Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ]
Αριθμός: 155/2015
(γενικός αριθμός κατάθεσης 41855/2011 και αριθμός κατάθεσης δικογράφου 441/2011 ανακοπής
γενικός αριθμός κατάθεσης 85632/2014 και αριθμός κατάθεσης δικογράφου 245/2014 κλήσης)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Θεοδώρα Καρατσικάκη, Πρωτόδικη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Έφη Κοντού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2014 για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Της Μονοπρόσωπης Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία « _________. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε.» (ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΕΙΔΩΝ ΙΜΑΤΙΣΜΟΥ), που εδρεύει στον _________, επί της οδού _________ αρ. ___, και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου Αθηνών Ευδοξίας Κουκλάκη.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ Η ΚΛΗΣΗ: « _________ HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΥΠΟΔΗΣΗΣ ΕΝΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ», δε διακριτικό τίτλο « _________ HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΥΠΟΔΗΣΗΣ ΕΝΔΥΣΗ & ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ», με τον διακριτικό τίτλο « _________ Α.Ε.» που εδρεύει στο Δήμο _________ Αττικής, οδός _________, αρ. _, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Δουλφή.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 8.3.2011 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 41855/2011 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 441/2011, για τη συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε δικάσιμος στις 1.2.2012 οπότε η συζήτηση της ματαιώθηκε. Ήδη η ανακόπτουσα με την από 17.7.2014 κλήση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 85632/2014 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 245/2014, επανέψερε προς συζήτηση την παραπάνω ανακοπή για τη συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, εκφωνήθηκε στη σειρά της και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
Μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφτηκε σύμφωνα με το Νόμο
Με την υπό κρίση ανακοπή, η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση της υπ’ αρ. 8939/2011 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ής το ποσό των 25.000 ευρώ, για την αναφερόμενη σε αυτή επιταγή μέχρι την εξόφληση. Η υπό κρίση ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 632 παρ.1 ΚΠολΔ) εντός 15 εργασίμων ημερών, αφού η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 28.2.2011(βλ. την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνας Π. Μπουνάκου επί του προσκομιζομένου από την ανακόπτουσα αντιγράφου της επίδικης διαταγής πληρωμής) Κό ται η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ής την 10.3.2011 ( βλ. την με αρ. 1765Γ/10.3.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Δημητρίου Σ. Ραπατζίκου), αρμοδίως δε εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρο 635 – 644 ΚΠολΔ), κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (από επιταγή), με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά συνέπεια πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Από τη διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 5960/1933 “περί επιταγής”, η οποία είναι ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 17 του νόμου 5325/1932 “περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν”, τα πρόσωπα, που ενάγονται από την επιταγή, μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις μεταξύ αυτών και του εκδότη ή των Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφτηκε σύμφωνα με το Νόμο » προηγούμενων κομιστών της επιταγής, μόνο εάν ο κομιστής κατά το χρόνο κτήσης επιταγής ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του οφειλέτη.
Η αρχή, που καθιερώνεται με τη διάταξη αυτή, από την οποία, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 5960/1933, απορρέει ο ανασιώδης χαρακτήρας της ενοχής από την επιταγή, του απροβλήτου των ουσιαστικών ενστάσεων, κατά την οποία τα πρόσωπα, που ευθύνονται απά την επιταγή δεν μπορούν να προτείνουν κατά του νόμιμου κομιστή αυτής ενστάσεις, που στηρίζονται στις προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή με τους προηγούμενους κομιστές, κάμπτεται μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση η επιταγή τελούσε κατά την κτήση της σε γνώση της ύπαρξης των ενστάσεων αυτών και με την αποδοχή της μεταβίβασης σε αυτόν της επιταγής ενεργούσε με πρόθεση βλάβης του οφειλέτη. Δηλονότι δεν αρκεί η απλή γνώση των ενστάσεων, αλλ απαιτείται και συνείδηση του κομιστή περί της βλάβης του οφειλέτη, στοιχείο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον ισχυρισμό του οφειλέτη, ότι ο κομιστής γνώριζε την ύπαρξη της ενστάσεως κατά τον χρόνο κτήσεως του τίτλου, (βλ. Εφθεσ 118/1991 Αρμ 46.1233). Ενέργεια του κομιστή προς βλάβη του οφειλέτη υπάρχει, όταν ο κομιστής γνώριζε ότι η μεταβίβαση της απαιτήσεως προς αυτόν μπορεί να ματαιώσει την προβολή της ενστάσεως του οφειλέτη, (βλ. ΕφΑΘ 245/1990 ΕλλΔνη 32.148).
Τέτοια ενέργεια λαμβάνει χώρα, όταν αυτός γνωρίζει κατά την απόκτηση του τίτλου, ότι με τη μεταβίβαση προς αυτόν είναι δυνατόν να ματαιωθεί η προβολή των προαναφερόμενων ενστάσεων και ότι με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η πληρωμή, η οποία χωρίς τη μεταβίβαση αυτή δεν θα πραγματοποιούνταν. Η γνώση του κομιστή είναι απαραίτητο να υφίσταται κατά το χρόνο της οπισθογράφησης σε αυτόν της επιταγής και δεν ασκεί επίδραση η μεταγενέστερη γνώση. Σε περίπτωση δε, που εκείνος κατά του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωμής με τίτλο επιταγή, στην πληρωμή της οποίας ενέχεται, ασκήσει ανακοπή, πρέπει να εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ακολούθως δε πρέπει και να αποδεικνύει, τα περιστατικά αυτά, γιατί η καλή πίστη του κομιστή τεκμαίρεται.
Συνακόλουθα, ο οφειλέτης από την επιταγή, εκτός από τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της σχετικής ένστασής του, πρέπει στην ανακοπή του να περιλαμβάνει και τον ισχυρισμό, ότι ο κομιστής της επιταγής, κατά το χρόνο της κτήσης αυτής, γνώριζε την ένσταση και επιπλέον αυτός είχε συνείδηση, ότι με την απόκτηση του τίτλου ήταν ενδεχόμενο να υποστεί βλάβη ο οφειλέτης με τη πληρωμή της επιταγής. Συνήθης στην πράξη είναι η έκδοση καταπιστευτικών αξιογράφων, συναλλαγματικής ή επιταγής, ττόϋ εκδίδονται χάριν εγγύησης. Με τον όρο αυτό νοούνται οι περιπτώσεις εκείνες, Α·ο οποίες προσπορίζεται μεν η νομική θέση δικαιούχου του τίτλου, συγχρόνως όμώς συμφωνείται – ως ένα είδος pactum fiduciale – ότι ο δικαιούχος αυτού κατά ορισμένο μόνο τρόπο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα είναι δυνατό να ενασκήσει το δικαίωμά του από τον τίτλο της επιταγής.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται στον οφειλέτη ένσταση αναβλητική ή ανατρεπτική, κατά τις περιστάσεις, βασιζόμενη στην αιτιώδη (υποκείμενη) σχέση, την οποία αυτός ως ενιατάμενος οφείλει να αποκαλύψει και να αποδείξει. Η ένσταση είναι προσωπική και υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 22 του νόμου 5960/1933. Στην κατηγορία των ενστάσεων αυτών υπάγονται, εκτός άλλων, και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες συμφωνείται των ενδιαφερομένων, ότι ο αντισυμβαλλόμενος θα δικαιούται να εισπράξει τον τίτλο υπό την προϋπόθεση, ότι εκπληρώθηκαν ορισμένοι όροι από την αιτιώδη σχέση ή θα έχει πληρωθεί κάποια άλλη αίρεση ή ακόμη, όταν η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην προβεί σε πρόωρη χρήση αυτής.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 12 παρ. 1, 14, 22 και 28 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής” προκύπτει, ότι η ενοχή από επιταγή είναι αναιτιώδης, αφού η αιτία εκδόσεώς της δεν αποτελεί στοιχείο της επιταγής και συνεπώς ούτε της αγωγής προς πληρωμή της, ο καλούμενος όμως σε πληρωμή οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί την εσωτερική (βασική) έννομη σχέση και να προβάλει κατά του κομιστή, εφόσον διατελεί σε προσωπική σχέση με αυτόν, ότι η πληρωμή αυτής οδηγεί σε αδικαιολόγητο πλουτισμό (αρθρ. 904 επ. ΑΚ), επειδή η αιτία εκδόσεώς της εξέλιπε ή ήταν ανύπαρκτη ή ελαττωματική και έτσι να ελευθερωθεί. Η ανυπαρξία δηλαδή ή το ελάττωμα της αιτίας υπογραφής της επιταγής δεν επιδρά στο κύρος της αντίστοιχης υποχρεώσεως από την επιταγή, επιτρέπει όμως στον οφειλέτη να εναντιωθεί με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος του με βάση την επιταγή (άρθρα 632, 633 ΚΠολΔ), και να αντιτάξει, ότι ο κομιστής της επιταγής, σε διαταγή του οποίου την εξέδωσε χωρίς νόμιμη αιτία, έχει αποκτήσει από αυτόν περιουσιακό στοιχείο, που συνεπάγεται αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό.
Για την προβολή όμως της έλλειψης υποκείμενης αιτίας, δεν αρκεί ο ισχυρισμός του υπογραφέα, ότι χωρίς αιτία υπέγραψε την επιταγή, αλλά χρειάζεται να προσδιορίζεται και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδεικνύεται, ότι ο υπογραφέας αναδέχθηκε την υποχρέωση από τον τίτλο της επιταγής για ορισμένη αιτία και ότι αυτή είναι ανύπαρκτη. Εν συνεχεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ, με τη Σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ‘ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Επομένως, περιεχόμενο της εγγύησης είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρέωσης απέναντι στο δανειστή να εκπληρώσει την παροχή του πρωτοφειλέτη, αν δεν το κάνει ο τελευταίος. Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής, με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, καταρτίζεται δε μεταξύ εγγυητή και δανειστή, χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη ή συναίνεση του οφειλέτη.
Με βάση τα ανωτέρω, η σύμβαση της εγγύησης διαφέρει από την εγγυοδοσία, δηλαδή την εξασφάλιση, που παρέχεται με μετρητά, χρεόγραφα κτλ από ένα πρόσωπο για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων του, ή από τον οφειλέτη ή τρίτο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Η σύμβαση της εγγυοδοσίας αποτελεί εξασφαλιστική σύμβαση και συγκεκριμένα συνιστά αυτόνομη υπόσχεση, που ένα πρόσωπο (ο εγγυοδότης) δίνει προς τρίτο πρόσωπο (τον εγγυολήπτη), ότι θα ευθύνεται απέναντι του για την περίπτωση, που πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος, που αφορά τον εγγυολήπτη. Η διαφορά δε μεταξύ των ανωτέρω συμβάσεων συνίστσται στο ότι, η ευθύνη του οφειλέτη στην περίπτωση της συμβατικής εγγυοδοσίας είναι κύρια και όχι παρεπόμενη, όπως στην εγγύηση.
Έτσι, στη συμβατική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται οι σχετικές με την εγγύηση διατάξεις και αυτή ρυθμίζεται από τους όρους της σύμβασης κατά το άρθρο 361 ΑΚ. Εξάλλου, η νομιμότητα της αιτίας της κυρίας σύμβασης δεν επιδρά στο κύρος της εγγυοδοτικής, όπου η ευθύνη του οφειλέτη (εγγυοδότη) έχει αυτόνομο – μη παρεπόμενο – χαρακτήρα, στην περίπτωση δε της εγγυοδοτικής σύμβασης προς εξασφάλιση απαίτησης, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης, (και άρα ο εγγυοδότης δεν έχει σχετικά την αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού), διότι η αιτία στην εγγυοδοτική σύμβαση είναι η εξασφάλιση του εγγυολήπτη με την παροχή σε αυτόν μιας πρόσθετης και ανεξάρτητης, από το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης, αξίωσης. Ερευνάται μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων, που θέτει σαφώς η ίδια η εγγυοδοτική σύμβαση, για τη δυνατότητα του εγγυολήπτη να στραφεί κατά του εγγυοδότη.
Ωστόσο, στις συναλλαγές, συμβαίνει να χρησιμοποιείται και ως μέσον εξασφάλισης άλλων απαιτήσεων η έκδοση και παράδοση τραπεζικής επιταγής, που χαρακτηρίζεται από τους συμβαλλομένους ως εγγύηση, πλην όμως, ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης εκάστοτε συμβάσεως θα προκύψει με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες σχετικές διατάξεις του ΑΚ και χωρίς προσήλωση στις χρησιμοποιούμενες από τους συμβαλλόμενους λέξεις ή φράσεις, αφού ο νομικός, χαρακτηρισμός γίνεται πάντοτε από το Δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της διάγνωσηςί της συγκεκριμένης εκάστοτε υπόθεσης.
Οταν δε η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται’ να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής, η αιτία έκδοσής της είναι νόμιμη και δεν συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό [κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ] του κομιστή της επιταγής η εξασφαλιζόμενη με αυτήν απαίτηση, αν οι προϋποθέσεις για τις οποίες δόθηκε η εγγυοδοσία δεν πληρώθηκαν, οπότε μπορεί ο κομιστής της, ο οποίος αποκτά αξίωση από τη βασική σχέση, να την εισπράξει, χωρίς να καθίσταται πλουσιότερος από μη νόμιμη αιτία, αφού η κτήση του πλουτισμού του καλύπτεται από την περιουσιακή απώλεια, που υπέστη από τη μη εκτέλεση της κύριας σύμβασης, η οποία συμφωνήθηκε με τη σύμβαση της εγγυοδοσίας προς ασφάλεια της μελλοντικής αυτής απαίτησής του.
Ετσι, η ένσταση του οφειλέτη από επιταγή, ότι αυτή έχει δοθεί προς εξασφάλιση απαίτησης αποκτά σημασία μόνον, όταν ο οφειλέτης αποδείξει, ότι ο κομιστής της επιταγής δεν έχει αποκτήσει από τη βασική σχέση ληξιπρόθεσμη αξίωση ή ότι δεν έχει αποκτήσει αξίωση από την συγκεκριμένη σχέση (ΑΠ353/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη λεκτική διατύπωση της ως άνω διάταξης [«εν γνώσει» προς βλάβη] συνάγεται ότι υποκειμενικά απαιτείται δόλος του κομιστή και δη άμεσος, ενώ από την πρόθεση «προς», συνάγεται ότι απαιτείται επιδίωξη βλάβης του οφειλέτη της επιταγής. Αρα, αν ο κομιστής κατά την κτήση του τίτλου, επέδειξε αμέλεια, ακόμη και βαριά (330 εδβ. ΑΚ) δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο της κακοπιοτίας του άρθρου 22 του Ν. 5960/33 και συνεπώς δεν κάμπτεται ο κανόνας του απόβλητου των προσωπικών ενστάσεων έναντι αυτού, αφού είναι προφανές ότι η γνώση του, δηλαδή το καθήκον πληροφόρησης της ύπαρξης και του περιεχομένου της προσωπικής ένστασης (ισοδυναμούσα με πλήρη βεβαιότητα) διαφέρει ουσιωδώς από την υπαίτια άγνοια (αμέλεια).
Εξάλλου σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο κομιστής γνωρίζει, κατά την απόκτηση του τίτλου, ότι με τη μεταβίβαση αυτή μπορεί να ματαιωθεί η προβολή των ανωτέρω ενστάσεων και ότι έτσι επιτυγχάνεται η πληρωμή του τίτλου, η οποία χωρίς την ανωτέρω μεταβίβαση δεν θα πραγματοποιούταν. Τα στοιχεία αυτά της γνώσης και της βλάβης (αμφότερα, διότι μόνη η γνώση της ύπαρξης των ενστάσεων δεν αρκεί) πρέπει να αναφέρονται κατά την προβολή της σχετικής ένστασης που μπορεί να συνιστα και λόγο ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, διότι διαφορετικά ο σχετικός ισχυρισμός είναι αόριστος και απορριπτέος (ΑΠ 433/2006 ΝοΒ 2006 1119, ΑΠ 248/2001 ΔΕΕ 2001 888, ΑΠ 1672/1988 ΕλλΔικ 1990 1415, ΕφΑΘ 1611/2008 ΕλλΔνη 2008,1509, Εφ Θεσ 39/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφθεσ 850/2007 ΕπισκΕμπΔ 200895, ΕφΘεσ 2301/2007 Αρμ 2008.718, ΕφΑΘ 2623/2006 ΔΕΕ 2006 1045, ΕφΑΘ 6762/2006 ΔΕΕ 2007 341, ΕφΑΘ 492/2006 ΕλλΔικ 2007 282, ΕφΑΘ 3816/2006 ΔΕΕ 2006 1287, ΕφΑΘ 2383/2006 ΔΕΕ2006 932, ΕφΝαυπλ 521/2004 ΕΕμπΔ 2005 323, Β. Μπρακατσούλας ο.π. Πδ σελ 581 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία).
Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής είναι μία ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. Κ.Πολ.Δικ. και πρέπει να περιέχει, εκτός από τα οτοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔικ) και σαφή έκθεση των γεγονότων (άρθρο 216 ΚΠολΔικ) που στηρίζουν τους λόγους της ανακοπής, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Λόγους ανακοπής μπορεί να αποτελέσουν όλες οι ενστάσεις που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής και ειδικότερα οι ενστάσεις που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 Κ.Πολ.Δικ. για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, εάν δε οι ενστάσεις δεν είναι ορισμένες, η ανακοπή απορρίπτεται λόγω ακυρότητας του δικογράφου της (ΑΠ662/2010, Α’ Δημοσίευση στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ69/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ5757/2003 ΕλλΔνη 45 σελ. 862).
Ο εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένου χρέους, αν ισχυριστεί ότι το χρέος έχει αποσβεσθεί με καταβολή κατά το άρθρο 416 του Α.Κ, αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος. Ο ενάγων δανειστής αμυνόμενος δικαιούται κατ’ αντένσταση να ισχυρισθεί ότι η προβαλλόμενη από τον εναγόμενο οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο εναγόμενος αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής ενάγων υποχρεούται να αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε εναγόμενος να αποκρούσει την ανωτέρω αντένσταση προβάλλοντας κατ’ επανένσταση και αποδεικνύοντας ότι η καταβολή έγινε για εξόφληση του επιδίκου με βάση το μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους, είτε βάσει της διάταξης του εδ. β’ του άρθρου 422 του ΑΚ (ΑΠ 549/1996 ΕλλΔνη 39, 1326).
Οπως όμως σε κάθε ένσταση, πρέπει να αναφέρονται απ’ αυτόν που προβάλλει την ανωτέρω αντένσταση για ύπαρξη άλλου χρέους τα γεγονότα που κατά νόμο την θεμελιώνουν και μάλιστα με τρόπο πλήρη και ορισμένο ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί από το δικαστήριο, να ταχθεί το σχετικό θέμα απόδειξης και να έχει ο εναγόμενι δυνατότητα να αμυνθεί, ήτοι πλήρη τα παραγωγικά γεγονότα του άλλου χρέο( των τυχόν επικαλούμένων περισσότερων χρεών και το ύψος αυτών. Διαφορετική αντένσταση αυτή είναι απορριπτέα (ΕφΠειρ 975/1995 ΕλλΔνη 38, 910). Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με πρόταση των διαδίκων και που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού, καθώς επίσης και όλων των εγγράφων ανεξαιρέτως τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, και ειδικότερα από την με αρ. 21.558/28-6-2013 ένορκη βεβαίωση του _________ _________ του _________ που δόθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Τριπόλεως, Κωνσταντίνο Ιωάννου Παισιο, δεδομένου ότι λήφθηκε εντός του πλαισίου προγενέστερης δίκης και με την στις εκεί προτάσεις προσθήκη για την αντίκρουση ισχυρισμών που κατατέθηκαν προφορικά κατά την εκδίκαση εκείνης της δίκης, την με αρ. 15500/23.7.2013 ένορκη κατάθεση του _________ _________ του _________ ενώπιον της Συμβολαιογράφου Εορδαίας, Αθηνά Β. Τερζοπούλου-Τζινιέρη, δεδομένου ότι λήφθηκε εντός του πλασίου προγενέστερης δίκης, χωρίς νομότυπη κλήτευση των αντίδικων της, που αποτελούν ουσιαστικά μαρτυρίες τρίτων οι οποίες λήφθηκαν υπό τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης η οποία λαμβάνεται όχι ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο αλλά ως δικαστικό τεκμήριο από το Δικαστήριο, αφού κατά την κρίση του δεν έχει ληφθεί, λόγο και του χρόνου που δόθηκε, για να χρησιμεύσει στην παρούσα δίκη (ΑΠ137/2012 Α’δημοσίευση στηνΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ891/2000, Ελλ. Δικαιοσύνη, 2001, σελ. 392), την με αρ. 5041/29.10.2013 ένορκη βεβαίωση του Συμβολαιογράφου Πειραιά _________ _________ του _________, δεδομένου ότι λήφθηκε εντός του πλαισίου προγενέστερης δίκης, κατόπιν προφορικής κλήτευσης που έλαβε χώρα ενώπιον του ακροατηρίου κατά την εκδίκαση εκείνης της υπόθεσης, την με αρ. 5055/19.11.2013 ένορκη βεβαίωση του _________ _________ του _________ που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Βαρβάρας Δόξα χωρίς κλήτευση των αντιδίκων, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δεδομένου ότι αφενός δεν λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης (ΟλΑΠ8/1987, ΝοΒ1988, σελ. 87, ΑΠ688/2002 ΕλλΔνη 44, σελ. 725, ΑΠ137/2012, Α’δημοσίευση στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ891/2000, Ελλ. Δικαιοσύνη, 2001, σελ. 392), την με αρ. 5024/19.9.2013 ένορκη βεβαίωση της _________ χήρας _________ _________, το γένος _________ _________, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Βαρβάρας Δόξα, στα πλαίσια άλλης προγενέστερης δίκης χωρίς νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της, που αποτελούν ουσιαστικά μαρτυρίες τρίτων οι οποίες λήφθηκαν υπό τον τύπο της ένορκης ^ y βεβαίωσης η οποία λαμβάνεται όχι ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο αλλα ως δικαστικό τεκμήριο από το Δικαστήριο, αφού κατά την κρίση του δεν έχει ληφθεί, λόγω και του χρόνου που δόθηκε, για να χρησιμεύσει στην παρούσα δίκη, την με αρ. 5058/22.11.2013 ένορκη βεβαίωση του _________ _________ του _________ ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Βαρβάρας Δόξα, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως των αντιδίκων, και την με αρ. 7.404/3.10.2012 ένορκη βεβαίωση του _________ _________ του _________, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καλαμάτας Ελένης Αγγέλου Πετρουλέα, χωρίς κλήτευση του αντιδίκου η οποία λήφθηκε υπό τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης η οποία λαμβάνεται όχι ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο αλλά ως δικαστικό τεκμήριο από το Δικαστήριο, αφού κατά την κρίση του δεν έχει ληφθεί, λόγω και του χρόνου που δόθηκε για να χρησιμεύσει στην παρούσα δίκη, και χωρίς να υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων, τις οποίες κάθε πλευρά μπορεί να προσκομίσει στην ειδική αυτή διαδικασία (βλ. ΑΠ 875/2007 ΕΔΠ 2007/65, ΑΠ 160/2006 Δ2007-93, ΑΠ 160/2005 Ελλ.Δ/νη 2006-766) , αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική αφού ουδενός η συνεκτίμηση παρελείφθη): η ανακόπτουσα αποτελεί μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης που ασχολείται με το λιανικό εμπόριο ειδών ιματισμού.
Η ανακόπτουσα είχε από 5.3.2004 συνάψει σύμβαση franchising διανομής με την ανώνυμη εταιρία «ΑΦΟΙ _________ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΕΝΔΥΣΕΩΣ». Στις 15.5.2006 υπέγραψαν δε νέα έγγραφη συμφωνία τροποποίησης της αρχικής. Σύμφωνα δε με τον όρο 12 της τελευταίας συμφωνίας η ανακόπτουσα υπείχε την υποχρέωση να διαθέτει στο κατάστημά της αποκλειστικά και μόνο τα συμβατικά προϊόντα που είχαν κατασκευαστεί από την εταιρία « _________ Α.Ε.Ε.» ή από τρίτους κατ’ εντολήν της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο 19 του ίδιου ως άνω συμφωνητικού περί της κοινοποίησης οικονομικών καταστάσεων προς τον δότη και την εμπρόθεσμη πληρωμή των συμφωνηθέντων ποσών ορίζεται ότι « ο λήπτης (ανακόπτουσα) αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξοφλεί εμπρόθεσμα, τις οφειλές του προς τον δότη και τους τρίτους που συναλλάσσονται μαζί του.
Εξυπακούεται επίσης ότι, το σύστημα τήρησης των οικονομικών και λογιστικών στοιχείων και καταστάσεων του λήπτη, θα πρέπει να είναι της αποδοχής του δότη και να εναρμονίζεται με την εκόστοτε ισχυουσα φορολογική νομοθεσία. Επισημαίνεται επίσης ότι η περίοδος των. εκπτώσεων θα συμπίπτει πάντοτε με τη νόμιμη εκπτωτική περίοδο, όπως αυτή θσ καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές. Συμφωνείται ως μικτό περιθώριο κέρδους για τον. λήπτη το ποσοστό του 40%, μεταξύ τ,μής λιανικής πώλησης μη εκπτωτικών περιόδων χωρίς Φ.Π.Α. και τιμολόγησης από τον δότη, ο οποίος δηλώνει ότι, ανάλογα με τις κοστολογικές δυνατότητες των προϊόντων, θα καταβάλλει προσπάθεια, ώστε το ως άνω ποσοστό να αυξηθεί. Η αποπληρωμή των τιμολογίων θα γίνεται εντός 60 ημερών από την τιμολόγηση και πάντως το αργότερο εντός της σεζόν την οποία αφορούν τα εμπορεύματα των τιμολογίων δηλαδή μέχρι 15.3ου εκάστου έτους θα έχουν εξοφληθεί τα τιμολόγια των εμπορευμάτων χειμερινής σεζόν και μέχρι 15.9ου εκάστου έτους τα τιμολόγια εμπορεύμάτων καλοκαιρινής σεζόν. Το 80% των παραγγελιών του λήπτη θα καλύπτεται από επιταγές έκδοσής του λήξεως σύμφωνα με τους ανωτέρω όρους».
Η ανακόπτουσα στα πλαίσια της προαναφερόμενης εμπορικής της συνεργασίας (franchising) παρήγγειλε εμπορεύματα από την εταιρία « _________ Α.Ε.Ε.» και εξέδωσε, για την εγγύηση της πληρωμής τους, μεταχρονολογημένα -, την με αρ. 20079819-7 επιταγή της τράπεζας _________ _________ _________ Α.Ε.», στο κατάστημα _________ (οδός _________), ποσού 25.000 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.8.2010, με χρέωση του με αρ. _________ λογαριασμού της, εις διαταγήν την εταιρίας « _________ Α.Ε.Ε.». Ωστόσο, σύμφωνα με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν υπήρχε ρητά αναγραφόμενος όρος ότι οι επιταγές που θα εδίδοντο για την κάλυψη μέρους του τιμήματος των παραγγελθέντων πραγμάτων (έως και 80% με επιταγές και το υπολοιπο εννοείται σε μετρητά) θα απαγορευόταν να μεταβιβασθούν περαιτέρω από την λήπτρια εταιρία τουλάχιστον έως και την παράδοση των εμπορευμάτων της συγκεκριμένης παραγγελίας στην ανακόπτουσα. Η τελευταία λήπτρια εταιρία, « _________ Α.Ε.» μεταβίβασε δΓ οπισθογραφήσεως και παρέδωσε την επιταγή αυτή στην καθ’ ής « _________ Α.Ε.» και η τελευταία με την σειρά της την μεταβίβασε οπισθογραφήσεως στην « _________ Α.Ε. Πρακτορείας Επιχειρηματικών Απαιτήσεων», η οποία υπό την ιδιότητά της ως τελευταίας νομίμου κομιστριας της επιταγής εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα την επιταγή προς πληρωμή την 7.9.2010 στην τράπεζα _________ _________ _________ Α.Ε. και ακολούθως σφραγίστηκε λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου, γεγονός που βεβαιώθηκε στην επιταγή. Αποδείχθηκε επίσης και από όσα κατέθεσε η μάρτυρας της ανακόπτουσας, κόρη της εκπροσώπου της, ότι την συγκεκριμένη επιταγή παρέδωσε στον Αντώνιο _________ του _________, μέτοχο της « _________ Α.Ε.»(βλ. το ΦΕΚ1710/2005 περί Ανωνύμων Εταιρειών , – Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης καο Γενικού Εμπορικού Μητρώου).
Επίσης, με το -‘ από 10.11.2009 πρακτικό της γενικής συνέλευσης της « _________ Α.Ε.», της καθ’ ης, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 14057/7.12.2009 περί Ανωνύμων Εταιρειών, και όριζε τη θητεία των μελών του εκλεγέντος Διοικητικού της Συμβουλίου έως κα την 9.11.2014, ο αδερφός του _________ _________, _________ _________ του _________, επίσης μετόχου της « _________ Α.Ε.», ορίστηκε ότι θα δεσμεύει την εταιρεία με την υπογραφή του και θα την εκπροσωπεί γενικά ενώπιον κάθε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου. Ο _________ _________, που παρέμεινε εκπρόσωπος της καθ’ ής έως και τις 16.3.2011 οπότε και αντικαταστάθηκε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της καθ’ ής που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ2187/20.4.2011 περί Ανωνύμων Εταιρειών.
Η ανακόπτουσα ως εκ της σχέσεως των δύο προαναφερόμενων προσώπων, και της θέσεως του δευτέρου αυτών ως νομίμου εκπροσώπου της καθ’ ής, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της έκδοσης και παράδοσης της επίδικης επιταγής από την ίδια στην εταιρεία « _________ Α.Ε.Ε.» και ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της παράδοσης δι ‘ οπισθογραφήσεως της επιταγής από την λήπτρια ( _________ Α.Ε.) προς την καθ’ ής « _________ Α.Ε.» πριν τις 7.9.2010, ισχυρίζεται ότι η τελευταία τελούσε εν γνώσει του όρου που υπήρχε μεταξύ της ανακόπτουσας και της « _________ Α.Ε.» ότι η επιταγή δίδεται ως εγγύηση μέχρι την παράδοση των εμπορευμάτων και ότι κατά παράβαση του συμφωνηθέντος όρου, ενήργησε δε με την απόκτηση της επιταγής εν γνώσει προς βλάβη της ανακόπτουσας, διότι με ζημία της τελευταίας, κατέστη η καθ’ ής αδικαιολογήτους πλουσιότερη κατά το ποσό των επιταγών αυτών, δεδομένου ότι τα εμπορεύματα ουδέποτε τελικά παραδόθηκαν στην ανακόπτουσα.
Εν προκειμένω, όμως, κατά τον χρόνο κτήσης της ένδικης επιταγής από την καθ’ ής, όταν δηλαδή ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας « _________ Α.Ε.Ε.», _________ _________ς, την παρέδωσε στην καθ’ ής-, κατά τον οποίο χρόνο η τελευταία (ενν. η καθ’ ής) τοποθετεί όχι περί τον Αύγουστο του 2009 αλλά «στις αρχές του 2010, αν όχι και ενωρίτερον» (βλ. σελ. 5 της προσθήκης επί των προτάσεών της) ενδιαφέρει αν είχε ή όχι ανακύψει η ανώμαλη εξέλιξη της συναφθείσας μεταξύ της εκδότριας – ανακόπτουσας και της λήπτριας επιχείρησης « _________ Α.Ε.Ε.» εμπορικής συναλλαγής. καθ’ ής ισχυρίζεται δε ότι στις αρχές του 2010, -ότε και ισχυρίζεται ότι απέκτησε την επιταγή-, δηλαδή πολύ νωρίτερα από τότε που έπρεπε τα εμπορεύματα να παραδοθούν, το Φθινόπωρο του 2010, και δεν παραδόθηκαν δεν είχε ανακύψει η ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής, και συνεπώς δεν μπορούσε να γνωρίζει στις αρχές του 2010 για την μελλοντική ματαίωση της συναλλαγής (το Φθινόπωρο του 2010) και την εξάλειψη για το λόγο” αυτό της αιτίας έκδοσης των επιταγών, γεγονός που αυτοδικαίως συνεπάγεται και τήν * έλλειψη πρόθεσης της καθ’ ής προς πρόκληση βλάβης της ανακόπτουσας.
Η επίδικφ επιταγή δεν συμπεριλαμβάνεται στις επιταγές που παραδόθηκαν στον νόμιμο εκπρόσωπο της « _________ Α.Ε.» βάσει του από 19.8.2009 εγγράφου της « _________ Α.Ε.». Από το έγγραφο αυτό αποδεικνύεται ότι τηρούνταν η ισχυριζόμενη από την ανακόπτουσα συναλλακτική πρακτική να δίδουν προς εγγύηση για την παραγγελία εμπορευμάτων και έξι μήνες νωρίτερα μεταχρονολογημένες επιταγές αφού με το έγγραφο αυτό ταχυδρομήθηκαν μόλις τον Αύγουστο του 2009 πέντε επιταγές με ημερομηνίες λήξης 30.4.2010, 30.7.2010, 31.8.2010, 30.9.2010 και 31.10.2010 για παραγγελία εμπορευμάτων που αφορούσαν την άνοιξη και καλοκαίρι του 2010. Ο ισχυρισμός της καθ ής που εμπεριέχεται στην προσθήκη των προτάσεων της ότι η ανακόπτουσα δεν προσκομίζει κανένα δικαιολογητικό αποστολής της εν λόγω επιταγής ή άλλο στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιταγή αφορούσε πράγματι μελλοντικά εμπορεύματα και όχι εξόφληση ληξιπρόθεσμου χρέους, είναι αλυσιτελής.
Δεδομένου δε ότι οι διάδικοι φέρουν το βάρος να απαντούν ειδικά επί των ισχυρισμών των αντιδίκων τους κατά το άρθρο 261 ΚΠολΔ, ο ανωτέρω ισχυρισμός της δεδομένου ότι κατατείνει στην πρόταση εκ μέρους της αντενστάσεως ότι η επιταγή δόθηκε για άλλο χρέος και μάλιστα για εξόφληση υπάρχοντος ληξιπρόθεσμου χρέους από ανεξόφλητο τιμολόγιο, υποχρεούται να αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, και συγκεκριμένα η καθ’ ής έπρεπε να προσκομίσει τιμολόγια της « _________ Α.Ε.» για ήδη παραδοθέντα εμπορεύματα τα οποία παρέμειναν ανεξόφλητα και για την αποπληρωμή του τιμήματος των οποίων η ανακόπτουσα εξέδωσε την επίδικη επιταγή, το οποίο όμως δεν έπραξε.
Ωστόσο λεκτέα τα εξής ως προς την εν γνώσει και προς βλάβη του οφειλέτη ενέργεια της απόκτησης της επιταγής από την καθ’ ής: η στενή συγγενική σχέση των εκπροσώπων της « _________ Α.Ε.Ε.», _________ _________ και της « _________ Α.Ε.» (αδέλφια), _________ _________ -αλλά και της συμμετοχής του τελευταίου στην μετοχική σύνθεση της « _________ Α.Ε.Ε.»- από την οποία προκύπτει ότι η καθ’ ής, δια του νομίμου τότε εκπροσώπου της, _________ _________, βρισκόταν σε κακή πίστη περί της ανώμαλης εξέλιξης της συναφθείσας μεταξύ της ανακόπτουσας και της « _________ Α.Ε.Ε.» εμπορικής συναλλαγής, είναι αποδεδειγμένη διότι εν προκειμένω η καθ’ ής, είχε στενή συνεργασία με την « _________ Α.Ε.».
Συγκεκριμένα ο _________ _________ ως διευθύνων σύμβουλος της καθ’ ής και μέτοχος του 15%, αλλά και ο _________ _________, μέλος του διοικητικού συμβουλίου και μέτοχος του 15%, στον οποίο παραδόθηκε η ίδικη επιταγή, θα έπρεπε να έχει ζητήσει για την επιβεβαίωση της αιτίας έκδοσης ΐς επιταγής την προσκομιδή τιμολογίου, άλλου φορολογικού στοιχείου ή λογιστικής εγγραφής χρέωσης του λογαριασμού που τηρούσε η « _________ Α.Ε.» στην καθ’ ής, δεδομένου ότι τόσο η καθ’ ής όσο και η « _________ Α.Ε.» γνώριζαν ότι η επίδικη επιταγή προέρχεται από πώληση εμπορευμάτων. Μεταβίβασε ωστόσο η « _________ Α.Ε.» δια του νομίμου εκπροσώπου της _______ _________, στην « _________ Α.Ε.» δια του νομίμου εκπροσώπου της, αδελφού του την επίδικη επιταγή με σκοπό να ματαιώσουν τις ενστάσεις της ανακόπτουσας από την εξέλιξης της εσωτερικής της σχέσης με την « _________ Α.Ε.».
Η τελευταία δε εταιρία, ήδη αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα από τις αρχές του 2010 γεγονός το οποίο εγνώριζε η καθ’ ής δια του τότε νομίμου εκπροσώπου της. Ο τελευταίος μάλιστα και ο αδερφός του όχι μόνο δεν είχαν την ορθή κατά τα συναλλακτικά ήθη πρακτική στη διαχείριση των οικονομικών της καθ’ ής, για τον υπέρμετρο δανεισμό της οποίας ευθύνονται οι ίδιοι, όπως αποδεικνύεται από τα ιστορούμενα με την από 6.4.2011 αγωγή της καθ’ ής κατά των αδελφών _________, όπου η πρώτη τους εγκαλεί και για ενθυλάκωση υπέρ της εταιρίας τους (ενν. _________ Α.Ε.), τεράστιων ποσών ύψους για το 2009, 11,5 εκ. ευρώ και για το πρώτο εξάμηνο του 2010 10,8 εκ. ευρώ.
Από αυτό και μόνο το γεγονός αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχε πρόθεση εκ μέρους της « _________ Α.Ε.» να παραδώσει εμπορεύματα στους με σχέση franchise συνδεόμενους εμπορικούς της συνεργάτες, όπως και στην ανακόπτουσα. Ωστόσο όπως και στην ίδια ως άνω αγωγή και σε άλλο μέρος της εκτίθεται, η _________ Α.Ε. ήταν εκείνη που αγόραζε προϊόντα από την _________ Α.Ε. και ποτέ το αντίστροφο. Περαιτέρω, στην ίδια ως άνω αγωγή : «Κάθε φορά που οι εναγόμενοι μετέφεραν χρηματικά ποσά από τα χρηματικά διαθέσιμα της _________ Α.Ε. προς την _________ προέβαιναν στις ακόλουθες αυθαίρετες λογιστικές εγγραφές στα βιβλία της _________ Α.Ε. από τις οποίες να φαίνεται ότι δημιουργείται μία απαίτηση της ισόποση της καθ’ ής κατά της _________ Α.Ε., η οποία όμως δεν είχε καμία σχέση με την καθημερινή εμπορική σχέση των δύο εταιρειών καθώς δεν σχηματιζόταν από πώληση προϊόντων, ούτε υπήρχαν αντίστοιχα παραστατικά που να τη δικαιολογούν».
Επιπλέον, το στοιχείο του δόλου ή της αμέλειας του νομικού προσώπου κρίνεται από το αν συντρέχει κατά τον κρίσιμο χρόνο στο πρόσωπο που το διοικεί, το αντιπροσωπεύει και εφόσον είναι στοιχείο της συμπεριφοράς που αυτό επιδεικνύει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (71ΑΚ). Επομένως, το Δικαστήριο εξ όλων των ανωτέρω, σχημάτισε βέβαια δικανική πεποίθηση ότι η επιταγή δόθηκε για παραγγελία εμπορευμάτων που ουδέποτε παραδόθηκαν στην ανακόπτουσα, και όχι ως αναληθώς ισχυρίζεται η καθ’ ής για εξόφληση προϋπάρχοντας χρέους ενώ αποδείχθηκε ότι μόνη η κτήση της επιταγής από την καθ’ ής που έγινε νωρίτερα, στις αρχές του 2010, επιβεβαιώνει ότι η καθ’ ής γνώριζε με βεβαιότητα ήδη κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής ότι δεν επρόκειτο να παραδοθούν τα εμπορεύματα από την _________ Α.Ε. στην ανακόπτουσα και με σκοπό την ματαίωση των ενστάσεων από την ανώμαλη εξέλιξη της μεταξύ τους συναλλαγής, ενέργησε προς βλάβη της ανακόπτουσας. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της ανακοπής ως και κατ’ ουσία βάσιμος, παρελκούσης της εξέτασης των υπολοίπων λόγων της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η δε καθ’ ής η ανακοπή να καταδικαστεί λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά παραδοχή του νόμιμου αιτήματος του (άρθρα 106 και 191παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία ανακόπτουσας και καθ’ ής η ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ αριθ. 8939/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ής η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων σαράντα (340,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου του 2015 , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ