Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 4066/2018 (Αριθμ. καταθ. 8682/4282/2017)
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτόδικη, πουορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 9η Φεβρουάριου 2018, γιανα δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ : ________ ________ του ________, κατοίκου________ ________, οδός ________ αριθμ. __, ο οποίος απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζει, ως νόμιμη εξ’ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος πατρός της, η ________ ________ του ________ και της ________,κάτοικος ________, οδός ________ αριθμ. __, με ΑΦΜ ________,για την οποία προκατέθεσε προτάσεις γνωστοποιώντας τα ανωτέρω, οπληρεξούσιος δικηγόρος της, ________ ________ και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : ________ ________ του ________, κατοίκου________ ________, οδός ________ αριθμ. __, για τον οποίονπροκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Χρήστος Οικονομάκης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο αρχικός ενάγων, ζητεί να γίνει δεκτή η από 25.07.2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης 8682/2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4282/2017 αγωγή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίουτούτου την 1.8.2017, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών πουπροβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπωςαντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015,προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχήτης παρούσας με την από 15.1.2018 πράξη του Προέδρου του ΤριμελούςΣυμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286, 287 και 290ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι η δίκη διακόπτεται αν, μέχρι το τέλος τηςσυζήτησης της αγωγής, μετά την οποίαν εκδίδεται οριστική απόφαση,πεθάνει κάποιος από τους διαδίκους (πρβλ. ΑΠ 342/1994, Α’ δημοσίευσηΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 206/2016, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωναμε τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 287 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά τηναντικατάστασή του από την παρ.2 του Άρθρου δεύτερου, του Άρθρου 1 τουΝ· 4335/23.7.2015 και σύμφωνα με την παρ.4 του Άρθρου ένατου, η ισχύςτου αρχίζει από 1.1.2016, «1. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίησηπρος τον αντίδικο του λόγου της διακοπής, με τις προτάσεις ή με προφορικήδήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση τηςδιαδικαστικής πράξης.
Η γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο που έχειδικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη». Εξάλλου, από το συνδυασμό των άνωδιατάξεων, συνάγεται ότι η βιαία διακοπή της δίκης, που επέρχεται από τοθάνατο του διαδίκου, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τουςκληρονόμους του μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά, αυτοτελώς ή καιμε ενιαία δήλωση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ωςκληρονόμων, οπότε ακολουθεί αμέσως η συζήτηση της υπόθεσης (πρβλ.ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ ΟλΑΠ 22/2000, ΑΠ 237/2017, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, που αφορούν στηνερμηνεία των άνω διατάξεων κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, οπότε προβλέπετοη δυνατότητα δήλωσης διακοπής της δίκης, μεταξύ των λοιπών λόγων, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ενώ δεν υπήρχε αντίστοιχη πρόβλεψη για δυνατότητα γνωστοποίησης με τις προτάσεις).
Σύμφωνα με τα ανωτέρω,ο θάνατος διαδίκου συνιστά διακοπτικό της δίκης γεγονός. Η δίκη όμως,πρέπει να αναφέρεται όχι σε προσωποπαγές δικαίωμα, γιατί στην αντίθετηπερίπτωση (προσωποπαγές δικαίωμα) η δίκη καταργείται ως προς το κύριοαντικείμενό της (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1994, υπόαρθρ. 286, αριθμ.4). Εξάλλου, αν οι διάδικοι, υπέρ των οποίων ο λόγοςδιακοπής (όπως συνήθως οι κληρονόμοι), είναι απλοί ομόδικοι, καθένας απόαυτούς μπορεί να επαναλάβει τη δίκη σε σχέση με τη μερίδα του, χωρίς η δήλωσή του να εξαναγκάζει και τους άλλους ομοδίκους του, ούτε είναι αναγκαία η συμφωνία όλων για την επανάληψη της δίκης (βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, ο.π., υπό αρθρ. 287, αριθμ. 16α). Τέλος, με το θάνατο διαδίκου, ο οποίος κληρονομείται αποκλειστικώς από τον αντίδικό του ή μετην από οποιοδήποτε άλλο λόγο σύμπτωση της ιδιότητας των διαδίκων στοίδιο πρόσωπο, δεν επέρχεται διακοπή, αλλά κατάργηση της δίκης, γιατί με τησύγχυση καταλύεται η έννομη σχέση της δίκης, η οποία, στηναμφισβητούμενη διαδικασία, απαιτεί την ύπαρξη δύο τουλάχιστονπροσώπων που τελούν σε αντιδικία, ενώ με τη σύμπτωση στο ίδιο πρόσωποτων ιδιοτήτων των κύριων διαδίκων δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή (βλ.Β. Βαθρακοκοίλη, ο.π., υπό αρθρ. 286, αριθμ. 17). Κατά τη διάταξη τουάρθρου 1509 του ΑΚ η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιοδήποτεγονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ήοικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθησηεπαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, μόνο ως προς το ποσό που υπερβαίνει τομέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτειότι ο νομοθέτης χαρακτηρίζει ως γονική παροχή εκείνη που δεν υπερβαίνειτο μέτρο το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, χωρίς όμως και αυτός να προσδιορίζει τις περιστάσεις. Ως ενδεικνυόμενο μέτρο από τις περιστάσεις θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής, και την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων,την ηλικία του κλπ. Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση τηςγονικής παροχής αλλά μόνο η συνδρομή ανάγκης υπό τις ανωτέρωπροϋποθέσεις του άρθρου 1509 ΑΚ. Αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάγκης,τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς. Σύμφωνα με το άρθρο 505 τουΑΚ, «ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή, στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωση του να διατρέφει το δωρητή».
Ως αχαριστία, σύμφωνα με την έννοια της διάταξηςαυτής, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση της δωρεάς, θεωρείται η βαριάαντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, η οποία αποτελείπαράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής καιευπρέπειας που επικρατούν στην κοινωνία, οφείλεται σε υπαιτιότητα του καιπροσβάλλει αγαθά του δωρητή άμεσα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη τουάρθρου 509 εδ. α του ΑΚ, η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με άτυπη (ακόμηκαι όταν το αντικείμενο της δωρεάς είναι ακίνητο) σχετική δήλωση τουδωρητή προς τον δωρεοδόχο, επομένως και με αγωγή. Η δήλωση αυτή, πουσυνιστά άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του δωρητή, επιφέρει τα έννομααποτελέσματά της από την περιέλευση της στον δωρεοδόχο, εφόσον ο λόγοςτης ανάκλησης είναι αληθινός και μπορεί να δικαιολογήσει την ανάκληση.Με την αγωγή αναγνώρισης της εγκυρότητας της ανάκλησης μπορεί νασωρευτεί και αίτημα για αναζήτηση του δωρηθέντος. Η αγωγή αυτή είναι ενοχική και όχι εμπράγματη.
Ο δωρητής, δηλαδή, έχει ενοχικό δικαίωμα γιααυτούσια απόδοση του δωρηθέντος. Συγκεκριμένα, αν το δωρηθέν είναιακίνητο και μεταβιβάστηκε στον δωρεοδόχο κατά κυριότητα, ηαναμεταβίβαση της κυριότητας, μετά την ανάκληση της δωρεάς, γίνεται μεκαταδίκη του δωρεοδόχου σε αντίστοιχη δήλωση βούλησης και μεταγραφήτης σχετικής τελεσίδικης απόφασης και της δήλωσης του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου για αποδοχή της απόφασης αυτής. Η απόδοση όμως τηςνομής και κατοχής του πράγματος δεν προϋποθέτει καταδίκη σε δήλωσηβούλησης και μπορεί να γίνει με αγωγή απόδοσης του πράγματος, πουκατέχεται χωρίς αιτία μετά την ανάκληση, αφού και η κυριότητα είναιαποδοτέα μετά την εν λόγω ανάκληση, διότι στερείται πλέον νόμιμης αιτίας.
Δηλαδή, είναι δυνατή η εκ μέρους του δωρητή άσκηση κατά του δωρεοδόχου και καταψηφιστικής αγωγής με νομική βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (κατ’ άρθρα 904 επ. και 509 του ΑΚ) καιαίτημα την καταδίκη σε επιστροφή του αντικειμένου της δωρεάς λόγω ανάκλησης της τελευταίας (αφού αποτέλεσμα της ανάκλησης είναι η αυτοδίκαιη ανατροπή της ενοχικής σύμβασης της δωρεάς για το μέλλον – exnunc – και συνακόλουθα η γένεση της αξίωσης του δωρητή προς επιστροφήτου αντικειμένου της δωρεάς κατ’ άρθρα 904 επ. ΑΚ. Σε περίπτωση όμως,κατά την οποία ο δωρεοδόχος δεν είναι σε θέση να προβεί σε αυτούσιααπόδοση του ληφθέντος, είναι υποχρεωμένος να αποδώσει την αξία του(ΠΠρΧαλκιδ 5/2017, με εκεί εκτενείς αναφορές σε θεωρία και νομολογία).Ακόμη, το δικαίωμα ανάκλησης της δωρεάς (διαπλαστικό) λόγω αχαριστίας,ενόψει του σκοπού του, που συνίσταται στην ικανοποίηση της φιλοτιμίας καιόχι στην απόλαυση κέρδους, είναι προσωποπαγές του δωρητή καισυνακόλουθα ανεκχώρητο ακατάσχετο και ακληρονόμητο. Ανήκει μόνο στοδωρητή και τους δωρεοδόχους και δεν μετακυλίεται στους κληρονόμους του.Αυτό συμπεραίνεται και από την αντιδιαστολή της διάταξης του άρθρου 505προς τις διατάξεις των άρθρων 506 και 507 ΑΚ, που αναφέρουν τιςπεριπτώσεις, στις οποίες κατ’ εξαίρεση μπορούν και οι κληρονόμοι ναπροβαίνουν σε ανάκληση δωρεάς. Αν όμως ο δωρητής άσκησε, όταν ζούσετο δικαίωμα της ανάκλησης, η δωρεά θεωρείται ότι ανακλήθηκε από τηδήλωση αυτή και η αξίωσή του μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του, οιοποίοι μπορούν να εγείρουν τη σχετική αγωγή (ΕφΠειρ 216/2016, Α’δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 91/2015, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 592 παρ.3 ΚΠολΔ,όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το Άρθρο τέταρτο τουΆρθρου 1, του Ν. 4335/23.7.2015 και σύμφωνα με την παρ.2 του Άρθρουένατου εφαρμόζεται για τις κατατιθέμενες από 1.1.2016 αγωγές, «κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών δικάζονται οι γαμικές διαφορές, οι διαφορές από την ελεύθερη συμβίωση και οι λοιπέςοικογενειακές διαφορές που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού… 3. Οι λοιπές οικογενειακές διαφορές αφορούν : …. δ) κάθε άλληπεριουσιακού διαφορά, που απορρέει από τη σχέση των συζύγων, ή τωνγονέων και τέκνων». Σύμφωνα με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.4335/2015, το τέταρτο βιβλίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δηλαδή ταάρθρα 591 έως 681Δ, αντικαθίστανται από τα άρθρα 591 έως 645, σύμφωναμε το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015). Τανέα άρθρα 591 έως 645 εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2του αυτού άρθρου και νόμου στις αγωγές και τα ένδικα μέσα τα οποίακατατέθηκαν από 1.1.2016. Με τις εν λόγω τροποποιήσεις οι ειδικέςδιαδικασίες συστηματοποιούνται πλέον σε 3 βασικές κατηγορίες. II πρώτηκατηγορία (ειδικής διαδικασίας) αφορά στις προσωπικές διαφορές από τηνοικογένεια εν γένει, δηλαδή κατά βάση από το γάμο και τις διαφορές γονέων και τέκνων, αλλά και τις διαφορές από την ελεύθερη συμβίωση (X.Απαλαγάκη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας», 5η έκδοση, υπό αρθρ. 591ΚΠολΔ, παρ.2).
Το άρθρο 592 ΚΠολΔ απαριθμεί με τρόπο περιοριστικό τιςδιαφορές που υπάγονται στην ειδική διαδικασία των άρθρων 592-613ΚΠολΔ και αποκλείουν την εφαρμογή σ’ αυτές, των διατάξεων της τακτικήςδιαδικασίας. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 592 αφορά στις γαμικέςδιαφορές, στη δεύτερη παράγραφο περιλαμβάνονται οι διαφορές από τιςσχέσεις γονέων και τέκνων, ενώ στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 592απαριθμούνται, επίσης ως υποκατηγορία των οικογενειακών διαφορών, οιλοιπές οικογενειακές διαφορές (X. Απαλαγάκη, ο.π., υπό αρθρ. 592). Η παρ.3 του άρθρου 592 ΚΠολΔ καταλαμβάνει στις περιπτώσεις α’- γ’ τις διαφορέςπου προβλέπονταν στο προϊσχύον άρθρο 681 Β παρ.1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση δ’ της παρ.3 κατατάσσεται για πρώτη φορά μια νέα κατηγορίαπου περιλαμβάνει «κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου διαφορά, που απορρέειαπό τη σχέση των συζύγων ή των γονέων και τέκνων».
Το νέο άρθρο 592είναι πολύ ευρύτερο από το προϊσχύον, διότι υπάγει στην ειδική διαδικασίατων διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση ακόμη και όσες περιουσιακές διαφορές απορρέουν από τη σχέση τωνσυζύγων. Η ευρύτητα της νέας διάταξης προδίδει τη βούληση του νομοθέτηνα διευρύνει τον κύκλο των διαφορών που υπάγονται στην εν λόγω ειδικήδιαδικασία (βλ. Κ. Μακρίδου, «ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα ΠολιτικήςΔικονομίας μετά το ν. 4335/2015», εκδ. 2017, σ. 116-117). Η νέα αυτήκατηγορία (υπό στοιχ.δ του άρθρ. 592 παρ.3 ΚΠολΔ) διαφοροποιείται απότις αμέσως προαναφερθείσες κατά το ότι, ενώ οι τελευταίες άπτονται αμέσωςκαι των προσωπικών σχέσεων, οι διαφορές του στοιχ. δ είναι καθαρώςπεριουσιακές. Από την άποψη αυτή, η νομοθετική επιλογή της ένταξης τωνδιαφορών του στοιχ. δ στην ενότητα των «οικογενειακών διαφορών»δηλώνει ότι ο νομοθέτης αφίσταται πλέον από το σταθερό έως τώρα κριτήριοοριοθέτησης του πεδίου των δύο παλαιών διαδικασιών (γαμικών καιδιαφορών γονέων – τέκνων), το οποίο συνίσταται στη φύση των υπαγόμενωνδιαφορών ως αφορωσών στην προσωπική κατάσταση και στο εντεύθενδημόσιο συμφέρον για την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, ώστε έτσι ναδιασφαλίζεται η τήρηση των σχετικών αναγκαστικού δικαίου ουσιαστικώνρυθμίσεων (Ε. Ποδηματά, «Διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και τηνελεύθερη συμβίωση», ΧρΙΔ ΙΕ/ σ.641 επ.).
Εξάλλου, σύμφωνα με το 591 § 6ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (ΦΕΚ 87 Α/23.7.2015) κι εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθροένατο § 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρουςδιατάξεις αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχειεισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσειτην εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Η διάταξη αυτή, η οποία ταυτίζεται με τη διάταξη της § 2 τουπαλιού 591 ΚΠολΔ, πριν από την τροποποίησή της με τον ν. 4335/2015, είχεεφαρμογή, όχι μόνον όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδικήδιαδικασία, αλλά και όταν εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπάγεταισε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής,τουλάχιστον όπως μέχρι τώρα ερμηνευόταν, το δικαστήριο έχει την ευχέρειαείτε να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει με την προσήκουσαδιαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσον βεβαίωςέχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της προσήκουσας διαδικασίας και δη όσον αφορά την προδικασία (π.χ. τήρηση προθεσμιών επιδόσεως, κατάθεσηςπροτάσεων κλπ.) ή όσον αφορά άλλες επιταγές του νόμου (π.χ. προσκόμισητου πιστωτικού τίτλου και μάλιστα στο πρωτότυπο μέχρι τη συζήτηση για όσες αγωγές αφορούν πιστωτικούς τίτλους), τις οποίες δύναται τοδικαστήριο να ελέγξει και αυτεπαγγέλτως, είτε, εάν δεν έχουν τηρηθεί οι ωςάνω προϋποθέσεις ή οι διάδικοι στερούνται δικονομικών ευχερειών,δικαιωμάτων και αποδεικτικών μέσων, να την παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση σε ιδιαίτερη συζήτηση σε άλλη συνεδρίασή του,το οποίο θα δικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία, εφόσον βεβαίωςτούτο επιβάλλεται από άλλη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγήςτης δίκης για την ορθή, πλήρη και ισορροπημένη προπαρασκευή τωνδιαδίκων.
Το τελευταίο θα συμβεί κυρίως όταν, ενόψει των διαφορετικώνρυθμίσεων της εφαρμοστέας διαδικασίας, καθίσταται ανεπιεικής για τουςδιαδίκους η άμεση εφαρμογή της, λόγω ελλείψεως κατάλληληςπροπαρασκευής και προκλήσεως δικονομικής βλάβης. Δεδομένης της εκβάθρων αναδιάρθρωσης του διαδικαστικού πλαισίου της πρωτοβάθμιαςδίκης στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας (όπου υφίσταται πλέοναπλώς τυπική συζήτηση), το οποίο αποκλίνει πλέον καίρια από εκείνο των ειδικών διαδικασιών (όπου εξακολουθεί να υφίσταται ουσιαστική συζήτηση), ανακύπτει κατά τρόπο πλέον επιτακτικό το ζήτημα της τύχης των δικογράφων που προσδιορίσθηκαν κατ’ εσφαλμένη διαδικασία. Στο ερώτημα αυτό απαντά μερικώς μόνον το άρθρο 591 § 6 ΚΠολΔ, το οποίο επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του άρθρου 591 § 2 ΚΠολΔ, προβλέποντας τηνπαραπομπή της υπόθεσης στην προσήκουσα διαδικασία.
Όπως και υπό τοισχύον δίκαιο η απόφαση είναι μη οριστική, εκτός αν το δικόγραφο εμπίπτειστο πεδίο εφαρμογής άλλης ειδικής διαδικασίας οπότε είναι δυνατή χάρινοικονομίας της δίκης η έκδοση απόφασης από το ίδιο δικαστήριο, το οποίοθα εφαρμόσει απευθείας την προσήκουσα διαδικασία. Σχετικά ευχερήςπαρίσταται η εφαρμογή του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ και στην αντίστροφηπερίπτωση της εσφαλμένης εισαγωγής της υπόθεσης κατά την τακτικήδιαδικασία, ενώ υπαγόταν σε κάποια από τις ειδικές διαδικασίες: το δικαστήριο θα εκδώσει μη οριστική απόφαση κατά τα άρθρα 237 § 6 και 46ΚΠολΔ, αναβάλλοντας την έκδοση απόφασης και παραπέμποντας τηνυπόθεση προς συζήτηση κατά την προσήκουσα διαδικασία, όπου και θαεισαχθεί στη συνέχεια με κλήση, ιδίως όταν η αυτεπάγγελτη εφαρμογή τηςπροσήκουσας διαδικασίας θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα για ένανή και για τους δυο διαδίκους.
Στη νέα συζήτηση οι προτάσεις θα κατατεθούνεπί της έδρας σύμφωνα με το άρθρο 591 ΚΠολΔ και θα εφαρμοσθούν οιαντίστοιχες διαδικαστικές ρυθμίσεις, ήτοι είναι δυνατόν να διεξαχθεί καιαποδεικτική διαδικασία, να εξεταστούν μάρτυρες, να προβληθούν ισχυρισμοίκαι ενστάσεις, να προσκομιστούν αποδεικτικά έγγραφα, να ακολουθήσει προσθήκη-αντίκρουση κ.λπ. Το άρθρο 591 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ησπονδυλική στήλη όλων των ειδικών διαδικασιών. Η προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων παραμένει 30 ημέρες πριν από την συζήτηση (ή 60 για τουςκατοίκους της αλλοδαπής ή για τους αγνώστου διαμονής). Διαφοροποιείταιδηλαδή πλήρως από το νέο σύστημα στην τακτική διαδικασία που οιπροθεσμίες υπολογίζονται από την κατάθεση της αγωγής.
Προβλήματαμπορούν να δημιουργηθούν στην περίπτωση που δεν έχει επιλεγεί εξ αρχής ηορθή διαδικασία. Έτσι με την § 6 («αν η υπόθεση δεν υπάγεται στηνδιαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτόαυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την διαδικασίασύμφωνα με την οποία δικάζεται»), το πεδίο εφαρμογής αυτής της διάταξης θα είναι πλέον περιορισμένο, αφού οι προθεσμίες επίδοσης της αγωγής καικατάθεσης των προτάσεων και αντικρούσεων είναι εντελώς διαφορετικέςστις δύο διαδικασίες. Οπότε σε περίπτωση που εσφαλμένα εισήχθη ηυπόθεση για να δικαστεί με την τακτική διαδικασία, πρέπει να παραπέμπεταικατά το ορθότερον στην ειδική διαδικασία, διότι με τις νέες διατάξεις της τακτικής διαδικασίας, από τις οποίες προκύπτει σαφώς ουσιώδης διαφοράμεταξύ της τυπικής και της ουσιαστικής συζήτησης, καθώς και τηςαναγκαίας κατά νόμο προδικασίας, δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο ναδικάσει με την τακτική διαδικασία, εφαρμόζοντας τις διατάξεις της ειδικήςδιαδικασίας, διότι στη νέα τακτική διαδικασία η συζήτηση είναι τυπική καιδεν δύναται το δικαστήριο να δικάσει με αυτήν, αλλά να εφαρμόσει τιςδιατάξεις της ειδικής διαδικασίας, στην οποία προβλέπεται ουσιαστικήσυζήτηση της υπόθεσης (ΜΠρΧίου 165/2017, ΕλΔνη 2017, σ. 1181, πρβλ.ΜΙΙρΑαμ 113/2016, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΣυρ 136/2016, ΕλΔνη2016, σ.1740, με εκεί εκτενείς αναφορές σε θεωρία και νομολογία).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικώνσυνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, σε συνδυασμό με τις εμπροθέσμωςκατατεθείσες προτάσεις της ________ ________ του ______,ενεργούσας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου, κατά ποσοστό 50% (λόγος τηςκληρονομικής της μερίδας), του αρχικού ενάγοντα, δύναται να συναχθεί ότιαυτή γνωστοποίησε ότι ο αρχικώς εναγών, πατέρας αυτής και του εδώ εναγομένου (αδελφού της, έτερου συκληρονόμου, κατά ποσοστό 50%) απεβίωσε στις 19.9.2017, ήτοι μετά την άσκηση της αγωγής και ότι μετά τονεπελθόντα θάνατο αυτού, τη διακοπείσα δίκη συνεχίζει αυτή στο όνομά του.Προσκομίζει, άλλωστε και επικαλείται αυτή, το υπ’ αριθμ. πρωτ.407/20.9.2017 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ________________, καθώς και το υπ’ αριθμ. πρωτ. 21207/28.9.2017 πιστοποιητικόπλησιεστέρων συγγενών του Εραφείου δημοτολογίου του Δήμου ________,ενώ ο εναγόμενος, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του, δεν αμφισβητεί την ιδιότητα της ανωτέρω, ως κληρονόμου του αρχικώς ενάγοντα (ορ. σελ. 2 και 3 των προτάσεων του εναγομένου). Επομένως,r rενόψει του ότι επήλθε βιαία διακοπή της δίκης, με το θάνατο του αρχικώς ενάγοντα, μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (ορ. τη με αριθμ.1467/73.8.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο ΕφετείουΑθηνών, Κ. Παπαδημητριού, περί επίδοσης της αγωγής στον εναγόμενο), σεσυνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η κληρονόμος αυτού, ________ ________, νομίμωςσυνεχίζει τη δίκη, σε σχέση με την κληρονομική της μερίδα (50% επί των στοιχείων της κληρονομιάς), ενόψει του ότι (όπως κατωτέρω αναλυτικάεκτίθεται) η αγωγή αφορά αξιώσεις από ήδη ασκηθείσα δήλωση ανάκλησηςγονικής παροχής, που έλαβε χώρα από τον αρχικώς ενάγοντα, πριν το θάνατότου και, συνακόλουθα, οι αξιώσεις του από τη δήλωση αυτή θεωρούνται ότιέχουν μεταβιβασθεί στους κληρονόμους του.Με την υπό κρίση αγωγή, ο αρχικός ενάγων, ήδη αποβιώσας,_______ ________, στη θέση του οποίου έχει υπεισέλθει, κατά το λόγο τηςκληρονομικής της μερίδας, η άνω ενάγουσα, ________ ________,ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 2867/5.8.1987 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Γαρυφαλιάς συζ. ________ ________, το γένος __.________, μεταβίβασε στον εναγόμενο, υιό του, λόγω γονικής παροχής,την ψιλή κυριότητα επί των αναφερομένων στην αγωγή ακινήτων -οριζοντίων ιδιοκτησιών, που ευρίσκονται επί ακινήτου στο Πέραμα ________επί της οδού ________ αριθμ. __, αξίας 44.760 Ευρώ.
Ότι, επιπρόσθετα,αμέσως μετά την ενηλικίωση του εναγομένου, του παρείχε αυτός (αρχικόςενάγων) όλα τα χρήματα, ώστε να μεταβεί στη ________ της ________ για νασπουδάσει εκεί, ώστε να σπουδάσει και να λάβει δίπλωμα μηχανολόγου,πλην όμως ο εναγόμενος δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του και επέστρεψεστην Ελλάδα μετά από 15 έτη. Ότι, παράλληλα με την κατάρτιση του άνωσυμβολαίου, ο αρχικός ενάγων αγόρασε στον εναγόμενο φορτηγόαυτοκίνητο, ώστε να κάνει μεταφορές, καθώς και ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο. Ότι, ηεν λόγω γονική παροχή έλαβε χώρα αφού ο αρχικός ενάγων, κατά τα άνωεκτεθέντα, είχε υπερβεί την πατρική υποχρέωση στο πρόσωπο του εναγόμενου, αφού είχε αυτός φροντίσει να του παρέχει για πολλά έτη τααπαιτούμενα για τη συντήρηση και τις σπουδές του. Ότι, μολαταύτα, οεναγόμενος επέδειξε την περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφοράαχαριστίας απέναντι στον αρχικό ενάγοντα (παραμελούσε συστηματικάαυτόν και τον είχε εγκαταλείψει, παρά το γήρας που διήγε ο τελευταίος), μεαποτέλεσμα, την 27.6.2017, να του αποστείλει (ο αρχικός ενάγων στονεναγόμενο) εξώδικη δήλωση, δυνάμει της οποίας του δήλωσε ότι ανακαλείπρος αυτόν τη γενόμενη γονική παροχή και τον καλούσε όπως εντόςδεκαπενθημέρου από την παραλαβή της αγωγής, να συμπράξει στηναναμεταβίβαση της ψιλής κυριότητας των εκεί αναφερομένων ακινήτων. Ότι ο εναγόμενος αρνήθηκε τα άνω, με εξώδικη δήλωσή του που απέστειλε προςτον πατέρα του.
Με βάση αυτό το ιστορικό, ο αρχικός ενάγων ζήτησε α) νααναγνωρισθεί ότι έχει ανακληθεί η γονική παροχή των αναφερομένων στοιστορικό της αγωγής οριζοντίων ιδιοκτησιών και β) να καταδικασθεί οεναγόμενος σε δήλωση βουλήσεως να αναμεταβιβάσει στον αρχικώςενάγοντα (ορθώς εκτιμώ μένου του αιτητικού του δικογράφου) τις άνωοριζόντιες ιδιοκτησίες, άλλως να καταδικασθεί αυτός να του καταβάλει τοποσό των 44.760 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγήςμέχρι την εξόφληση. Ζήτησε, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινάεκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή τωνδικαστικών του εξόδων.Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, σύμφωνα και με αναλυτικάδιαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η υπό κρίση αγωγή, ηοποία έχει ασκηθεί μετά την 1.1.2016, εισάγει οικογενειακή διαφορά και δη,διαφορά υπαγόμενη στην διάταξη του άρθρου 592 παρ. 3 περ. δ, αφούτυγχάνει περιουσιακού δικαίου διαφορά, απορρέουσα από τη σχέση γονέακαι τέκνου.
Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, ήτοι τιςδιατάξεις που ίσχυαν πριν τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015, οιδιαφορές που αφορούσαν τη δικαστική αναγνώριση των λόγων τηςανάκλησης της γονικής παροχής, εκδικάζονταν σύμφωνα με την τακτικήδιαδικασία, από το Πολυμελές Πρωτοδικείο, κατ’ αρθρ. 18 ΚΠολΔ, ως μη ‘για τη δικαστική αναγνώριση ανάκλησης δωρεάς, ΠΠρΑΘ 1255/2014, Α’δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 91/2015, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,ΠΓΊρΜυτιλ 27/2006, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) καθόσον δεν είχε προβλεφθεί ηυπαγωγή τους στην ειδική διαδικασία που αφορούσε τις σχέσεις γονέων καιτέκνων (πρώην άρθρο 614 ΚΠολΔ), πλην όμως, με τις νέες διατάξεις πουαφορούν τις οικογενειακές διαφορές, με τις οποίες διευρύνθηκε κατά πολύ τοαντικείμενο που υπάγεται στην εν λόγω διαδικασία (με την εισαγωγή καιδιαφορών που κατά το προϊσχύσαν δίκαιο υπήγοντο στην τακτικήδιαδικασία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη τηςπαρούσας), ρητά υπήχθησαν σε αυτές περιουσιακές διαφοράς πουαπορρέουν από τη σχέση γονέων και τέκνων. Ως εκ περισσού, αναφέρεταιότι η διάταξη του άρθρου 1509 ΑΚ περί παροχών γονέων προς τα τέκνατους, από τη οποίαν απορρέει η υπό κρίση διαφορά μεταξύ των διαδίκων,εντάσσεται στην ύλη του Οικογενειακού Δικαίου και δη, στο κεφάλαιο μετίτλο «Σχέσεις γονέων και τέκνων».
Επομένως, μολονότι κατά τοπροηγούμενο νομοθετικό καθεστώς αντίστοιχη περίπτωση (κατάθεσηαγωγής κατά την τακτική διαδικασία, μολονότι εκδικάζεται κατά την ειδική)δεν θα αποτελούσε κώλυμα για το Δικαστήριο στην εκδίκασή της ουσίας τηςυπόθεσης, κατ’ εφαρμογή όμως της δέουσας ειδικής διαδικασίας, σύμφωναμε τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, με τη νομοθετικήμεταβολή της προδικασίας και δη του χρονικού πλαισίου κατάθεσηςπροτάσεων των διαδίκων, με τις οποίες εισάγουν τους ισχυρισμούς τους στηντακτική διαδικασία, τη δυνατότητα να προηγηθεί προφορική ουσιαστικήσυζήτηση της διαφοράς δια της εξέτασης μαρτύρων στο ακροατήριο, σταπλαίσια της ειδικής διαδικασίας, αλλά και τις λοιπές διαφορές των δύοδιαδικασιών (τακτικής – ειδικών), το παρόν Δικαστήριο κρίνει ορθότερο ναπαραπέμψει την παρούσα υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι τοΜονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά (αρθρ. 17 παρ.2 ΚΠολΔ) το οποίο θα τηαπομιμητές σε χρήμα διαφορές (πρβλ. ΕφΠειρ 216/2016, Δ’ δημοσίευσηΝΟΜΟΣ, ΠΠρΧαλκιδ 5/2017, ΠΠρΘεσσαλ 14082/2017, καθώς και, γενικά δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των λοιπών οικογενειακών διαφορώντων άρθρων 592 και 610 επ. ΚΠολΔ, αφού αυτό επιβάλλεται από τηδικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης για προπαρασκευήτων διαδίκων.
Τέλος, δικαστική δαπάνη δεν επιβάλλεται στην παρούσα δίκη,καθόσον η απόφαση αυτή δεν είναι οριστική (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα,ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 591 ΚΠολΔ, αριθμ.11, ΜΠρΧίου165/2017, ΕλΔνη 2017, σ. 1181, ΜΠρΛαμ 113/2016, Α’ δημοσίευσηΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμολία των διαδίκων.ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση να δικασθεί στο καθ’ ύλην και κατάτόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, κατά την προσήκουσαειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και τηνελεύθερη συμβίωση.Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσιασυνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 3-9-2018 , χωρίς ναπαρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ