Περίληψη
Αριθμός απόφασης: 5467/2013
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννα Κοσίνα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννα Αλεξίδου, Πρωτοδίκη και Μαρία Γρηγοροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Όλγα Οικονόμου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαρτίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο … Θεσσαλονίκης (οδός .. αριθμ. ..) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησαν οι Πληρεξούσιοι Δικηγόροι της Κωνσταντίνος Σαντούσης και Ευαγγελία Μελέτη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) …. του …, κατοίκου … Αττικής (οδός .. αριθμ. ..), ο οποίος αρχικά παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του δικηγόρου Ευάγγελου Ρεγκούτα, μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης και μετά την απόρριψή του από το Δικαστήριο παραστάθηκε (ο πρώτος εναγόμενος) δια του Πληρεξούσιου Δικηγόρου του Χρήστου Οικονομάκη και 2) της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «….» (…), που εδρεύει στον … Λευκωσίας Κύπρου (οδός … αριθμ. ..) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος της Θεμιστοκλής Στραβόλαιμος.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 6-10-2010 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 174840/2010 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 10268/2010, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ σαφώς συνάγεται, ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις δε προστασίας των δανειστών είναι: α) ύπαρξη απαιτήσεως κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως, β) απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, γ) απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξεώς του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, ο δόλος δε αυτός του οφειλέτη πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο που γίνεται η απαλλοτρίωση και δεν αρκεί να συντρέξει μεταγενέστερα, δ) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία αυτού να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η ανεπάρκεια της περιουσίας αναφέρεται στην εμφανή τοιαύτη του οφειλέτη και όχι στην τυχόν υπάρχουσα αφανή, την οποία δεν είναι υποχρεωμένος ο δανειστής να αναζητήσει. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών και ε) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή εξ αγχιστείας έως το δεύτερο, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. Ο τρίτος δηλαδή πρέπει να γνωρίζει ό,τι και ο οφειλέτης προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ο δόλος του και επιπλέον τον δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεση του να βλάψει τους δανειστές του. Αντίθετα, δεν απαιτείται αυτοτελής πρόθεση του τρίτου να βλάψει τους δανειστές του οφειλέτη, ούτε συμπαιγνία ανάμεσα στον οφειλέτη και τρίτο προς βλάβη των δανειστών του οφειλέτη (ΟλΑΠ 6/2003, ΝοΒ 2003. 1404, ΑΠ 1800/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1798/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1796/2006, Αρμ. 2007. 723, ΑΠ 1881/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 5061/2004, ΕλλΔνη 2005. 563, ΑΠ 638/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 447/2011 Αρμ 2011. 1149, ΕφΑΘ 730/2009 ΕλλΔνη 2009. 869, ΕφΘεσ 3096/2006 ΕπισκΕμπΔ 2007. 448, βλ. σχετ. και Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. 1999, παρ. 67, σελ. 718 επ., Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, εκδ. 2002, τόμος I, παρ. 117, σελ. 718 επ.). Η γνώση του τρίτου, εξάλλου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεση του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια (ΑΠ 278/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1818/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το στοιχείο δε της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, που είναι ο χρόνος κατάρτισης της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας και όχι ο χρόνος της μεταγραφής του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου σε περίπτωση που η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία αφορά πώληση ακινήτου. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει (ΑΠ 1818/2011 ό.π.). Τα ανωτέρω στοιχεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή για να είναι ορισμένο το δικόγραφο αυτής (ΟλΑΠ 15/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 440/2011 ΔΕΕ 2012. 134, ΕφΘεσ 1132/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011. 1050, ΕφΘεσ 1854/2003 Αρμ 2004. 1693). Ακόμη, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, εκείνος, ο οποίος ασκεί την αγωγή διαρρήξεως, πρέπει να έχει απαίτηση κατά του οφειλέτη, τα δημιουργικά περιστατικά της οποίας αρκεί να έχουν συντελεστεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να έχει καταστεί αυτή ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά (η απαίτηση), ούτε να έχει εξοπλιστεί με τίτλο εκτελεστό. Ενάγων, δηλαδή, είναι εκείνος που έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που επιχειρείται η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, αυτός που έχει απαίτηση υφιστάμενη κατά τον ανωτέρω χρόνο, έστω και αν η απαίτησή του τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, απαιτείται, δηλαδή, μέχρι του χρόνου της απαλλοτριώσεως να έχουν συντελεστεί τα παραγωγικά γεγονότα της απαιτήσεώς του, επιπλέον δε αυτή πρέπει να έχει καταστεί απαιτητή και ληξιπρόθεσμη κατά την συζήτηση της αγωγής (ΟλΑΠ 709/1974, ΝοΒ 23.300, ΑΠ 862/1998, ΕλλΔνη 40. 125, ΑΠ 121/1998, ΝοΒ 43. 52, ΕφΠατρ 657/2010 ΕΦΑΔ 2011. 1179, ΕφΘεσ 547/2000, ΔΕΕ 2001. 515, ΕφΑΘ 518/2000, ΕλλΔνη 41. 1413, ΕφΑΘ 6572/1997, ΕλλΔνη 39. 1631). Έτσι, ο κομιστής μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής, η οποία είναι πάντοτε πληρωτέα “εν όψει” (ΑΠ 193/1999 ΕλλΔνη 40. 1054), δικαιούται κατά τις προϋποθέσεις του άρθρου 939 ΑΚ σε διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, στην οποία προέβη ο εκδότης αυτής (οφειλέτης του) μετά την παράδοση της σ` αυτόν, ακόμη και αν δεν είχε παρέλθει κατά τον χρόνο απαλλοτριώσεως η φερόμενη ως ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής ή δεν είχε αυτή εμφανισθεί προς πληρωμή, καθόσον η απαίτηση από την (μεταχρονολογημένη) επιταγή έχει γεννηθεί ήδη από την κατάρτιση έγκυρης, από άποψη πληρότητας των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 Ν. 5960/1933, επιταγής (ήτοι από το χρόνο της πραγματικής έκδοσης) και την παράδοση της στον λήπτη, σε διαταγή του οποίου αυτή εκδόθηκε, ή στον περαιτέρω εξ οπισθογραφήσεως κομιστή (ΕφΑΘ 1220/2009 ΕπισκΕμπΔ 2009. 535, ΕφΘεσ 964/2006 Αρμ 2007. 708). Δηλαδή, σε περίπτωση έκδοσης μεταχρονολογημένων επιταγών, η αξίωση του δανειστή, που στηρίζεται σ’ αυτές, θεωρείται ότι έχει γεννηθεί από τον χρόνο της πραγματικής έκδοσης αυτών, αφού αυτές είναι πάντοτε «πληρωτέες εν όψει» (ΕφΘεσ 964/2006 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 του ΑΚ και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 «περί επιταγής», συνάγεται ότι εκείνος που εκδίδει επιταγή, όπως είναι και εκείνος που υπογράφει την επιταγή υπό την ένδειξη του εκδότη ως νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου, η οποία επιταγή στη συνέχεια εμφανίζεται μεν εμπρόθεσμα από το νόμιμο κομιστή της προς πληρωμή στον πληρωτή της, αλλά δεν πληρώνεται από αυτόν εξαιτίας ελλείψεως αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων, στην περίπτωση που ενεργεί υπαιτίως υπέχει ποινική ευθύνη και παράλληλα προκαλεί ζημία στο νόμιμο κομιστή της επιταγής. Έτσι, διαπράττει και αδικοπραξία, αφού η ζημία αυτή επέρχεται με παράνομη πράξη του εκδότη, διότι παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 (ΑΠ 28/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 45/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 418/2007, ΝοΒ 2007. 1168, ΑΠ 705/2007, ΕΕμπΔ 2008. 98, ΑΠ 1844/2006, ΧρΙΔ 2007. 246, ΕφΠειρ 933/2007, ΔΕΕ 2008, 852, ΕφΠειρ 890/2007, ΔΕΕ 2008. 736). Επομένως, ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει το νόμιμο κομιστή της κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, αφού η διάταξη του ως άνω άρθρου 79 έχει θεσπιστεί για να προστατεύσει, παράλληλα προς το δημόσιο, και το ιδιωτικό συμφέρον του κομιστή της επιταγής, το οποίο συνίσταται στη μη διάψευση της εμπιστοσύνης εκείνου στην επιταγή ως όργανο πληρωμής κατά τον χρόνο της εμφανίσεώς της προς πληρωμή (ΟλΑΠ 23/2007, ΝοΒ 2007. 1852, ΟλΑΠ 18/2004, ΝοΒ 53. 61, ΑΠ 1083/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 287/2008, Αρμ. 2008. 1362, ΑΠ 418/2007, ΝοΒ 2007. 1168, ΕφΑΘ 6847/2007, ΕπισκΕΔ 2008. 177). Τέλος, κατά το άρθρο 71 του ΑΚ, προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του, τα οποία αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 ΑΚ αυτό και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, οπότε ευθύνεται και αυτός σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη όμως αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, στην ανώνυμη εταιρία ή στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης, ο διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής δεν έχει μεν προσωπική υποχρέωση, για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη του από αδικοπραξία, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης του διαχειριστή κάμπτεται και δεν ισχύει, όταν υπάρχει ευθύνη αυτού από αδικοπραξία, κατά τις γενικές αρχές, οπότε θεμελιώνεται και ιδιαίτερη αυτού ευθύνη. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από τον εκπρόσωπο ανώνυμης εταιρίας στο όνομα και για λογαριασμό της, η υποχρέωση προς αποζημίωση του κομιστή της επιταγής βαρύνει κατά πρώτο λόγο, τον «εκδίδοντα την επιταγήν» εν γνώσει της ανεπάρκειας των διαθεσίμων κεφαλαίων και κατά δεύτερο λόγο, το ίδιο το νομικό πρόσωπο της εταιρίας (ΑΠ 840/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1083/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 57/2012 ό.π., ΕφΠειρ 73/2012 ΔΕΕ 2012 490, ΕφΑΘ 1847/2012 ΔΕΕ 2012 688, ΕφΑΘ 2161/2011 ΔΕΕ 2011. 1279).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε, κατ’ άρθρο 224 του ΚΠολΔ, με καταχωρηθείσα στα πρακτικά δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της και με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της, εκθέτει ότι διατηρεί επιχείρηση εμπορίας κατεργασμένων ή βιομηχανοποιημένων δερμάτων, ειδών υποδηματοποιίας και τσαντών και στο πλαίσιο της εμπορικής της δραστηριότητας συνεργαζόταν με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «….», νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο πρώτος εναγόμενος, πωλώντας σ’ αυτήν προϊόντα της εμπορίας της, το τίμημα των οποίων καλυπτόταν με τραπεζικές επιταγές εκδόσεώς της. Ότι περί τα μέσα Ιουλίου του έτους 2009 συμφώνησε με τον πρώτο εναγόμενο να εκδίδει (η ενάγουσα) τα τιμολόγια για την πώληση των προϊόντων της όχι στην άνω εταιρία αλλά στην εταιρία με την επωνυμία «….», που είχε αναλάβει την κατασκευή των υποδημάτων που η ως άνω εταιρία «….» διέθετε στην αγορά, η οποία με τη σειρά της, έναντι του τιμήματος των πωλήσεων, θα εξέδιδε, δια του νομίμου εκπροσώπου της – πρώτου εναγομένου, τραπεζικές μεταχρονολογημένες επιταγές εις διαταγήν της εταιρίας «…» (για χρονικό διάστημα έξι έως οκτώ μήνες από τον πραγματικό χρόνο έκδοσής τους), τις οποίες η τελευταία θα μεταβίβαζε εν συνεχεία στην ίδια (ενάγουσα). Ότι στο πλαίσιο αυτής της εμπορικής συνεργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από 22-7-2009 έως 14-4-2010, αυτή (ενάγουσα) πώλησε και παρέδωσε στην εταιρία με την επωνυμία «….» εμπορεύματα και η τελευταία, έναντι της αξίας των εμπορευμάτων, τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση τις αναφερόμενες δέκα (10) μεταχρονολογημένες επιταγές, εκδόσεως, δια του νομίμου εκπροσώπου της – πρώτου εναγομένου, της άνω εταιρίας με την επωνυμία «…. », συνολικής αξίας 127.472,27 ευρώ. Ότι οι ανωτέρω επιταγές εμφανίστηκαν προς πληρωμή νομοτύπως και εμπροθέσμως στις πληρώτριες τράπεζες, πλην όμως δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στους λογαριασμούς της άνω εκδότριας εταιρίας. Ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη στην έκδοση των ένδικων ακάλυπτων επιταγών ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρίας, γνωρίζοντας την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων για την πληρωμή των επιταγών, η δε ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προκάλεσε στην ίδια (ενάγουσα) περιουσιακή ζημία ίση με την συνολική αξία των επιταγών, των οποίων είχε καταστεί νόμιμη κομίστρια. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος σαφώς γνώριζε την ιδιότητά του ως οφειλέτη της ίδιας, δεδομένου ότι ο ίδιος εξέδωσε τις ανωτέρω ακάλυπτες επιταγές στο όνομα και για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτόν ως άνω εκδότριας των επιταγών εταιρίας, ευθυνόμενος (αδικοπρακτικά) εις ολόκληρον με αυτήν (ως το φυσικό πρόσωπο που εξέδωσε ακάλυπτες επιταγές), αν και γνώριζε την ήδη γεννηθείσα αξίωση της ίδιας από την ανωτέρω αιτία, στις 31-3-2010 προέβη, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ../31-3-2010 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …., που μεταγράφηκε νόμιμα, στη διάθεση των περιγραφόμενων κατ’ έκταση, θέση και όρια αυτοτελών ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών (καταστήματος και αίθουσα υπογείου), μεταβιβάζοντας αυτές κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή λόγω πώλησης, έναντι τιμήματος 1.100.000 ευρώ (και άρα, κατ’ εκτίμηση, ίσης εμπορικής αξίας), προς τη δεύτερη εναγομένη κυπριακή εταιρία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών. Ότι η ως άνω μεταβίβαση έγινε από τον πρώτο εναγόμενο εν γνώσει του προς βλάβη της απαίτησης της ίδιας (ενάγουσας), ύψους 127.472,27 ευρώ, προκειμένου να ματαιωθεί η ικανοποίηση της προαναφερθείσας απαίτησής της, αφού δεν υφίσταται εντεύθεν περιουσία του για την ικανοποίηση αυτής, καθώς η υπόλοιπη μη βεβαρημένη ακίνητη περιουσία του δεν επαρκεί για να καλύψει την άνω απαίτησή της, ενώ και η άλλη ακίνητη περιουσία του είναι βεβαρημένη με τα αναφερόμενα εμπράγματα βάρη, όλα δε τα στοιχεία αυτά τα γνώριζε και η δεύτερη εναγομένη. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητεί να διαρρηχθεί η προαναφερόμενη δικαιοπραξία ως καταδολιευτική και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη πληρωμή της δικαστική της δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας δεν απαιτείται πλέον η προσκομιδή πρακτικού αποτυχίας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς (βλ. πάντως την από 9-5-2011 μονομερή δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας, περί αδυναμίας εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, που προσκομίζεται ως εκ περισσού από την ενάγουσα), διότι με το άρθρο 19 του Ν. 3994/2011 καταργήθηκε η παράγραφος 8 του άρθρου 214Α ΚΠολΔ, που επέβαλε τη σχετική διαδικαστική προϋπόθεση, το δε νέο άρθρο 214Α ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε, εφαρμόζεται και στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (25-7-2011) και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί (βλ. άρθρο 72 παρ. 3 του Ν. 3994/2011), παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1, 18 αρ. 1, 22 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 215 επ. ΚΠολΔ), για το παραδεκτό δε αυτής δεν απαιτείται η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων, αφού δεν υπαγόταν στις αναφερόμενες στο άρθρο 220 παρ. 1 ΚΠολΔ αγωγές (ΕφΑΘ 5546/2006 ΝοΒ 2007. 344, ΕφΑΘ 940/1999 ΕλλΔνη 1999. 1160, ΕφΑΘ 9585/1998 ΕλλΔνη 40. 649, ΕφΑΘ 6701/1996 Αρμ. 1998. 429. Βλ. επίσης, Απ. Γεωγιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, εκδ. 1999, παρ. 67, σελ. 727), όπως το τελευταίο άρθρο (220 παρ. 1 ΚΠολΔ) ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 21 του Ν. 3994/2011 και το οποίο (δηλαδή το άρθρο 220 ΚΠολΔ) εφαρμόζεται εν προκειμένω υπό την προϊσχύουσα μορφή του, ενόψει του ότι η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στις 8-10-2010, ήτοι πριν την έναρξη εφαρμογής του ως άνω Ν. 3994/2011. Ως προς τον ισχυρισμό των εναγομένων περί του ότι η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω του ότι προέβη στην κατάθεσή της η αναφερόμενη ασκούμενη δικηγόρος Θεσσαλονίκης και όχι δικηγόρος διορισμένος στο δικηγορικό σύλλογο .., πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων, που πρέπει να συντρέχουν για την έγκυρη γένεση και διεξαγωγή της δίκης, περιλαμβάνεται και η ικανότητα προς το δικολογείν, περί της οποίας προβλέπει η διάταξη του άρθρου 94 ΚΠολΔ. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, με εξαίρεση τις αναφερόμενες περιπτώσεις, οι διάδικοι στα πολιτικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος πρέπει να έχει την ικανότητα προς επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξεως, όπως προβλέπεται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (ΑΠ 1754/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 44 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), απαγορεύεται στο δικηγόρο να δικηγορεί σε άλλο Δικαστήριο, πέρα από την περιφέρεια του δικηγορικού συλλόγου, στον οποίο ανήκει. Στα υπόλοιπα δικαστήρια του Κράτους δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις, αφού συμπράξει με δικηγόρο, που είναι διορισμένος στα δικαστήρια αυτά (ΑΠ 1754/2009 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή υπογράφεται από τον δικηγόρο …., ο οποίος είναι διορισμένος στο δικηγορικό σύλλογο .. και κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου από τη δικηγόρο …. που είναι διορισμένη στο δικηγορικό σύλλογο .., όπως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ../10268/8-10-2010 έκθεσης κατάθεσης της αρμόδιας Γραμματέως. Η εν λόγω διαδικαστική πράξη είναι έγκυρη και άρα έχει παραδεκτώς ασκηθεί η κρινόμενη αγωγή, παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τους εναγόμενους, παρά το γεγονός ότι επιχειρήθηκε από δικηγόρο που δικηγορεί στην περιφέρεια άλλου δικηγορικού συλλόγου, καθώς, με την υπογραφή της αγωγής από τον ως άνω δικηγόρο Αθηνών, υφίσταται σύμπραξη δικηγόρου διορισμένου στον δικηγορικό σύλλογο .., σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, σύμφωνα με τα άρθρα 117, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τους εναγόμενους, καθώς περιέχει τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη στοιχεία που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 943, σε συνδυασμό με τα άρθρα 71, 914 ΑΚ και 79 του Ν. 5960/1933, 76, 176, 936 παρ. 3 και 992 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, χωρίς να απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού πρόκειται για διαπλαστική αγωγή.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ο μάρτυρας …. εξετάστηκε με πολιτικό όρκο), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και (οι καταθέσεις τους) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, ορισμένα εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς, ωστόσο, να παραλείπεται κάποιο από αυτά κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επετράπη η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 339 σε συνδ. προς 395 ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 261 και 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ) για τις οποίες θα γίνει κατωτέρω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…. », ασκεί επιχείρηση εμπορίας κατεργασμένων, βιομηχανοποιημένων δερμάτων, ειδών υποδηματοποιίας και τσαντών με έδρα το … Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της αυτής διατηρούσε εμπορική συνεργασία με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…. », της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο πρώτος εναγόμενος ….. Ειδικότερα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης η ενάγουσα προμήθευε την ανωτέρω ανώνυμη εταιρία με πρώτες ύλες (δέρματα) και είδη υποδηματοποιίας και τσαντών και η τελευταία χάριν καταβολής του τιμήματος της παρέδιδε επιταγές εκδόσεώς της. Από τα μέσα Ιουλίου 2009, και ενώ την κατασκευή των υποδημάτων που η εταιρία (εν συντομία) «….» διέθετε στην αγορά ανέλαβε η εδρεύουσα στη Βουλγαρία εταιρία με την επωνυμία «…», μεταβλήθηκαν οι όροι της μεταξύ τους συνεργασίας. Ειδικότερα, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να πωλεί τα εμπορεύματά της όχι απευθείας στην εταιρία «….» αλλά στην εταιρία «…», η οποία, χάριν καταβολής του τιμήματος, ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάζει στην ενάγουσα επιταγές που η εταιρία «…..», δια του ανωτέρω νόμιμου εκπροσώπου της, θα εξέδιδε εις διαταγήν της (της εταιρίας «….»). Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από 22-7-2009 έως και 14-4-2010, η ενάγουσα πώλησε στην εταιρία «….» εμπορεύματα και η τελευταία, χάριν καταβολής του τιμήματος, της μεταβίβασε με οπισθογράφηση μεταχρονολογημένες επιταγές που η εταιρία «…..» είχε εκδώσει εις διαταγήν της, συνολικού ποσού 127.472,27 ευρώ. Συγκεκριμένα, ο πρώτος εναγόμενος (….), ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος και στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ’ αυτόν καθηκόντων, ως καταστατικό όργανο (Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου) της άνω εταιρίας «….» εξέδωσε εις διαταγήν της εταιρίας «….» τις ακόλουθες μεταχρονολογημένες επιταγές: Α) Την υπ’ αριθμ. … μεταχρονολογημένη επιταγή, σε διαταγή της εταιρίας «….», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31η-5-2010, ποσού 25.000 ευρώ, πληρωτέα επί του με αριθμό … λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα «…». Η επιταγή αυτή μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση από την λήπτρια εταιρία στην ενάγουσα εταιρία στις 22-10-2009 (βλ. την υπ’ αριθμ. …/22-10-2009 απόδειξη παραλαβής της άνω επιταγής της ενάγουσας εταιρίας), η οποία με τη σειρά της τη μεταβίβασε στις 30-10-2009 με οπισθογράφηση ως αξία λόγω ενεχύρου στην Τράπεζα «…. », η οποία και την εμφάνισε προς πληρωμή στις 31-5-2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης από την προαναφερόμενη πληρώτρια τράπεζα, επί του σώματος της επιταγής (βλ. το ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της επίδικης επιταγής που προσκομίζεται με επίκληση από την ενάγουσα). Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα καταβάλλοντας το αναγραφόμενο στην επιταγή ποσό στην τελευταία κομίστρια αυτής (βλ. το από 13-7-2010 έγγραφο της άνω Τράπεζας «….»), έγινε εκ νέου κομίστρια αυτής εξ αναγωγής. Β) Την υπ’ αριθμ. …. μεταχρονολογημένη επιταγή, σε διαταγή της εταιρίας «….», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30η-6-2010, ποσού 10.000 ευρώ, πληρωτέα επί του με αριθμό …. λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα «….». Η επιταγή αυτή μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση από την λήπτρια εταιρία στην ενάγουσα εταιρία στις 30-11-2009 (βλ. την υπ’ αριθμ. …/30-11-2009 απόδειξη παραλαβής της άνω επιταγής της ενάγουσας εταιρίας), η οποία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 22-6- 2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε αυθημερόν επί του σώματος της επιταγής (βλ. το ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της επίδικης επιταγής που προσκομίζεται με επίκληση από την ενάγουσα). Γ) Την υπ’ αριθμ. …. μεταχρονολογημένη επιταγή, σε διαταγή της εταιρίας «….», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31 η-7-2010, ποσού 20.000 ευρώ, πληρωτέα επί του ως άνω λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα «….». Η επιταγή αυτή μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση από την λήπτρια εταιρία στην ενάγουσα εταιρία στις 30-11-2009 (βλ. την υπ’ αριθμ. ../30-11-2009 απόδειξη παραλαβής της άνω επιταγής της ενάγουσας εταιρίας), η οποία την εμφάνισε προς πληρωμή στις 28-6-2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε αυθημερόν επί του σώματος της επιταγής (βλ. το ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της επίδικης επιταγής που προσκομίζεται με επίκληση από την ενάγουσα). Δ) Την υπ’ αριθμ. … μεταχρονολογημένη επιταγή, σε διαταγή της εταιρίας «….», με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31 η-5-2010, ποσού 9.000 ευρώ, πληρωτέα επί του με αριθμό …. λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα «….». Η επιταγή αυτή μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση από την λήπτρια εταιρία στην ενάγουσα εταιρία στις 11-1-2010 (βλ. την υπ’ αριθμ. …./11-1-2010 απόδειξη παραλαβής της άνω επιταγής της ενάγουσας εταιρίας), η οποία με τη σειρά της τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση στην εταιρία «…..», η οποία και την εμφάνισε προς πληρωμή στις 31-5-2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε στις 2-6-2010, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης από την προαναφερόμενη πληρώτρια τράπεζα, επί του σώματος της επιταγής (βλ. το ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της επίδικης επιταγής που προσκομίζεται με επίκληση από την ενάγουσα). Κατόπιν τούτου η ενάγουσα καταβάλλοντας το αναγραφόμενο στην επιταγή ποσό στην τελευταία κομίστρια αυτής (βλ. το από 14-7-2010 έγγραφο της άνω εταιρίας «….»), έγινε εκ νέου κομίστρια αυτής εξ αναγωγής. Ε) Τις υπ’ αριθμ. …, … και … μεταχρονολογημένες επιταγές, σε διαταγή της εταιρίας «…», με φερόμενες ημερομηνίες έκδοσης την 31η-7-2010, 30η-9-2010 και 31 η-10-2010 , αντιστοίχως, ποσού 10.000 ευρώ η καθεμία, πληρωτέες επί του με αριθμό …. λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα «….». Οι επιταγές αυτές μεταβιβάστηκαν με οπισθογράφηση από την λήπτρια εταιρία στην ενάγουσα εταιρία στις 5-2-2010 (βλ. την υπ’ αριθμ. ../5-2-2010 απόδειξη παραλαβής των άνω επιταγών της ενάγουσας εταιρίας), η οποία με τη σειρά της τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση ως αξία λόγω ενεχύρου στην τράπεζα «….», η οποία και τις εμφάνισε προς πληρωμή στις 28-6-2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης από την προαναφερόμενη πληρώτρια τράπεζα, επί του σώματος των επιταγών (βλ. τα ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα των επίδικων επιταγών, που προσκομίζονται με επίκληση από την ενάγουσα). Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα καταβάλλοντας τα αναγραφόμενα στις άνω επιταγές ποσά στην τελευταία κομίστρια αυτής (βλ. τα ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα των άνω επιταγών), έγινε εκ νέου κομίστρια αυτών εξ αναγωγής. ΣΤ) Τις υπ’ αριθμ. … και … μεταχρονολογημένες επιταγές, σε διαταγή της εταιρίας «….», με φερόμενες ημερομηνίες έκδοσης την 31η- 10-2010, 30η-11-2010 αντιστοίχως, ποσού 15.000 ευρώ η καθεμία, πληρωτέες επί του ως άνω λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα «….». Οι επιταγές αυτές μεταβιβάστηκαν με οπισθογράφηση από την λήπτρια εταιρία στην ενάγουσα εταιρία στις 31-3-2010 (βλ. την υπ’ αριθμ. ../31-3-2010 απόδειξη παραλαβής των άνω επιταγών της ενάγουσας εταιρίας), εμφανίστηκαν δε προς πληρωμή στις 28-6-2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε επί του σώματος των επιταγών (βλ. τα ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα των επίδικων επιταγών, που προσκομίζονται με επίκληση από την ενάγουσα).
Επιπλέον, η εταιρία …, δια του ανωτέρω νομίμου εκπροσώπου της, εξέδωσε εις διαταγήν της ενάγουσας την υπ’ αριθμ. … μεταχρονολογημένη επιταγή, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31 -5-2010, ποσού 3.472,27 ευρώ, πληρωτέα επί του με αριθμό … λογαριασμού που τηρούσε η εκδότρια εταιρία στην τράπεζα «….», η οποία παραδόθηκε στην ενάγουσα στις 30-11-2009 (βλ. την υπ’ αριθμ. ../30-11-2010 απόδειξη παραλαβής της άνω επιταγής της ενάγουσας εταιρίας). Η ενάγουσα, στη συνέχεια, μεταβίβασε την άνω επιταγή με οπισθογράφηση ως αξία λόγω ενεχύρου στην Τράπεζα «….», η οποία και την εμφάνισε προς πληρωμή στις 31-5-2010, πλην όμως, δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης από την προαναφερόμενη πληρώτρια τράπεζα, επί του σώματος της επιταγής (βλ. το ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της επίδικης επιταγής, που προσκομίζεται με επίκληση από την ενάγουσα). Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα καταβάλλοντας το αναφερόμενο στην άνω επιταγή ποσό στην τελευταία κομίστρια αυτής (βλ. το από 13-7-2010 έγγραφο της τράπεζας «….»), έγινε εκ νέου κομίστρια αυτής εξ αναγωγής. Αποδείχθηκε δε ότι ο ως άνω πρώτος εναγόμενος, ο οποίος προέβη στην έκδοση των ανωτέρω επιταγών, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εκδότριας εταιρίας «….», μέσα στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της και διευθύνοντος συμβούλου αυτής, και στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας, γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στους λογαριασμούς της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρείας προς πληρωμή των επίδικων επιταγών, τόσο κατά τον πραγματικό χρόνο της έκδοσης αυτών, όσο και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που η ενάγουσα είχε τη δυνατότητα να εμφανίσει αυτές προς πληρωμή, ενόψει και της εις γνώση του βεβαρυμμένης οικονομικής κατάστασης της άνω εταιρίας «….» Η δυσμενής, κατά τον χρόνο εκείνο, οικονομική κατάσταση της εν λόγω εταιρίας (νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας και Πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής ήταν ο πρώτος εναγόμενος), προκύπτει και από την από 30-4- 2010 αίτηση αυτής (εταιρίας) και του πρώτου εναγομένου, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, περί υπαγωγής τους σε διαδικασία συνδιαλλαγής του άρθρου 99 του Ν. 3588/2007, στην οποία αναφέρεται ότι οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της άνω εταιρίας από την έκδοση επιταγών ανέρχονταν μέχρι την 30η-4- 2010 στο ποσό των 510.475,88 ευρώ, ενώ μαζί με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της για το ίδιο χρονικό διάστημα (μέχρι 30-42010) ανέρχονταν στο ποσό των 833.576,73 ευρώ (βλ. την από 30-4-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../752/30-4-2010 ως άνω αίτηση). Να σημειωθεί ότι επί της ανωτέρω αιτήσεως εκδόθηκε η με αριθμό …/27-10- 2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αυτή, πλην όμως η ανοιγείσα διαδικασία συνδιαλλαγής έληξε δυνάμει της με αριθμό 152/1-2-2012 απόφασης του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε το πέρας της διαδικασίας συνδιαλλαγής, κατόπιν αρνητικής γνωμοδότησης του διορισθέντος μεσολαβητή.
Αποτέλεσμα της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας πράξης του πρώτου εναγομένου, ήταν να ζημιωθεί η ενάγουσα κατά το αντίστοιχο ποσό των άνω δέκα επιταγών και δη κατά το ποσό των (25.000 + 10.000 + 20.000 + 9.000 + 10.000 + 10.000 + 10.000 + 10.000 + 15.000 + 15.000 + 3.472,27 =) 127.472,27 ευρώ και επομένως ευθυνόμενος εις ολόκληρον μετά της ως άνω ανώνυμης εταιρίας για την εν λόγω ζημία της ενάγουσας είναι και αυτός (άρθρα 71 και 914 ΑΚ, 79 Ν. 5960/1933). Το γεγονός δε ότι κάποιες από τις παραπάνω μεταχρονολογημένες επιταγές εμφανίστηκαν προς πληρωμή πριν την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσής τους, δεν ασκεί εν προκειμένω κάποια έννομη επιρροή, παρά τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τον πρώτο εναγόμενο, καθώς ο κομιστής μεταχρονολογημένης επιταγής έχει δικαίωμα να την εμφανίσει οποτεδήποτε, δηλαδή και πριν από τον αναγραφόμενο χρόνο έκδοσης, αφού αυτή είναι πάντοτε πληρωτέα εν όψει. Ακολούθως, κατόπιν σχετικής αίτησης της ενάγουσας εκδόθηκε στις 27-7-2010, με βάση τις ανωτέρω επιταγές, η με αριθμό ../2010 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος της ως άνω εκδότριας των επιταγών εταιρίας με την επωνυμία «….», με την οποία υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στην ενάγουσα εντόκως το ποσό των 127.472,27 ευρώ, πλέον δικαστικών εξόδων, ποσού 2.167 ευρώ. Η άνω δε διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην παραπάνω εταιρία στις 24-2-2012 με επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 150.694,82 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. ../24-2-2012 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …). Η δε ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 12-7-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 130142/7537/2010 αγωγή της εναντίον της άνω εταιρίας «….» και του νομίμου εκπροσώπου της – πρώτου εναγομένου, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι εκεί εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 132.472,27 ευρώ (127.472,27 ευρώ η αξία των ένδικων επιταγών και 5.000 ευρώ η χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη), ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αδικοπραξία της έκδοσης των ως άνω ακάλυπτων επιταγών. Επίσης, κατόπιν της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 30800/3074/2012 αίτησης της ενάγουσας, εκδόθηκε η με αριθμό 7762/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία χορηγήθηκε στην ενάγουσα η άδεια εγγραφής προσημείωσης υποθήκης σε κάθε ακίνητο του πρώτου εναγομένου, μέχρι το ποσό των 160.000 ευρώ, προς εξασφάλιση της απαίτησής της από τις προαναφερόμενες επίδικες επιταγές. Μετά δε την έκδοση της ως άνω υπ’ αριθμ. ../2010 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της άνω εταιρίας «…..» και μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, η τελευταία κατέβαλε τμηματικά στην ενάγουσα (και δη στις 18-10-2010, 19-11-2010, 7-6-2011, 5-72011, 11-4-2012, 27-6-2012, 21-11-2012 και 8-1-2013), έναντι της παραπάνω οφειλής της το συνολικό ποσό των 16.600 ευρώ, εξοφλώντας αυτήν (οφειλή) μερικά κατά το άνω ποσό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 31-3-2010, ήτοι μετά την πραγματική έκδοση των παραπάνω δέκα μεταχρονολογημένων επιταγών και την παράδοσή τους στην ενάγουσα εταιρία, ο πρώτος εναγόμενος δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/31-3-2010 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο .. και με αύξοντα αριθμό .. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου .., μεταβίβασε λόγω πώλησης προς τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στη .. Κύπρου, επί της οδού … αριθμ. .., την κυριότητα δύο αυτοτελών και ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών του που βρίσκονται σε πολυκατοικία κείμενη στην Αθήνα, επί της οδού … αριθμ. … Συγκεκριμένα: α) την υπό στοιχεία ΙΣ-1Β οριζόντια ιδιοκτησία – κατάστημα του ισογείου, εμβαδού 37,75 τ.μ., η οποία εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά στο από μηνός Ιουλίου 2009 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου ορόφου και στον από μηνός Ιουλίου 2009 πίνακα κατανομής ποσοστών του αρχιτέκτονα μηχανικού …. και συνορεύει βόρεια με βόρειο όριο του οικοπέδου και το υπό στοιχεία ΙΣ-2α κατάστημα του ισογείου, ανατολικά με το ανατολικό όριο του οικοπέδου και με το υπό στοιχεία ΙΣ-2 κατάστημα, νότια με το υπό στοιχεία ΙΣ-2 κατάστημα και με την οδό … και δυτικά με το υπό στοιχεία ΙΣ-1α κατάστημα του ισογείου και β) την υπό στοιχεία ΥΠΑ-1β οριζόντια ιδιοκτησία – αίθουσα του υπογείου μετά αποχωρητηρίου, εμβαδού 39,80 τ.μ., η οποία εμφαίνεται με τα στοιχεία αυτά στο από μηνός Ιουλίου 2009 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου ορόφου και στον από μηνός Ιουλίου 2009 πίνακα κατανομής ποσοστών του αρχιτέκτονα μηχανικού …. και συνορεύει βόρεια με το βόρειο όριο του οικοπέδου, ανατολικά με το ανατολικό όριο του οικοπέδου και με τον υπό στοιχεία ΥΠΑ2 χώρο του υπογείου, νότια με τον υπό στοιχεία ΥΠΑ2 χώρο του υπογείου και με άσκαφτο χώρο του οικοπέδου και δυτικά με τον υπό στοιχεία ΥΠΑ1α χώρο του υπογείου. Η αντικειμενική αξία των ανωτέρω δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών ανέρχεται στο ποσό των 734.265 ευρώ. Το συνολικό τίμημα των παραπάνω δύο πωληθέντων οριζόντιων ιδιοκτησιών συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.100.000 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 100.000 ευρώ καταβλήθηκε πριν τη σύνταξη του συμβολαίου, ενώ κατά τη σύνταξη του συμβολαίου καταβλήθηκε το ποσό των 100.000 ευρώ με την παράδοση στον πωλητή – πρώτο εναγόμενο της υπ’ αριθμ. ..29-3-2010 τραπεζικής επιταγής, εκδόσεως της τράπεζας …, εις διαταγήν του πρώτου εναγομένου και το ποσό των 317.500 ευρώ σε μετρητά (βλ. το ως άνω υπ’ αριθμ. ../31-3- 2010 συμβόλαιο), το οποίο (ποσό των 317.500 ευρώ) καταβλήθηκε σε 635 χαρτονομίσματα των 500 ευρώ, που καταγράφηκαν στο από 31-3-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε μεταξύ των εναγομένων, το οποίο έλαβε βεβαία χρονολογία από το Αστυνομικό Τμήμα … Το υπόλοιπο τμήμα του τιμήματος, ύψους 582.500 ευρώ, πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε δύο άτοκες δόσεις, της πρώτης δόσης, ύψους 400.000 ευρώ, καταβλητέας μέχρι την 20η-4-2010 και της δεύτερης δόσης, ύψους 182.500 ευρώ, καταβλητέας μέχρι την 30η-6-2010. Κατόπιν, η εταιρία «…. » κατέβαλε στον πρώτο εναγόμενο το ποσό των 325.000 ευρώ με την παράδοση σ’ αυτόν της με αριθμό …. ισόποσης επιταγής της τράπεζας «….», που εκδόθηκε στην Κύπρο στις 16-4-2010, εις διαταγήν του πρώτου εναγομένου, η οποία εξοφλήθηκε (βλ. το αντίγραφο της άνω επιταγής και το υπ’ αριθμ. ../30-4-2010 συμβολαιογραφικό έγγραφο της Συμβολαιογράφου Αθηνών …. περί εξόφλησης του τιμήματος αγοραπωλησίας των άνω ακινήτων). Προς εξασφάλιση δε της καταβολής εκ μέρους της αγοράστριας εταιρίας του άνω πιστωθέντος υπόλοιπου τιμήματος, ύψους 257.500 ευρώ, ενεγράφη επί των πωληθέντων οριζόντιων ιδιοκτησιών προσημείωση υποθήκης, ποσού 257.500 ευρώ, υπέρ του πρώτου εναγομένου – πωλητή, με την υπ’ αριθμ. ../23-4-2010 απόφαση εγγραφής συναινετικής προσημείωσης υποθήκης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου .. στον τόμο .. και με αύξοντα αριθμό .., η οποία στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 1-6- 2010, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 21844Σ/25-5-2010 απόφασης του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου νομίμως μεταγραφείσας, ανακλήθηκε με τη συναίνεση του άνω πωλητή – πρώτου εναγομένου και εξαλείφθηκε η εγγραφείσα προσημείωση υποθήκης, λόγω (όπως αναφέρεται στην άνω απόφαση) εξόφλησης της άνω υπόλοιπης οφειλής (βλ. την υπ’ αριθμ. 21844Σ/25-5-2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και το υπ’ αριθμ…/30-4-2010 συμβολαιογραφικό έγγραφο της Συμβολαιογράφου Αθηνών … περί εξόφλησης του τιμήματος αγοραπωλησίας των άνω ακινήτων).
Περαιτέρω, εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρία είχε την ιδιότητα της δανείστριας κατά το χρόνο της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας (31-3-2010) και συγκεκριμένα είχε απαίτηση έναντι του πρώτου εναγομένου, σε ολόκληρο ευθυνομένου, με την οφειλέτιδα εκδότρια των ανωτέρω ακάλυπτων επιταγών ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…. », λόγω της, κατά τα ανωτέρω, έκδοσης των προαναφερόμενων ακάλυπτων επιταγών με την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου, Προέδρου του Δ.Σ., της ως άνω εταιρίας και στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, γνωρίζοντας την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων για την πληρωμή τους, υπέχοντας εξ αυτού του λόγου αυτοτελή αδικοπρακτική ευθύνη έναντι της ενάγουσας, ήδη από την 22η-10-2009, 30η- 11-2009, 11η-1 -2010, 5η-2-2010 και 31η-3-2010, όταν και απέκτησε – παρέλαβε (η ενάγουσα) με οπισθογράφηση τις ανωτέρω επιταγές, καθόσον είχαν συντελεστεί μέχρι τότε τα παραγωγικά γεγονότα αυτής, ενώ η απαίτησή της εκ των επιταγών κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή αφενός με την εμφάνιση των επιταγών αυτών προς πληρωμή (για αυτές τις επιταγές που εμφανίστηκαν από την ίδια προς πληρωμή) και αφετέρου με την εξόφληση του ποσού τους από την ίδια προς τους τελευταίους κομιστές αυτών και την ανάληψη των σωμάτων τους (για τις επιταγές στις οποίες έγινε η ίδια νόμιμη εξ αναγωγής κομίστρια), κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής που είναι και ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ο προσδιορισμός της βλάβης του δανειστή, δεν είχε άλλη εμφανή περιουσία που να είναι αρκετή για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, καθώς η υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του αφενός δεν επαρκεί και αφετέρου είναι βεβαρημένη με εμπράγματα βάρη. Ειδικότερα, τα μοναδικά εμφανή περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα) του πρώτου εναγομένου είναι τα ακόλουθα: α) Το υπό στοιχεία Δ διαμέρισμα του ισογείου ορόφου μιας πολυκατοικίας που βρίσκεται στο Δήμο …, επί των οδών … αριθμ. .. και .., εμβαδού 47,70 τ.μ., παλαιότητας άνω των 40 ετών και εμπορικής αξίας, ενόψει της υφιστάμενης και κατά το έτος 2010 οικονομικής συγκυρίας, 50.000 ευρώ περίπου, το οποίο ήδη από τον Ιανουάριο 2011 βαρύνεται με προσημείωση υποθήκης, ποσού 11.464,68 ευρώ, υπέρ της τράπεζας «….», β) ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου επί ενός διαμερίσματος του τρίτου ορόφου μιας πολυκατοικίας, που βρίσκεται στην Αθήνα, επί των οδών .. αριθμ. .. και .., εμβαδού 48,88 τ.μ., παλαιότητας πλέον των 40 ετών, του οποίου ιδανικού μεριδίου η εμπορική αξία, ενόψει της υφιστάμενης και κατά το έτος 2010 οικονομικής κρίσης, δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, γ) τις υπό στοιχεία Β-1 και Β- 2 οριζόντιες ιδιοκτησίες του δεύτερου ορόφου μιας οικοδομής, που βρίσκεται στη … Αττικής, επί της οδού .. αριθμ. .., εμβαδού 420,80 τ.μ. και 616,41 τ.μ. αντιστοίχως και τις υπό στοιχεία Η-1 και Η-2 οριζόντιες ιδιοκτησίες του ημιώροφου της ίδιας οικοδομής, εμβαδού 174,51 τ.μ. και 416,81 τ.μ. αντιστοίχως. Οι ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες βαρύνονταν, ήδη πριν την επίδικη απαλλοτρίωση, με προσημίωση υποθήκης, ποσού 3.000.000 ευρώ, η δε εμπορική τους αξία, υπό την σημερινή οικονομική συγκυρία (υφιστάμενη και το έτος 2010), δεν υπερβαίνει το άνω ποσό, δ) ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στο αγρόκτημα «….» … Αττικής, εμβαδού 280,68 τ.μ., εκτός σχεδίου και εντός ζώνης οικισμού, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, η αντικειμενική αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 19.366,92 ευρώ (βλ. το αντίγραφο του φύλλου υπολογισμού που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), ενώ η εμπορική του αξία, ομοίως ενόψει της υφιστάμενης ήδη από το έτος 2010 οικονομικής συγκυρίας, δεν υπερβαίνει το άνω ποσό και ε) ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση, εκτάσεως 305,16 τ.μ., εκτός σχεδίου και εντός ζώνης οικισμού, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, η αντικειμενική αξία του οποίου (ανωτέρω ποσοστού συγκυριότητας του πρώτου εναγομένου) ανέρχεται στο ποσό των 9.475,22 ευρώ (βλ. το αντίγραφο του φύλλου υπολογισμού, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), ενώ η εμπορική του αξία, ομοίως ενόψει της υφιστάμενης ήδη από το έτος 2010 οικονομικής συγκυρίας, δεν υπερβαίνει το άνω ποσό. Ας σημειωθεί ότι επί των παραπάνω αγροτεμαχίων, τα οποία ήταν ελεύθερα βαρών κατά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, ενεγράφη στις 10-5-2012 προσημείωση υποθήκης, ποσού 150.000 ευρώ, υπέρ της τράπεζας «….».
Συνακόλουθα, τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία του πρώτου εναγομένου δεν επαρκούν για την ικανοποίηση της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας εις βάρος του τελευταίου. Προέβη δε ο πρώτος εναγόμενος στη μεταβίβαση αυτή, όπως αποδείχθηκε, με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας, αφού αυτός (πρώτος των εναγομένων), κατά τον χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου πώλησης, που είναι ο κρίσιμος χρόνος της απαλλοτρίωσης (ΕφΑΘ 1220/2009, ΕπισκΕμπΔ 2009. 535, ΕφΑΘ 6061/1995, ΕλλΔνη 37. 1133, βλ. σχ. Π. Κορνηλάκη, ό.π., παρ. 117, σελ. 723-724), γνώριζε, ως εκδότης των επίμαχων επιταγών στο όνομα και για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας «….», τόσο την ύπαρξη της απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος αφενός της εταιρίας «….» και αφετέρου του ίδιου (για τους λόγους που προεκτέθηκαν) όσο και το ότι με την απαλλοτρίωση των συγκεκριμένων περιουσιακών του στοιχείων δεν του απέμενε εντεύθεν εμφανής περιουσία για την ικανοποίηση της απαίτησης της δανείστριας ενάγουσας, την οποία είχε και έναντι αυτού και ότι καθίστατο αφερέγγυος, κατάσταση που εξακολούθησε να υφίσταται και κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, αφού η ενάγουσα, όπως προεκτέθηκε, δεν δύναται να ικανοποιήσει την εισέτι υφιστάμενη απαίτησή της. Ο ισχυρισμός δε του πρώτου εναγομένου ότι τα χρήματα που έλαβε από το τίμημα της πώλησης των ανωτέρω δύο ακινήτων δαπανήθηκαν για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών της εταιρίας «….» και δικών του υποχρεώσεων, δεν ασκεί έννομη επιρροή και δεν αίρει την καταδολιευτική πρόθεση αυτού, καθώς δεν απαιτείται η πρόθεση βλάβης του δανειστή να αποτελεί και τον μοναδικό σκοπό του οφειλέτη, ο οποίος μπορεί με την απαλλοτρίωση να εξυπηρετεί παράλληλα και άλλους σκοπούς, υπόκειται δε σε διάρρηξη και η απαλλοτρίωση για την εξεύρεση των μέσων για την εξόφληση ληξιπρόθεσμου χρέους (ΑΠ 941/2007 ΧρΙΔ 2008. 26, βλ. σχετ. και Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. 1999, παρ. 67, αριθμ. 22, σελ. 721, Π. Κορνηλάκη, ό.π., παρ. 117, αριθμ. 1, σελ. 730). Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο πρώτος εναγόμενος ζήτησε από τον …., διευθυντή και νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, να προβεί στην ίδρυσή της για λογαριασμό του ακριβώς για να μπορέσει να μεταβιβάσει στην τελευταία τα ανωτέρω ακίνητά του, ότι η εν λόγω εταιρία, πίσω από την οποία υποκρύπτεται ο πρώτος εναγόμενος, συστήθηκε με μοναδικό σκοπό την αγορά των παραπάνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, έτσι ώστε να μην δύναται η ενάγουσα να ικανοποιήσει την απαίτησή της δια αναγκαστικής κατάσχεσης αυτών, καθώς και ότι η δεύτερη εναγομένη γνώριζε τον καταδολιευτικό σκοπό του πρώτου εναγομένου. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι η δεύτερη εναγομένη, προς την οποία ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε λόγω πώλησης τα προπεριγραφόμενα δύο ακίνητά του, γνώριζε, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, την ύπαρξη της απαίτησης της ενάγουσας κατά του δικαιοπαρόχου της – πρώτου εναγομένου, καθώς και ότι ο τελευταίος μεταβίβασε τα εν λόγω ακίνητά του προκειμένου να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, στοιχείο που είναι απαραίτητο για τη διάρρηξη της προκείμενης δικαιοπραξίας ενόψει του εκποιητικού χαρακτήρα της, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη.
Ειδικότερα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι τόσο η μοναδική μέτοχος της δεύτερης εναγομένης εταιρία με την επωνυμία «….», όσο και η δεύτερη εναγομένη, ιδρύθηκαν τον Μάρτιο του έτους 2010, σύμφωνα με το νόμο περί εταιρειών της Δημοκρατίας της Κύπρου και συγκεκριμένα η δεύτερη εναγομένη ιδρύθηκε δυνάμει του από 2-3-2010 ιδρυτικού εγγράφου, διεπόμενη από τις διατάξεις του από 2-3-2010 καταστατικού της, που καταχωρήθηκαν στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού στις 9-3-2010 με αριθμό καταχώρησης …, ενώ η εταιρία με την επωνυμία «…. » καταχωρήθηκε στο ανωτέρω μητρώο στις 2-3-2010 με αριθμό εγγραφής … (βλ. το υπ’ αριθμ. …/31-3-2010 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών …. , τα από 22-12-2010 ακριβή αντίγραφα Πιστοποιητικού σύστασης εταιρείας της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα από 22-12-2010 και 3-2-2010 πιστοποιητικά του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού – Τμήμα Εφόρου Εταιρειών της Λευκωσίας Κύπρου). Επίσης, αποδείχθηκε ότι νόμιμος εκπρόσωπος και διευθυντής αμφοτέρων των ανωτέρω εταιριών ήταν αρχικά ο δικηγόρος Λευκωσίας Κύπρου …. (ο οποίος και εκπροσώπησε τη δεύτερη εναγομένη κατά τη σύνταξη του επίμαχου υπ’ αριθμ. ../31-3-2010 συμβολαίου), οι οποίες τότε είχαν την έδρα τους στη .. Κύπρου, επί της οδού … αριθμ. .., δηλαδή στο γραφείο του άνω ….. Επιπλέον, αποδείχθηκε, όμως, ότι πίσω από τη δεύτερη εναγομένη υποκρύπτεται όχι ο πρώτος εναγόμενος, αλλά ο (μη διάδικος) …. του …. και της …, ο οποίος, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας …., είναι επιχειρηματίας δραστηριοποιούμενος στην Κύπρο, με κύρια επιχειρηματική απασχόληση τα αιολικά πάρκα και ο οποίος, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. ../20-10-2010 Πιστοποιητικό και το από 22-12-2010 Πιστοποιητικό του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού – Τμήμα Εφόρου Εταιρειών της Λευκωσίας Κύπρου, είναι ο μοναδικός μέτοχος της άνω εταιρίας «…..» και άρα και της δεύτερης εναγομένης. Ο ως άνω …. για φορολογικούς λόγους, αγόρασε τα επίμαχα ακίνητα του πρώτου εναγομένου, μέσω της δεύτερης εναγομένης, η οποί συστάθηκε πράγματι, όπως και η μοναδική μέτοχος αυτής («….»), ακριβώς για αυτό το σκοπό, δηλαδή για την αγορά των επίμαχων ακινήτων. Ο ίδιος δε (….), από τα τέλη περίπου του έτους 2010 ανέλαβε δημοσίως την διεύθυνση των άνω εταιριών του, ως εγεγραμμένος Διευθυντής τους, και δήλωσε την μετοχική του σχέση με τη δεύτερη εναγομένη, δηλαδή αυτή του μοναδικού μετόχου της, διότι άλλαξε το φορολογικό καθεστώς στην Ελλάδα για τις εξωχώριες εταιρείες (άρθρο 57 του Ν. 3842/2010), έτσι ώστε να μην επιβαρυνθεί επιπλέον φορολογικά (βλ. και την κατάθεση του μάρτυρα ….), ενώ μετέφερε την έδρα των άνω εταιριών του από την οδό … αριθμ. .. της .. Κύπρου (δηλαδή από το γραφείο του μέχρι τότε διευθυντή τους …. ) σε άλλο σημείο της … Κύπρου επί της οδού .. αριθμ. .. (βλ. τα από 22-12-2010 πιστοποιητικά του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού – Τμήμα Εφόρου Εταιρειών της Λευκωσίας Κύπρου, από τα οποία προκύπτει ότι Διευθυντής των άνω εταιριών είναι ο …., ενώ γραμματέας τους είναι η κυπριακή εταιρία με την επωνυμία «…. ). Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης, …. , δικηγόρος Λευκωσίας, ή ο …., προς το συμφέρον του οποίου συστάθηκε η δεύτερη εναγομένη (και η μοναδική μέτοχος αυτής εταιρία), γνώριζαν την ύπαρξη της οφειλής του πρώτου εναγομένου προς την ενάγουσα, ούτε ότι ο τελευταίος προχώρησε στη μεταβίβαση των άνω ακινήτων του με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης της σε βάρος αυτού απαίτησης της ενάγουσας εταιρείας. Μάλιστα, όπως κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου αυτού του Δικαστηρίου και η μάρτυρας …., η οποία εργαζόταν στο λογιστήριο της εταιρείας «…..» από το έτος 1997 έως το έτος 2011, ο πρώτος εναγόμενος προσπαθούσε ήδη δύο έτη πριν από την ένδικη μεταβίβαση να πωλήσει τα επίμαχα ακίνητά του, μέσω μεσιτικών γραφείων, μεταξύ των οποίων και εκείνο του μεσίτη κου. ….. Επιπλέον δε, δεν αποδείχθηκε κάποια φιλική ή επαγγελματική σχέση ή άλλου είδους συνεργασία μεταξύ του πρώτου εναγομένου και των εν λόγω προσώπων (…. και ….), ούτε μεταξύ της εταιρείας «…..» και της δεύτερης εναγομένης ή της εταιρίας «….»), αποδείχθηκε οποιαδήποτε προγενέστερη σχέση, από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί μια τέτοια γνώση. Από την ενώπιον του ακροατηρίου αυτού του Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα …., ο οποίος είναι απασχολούμενος στη δεύτερη εναγομένη και συνεργάτης του …., ασχολούμενος με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων της δεύτερης εναγομένης στην Ελλάδα, προέκυψε, μάλιστα, ότι ο ως άνω …. είναι αυτός που ενημέρωσε τον …. για την πώληση των επίμαχων ακινήτων, την οποία αυτός (….) είχε πληροφορηθεί από το μεσιτικό γραφείου του κου. ….. .
Όπως δε προέκυψε, μόνο μετά την προσβαλλόμενη ως καταδολιευτική μεταβίβαση αναπτύχθηκαν συναλλακτικές σχέσεις μεταξύ της εκπροσωπούμενης από τον πρώτο εναγόμενο (πωλητή) εταιρίας «….» και της δεύτερης εναγομένης (αγοράστριας), με την εκμίσθωση των επίμαχων οριζόντιων ιδιοκτησιών εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης στην εταιρία «…..» (δυνάμει ρητού όρου του υπ’ αριθμ. ../31-3-2010 συμβολαίου αγοραπωλησίας, με βάση τον οποίο ο πρώτος εναγόμενος εκχώρησε όλα τα δικαιώματά του από την υφιστάμενη σύμβαση μίσθωσης μεταξύ αυτού και της εταιρίας «….» προς τη δεύτερη εναγομένη), οι οποίες (συναλλακτικές σχέσεις), ωστόσο, διακόπηκαν λίγους μήνες μετά την κατάρτιση του άνω συμβολαίου και συγκεκριμένα με την από 27-8-2010 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση – καταγγελία της μίσθωσης, στην οποία προέβη η δεύτερη εναγομένη, λόγω μη καταβολής εκ μέρους της εταιρίας «….» οφειλόμενων μισθωμάτων (βλ. την από 27-8-2010 έγγραφη καταγγελία και την υπ’ αριθμ. …/27-8-2010 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …., με την οποία επιδόθηκε η ως άνω έγγραφη καταγγελία στην εταιρεία «…. .»). Ήδη, μετά τη σχετική καταγγελία, η οποία σημειωτέον έλαβε χώρα πριν την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής, η δεύτερη εναγομένη από τον Νοέμβριο 2010 έχει εκμισθώσει τις ανωτέρω επίμαχες οριζόντιες ιδιοκτησίες στην εδρεύουσα στο …. Καβάλας εταιρία με την επωνυμία «….», ενώ για τη μίσθωση αυτή η δεύτερη εναγομένη έχει λάβει ως «αέρα» το ποσό των 218.750,00 ευρώ, για το οποίο και κατέβαλε στις 11-11 2010 τον αναλογούντα φόρο, ποσού 43.750,00 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθμ. ../11-11-2010 δήλωση του άρθρου 13 παρ. 1 περ. γ` του Ν. 2238/1994 της Δ.Ο.Υ. … και το υπ’ αριθμ. ../11- 11 -2010 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. ..). Από μόνο δε το γεγονός ότι η παλαιά έδρα της δεύτερης εναγομένης (και της μοναδικής μετόχου της εταιρίας «…. ») και το κατάστημα που διατηρούσε η εταιρεία «…..» στη …. της Κύπρου, βρίσκονται στην ίδια οδό, δεν μπορεί να συναχθεί η απαιτούμενη γνώση της δεύτερης εναγομένης για τον καταδολιευτικό σκοπό του πρώτου εναγομένου, όπως, άλλωστε, τέτοια γνώση δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από μόνο το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη δυνάμει των υπ’ αριθμ. ../29-4- 2010 και ../29-4-2010 συμβολαίων της Συμβολαιογράφου Αθηνών …., στην μεταβίβαση λόγω πώλησης ενός αγροτεμαχίου του, που βρίσκεται στην …., και ενός διαμερίσματος του, που βρίσκεται σε πολυκατοικία επί της οδού … αριθμ. .., προς την κυπριακή εταιρία με την επωνυμία «….», της οποίας μέτοχος είναι ο ως άνω …., αρχικά δε διευθυντής της ήταν ο ως άνω …., οι οποίες, μάλιστα, μεταβιβάσεις έγιναν μετά την κατάρτιση του επίμαχου υπ’ αριθμ. …/31-3-2010 συμβολαίου, που είναι και ο κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη ή μη της γνώσης αυτού που αποκτά από τον οφειλέτη, δηλαδή της δεύτερης εναγομένης. Οι ανωτέρω μεταγενέστερες της κατάρτισης του άνω συμβολαίου μεταβιβάσεις άλλων δύο ακίνητων του πρώτου εναγομένου, ενισχύουν έτι περαιτέρω τον αποδειχθέντα καταδολευτικό σκοπό που πρώτου εναγομένου, ο οποίος προέβη μέσα σε χρονικό διάστημα ενός μηνός στη διάθεση τεσσάρων ακινήτων του.
Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί της έλλειψης θετικής γνώσης εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης για τον καταδολιευτικό σκοπό του πρώτου εναγομένου, ενισχύεται από την ένορκη κατάθεση ενώπιον του ακροατηρίου αυτού του Δικαστηρίου του ως άνω μάρτυρα …. (που εξετάστηκε με πολιτικό όρκο), ο οποίος κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως, ως εκ της ιδιότητάς του ως απασχολούμενου – εργαζόμενου στη δεύτερη εναγομένη για τη διεκπεραίωση των διαφόρων εργασιών αυτής και του …. στην Ελλάδα, ότι η δεύτερη εναγομένη ιδρύθηκε με μοναδικό σκοπό την αγορά των επίμαχων ακινήτων, ότι ο ίδιος (μάρτυρας) πληροφορήθηκε για την πώληση των εν λόγω οριζόντιων ιδιοκτησιών του πρώτου εναγομένου από μεσίτη και έτσι αυτός (μάρτυρας) ενημέρωσε τον …. γι’ αυτές, ότι πριν την επίμαχη αγοραπωλησία δεν υπήρχε καμία σχέση της δεύτερης εναγομένης με την εταιρία «….» και τον νόμιμο εκπρόσωπό της – πρώτο εναγόμενο, ότι όταν ο τελευταίος ήρθε σε επαφή με τη δεύτερη εναγομένη για την πώληση των άνω επίμαχων ακινήτων του, την ενημέρωσε ότι σκοπεύει με τα χρήματα του τιμήματος να αυξήσει τη ρευστότητα της εταιρίας του και να στηρίξει οικονομικά αυτή, καθώς και ότι η δεύτερη εναγομένη δεν γνώριζε την οφειλή του πρώτου εναγομένου προς την ενάγουσα, ούτε την εν γένει οικονομική κατάσταση της εταιρίας «…..» και του νομίμου εκπροσώπου της, ο οποίος, άλλωστε, ήταν κύριος μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος …., που εξετάστηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας, καθώς τα όσα κατέθεσε η τελευταία, η οποία εργάζεται από το έτος 2003 μέχρι σήμερα στο λογιστήριο της ενάγουσας, για το ότι η δεύτερη εναγομένη γνώριζε τόσο την απαίτηση της ενάγουσας εταιρίας, όσο και τον σκοπό του πρώτου εναγομένου να ματαιώσει την ικανοποίησή της, στηρίζονται σε κρίσεις και συμπεράσματα της ίδιας, αφού η τελευταία δεν είχε κάποια επαφή ή σχέση με τη δεύτερη εναγομένη. Να σημειωθεί ότι με την υπ’ αριθμ. 36/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία εκδόθηκε επί της από 6-10-2010 αίτησης της ενάγουσας κατά της δεύτερης εναγομένης, με την οποία ζητούσε να εγγράφει προσημείωση υποθήκης στα επίμαχα ακίνητα, για το λόγο ότι αυτά μεταβιβάστηκαν από τον πρώτο εναγόμενο προς τη δεύτερη εναγομένη με καταδολιευτικό σκοπό, η ανωτέρω αίτηση απορρίφθηκε, επειδή κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε για τη δεύτερη εναγομένη (τότε καθ’ ης) το στοιχείο της γνώσης του καταδολιευτικού σκοπού του ως άνω δικαιοπαρόχου της, αφού πιθανολογήθηκε ότι αυτή δεν γνώριζε ότι ο τελευταίος απαλλοτρίωσε τα εν λόγω περιουσιακά του στοιχεία με σκοπό την ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης της ενάγουσας.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη, κατά την κατάρτιση της προκείμενης συμβάσεως αγοραπωλησίας, γνώριζε θετικά την ύπαρξη της οφειλής του πρώτου εναγομένου προς την ενάγουσα εταιρία, ούτε ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη στη μεταβίβαση των επίμαχων ακινήτων του προς βλάβη της δανείστριας ενάγουσας και ότι η υπολειπόμενη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της τελευταίας και συνακόλουθα δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της διάρρηξης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, με βάση και το αίτημά τους, θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176 και 191 του ΚΠολΔ), τα οποία θα προσδιορισθούν ξεχωριστά για καθένα εκ των εναγομένων, αφού παραστάθηκαν με διαφορετικό πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσαν χωριστές προτάσεις ο καθένας, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280) ευρώ για τον πρώτο εναγόμενο και στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280) ευρώ για τη δεύτερη εναγομένη.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16-9-2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22-10-2013, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μ.Δ.