον αφορά το μέτρο της ευθύνης του θεματοφύλακα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 330 και 332 ΑΚ με εκείνες των ^άρθρων 822 και 823 του ιδίου Κώδικα προκύπτει, ότι, αν για τη φύλαξη του πράγματος συμφωνήθηκε αμοιβή, αυτός (θεματοφύλακας) ευθύνεται για κάθε πταίσμα του ιδίου αλλά και των προσώπων που χρησιμοποιεί για την εκπλήρωση της παροχής, αποκλεισμός δε της ευθύνης του αυτής για πταίσμα του οφειλόμενο σε δόλο ή βαρεία αμέλεια του με συμφωνία από πριν δεν επιτρέπεται και η σχετική συμφωνία είναι άκυρη (άρθρο 332 εδ. a ΑΚ). Περίπτωση ευθύνης του θεματοφύλακα για αθέτηση της υποχρέωσης του για φύλαξη από βαρεία αμέλεια του, ορισμός της οποίας δεν δίδεται από υφιστάμενη διάταξη, συντρέχει κάθε φορά που η αθέτηση της υποχρέωσης του αυτής συνιστά εκτροπή ιδιαίτερα μεγάλη ή ασυνήθιστα σοβαρή της απαιτούμενης από τους κανόνες των συναλλαγών επιμέλειας (ΑΠ 1346/1989 ΕλΔ 33. 304, ΑΠ 2662/1976 ΝοΒ 25. 383). Εξάλλου κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η ανθρώπινη συμπεριφορά, ως βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη, η οποία όταν είναι παράνομη δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείψει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου. Διότι και η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση για παραβίαση της συμβάσεως, να επιστηρίξει και αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση τελούμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο από το δίκαιο επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως, χωρίς προς τούτο να απαιτείται και η συνδρομή κάποιου άλλου στοιχείου (Ολ.ΑΠ 967/1973, ΑΠ 1024/2010 δημ Νόμος).
Με την κρινομένη αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι ασκεί το επάγγελμα του εργολάβου οικοδομών, απασχολούμενος με το σοβάτισμα και την τοποθέτηση πλακιδίων, διατηρώντας προς τούτο έδρα στον __________ Αττικής. Ότι στις 28.09.2007 και στις 07.02.2008 αγόρασε μηχανές σοβατίσματος (πρέσσες), αξίας της μεν πρώτης (αγορασθείσας την 28.09.2007) 11.900 ευρώ, της δε δεύτερης 6.756,82 ευρώ, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή. Ότι περαιτέρω, δυνάμει της καταρτισθείσας την 28.09.2007 σύμβασης παρακαταθήκης με την εναγόμενη, η οποία διατηρούσε στην περιοχή του _____ ______ ______ _______ (_____ _______ ______ ____) πρατήριο υγρών καυσίμων και χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, παρέδωσε στην τελευταία τα ως άνω μηχανήματα καθώς και το με στοιχεία κυκλοφορίας____ ________ _____ αυτοκίνητο προς φύλαξη στις ως άνω εγκαταστάσεις της, έναντι μηνιαίας αμοιβής για όλα τα παρακατατεθέντα ποσού 154,70 ευρώ. Ότι ρητώς συνομολογήθηκε η υποχρέωση της εναγομένης για την φύλαξη των ως άνω κινητών από τον κίνδυνο κλοπής, δοθέντος ότι η τελευταία διατηρούσε στις εγκαταστάσεις της υποδομές για την εκπλήρωση της υπηρεσίας αυτής, ήτοι δέσμη φωτοκύτταρου περιμετρικά του χώρου στάθμευσης, σύστημα συναγερμού και φύλακες απασχολούμενους επί 24ώρου βάσεως. Ότι την 07.09.2007 ο ενάγων μεταβάς στον ως άνω χώρο φύλαξης, διαπίστωσε ότι οι ως άνω μηχανές κυριότητάς του είχαν κλαπεί από άγνωστους δράστες, οι οποίοι, αφού έθραυσαν το τζάμι του συνοδηγού του αυτοκινήτου προκειμένου να το μετακινήσουν με τα χέρια τους για να διευκολυνθούν κατά την κλοπή των μηχανημάτων, τα αφαίρεσαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από κανέναν και χωρίς να έχουν ενεργοποιηθεί τα συστήματα πρόληψης κλοπής που διέθετε στο χώρο η εναγόμενη. Ότι αποκλειστικά υπαίτια για την κλοπή και ζημία των ως άνω κινητών πραγμάτων είναι η εναγόμενη, η οποία αθέτησε την απορρέουσα από τη σύμβαση παρακαταθήκης υποχρέωσή της για ασφαλή φύλαξη των αντικειμένων που της παραδόθηκαν, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο ενάγων κατά ποσό ίσο με την αξία των κλαπέντων μηχανημάτων και του κατεστραμένου υαλοπίνακα ανερχόμενη στο ποσό των (11.900 + 6756,82 + 150) = 18.806,82 ευρώ.
Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος τις διατάξεις από τη σύμβαση αλλά και την αδικοπραξία, ζητά, όπως παραδεκτά διόρθωσε την αγωγή και μετέτρεψε ολόκληρο το αίτημά της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 παρ. 1, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ) με δήλωσή του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει α) το ποσό των 18.806,82 ευρώ ως αποζημίωση από την ως άνω αιτία καθώς και β) το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης, ήτοι συνολικά το ποσό των 21.806,82 ευρώ, νομιμοτόκως από την 07.09.2008, οπότε και οχλήθηκε σχετικά, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Ζητά επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί κατά της εναγόμενης προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά του έξοδα.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως, εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 14 παράγραφος 2 και 22 του ΚΠολΔ), το οποίο δικάζει κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον ο ενάγων προς στήριξη της αγωγής του επικαλείται τη σύναψη σύμβασης παρακαταθήκης, τα παραδοθέντα κινητά πράγματα και την αξία αυτών και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των αναφερομένων στη νομική σκέψη της παρούσας άρθρων καθώς και σε εκείνες των άρθρων 346 ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ. Καθόσον όμως αφορά στο αίτημα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από την επικαλούμενη αδικοπραξία της εναγόμενης, τούτο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι ουδόλως εκτίθενται περιστατικά επιστηρίζοντα σωρευτικά αδικοπρακτική συμπεριφορά, δοθέντος ότι για τη θεμελίωση παράλληλης (σωρευτικής) ευθύνης από αδικοπραξία (ΑΚ 914) δεν εκτίθεται πώς θα μπορούσε να νοηθεί αυτή η ευθύνη χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης, δηλαδή υπό ποία έννοια η εναγόμενη, ενώ είχε δυνατότητα να λάβει προστατευτικά μέτρα, έδειξε αδιαφορία για τη ζημία του ενάγοντος, στην υποθετική περίπτωση που αυτή είχε συντελεστεί χωρίς συμβατική σχέση των διαδίκων, εφόσον μάλιστα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εναγόμενη είχε λάβει προστατευτικά μέτρα για την αποτροπή κλοπής των προς φύλαξη αντικειμένων (βλ και ΑΠ 1024/2010 δημ Νόμος). Περαιτέρω το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει, μετά την εξολοκλήρου μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθόσον η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 904 ΚΠολΔ, παρά μόνον για τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης. Ωσαύτως μη νόμιμο τυγχάνει και το αίτημα περί προσωπικής κράτησης της εναγόμενης, διότι αφενός η αγωγή δεν στηρίζεται νομικά στην αδικοπραξία, κατά τα ως άνω εκτεθέντα, αφετέρου δε κατά το άρθρο 1047 του ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ ενώ εξάλλου το αίτημα τούτο προϋποθέτει καταψηφιστική και όχι αναγνωριστική αγωγή (ΕφΑΘ940/2007 ΕλΔνη 2007.939). Τέλος απορριπτέο ως αόριστο τυγχάνει το αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την 07.09.2008, οπότε και εκλάπησαν τα παρακατατεθέντα, διότι ο ενάγων δεν εκθέτει ότι όχλησε ειδικώς την εναγόμενη προς καταβολή του ως άνω αιτουμένου ποσού. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, μη απαιτουμένης καταβολής δικαστικού ενσήμου μετά την εξολοκλήρου μετατροπή του αιτουμένου ποσού από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη εφαρμοζόμενης εν προκειμένω της παρ. 14 του αρ. 72 Ν. 3994/2011 (που επιβάλει την καταβολή δικαστικού ενσήμου και σε αναγνωριστικές αγωγές), καθόσον η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε προ της έναρξης ισχύος του ως άνω νόμου .
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, κατά συνέπεια, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η κρινόμενη αγωγή, διότι, εφόσον η εναγόμενη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφό της, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της ερημοδικαζόμενης εναγόμενης (βλ. άρθρ. 271 § 3, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011, το οποίο ισχύει εν προκειμένω κατά το άρθρο 72§2 του ως άνω νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρ. 352§ 1 του ΚΠολΔ) και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 18.806,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Περαιτέρω, η εναγόμενη πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, λόγω της ήττας της, γενομένου του σχετικού αιτήματος του τελευταίου (βλ. άρθρ. 176, 191 § 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει, για την περίπτωση που η εναγόμενη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας, κατά της αποφάσεως αυτής, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (βλ. άρθρ. 501 § 1, 502§ 1, 505§ 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει ερήμην της εναγομένης.
-Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
-Δέχεται την αγωγή.
-Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων οκτακόσιων έξι ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (18.806,82 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
-Καταδικάζει την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα, τα οποία καθορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.
-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21/11/ 2011, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ