fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

3124/2008

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 3°

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Φράγκου, Προεδρεύουσα Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από το Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

α) ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «__________ __________ ___________ __________ _________ _________  _____ __________ ___________», με ΓΕΜΗ _____________ και ΑΦΜ ____________, που εδρεύει στον ____________ (οδός _________ αρ. ___) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ____________ ______________ του ____________ , κατοίκου _________ ________ (οδός _________ _________ αρ. _____), με ΑΦΜ ___________, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από την πληρεξούσια δικηγόρο Ζωή Παπαγεωργίου (ΑΜΔΣΑ 025780).

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:           ____________  ______________ του ___________, κατοίκου __________ _________ (οδός _______ ________ αρ. ____), η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από την πληρεξούσια δικηγόρο Ειρήνη Καραπαναγιώτου (ΑΜΔΣΠ 003074).

β) ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ____________  ______________ του __________, κατοίκου ________ ________ (οδός _______ _________ αρ. _____), με ΑΦΜ __________, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από την πληρεξούσια δικηγόρο Ειρήνη Καραπαναγιώτου (ΑΜΔΣΠ 003074).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «________ __________ ___________ __________ _________ __________ __________ __________ _____», που εδρεύει στo ________ ________ (_______ ___________ αρ. ___) και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) _________ – __________ ___________, κατοίκου _________ (οδός _____ _________ αρ. ____ – __________), ως νομίμου εκπροσώπου, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία «__________ _________ _________ __________ ___________ _________ ___________ ____________ _______», 3) Εταιρίας με την επωνυμία «________ __________  ________ ___________ __________ ___________ _________ _________», που εδρεύει στον __________ (οδός ________ αρ. ___) και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) ____________ ______________ του ____________ , κατοίκου _________ (οδός ______ αρ. _____), ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρίας με την επωνυμία «________ __________ ___________ ________ _________ ____________ __________ ____________ __________» και 5) __________ _____________ του ____________ , κατοίκου ___________ _________ (οδός _____________ _____________ αρ. ____ – ____________), ως πραγματικού νομίμου εκπροσώπου, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία «__________ ___________ __________ __________ _____________ __________ ___________ __________ _______», από τους οποίους η πρώτη και ο δεύτερος δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και η τρίτη, ο τέταρτος και ο πέμπτος εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από την πληρεξούσια δικηγόρο Ζωή Παπαγεωργίου (ΑΜΔΣΑ 025780).

Η εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ με τις από 18 Φεβρουάριου 2014 και 16 Ιανουάριου 2015 αγωγές της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που κατατέθηκαν, αντίστοιχα, με αριθμούς δικογράφου 549/18-2-2014 και 509/9-2-2015, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

Το δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την 1214/2016 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την πρώτη αγωγή ως προς τους δεύτερο και πέμπτο εναγομένους και τη δεύτερη αγωγή ως προς τους πρώτη, δεύτερο και πέμπτο εναγομένους και δέχθηκε εν μέρει την πρώτη αγωγή ως προς τους πρώτη, τρίτη και τέταρτο και εν μέρει τη δεύτερη αγωγή ως προς τους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν: α) η τρίτη και ο τέταρτος των εναγομένων με την από 4 Αυγούστου 2016 έφεση προς το Δικαστήριο αυτό, που κατατέθηκε με αριθμό δικογράφου 3490/8-8-2016 και β) η ενάγουσα με την από 30 Οκτωβρίου 2016 έφεση προς το Δικαστήριο αυτό, που κατατέθηκε με αριθμό δικογράφου 4457/2-11-2016.

Δικάσιμος της συζήτησης των εφέσεων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εκφωνήθηκαν από τη σειρά του πινακίου και συζητήθηκαν.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, πλην της πρώτης και του δευτέρου των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης που δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους που κατέθεσαν στο ακροατήριο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού εκκρεμούν: α) η από 4-8-2016 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 3490/8-8-2016) και β) η από 30-10- 2016 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 4457/2-11-2016) εφέσεις κατά της 1214/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί των: Α) από 18-2-2014 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 549/18-2-2014) και Β) από 16-1-2015 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 509/9-2-2015) αγωγών της ____________  ______________ του ____________ κατά των: 1) εταιρίας με την επωνυμία «_______________________ __________ ___________ ___________ ____________ __________ ____________ ______», 2) _________ – __________ _____________, 3) εταιρίας με την επωνυμία «__________ ________ _________ __________ _________ ___________ __________ _________ ____________», 4) ____________ ______________ του ____________  και 5) _________ ____________ του ____________ , ερήμην των δύο πρώτων εναγομένων αμφοτέρων των αγωγών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015). Οι, ως άνω, εφέσεις πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε επιπλέον και μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Από τις νομίμως προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως 8121 και 8122/30-11-2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Δήμητρας Χρυσού, σε συνδυασμό με τις από 30- 11-2016 αποδείξεις παραλαβής αντιγράφου θυροκολληθέντος εγγράφου του αξιωματικού υπηρεσίας, λόγω απουσίας του διοικητή, του Α.Τ _______ ________ _________ και τις από 1-12-2016 βεβαιώσεις ταχυδρόμησης συστημένης επιστολής των ΕΛ.ΤΑ, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό στοιχείο β’ έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση αυτής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους δύο πρώτους εφεσιβλήτους (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124 παρ. 2, 126 παρ. 1 περ. α’ και γ’ και 128 παρ. 4 ΚΠολΔ). Οι τελευταίοι, ωστόσο, δεν εμφανίστηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρο στην παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις, η μεν υπό στοιχείο α’ των εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως τρίτου και τετάρτου εναγομένων, η δε υπό στοιχείο β’ της εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας, κατά της 1214/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε ερήμην των δύο πρώτων εναγομένων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1 εδ. β’, 516, 517, 518 και 520 του ΚΠολΔ), η πρώτη πριν την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και η δεύτερη εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοσή της, η οποία τρέχει εναντίον και της εκκαλούσας της υπό στοιχείο β’ έφεσης με παραγγελία της οποίας έλαβε χώρα η επίδοση (άρθρο 144 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 17- 10-2016 (βλ. τις 7963, 7964 και 7965/17-10-2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Δήμητρας Χρύσού) και η υπό στοιχείο β’ έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 2-11-2016. Παραδεκτά δε και αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 του ίδιου νόμου) και, επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία των εργατικών διαφορών, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

(Α). Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’, ________ __________, με την από 18- 2-2014 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 549/18-2-2014) αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε στις 5-11-2002 από την πρώτη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «______________________________________________________________________», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος είναι ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος της υπό στοιχείο β’ έφεσης________ __________ ____________. Ότι, αρχικά, απασχολήθηκε ως φύλακας και, ακολούθως, λίγους μήνες μετά την πρόσληψή της, ως υπάλληλος γραφείου στο Τμήμα Προσωπικού και στο Εμπορικό Τμήμα της εταιρίας, με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, από Δευτέρα έως και Παρασκευή και με ημερήσιο ωράριο από 09:00 έως 17:00, αντί μηνιαίου μικτού μισθού, που ανήλθε στο ποσό των 2.039,67 ευρώ. Ότι στις 23-4-2013 γέννησε το πρώτο της τέκνο και απείχε νόμιμα από την εργασία της, λόγω της προβλεπόμενης από το νόμο άδειας λοχείας, πλην όμως, όταν, μετά τη λήξη της άδειας, στις 8-7-2013, επέστρεψε στην εργασία της βρήκε την επιχείρηση κλειστή και για το λόγο αυτό, αφενός προσέφυγε την ίδια ημέρα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας καταγγέλλοντας την πρώτη εναγόμενη – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης για την αδικαιολόγητη άρνησή της να αποδέχεται τις προσήκοντος προσφερόμενες υπηρεσίες της, αφετέρου δε επέδωσε στην τελευταία την από 8-7-2013 εξώδικη δήλωση, με την οποία την κάλεσε να αποδέχεται την εργασία της, με τους ίδιους όρους που ίσχυαν πριν τις 8-7-2013. Ότι, κατά τη διάρκεια της νόμιμης απουσίας της από την εργασία και έως την άσκηση της αγωγής, μεταφέρθηκαν σταδιακά από την πρώτη εναγόμενη – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης προς την τρίτη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης – πρώτη εκκαλούσα της υπό στοιχείο α εταιρία με την επωνυμία «_______ _________ __________ __________» που, επίσης, δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών ασφάλειας και νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της είναι ο τέταρτος εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος της υπό στοιχείο β’ έφεσης – δεύτερος εκκαλών της υπό στοιχείο α, ________ __________, το 90% των πελατών της, καθώς και είκοσι εννέα (29) εργαζόμενοι από τους τριάντα (32) πραγματικά απασχολούμενους σε αυτήν, ενώ, επιπλέον μεταβιβάστηκε και όλος ο εξοπλισμός της, με συνέπεια, ενόψει και της ταυτότητας του αντικειμένου της δραστηριότητάς τους, αλλά και του γεγονότος ότι η εταιρία «_________ __________ _________ _________» ιδρύθηκε από τον __________ _______________ και τον πέμπτο εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο της υπό στοιχείο β’ έφεσης, ________ _____________, ο οποίος ήταν και ο πραγματικός εκπρόσωπος της αρχικής εργοδότριας εταιρίας «________ __________ ______________ ______________ _______________», να επέλθει μεταβίβαση της επιχείρησης και συνέχιση της επιχειρησιακής δραστηριότητας της πρώτης των ως άνω εταιριών από τη δεύτερη. Ότι η άρνηση αποδοχής των προσηκόντως προσφερόμενων υπηρεσιών της, τόσο από την αρχική, όσο και από τη διάδοχο εργοδότρια, τις κατέστησε υπερήμερες, με συνέπεια να της οφείλονται μισθοί για το χρονικό διάστημα από 8-7-2013 έως 30-6-2014 [πιθανολογούμενος χρόνος συζήτησης της αγωγής], καθώς και επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013, ενώ, επιπλέον, έλαβε χώρα και υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς της εκ μέρους του δευτέρου εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου της υπό στοιχείο β’ έφεσης, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της πρώτης και του πέμπτου εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου της ίδια έφεσης, «πραγματικού» εκπροσώπου της πρώτης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο, με συνέπεια να υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, παραιτούμενη του αιτήματος υποχρέωσης της πρώτης εναγόμενης – εφεσίβλητης της υπό στοιχείο β’ έφεσης και της τρίτης εναγόμενης – εφεσίβλητης της ίδιας έφεσης και πρώτης εκκαλούσας της υπό στοιχείο α’ να αποδέχονται την εργασία της και να την απασχολούν πραγματικά, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών της από μέρους της πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο β’ έφεσης και της τρίτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης της υπό στοιχείο β’ έφεσης – πρώτης εκκαλούσας της υπό στοιχείο α’ είναι αντισυμβατική, παράνομη και καταχρηστική και, κατόπιν μετατροπής μέρους του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν η πρώτη εναγόμενη και εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης, η τρίτη εναγόμενη και εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης – πρώτη εκκαλούσα της υπό στοιχείο α’ και ο τέταρτος εναγόμενος και εφεσίβλητος της υπό στοιχείο β’ έφεσης – δεύτερος εκκαλών της υπό στοιχείο α’, ως ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της τρίτης εναγομένης, να της καταβάλουν εις ολόκληρον 24.068,17 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 8-7-2013 έως 30-6-2014, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστος μισθός κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να της καταβάλουν εις ολόκληρον 2.124,64 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής του και 20.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζήτησε να απαγγελθεί κατά του δεύτερου εναγομένου – εφεσιβλήτου της υπό στοιχείο β’ έφεσης, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης, καθώς και κατά του πέμπτου εναγομένου – εφεσιβλήτου της υπό στοιχείο β’ έφεσης, «πραγματικού» εκπροσώπου της πρώτης, προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους στον καθένα, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. (Β). Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’, με την από 16-1-2015 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 509/9-2-2015) αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, επικαλούμενη τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε με την, ως άνω, από 18-2-2014 αγωγή, καθώς και ότι η πρώτη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης και η τρίτη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης – πρώτη εκκαλούσα της υπό στοιχείο α’ εξακολούθησαν να μην αποδέχονται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία της και για το χρονικό διάστημα από 1-7-2014 έως 31-12-2014, οπότε καταγγέλθηκε από μέρους τους σιωπηρά η σύμβαση εργασία της, ζήτησε, μετατρέποντας μέρος του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών της είναι αντισυμβατική, παράνομη και καταχρηστική, να υποχρεωθούν η πρώτη εναγόμενη και εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης, η τρίτη εναγόμενη και εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης – πρώτη εκκαλούσα της υπό στοιχείο α’ και ο τέταρτος εναγόμενος και εφεσίβλητος της υπό στοιχείο β’ έφεσης – δεύτερος εκκαλών της υπό στοιχείο α’, ως ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της τρίτης εναγομένης, να της καταβάλουν εις ολόκληρον 19.036,92 ευρώ για αποζημίωση λόγω καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής της και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να της καταβάλουν εις ολόκληρον 12.238,02 ευρώ για μισθούς του χρονικού διαστήματος από 1-7-2014 έως 31-12-2014, 1.062,33 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2014, 2.124,65 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2014, 1.019, 84 ευρώ για επίδομα άδειας 2014, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής έκαστου μισθού και επιδόματος και 10.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση, διότι η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών της έλαβε χώρα υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς της εκ μέρους του δευτέρου εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου της υπό στοιχείο β’ έφεσης, προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της πρώτης και του πέμπτου εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου της ίδια έφεσης, «πραγματικού» εκπροσώπου της πρώτης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να απαγγελθεί κατά του δεύτερου εναγομένου – εφεσιβλήτου της υπό στοιχείο β’ έφεσης, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης, καθώς και κατά του πέμπτου εναγομένου – εφεσιβλήτου της υπό στοιχείο β’ έφεσης, «πραγματικού» εκπροσώπου της πρώτης, προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους στον καθένα, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού διέταξε την ένωση και συνεκδίκαση των αγωγών α) απέρριψε την υπό στοιχείο Α’ αγωγή ως προς τους δεύτερο και πέμπτο και την υπό στοιχείο Β’ ως προς τους πρώτη, δεύτερο και έμπτο των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης, β) απέρριψε την υπό στοιχείο Β’ αγωγή, κατά το αίτημα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ως αόριστη, γ) δέχθηκε εν μέρει την υπό στοιχείο Δ’ αγωγή, υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης, την τρίτη εναγομένη – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης και πρώτη εκκαλούσα της υπό στοιχείο α και τον τέταρτο εναγόμενο – εφεσίβλητο της υπό στοιχείο β’ έφεσης και δεύτερο εκκαλούντα της υπό στοιχείο α’ να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ το ποσό των 14.114,49 ευρώ, της πρώτης ευθυνόμενης έως του ποσού των 9.790,41 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 8-7-2013 έως 6-2-2014, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του μήνα για .κάθε μισθό και αναγνώρισε ότι υποχρεούνται να της καταβάλουν εις ολόκληρον και το ποσό των 7.145,65 ευρώ, από το οποίο 2.145,65 ευρώ που αφορά επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013, με το νόμιμο τόκο από 1-1-2014 και 5.000,00 ευρώ που αφορά χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και γ) δέχθηκε εν μέρει την υπό στοιχείο Β’ αγωγή και αναγνώρισε ότι η τρίτη και ο τέταρτος εναγόμενοι – εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο β’ έφεσης και εκκαλούντες της υπό στοιχείο α’ υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ το ποσό των 1.257,80 ευρώ για επίδομα άδειας 2014 και αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2014, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, ήτοι από 7-2-2014. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι με τις υπό κρίση εφέσεις, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας οι μεν εκκαλούντες της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τρίτη και τέταρτος εναγόμενοι να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που έγιναν δεκτές οι αγωγές ως προς αυτούς, ώστε να απορριφθούν στο σύνολό τους, η δε εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ έφεσης – ενάγουσα να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που απέρριψε τις αγωγές, ώστε να γίνουν αυτές δεκτές στο σύνολό τους.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 946 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 52 παρ. 1 του Ν. 3994/2011, αν ο οφειλέτης δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στη περίπτωση που δεν την εκτελέσει τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ υπέρ του δανειστή και σε προσωπική κράτηση έως ένα (1) έτος. Ο δικαιούχος της απαίτησης υπέρ της οποίας διατάχθηκε η χρηματική ποινή, αφότου η απόφαση καταστεί τίτλος εκτελεστός, δικαιούται να λάβει απόγραφο και να κοινοποιήσει βάσει αυτού επιταγή προς εκτέλεση, ο δε καθ’ ου η εκτέλεση υποχρεούται εντός του τριημέρου του άρθρου 926 παρ. 1 ΚΠολΔ να προβεί στην επιχείρηση της πράξης. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία εκτέλεσης ο δανειστής δικαιούται να προβεί σε έμμεση εκτέλεση, σύμφωνα με το άνω άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία αφορά πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη, επιδιώκοντας τη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση, προκειμένου να εξαναγκάσει τον οφειλέτη σε συμμόρφωση με το κύριο περιεχόμενο της απόφασης. Οι δη μιουργούμενες δε, κατά τη διάρκεια της εργασιακής σύμβασης, υποχρεώσεις των μερών, όπως και αυτή του εργοδότη να απασχολεί τον εργαζόμενο και να αποδέχεται τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013 και καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευσή του υποθέσεις (άρθρο 98 παρ. 1), είναι δεκτικές εξαναγκασμού με τα μέσα του άρθρου 946 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. ΟλΑΠ 2/1995, ΑΠ 198/2014, ΑΠ 193-194-195/2014, ΑΠ 190/2014, ΑΠ 188/2014, ΑΠ 966/2009, ΑΠ 255/2005, ΕφΑΘ 8860/2006, ΕφΠατρ 1241/2006 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων του, τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 ΑΚ, αντιπροσωπεύουν αυτό και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή τον παραλείψαντα, που ευθύνεται σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, στην ανώνυμη εταιρία ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής δεν έχει μεν προσωπική ευθύνη για τα χρέη της εταιρίας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη του από αδικοπραξία υπό τη συνδρομή των οριζομένων στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ προϋποθέσεων (ΑΠ 28/2011). Η αρχή, δηλαδή, της μη ευθύνης του νομίμου εκπροσώπου δεν ισχύει όταν υπάρχει ευθύνη του από αδικοπραξία, κατά τις γενικές αρχές, οπότε θεμελιώνεται και ιδιαίτερη αυτού ευθύνη. Περαιτέρω, προσωπική κράτηση δύναται να απαγγελθεί και κατά του εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας για χρηματική απαίτηση από αδικοπραξία, στην έννοια της οποίας εμπίπτουν και οι απαιτήσεις χρηματικής απαίτησης για την αποκατάσταση ηθικής βλάβης (βλ. X. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, 4η έκδ., υπό το άρθρο 1047, αρ. 6), καθόσον η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1047 του ΚΠολΔ αναφέρεται μόνο στην απαγόρευση της προσωπικής κράτησης των εκπροσώπων ανωνύμων εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης για χρέη εμπορικά ή από δικαιοπραξία που βαρύνουν μόνο το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία, που βαρύνουν το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στα πλαίσια των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (βλ. ΑΠ 271/2015, ΑΠ 1353/2011, ΑΠ 157/2010, ΑΠ 136/2010, ΑΠ 29/2006 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 1047, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 62 του Ν. 3994/2011, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, ενώ, η απαγγελία της, ως μέσο εκτέλεσης, προϋποθέτει απαίτηση που είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό, σύμφωνα με το άρθρο 904 παρ. 2 ΚΠολΔ και, συνεπώς, πρέπει να ζητείται η επιδίκαση της απαίτησης από αδικοπραξία και όχι, απλώς, η αναγνώρισή της (βλ. X. Απαλαγάκη, ό.π, υπό το άρθρο 1047, αρ. 11, πρβλ. και ΕφΠειρ 420/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα της από 18-2-2014 αγωγής (υπό στοιχείο Α’) περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά των δευτέρου και πέμπτου εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εναγόμενων, ως εκπροσώπων της πρώτης εφεσίβλητης – εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, καθ’ ο μέρος στηρίζεται στο άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατέστη μη νόμιμο μετά την παραδεκτή παραίτηση της εκκαλούσας της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εφεσίβλητης της υπό στοιχείο β’- ενάγουσας από το αίτημα υποχρέωσης της πρώτης εφεσίβλητης – εναγομένης να αποδέχεται τις υπηρεσίες της και να την απασχολεί πραγματικά, που σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, συνιστά πράξη που δεν μπορεί να επιχειρηθεί από άλλο, πλην του εργοδότη, πρόσωπο [και εν προκειμένω τους εκπροσώπους της εργοδότριας ανώνυμης εταιρίας], δεκτική εξαναγκασμού με τα μέσα του άρθρου 946 παρ. 1 ΚΠολΔ. Καθ’ ο δε μέρος το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης υποβάλλεται σε αμφότερες τις αγωγές ως μέσο εκτέλεσης της απαίτησης για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που η εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’- ενάγουσα επικαλείται ότι υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς της εκ μέρους των δευτέρου και πέμπτου εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εναγομένων, εκπροσώπων της πρώτης εφεσίβλητης – εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή για απαίτηση από αδικοπραξία των εκπροσώπων της εργοδότριας ανώνυμης εταιρίας [δοθέντος ότι δεν μπορεί να επιβληθεί προσωπική κράτηση των εκπροσώπων της α.ε για χρέη από δικαιοπραξία που βαρύνουν μόνο το νομικό πρόσωπο], είναι, επίσης, μη νόμιμο, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, διότι το περί χρηματικής ικανοποίησης αίτημα μετατράπηκε σε αναγνωριστικό σε αμφότερες τις αγωγές και, επιπλέον, η απαίτηση για την οποία ζητείται η προσωπική κράτηση υπολείπεται, σε κάθε μία των αγωγών, του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εν μέρει με την ίδια, ως άνω, αιτιολογία και εν μέρει με ελλιπή, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης αμφοτέρων των αγωγών και συνακόλουθα τις αγωγές ως προς τους δεύτερο και πέμπτο των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εναγομένων, αφού ζητήθηκε μόνο η προσωπική τους κράτηση και δεν συνδέθηκαν αυτοί με κάποιο άλλο αίτημα των αγωγών, ορθά εφάρμοσε το νόμο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον έκτο λόγο της υπό στοιχείο β’ έφεσης κρίνονται κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα. Σημειώνεται ότι ο λόγος αυτός, κατά το μέρος που πλήττει και την επάλληλη αιτιολογία της εκκαλουμένης, με την οποία κρίθηκε ότι το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του πέμπτου εφεσιβλήτου της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εναγομένου είναι και αόριστο, είναι αλυσιτελής, αφού το διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς επί της κύριας αιτιολογίας (βλ. ΑΠ 429/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Σαμουήλ, Η έφεση, Ε έκδ., παρ. 542).

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 525 ΚΠολΔ «Κάθε αίτηση που έχει υποβληθεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της έφεσης και της δευτεροβάθμιας δίκης και αν δεν έχει αποφανθεί γι’ αυτήν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (παρ. 1). Είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη ακόμη και εάν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη (παρ. 2). Επιτρέπεται στη δευτεροβάθμια δίκη να υποβληθούν με τις προτάσεις αιτήσεις για παρεπόμενες απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση ή αιτήσεις για αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της απόφασης (παρ. 3)». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι κάθε μεταβολή (επέκταση, αλλαγή κλπ.) του αιτήματος της αγωγής στην κατ’ έφεση δίκη είναι απαράδεκτη, ανεξαρτήτως εάν ο ενάγων έχει σ’ αυτήν τη θέση εκκαλούντος ή εφεσίβλητου, κατ’ εξαίρεση όμως επιτρέπεται: α) η μεταβολή του αντικειμένου της αγωγής με άλλο ή την αξία του ή το διαφέρον, εφόσον μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης επήλθαν γεγονότα που επέφεραν κατά το ουσιαστικό δίκαιο αλλοίωση της ενοχής και β) η επέκταση του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής εφόσον πρόκειται να ζητηθεί η επιδίκαση παρεπομένων απαιτήσεων που γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη οριστική απόφαση. Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 12 παρ. 2 και 283 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι δεν μπορεί να εισαχθεί για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτοτελές αίτημα που δεν φέρει το χαρακτήρα του παρεπομένου της απαίτησης της κυρίας δίκης και αν τυχόν εισαχθεί απορρίπτεται ως απαράδεκτο και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΕφΘεσ 415/2008 ΕφΑστΔ 2008.578). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έβδομο λόγο της υπό στοιχείο β’ έφεσης η εκκαλούσα – ενάγουσα, ισχυριζόμενη ότι για την καταβολή των αιτούμενων με τις αγωγές της αποδοχών υπερημερίας υφίσταται εις ολόκληρον ευθύνη και των δευτέρου και πέμπτου των εφεσιβλήτων – εναγομένων, ως εκπροσώπων της πρώτης εφεσίβλητης – εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, εργοδότριας, παραπονείται για την απόρριψη των αγωγών της ως προς αυτούς. Ο λόγος αυτός, ωστόσο, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθόσον με τις αγωγές επί των οποίων εκδόθηκε η εκκαλουμένη, όπως το περιεχόμενο και αιτήματα αυτών εκτέθηκαν ανωτέρω, ζητήθηκε μόνο η απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των δευτέρου και πέμπτου εφεσιβλήτων – εναγομένων ως μέσον εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, όχι δε και η καταδίκη τους εις ολόκληρον με τους λοιπούς εφεσιβλήτους – εναγομένους στην καταβολή αποδοχών υπερημερίας. Καθ’ ο δε μέρος με τον άνω λόγο της υπό στοιχείο β’ έφεσης προβάλλεται για πρώτη φορά αίτημα καταδίκης και των δευτέρου και πέμπτου εφεσιβλήτων – εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον μετά των λοιπών, τούτο είναι προεχόντως απαράδεκτο [πέραν του ότι δεν στηρίζεται και στο νόμο, διότι οι εκπρόσωποι της α.ε δεν ευθύνονται ατομικά για τα συμβατικά χρέη της εταιρίας], αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν μπορεί να εισαχθεί για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτοτελές αίτημα που δεν φέρει το χαρακτήρα του παρεπομένου της απαίτησης της κυρίας δίκης και αν τυχόν εισαχθεί απορρίπτεται ως απαράδεκτο και αυτεπαγγέλτως. Κατ’ ακολουθίαν και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της υπό στοιχείο β’ έφεσης που να πλήττει την εκκαλουμένη αναφορικά με τους δεύτερο και πέμπτο των εφεσιβλήτων – εναγομένων, πρέπει ως προς αυτούς η, ως άνω, έφεση ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν.

Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Για να είναι παραδεκτή και σύννομη η σχετική αίτηση, πρέπει να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και να εκτίθενται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή, ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού (βλ. ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 1067/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ έφεσης – ενάγουσα με τις κατατεθείσες στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις της υπέβαλε αίτημα επίδειξης: α) των εγγράφων – συμβολαίων από τα οποία αποδεικνύεται η διακοπή της συνεργασίας της πρώτης εφεσίβλητης – εναγομένης με τις εταιρίες ________ _____________ ______________ ________________________________, β) των εγγράφων – συμβολαίων από τα οποία αποδεικνύεται η συνεργασία της τρίτης εφεσίβλητης – εναγομένης με τις ως άνω εταιρίες και γ) των φορολογικών δηλώσεων και ισολογισμών των ετών 2012, 2013 και 2014 της τρίτης εφεσίβλητης – εναγομένης. Το αίτημα αυτό, με το ανωτέρω περιεχόμενο, είναι απαράδεκτο, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, διότι, αναφορικά με τα υπό στοιχεία α και β’ έγγραφα (συμβόλαια), δεν γίνεται επίκληση της κατοχής τους από τις αντίδικες εταιρίες και δεν προσδιορίζεται σαφώς το κάθε έγγραφο και το περιεχόμενο του, ενώ αναφορικά με τα υπό στοιχείο γ’ έγγραφα (φορολογικές δηλώσεις και ισολογισμούς), δεν εκτίθενται περιστατικά ?από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον της εκκαλούσας – ενάγουσας για την επίδειξή τους και ειδικότερα ότι τα έγγραφα αυτά είναι πρόσφορα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε το σχετικό αίτημα ως απαράδεκτο, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πέμπτο λόγο της υπό στοιχείο β’ έφεσης κρίνονται κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα.

Κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013, «Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού». Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχόλησής του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια. Ειδικότερα, για την ευδοκίμηση της ως άνω ένστασης του εργοδότη απαιτείται ο τελευταίος να επικαλεσθεί και αποδείξει: α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης, β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού και γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή (βλ. ΑΠ 118/2017, ΑΠ 606/2017, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 394/2016, ΑΠ 363/2015, ΑΠ 223/2014 ΤΝΉ «ΝΟΜΟΣ»), Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τρίτη και τέταρτος των εναγομένων, με επιγραμματική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, και εκτενέστερη αναφορά στις κατατεθείσες στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις, ισχυρίστηκαν, επικουρικά, προς αντίκρουση αμφοτέρων των αγωγών, ότι το δικαίωμα της εφεσίβλητης της υπό στοιχείο α’ έφεσης – ενάγουσας να αξιώνει μισθούς υπερημερίας ασκείται καταχρηστικά, καθόσον παρέμεινε ηθελημένα άνεργη αποφεύγοντας αδικαιολόγητα να εξεύρει εργασία, παρόλο που διέθετε προϋπηρεσία και εμπειρία σε περισσότερους του ενός τομείς, ανήκε στην ηλικιακή ομάδα πληθυσμού που επλήγη λιγότερο από την ανεργία και, επιπλέον, ο ΟΑΕΔ είχε θέσει σε λειτουργία ειδική υπηρεσία αναζήτησης εργαζομένων ανά πόλη, ειδικότητα και προσόντα, ενώ το ΑΣΕΠ ανήρτησε στις 5-7-2013, 31-7-2013 και 28-2-2014 τις αναφερόμενες διαθέσιμες θέσεις φυλάκων και προσωπικού ασφαλείας στα πλαίσια προγράμματος Κοινωφελούς Εργασίας. Ωστόσο, με το ανωτέρω περιεχόμενο, ο ισχυρισμός είναι αόριστος, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, καθόσον δεν γίνεται μνεία περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι η μη απασχόληση αλλού της εφεσίβλητης της υπό στοιχείο α έφεσης – ενάγουσας είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη, όπως ότι της προσφέρθηκε πράγματι εργασία ισότιμη ή ανάλογη με την εργασία που παρείχε και συγκεκριμένα εργασία υπαλλήλου γραφείου και όχι φύλακα και δεν την αποδέχθηκε αδικαιολόγητα και κακόβουλα, ενώ επιπλέον δεν αναφέρονται ούτε οι αποδοχές που θα αποκόμιζε από την προσφερόμενη εργασία που θα εκτελούσε με τις ίδιες συνθήκες και όρους ανάλογα προς την ειδικότητα και την ικανότητά της, χωρίς ν’ αρκεί απλώς η αναφορά περιγραφικών και αξιολογικών εκφράσεων περί δυνατότητας εύρεσης εργασίας και δόλιας αποφυγής της. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε αόριστη την εν λόγω, επικουρικά προταθείσα, ένσταση, ορθά εφήρμοσε το νόμο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον τέταρτο λόγο της υπό στοιχείο α’ έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται προς δευτεροβάθμια κρίσή η ένσταση αυτή, κρίνονται κατ’ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 «Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Τό ίδιο ορίζεται και με το άρθρο 9 παρ. 1 του β.δ. της 18.7.1920 αναφορικά με τους εργάτες και υπηρέτες, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κ.ν 3514/1928, αν μεταβληθεί το πρόσωπο του εργοδότη, οι υποχρεώσεις του, που καθιερώνει το νομοθέτημα αυτό για την περίπτωση στράτευσης των ιδιωτικών υπαλλήλων, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο νέο εργοδότη. Επίσης, το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 3239/1955 για τις συλλογικές διαφορές εργασίας όριζε ότι η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη δεν επιδρά στην εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση εργασίας, τα δε δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτή μεταβιβάζονται αυτοδικαίως για το μέλλον στους διαδόχους του. Κατά δε το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του π.δ 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας, «Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο, μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, το διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας». Εί προαναφερθείσα Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50 Οδηγία. Ήδη ισχύει το π.δ. 178/2002 «Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την ως άνω Οδηγία 98/50/Ε.Κ του Συμβουλίου», κατά το άρθρο 4 του οποίου, διά της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στον διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας, μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος (παρ. 1). Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, μετά τη μεταβίβαση, ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας (παρ. 2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου π.δ, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθεαυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων. Η διάταξη του προηγουμένου εδαφίου δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως, που συνεπάγονται μεταβολές εργατικού δυναμικού (παρ. 1). Αν η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας σε βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσης θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη (παρ. 2). Συνεπώς, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρησιακής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, εφόσον δηλαδή συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδά, η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση και διατηρεί αυτή, υπό το νέο φορέα, την ταυτότητά της με τον ίδιο ή διάφορο τίτλο ή μορφή (βλ. ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 35.1252, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48.1405, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48.469). Ο τρόπος της μεταβίβασης δεν ενδιαφέρει, αλλά αρκεί το πραγματικό γεγονός ότι ο παλαιός εργοδότης χάνει την ιδιότητα του φορέα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και ο διάδοχός του αποκτά την ιδιότητα αυτή, έστω και προσωρινά. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (βλ. ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 35.1252, ΑΠ 14/2012, ΑΠ 200/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48.1405, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48.469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35.1311). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων (βλ. ΟλΑΠ 5/1994 ό.π, ΑΠ 200/2009, ΑΠ 1468/2007, ΑΠ 1551/2006, ΑΠ 389/2005 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1002/2004 ΕλλΔνη 2005.445). Ως εκ τούτων, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε, από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό (βλ. ΑΠ 14/2012 ΝοΒ 2012.2005). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από το νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (βλ. ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258). Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο εργοδότη (βλ. ΑΠ 390/2008 ΔΕΝ 64.1517). Ακόμη, ο προηγούμενος εργοδότης, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το νέο εργοδότη, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ 178/2002 (βλ. ΑΠ 1833/2017, ΑΠ 1148/2017 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 525/2013 ΔΕΕ 2013.1200, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 318/2010 ΙΝΏ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 και 167 του ΑΚ, συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, η οποία παράγει νομική ενέργεια από τότε που θα περιέλθει σε εκείνον που απευθύνεται και ως δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης μπορεί να γίνει και σιωπηρά, με πράξεις από τις οποίες συνάγεται σαφώς και κατά τρόπο αναμφίβολο η θέληση του καταγγέλλοντος να λύσει τη σύμβαση. Τέτοια σιωπηρή καταγγελία αποτελεί και η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες σ’ αυτόν υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η άρνηση αυτή συνοδεύεται από περιστάσεις, από τις οποίες προκύπτει αναμφίβολα και γίνεται αντιληπτό από τον μισθωτό ότι ο εργοδότης εκδήλωσε τη θέλησή του για λύση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας (βλ. ΑΠ 246/2013, ΑΠ 1409/2005 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Γ’ έκδ., παρ. 1759). Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ________ ________ και _______ _______ που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τις 4425/24-6-2014 και 6281/8-10-2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών των ___________ __________ και ______ _______, αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εναγομένων, εκ των οποίων η τρίτη και ο τέταρτος και εκκαλούντες της υπό στοιχείο α’ σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την έμμεση κατάργησή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (βλ. τις 6068, 6069, 6071/13-6-2014, 6080, 6081/17-6-2014, 6242, 6243, 6245, 6246 και 6247/6-10-2014 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Δήμητρας Χρυσού και τις από 11-6-2014 και 2-10-2014 κλήσεις – γνωστοποιήσεις εξέτασης μαρτύρων), καθώς και από τα έγγραφα που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι 9254 και 9287/5-11-2013 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών των __________ _____________ και ____________ __________, αντίστοιχα, που δόθηκαν στα πλαίσια δίκης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων πριν από την άσκηση των αγωγών και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον δεν ελήφθησαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη (βλ. ΑΠ 736/2016, ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), πλην: α) του 636/23-5-2013 και β) του 634/17-5-2013 δελτίων αποστολής, έκδοσης αμφοτέρων της εταιρίας «______________________________________________________________________», γ) του πελατολόγιου της εταιρίας «________ ________», δ) του 476221/22-11-2012 τιμολογίου, ε) του 1848326/5-11-2012 τιμολογίου, στ) του 1848096/5-11-2012 τιμολογίου, έκδοσης και των τριών της εταιρίας «________ ________  ___________» και ζ) του 098818 τιμολογίου έκδοσης της εταιρίας «________ ________  ___________», τα οποία ουδόλως λαμβάνονται υπόψη, καθόσον προσκομίστηκαν, τα μεν υπό στοιχεία α’ και β’ από την εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ – ενάγουσα, τα δε υπό στοιχεία γ’ έως και ζ’ από τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τρίτη, τέταρτο και πέμπτο των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ – εναγομένων, μετά το πέρας της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου με την προσθήκη στις προτάσεις τους και χωρίς να έχουν προταθεί για πρώτη φορά στο Δικαστήριο αυτό αυτοτελείς ισχυρισμοί ώστε να τείνουν στην αντίκρουσή τους (βλ. ΑΠ 616/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης και εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», προσέλαβε στις 5-11-2002 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’- ενάγουσα, ________ __________, προκειμένου να την απασχολήσει ως φύλακα, με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, αντί μηνιαίου μισθού 498,68 ευρώ. Η, ως άνω, εταιρία καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Αθηνών στις 23-9-1999 και, κατά τον καταστατικό της σκοπό, δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών ασφάλειας και ειδικότερα (Κυρίως): α) στην επιτήρηση ή φύλαξη κινητών και ακίνητων περιουσιακών αγαθών και εγκαταστάσεων, β) στην προστασία φυσικών προσώπων, γ) στην προστασία θεαμάτων, εκθέσεων, συνεδρίων, διαγωνισμών και αθλητικών εκδηλώσεων, δ) στην ασφαλή μεταφορά χρημάτων, αξιών και πολύτιμων αντικειμένων, ε) στην εγκατάσταση, συντήρηση και παρακολούθηση λειτουργίας μηχανημάτων και συστημάτων ασφαλείας και συναγερμού, πλην αυτών που τοποθετούνται σε αυτοκίνητα, στ) στην εκμετάλλευση κέντρων λήψης, ελέγχου και διαβίβασης σημάτων συναγερμού, ζ) στον έλεγχο με ειδικά μηχανήματα επιβατών και αποσκευών στους χώρους των αεροδρομίων και λιμένων, κατόπιν αδείας της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής αρχής, Ή) στην εκπόνηση μελετών και στο σχεδίασμά συστημάτων ασφαλείας, (Δευτερευόντως:) θ) στην παραγωγή, εισαγωγή ή εξαγωγή, αγορά, πώληση, διανομή, εκμίσθωση και εμπορία παντός είδους μηχανημάτων και συστημάτων ασφαλείας και μηχανημάτων καταμέτρησης και προστασίας χρημάτων, αξιών και πολύτιμων αντικειμένων, καθώς και στην αντιπροσώπευση οίκων του εξωτερικού για όλα τα ανωτέρω είδη και για όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες ασφάλειας, φύλαξης και προστασίας, ι) στην παραγωγή, εισαγωγή ή εξαγωγή, αγορά, πώληση, διανομή, εκμίσθωση και εμπορία γενικότερα τεχνολογικών προϊόντων, μηχανημάτων και συστημάτων και στην αντιπροσώπευση οίκων του εξωτερικού γι’ αυτά, ια) στην οργάνωση και παροχή υπηρεσιών καθαρισμού κτιρίων και εγκαταστάσεων, ανοικτών και κλειστών ή ελεγχόμενων χώρων, αεροδρομίων, λιμένων και ακτών, ιβ) στις υπηρεσίες συμβούλου σε θέματα προσωπικής ασφάλειας και ασφάλειας εγκαταστάσεων, τεχνικοοικονομική αξιολόγηση προσφορών για συστήματα και μηχανήματα ασφάλειας και παρακολούθηση και εποπτεία των έργων εγκατάστασης και λειτουργίας αυτών, ιγ) στην παροχή υπηρεσιών συμβούλων και στην εκπόνηση οικονομοτεχνικών μελετών για θέματα περιβάλλοντος και για θέματα σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα ευρωπαϊκά προγράμματα γενικότερα και ιδ) στην οργάνωση και υλοποίηση σεμιναρίων ενημέρωσης, επιμόρφωσης και εκπαίδευσης προσωπικού και επί μέρους ατόμων για επαγγελματική κατάρτιση γενικά και ειδικότερα για υπηρεσίες ασφάλειας και προστασίας. Μεταξύ των μετόχων της εταιρίας ήταν ο Κωνσταντίνος Κατραμάδος [πέμπτος εναγόμενος και εφεσίβλητος της υπό στοιχείο β’ έφεσης που ήδη απορρίφθηκε ως προς αυτόν], ο οποίος μέχρι τις 21-2- 2011 κατείχε 30.000 μετοχές από τις 100.000 ονομαστικές μετοχές, στις οποίες διαιρείτο το μετοχικό κεφάλαιο (βλ. το από 21-2-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης μετοχών – αποχώρησης μετόχου – είσοδος νέου μετόχου), ενώ, επιπλέον, διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου από το έτος 2004 (ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ 12626/13-10-2004) και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος από 27-6-2006 έως 15-6-2009, έχοντας εξουσία δέσμευσης της εταιρίας με μόνη την υπογραφή του (ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ 6302/23-6-2006). Ακολούθως, από τη γενική συνέλευση και το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας εκλέχθηκε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο _________ ____________ (ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ 7712/3-7-2009) και εν συνεχεία ο _________________ – ________________  _________________ [δεύτερος εναγόμενος και εφεσίβλητος της υπό στοιχείο β’ έφεσης που ήδη απορρίφθηκε ως προς αυτόν (ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ & ΓΕΜΗ 1681/14-3-2013)]. Τα ανωτέρω πρόσωπα, ωστόσο, τυπικά και μόνο φέρονταν ως εκπρόσωποι της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», αφού, ο μεν _________ _________ έπασχε από άνοια τύπου Alzheimer (βλ. την από 25-9-2012 ιατρική γνωμάτευση της ψυχιάτρου __________ ___________, το από 5-2-2013 ιατρικό σημείωμα της νευρολόγου ________ ___________ και την 6281/8-10-2014 ένορκη βεβαίωση του _________ _________ του __________ ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών), ο δε _________ – _________ _____________, σύμφωνα με έρευνα του Τμήματος __________________________________________, ήταν «επ’ αμοιβή διευθύνων σύμβουλος» σε εννέα (9) ανώνυμες εταιρίες (βλ. στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την κατάθεση του μάρτυρος _________ ___________). Την ουσιαστική διαχείριση της εταιρίας ασκούσε ο __________ __________ από κοινού με τον αδελφό του, ________ __________, δεύτερο εκκαλούντα της υπό στοιχείο α’ έφεσης και τέταρτο εφεσίβλητο της υπό στοιχείο β’ – εναγόμενο, ο οποίος ήταν και ο υπεύθυνος πωλήσεων από το έτος 2006 έως τις 28-2-2013, καθόσον αποδείχθηκε ότι ήταν τα μοναδικά πρόσωπα που διαχειρίζονταν όλες τις εταιρικές υποθέσεις, διαπραγματεύονταν τα συμβόλαια φύλαξης, αποφάσιζαν για τις προλήψεις και απολύσεις του προσωπικού, καθώς και οι μόνοι στους οποίους απευθύνονταν οι μεν εργαζόμενοι για εργασιακά ζητήματα αναγνωρίζοντάς τους ως «εργοδότες», οι δε πελάτες για θέματα που ανέκυπταν στα πλαίσια της συνεργασίας τους με την εταιρία (βλ. στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά την κατάθεση του μάρτυρος _________ __________ αλλά και αυτή του μάρτυρος _______ ________, που εξετάστηκε μ’ επιμέλεια των εκκαλούντων της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τρίτης, τετάρτου και πέμπτου των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ – εναγομένων, ο οποίος αναφέρει τον ________ _____________ ως «συντονιστή» της εταιρίας). Η κρίση αυτή ενισχύεται και από την .4425/24-6-2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών της _________ , Διευθύντριας Προσωπικού της εταιρίας «_____ _______  _______ ___», που μέχρι το έτος 2013 ανέθετε τη φύλαξη των εγκαταστάσεών της στην «___________ _________ ___________ _________ ___________ __________ _________ ___________ _____», η οποία αναφέρει ότι για όλες τις συμβάσεις φύλαξης με την ως άνω εταιρία, η ίδια, ως υπεύθυνη του ελέγχου και της σύναψης συμβολαίων ασφάλειας, συνδιαλεγόταν με τους _________ ___________ και ________ _____________, οι οποίοι εμφανίζονταν ως αποκλειστικά υπεύθυνοι της εταιρίας και διαχειρίζονταν και εκπροσωπούσαν αυτή, αφήνοντας να γίνει κατανοητό στους τρίτους ότι η ______________ ήταν δική τους εταιρία. Επίσης, ενισχύεται και από την δοθείσα στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων, όπως θα εκτεθεί ακολούθως, 9287/5-11-2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών της _________ ________, __________ ___________ _____________ από 1-6-2008 έως 30-11-2010 της εταιρίας «____ ___________», τη φύλαξη των εγκαταστάσεων της οποίας είχε αναλάβει η εταιρία «______________________________________________________________________», αφού και η ανωτέρω αναφέρει ότι οι διαπραγματεύσεις για την επίτευξη της συνεργασίας μεταξύ των εταιριών έγιναν μεταξύ αυτής και του __________ ________________, ο οποίος διοικούσε την εταιρία, διαχειριζόταν τις εταιρικές υποθέσεις και ενέκρινε τις οικονομικές προσφορές και τους όρους συνεργασίας. Στα πλαίσια της επίδικης εργασιακής σύμβασης η ________ __________ απασχολήθηκε, για λίγους μόνο μήνες μετά την πρόσληψή της, ως φύλακας και, εν συνεχεία, τοποθετήθηκε, ως υπάλληλος, αρχικά στο Τμήμα Μελετών και ακολούθως στο Τμήμα Προσωπικού και στο Εμπορικό Τμήμα της εταιρίας. Υπό την, ως άνω, ιδιότητα του υπαλλήλου εργαζόταν από Δευτέρα έως και Παρασκευή, με ημερήσιο ωράριο από 09:00 έως 17:00, αντί μηνιαίου μισθού που ανήλθε στο ποσό των 2.039,67 ευρώ, τα δε καθήκοντά της συνίσταντο, ειδικότερα, στη σύνταξη των προσφορών για τη συμμετοχή της εταιρίας στους διαγωνισμούς, στις τιμολογήσεις των έργων και στην εξυπηρέτηση εν γένει των πελατών και την επικοινωνία με αυτούς, ενώ, επιπλέον, ήταν υπεύθυνη και για όλα τα θέματα του προσωπικού. Στις 23-4-2013 η ________ __________ γέννησε το πρώτο της τέκνο λαμβάνοντας την προβλεπόμενη από το νόμο άδειας λοχείας, εξαιτίας της οποίας απείχε νόμιμα από την εργασία της έως τις 7-7-2013. Κατά τη διάρκεια της απουσίας της, στα πλαίσια επικοινωνίας με τους συναδέλφους της, πληροφορήθηκε ότι η εργοδότριά της εταιρία «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________» δεν λειτουργούσε κανονικά και ότι μεγάλο μέρος του προσωπικού της απασχολείτο πλέον στην πρώτη εκκαλούσα της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τέταρτη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ – εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «________ ________ ___________ __________ ___________ ___________ ________ __________ _______________», της οποίας μόνος ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής τυγχάνει ο ________ __________. Πράγματι, στις 8-7-2013, η ________ __________ μετέβη στην έδρα της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», επί της Λεωφόρου _________ αρ. ____ στο __________ ____________, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία μετά τη λήξη της άδειας λοχείας, πλην όμως, η επιχείρηση δεν λειτουργούσε, τα γραφεία είχαν εγκαταλειφθεί, όπως πληροφορήθηκε και από τον ιδιοκτήτη – εκμισθωτή αυτών και ουδείς από το προσωπικό βρισκόταν στον τόπο εργασίας. Αμέσως προσέφυγε στο αρμόδιο ___________ ____________ __________ ___________ του __________ _________ ___________, όπου υπέβαλε την από 8-7-2013 αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς. Στην αίτηση αυτή, που συνιστά προδιατυπωμένο έντυπο, σημείωσε, ως αντικείμενο εργατικής διαφοράς, το πεδίο «Με απέλυσε χωρίς να μου δώσει χαρτί απόλυσης και αποζημίωση», αναγράφοντας επιπλέον στο πεδίο «άλλο αντικείμενο εργατικής διαφοράς» πέραν των προδιατυπωμένων υπό τους αριθμούς 1 έως 7, τα ακόλουθα: «Επέστρεψα από άδεια τοκετού και δεν υπήρχε κανείς στα γραφεία. Ο ιδιοκτήτης των γραφείων είπε ότι έχουν φύγει. Ουσιαστικά δεν έχω που να πάω να εργαστώ. Έχει καταγγείλει τη σύμβασή μου χωρίς να ενημερωθώ και να πάρω τα νόμιμα». Επίσης, ως υπεύθυνους της επιχείρησης, κατονόμασε τον _________ ___________ και τον ________ _____________, γνωστοποιώντας, επιπλέον, και τα στοιχεία της εταιρίας «________ ________ ____________ _________ __________ _________ _________ _________ ___________», λόγω των πληροφοριών που είχε αναφορικά με τη μεταφορά σε αυτή μεγάλου αριθμού εργαζομένων της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», θέτοντας υπόψη του Τμήματος _________ ________ __________ την πιθανότητα μεταβίβασης της επιχείρησης της ως άνω εταιρίας στην εταιρία «________ ________ ____________ __________ ___________ __________ ___________ ___________ ____________» (βλ. την από 8-7-2013 αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς και το 169630/55830/2013/23- 12-2013 έγγραφο της ανεξάρτητης αρχής «Συνήγορος του Πολίτη»), Την επόμενη ημέρα επέδωσε στην «______________________________________________________________________», την από 8-7-2013 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκληση, με την οποία της δήλωσε την προσφορά της εργασίας της, καλώντας την εταιρία να της γνωστοποιήσει το ωράριο απασχόλησης και ειδικότερα αν θα είναι μειωμένο λόγω της γέννησης του τέκνου της και να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, σύμφωνα με την υφιστάμενη μεταξύ τους εργασιακή σύμβαση (βλ. την από 8-7-2013 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκληση και την 7936/9-7-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Ευσταθίας Θεοδωροπούλου, σε συνδυασμό με την από 9-7-2013 απόδειξη παραλαβής θυροκολληθέντος εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας, λόγω απουσίας του Διοικητή, του Α.Τ ____________ και την από 11-7-2013 βεβαίωση ταχυδρόμησης συστημένης επιστολής των ΕΛ.ΤΑ). Σε απάντηση της, ως άνω, εξωδίκου η εταιρία «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________» επέδωσε στην ________ __________, στις 9-8-2013, εξώδικη δήλωση – γνωστοποίηση, με την οποία της δήλωσε ότι δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει και απασχολήσει το εργατικό δυναμικό της καθόσον ο κύκλος εργασιών της έχει εκμηδενιστεί, γνωστοποιώντας της, συγχρόνως, ότι οι εργαζόμενοι αναγκαστικά θα απασχοληθούν εκ νέου σε περίπτωση που της ανατεθεί έργο φύλαξης (βλ. την από 9-8-2013 εξώδικη δήλωση – γνωστοποίηση και την επί αυτής από 9-9-2013 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας Ευφροσύνης Βουγιουκλάκη). Εν συνεχεία, η ________ __________ επέδωσε στην εργοδότρια εταιρία την από 27-8-2013 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, με την οποία δήλωσε ότι εμμένει στην προσφορά των υπηρεσιών της, δυνάμει της υφιστάμενης εργασιακής σύμβασης, καλώντας την εργοδότρια να τις αποδέχεται και να την απασχολεί πραγματικά (βλ. την από 27-8-2013 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση και την 781/2-9-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Μάρθας Χρυσού), ενώ, ακολούθως, εμμένοντας στην προσφορά της εργασίας της, άσκησε σε βάρος της τελευταίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 5-9-2013 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η εργοδότρια εταιρία να αποδέχεται προσωρινά την εργασία της (βλ. την από 5-9-2013 αίτηση και την επ’ αυτής εκδοθείσα 699/2014 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα ως μη νόμιμο με την αιτιολογία ότι η αποδοχή του θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος). Η, ως άνω, διαπιστωθείσα από την ________ __________ κατά τη λήξη της νόμιμης αδείας της, μη λειτουργία της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», συνιστά απλά πραγματικό γεγονός μη αποδοχής από μέρους της τελευταίας της προσηκόντως προσφερθείσας από την εργαζόμενη εργασίας της, χωρίς μάλιστα να ενδιαφέρουν οι λόγοι της μη αποδοχής (αντικειμενική υπερημερία), και όχι γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφής και αναμφίβολη βούληση της εργοδότριας εταιρίας για καταγγελία της επίδικης εργασιακής σύμβασης, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η εργαζόμενη δεν ήταν τότε σε θέση να γνωρίζει αν η διακοπή της επιχειρηματικής λειτουργίας ήταν μόνιμη ή προσωρινή, ενώ, επιπλέον, υπήρχαν ενδείξεις για απασχόληση πλέον του προσωπικού της ως άνω εργοδότριας στην εταιρία «________ ________ __________ ___________ __________ __________ ________ __________ ____________». Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από την προδιατυπωμένη έκφραση στο σχετικό έντυπο της από 8-7-2013 αίτησης για διενέργεια εργατικής διαφοράς, καθόσον, αφενός μεν επί του εντύπου που διατίθεται από το Τμήμα _________ ___________ του __________ _________ __________ δεν περιλαμβάνεται ως αντικείμενο εργατικής διαφοράς η άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζομένου, αφετέρου δε η εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’- ενάγουσα, ________ __________, συμπλήρωσε επί του εντύπου και διευκρίνισε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που αντιμετώπισε. Επιπλέον, την επόμενη ημέρα από την ως άνω καταγγελία της στο Τμήμα ________ _________ ___________ επέδωσε στην εταιρία «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________» την από 8-7-2013 εξώδικη δήλωση περί προσήκουσας προσφοράς της εργασίας της, σε απάντηση της οποίας η ανωτέρω εταιρία της επέδωσε την από 9-8-2013, εξώδικη δήλωση. Και η δήλωση αυτή, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, συνιστά απλή άρνηση εκ μέρους της εργοδότριας εταιρίας αποδοχής των προσηκόντως προσφερόμενων υπηρεσιών της εργαζομένης, από την οποία ουδόλως μπορεί να συναχθεί σιωπηρή καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας, διότι, αφενός δεν προκύπτει σαφής και αναμφίβολη βούληση της εργοδότριας για μονομερή λύση της σύμβασης έτσι ώστε να μην μένει αμφιβολία στην εργαζόμενη και αφετέρου περιέχει αίρεση απασχόλησης στην περίπτωση που ανατεθεί στην εργοδότρια έργο φύλαξης. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό περί καταγγελίας της επίδικης εργασιακής σύμβασης από την εταιρία «______________________________________________________________________» στις 8-7-2013, άλλως στις 9-8-2013, τον οποίο πρότειναν οι εκκαλούντες της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τρίτη και τέταρτος εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο β’- εναγόμενοι, ισχυριζόμενοι περαιτέρω ακυρότητα της καταγγελίας και συνακόλουθα πάροδο της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την καταγγελία μέχρι την άσκηση της υπό στοιχείο Α’ αγωγής για την προσβολή του κύρους της, με συνέπεια την απόσβεση του δικαιώματος της ____________  ______________ για αποδοχές υπερημερίας, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο α’ έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, κρίνεται κατ’ ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, με το 1709/2013 διαβιβαστικό έγγραφο του Τμήματος __________ ___________ ___________, η εργατική διαφορά γνωστοποιήθηκε στην ανεξάρτητη αρχή «Συνήγορος του Πολίτη», ως αρμόδιου φορέα παρακολούθησης και προώθησης εφαρμογής στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και ελέγχου μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας εφόσον αυτή συνδέεται με την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα της εργαζομένης, στην οποία (ανεξάρτητη αρχή) τέθηκε, επιπλέον, υπόψη και η πιθανότητα μεταβίβασης επιχείρησης από την «_____________ __________ ___________ _________ ___________ __________ _________ __________ ______» στην «________ ________ ____________ _________ ___________ __________ ________ ________ ___________». Η τελευταία συστάθηκε με το από 15-10-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό από τον ________ _______ και τον _______ ___________, ο οποίος, ως ήδη προαναφέρθηκε, ήταν υπεύθυνος πωλήσεων από το έτος 2006 έως τις 28-2-2013 της «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________» και διαχειριζόταν κατ’ ουσίαν τις υποθέσεις της εταιρίας αυτής από κοινού με τον αδελφό του ________ _____________. Μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής ορίστηκε ο ________ __________ και μοναδικός ετερόρρυθμος εταίρος ο ________ ________, με συμμετοχή στο εταιρικό κεφάλαιο, στα κέρδη και τις ζημίες κατά ποσοστό 99% και 1%, αντίστοιχα. Με το από 5-11-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβιβάστηκε στην ___________ ______________ ποσοστό 79% από το ως άνω ποσοστό του ____________ ______________, καθώς και το ποσοστό (1%) του _________ __________ κι έτσι ο τελευταίος αποχώρησε από την εταιρία, στην οποία παρέμεινε ο ________ __________, ως μόνος ομόρρυθμος εταίρος, διαχειριστής και εκπρόσωπος, με ποσοστό συμμετοχής 20% και εισήλθε η ___________ ___________, ως ετερόρρυθμος εταίρος, με ποσοστό συμμετοχής 80%. Γενικός διευθυντής της εταιρίας είναι ο __________ __________ (βλ. το αναρτημένο στο διαδίκτυο έγγραφο περί συνεργασίας της εταιρίας «________ ________ __________ ________ _________ _________ ___________ __________ _____________» με την _____ ___, που προσκόμισε μετ’ επικλήσεως η εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ – ενάγουσα με αριθμό σχετικού 36), ο δε σκοπός της, που περιγράφεται στο άρθρο 2 του από 15-10-2012 συμφωνητικού σύστασης, είναι πιστή αντιγραφή του προαναφερόμενου καταστατικού σκοπού της εταιρίας «___________ __________ __________ ___________ ___________ ___________ __________ __________ _____», συνιστάμενος ειδικότερα: α) στην επιτήρηση ή φύλαξη κινητών και ακίνητων περιουσιακών αγαθών και εγκαταστάσεων, β) στην προστασία φυσικών προσώπων, γ) στην προστασία θεαμάτων, εκθέσεων, συνεδρίων, διαγωνισμών και αθλητικών εκδηλώσεων, δ) στην ασφαλή μεταφορά χρημάτων, αξιών και πολύτιμων αντικειμένων, ε) στην εγκατάσταση, συντήρηση και παρακολούθηση λειτουργίας μηχανημάτων και συστημάτων ασφαλείας και συναγερμού, πλην αυτών που τοποθετούνται σε αυτοκίνητα, στ) στην εκμετάλλευση κέντρων λήψης, ελέγχου και διαβίβασης σημάτων συναγερμού, ζ) στον έλεγχο με ειδικά μηχανήματα επιβατών και αποσκευών στους χώρους των αεροδρομίων και λιμένων, κατόπιν αδείας της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής αρχής, η) στην εκπόνηση μελετών και στο σχεδίασμά συστημάτων ασφαλείας, θ) στην παραγωγή, εισαγωγή ή εξαγωγή, αγορά, πώληση, διανομή, εκμίσθωση και εμπορία παντός είδους μηχανημάτων και συστημάτων ασφαλείας και μηχανημάτων καταμέτρησης και προστασίας χρημάτων, αξιών και πολύτιμων αντικειμένων, καθώς και στην αντιπροσώπευση οίκων του εξωτερικού για όλα τα ανωτέρω είδη και για όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες ασφάλειας, φύλαξης και προστασίας, ι) στην παραγωγή, εισαγωγή ή εξαγωγή, αγορά, πώληση, διανομή, εκμίσθωση και εμπορία γενικότερα τεχνολογικών προϊόντων, μηχανημάτων και συστημάτων και στην αντιπροσώπευση οίκων του εξωτερικού γι’ αυτά, ια) στην οργάνωση και παροχή υπηρεσιών καθαρισμού κτιρίων και εγκαταστάσεων, ανοικτών και κλειστών ή ελεγχόμενων χώρων, αεροδρομίων, λιμένων και ακτών, ιβ) στις υπηρεσίες συμβούλου σε θέματα προσωπικής ασφάλειας και ασφάλειας εγκαταστάσεων, τεχνικοοικονομική αξιολόγηση προσφορών για συστήματα και μηχανήματα ασφάλειας και παρακολούθηση και εποπτεία των έργων εγκατάστασης και λειτουργίας αυτών, ιγ) στην παροχή υπηρεσιών συμβούλων και στην εκπόνηση οικονομοτεχνικών μελετών για θέματα περιβάλλοντος και για θέματα σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα ευρωπαϊκά προγράμματα γενικότερα και ιδ) στην οργάνωση και υλοποίηση σεμιναρίων ενημέρωσης, επιμόρφωσης και εκπαίδευσης προσωπικού και επί μέρους ατόμων για επαγγελματική κατάρτιση γενικά και ειδικότερα για υπηρεσίες ασφάλειας και προστασίας. Στα πλαίσια της έρευνας που διεξήχθη από το Συνήγορο του Πολίτη, σε συνεργασία με το Τμήμα __________ __________ __________ του _________ __________ ___________, διαπιστώθηκε ότι είκοσι τρεις (23) από τους πενήντα οκτώ (58) εργαζομένους, που απασχολούσε η εταιρία «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», ήταν πλέον εργαζόμενοι στην εταιρία «________ ________ _________ _________ ___________ ____________ __________ ___________ __________», η οποία από τις 3-3-2013 έως 2-1-2014 προσέλαβε συνολικά (73) εργαζομένους, μεταξύ των οποίων και οι είκοσι τρεις (23) προαναφερθέντες. Αντίστοιχα, κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2013, τρεισήμισι, δηλαδή, μήνες από τη σύσταση της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρίας, έως τα τέλη του ίδιου έτους, η «_____________ __________ __________ __________ ________________ ____________ ____________ _________ ____» κατήγγειλε τριάντα τέσσερις (34) συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και καταχώρισε στο Τμήμα ___________ __________ _________ δώδεκα (12) οικειοθελείς αποχωρήσεις, τα δε είκοσι τρία (23) άτομα που εντάχθηκαν στο προσωπικό της «________ ________ ______________ _________ _________ ___________ ___________ __________ ____________» ήταν οι εργαζόμενοι στην ______________, που είτε οι συμβάσεις τους καταγγέλθηκαν είτε αποχώρησαν οικειοθελώς, κατόπιν προηγηθείσας συμφωνίας με τους _________ ___________ και ________ _____________ περί απασχόλησής τους στην ετερόρρυθμη εταιρία, από την οποία και προσλήφθηκαν από 3- 3-2013 έως 11-11-2013 . (βλ. το 169630/55830/23-12-2013 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη, την κατάσταση του παραιτηθέντος προσωπικού από την «____________ __________ __________ _________ __________ _________ _________ __________ _____» και τις συνημμένες από 1-2-2013 δώδεκα «οικειοθελείς αποχωρήσεις», την 20974/11-12-2013 βεβαίωση του ΟΑΕΔ ___________, την 26461/23-10- 2012 κατάσταση προσωπικού της ως άνω εταιρίας και την κατάσταση καταγγελιών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της, που εξήχθη από το ηλεκτρονικό αρχείο του Υπουργείου ____________, _________ __________ και ____________, καθώς και την κατάσταση αναγγελιών πρόσληψης από την «________ ________ __________ __________ __________ ____________ ___________ _________ ____________», που εξήχθη από το ίδιο ηλεκτρονικό αρχείο). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μέχρι τις αρχές Ιουλίου 2013, μεταφέρθηκαν σταδιακά τα έπιπλα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και ο εξοπλισμός εν γένει της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», από την έδρα της, επί της Λεωφόρου __________ αρ. ____ στο _________ __________, στην επί της οδού __________ αρ. ____ στον _________ έδρα της εταιρίας «________ ________ ___________ ___________ _________ ____________ _________ _________ _____________», στην οποία παραχωρήθηκε και το με αριθμό κυκλοφορίας _____ ________ ____ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, που έκτοτε χρησιμοποιεί με το λογότυπο «________ ________» επ’ αυτού. Τέλος, εντός του χρονικού διαστήματος από 1-1-2013 έως 30-11- 2013, μεταφέρθηκαν σταδιακά στην εταιρία «________ ________ ___________ ___________ __________ ________ __________ __________ ____________» και οι σημαντικοί πελάτες της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________» και συγκεκριμένα οι εταιρίες, τη φύλαξη των εγκαταστάσεων των οποίων είχε αναλάβει με σχετικές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, __________ ___, ________ _______ ___, ___________, _____ _______  _______ ___, _______ ____, _________ ____________, ________ ___ και ______________, οι οποίες, όπως και ο μάρτυς των εκκαλουσών της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τρίτης και τετάρτου εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ – εναγομένων κατέθεσε, είναι πλέον πελάτες της ετερόρρυθμης εταιρίας «________ ________ ____________ ___________ __________ ____________ _____________ ___________ ____________» (βλ. στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος _________ ________). Η μεταφορά των ανωτέρω πελατών από τη μία εταιρία στην άλλη έγινε με ενέργειες του __________ _____________, ο οποίος προέτρεψε τους νομίμους εκπροσώπους τους στην καταγγελία των υφιστάμενων μέχρι τότε συμβολαίων με την εταιρία «___________ ___________ _____________ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΉΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Α.Ε» και στη σύναψη, ακολούθως, νέων συμβολαίων με την εταιρία «________ ________ Ετερόρρυθμος Εταιρεία Ιδιωτική Επιχείρηση Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας», με τους ίδιους ακριβώς όρους. Χαρακτηριστική επ’ αυτού είναι η 4425/24-6-2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών της ___________ ____________, Διευθύντριας Προσωπικού της εταιρίας «_____ _______  _______ ___», που μέχρι το έτος 2013 ανέθετε τη φύλαξη των εγκαταστάσεών της στην «___________ ___________ ___________ __________ __________ __________ ____________ __________ ____», η οποία αναφέρει ότι στις αρχές του έτους 2013 συναντήθηκε με τον ________ _____________, ο οποίος ενημέρωσε την ίδια και το νόμιμο εκπρόσωπο της «_____ _______  _______ ___» για τη «μετονομασία» της εταιρίας του [«________ ________  ___________ __________ ____________ ________________»] σε «________ ________ _______________ _________ __________ ___________ Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας», ζητώντας να καταρτιστεί νέα σύμβαση παροχής υπηρεσιών φύλαξης με την τελευταία, αφού προηγουμένως διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπάρχει καμία αλλαγή στη συνεργασία, όπερ και έγινε. Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 30-11-2013, η πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης — εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «______________________________________________________________________», μετέφερε στην πρώτη εκκαλούσα της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τρίτη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ – εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «________ ________ ___________ _______ __________ ___________ ___________ __________ _____________», τα ως άνω στοιχεία της επιχείρησής της (εξοπλισμό, πελατεία και σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού της), κατά τρόπο που να διατηρούν την οργανική τους ενότητα, έτσι ώστε η επιχειρησιακή της δραστηριότητα να μην μεταβάλλεται ως προς την ταυτότητά της, να συνεχίζεται, δηλαδή, ως οικονομική μονάδα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό σκοπό, η ίδια επιχείρηση υπό το νέο φορέα και εν προκειμένω από την εταιρία «________ ________ _____________ _________ __________ __________ _________ _________ _________», με συνέπεια να υφίσταται μεταβίβαση επιχείρησης, κατά την έννοια που εκτέθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Για τη συναγωγή της κρίσης αυτής συνεκτιμήθηκε ότι: α) η εταιρία «________ ________ _________ __________ _________ __________ __________ ________ _______________», ασκεί ακριβώς όμοια δραστηριότητα με αυτήν της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», πριν και μετά τη μεταβίβαση, β) σημαντικό μέρος των εργαζομένων της δεύτερης των, ως άνω, εταιριών απασχολείται πλέον στην πρώτη, γ) ο εξοπλισμός της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________» (έπιπλα, υπολογιστές, αυτοκίνητο) μεταβιβάστηκε στην «________ ________ ___________ _________ __________ __________ ____________ _________ __________» και δ) στην τελευταία μεταβιβάστηκαν και οι πελάτες της «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», στους οποίους παρείχε υπηρεσίες ασφάλειας δυνάμει ενεργών συμβολαίων. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το αποδειχθέν γεγονός ότι οι ____________ _______________ και ________ __________, που ήταν τα μοναδικά πρόσωπα που διαχειρίζονταν όλες τις υποθέσεις της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», διαπραγματεύονταν τα συμβόλαια φύλαξης, αποφάσιζαν για τις προλήψεις και απολύσεις του προσωπικού, καθώς και οι μόνοι στους οποίους απευθύνονταν οι μεν εργαζόμενοι για εργασιακά ζητήματα αναγνωρίζοντάς τους ως «εργοδότες», οι δε πελάτες για θέματα που ανέκυπταν στα πλαίσια της συνεργασίας τους με την εταιρία, αναγνωρίζοντάς τους ως «ιδιοκτήτες» και μόνους υπεύθυνους της εταιρίας, ήταν, επίσης, τα πρόσωπα που διαχειρίζονταν και τις υποθέσεις της «________ ________ ___________ _________ __________ ___________ ________ __________ ___________», ο μεν πρώτος ως γενικός διευθυντής, ο δε δεύτερος ως διαχειριστής και εκπρόσωπος της εταιρίας. Επομένως, μετά την ως άνω μεταβίβαση που ολοκληρώθηκε στις 30-11- 2013, η εταιρία «________ ________ __________ __________ _____________ ___________ _________ __________ ___________» κατέστη διάδοχος εργοδότρια της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», υπεισερχόμενη αυτοδικαίως στην υφιστάμενη, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, επίδικη σύμβαση εργασίας. Τούτο δε, ανεξάρτητα από το ότι η διάδοχος εταιρία προμηθεύθηκε επιπλέον, του μεταβιβασθέντος, εξοπλισμό και προσέλαβε νέο προσωπικό, αφού η ταυτότητα της επιχείρησης του μεταβιβάζοντος δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο διάδοχος προσέθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα (βλ. ΑΠ 1850/2006 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ, ουδεμία, τέλος, επιρροή ασκεί το γεγονός της μη τυπικής λύσης της μεταβιβάζουσας εταιρίας, καθόσον αρκεί, ότι η επιχειρησιακή της δραστηριότητα ασκείται υπό νέο φορέα, χωρίς να έχει μεταβληθεί η ταυτότητα της επιχείρησής της. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι έλαβε χώρα μεταβίβαση επιχείρησης της εταιρίας «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________» στην εταιρία «________ ________ __________ _________ _________ _________ _________ __________ ____________» και ότι, λόγω αυτής, η τελευταία κατέστη διάδοχος εργοδότρια της πρώτης, ορθά το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο α’ έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, κρίνεται κατ’ ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανεξάρτητη αρχή «Συνήγορος του Πολίτη», στα πλαίσια της έρευνας προς διαπίστωση της ως άνω μεταβίβασης επιχείρησης, κάλεσε, με το 169630/55 83 0/23-12- 2013 έγγραφο, τις εταιρίες «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________» και «________ ________ __________ _________ _________ __________ __________ __________ _____________» να παραθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με το ζήτημα της μεταβίβασης επιχείρησης, γνωστοποιώντας συγχρόνως ότι θα χορηγήσουν στην ________ __________ αντίγραφα των συγκεντρωτικών καταστάσεων των εργαζομένων σε αμφότερες τις εταιρίες, ικανοποιώντας σχετικό της αίτημα. Στο εν λόγω έγγραφο απάντησε μόνο η εταιρία «________ ________ ___________ ___________ ___________ __________ _________ ________ ________», με την από 13-1-2014 εξώδικη δήλωση, την οποία και επέδωσε την ίδια ημέρα στο Συνήγορο του Πολίτη (βλ. την 5875/13-1-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Ευφροσύνης Βουγιουκλάκη, η οποία είναι η ίδια επιμελήτρια που επέδωσε στην ________ __________ την προαναφερθείσα από 9-8-2013 εξώδικη δήλωση – γνωστοποίηση της εταιρίας «______________________________________________________________________»). Με τη δήλωση αυτή, η «________ ________ ___________ _________ _________ _________ __________ __________ ___________» ανέφερε ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας είχε ήδη καταγγελθεί στις 8-7-2013 από την εταιρία «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», εγκάλεσε την ανεξάρτητη αρχή για τη διεξαγόμενη έρευνα σε βάρος της, διότι είχε παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955, και την κάλεσε να μην ικανοποιήσει το αίτημα της ____________  ______________ αναφορικά με τη χορήγηση αντιγράφων των συγκεντρωτικών καταστάσεων των εργαζομένων. Η δήλωση αυτή, περιήλθε σε γνώση της εφεσίβλητης της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο β’- ενάγουσας, ____________  ______________, στις 6-2-2014, οπότε προσκόμισε στο Συνήγορο του Πολίτη πρόσθετα για την υπόθεσή της στοιχεία, λαμβάνοντας γνώση του περιεχομένου του σχετικού φακέλου και, συνεπώς, και της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης. Από το περιεχόμενο της εξώδικης αυτής δήλωσης, ως προς την οποία κατά το χρόνο σύνταξης και επίδοσής της είχε ήδη ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης και η δηλούσα εταιρία «________ ________ ____________ _______  _________ _________ __________ ___________» είχε καταστεί διάδοχος εργοδότης της ____________  ______________, σε συνδυασμό: α) με την πάροδο σημαντικού χρονικού διαστήματος άρνησης αποδοχής των προσφερόμενων από την τελευταία υπηρεσιών της, τόσο από την αρχική όσο και εν συνεχεία από τη διάδοχο εργοδότρια, β) με την ολοκλήρωση της μεταφοράς στη διάδοχο εργοδότρια του ως άνω σημαντικού τμήματος του προσωπικού της αρχικής εργοδότριας, στο οποίο δεν περιελήφθη η ________ __________ και γ) με το γεγονός ότι, πριν την άσκηση της από 18-2-2014 (υπό στοιχείο Α’) αγωγής, ο _________ ____________ πρότεινε επανειλημμένα στην τελευταία να της καταβάλει χρήματα για να σταματήσει την έρευνα και παραιτηθεί των αξιώσεών της (βλ. στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την κατάθεση του μάρτυρος __________ _________), συνάγεται, σιωπηρή καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας, καθόσον, από την ανωτέρω συμπεριφορά εκδηλώθηκε σαφώς η βούληση της διαδόχου εταιρίας για λύση της σύμβασης, κατά τρόπο που να μην μένει αμφιβολία στην εργαζομένη ως προς τη λύση αυτής. Η ως άνω καταγγελία κατέστη έγκυρη μετά πάροδο προθεσμίας τριών (3) μηνών από τις 6-2-2014, καθόσον η ________ __________ δεν προσέβαλε το κύρος της με αγωγή ή ένσταση και’δι’ αυτής επήλθε η λύση της σύμβασης εργασίας, με συνέπεια να οφείλονται στην τελευταία αποδοχές υπερημερίας μόνο για το χρονικό διάστημα από 8-7-2013 έως 6-2-2014. Η κρίση ότι η από 13-1-2014 εξώδικη δήλωση της διαδόχου εργοδότριας περιήλθε σε γνώση της εφεσίβλητης της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο β’ – ενάγουσας, ____________  ______________, στις 6-2-2014, οπότε και έλαβε γνώση όλων των στοιχείων που είχε συγκεντρώσει μέχρι τότε η ανεξάρτητη αρχή «Συνήγορος του Πολίτη», θέτοντας εν συνεχεία την υπόθεση στο αρχείο, λόγω άσκησης της από 18-2-2014 (υπό στοιχείο Α’) αγωγής, η οποία, αναφορικά με την επικαλούμενη μεταβίβαση, βασίστηκε στα στοιχεία αυτά (βλ. το 169630/26551/20-5-2014 έγγραφο), δεν αναιρείται από το 169630/40791/1-11-2016 έγγραφο της ανωτέρω αρχής, αφού από αυτό αποδεικνύεται μόνο η μη κοινοποίηση της από Μ­Ι-2014 εξώδικης δήλωσης στην ________ __________ και η μη χορήγηση αντιγράφου της, όχι δε και ότι η τελευταία δεν έλαβε γνώση αυτής, όπως και των λοιπών εγγράφων, του φακέλου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση, κατά μερική αποδοχή ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του ισχυρισμού για λύση της σύμβασης με καταγγελία, που πρότειναν προς αντίκρουση αμφοτέρων των αγωγών η τρίτη και ο τέταρτος των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εκκαλούντες της υπό στοιχείο α’- εναγόμενοι, έκρινε ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε σιωπηρά και η καταγγελία αυτή περιήλθε σε γνώση της εφεσίβλητης της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσας της υπό στοιχείο β’- ενάγουσας στις 6-2-2014 και, ακολούθως: α) απέρριψε ως απαράδεκτη για ουσιαστικούς λόγους την αξίωση της εκκαλούσας της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εφεσίβλητης της υπό στοιχείο α’- ενάγουσας για αποζημίωση απόλυσης, που προβλήθηκε με την υπό στοιχείο Β’ αγωγή, λόγω του ότι από τις 6-2-2014 έως την επίδοση της ανωτέρω αγωγής στις 12-2-2015 παρήλθε χρόνος πλέον της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, β) υποχρέωσε την πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εναγόμενη εταιρία «________ ________  ___________ __________ ____________ ________________», ως αρχική εργοδότρια, την τρίτη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο β’ έφεσης – πρώτη εκκαλούσα της υπό στοιχείο α’ – εναγόμενη εταιρία «________ ________ __________ ________ _________ ______________ ___________ ___________ __________», ως διάδοχο εργοδότρια, και τον τέταρτο εφεσίβλητο της υπό στοιχείο β’ έφεσης – δεύτερο εκκαλούντα της υπό στοιχείο α’ – τέταρτο εναγόμενο, ως ομόρρυθμο εταίρο και διαχειριστή της ετερόρρυθμης εταιρίας και ευθυνόμενο, συνεπώς, ατομικά για τα χρέη της, να καταβάλουν εις ολόκληρον στην εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’- ενάγουσα, για μισθούς υπερημερίας από 8-7-2013 έως 6-2-2014, το ποσό των 14.114,49 ευρώ (αφορά αξίωση που προβλήθηκε με την υπό στοιχείο Α’ αγωγή), το ύψος του οποίου δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, της αρχικής εργοδότριας ευθυνόμενης έως του ποσού των 9.740,41 ευρώ που αφορά τους μισθούς του χρονικού διαστήματος από 8-7-2013 έως 30-11-2013 [οπότε και ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση της επιχείρησης], αναγνωρίζοντας, επιπλέον, ότι οι ανωτέρω οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 και το ποσό των 2.143,65 ευρώ (αφορά αξίωση που προβλήθηκε με την υπό στοιχείο Α’ αγωγή), το ύψος του οποίου, επίσης, δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, γ) αναγνώρισε ότι οι εκκαλούντες της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τρίτη και τέταρτος εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο β’ – εναγόμενοι, υποχρεούνται, υπό τις ίδιες ως άνω ιδιότητές τους, να καταβάλουν εις ολόκληρον στην εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ – ενάγουσα 237,96 ευρώ για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2014 και 1.019,84 ευρώ για επίδομα άδειας 2014 (αφορούν αξιώσεις της υπό στοιχείο Β’ αγωγής), το ύψος των οποίων δεν πλήττεται με λόγο έφεσης και δ) έκρινε ότι, εφόσον οφείλονται μισθοί υπερημερίας μέχρι τις 6-2-2014, παρέλκει η κατ’ ουσίαν έρευνα του, επικουρικά προταθέντος, ισχυρισμού των εκκαλούντων της υπό στοιχείο α’ έφεσης – τρίτης και τετάρτου εφεσιβλήτων – εναγομένων για έκπτωση από τους αιτηθέντες για τον περαιτέρω χρόνο μισθούς υπερημερίας του ποσού των 5.800,00 ευρώ που η εφεσίβλητη της υπό στοιχείο α’ έφεσης – εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’- ενάγουσα έλαβε ως μισθούς Μαρτίου, Απριλίου, Μάΐου και Ιουνίου 2014 από την παροχή της εργασίας της σε άλλο εργοδότη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχείο α’ έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ερεύνησε κατ’ ουσίαν τον ανωτέρω ισχυρισμό, ο οποίος ορθά εκτιμήθηκε ως ένσταση του άρθρου 656 ΑΚ και όχι του άρθρου 281 ΑΚ, επαναφέροντας αυτόν προς δευτεροβάθμια κρίση, κρίνεται κατ’ ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, και οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της υπό στοιχείο β’ έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η σύμβαση καταγγέλθηκε σιωπηρά, ότι η ίδια έλαβε γνώση αυτής στις 6-2- 2014, με συνέπεια να απορρίψει τα αιτήματα για καταβολή αποζημίωσης απόλυσης και επιδίκαση μισθών υπερημερίας από 7-2-2014 έως 31-12- 2014, κρίνονται κατ’ ουσίαν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ομοίως, απορριπτέος κρίνεται και ο τρίτος λόγος της υπό στοιχείο α’ έφεσης, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι η παθητική νομιμοποίηση του δευτέρου εκκαλούντος – τετάρτου εναγομένου σε αμφότερες τις αγωγές στηρίζεται στην ιδιότητά του ως ομόρρυθμου εταίρου της διαδόχου εργοδότριας, πρώτης εκκαλούσας της υπό στοιχείο α έφεσης και τρίτης εναγόμενης ετερόρρυθμης εταιρίας υπό την οποία (ιδιότητα) και μόνο, υποχρεώθηκε εις ολόκληρον με αυτήν, με την εκκαλούμενη απόφαση, στην καταβολή αποδοχών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της αντιδίκου του, και όχι, όπως υπολαμβάνει, στην ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της αρχικής εργοδότριας, πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου της υπό στοιχείο α έφεσης προς έρευνα, πρέπει η έφεση αυτή ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά το νόμιμο αίτημά της (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 και 69 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των οργάνων τόσο της αρχικής όσο και της διαδόχου εργοδότριας, συνιστάμενη στην αδικαιολόγητη άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών της εκκαλούσας της υπό στοιχείο β’ έφεσης – ενάγουσας για χρονικό διάστημα από 8-7-2013 έως 6-2-2014, κατά παράβαση της υποχρέωσης του εργοδότη για πραγματική απασχόληση του εργαζομένου, που πλέον απορρέει ευθέως από το άρθρο 656 ΑΚ, καθώς και τα ως άνω περιστατικά υπό τα οποία εκδηλώθηκε, προσέβαλαν την προσωπικότητα της τελευταίας, καθόσον υποβαθμίστηκε ως άνθρωπος και εργαζομένη στον κοινωνικό και εργασιακό της περίγυρο. Συνεπώς, για την ηθική βλάβη που υπέστη δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, λαμβανομένου υπόψη των συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του είδους και της έκτασης των συνεπειών της, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης της δικαιούχου και της οικονομικής κατάστασης των υπόχρεων εταιριών, πρέπει να προσδιοριστεί στο εύλογο ποσό των 2.000,00 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που προσδιόρισε αυτή στο ποσό των 5.000,00 ευρώ εσφαλμένα εκτίμησε τα τεθέντα υπό την κρίση του ως άνω περιστατικά, πλην όμως, η εκκαλουμένη δεν μπορεί να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιό της αυτό, διότι έτσι θα καταστεί χειρότερη η θέση της εκκαλούσας της υπό στοιχείο β’ έφεσης – ενάγουσας, δοθέντος ότι με την αντίθετη έφεση (υπό στοιχείο α’) δεν προσβάλλεται η εκκαλούμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της αυτό (άρθρο 536 παρ. 1 ΚΠολΔ), απορριπτόμενου μετά ταύτα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου και του τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο β’ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται για την μη επιδίκαση ως χρηματικής ικανοποίησης του αιτηθέντος με την από 18-2-2014 αγωγή της (υπό στοιχείο Α’) ποσού των 20.000,00 ευρώ. Εφόσον δε η επίδικη σύμβαση εργασίας λύθηκε, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, με σιωπηρή καταγγελία που περιήλθε σε γνώση της εκκαλούσας της υπό στοιχείο β’ έφεσης – ενάγουσας στις 6-2-2014, δεν υφίσταται για το μετέπειτα χρονικό διάστημα άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών της από μέρους της διαδόχου εργοδότριας εταιρίας, τρίτης εφεσίβλητης – εναγομένης και συνεπώς, το σχετικό αίτημα της από 18-1-2015 αγωγής (υπό στοιχείο Β’), το οποίο κατ’ αρχήν είναι ορισμένο και νόμιμο, κρίνεται κατ’ ουσίαν αβάσιμο και απορριπτέο για τον ανωτέρω λόφο, προσέτι δε ως προς την πρώτη εφεσίβλητη – εναγομένη και για το λόγο ότι αυτή ήταν εργοδότρια της εκκαλούσας της υπό στοιχείο β’ έφεσης – ενάγουσας μέχρι τις 30-11-2013. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε το ως άνω αίτημα αόριστο, εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και, συνεπώς, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο β’ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται για την απόρριψη ως αόριστης της υπό στοιχείο Β’ αγωγής κατά το μέρος που ζητήθηκε χρηματική ικανοποίηση για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της που προκλήθηκε από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς της λόγω άρνησης αποδοχής της εργασίας της και κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2014 έως 31-12-2014, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μόνο κατά το κεφάλαιο αυτό και, αφού κρατηθεί και δικαστεί η υπό στοιχείο Β’ αγωγή από το παρόν Δικαστήριο, ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη κατά το άνω περί χρηματικής ικανοποίησης αίτημα. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αρχή της απαγόρευσης χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, αφού, μετά την εξαφάνιση της απόφασης, τη διακράτηση της υπόθεσης και την εκδίκασή της κατ’ ουσίαν, υποκαθίσταται στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και μπορεί, κατά τα κεφάλαια που εξαφάνισε την απόφαση κατόπιν αποδοχής λόγου έφεσης, όπως εν προκειμένω, να εκδώσει, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ. 2 ΚΠολΔ, απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. Εξ σελ. 428 επ.). Ε1 εκκαλούσα της υπό στοιχείο β’ έφεσης – ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, α) στα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του πέμπτου εφεσιβλήτου — εναγομένου, ως προς τον οποίο η έφεση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρα 63 παρ. 2 και 166 Ν.4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), δοθέντος ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος – εναγόμενος, ως προς τον οποίο, επίσης, απορρίφθηκε η έφεση κατ’ ουσίαν, δικάσθηκε ερήμην και συνεπώς δεν έχει υποβληθεί αίτημα περί καταδίκης της αντιδίκου του στα δικαστικά του έξοδα, β) στα δικαστικά έξοδα της τρίτης και του τέταρτου εφεσιβλήτων – εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (η πρώτη εφεσίβλητη – εναγομένη δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα λόγω της ερημοδικίας της), που αφορούν το μέρος της υπό στοιχείο Β’ αγωγής που απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, κατόπιν αποδοχής της έφεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63, 68 και 69 του Ν. 4194/2013) και γ) στα δικαστικά έξοδα της τρίτης και του τετάρτου των εφεσιβλήτων – εναγομένων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (η πρώτη εφεσίβλητη – εναγομένη δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα λόγω της ερημοδικίας της), που αφορούν το μέρος κατά το οποίο απορρίφθηκε η έφεση (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 και 69 του Ν. 4194/2013), ενώ, τέλος, πρέπει να οριστεί και το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας από την πρώτη και τον δεύτερο των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης – εναγομένων, ανεξάρτητα από τη νίκη τους, αφού το έννομο συμφέρον του διαδίκου προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κρίνεται μόνο από το δικαστήριο που δικάζει το ένδικο αυτό μέσο (άρθρα 501, 502 παρ. Ικαι 505 παρ. 2 περ. γ’ του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις: α) από 4-8-2016 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 3490/8-8-2016) και β) από 30-10-2016 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 4457/2-11-2016) εφέσεις κατά της 1214/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ερήμην των δύο πρώτων εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ για καθένα των πρώτης και δευτέρου εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο β’ έφεσης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο α’ έφεση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό στοιχείο β’ έφεση.

Α) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τους δεύτερο και πέμπτο εφεσιβλήτους.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του πέμπτου εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ενενήντα (390,00) ευρώ.

Β) ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τους πρώτη, τρίτη και τέταρτο εφεσιβλήτους και ως προς το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο κρίθηκε αόριστο το αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης της από 16-1-2015 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 509/9- 2-2015) αγωγής.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη μόνο κατά το κεφάλαιο αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή κατά το άνω μέρος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατά το μέρος αυτό ως προς τους πρώτη, τρίτη και τέταρτο εναγομένους.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα – ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των τρίτης και τετάρτου εφεσιβλήτων – εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ως προς το άνω απορριφθέν μέρος της αγωγής, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.

Γ) ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τα λοιπά κεφάλαια της εκκαλουμένης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της τρίτης και του τετάρτου εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως προς το απορριφθέν μέρος της έφεσης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα (2.250,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 22 Ιουνίου 2018, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία