Περίληψη
ΑΡΙΘΜΟΣ 1345/2003
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 9ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γρηγόριο Καβέτσο, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Παρτσιλίβα και Σεραφείμ Σεφεριάδη, Εισηγητή, Εφέτες κατ από τη Γραμματέα Βασιλική Κατσίφη.
Συνεδρίασε δημόστα στο ακροατήριό του, σττς 31 Οκτωβρίου 2002, γτα να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της Εκκαλούσας: ________ __________, συζ.________ __________, κατοίκου __________ __________, ως ασκούσης την επτμέλετα του προσώπου των ανηλίκων τέκνων της __________ κατ ___________, η οποία εκπροσωπήθηκε βάσει δηλώσεως (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ), από τον πληρεξούστό της δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη.
Του Εφεσίβλητου: _______ ___________ __________, κατοίκου _______, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια του δτκηγόρο Παρασκευή Σωτηροπούλου.
Ο ενάγων και χώρα εφεσίβλητος, με την από 1 Αυγούστου 2001 αγωγή του, προς το Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με 106705/6555/2001, ζήτησε να γίνουν αναφέροντας σ’αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την 324/2002 ορχική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγομένη-εκκαλούσα, με την από 19 Απριλίου 2002 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με τον αριθμό 3494/2002.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε. .
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παρέστη στο ακροατήριο σύμφωνα με σχετική του δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Η πληρεξουσία δικηγόρος του εφεσίβλητου αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο εφεσίβλητος άσκησε κατά της εκκαλούσας την από 1-8-2001 αγωγή του ενώπιων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να κηρυχθεί λυμένος ο γάμος του με την ήδη εκκαλούσα λόγω τετραετούς διαστάσεως της έγγαμης συμβιώσεως τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρ. 598-612 Κ.Πολ.Δικ.), με την 324/2002 οριστική απόφαση που απήγγειλε την λύση του γάμου των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της και ζητεί την εξαφάνιση της και την απόρριψη της αγωγής του αντιδίκου της. Η έφεση αυτή, η οποία ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της.
Κατά χη διάταξη του άρθρου 1439 παρ.3 χου ΑΚ εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονταν σε διάσταση συνεχώς επί τέσσερα τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμήχανα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα. Η συμπλήρωση χου χρόνου διάστασης δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στους συζύγους.
Στην προκείμενη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιων του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχοντας στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του, και απ’όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύοντας τ’ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 26-2-1983 στην ____________από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, την __________ και την _______, ηλικίας κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής και 14 ετών, αντίστοιχα,, και συμβίωσαν μέχρι τις 30-7-1991. Έκτοτε η έγγαμη συμβίωση τους διασπάσθηκε και από του χρόνου εκείνου και μέχρι της πρώτης συζητήσεως (3-12-2001) της αγωγής επί της οποίας έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Α.Π. 352|1992 Δ 23, 767), ζουν χωριστά με πρόθεση διάσπασης της έγγαμης συμβιώσεως. Τούτο ρητώς κατατίθεται από τον μάρτυρα του ενάγοντα _________ _________ (που είναι πατέρας αυτού), ο οποίος στην κατάθεση που αναφέρει – ;”··· Είναι σε διάσταση από 30-7-1997. τότε αναγκάσθηκε “‘να αποχωρίσει από το σπίτι του και τον δέχθηκα εγώ στο σπίτι μου για δύο χρόνια. Δεν υπάρχει περίπτωση επανασύνδεσης”. Η κατάθεση δε του μάρτυρα αυτού δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης _________ ________ , ο οποίος αόριστα αναφέρει “… τον Ιούλιο-Αύγουστο 98 έγινε προσπάθεια επανασύνδεσης αλλά δεν πέτυχε…”. Εξάλλου η εναγομένη στην από 3-5-2000 αγωγή της ενώπιων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε την επιδίκαση οριστικής σε χρήμα διατροφής για τα παραπάνω ανήλικα τέκνα της, αναφέρει ότι στις 30-7-1997 διασπάστηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωση της με τον εναγόμενο. Aπ’όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται πλήρως ότι οι διάδικοι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 30-7-1997 μέχρι 3-12-2001, ήτοι επί χρόνο μεγαλύτερο από τέσσερα χρόνια, βρίσκονταν συνεχώς σε διάσταση και εξ αυτού τεκμαίρεται αμάχητα ότι η έγγαμη σχέση τους έχει κλονισθεί ισχυρά. Εφόσον δε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο πόρισμα {της παραδοχής της αγωγής), ορθώς εφήρμοσε τον Νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν1απορριφθεί η έφεση ως κατ’ουσία αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, λόγω του ότι πρόκειται για διαφορά μεταξύ συζύγων (άρθρ. 179 και 183 Κ.Πολ.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ .
Δικάζοντας κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση. Και
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα, συς 9 Ιανουάριου 2003 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροαχήρχό χου, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι, στις 9 Φεβρουάριου 2003.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ