Περίληψη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
1114/2018
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννα Κουκουράκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Παρασκευή Μπότση, Πρωτόδικη, Ευσταθία Πιερρουτσάκου, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη γραμματέα, Μαρία Τότσικα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 7η Δεκεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «_________ _________ ___.», που εδρεύει στο ________ ________ (οδός ________ αρ. ___), με ΑΦΜ ___________, τελούσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, με την με αριθμό 85/26.07.2013 Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ τ. Β’ 1831/26.07.2013), εκπροσωπούμενη νομίμως από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής, ήτοι από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «_____ _______ _______ ________ ________, ________ _________ ________ __________» και τον διακριτικό τίτλο «______ ________ ________ __________ ____.», η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ελένης Κύρκα (AM ΔΣΑ 30085).
Των εναγόμενων: 1) __________ _________ του ___________ και της __________, κατοίκου _________ (οδός ___________ αρ.______), με ΑΦΜ ___________, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Χρήστου Οικονομάκη (AM ΔΣΑ 30039),2)Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης δια μετοχών με την επωνυμία «_______ ____________ _______» (________ __________ ________), με ΑΦΜ ____________, που εδρεύει στην ______ (οδός _________ _________αρ. ___, ______ ________- ___________), η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Θεμιστοκλή Στραβόλαιμου(ΑΜ ΔΣΑ 27122).
Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 15.01.2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης 5478/16.01.2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 182/2015 η οποία προσδιορίστηκε,αρχικά, για τη δικάσιμο της 04.05.2017, κατά την οποία αναβλήθηκε, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό ΧΗ7-2.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους και στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δίκης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι χορηγείται στους δανειστές ένδικο βοήθημα (παυλιανή αγωγή), προς διάρρηξη των επιβλαβών γι’ αυτούς απαλλοτριωτικών πράξεων του οφειλέτη τους, εφόσον η υπολειπόμενη περιουσία του τελευταίου, δεν επαρκεί για ικανοποίηση των κατ’ αυτού απαιτήσεων. Οι προϋποθέσεις παροχής της ως άνω προστασίας στους δανειστές είναι: 1) Ύπαρξη απαίτησης κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, η οποία να έχει γίνει ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής για τη διάρρηξη, χωρίς να απαιτείται να έχει Βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό (ΟλΑΠ 709/1974 ΝοΒ 23.300). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64-67 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», προκύπτει ότι δικαιούται να ζητήσει τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής, κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, δικαιοπραξίας κάθε δανειστής του οποίου η απαίτηση είναι, κατά το χρόνο που επιχειρήθηκε η απαλλοτρίωση, γεγενημένη, έστω και αν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία ή είναι ανεκκαθάριστη, εφόσον ο οφειλέτης αποσκοπούσε στη ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης αυτής, αρκεί η τελευταία να καταστεί ορισμένη, απαιτητή και ληξιπρόθεσμη έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής. Με τη σύμβαση δε του ανοικτού λογαριασμού, η όποια αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της, την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά, καταβάλλοντας ακολούθως, τμηματικά, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, ορισμένες δόσεις έναντι κεφαλαίου και τόκων, οι αμοιβαίες δε καταβολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλεια τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό, είναι μόνο το, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, τυχόν κατάλοιπο. Και πριν όμως από το κλείσιμο αυτό, από την αντιπαραβολή των πιστοχρεώσεων προκύπτει η ενεργητική ή παθητική εκατέρου, η οποία και συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του. Επομένως, τα παραγωγικά της απαίτησης περιστατικά, ιδίως η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεστεί, ώστε η απαίτηση θεωρείται γεγενημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, Βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Ενόψει τούτων, η τράπεζα είναι και πριν από το κλείσιμο αυτό, δανείστρια και άρα έχει το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό (το κλείσιμο), να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής (ΟλΑΠ 31 /1997 ΕλλΔνη 38.1526, ΟλΑΠ 709/1974 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43.419, ΑΠ 263/1998 ΔΕΕ 1998.614, ΕφΑΘ 2120/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, και ο εγγυητής είναι οφειλέτης κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, κάθε δε απαλλοτρίωση που έγινε από αυτόν, προς βλάβη του δανειστή του, που είναι ο ίδιος με εκείνον του πρωτοφειλέτη, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του για την ικανοποίησή του (του δανειστή), υπόκειται σε διάρρηξη, κατά τους όρους των άρθρων 939 επ. ΑΚ (ΑΠ 673/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 881/2000 ΕλλΔνη 2001.418, Κορνηλάκης, ό.π, παρ. 117 2 II, σελ 724). Περαιτέρω, όταν παρέχεται εγγύηση για την πληρωμή του καταλοίπου από αλληλόχρεο λογαριασμό, η εγγύηση αυτή περιλαμβάνει και κάθε αναγνώριση του καταλοίπου που μπορεί να γίνει στο μέλλον από τον πρωτοφειλέτη, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΑΚ. Συνεπώς, υπάρχει ευθύνη του εγγυητή και για την οφειλή από την αναγνώριση, πάντοτε μέσα στα όρια του ανώτατου ποσού ευθύνης που τυχόν έχει τεθεί με την εγγύηση και με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει συμβατικός αποκλεισμός της ευθύνης του εγγυητή για την ενοχή από την αναγνώριση (ΕφΘεσ 2547/1998 Αρμ 1998.1087, ΠΠΡοδ 259/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 2) Απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, ως τέτοια δε, νοείται κάθε διαθετική ή εκποιητική δικαιοπραξία, καθώς και κάθε άλλη ενέργεια ή παράλειψη ανάλογου χαρακτήρα (ΑΠ 1734/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 213/2006 ΕφΑΔ 2008.288). 3) Η απαλλοτρίωση θα πρέπει να γίνεται με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε, η περιουσία που τού απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξης του είναι η Βλάβη των δανειστών του, την οποία αποδέχεται. 4) Βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη, σε τέτοιο Βαθμό, ώστε, η υπόλοιπη περιουσία να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών.Η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με Βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 928/2014, ΑΠ 1001/2007, 651/2008) και τέτοια είναι, κατ’ αρχήν, όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όπως, προπάντων, είναι τα ακίνητα, ως προς τα οποία ισχύει σύστημα δημοσιότητας. Η αφερεγγυότητα αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της Βλάβης των δανειστών (ΑΠ 88/1998 ΕλλΔνη 98.843). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εναγόμενου οφειλέτη ή του από αυτόν αποκτήσαντος τρίτου, προς απόκρουση της εις Βάρος του αγωγής του δανειστή, με την οποία ζητείται η διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ότι ο απαλλοτριώσας οφειλέτης έχει άλλη εμφανή περιουσία, ικανή προς ικανοποίηση των δανειστών του οφειλέτη, αποτελεί ένσταση και για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία και η αξία αυτών, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον ενάγοντα δανειστή να αμυνθεί και να μπορεί να κριθεί αν η υπολειπόμενη αυτή εμφανής περιουσία, εν όψει της αξίας αυτής και της απαίτησης του δανειστή, είναι ικανή για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1824/2014, ΑΠ 1001/2007, ΑΠ 1189/2003, ΑΠ 1/2002, ΕφΑΘ 2120/2014, ΠΠρΘεσ. 8526/2011 contra ΑΠ 1778/2006) και, 5) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος, έως και τον τρίτο Βαθμό ή από αγχιστεία, έως το δεύτερο βαθμό, ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία άποψη από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 941 παρ. 1 ΑΚ, προκύπτει ότι ο τρίτος πρέπει να γνωρίζει όλα τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά στοιχεία της ΑΚ 939 και δη την απαλλοτρίωση, τον δόλο του οφειλέτη (την πρόθεσή του να Βλάψει τους δανειστές του) και την πρόκληση τέτοιας Βλάβης, λόγω της απαλλοτρίωσης (Βλ. Μπανάκα σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλο άρθρο 939 αρ.35, Παπαδημητρόπουλος σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, άρθρα 941-942). Ωστόσο, στη νομολογία απαντιόνται δικαστικές κρίσεις που δέχονται στοιχειοθέτηση της γνώσης του τρίτου και όταν καλύπτει μόνον το δόλο του οφειλέτη (ΑΠ 1482/2004 ΕλλΔνη 2007.1681, ΕφΘεσ. 1504/2004 ΔΕΕ 2005.721, ΕφΛαρ 239/2007 Δικογρ 2007.302, ΠΠΑ 4201/2007 ΕφΑΔ 2009.421), ενώ έχει υποστηριχθεί, μεμονωμένα, και η γνώμη ότι η γνώση του τρίτου αφορά στην καταδολιευτική απαλλοτρίωση και στη Βλάβη που προκαλείται από αυτή, χωρίς να χρειάζεται να καταλαμβάνει και τη γνώση του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος αρκεί να γνωρίζει ότι ο οφειλέτης Βαρύνεται με χρέη, αλλά όχι και το ύψος ή την αιτία των εν λόγω οφειλών, ούτε το πρόσωπο του δανειστή, εναντίον του οποίου κατευθύνεται ο δόλος. Ειδικά η γνώση του τρίτου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, πρέπει να περιλαμβάνει το γεγονός ότι ο οφειλέτης αποδέχεται ή επιδιώκει, ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης, τη Βλάβη των δανειστών του. Αντίθετα δεν εξετάζεται και δεν ενδιαφέρει την έννομη τάξη αν ο τρίτος είχε αυτοτελή πρόθεση να ζημιώσει τους δανειστές του οφειλέτη (ΕφΘεσ.447/2011 Αρμ.2011.1149) ή αν είναι συμμέτοχος στον δόλο του οφειλέτη. Ομοίως δεν λαμβάνεται υπόψη τυχόν συμπαιγνία, μεταξύ οφειλέτη και τρίτου (ΕφΘεσ.447/2011 ο.π.). Πάντως, είναι ομόφωνη η παραδοχή ότι θα πρέπει να αποδειχθεί θετική γνώση του τρίτου, ως προς το δόλο του οφειλέτη (ΑΠ 1818/2011, ΑΠ 278/2011, ΑΠ 1978/2007 ΝοΒ 2008.704, ΕφΑΘ 9960/1986 ΕΕΝ 1987.219) και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από Βαρειά αμέλεια. Το στοιχείο δε της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, που είναι ο χρόνος κατάρτισης της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας και όχι ο χρόνος της μεταγραφής του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, σε περίπτωση που η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία αφορά πώληση ακινήτου. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει, δηλαδή, αν τυχόν συντρέξει, τότε δεν ασκεί έννομη επιρροή.
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα, η οποία δυνάμει της με αριθμό 85/26.07.2013 Απόφασης της «Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος» (ΦΕΚ τ. Β’ 1831/26.07.2013), έχει τεθεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, εκπροσωπούμενη νομίμως πλέον, από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής, εκθέτει ότι: α) Δυνάμει της με αριθμό 405/23.02.2005 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, χορήγησε στη μη διάδικο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «______ _________ _________ _________ ________ __________ _____ ___________», πίστωση συνολικού ποσού 200.000 ευρώ, με τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αγωγή, όρους και συμφωνίες και στη συνέχεια, δυνάμει των με αριθμό 405/1 /28.03.2006 και 405/2/15.04.2008 πρόσθετων πράξεων μεταβολής ύψους πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αύξησε – με τους ιδίους όρους και συμφωνίες – το ύψος της ως άνω πιστώσεως, στο ποσό των 50.000 ευρώ και 100.000 ευρώ, αντίστοιχα. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, τύγχανε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της πιστούχου εταιρείας, εγγυήθηκε υπέρ αυτής και ανέλαΒε, έναντι της ενάγουσας, να καταβάλει, ως αυτοφειλέτης και εις ολόκληρον ευθυνόμενος με αυτήν (πιστούχο), το τυχόν χρεωστικό κατάλοιπο, που θα προέκυπτε, κατά το κλείσιμο, του λογαριασμού. Ότι προς εξυπηρέτηση της ως άνω σύμβασης πίστωσης, η ενάγουσα τήρησε τον, αναφερόμενο στο αγωγικό δικόγραφο, λογαριασμό και στη συνέχεια, την 27.05.201 1 προέβη στο κλείσιμο αυτού, με κατάλοιπο σε Βάρος της πιστούχου εταιρείας, ύψους 124.31 1,45 ευρώ, το οποίο, κατόπιν διαφόρων πιστώσεων και επιβολής δικαστικών εξόδων, ανήλθε στο ποσό των 1 15.735,79 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει εναργώς από τα συνημμένα στο αγωγικό δικόγραφο, τηρούμενα μηχανογραφικά, αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, όπου εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμών, από την υπογραφή της σύμβασης πιστώσεως, μέχρι το κλείσιμό της και τα οποία, σύμφωνα με ρητό συμβατικό όρο (υπ’ αριθμ. 12.1 και 27), αποτελούν πλήρη απόδειξη της σχετικής απαίτησης της Τράπεζας – για την πληρωμή του οποίου (καταλοίπου), ενέχεται με την πιστούχο εταιρεία, εις ολόκληρον και ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του, ως εγγυητή. Ότι την 31.08.201 1, το συνολικό κατάλοιπο του λογαριασμού γνωστοποιήθηκε στον πρώτο των εναγόμενων, με την επίδοση της σχετικής εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας – πρόσκλησης της ενάγουσας σε αυτόν, για την καταβολή του. Ότι κατόπιν σχετικής αιτήσεως της (ενάγουσας), εκδόθηκε η με αριθμό 33209/2014 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πρώτος εναγόμενος υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 65.000 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, η επίδοση, δε, αυτής προς τον εν λόγω διάδικο έλαβε χώρα στις 17.12.2014. β) Ότι δυνάμει της με αριθμό 693/30.03.2007 σύμβασης δανείου τακτής λήξης μονψότερου χαρακτήρα, χορήγησε (η ενάγουσα) στη μη διάδικο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «_________ ________ __________ ________ ________ ________ _____ ____________», πίστωση συνολικού ποσού 200.000 ευρώ, με τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αγωγή, όρους και συμφωνίες, το οποίο εκταμιεύτηκε την 03.04.2007. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, τύγχανε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της πιστούχου εταιρείας, εγγυήθηκε υπέρ αυτής και ανέλαΒε, έναντι της ενάγουσας, να καταβάλει, ως αυτοφειλέτης και εις ολόκληρον ευθυνόμενος με αυτήν (πιστούχο), το τυχόν χρεωστικό κατάλοιπο, που θα προέκυπτε κατά το κλείσιμο του λογαριασμού. Ότι προς εξυπηρέτηση της ως άνω σύμβασης πίστωσης, η ενάγουσα τήρησε τον αναφερόμενο στο αγωγικό δικόγραφο, λογαριασμό και στη συνέχεια, την 27.05.2011 προέβη στο κλείσιμο αυτού, οπότε προέκυψε απαίτησή της σε Βάρος της πιστούχου εταιρείας, ύψους 4.025,61ευρώ, η οποία προκύπτει εναργώς από τα συνημμένα στο αγωγικό δικόγραφο, τηρούμενα μηχανογραφικά, αποσπάσματα των εμπορικών Βιβλίων της Τράπεζας, όπου εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι το κλείσιμό της και τα οποία, σύμφωνα με ρητό συμβατικό όρο (υπ’ 16), αποτελούν πλήρη απόδειξη της σχετικής απαιτήσεως της Τράπεζας – για την πληρωμή του οποίου (ληξιπρόθεσμου υπολοίπου), ενέχεται με την πιστούχο εταιρεία, εις ολόκληρον και ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του, ως εγγυητή. Ότι την 31.08.2011, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο της οφειλής γνωστοποιήθηκε στον πρώτο των εναγόμενων, με την επίδοση της σχετικής εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας – πρόσκλησης της ενάγουσας σε αυτόν, για την καταβολή του. Ότι κατόπιν σχετικής αιτήσεως της (ενάγουσας), εκδόθηκε η με αριθμό 24560/2014 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο πρώτος εναγόμενος υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 4.025,61 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, η επίδοση, δε, αυτής προς τον εν λόγω διάδικο έλαβε χώρα στις 29.10.2014. Ότι ήδη, δυνάμει του με αριθμό 219/29.04.2010 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Ελένης Αθανασίου Καραλή, που έχει νομίμως μεταγράφει, ο πρώτος των εναγόμενων έχει μεταβιβάσει, λόγω πώλησης, στη δεύτερη εναγόμενη, ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών, με έδρα τη Λευκωσία της Κύπρου, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή,την περιγραφόμενη, αναλυτικά, στο αγωγικό δικόγραφο, οριζόντια ιδιοκτησία, η αντικειμενική αξία της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 65.871,00 ευρώ.Στη συνέχεια, ιστορεί η ενάγουσα ότι η μεταβίβαση αυτή έλαβε χώρα με σκοπό Βλάβης της ιδίας, προκειμένου να ματαιωθεί η ικανοποίηση της προαναφερόμενης απαίτησής της – η οποία, κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, ανέρχεται στο ποσό των 183.174,63 ευρώ (178.922,02 ευρώ + 4.252,61 ευρώ), πλέον τόκων και εξόδων – καθώς ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε, πλήρως, ότι με την απαλλοτρίωση αυτή, η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της ενάγουσας. Ότι τέλος, η δεύτερη εναγόμενη-αγοράστρια, πίσω από την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας και για τους αναλυτικά αναφερόμενους λόγους, υποκρύπτεται ο πρώτος εναγόμενος, γνώριζε, ασφαλώς, ότι ο τελευταίος προέβη στην επίδικη απαλλοτρίωση, προς Βλάβη της (ενάγουσας). Με βάση το παραπάνω ιστορικό, ζητεί η ενάγουσα να απαγγελθεί, υπέρ αυτής, η διάρρηξη της απαλλοτρίωσης που τελέσθηκε με το με αριθμό 219/29.04.2010 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Ελένης Αθανασίου Καραλή, που έχει νομίμως μεταγράφει, στα Βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τ. 4936 και αρ.453) και να διαταχθεί η σημείωση της απαγγέλουσας τη διάρρηξη απόφασης, που θα εκδοθεί, στο περιθώριο της μεταγραφής της εν λόγω απαλλοτριωτικής πράξης στα, κατά νόμο, τηρούμενα Βιβλία του αρμόδιου, ως άνω, υποθηκοφυλακείου. Τέλος, ζητά να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και στην αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της. Με το περιεχόμενο και αίτημα αυτό, η αγωγή, η οποία είναι ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης και επιπλέον, για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα (ΑΠ 141/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 9, 10, 18, 22 ΚΠολΔ), ενώ σημειώνεται ότι έχει νομίμως και εμπροθέσμως καταχωρηθεί στα οικεία Βιβλία διεκδικήσεων, του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (Βλ. το προσκομιζόμενο, μετ’ επικλήσεως, με αριθμοί 106/27.01.2015 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αθηνών), σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 220 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 του Ν. 3994/2011. Είναι δε αρκούντως ορισμένη, καθόσον διαλαμβάνονται σε αυτή, όλα τα απαιτούμενα, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία, για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμησή της, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αντίστοιχη νομική σκέψη της απόφασης αυτής, είναι δε νόμιμη, δεδομένου ότι ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 361, 806-808, 847, 849, 850, 851, 857 αρ. 1, 939, 942, 943, 945 ΑΚ, άρθρα 64, 65, 47 του ν.δ. 17-7/13-8-1923, 71, 76, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος της να διαταχθεί η σημείωση της διάρρηξης στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης, το οποίο θα πρέπει να απορριφθεί ως προώρως ασκηθέν και για το λόγο αυτό ως απαράδεκτο, διότι το ζήτημα αυτό θα τεθεί μόνο επί τυχόν πραγματικής άρνησης του Υποθηκοφύλακα να καταχωρίσει το διατακτικό της απόφασης αυτής, στα οικεία Βιβλία του υποθηκοφυλακείου (ΠΠΛαρ 48/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί η αγωγή και ως προς την ουσιαστική Βασιμότητά της.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα αναταπόδειξης (_________ __________), που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή, απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασής του, των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 269 παρ. 1, 270 παρ. 2, 393, 394, 395 ΚΠολΔ), ανεξαρτήτως αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου, για κάποια από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (ΕφΠειρ 418/2000 ΠειρΝομολ. 2000.323, ΕφΘεσ 507/1999 Αρμ. 2002. 248), από τη με αριθμό 5.700/11.04.2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας, _______ _________, που εξετάστηκε νόμιμα ενώπιον του ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία έχει ληφθεί μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγόμενων (Βλ. τη με αριθμό 2344Γ729.03.2017 έκθεση επίδοσης, της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, Δήμητρας Κρανίτη και την από 04.04.2017 ένορκη δήλωση επίδοσης, του δικαστικού επιδότη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, Κώστα Χατζηκωστέα), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 405/23.02.2005 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που συνήφθη στην Αθήνα, η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία χορήγησε στη μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία «_________ ________ _________ _________ ______ _________ ___ _________», και τον διακριτικό τίτλο «__________ ____», πίστωση ποσού 200.000 ευρώ, η οποία (πίστωση), με τις πρόσθετες πράξεις, με αριθμό 405/1 /28.03.2006, ποσού 50.000 ευρώ και με αριθμό 405/2/15.04.2008, ποσού 100.000 ευρώ, αυξήθηκε στο συνολικό ποσό των 350.000 ευρώ. Επίσης, δυνάμει της με αριθμό 693/30.03.2007 σύμβασης δανείου τακτής λήξης μονιμότερου χαρακτήρα, που συνήφθη στην Αθήνα, η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία χορήγησε στην ίδια, μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία «_______ ____________ _______ ________ _____ _________ ___ ________», και τον διακριτικό τίτλο «______ ____», δάνειο ποσού 200.000 ευρώ, το οποίο εκταμιεύτηκε την 03.04.2007. Την τήρηση των όρων των ως άνω συμβάσεων και των ως άνω πρόσθετων πράξεων της πιστούχου- δανειολήπτριας και την ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου κατά κεφάλαιο, τόκους πάσης φύσεως, φόρους και έξοδα όλων των ποσών, εγγυήθηκε -κατά τα ρητώς αναφερόμενα στις συμβάσεις αυτές -ο πρώτος των εναγόμενων, νόμιμος εκπρόσωπος της πιστούχου, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτή (πιστούχο εταιρεία), ως πρωτοφειλέτης, υποχρεούμενος στην άμεση και ανεπιφύλακτη καταβολή στην ενάγουσα τράπεζα, του εκάστοτε καταλοίπου, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση αυτού, παραιτούμενος από την ένσταση της διζήσεως. Με την πρώτη σύμβαση πιστώσεως, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «η παράλειψη του πιστούχου να γνωστοποιήσει στην τράπεζα εγγράφως, με απόδειξη μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ταχυδρόμηση προς αυτόν αντιγράφου του λογαριασμού ή οποιουδήποτε άλλου εγγράφου, τυχόν αντιρρήσεις ή διαφωνία του θεωρείται ως αναγνώριση από τον πιστούχο της ακρίβειας του λογαριασμού ή του εγγράφου που τού ταχυδρομήθηκε» [άρθρο 32 της με αριθμό 405/23.02.2005 σύμβασης πίστωσης]. Ομοίως, με τη δεύτερη σύμβαση δανείου συμφωνήθηκε ότι «η οφειλή του οφειλέτη προς την Τράπεζα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα που θα εξάγει από τα βιβλία και θα εμφανίζουν την κίνηση του/των λογαριασμών του δανείου ή του λογαριασμού που θα τηρείται μετά την καταγγελία της σύμβασης του δανείου, αποτελεί δε πλήρη απόδειξη του ποσού της οφειλής από την ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης και το κλείσιμο του/των λογαριασμών. Ο οφειλέτης και ο εγγυητής/εγγυητές παραιτούνται ρητά από οποιοδήποτε δικαίωμα γενικής και αορίστου αμφισβήτησης» [άρθρο 16 της με αριθμό 693/30.03.2007 σύμβασης δανείου]. Σε αμφότερες δε τις ως άνω συμβάσεις προβλέφθηκε ότι «όλες οι δηλώσεις και αναγνωρίσεις του πιστούχου δεσμεύουν στο ίδιο μέτρο και τον εγγυητή» [άρθρο 45 της με αριθμό 405/23.02.2005 σύμβασης πίστωσης και 23 της με αριθμό 693/30.03.2007 σύμβασης δανείου]. Για την εξυπηρέτηση, μάλιστα, των ως άνω συμβάσεων ανοίχθηκαν από την ενάγουσα δύο λογαριασμοί και συγκεκριμένα, για μεν την πρώτη σύμβαση, ο με αριθμό _______ _____ ______ ______ ______ ______ ____, για δε τη δεύτερη σύμβαση, ο με αριθμό ______ ______ _____ ______ _____ _____ _____. Οι επίδικες συμβάσεις λειτούργησαν μέχρι την 27.05.2011, οπότε η ενάγουσα προέβη σε οριστικό κλείσιμο των ανωτέρω λογαριασμών, οι οποίοι, κατά τον παραπάνω χρόνο, εμφάνιζαν χρεωστικό υπόλοιπο, ο μεν πρώτος, ποσού ύψους 124.31 1,43 ευρώ, ο δε δεύτερος, ποσού ύψους 4.025,61 ευρώ, σύμφωνα με τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως, από την ενάγουσα, αντίγραφα κίνησης των συγκεκριμένων λογαριασμών. Την 31.08.2011 και 09.08.2011 η ενάγουσα επέδωσε στην πιστούχο και στον πρώτο των εναγόμενων, αντίστοιχα, σχετική εξώδικη δήλωση, με την οποία κατήγγειλε την με αριθμό 405/23/02.2005 σύμβαση πίστωσης και γνωστοποίησε το κλείσιμο του λογαριασμού, που έλαβε χώρα την 27.05.2011, με
χρεωστικό κατάλοιπο 124.31 1,45 ευρώ, καλώντας αυτούς να εξοφλήσουν την οφειλή τους (Βλ. τις με αριθμούς 6.993Ε‘ /31.08.2011 και 6971Ε‘ /09.08.201 1 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαστικού επιμελητή, Βασιλείου Ρέππα). Ομοίως, την 09.08.2011 201 1 η ενάγουσα επέδωσε στην πιστούχο και στον πρώτο των εναγόμενων, σχετική εξώδικη δήλωση, με την οποία κατήγγειλε την με αριθμό 693/30.03.2007 σύμβαση δανείου και γνωστοποίησε το κλείσιμο του λογαριασμού, που έλαβε χώρα την 27.05.2011, με ληξιπρόθεσμο ανεξόφλητο υπόλοιπο ανερχόμενο σε 4.025,61 ευρώ, καλώντας αυτούς να εξοφλήσουν την οφειλή τους (Βλ. τις με αριθμούς 6973ε‘ /09.08.2011 και 6972Ε‘/09.08.2011 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαστικού επιμελητή, Βασιλείου Ρέππα). Κατά των ως άνω χρεωστικών υπολοίπων, η πιστούχος εταιρεία δεν προέβαλε αντίρρηση, με αποτέλεσμα – σύμφωνα με τα παραπάνω εκτιθέμενα – αφενός, να θεωρείται ότι έχει αναγνωρίσει σιωπηρώς τα ως χρεωστικά υπόλοιπα κι αφετέρου, να δεσμεύονται από την εν λόγω αναγνώριση και ο πρώτος των εναγόμενων, ως εγγυητής. Σημειώνεται ότι δυνάμει της με αριθμό 85/26.07.2013 απόφασης της «__________ ____________ ____ _________ _________ ____ _________ ____ __________» που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (τ. Β’) με αριθμό 1831/26.07.2013, αποφασίστηκε η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με τη επωνυμία «_________ ___________» και η θέση αυτής σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 68 του ν. 3601/2007, διορίστηκε δε, ειδικός εκκαθαριστής αυτής, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «______ ________ _______ _________ _________, _________ _________ _______ ___________» και τον διακριτικό τίτλο «_______ _______ ______ ________ ____.» (Συνεδρίαση, με αριθμό 182/1/04.04.2016, της «________ _________ ____ __________ _________ ____ ________ ___ _________» (ΦΕΚ τ. Β’ 925/05.04.2016). Στη συνέχεια, η ενάγουσα, εκπροσωπούμενη νομίμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως πιο πάνω, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 33209/2014 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν, τόσο η πιστούχος εταιρεία, όσο και ο εγγυητής (πρώτος των εναγόμενων), να τής καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, μέρος της συνολικής οφειλής, απορρέουσας από τη με αριθμό 405/23.02.2005 σύμβαση πίστωσης, ήτοι το χρηματικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της διαταγής πληρωμής και εώς την εξόφληση. Επίσης η ενάγουσα εκπροσωπούμενη νομίμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, αμέσως, πιο πάνω, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 24560/2014 Διαταγής Πληρωμής του V Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν, τόσο η πιστούχος εταιρεία, όσο και ο εγγυητής (πρώτος των εναγομένων), να τής καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων είκοσι πέντε ευρώ και εξήντα ενός λεπτού (4.025,61), νομψοτόκως από την επίδοση της διαταγής πληρωμής και εώς την εξόφληση. Ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο εκάστης των ως άνω Διαταγών Πληρωμής επιδόθηκε, νομίμως, στην πιστούχο και τον πρώτο εναγόμενο-εγγυητή (βλ. τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την ενάγουσα, με αριθμούς 10.140 Β’, 10141 Β’/17.12.2014 εκθέσεις επίδοσης της διορισμένης στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαστικής επιμελήτριας, Δήμητρας Κρανίτη και 2304Ε‘, 2303ε‘/29.10.2014 εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαστικού επιμελητή, Αντώνιου Παπαγιαννούλα), οι οποίοι δεν αποδείχθηκε ότι αμφισβήτησαν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις απαιτήσεις της ενάγουσας. Από τα προεκτιθέμενα, με σαφήνεια προκύπτει ότι οι ως άνω απαιτήσεις της ενάγουσας, κατά του πρώτου των εναγομένων έχουν ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμες, κατά τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αγωγής. Όπως περαιτέρω αποδείχθηκε ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει του με αριθμό 219/29.04.2010 συμβολαίου αγοραπωλησίας οριζόντιας ιδιοκτησίας, που συντάχθηκε από τη Συμβολαιογράφο Αθηνών, Ελένη Καραλή και μεταγράφηκε νομίμως στα Βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο 4936 και με αύξοντα αριθμό 453, μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών, κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή, την κατωτέρω αναφερόμενη οριζόντια ιδιοκτησία, η οποία βρίσκεται σε πολυκατοικία κτισμένη σε οικόπεδο κείμενο στην Αθήνα, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου _________, στη θέση «_________», στις οδούς ___________ _____, _______ _________ ___ _____ _________ ____, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 3741 /1929, όπως τροποποιήθηκε από τις διατάξεις του ν.δ. 1024/1971, τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα και τις διατάξεις της με αριθμό 37.158/1965 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Αθηνών, Κ. Εξάρχου, όπως τροποποιήθηκε με την με αριθμό 38222 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών, Κ. Εξάρχου, αμφοτέρων νόμιμα μεταγραμμένων στα Βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών και περιγράφεται ως εξής: υπό στοιχείο Γιώτα ένδεκα (1-11) οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του ισογείου ορόφου, η οποία απεικονίζεται στο σχέδιο κάτοψης υπ’ αριθμόν τρία (3) του μηχανικού _____ ________, το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθμόν 37158/1965 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, Κ. Εξάρχου, αποτελείται από δύο δωμάτια, μια κουζίνα, ένα λουτρό και δύο αποθήκες, έχει επιφάνεια μέτρα τετραγωνικά εβδομήντα οκτώ και 0,70 (78,70), όγκο ιδιόκτητο διακόσια πενήντα ένα και 0,85(251,85) κυβικά μέτρα, αναλογία όγκου κοινοχρήστων τριάντα εννέα και 0,55 (39,55) κυβικά μέτρα, συνολικό όγκο διακόσια ενενήντα ένα και 0,40 (291,40) κυβικά μέτρα, ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο σαράντα ένα χιλιοστά (41 /1000), που αντιστοιχεί σε είκοσι και 0,03 (20.03) τετραγωνικά μέτρα εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, ψήφους στις Γενικές Συνελεύσεις σαράντα μία (41), συμμετοχή στις δαπάνες: α) συντηρήσεως και λειτουργίας κτιρίου και εν γένει συντηρήσεως κοινοχρήστων και κοινοκτήτων, 41/1000, β) συντηρήσεως και λειτουργίας ανελκυστήρα, 16/1000 και συνορεύει Βόρεια, με κοινόχρηστο διάδρομο και 1-12 διαμέρισμα, Νότια, με την οδό ___________, Ανατολικά, με κοινόχρηστο διάδρομο και το 1-12 διαμέρισμα και Δυτικά, με φωταγωγό και μεσότοιχο ιδιοκτησίας _________ και _________ ______. Η ανωτέρω ιδιοκτησία βρίσκεται σε πολυκατοικία κείμενη σε οικόπεδο έκτασης μέτρων τετραγωνικών τετρακοσίων ογδόντα οκτώ και 0,54 (488,54), εμφαίνεται υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΙΘΗΓΔΕΖΑ, στο από Φεβρουάριου 1965 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ______ ________, που προσαρτάται στο με αριθμό 37156/1965 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, Κ. Εξάρχου και συνορεύει, σύμφωνα με το παραπάνω διάγραμμα Ανατολικά, με την οδό ___________, με πρόσωπο είκοσι πέντε και 0,45 (25,45) μέτρων (πλευρά Δ-Γ-Η) εν μέρει και εν μέρει με ιδιοκτησία ________ __________, με πλευρά (Ε-Ζ) 0,45 του μέτρου, Δυτικά, εν μέρει με πλευρά (Θ-Ι)μέτρων δεκαπέντε και 0,25 (15,25) με ιδιοκτησία κληρονόμων ___ _____________, πρώην οικόπεδο ___________ και μετά ιδιοκτησία __________ και __________ _______ και εν μέρει με την οδό _________, με πρόσωπο Α-Β μέτρων δέκα και 0,80 (10,80), Βόρεια, με πλευρά Α-Ζ συν Ε-Δ μέτρων αντίστοιχα, δέκα εννέα και 0,95 (19,95) συν οκτώ και 0,87 (8,87),με πολυκατοικία αγνώστων συνιδιοκτητών και εν μέρει με ιδιοκτησίες _______ _________ και _______, εν μέρει με την οδό __________ ___________ με πρόσωπο Θ-Η μέτρων έντεκα και 0,70 (11,70) και εν μέρει με ιδιοκτησία ___________ και ___________ ________, με πλευρά Β-Ι μέτρων δέκα έξι και 0,12 (16,12). Η αντικειμενική αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, τόσο κατά το χρόνο σύναψης του ως άνω συμβολαίου αγοραπωλησίας, όσο και κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 65.871,00 ευρώ. Το ύψος αυτό της αντικειμενικής αξίας που καθορίστηκε από τη Δ.Ο.Υ. Γ Αθηνών, κατά τη δήλωση του φόρου μεταβίβασης ακινήτου και αποτυπώθηκε στις σχετικές δηλώσεις, που υπέβαλαν ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόμενων, οι οποίες προσαρτώνται σε επίσημο αντίγραφο, στην ως άνω πράξη μεταβίβασης, δεν αναιρείται από κανένα έτερο αποδεικτικό μέσο. Εξ άλλου, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων κοινής πείρας, αναφορικά με τις κρατούσες συνθήκες στην αγορά ακινήτων, κρίνεται από το Δικαστήριο τούτο ότι η άνω αντικειμενική αξία συμπίπτει με το ύψος της εμπορικής αξίας αυτών. Κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής, ο οποίος, σημειωτέον, καθίσταται ο κρίσιμος χρόνος για να διαπιστωθεί η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ο προσδιορισμός της βλάβης του δανειστή (ΑΠ 765/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο πρώτος εναγόμενος διέθετε, κατά πλήρη κυριότητα, τα εξής εμφανή περιουσιακά στοιχεία: α) το με στοιχεία Δέλτα Κεφαλαίο (Δ) διαμέρισμα-οριζόντια ιδιοκτησία, του ισογείου ορόφου, πολυκατοικίας ευρισκόμενης στο Δήμο _________ _________ και επί των οδών __________ αρ. ____ και __________, αποτελούμενο από δυο (2) δωμάτια, χωλ, κουζίνα και λουτροκαμπινέ, εμβαδού 47,70 τ.μ., η αντικειμενική αξία του οποίου ανερχόταν στο ποσό των 44.647,20 ευρώ. Το εν λόγω ακίνητο είναι βεβαρημένο: I) με προσημείωση υποθήκης υπέρ της _________ __________ για εξασφάλιση απαίτησής της, ποσού 11.464,68 (ημερομηνία εγγραφής 22.02.2012), II) με προσημείωση υποθήκης υπέρ της «__________», για εξασφάλιση απαίτησής της, ποσού 100.000 ευρώ (ημερομηνία εγγραφής 10.07.2013), β) ένα αγροτεμάχιο ευρισκόμενο στη περιοχή «___________» στη _____ _______ __________, εκτάσεων μέτρων τετραγωνικών 280,68, η αντικειμενική αξία του οποίου ανερχόταν σε 18.638,62 ευρώ, γ) το Vi εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση «________» στη _____ ______ __________, εκτάσεων μέτρων τετραγωνικών 305,16, η αντικειμενική αξία του οποίου ανερχόταν σε 9.818,53 ευρώ. Τα εν λόγω ακίνητα ήταν αρχικά βεβαρημένα με προσημείωση υποθήκης υπέρ της τράπεζας «_______________», προς εξασφάλιση απαίτησής της, ποσού 150.000 ευρώ, η οποία την 13.07.2012 τράπηκε ολικώς σε υποθήκη, δ) τις κάτωθι αναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ενός πολυώροφου συγκροτήματος (εργοστασίου), ευρισκόμενου στο _____ ______ ________, στο με αριθμό 471 Ο.Τ. και στη συμβολή των οδών ________ αρ. _____, _______ ___ _________, έκτασης μέτρων τετραγωνικών χιλίων εννιακοσίων είκοσι οκτώ και 0,31 (1.928,31) και ειδικότερα: I) την υπό στοιχείο ΗΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΡΙΘΜΟΣ 1 (η-1) οριζόντια ιδιοκτησία του ημιώροφου, αποτελούμενη από διάδρομο, δύο χώρους, δύο wc και από την κλίμακα ανόδου προς την υπό στοιχείο 1-1 ιδιοκτησία του ισογείου, επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών εκατόν εβδομήντα τεσσάρων και 0,51 (174,51), η αντικειμενική αξία της οποίας ανερχόταν στο ποσό των 38.479,46 ευρώ,
- την υπό στοιχείο _____ __________ __________ (_______-___) οριζόντια ιδιοκτησία του ημιώροφου, αποτελούμενη από διάδρομο, τρεις αποθηκευτικούς χώρους και μια αίθουσα, επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών τετρακοσίων δέκα έξι και 0,81 (416,81), η αντικειμενική αξία της οποίας ανερχόταν στο ποσό των 96.283,11 ευρώ,
- την υπό στοιχείο ______ __________ _________ _____ (______) οριζόντια ιδιοκτησία του δευτέρου (Β) ορόφου, αποτελούμενη από συγκρότημα γραφείων, εργαστήριο, αποθήκη, σχεδιαστήριο και συγκρότημα WC, επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών τετρακοσίων είκοσι και 0,80 (420,80), η αντικειμενική αξία της οποίας ανερχόταν στο ποσό των 327.214,08 ευρώ, IV) την υπό στοιχείο ______ _______ ________ ____ (_____) οριζόντια ιδιοκτησία του δευτέρου (Β) ορόφου, αποτελούμενη από μία αίθουσα, δύο γραφεία και συγκρότημα WC, επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών εξακοσίων δέκα έξι και 0,41 (616,41), η αντικειμενική αξία της οποίας ανερχόταν στο ποσό των 147.568,55 ευρώ. Σε όλες τις ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες έχει εγγράφει προσημείωση υποθήκης: I) 1ης τάξης, υπέρ της «_________ ___________», προς εξασφάλιση απαίτησής της ποσού 2.500.000 ευρώ (ημερομηνία εγγραφής , II) 2ης τάξης, υπέρ της «__________ __________», προς εξασφάλιση απαίτησής της ποσού 500.000 ευρώ (ημερομηνία εγγραφής 02.01.2009), III) 3ης τάξης , υπέρ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «________ ________ ___.», προς εξασφάλιση απαίτησής της ποσού 520.000 ευρώ (ημερομηνία εγγραφής , ε) ποσοστό % εξ αδιαιρέτου, της με αριθμό τρία (3) οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμέρισμα), του τρίτου (Γ’) ορόφου, πολυκατοικίας ευρισκόμενης στην ______ και επί των οδών _________ _________ αρ. ________ και ____________, αποτελούμενης από δύο κύρια δωμάτια, χωλ, κουζίνα, λουτρό και εξώστη προς την οδό ___________, επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών σαράντα οκτώ και 0,88 (48,088), η αντικειμενική αξία του οπίου (ποσοστού εξ αδιαιρέτου) ανερχόταν στο ποσό των 31.575,26 ευρώ. Το εν λόγω ακίνητο είναι βεβαρημένο: I) με προσημείωση υποθήκης υπέρ της τράπεζας «_________ _________ ____.», προς εξασφάλιση απαίτησής της ποσού 90.000 ευρώ (ημερομηνία εγγραφής 02.12.2010), II) με αναγκαστική κατάσχεση, δυνάμει της με αριθμό 28/23023/2010 παραγγελίας της Δ.Ο.Υ. Γ Αθηνών, για ποσό 17.896,16 ευρώ. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω εμφανή περιουσία του πρώτου εναγόμενου, κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής ανερχόταν, μεν, στο συνολικό ποσό των 737.227,89 ευρώ, πλην όμως, ήταν βεβαρημένη με τα προαναφερόμενα εμπράγματα δικαιώματα τρίτων (προσημειώσεις υποθηκών, υποθήκη και κατάσχεση), προς διασφάλιση οικονομικών αξιώσεων τους, σε Βάρος του πρώτου εναγόμενου. Επομένως, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής η ανωτέρω εμφανής περιουσία του πρώτου των εναγόμενων δεν ήταν επαρκής για την ικανοποίηση της προαναφερόμενης ληξιπρόθεσμης αξίωσης που διατηρεί σε βάρος του η ενάγουσα, η ανεπάρκεια δε αυτή της περιουσίας του πρώτου εναγόμενου υφίστατο και κατά τον χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αγωγής. Ενόψει των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη στη μεταβίβαση του ως άνω ακινήτου προς τη δεύτερη εναγόμενη, με σκοπό Βλάβης της ενάγουσας, προκειμένου να μην ικανοποιηθεί η προαναφερόμενη απαίτησή της. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο της κατάρτισης του με αριθμό 219/2009 συμβολαίου αγοραπωλησίας οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών, Ελένη Καραλή, η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, γνώριζε ότι ο πρώτος εναγόμενος προέΒαινε στη μεταβίβαση του ακινήτου της στην ίδια, προκειμένου η υπόλοιπη περιουσία του να μην επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, η οποία,έτσι, υπέστη Βλάβη από την απαλλοτρίωση αυτή. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη συστάθηκε την 17.03.2010, με βάση τον «περί εταιρειών νόμο» (κεφ.113), ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με έδρα την __________ της __________, με μοναδικό μέτοχο την εταιρεία με την επωνυμία «__________________________», μοναδικός μέτοχος της οποίας ήταν ο Κύπριος επιχειρηματίας, _____ ____________. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι πίσω από την δεύτερη εναγόμενη εταιρεία υποκρύπτεται ο πρώτος εναγόμενος, δεν αποδείχθηκε από κανένα προσκομιζόμενο, από την ίδια, αποδεικτικό μέσο, καίτοι αυτή φέρει το Βάρος απόδειξης της θετικής γνώσης του τρίτου. Τουναντίον, όπως αποδείχθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, λογιστή, επί σειρά ετών της πιστούχου εταιρείας, ο μέτοχος της δεύτερης εναγόμενης, πληροφορήθηκε από τρίτο πρόσωπο την πώληση του άνω διαμερίσματος (βλ. φύλλο 4°στιχ. 32-34) και κατόπιν μέσω αυτού, ήρθε σε επικοινωνία με τον πρώτο εναγόμενο για την αγορά του. Η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με την έλλειψη θετικής γνώσης της δεύτερης εναγόμενης αναφορικά με τον καταδολιευτικό σκοπό του πρώτου εναγόμενου επιρρωνύεται, εξ άλλου, από την πραγματική και ολοσχερή καταβολή του τιμήματος της αγοραπωλησίας, κατά την ημέρα υπογραφής του συμβολαίου, στην οποία δεν είχε λόγο να προβεί ο δεύτερη εναγόμενη, αν γνώριζε το ύψος των χρεών του πρώτουεναγόμενου, διακινδυνεύοντας έτσι, να υποστεί ισόποση ζημία. Σημειώνεται ότι δεν δύναται να αντληθεί αντεπιχείρημα σχετικά με την επικαλούμενη, κατ’ ουσίαν, εικονικότητα της συναλλαγής, από το γεγονός ότι, όπως αποδεικνύεται από το σχετικό συμβόλαιο, η αγοράστρια, διά του εκπροσώπου της κατέβαλε ολόκληρο το τίμημα στον πωλητή, σε μετρητά χρήματα, που μετρήθηκαν και καταβλήθηκαν, πριν την υπογραφή του, εκτός του γραφείου της συμβολαιογράφου και χωρίς την παρουσία της. Τούτο δε διότι ακόμα και η ομολογία για τη μη καταβολή του τιμήματος δεν τεκμηριώνει εικονικότητα, περίπτωση που δεν συντρέχει, εν προκειμένω, ούτως ή άλλως, όπως επίσης και η βεβαίωση του συμβολαιογράφου για την καταβολή του, δεν ισχυροποιεί τη σύμβαση (ΠΠΑ 15451/1980 ΕλλΔνη 1981.34).Ενόψει των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη, κατά την κατάρτιση της προκείμενης σύμβασης αγοραπωλησίας, γνώριζε θετικά την ύπαρξη της οφειλής του πρώτου εναγόμενου προς την ενάγουσα εταιρεία. Συνακόλουθα δεν συντρέχουν όλες οι εκ του νόμου προΒλεπόμενες προϋποθέσεις της διάρρηξης. Κατ’ ακολουθία, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ παρέλκει η εξέταση της παραδεκτά προβαλλόμενης (άρθρα 237, 262 ΚΠολΔ) και επιχειρούμενης να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ, ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του πρώτου εναγόμενου. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων πρέπει να επιβληθούν σε Βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 191παρ.2 ΚΠολΔ), κατά παραδοχή του σχετικού τους αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, το ύψος των οποίων ορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500 Ε)
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 22.02.2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 22 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ