Περίληψη
Αριθμός απόφασης 1214/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Φανή Βακράτσα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία έχει ορίσει ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Μαρίνου Φωτεινή συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2/4/2015 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :
(Α ΑΓΩΓΗ) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : ________ __________ του ___________, κατοίκου _________ _________ (_____ ______ ____, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίου δικηγόρου της Ειρήνης Καραπαναγιώτου,
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «__________ _________ ________ ___________ _________ ________ ____________ __________» και με το διακριτικό τίτλο «___________ _________ _________ ___», η οποία εδρεύει στο ________ ________ (_________ __), νομίμως εκπροσώπουμένης, 2) __________ _________ -__________, κατοίκου __________ (οδός _______ ________ ____, __________), υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της 1ης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, 3) της ΕΕ με την επωνυμία «________ ________ ____________ __________ __________ _________ __________ __________ ___________», η οποία εδρεύει στον _________ (οδός __________ ____ και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) ____________ _________ του ________, κατοίκου _________ __________ (_________ _______) υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της 3ης εναγόμενης, 4) ________ ________ του _________, κατοίκου _________ (_________ __________ ___, ___________), υπό την ιδιότητα τού πραγματικού νομίμου εκπροσώπου, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της 1ης και 3ης εναγόμενης, από τους οποίους, η 1η και 2ος δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, οι δε 3η, 40ς και 5^ παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χρήστου Οικονομάκη.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από η από 18.2.2014 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου και έλαβε γενικό αριθμό κατάθεσης 22066/18.2.2014 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 549/2014) η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί αρχικά για τη δικάσιμο της 10.10.2014 και μετά από αναβολή για την παραπάνω δικάσιμο και γράφηκε στο πινάκιο.
Β ΑΓΩΓΗ: ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣ ΑΣ : ________ _________ του ___________, κατοίκου ___________ __________ (______ ______ ______, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίου δικηγόρου της _______ ________________,
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «__________ __________ _________ __________ __________ _____________ _________ __________» και με το διακριτικό τίτλο «__________ _________ __________ _____», η ,οποία εδρεύει στο ___________ __________ (_________ _____), νομίμως εκπροσωπούμενης, 2) ___________ ___________ , -____________, κατοίκου ________ (οδός ______ ________ ____, ___________), υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της 1ης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας,. 3) της Ε.Ε με την επωνυμία «_______ _________ ____________ __________ __________ ____________ _________ ___________ ___________», η οποία εδρεύει στον ___________ (οδός _________ ____ και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) __________ __________ του _________, κατοίκου ________ _______ (_________ _______) υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της 3ης εναγομένης, 4) ____________ _________ του __________, κατοίκου __________ (________ __________ ____, ____________), υπό την ιδιότητα του πραγματικού νομίμου εκπροσώπου, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της 1ης και 3ης εναγομένης, από τους οποίους, η 1η και 2ος δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, οι δε 3η, 4^ και 5^ παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χρήστου Οικονομάκη. .
Η ενάγουσα, ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.1.2015 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου και έλαβε γενικό αριθμό κατάθεσης 14671/9.2.2015 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 509/2015) η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την παραπάνω δικάσιμο και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους .
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ :
Φέρονται προς συζήτηση, στην ίδια δικάσιμο, η από 18.2.2014 (υπό Α) αγωγή της ενάγουσας (γακ/ακδ 22066/549/18.2.2014) και η από 16.1.2015 (υπό Β) αγωγή της ίδιας (γακ/ακδ 14671/509/9.2.2015) κατά των ίδιων εναγομένων, οι οποίες, αφορούν στους ίδιους διαδίκους και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, πρέπει να συνεκδικαστούν, διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Από : Α) τις υπ’ αριθ. Β5798, Β5799/19.2.2014, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δήμητρας Χρυσού, τις συνημμένες από 19.2.2015 αποδείξεις παραλαβής θυροκολληθέντος δικογράφου του αρμόδιου αστυνομικού οργάνου (αστ/κα Σ. Ξυνογαλά) του AT Ν. Κόσμου, καθώς και την από 20/2.2014 συνημμένη βεβαίωση του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, για παράδοση σε υπάλληλο των ΕΛΤΑ σχετικής ειδοποίησης προς ταχυδρόμηση (υπάλληλος __ ________) (για την υπό Αγωγή) και Β) τις υπ’ αριθ. Β6453, Β6452/12/2/2015, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δήμητρας Χρυσού, τις συνημμένες από 12.2.2015 αποδείξεις παραλαβής θυροκολληθέντος δικογράφου του αρμόδιου αστυνομικού οργάνου (________ __________) του AT ____________, καθώς και την από 13/2/2015 συνημμένη βεβαίωση του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, για παράδοση σε υπάλληλο των ΕΛΤΑ σχετικής ειδοποίησης προς ταχυδρόμηση (υπάλληλος ___________) (για την υπό Β αγωγή), που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές, επικυρωμένο αντίγραφο των κρινόμενων αγωγών με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και πρόσκληση για συζήτηση για τη:δικάσιμο που αρχικά είχε οριστεί για την υπό Α αγωγή και για την παρούσα, δικάσιμο για την υπό Β αγωγή, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη και δεύτερο των εναγομένων (Α.Ε και νόμιμο εκπρόσωπο αυτής) (591 § 1α, 124 παρ.1,2, 126 παρ.1, 129 παρ.1, 128 §1, 4 ΑΠ 74/2008, Αρμ ;20Q8,: 1360). Οι τελευταίοι, ωστόσο, δεν εμφανίσθηκαν στη μετά από αναβολή .δικάσιμο (για την Α αγωγή) και στην παρούσα δικάσιμο που είχε ορισθεί για συζήτηση (για την υπό Β αγωγή), κατά την οποία οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του πινακίου και συνεπώς ,πρέπει να δικαστούν ερήμην, αφού η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση ως προς, όλους τορς διαδίκους (226§4, 271 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το, άρ. 656 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 61 του ν. 4139/13, ορίζει ότι: “Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο; εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει· την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει, από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού”. Από την ως άνω διάταξη, σαφώς προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας εργαζομένου, το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτημα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, για τη θεμελίωση του. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε εκείνη του άρθρου 656 Α.Κ. η οποία όριζε ότι : “Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να. απαιτήσει το μισθό ….. “, Με αυτή τη διατύπωση ο νομοθέτης, σε περίπτωση ακύρωσης της καταγγελίας σύμβασης εργασίας και περιέλευσης του εργοδότη σε καθεστώς υπερημερίας, προέβλεπε ότι ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει μόνον το μισθό του. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που υποβαλλόταν αίτημα για την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου, προκειμένου να θεμελιωθεί η αξίωση αυτή, ήταν αναγκαία η επίκληση με την αγωγή πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία η μη πραγματική απασχόληση του από τον εργοδότη θεμελίωναν προσβολή της προσωπικότητας του ή καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη. Περαιτέρω, κατά το άρ. 98 του παραπάνω νόμου, οι διατάξεις του άρ. 61, μεταξύ των οποίων και του τροποποιημένου 656 ΑΚ, “καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις” (ΑΠ 2011/2014, ΕλΔνη 2015, 445). Σε περίπτωση αρνήσεως επομένως του εργοδότη να απασχολήσει το μισθωτό, πέραν των συνεπειών της υπερημερίας που προβλέπεται στην παραπάνω διάταξη, με κύρια την υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας, ο εργαζόμενος έχει δυνατότητα, ενόψει της θεσπίσεως υποχρέωσης απασχόλησης με την ανωτέρω διάταξη, χωρίς να απαιτείται επίκληση πρόσθετων στοιχείων, να αξιώσει την πραγματική απασχόλησή του (βλ. από παλαιότερη νομολογία .ΑΠ. 1515/2003 ΕλλΔνη 45, 450). Περαιτέρω παρέχεται στον εργαζόμενο αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης όταν η άρνηση απασχόλησης υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, ή όταν εντελώς αδικαιολόγητα επηρεάζει την αμοιβή του εργαζομένου ή θίγει άλλα υλικά ή ηθικά συμφέροντα αυτού για την αποδοχή των υπηρεσιών του ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 57, 59, 330, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ’ αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 1900/2005, ΧρΙδΔ 2006,,.662 βλ και ΑΠ 983/2009, 1900/2005, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1139/2007, ΕλΔνη 2007, 884). Ακόμη και αν η χρηματική βλάβη πρθκλήθηκε εξαιτίας των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα άκυρη καταγγελία, κατά την ορθότερη κατά.το παρόν δικαστήριο γνώμη, δεν εφαρμόζεται η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμοία του άρθρου 6§1 του ν. 3198/11955, αλλά η διάταξη του άρθρου,937 ΑΚ, δεδομένου ότι η προσβολή της,προσωπικότητας του,, εργαζομένου, στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά. που δεν προϋποθέτουν .ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στηρίζονται σε συνθήκες και πραγματικά περιστατικά ; που συνοδεύουν μια όχι κατ’, ανάγκη άκυρη καταγγελία (AJ3 161/1997, ΕΕργΔ 1998, 550, Ζερδελής Δ., Εργατικό Δίκαιο, εκδ 2015,, αρ, 2141α). Η αδικαιολόγητη εξάλλου άρνηση του εργοδότη να απασχολεί τον εναγόμενο είναι δυνατό να θεωρηθεί μονομερής βλαπτική μεταβολή, της σχέσης εργασίας (βλ. Ζερδελή Δ, Ο.π, άρ. 1536), ιδίως ενόψει του ότι η αξίωση;πραγματικής απασχόλησης εκ του τροποποιηθέντος άρθρου 656 ΑΚ,,θεσπίζει εκ του,νόμου πλέον σχετική υποχρέωση. Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 ν. 3198/1955. κάθε αξίωση μισθωτού, που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν’ ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθρο 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (Ολ ΑΠ 1338/1985, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δίκαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 2234/2013, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 705/2013, ΑΠ 1619/2006). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, εφαρμόζεται δηλ. όχι μόνο στους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παράβασης των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παράβασης άλλων διατάξεων (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 404/2008). Η καθιερουμένη ως άνω αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζόμενη σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθρων 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμον εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 404/2008, 1938/2007). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 1387/2015, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 705/2013, ΑΠ. 6,5/2012,). Η καταγγελία, η οποία, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία (θεωρούμενη έγκυρη, όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη γι’ αυτήν νόμιμη αποζημίωση),·, αναπτύσσει την άμεση, διαπλαστική της ενέργεια από τότε που ο παραλήπτης εργαζόμενος λαμβάνει γνώση αυτής (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 1619/2006), .γνώση δηλ. της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, η βούληση αυτή εκφράζεται και συγκεκριμενοποιείται στην (περιέχουσα αυτήν), καταγγελία, (ΑΠ 2234/2013). Εξάλλου, στην περίπτωση που ο μισθωτός, θεωρήσει άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και εμμείνει στη σύμβαση αυτή, η αξίωσή του για μισθούς υπερημερίας, λόγω της άρνησης του εργοδότη ν’ αποδέχεται τις υπηρεσίες του, δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η. οποία αποτελεί και τη βάση της, σχετικής αγωγής. Έτσι, ο εργαζόμενος πρέπει ν’, αναφέρει στην αγωγή του την κατάρτιση της σύμβασης, το συμβατικό ή νόμιμο μισθό και την άρνηση του εργοδότη ν’ αποδέχεται τις προσήκοντος προσφερόμενες υπηρεσίες του (ΑΠ 55/2015, ΔΕΕ 2015, 149). Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητά της δεν απαιτείται (ΑΠ 1387/2015) . Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεστεί κατ’ ένσταση την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις (ΑΠ 624/2008, ΑΠ 1387/2015). Σε κάθε περίπτωση, οι ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλά αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή (ΑΠ 55/2015, ΔΕΕ 2015, 149) ή μετά από αντένταση, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα. Η καταγγελία πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυ μβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της συμβάσεως και για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν επιδέχεται κατ’ αρχήν αίρεση, αφού η προσθήκη αιρέσεως δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τη λήξη ή όχι της συμβάσεως, η οποία δεν συμβιβάζεται με το χαρακτήρα της καταγγελίας ως διαπλαστικής δικαιοπραξίας. Η καταγγελία εξάλλου, ως δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης μπορεί να είναι ρητή η σιωπηρή, δηλαδή να συνάγεται από ορισμένη συμπεριφορά του καταγγέλοντος, εφόσον αυτή, αντικειμενικά εκτιμώμενη έχει αξία δήλωσης. Σιωπηρή καταγγελία εξάλλου, συνιστά και η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζομένου, όταν αυτή συνοδεύεται από περιστάσεις από τις οποίες, κατά τρόπο αναμφίβολο προκύπτει ότι αυτός σαφώς εκδήλωσε τη βούλησή του για λύση της σύμβασης (ΑΠ 246/2013, ΔΕΕ 2014, 407, ΑΠ 1991/1990, ΔΕΝ 1992, 991) Πότε υπάρχει απλή άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών και πότε σιωπηρή καταγγελία είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης (Ζερδελής Δ. Το δίκαιο της καταγγελίας, εκδ 2002, σ. 4επ, Ο ίδιος Εργατικό Δίκαιο 2015, αρ. 1759, ΕφΑΘ 1988/1986 ΕλΔνη 1986,831). Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχει μεγάλη σημασία ο χαρακτηρισμός των πράξεων του εργοδότη ως απλής άρνησης αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζομένου ή ως καταγγελίας, γιατί– σε περίπτωση που αυτές χαρακτηρισθούν ως σιωπηρή καταγγελία ισχύει η τρίμηνη αποκλειστική προθεσμία για την προσβολή του κύρους της (ΑΠ 830/1988, ΕΕργΔ 1989, 1023, ΕφΑΘ 8897/1990, ΕλΔνη 1993, 192). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920 “η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος”. Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του β.δ. 16/18-7- 1920. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του π.δ. 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε, η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των, Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας “τα δικαιώματα και οι .υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων, από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για .οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, το διάδοχο. Με,,την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία .αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος, τηρεί, τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική, σύμβαση εργασίας”.., Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50, αντίστοιχη, προς προσαρμογή δε σ’ αυτή εκδόθηκε το Π.Δ. 178/2002 . Κατά.τις διατάξεις των άρθρων 1· 2, παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος,, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του Π.Δ/τος, θεωρείτμι η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως “μεταβιβάζων” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως “διάδοχος” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών, είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Διατήρηση της ταυτότητάς της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας του προσωπικού της και συνεπώς δικαιολογείται ο νέος φορέας της να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές. Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως ή τμήματος αυτών (άρθρο 2 π.δ. 572/1988 και π.δ. 178/2002) πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχειρήσεως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη) ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό (ΑΠ 14/2012, ΑΠ 1419/2015).
Με την πρώτη από τις κρινόμενες αγωγές (υπό Α), η ενάγουσα εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την πρώτη εναγομένη εταιρεία, την 5.11.2002, αρχικά ως φύλακας-προσωπικό ασφαλείας και ότι εργάσθηκε μετέπειτα, ως υπάλληλος γραφείου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στου εμπορικό τμήμα της εταιρίας, ως υπεύθυνη προσωπικού και συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αντί νομίμου συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού ύψους 2039,67 ευρώ μικτά. Ότι, μετά τη γέννηση του παιδιού της στις 7.7.2013, έλαβε νόμιμη, άδεια λοχείας και επέστρεψε στην εργασία της στις 8,7.2013, πλην όμως βρήκε την επιχείρηση κλειστή. Ότι με εξώδικη δήλωση,, στις 8.7,2013 γνωστοποίησε στην.,Γ1 εναγομένη την προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών της, τις οποίες, η τελευταία, δεν αποδέχθηκε και ότι κατέστη με τον τρόπο αυτό υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της, έως και την άσκηση της αγωγής. Εκθέτει περαιτέρω, ότι η 3η εναγομένη, είναι διάδοχος εργοδότης της 1ης εναγομένης, στην οποία μεταβιβάσθηκε η επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της απουσίας της, σταδιακά έως και την άσκηση της αγωγής, ότι η 3η έχει το ίδιο αντικείμενο με την 1η, απέκτησε με μεταβίβαση το 90% των πελατών της 1ης, τον: εξοπλισμό,; του εργαζομένους, τα συμβόλαια με: πελάτες της 1ης εναγομένης και τους ίδιους εκπροσώπους, οι οποίοι αποτελούν και μέλη της ίδιας οικογένειας, δηλαδή, τον 4° εναγόμενο, αδελφό του 5ου, ο οποίος ήταν ουσιαστικά ο .ιδιοκτήτης της 1ης εναγομένης και οικονομικός διευθυντής αυτής, ο. οποίος άλλωστε καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης ήταν ο. πραγματικός εργοδότης. Ισχυρίζεται ειδικότερα,, ότι ο δεύτερος εναγόμενρς είναι πρόεδρος του Δ.Σ. διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της 1ης εναγομένης, ο 5ος εναγόμενος πραγματικός .εργοδότης και πραγματικός διαχειριστής της 1ης εναγόμενης, , η 3η εναγομένη είναι εταιρία την οποία ίδρυσαν ο 4ος και 5ος εναγόμενος και στην οποία μεταβιβάστηκαν οι εργαζόμενοι και οι περιουσία της 1ης εναγομένης, κατά τρόπο ώστε να έχει επέλθει υποκατάσταση αυτής στην εργασιακή της σχέση ενώ ο 40ς εναγόμενος είναι το ομόρρυθμο μέλος και νόμιμος εκπρόσωπος της 3ης εναγομένης. Ισχυρίζεται περαιτέρω η ενάγουσα ,ότι η άρνηση της 1ης’ 3ης και 4ου των εναγόμενων, στους οποίους προσηκόντως προσφέρθηκαν οι υπηρεσίες της, να την απασχολήσουν, ήταν αδικαιολόγητη, έγινε υπό συνθήκες προσβολής της προσωπικότητάς της, κατά τα ειδικά στην αγωγή εκτιθέμενα, καθόσον απέβλεπαν στον εξαναγκασμό της σε παραίτηση, απέκρυπταν στοιχεία και απέφευγαν την καταγγελία της συμβάσεώς της, προκειμένου να την εξαναγκάσουν σε παραίτηση για να απαλλαγούν από τις νόμιμες υποχρεώσεις τους απέναντι της, η δε αδικαιολόγητη άρνηση απασχόλησής της, προκαλεί βλάβη στον ψυχικό της κόσμο. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητά, μετά από περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος και παραίτηση από το αίτημα πραγματικής απασχόλησης : α) να αναγνωρισθεί ότι η άρνηση των εναγομένων να αποδεχθούν τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της συνιστά συμπεριφορά καταχρηστική και μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, β) να υποχρεωθούν οι 1η, 3η και 4ος, εκ των εναγομένων, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλλουν ως μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 8.7.2013 ως 30.6.2014 το ποσό των 24.068,17 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας, εκ των οποίων ποσό 13.869,82 ευρώ αντιστοιχεί στους μισθούς υπερημερίας ως την άσκηση της αγωγής και ποσό 10.198,35 ευρώ για μισθούς μεταγενέστερου διαστήματος, από 1.2.2014 ως 30.6.2014, πιθανολογούμενο χρόνο συζήτησης της αγωγής, γ) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι ίδιοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλλουν το ποσό των 2.124,64 ευρώ ως δώρο Χριστουγέννων 2013, δ) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται επιπλέον να καταβάλλουν ποσό 20,000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής . βλάβης για τους ανωτέρω λόγους, όλα δε τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα καταβολής το δε ποσό των 20.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση, ε) να απαγγελθεί κατά του 2ου και 5ου εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, του μεν 2ου ως νομίμ.ου εκπροσώπου και διευθύνοντος συμβούλου της 1ης και του 5ου εναγομένου ως αληθούς εκπροσώπου προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της, στ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με τη δεύτερη από τις κρινόμενες αγωγές (υπό Β), η ενάγουσα, εκθέτοντας τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά, ήτοι την άρνηση απασχόλησης εκ μέρους της 1ης, 3ης και 4ου των εναγομένων και για το πέραν της 30.6.2014 χρονικό διάστημα,, έως 31.12.2014, επικαλούμενη επιπλέον ότι την 31.12.2014 έχει καταγγελθεί σιωπηρά η σύμβαση. εργασίας της, λόγω της παρόδου σημαντικού χρόνου, ζητά μετά από μερικό .περιορισμό του αιτήματος, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό,: α) να αναγνωρισθεί ότι είναι παράνομη, και καταχρηστική η άρνηση της 1ης και 3ης των εναγομένων να αποδέχονται τις υπηρεσίες της και ότι συνιστά μονομερή, βλαπτική μεταβολή ή άρνηση τους να την απασχολήσουν, για το διάστημα από 1.7.2014 ως 31.12,2014, β) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η 1η, 3η και 4ος από τους εναγομένους,, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να καταβάλλουν για μισθούς υπερημερίας του παραπάνω διαστήματος, το ποσό των. 12.238,02 ευρώ, για Δώρο Πάσχα 2014 το ποσό των 1062,33 ευρώ,, για δώρο Χριστουγέννων 2014, ποσό 2.124,65 ευρώ, για επίδομα αδείας 2014 ποσό 1019,84 ευρώ, νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα καταβολής για κάθε επιμέρους, κονδύλιο, β) εκ της σιωπηρής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της,ζητεί αφού, αναγνωρισθεί ότι συνιστά σιωπηρή καταγγελία η άρνηση των εναγομένων να την απασχολούν πραγματικά, ότι στις,31.12.2014 λύθηκε η σύμβαση εργασίας της για την αιτία αυτή και (παραιτούμενη από την προσβολή του κύρους της καταγγελίας, ασκώντας το σχετικό δικαίωμά της), να υποχρεωθούν η 1η, 3η και 4ος των εναγόμενων ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλουν ως αποζημίωση λόγω καταγγελίας το συνολικό ποσό των 19.036, 92 ευρώ νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα της καταβολής, γ) να αναγνωριστεί επιπλέον, ότι υποχρεούνται να καταβάλλουν το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό Α αγωγή, της οποίας το περιεχομένο κατά το μέρος αυτό επαναλαμβάνουν αυτολεξεί, επικαλούμενη επιπλέον ότι στο διάστημα που καταλαμβάνεται από την αγωγή υποβλήθηκε σε ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, αναζητώντας στοιχεία για τη θεμελίωση της ύπαρξης διαδοχής μεταξύ της 1ης και 3ης. εναγομένης υπέστη δε και προσβολή της προσωπικότητάς της από την άρνηση απασχόλησης. Ζητεί τέλος, να επιδικασθούν τόκοι από τη δήλη ημέρα καταβολής και την άσκηση της αγωγής, κατά τις επιμέρους διακρίσεις, να εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή απόφαση για τις καταψηφιστικές ως άνω διατάξεις και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά του 1ου και 5ου των εναγομένων, κατά τα εκτιθέμενα και στην υπό Α αγωγή.
Με το παραπάνω περιεχόμενο, οι αγωγές, όπως παραδεκτά (591, 223, 224 ΚΠολΔ) περιορίσθηκαν, με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και τις προτάσεις, παραδεκτά εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των εργατικών διαφορών (άρθρα 12 παρ. 1, 13, 16 αρ. 2, 22, 25 § 2, 31 § 3, 74 και 663 επ. ΚΠολΔ). Είναι ορισμένες (άρθρο 216 ΚΠολΔ) και νόμιμες (εκτός από το αίτημα, περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του 4ου και 5ου εναγομένου και το αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στην υπό Β αγωγή, για τα οποία βλ.. κατωτέρω), στηριζόμενες : α) η Α αγωγή στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 325, 330, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 656 ΑΚ, ν. 1082/80, ΥΑ 19040/81 (για δώρο Χριστουγέννων), 68, 69§1α (για μισθούς υπερημερίας μετά την άσκηση της αγωγής 69 § Ια ΚΠολΔ, ΑΠ 752/2007, αδημ ΝΟΜΟΣ και αφού αφορά δικαίωμα απαιτητό κατά τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης στο ακροατήριο βλ. ΕφΠειρ 437/1996, ΕΕργΔ 1997, 686), 1, 2, 3, 4 π:δ 178/2002, 70, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι η υπό Α αγωγή ειδικότερα, η οποία αφορά αξιώσεις που έχουν ως αιτία την υπερημερία του εργοδότη λόγω άρνησης αποδοχής των υπηρεσιών της ενάγουσας, δεν υπόκειται καταρχήν, στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6§1 ν. 3198/1955 (ΑΠ 1116/1987, ΕΕργΔ 19888, 375, ΕφΘες 2707/1991, ΕλΔνη 1992, 1282). Β) Η Β αγωγή, με την οποία αναζητούνται μισθοί υπερημερίας με την ίδια βάση με την υπό Α αγωγή και επιπλέον, γίνεται επίκληση σιωπηρής καταγγελίας στις 31.12.2014, έχει ασκηθεί καταρχήν, εντός της προθεσμίας του άρθρου 6§2 ν 3198/1955 (με βάση τον αναφερόμενο. στην αγωγή χρόνο καταγγελίας), είναι, δε νόμιμη και στηρίζεται στις διατάξεις ;των άρθρων 281, 299, 325, 330, 341,, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 656 ΑΚ, ν. 1082/80, ΥΑ 19040/81 (για δώρα εορτών), 3§16 ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με το άρ. 1 του ν. 3302/2004 (για επίδομα αδ.είας), 1, 3, 5, 6 ν. 2112/1920 (ως ισχύουν μετά το ν. 4093/2012), 1, 2, 3, 4 π,δ 178/2002, 70, 176 επ, ,907, ,908 ΚΠολΔ . Ως προς το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του 2ου ,και 5ου των εναγομένων, οι αγωγές, πρέπει να απορριφθούν ως αόριστες προεχόντως (216 ΚΠολΔ) ως προς τον 5° εναγόμενο, δεδομένου ότι ως προς αυτόν δεν εκτίθενται περιστατικά άρσης της αυτοτέλειας,,του νομικού προσώπου (ΕφΠειρ 567/2008, Νόμος όπου παραπομπές) και διότι κατά τα εκτιθέμενα στις αγωγές, νόμιμος εκπρόσωπος της 1ης εναγόμενης είναι ο 20ς και της 3ης εναγομένης ο 4ος, σε κάθε δε περίπτωση ως; προς, αμφότερους το σχετικό αίτημα των A., Β, αγωγών έχει καταστεί μη νόμιμο, μετά τογ περιορισμό του καταψηφιστικού: αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεδομένου, ότι το καταψηφιστικό αίτημα ,των αγωγών υπολείπεται του ορίου των 30.000 που απαιτείται, κατά, τη διάταξη του άρθρου 1047§3 ΚΠολΔ, ενόψει και του ότι η χρηματική απαίτηση για απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο έμμεσης εκτέλεσης προϋποθέτει απαίτηση που είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό κατ’ άρθρο 904§2 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΠειρ 146/2014, ΕφΠειρ 420/2014 ΝΟΜΟΣ). Ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στην υπό Β αγωγή, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας (216 ΚΠολΔ), καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται με σαφήνεια νεότερα περιστατικά του διαστήματος μετά την έγερση της υπό Α αγωγής που να επέτειναν την ηθική βλάβη για την οποία ασκήθηκε σχετική αξίωση, ως τέτοιο δε δεν νοείται η αναφερόμενη ψυχική ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκε για την εξεύρεση αποδεικτικών στοιχείων, δεδομένου ότι τα σχετικά στοιχεία επικαλείται και κατά την άσκησή της υπό Α αγωγής. Ειδικότερα και αναφορικά με το έννομο συμφέρον της ενάγουσας ως προς το υπό α, β, γ αίτημα σε βάρος της 3ης εναγομένης, το οποίο προϋποθέτει αναγνώριση της ύπαρξης σχέσης διαδοχής μεταξύ των μερών ως αναγκαίο προδικαστικό ζήτημα, η ενάγουσα επικαλείται ειδική αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης της μεταβιβάσεως και της εννόμου σχέσεως που λόγω αυτής τους συνδέει (ήτοι συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, όπως συνολική διάρκεια των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, σύσταση εταιρείας από την εναγομένη για αποφυγή εκπληρώσεως των συμβατικών δεσμεύσεων της 1ης, μη πληρωμή των αποδοχών της), μεταβίβαση εργαζομένων και περιουσιακών υλικών και άυλων οικονομικών στοιχείων και ενότητα οικονομικών στοιχείων υπό το νέο φορεά, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της 3ης και 4ου των εναγομένων. Σημειώνεται ότι απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός των εναγομένων περί αοριστίας, δεδομένου ότι η ενάγουσα, από το σύνολο των πραγματικών ισχυρισμών της που εκτιμώνται κυριαρχικά ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό τους από το δικαστήριο [Α.Π. 930/2009 ΧρΙΔ 2010, 97, Α.Π. 431/2005 ΕλλΔνη 46 (2005), 1058, Α.Π. 1468/ 2005 ΕλλΔνη 47 (2006), 91], προκύπτει ότι ζητά την αναγνώριση των υποχρεώσεων της 3ης εναγομένης, ως αποδοχές υπερημερίας και λόγω αποκρούσεως των πραγματικών υπηρεσιών της από αυτήν διά του εκπροσώπου της, παρ’ όλο που αυτή είναι η πραγματική εργοδότρια της και όχι η 1η εναγόμενη, λόγω της μεταβίβασης. Η άρνηση της 3ης εναγόμενης να καταβάλει τις αποδοχές της ενάγουσας και η επακόλουθη υπερημερία της προκύπτει άλλωστε, από τους εκτιθέμενους πραγματικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας, ότι έχει ως αιτία την αμφισβήτηση από την εναγόμενη της ιδιότητας της ως πραγματικής εργοδότριας της ενάγουσας λόγω διαδοχής (δηλαδή η εναγομένη επικαλείται λόγο που αφορά αποκλειστικώς στην τελευταία) [πρβλ. και Α.Π. 1155/2009 ΧρΙΔ 2010, 466, Α.Π. 192/2009 ΔΕΝ 65 (2009),. 1179]. Σημειώνεται ότι ενόψει της εκ του νόμου θεσπίσεως υποχρέωσης πραγματικής απασχόλησης μετά την τροποποίηση του άρθρου 656 ΑΚ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία για τη στοιχειοθέτη ση αδικοπραξίας, λόγω αδικαιολόγητης άρνησης απασχόλησης, ενώ επίσης στην αγωγή περιλαμβάνονται περιστατικά στοιχειοθέτησης του αιτήματος, ηθικής βλάβης ,εκ της προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας, λόγω της δόλιας άρνησης των εναγομένων να την απασχολούν αποβλέποντας, στον,. εξαναγκασμό της σε αποχώρηση, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των παρισταμένων εναγομένων. Πρέπει,· επομένως, οι κρινόμενες αγωγές, ;να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα τους, δεδομένου, ότι η ενάγουσα κατέβαλε το.,ανάλογο (για των πέραν των 20Χ)0β ευρώή καταψηφιστικό αίτημα της υπό Α αγωγής τέλους δικαστικού· ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. 328760, 431025 αγωγόσημα, με, επικολληθέντα ένσημα ΕΤΑΑ-ΤΑΝ-ΤΠΔΑ), ενώ δεν υποχρεούνται, σε καταβολή, για το αναγνωριστικό μέρος της. υπό Α αγωγής μετά τον περιορισμό του και της υπό Β αγωγής διότι το καταψηφιστικό ύψος αυτού, υπολείπεται του ποσού της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ.ΐα ΚΠολΔ, λόγω του περιορισμού του σε αναγνωριστικό βλ. άρθρου 7 παρ.3 νδ 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε από 2-4-2012, με το άρθρο 21 παρ.1 ν. 4055/2012).
Οι παριστάμενοι εναγόμενοι, ισχυρίζονται τόσο ως προς την υπό Α όσο και ως προς την υπό Β αγωγή, με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις, ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, έχει καταγγελθεί σιωπηρά από την 1η εναγόμενη στις 8.7.2013, ενώ ήταν σε γνώση της κατά την το περιεχόμενο της καταγγελίας της στην Επιθεώρηση Εργασίας, η διαδοχή της 3ης εναγόμενης στη σύμβαση εργασίας, επομένως, ασκώντας την υπό Α αγωγή σε βάρος τους στις 19.7.2014 και την υπό Β αγωγή στις 16/1/2015, η αξίωσή της για μισθούς υπερημερίας και αποζημίωση απόλυσης, υπόκειται στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6§1 και 2 ν. 2112/1920, ως προς την οποία έχει παρέλθει το τρίμηνο και το όμηνό αντίστοιχα. Με το παραπάνω περιεχόμενο ο ισχυρισμός, προτείνεται παραδεκτά είναι νόμιμος, στηρίζεται στις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω και συνιστά ένσταση, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι η αγωγή περιέχει αξίωση για καταβολή μισθών υπερημερίας λόγω άρνησης αποδοχής των υπηρεσιών της ενάγουσας, χωρίς αναγνωριστικό περί της ακυρότητας αίτημα και υπό την παραδοχή ότι δεν υπήρξε καταγγελία, οπότε ούτε καθ’ υποφοράν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται αντένσταση περί της ακυρότητας της .καταγγελίας, η οποία δεν προτείνεται ούτε με τις προτάσεις, προς απόκρουση της προταθείσας ενστάσεως.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρο 656 εδ. β’ ΑΚ ο υπερήμερος εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από τον οφειλόμενο μισθό, καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού. Το, από τη διάταξη αυτή, δικαίωμα του εργοδότη ασκείται με ένστασή του κατά της αγωγής του εργαζομένου. Για να είναι όμως ορισμένη η ένσταση αυτή, πρέπει να περιέχει όλα τα περιστατικά από τα οποία προέκυψε η ωφέλεια του μισθωτού στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη, το είδος της εργασίας που παρασχέθηκε (σε συγκεκριμένο εργοδότη) και το συγκεκριμένο ποσό που αποκόμισε ο μισθωτός (ΑΠ 363/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός των παρισταμένων εναγομένων ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε στην επιχείρηση του κ. _________ _________ το διάστημα από Μάρτιο ως και τον Ιούνιο του 2014 και έλαβε το ποσό των 5.800 ευρώ, συνιστά ένσταση, προτείνεται παραδεκτά (591, 262, 269 ΚΠολΔ) και συνιστά νόμιμη ένσταση εκ του άρθρου 656 ΑΚ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Περαιτέρω, το δικαίωμα του κάθε του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ, υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει όταν, ο, εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα, και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει, ευχερώς, κατά το. διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη ; του, για να εισπράττει απ’ .αυτόν χωρίς να εργάζεται, τους μισθούς υπερημερίας. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση: του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας, απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχόλησης του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη, εργασία από αμέλεια. Για να είναι δε ορισμένη η σχετική ένσταση του εργοδότη, πρέπει αυτός να αναφέρει α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε, να, εκτελέσει, χωρίς να είναι · απαραίτητο να προσδιορίζεται-συγκεκριμένη επιχείρηση, β) τους λόγους, για τους οποίους είναι κακόβουλη; η, μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού και γ) την ωφέλεια που θα αποκόμιζε (ΑΠ 363/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση οι, εναγόμενοι που παραστάθηκαν ισχυρίζονται, επικουρικά, ότι η ενάγουσα κατά, κατάχρηση δικαιώματος, παρέμεινε άνεργη, αποφεύγοντας από οκνηρία και κακόβουλα να βρει εργασία φύλακα (ημερήσιου φύλακα) σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και επιχειρήσεις που αναφέρει στις οποίες θα μπορούσε να απασχοληθεί, λόγω της εξειδίκευσης της, με σκοπό να εισπράττει από τους ίδιους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Ο ισχυρισμός ωστόσο, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος και απαράδεκτος (216, 262 §1 ΚΠολΔ), καθόσον : 1) οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται και δεν προσδιορίζουν 1) τη συγκεκριμένη συμπεριφορά της ενάγουσας, από την οποία προκύπτει η οκνηρία και η κακοβουλία της, δεδομένου ότι στην αγωγή δεν εκτίθενται περιστατικά καταγγελίας της σύμβασής της, 2) τη συγκεκριμένη εργασία την οποία θα μπορούσε να εκτελέσει η ενάγουσα, δεδομένου ότι η προταθείσα από αυτούς εργασία φύλακα, είναι ουσιωδώς διαφορετική από αυτή της υπαλλήλου – μελετητή υπηρεσιών φύλαξης που η ενάγουσα επικαλείται ότι εκτελούσε για λογαριασμό της 1ης εναγομένης, προεχόντως δε 3) την ωφέλεια που θα αποκόμιζε, δηλ. τις συγκεκριμένες αποδοχές τις οποίες θα ελάμβανε από τις εργασίες που παραθέτει ότι μπορούσε να εκπλεύσει.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που νόμιμα εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα πρακτικά της δίκης που φέρουν όμοιο αριθμό με την παρούσα, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια (με τη σημείωση ότι οι εναγόμενοι επικαλούνται την από 9.8.2013 εξώδικη δήλωση του κ. _________ (σχετικό 1, σ.. 28 προτάσεων) την οποία όμως δεν προσκομίζουν) , τις ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς 4425/24.6.2014 και 6281/8.10.2014 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τιςυπ’αριθ. Β6068, β6069, β6071, β6081, β6082/17.6.2014 της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δ. Χρυσού και τις υπ’ αριθ Β6242, 6243, 6245, 6246, 6247/6.10.2014εκθέσεις επίδοσης της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας αντίστοιχα) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσελήφθη. από την 1η εναγομένη την 5.11.2002, αρχικά με την ειδικότητα του φύλακα προσωπικού ασφαλείας. Ανεξαρτήτως πάντως της εγκυρότητας της αρχικής συμβάσεώς της (πρβλ ΑΠ 911/2015), απασχολήθηκε εγκύρως από την 1η εναγόμενη ως υπάλληλος γραφείου, λίγους μήνες αργότερα, περίπου από το Φεβρουάριο του 2003, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εργαζόμενη στο τμήμα μελετών και κατόπιν στο τμήμα προσωπικού και στο εμπορικό τμήμα της εναγομένης, αντί νομίμων συμφωνημένων αποδοχών ύψους 2039,67 ευρώ, κατά τον Ιούνιο του 2013. Η ενάγουσα απέκτησε το πρώτο της παιδί την 23.4.2013 και για το λόγο αυτό είχε λάβει νομίμως άδεια λοχείας για το διάστημα από 23.4.2013 ως 7.7.2013 (9 εβδομάδες βλ. άρθρο 7 της από 23.5.2000 ΕΓΣΣΕ που κυρώθηκε με το ν. 2874/2000), ενώ και πριν το διάστημα έναρξης της άδειας τοκετού, είχε λάβει αναρρωτικές άδειες από το Σεπτέμβριο του 2012, σύμφωνα, με .την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε. Κατά τον ίδιο μάρτυρα και σύζυγό της η, 1η εναγομένη έπαψε να της καταβάλλει μισθό μετά το Μάρτιο του 2013, ενώ τον Μάιο του 2013 της καταβλήθηκε το επίδομα αδείας του έτους 2013, όπως προκύπτει από έγγραφη απόδειξη που η ίδια προσκομίζει. Αίγο πριν τη λήξη της άδειάς της επικοινώνησε με υπάλληλο της εργοδότριας. εταιρίας, προκειμένου να πληροφορηθεί αν θα απασχολείται με μειωμένο ωράριο ή όχι. Τότε της γνωστοποιήθηκε ότι η εταιρία δεν λειτουργούσε κανονικά και ότι η 1η εναγομένη σκόπευε να παύσει τις εργασίες ,της ,(,βλ. σχετική αναφορά στην από 8.7.2013 εξώδικη δήλωση της ενάγουσας προς την 1η εναγομένη, με 7936β/9.7.2013 έκθεση, επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ευστ Θεοδωροπούλου με θυροκόλληση, επί της οδού,,___ ________ ____ (εκ παραδρομής, στην έκθεση αναγράφεται ________), στα γραφεία της 1ης εναγομένης). Στις. 8.7.2013, ημέρα Δευτέρα, ,μεταβαίνοντας στα γραφεία της εταιρίας η ενάγουσα δεν βρήκε υπαλλήλους να εργάζονται σε αυτή, ενώ τα γραφεία ήταν , κλειστά. Στη συνέχεια πρρέβη στην από 8.7.2013 σύνταξη αίτησης για διενέργεια εργατικής διαφοράς στην________ __________ __________, όπου ανέφερε συμπληρώνοντας τα σχετικά στοιχεία ως εργοδότρια την 1η εναγόμενη και υπευθύνους τους κ. ________ και _________ __________ (4° και 5° εκ των αρχικών εναγόμενων), ότι απολύθηκε χωρίς να της δοθεί έγγραφο απόλυσης και αποζημίωση, αναγράφοντας ότι «επέστρεψα από άδεια τοκετού σήμερα και δεν υπήρχε κανείς στα γραφεία. Ο ιδιοκτήτης των γραφείων μου είπε ότι έχουν φύγει. Ουσιαστικά δεν έχω που να πάω να εργασθώ. Έχει καταγγείλει τη σύμβασή μου χωρίς να ενημερωθώ και να πάρω τα νόμιμα». Η __________ ________ __________, διαβίβασε με το υπ’ αριθ. 1709/8.7.2013 έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο η κ. __________ είχε αναφέρει ότι η 1η εναγομένη δεν λειτουργούσε στα γραφεία της και κατά τα λεγόμενό της μεγάλο τμήμα του προσωπικού εργαζόταν για την εταιρία 3η εναγομένη (__________ _________ ____).Ο Συνήγορος του Πολίτη, διερεύνησε την υπόθεση δυνάμει του άρθρου 25 §2 του ν. 3896/2010, βάσει των αρμοδιοτήτων του ως φορέα ελέγχου της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Στο πλαίσιο της έρευνάς του αναζήτησε στοιχεία, αντιμετωπίζοντας ως κρίσιμο ζήτημα της υπό εξέταση αναφοράς το θέμα της μεταβίβασης επιχειρήσεως, για το λόγο αυτό ζήτησε στοιχεία από την _________ __________ __________ ως προς τις δύο επιχειρήσεις. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι εκ των 58 εργαζομένων της 1ης εναγομένης, 23 άτομα μεταφέρθηκαν στην 3η εναγομένη (__________, _________ __________, _________ κλπ), μεταξύ των οποίων και ο νόμιμος εκπρόσωπος της 3ης εναγομένης _________ _________. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι οι δύο εναγόμενες εταιρίες, 1η και 3η, έχουν το ίδιο αντικείμενο εργασιών, δηλαδή παροχή υπηρεσιών ασφαλείας, Η __________ _____ (1η) συστήθηκε το 1999 και εκπροσωπούνταν ως την 30.6.2009, από τον _________ ___________, αδελφό του ___________ ___________, εκπροσώπου της 3ης εναγομένης ΕΕ και ομορρύθμου μέλους αυτής. Ο κ. __________ _____________, ο οποίος παρά τη μεταβολή ως προς τη νόμιμη εκπροσώπηση το 2009, παρέμενε ως εργαζόμενος – υψηλόβαθμο στέλεχος της 1ης εναγόμενης (ως 31.5.2013 βλ. έγγραφο Επιθεώρησης Εργασίας για __________ ____), όπως προκύπτει από τις καταστάσεις προσωπικού του έτους 2012 που προσκομίζονται, και ήδη έχει προσληφθεί επίσης από την 3η εναγόμενη την 1.8.2013. Ο _________ ___________ εξάλλου ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της 1ης εναγομένης -υπεύθυνος πωλήσεων, ο οποίος από 19.10.2012 (οπότε καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ το συμφωνητικό σύστασης) συνέστησε την 3η εναγομένη εταιρία, με έδρα επί της οδού __________ ___ στον __________ και είχε θέση ομορρύθμου εταίρου και εκπροσώπου καθ’ όλη τη διάρκεια της εταιρίας. Από 7.11.2013 εξάλλου (οπότε καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ η από 5.11.2013 τροποποίηση του καταστατικού της 3ης εναγομένης), ο _________ ___________ επέχει θέση ομορρύθμου εταίρου και εκπροσώπου της 3ης εναγομένης με ποσοστό συμμετοχής 20%„ ενώ ποσοστό συμμετοχής 80% έχει η σύζυγός του __________ _________. Επίσης, ο 4ος εναγόμενος, αν και είχε ήδη συσταθεί η; 3η εναγομένη, με όμοιο αντικείμενο εργασιών με την 1η, ήδη από το έτος; 2012, παρέμενε υψηλόβαθμο στέλεχος, εργαζόμενος της 1ης εναγομένης έως 28/2/2013 οπότε αποχώρησε οικειοθελώς (βλ. 6/3/2013 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης στο έγγραφο της Επιθεώρησης Εργασίας σχετικά με καταγγελίες των συμβάσεως εργασίας στην ________ _____) Η 1η δε εναγομένη, από 30.6.2009 εκπροσωπούνταν από τον _______ _________ (ΦΕΚ ,τ,, ΑΕκΕΠΕ/7712/3.7.2009), και μετά από παραίτηση αυτού στις 21/2/2013 από τον κ. . __________ _________, (ΦΕΚ τΑΕ και ΕΠΕ 1618/14.3.2013). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κ. ________ όπως προκύπτει από έγγραφα της δικογραφίας που προσκομίζει η ενάγουσα έπασχε από Alzheimer που είχε διαγνωσθεί από τα έτος 2012, όπως προκύπτει από αποδείξεις (ιατρικά έγγραφα και ένορκη βεβαίωση του γιου του), ενώ ο ___________, όπως προέκυψε μετά από έρευνα της ________ _________ ___________, εμφανιζόταν ·ως νόμιμος εκπρόσωπος περισσοτέρων εταιριών (τουλάχιστον 9 κατά την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας), λειτουργώντας κατ’ ουσίαν ως. νόμιμος εκπρόσωπος, κατ’ επάγγελμα και ουσιαστικά μην ασκώντας ουσιαστικά καθήκοντα νομίμου εκπροσώπου της 1ης, δεδομένου ότι τόσο οι τρίτοι (πελάτες 1ης) όσο και οι εργαζόμενοι απευθύνονταν για τα ζητήματα επιχείρησης και εργασιακών σχέσεων στους 4° και 5° εκ των εναγομένων. Η 1η εναγομένη εξάλλου, καταχώρησε 16 οικειοθελείς αποχωρήσεις μισθωτών στην ________ ________ __________ στο διάστημα από 6.32013 ως 17.6.2013 και 18 καταγγελίες, στο διάστημα από 10/4/2013 ως 31/5/2013, ενώ 23 προσλήψεις των εργαζομένων της 1ης εναγόμενης από την 3η εναγομένη έγιναν στο διάστημα από 3.3.2013 ως 11.11.2013. Επίσης αποδείχθηκε ότι η 1η εναγομένη κατά το έτος 2013, όσο διαρκούσε η άδεια της ενάγουσας και έως την παύση λειτουργίας των γραφείων της, το καλοκαίρι του 2013, παραιτούνταν από συμβόλαια που ήταν σε ισχύ με σημαντικούς πελάτες της, ενώ επίσης, σημαντικά συμβόλαια πελατών μεταφέρθηκαν στην 3η εναγομένη (βλ σχετική κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων, ο οποίος επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μαρτυρά της και τις ένορκες βεβαιώσεις). Επίσης, μεταφέρθηκε σε αυτή τμήμα του εξοπλισμού γραφείων της (γραφεία, υπολογιστές, αρχεία) καθώς και το με αριθμό κυκλοφορίας ____ ______ ____ αυτοκίνητο, το οποίο εκμεταλλευόταν η 1η εναγομένη για την εξυπηρέτηση του σκοπού της και ήδη κυκλοφορεί με το λογότυπο και την επωνυμία της 3ης, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των εργασιών της (βλ προσκομιζόμενες φωτογραφίες), σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, απορριπτομένης της αντίθετης και όλως αναξιόπιστης εκ των αντιφάσεών της κατάθεσης του μάρτυρα των εναγομένων. Αποδεικνύεται επομένως από όλα τα παραπάνω στοιχεία ότι, στο διάστημα από 1.1.2013 ως 30.11.2013, η 1η εναγομένη μετέφερε τη δραστηριότητά της στην 3η εναγομένη, η οποία συνέχισε την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα, με το ίδιο αντικείμενο, με μεταφορά πελατείας και εξοπλισμού, ενώ έπαυσε η ίδια να ασκεί ουσιαστική δραστηριότητα, καθώς το σύνολο των περιουσιακών και άυλων περιουσιακών στοιχείων της μεταφέρθηκε στην 3η εναγομένη, έπαυσαν να λειτουργούν και να υπάρχουν εγκαταστάσεις στην καταστατική της έδρα, ενώ μεταφέρθηκε στην 3η εναγόμενη, σημαντικό μέρος του προσωπικού της και σε κάθε περίπτωση ο ________ και _________ ___________, υψηλόβαθμα στελέχη της 1ης εναγόμενης που λειτουργούσαν κατά τον ίδιο τρόπο (ως υψηλόβαθμα στελέχη και ο _________ ειδικότερα ως εκπρόσωπός), κατά τρόπο ώστε τόσο στις σχέσεις με τους τρίτους όσο και στις εσωτερικές σχέσεις των εταιριών, αυτές να εμφανίζουν λειτουργική και οικονομική ενότητα. Η 3η εναγομένη επομένως, κατέστη διάδοχος εργοδότης της 1ης, της διαδοχής ολοκληρωθείσας ως τέλος Νοεμβρίου του 2013, καθόσον : α) ασκούνται όμοιες δραστηριότητες από την 3η εναγομένη με αυτές της 1ης εναγομένης, πριν και μετά τη μεταβίβαση, β) μεταβιβάσθηκε σημαντικό μέρος των υλικών στοιχείων (αυτοκίνητο, εξοπλισμός γραφείου), γ) επίσης μεταβιβάσθηκαν το μεγαλύτερο μέρος της άυλης περιουσίας της εταιρίας, δηλαδή τα ισχύοντα συμβόλαια, της με εταιρίες όπως η ________ ____, ________ _____, _______ ________ __________, __________ __________, ________ ______, ____________ δ) επίσης. σημαντικό μέρος, του εργατικού δυναμικού της 1ης εναγομένης μεταβιβάσθηκε στην 3η εναγομένη, με προέχοντα μάλιστα’ πρόσωπα τα μέλη της οικογένειας · __________, τον ________ και τον ____________ μεταξύ αυτών, τα οποία κατέχουν υψηλές θέσεις διαχείρισης τόσο στην 1η όσο και στην 3η. εναγόμενη, ο πρώτος δε από αυτούς (_________) είναι και νόμιμος εκπρόσωπος και ομόρρυθμο μέλος της 3ης εναγομένης. Η παραπάνω κρίση του δικαστηρίου, ενισχύεται από το γεγονός ότι η εκπροσώπηση της 1ης εναγομένης ήδη από το έτος 2012 είχε ανατεθεί σε-πρόσωπα (__________, ______), το οποία στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν ουσιαστικά να εκτελέσουν πράξεις διαχείρισης αυτοπροσώπως και για το λόγο αυτό άλλωστε τόσο οι πελάτες της επιχείρησης όσο και οι εργαζόμενοι συναλλάσσονταν για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν την 1η εναγομένη με τον κ. ____________ _________, επιπλέον δε διότι ενόψει των ρόλων των κ.__________ ____________, και ___________ ___________, τόσο στην 1η όσο και στην 3η εναγομένη δεν θα ήταν δυνατό, να δραστηριοποιείται η μεταγενεστέρους ιδρυθείσα 3η εναγομένη, στο ίδιο αντικείμενο εργασιών, διενεργώντας ουσιαστικά ανταγωνιστικές πράξεις σε σχέση με την 1η, ενώ ο ________ ___________ είχε θέση σε αμφότερες τις εταιρίες. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι η 1η εναγόμενη συνεχίζει τη δραστηριότητά της τυπικά ή από το ότι δεν έχει διακοπεί η λειτουργία της ή από το ότι δεν έχει πτωχεύσει ακόμη, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, καθόσον ενόψει των υψηλών οφειλών της στο Δημόσιο και στο ΙΚΑ , σύμφωνα με καταθέσεις των μαρτύρων αλλά και στοιχεία που οι ίδιες προσκομίζουν (βλ. ζημίες ισολογισμού κατά το έτος 2007, στο πλαίσιο της μεταβίβασης των 30.000 μετοχών του κ. _________ __________, ύψους 350.000 ευρώ περίπου), τόσο η διακοπή των εργασιών όσο και η πτώχευσή της είναι αδύνατη, υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά την προσφυγή της ενάγουσας στην ________ ________, κατά την ημέρα της επιστροφής της στην εργασία της και ενώ η ίδια δεν είχε ενημέρωση για την κατάσταση της εταιρίας, ούτε για τη διαδοχή εργοδότη μεταξύ της 1ης και 3ης εναγόμενης, πέραν των ασαφών πληροφοριών από συναδέλφους της για την κακή οικονομική πορεία της 1ης εναγομένης και τη μεταφορά προσωπικού στην 3η, η ίδια απέστειλε την από 8.7.2013 εξώδικη δήλωση προς την 1η εναγομένη, με την οποία της γνωστοποιούσε την προσφορά των υπηρεσιών της και την καλούσε σε γνωστοποίηση του προγράμματος εργασίας και των όρων αυτής ως προς τον τρόπο και το χρόνο, καθόσον δικαιούνταν μειωμένο ωράριο (βλ. 7936Β/9.7.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Θεοδωροπούλου), με παράλληλη κοινοποίηση στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία είχε ήδη απευθυνθεί και στο συνήγορο του Πολίτη και στον 4° εναγόμενο, εκπρόσωπο της 3ης εναγομένης άλλωστε, ο οποίος αναφέρθηκε κατά την καταγγελία ως εργοδότης-υπεύθυνος. Σημειώνεται ότι οι ασαφείς πληροφορίες που είχε λάβει η ενάγουσα και κλειστά γραφεία της εναγομένης δεν συνιστούν σιωπηρή καταγγελία της σύμβασής της, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται ο εναγόμενοι, αφού αφενός υπήρχε εγκατάσταση της 1ης εναγόμενης (και δυνατότητα επίδοσης άλλωστε), δεν υπήρχαν στοιχεία για το αν ήταν μόνιμη ή προσωρινή η κατάσταση αυτή και επίσης υπήρχαν ενδείξεις από αναφορές συναδέλφων της ότι το προσωπικό της· 1ης εναγομένης απασχολούνταν ήδη στην 3η εναγομένη.. Ούτε άλλωστε υποδεικνύει κάτι αντίθετο η προδιατυπωμένη έκφραση στο σχετικό έντυπο της επιθεώρησης εργασίας, αφού στο τέλος του εντύπου συμπληρώνονται τα πραγματικά περιστατικά που αντιμετώπισε η ενάγουσα. Η 1η εναγομένη στη συνέχεια, με εξώδικη δήλωση που κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα στις 9.8.2013, υπογραφόμενη από τον νόμιμο εκπρόσωπό της κ. Παπασπύρου, δήλωσε ότι «ατυχώς η εταιρία μας … δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσει το προσωπικό της και να απασχολήσει το εργατικό δυναμικό , της, καθώς ένεκα της οικονομικής κρίσης ,ο κύκλος εργασιών μας έχει εκμηδενιστεί. Επί της ουσίας τη στιγμή τούτη , δεν έχουμε καμία απολύτως εργασία, δεν μας έχει ανατεθεί καμία υπηρεσία φύλαξης και κατά συνέπεια δεν είμεθα σε θέση να απασχολούμε εργαζομένους. Ως εκ τούτου και αναγκαστικά το προσωπικό μας θα απασχοληθεί εκ νέου σε περίπτωση ευρέσεως φυλάξεως». Με το συγκεκριμένο , περιεχόμενο, η δήλωση, δεν .περιέχει καταγγελία, αλλά απλή άρνηση απασχόλησης, ούτε άλλωστε , μπορεί να συναχθεί σιωπηρή καταγγελία, όπιος αβάσιμα, ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, καθόσον α) δεν περιέχεται να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να ,μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της συμβάσεως, β) περιέχει την αίρεση απασχόλησης σε περίπτωση «ευρέσεως φυλάξεως», γ) ως σιωπηρή δε καταγγελία δεν μπορεί να νοηθεί δεδομένου, ότι δεν προκύπτει εκδήλωση βουλήσεως για λύση της σύμβασης, σε συνδυασμό ,με τις υπάρχουσες περιστάσεις καθόσον ήταν υπό διερεύνηση από, δημόσιους φορείς η ύπαρξη διαδοχής εργοδότη, εκκρεμούσε για την καθορισθείσα στις 23.9.2013 συνάντηση στην επιθεώρηση εργασίας των εναγόμενων, ενώ υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία της ενάγουσας με τους κ. ________ __________ και ________ __________, κατά τις οποίες έλαβε από τον πρώτο ειδικότερα, καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις ως προς την εξέλιξη της εργασιακής της σχέσης, γεγονός που δεν αρνούνται ειδικά οι εναγόμενοι. Η ενάγουσα σε νεώτερη εξώδικη επιστολή- της (βλ 781/2.9.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μάρθας Χρυσου) αμφισβητεί αφενός την ουσιαστική εκπροσώπηση της 1ης εναγομένης από τον κ. Παπασπύρου και εμμένει στην προσφορά των υπηρεσιών της. Στη συνέχεια, στις 16.9.2013 άσκησε με επίδοση αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων κατά της 1ης εναγομένης με αίτημα τη ρύθμιση της κατάστασης με το να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες της και τη συντηρητική κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της έως το ποσό των 33.869,82 ευρώ. Επί της αιτήσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 699/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, αφού δικάσθηκε η υπόθεση ερήμην της εναγομένης και έγινε εν μέρει δεκτή ως προς το δεύτερο αίτημα, διατάσσοντας τη συντηρητική κατάσχεση έως το πόσο των 8.500 ευρώ. Από το σκεπτικό της απόφασης προκύπτει ότι τέθηκε υπόψιν του δικαστηρίου η από 9.8.2013 εξώδικη δήλωση της εναγομένης, η οποία όπως και με την παρούσα, κρίθηκε ότι δεν περιέχει ρητή ή σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Περαιτέρω, ως προς την καταγγελία και τη διαδικασία που ακολουθούνταν παράλληλα στην Επιθεώρηση Εργασίας, αποδεικνύεται ότι ο δικηγόρος της επιχείρησης (1ης εναγομένης) κατά την αρχικά ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της προσφυγής (8.7.2013) ζήτησε αναβολή της συζήτησης και η δεύτερη πρόσκληση για τη συζήτηση απεστάλη στη διεύθυνση ____________ ____ κι ___________ __ στον _______ (στη διεύθυνσης της 3ης εναγομένης) και υπόψιν των κ. Κακαλή, Δημάκη και Σταύρου Παπασπύρου (μέλη του ΔΣ και νόμιμο εκπρόσωπο της 1ης). Στην επόμενη συνάντηση της 23.9.2013, παραστάθηκε η ενάγουσα με τη δικηγόρο της, εκπρόσωπος του συνηγόρου του πολίτη και επίσης ο συνήγορος των κ. __________ _________ και ____________, από. τους οποίους ο πρώτος αρνήθηκε τη συμμετοχή του στη διοίκηση της εταιρίας και ο δεύτερος την ουσιαστική και τυπική συμμετοχή τους, ισχυριζόμενος ότι ήταν μισθωτός της 1ης εναγόμενης ως την 28/2/2013, προσκομίζοντας και σχετικές αποδείξεις μισθοδοσίας. Η Επιθεώρηση Εργασίας όρισε κατάπιαν αυτών νέα πρόσκληση για συζήτηση για 16.10.2013 προκειμένου να κλητευθούν οι νόμιμοι εκπρόσωποι της 1ης εναγομένης στις διευθύνσεις κατοικίας τους (αφού ήδη η 1η εναγόμενη έκλεισε τις εγκαταστάσεις στην έδρα της, όπως προαναφέρθηκε). Στην τελική συνάντηση, στις 16.10.2013 δήλωσε ότι εμμένει στην καταγγελία της, ότι δεν γνωρίζει .το φερόμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο της εργοδότριάς της και ότι πληροφορήθηκε πως οι περισσότεροι εργαζόμενοι έχουν μεταφερθεί στην 3η εναγομένη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την αναφορά της ενάγουσας στο ότι εμμένει στην καταγγελία της, δεν συνάγεται ύπαρξη σιωπηρής καταγγελίας εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, όπως ισχυρίζονται μι παριστάμενοι εναγόμενοι, δεδομένου του συνόλου των περιστάσεων που προαναφέρθηκαν και με την επισήμανση ότι η, ενάγουσα στις ενέργειές της ενώπιον των αρχών σταθερά ανέμενε στην προσφορά της εργασίας της; και την καταγγελία της άρνησης αποδοχής εκ μέρους της εργοδότριάς της, με αναφορά και της 3ης ως διαδόχου εργοδότη, όπως σαφώς προκύπτει από το κείμενο της καταγγελίας της, ανεξαρτήτως της μη ακριβούς περιγραφής επί, του προδιατυπωμένου εντύπου που διατίθεται, από την _________ _________, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται η άρνηση, αποδοχής των υπηρεσιών· του εργαζομένου. Κατόπιν, ο Συνήγορος του Πολίτη απέστειλε την από 23.12.2013 (αρ. πρωτ 169630/55830/20(3) επιστολή στις εναγόμενες εταιρίες, με την οποία τις καλούσε στο να εκθέσουν τις απόψεις τους, αξιολογώντας ως κρίσιμο ζήτημα της αναφοράς (σ.; 3) το ζήτημα της διαδοχής, εργοδότη και τα στοιχεία που κατά την έρευνά του προέκυψαν, εκθέτοντας και το πλαίσιο της αρμοδιότητας βάσει της όποιας ενεργούσε. Στην επιστολή αυτή η 3η εναγομένη απάντησε με την από 13.1.2014 εξώδικη δήλωση (βλ. 5875/13.1.2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ευφροσύνης Βουγιουκλάκη, η οποία ταυτίζεται με την επιμελήτρια που απέστειλε και την εξώδικη δήλωση στην ενάγουσα του 2ου εναγομένου), με την οποία υπολαμβάνει ότι η σύμβαση της ενάγουσας καταγγέλθηκε από την αρχική εργοδότριά της σττς 8.7.2013 και εγκαλεί την Αρχή, διότι δεν υπήρχε έννομο συμφέρον ενόψει της παρόδου της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6§1 ν. 3198/1955, για να στρέψει την έρευνα σε βάρος της, ενώ ταυτόχρονα καλούσε την αρχή να μην ικανοποιήσει το αίτημα της ενάγουσας ως προς τη χορήγηση αντιγράφων συγκεντρωτικών καταστάσεων των εργαζομένων της. Στη συνέχεια και αφού προσκομίσθηκαν στο Συνήγορο του Πολίτη πρόσθετα στοιχεία από την ενάγουσα στις 6.2.2014, λαμβάνοντας και αντίγραφα του φακέλου, όπως συνάγεται από το ότι στη μεταγενεστέρως ασκηθείσα αγωγή της (18.2.2014) περιέχονται στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την ανωτέρω αρχή, ο Συνήγορος, έθεσε στο αρχείο την υπόθεση (βλ. 169630/26551/20.5.2014 έγγραφο), εκ του νόμου, ενόψει του ότι η διαφορά είχε εισαχθεί προς κρίση ενώπιον των Δικαστηρίων κατ’ άρθρο 25§7 ν. 3869/2010. Από την παραπάνω εξώδικη καταγγελία της 3ης εναγομένης, ως προς την οποία ήδη κατά το χρόνο της εξωδίκου δηλώσεως είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης και είχε καταστεί ήδη διάδοχος εργοδότης σε σχέση με την εργασιακή σχέση της ενάγουσας, συνάγεται, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία, ήτοι την πάροδο σημαντικού χρονικού διαστήματος, την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων και εργατικού δυναμικού της 1ης εναγομένης, σε συνδυασμό με την πάροδο σημαντικού χρονικού διαστήματος, κατά την οποία δεν υπήρξε καμία καταβολή μισθού προς την ενάγουσα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πριν την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ο κ. _________ _________ προσέφερε στην ενάγουσα χρηματικό ποσό προκειμένου να σταματήσει την ερευνά της σε βάρος της 3ης εναγομένης και παραιτηθεί των αξιώσεών της (γεγονός που δεν ανακρούεται ειδικά από τους παριστάμενους εναγόμενους), ότι με την συγκεκριμένη εξώδικη δήλωση, της οποίας έλαβε γνώση η ενάγουσα στις 6.2.2014, η 3η εναγομένη σιωπηρώς κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας. Επομένως, η 1η και 3η εναγόμνες ευθύνονται η μεν 1η, με υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας λόγω αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, η οποία οφείλεται σε λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του εργοδότη, τη μεταβίβαση δηλαδή της περιουσίας της έως την και τη διακοπή της λειτουργίας της για οικονομικούς λόγους, και όχι σε πταίσμα της ίδιας ή ανώτερη βία, η δε 3η, ως διάδοχος εργοδότης, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτή και για το χρόνο πριν τη μεταβίβαση και λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών της ενάγουσας, μετά την 30.11.2013, οπότε ολοκληρώθηκε η διαδοχή και ενώ προσήκοντος προσφερόταν ως τότε η εργασία της, με υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας, για το διάστημα από . 8.7.2013 ως 6.2.2014, οπότε η 3η εναγομένη< ως διάδοχος εργοδότης κατήγγειλε σιωπηρά τη σύμβασή της και έλαβε γνώση της σιωπηρής, καταγγελίας η ενάγουσα, με αποτέλεσμα, την 75.2014 να έχει καταστεί έγκυρη η καταγγελία, αφού παρήλθε το τρίμηνο για την προσβολή του κύρους της, χωρίς να έχει προσβληθεί παραδεκτά με αγωγή ή με ένσταση το κύρος της. Οφείλουν επομένως, οι 3η και 4^ εναγόμενος ως ομόρρυθμο μέλος της 3ης,, στην ενάγουσα, μισθούς υπερημερίας του διαστήματος από (ως 7.2.2014, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπό τις ιδιότητες και για τους λόγους που αναφέρθηκαν, κατά μερική παραδοχή της ενστάσεως της 3ης εναγόμενης, διαδόχου εργοδότη, η οποία πρρτείνει σχετική ένσταση χωρίς προβολή αντενστάσεως ως προς το κύρος της καταγγελίας εκ μέρους της ενάγουσας. Για το διάστημα μετά την 7.2.2014 ως 30.6.2014 η υπό Α αγωγή, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, για τον παραπάνω ουσιαστικό λόγο, για την 3η, και 4° των εναγόμενων, δεδομένου ότι δεν, προσβλήθηκε το κύρος της καταγγελίας εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6§1 ν. 319,8/1955 (βλ.,Ζερδελής,. Το δίκαιο της καταγγελίας, 200 Γ αρ.. 10 και αρ. 964, σημ. 23 και παραπομπές στη νομολογία ΑΠ 830/1988, ΕΕργΔ 1989, 1023, ΕφΑΘ 8897/1990, ΕλΔνη 1993, 192). Ως προς την 1η εναγομένη, για την οποία έγινε δεκτό ότι η διαδοχή ολοκληρώθηκε ως προς τις εργασιακές σχέσεις στις 30.11.2013, ευθύνεται για τις σχετικές απαιτήσεις ως το χρόνο της διαδοχής. Για το μεταγενέστερο εξάλλου διάστημα ως 31.12.2014, η υπό Β αγωγή είναι επίσης απορριπτέα για τους ίδιους λόγους ως προς την αξίωση καταβολής μισθών υπερημερίας λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών της ενάγουσας. Ενόψει των ανωτέρω, παρέλκει η διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της ενστάσεως ως προς την αφαίρεση της ωφέλειας της ενάγουσας από την παροχή εργασίας σε τρίτο, για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα που προτείνουν οι εναγόμενοι. Ως προς την αξίωση αποζημίωσης απόλυσης της Β αγωγής, επίσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για ουσιαστικούς λόγους, δεδομένου ότι, από τη σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας της οποίας έλαβε γνώση στις 6.2.2014, ως την άσκηση με επίδοση της Β αγωγής, στις 12.2.2015 (βλ εκθέσεις επίδοσης με αριθμούς Β6453, 6452, 6456, 64556458/12.2.2015 της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δ. Χρυσού), παρήλθε η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6§2 ν. 3198/1955. Περαιτέρω, η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών της ενάγουσας και τα περιστατικά υπό τα οποία εκδηλώθηκε η άρνηση απασχόλησης εκ μέρους της 1ης και 3ης εναγομένης ως διαδόχου της, οφείλεται σε αποδοκιμαζόμένους από το δίκαιο λόγους, ήτοι προκειμένου να εξαναγκασθεί σε αποχώρηση χωρίς να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, έγινε δε υπό περιστάσεις προσβλητικές για την προσωπικότητα της ενάγουσας, καθώς ήταν αδικαιολόγητο, τόσο από τον αρχικό εργοδότη όσο και από την 3η ως διάδοχο της 1ης, λάμβανε απατηλές υποσχέσεις για σημαντικό χρονικό διάστημα, χωρίς να της χορηγούνται στοιχεία και πληροφόρηση ως προς τη διαδοχή και τη συνέχιση της εργασιακής της σχέσης, οι δε περιστάσεις αυτές επέφεραν μείωση στον κοινωνικό και επαγγελματικό της περίγυρο, δεδομένου ότι υπήρξε αφοσιωμένη υπάλληλος της πρώτης εναγομένης με σημαντική προσφορά για διάστημα μεγαλύτερο της 10ετίας στην 1η εναγόμενη. Κατόπιν των παραπάνω, η 1η, 3η και 4^ των εναγόμενων οφείλουν στην ενάγουσα : α) Για την υπό Α αγωγή : Δεδομένου ότι, όπως συνομολογείται και προκύπτει και από την καταβολή του επιδόματος αδείας του 2013 οι νόμιμες συμφωνημένες μηνιαίες μικτές αποδοχές της ενάγουσας, ανέρχονταν σε 2039,67 ευρώ, , της οφείλονται για το διάστημα του Ιουλίου του 2013, αποδοχές 20 ημερών (για το διάστημα από 8.7,2013 ως 31.7.2013), ήτοι ημερομίσθιο = (2039,67 : 25 = 81,58 X 20 ημέρες εργασίας) = 1631,73€. Επίσης για το διάστημα από 1.8.2013 ως 31.1.2014 =2039,67 X 6 = 12238.02 ενώ για το διάστημα από 3.2.2014 ως 6.2.2014, οπότε περιήλθε σε γνώση της ενάγουσας τα περιστατικά σιωπηρής καταγγελίας εκ μέρους της εναγόμενης, οφείλονται αποδοχές 3 ημερών, ήτοι (3ημ X 81,58) = 244.74 ευρώ. Επίσης οφείλονται οι αποδοχές για το Δώρο Χριστουγέννων 2013, καθόσον η σύμβαση εργασίας της διήρκησε για το διάστημα από 1.5 ως 31.12.2013, βάσει των τακτικών αποδοχών (με συνυπολογισμό προσαυξήσεων επιδομάτων) = (203,9, 67 X 0,041666) + 2039, 67= ύψους 2-145,65 ευρώ. Οφείλονται επομένως τα παραπάνω ποσά, με το νόμιμο τόκο, υπερημερίας, από το τέλος εκάστου ημερολογιακού μηνός εντός του οποίου γεννήθηκε κάθε επιμέρους αξίωσης για μισθούς, για το Δώρο Χριστουγέννων του 2013, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής δηλαδή από την 31.12,2013. Περαιτέρω από την ως άνω, συμπεριφορά των οργάνων της Ης και 3ης εναγόμενης καθώς και του τέταρτου ως εκπροσώπου της 3ης, οι οποίοι υπαιτίως και αδικαιολόγητα αρνούνταν την, αποδοχή των προσφερόμενων υπηρεσιών της ενάγουσας υπό τα .περιστατικά που προεκτέθηκαν χωρίς πληροφόρηση και χωρίς σαφείς δηλώσεις ως προς την σύμβαση εργασίας της, παραβιάζοντας την υποχρέωση, πραγματικής απασχόλησης που απορρέει ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ, η ενάγουσα, υπέστη προσβολή της προσωπικότητας της, υποβαθμίστηκε ως άνθρωπος και ως εργαζόμενη στον υπηρεσιακό περίγυρο, στους συναδέλφους της και ως εκ τούτου πρέπει να επιδικασθεί σ’ αυτή ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο, λαμβανομένου υπόψη του είδους της βλάβης και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, κρίνεται δίκαιο και εύλογο. : β) Για την υπό Β αγωγή : Οφείλεται στην ενάγουσα επίδομα αδείας και αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2014, για το διάστημα του ενός μηνός του έτους 2014 κατά το οποίο διαρκούσε η σύμβασή της πριν τη σιωπηρή καταγγελία, ήτοι της οφείλεται για 25+3= 28 ημέρες εργασίας ως τη σιωπηρή καταγγελία της συμβάσεώς της, για Δώρο Πάσχα 2014, 3,5 δέκατα πέμπτα μισού μηνιαίου μισθού (βλ Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, Πίνακας Δώρου Πάσχα σ. 540) = 3,5 X (1/15 X 1019,83)= 237.96 ευοώ και για επίδομα αδείας 2014, ποσού 1019.84 ευοώ (=2039,67: 2). Σημειώνεται ως προς το αίτημα επίδειξης εγγράφων που περιλαμβάνει στις προτάσεις της η ενάγουσα, ότι κατά το μέρος με το οποίο ζητείται επίδειξη συμβάσεων διακοπής συμβολαίων με συγκεκριμένες εταιρίες, δεν γίνεται επίκληση του ότι κατέχει πράγματι η εναγομένη τα σχετικά έγγραφα ούτε ότι έχουν πράγματι υπογραφεί σχετικές συμβάσεις (450§2 ΚΠολδ), ως προς το αίτημα δε επίδειξης φορολογικών στοιχείων της 3,ης και 4ου των εναγομένων, δεν προκύπτει έννομο συμφέρον της ενάγουσας.
Πρέπει κατόπιν των παραπάνω να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό Α αγωγή ως βάσιμη ουσιαστικά, να υποχρεωθεί η 1η, 3η και 4ος των εναγομένων να καταβάλλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 14.114,49 ευρώ, της 1ης ειδικότερα ευθυνόμενης ως το ποσό των 9790,41 ευρώ, νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα καταβολής του κάθε επιμέρους κονδυλίου (την επομένη της τελευταίας ημέρας του μήνα για κάθε μισθολογική παροχή) κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Αναγνωρίζει ότι υποχρεούνται επιπλέον οι εναγόμενοι να καταβάλλουν ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των 7.145,65 ευρώ, νομιμοτόκως, για το μεν ποσό των 2.145,65 ευρώ από 1.1.2014, για το δε ποσό των 5.000 ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και έως την εξόφληση. Ως προς την υπό Β αγωγή, πρέπει να απορριφθεί ως προς τους 1η, 2° και 5° των εναγομένων, και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την 3η και 4°’ Να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται να καταβάλλουν το συνολικό ποσό των 1257,8 ευρώ, ευθυνόμενοι αλληλέγγυος και εις ολόκληρον, νομιμοτόκως από την επομένη της σιωπηρής καταγγελίας, ήτοι από 7.2.2014. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά ένα μέρος, κατά την καταψηφιστική διάταξη της υπό Α αγωγής, διότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η ενάγουσα. Πρέπει επίσης να οριστεί παράβολο ερημοδικίας, ως προς την 1η εναγόμενη, όχι όμως για τον 2° διότι δεν έχει έννομο συμφέρον ασκήσεως ανακοπής κατά της παρούσας, δεδομένου ότι απορρίφθηκε η υπό Α αγωγή. Για τον ίδιο λόγο δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας για τηγ 1η και 2° εκ των εναγομένων της υπό Β αγωγής. Τέλος, η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των ηττηθέντων διαδίκων, κατά την έκταση της ήττας τους, σύμφωνα με τα ειδικά οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Ως προς τον απολιπόμενο, 2° εναγόμενο ως προς τον οποίο απρρρίφθηκαν οι αγωγές και ως προς την 1η εναγόμενη για την υπό Β, αγωγή,, δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη ελλείψει σχετικού αιτήματος (176; 106 ΚΠολΔ) , ενώ ως προς τον,, παριστάμενο 5° εναγόμενο, ως προς τον οποίο, απρρρίφθηκαν οι αγωγές , η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθεί λόγω, της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου πρυ εφαρμόσθηκαν, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτούς (179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την υπό Α από 18.2.2014 (γακ/ακδ 22066/549/18:2.2014) αγωγή με την . υπό -Β από 16.1.2015 (γακ/ακδ 14671/509/9.2,2015) αγωγή της _________ __________ κατά των εναγομένων
Δικάζει ερήμην, της 1ης και 2ου των εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, της υπό Α,και Β αγωγής.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε ποσό εκατόν σαράντα (140) ευρώ ως προς την 1η εναγόμενη της υπό Α αγωγής.
Δέχεται εν μέρει την υπό Α αγωγή.
Απορρίπτει αυτή ως προς το 2° και 5° των εναγομένων.
Υποχρεώνει την 1, 3η και 4° των εναγομένων να καταβάλλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων, εκατόν δέκα τεσσάρων ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (14114,49 ), η 3η και 4°% της 1ης ειδικότερα ευθυνόμενης ως το ποσό των 9790,41 ευρώ, νομιμοτόκως για κάθε επιμέρους κονδύλιο σύμφωνα με το σκεπτικό . Αναγνωρίζει ότι υποχρεούνται οι ίδιοι ως άνω εναγόμενοι να καταβάλλουν επιπλέον, στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ποσό των 7.145,65 ευρώ, νομιμοτόκως, για κάθε επιμέρους κονδύλιο, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά ένα μέρος της καταψηφιστικής αμέσως προηγούμενης διάταξης, για ποσό 7.000 ευρώ. Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας σε βάρος της 1ης, 3ης και 4ου των εναγομένων, την οποία καθορίζει σε ποσό εξακοσίων (600) ευρώ, της 1ης ειδικότερα ευθυνόμενης ως το ποσό των 400 ευρώ.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ της ενάγουσας και του 5ου εναγομένου.
Δέχεται εν μέρει την υπό Β αγωγή.
Απορρίπτει αυτή ως προς την 1η, 2°, 5° των εναγομένων.
Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.
Αναγνωρίζει ότι υποχρεούνται η 3η και 4ος εκ των εναγομένων, να καταβάλλουν στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων διακοσίων πενήντα επτά ευρώ και οκτώ λεπτών (1257,8), νομιμοτόκως από την επομένη της σιωπηρής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ήτοι από 7.2.2015.
Καταδικάζει την 3η και 4° των εναγομένων στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ της ενάγουσας και του 5ου εναγόμενου.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 8 ΙΟΥΛ 2016.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΕ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ
Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ ΛΟΓΩ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΥΠΟΓΡΑΦΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ
ΠΗΛΙΤΣΗ ΝΙΚΟΛΕΤΑ