Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΤΙΤΛΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 195/2014
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρωτόδικη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Έφη Κοντού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – καθ’ής η ανακοπή: Της τελούσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «_________ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα αϊτό τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της Ελένη Σαβουϊδάκη.
Της καθ’ής η κλήση – ανακόπτουσας: Της μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «_________ Γ. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ελευθέριος Φυλλαδάκης.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-12-2010 ανακοπή της, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 223491/2348/2011, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 2-11-2011 κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 26-9-2012, οπότε ματαιώθηκε. Με την από 12-12-2012 κλήση, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 200897/639/2012, η καθ’ής επανέφερε προς συζήτηση την ως άνω ανακοπή, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 22-5-2013 και κατόπιν νόμιμης αναβολής η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν.5960/1933, τα πρόσωπα που ενάγονται από επιταγή, μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή τις ενστάσεις που στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις μεταξύ αυτών και του εκδότη ή των άλλων κομιστών, μόνο εάν ο κομιστής, κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής, ενήργησε εν γνώσει του προς βλάβη του οφειλέτη (ΑΠ 248/2001, ΔΕΕ 2001, 888). Δηλαδή η καθιερούμενη από την παραπάνω διάταξη αρχή του απρόβλητου των ουσιαστικών ενστάσεων, κατά την οποία τα πρόσωπα που ευθύνονται από την επιταγή δεν μπορούν να προτείνουν κατά του νόμιμου κομιστή αυτής ενστάσεις που στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις αυτών με τον εκδότη ή τους προγενέστερους κομιστές, κάμπτεται μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάσθηκε με οπισθογράφηση η επιταγή, διατελούσε κατά την κτήση της σε κακή πίστη και με την αποδοχή της μεταβίβασης σε αυτόν της επιταγής ενεργούσε προς βλάβη του πληρωτή. Τέτοια ενέργεια υπάρχει όταν αυτός γνωρίζει κατά την κτήση του τίτλου ότι με τη μεταβίβαση αυτή μπορεί να ματαιωθεί η προβολή των ανωτέρω ενστάσεων και ότι έτσι επιτυγχάνεται η πληρωμή του τίτλου, η οποία χωρίς την ανωτέρω μεταβίβαση δε θα πραγματοποιούνταν. Σε περίπτωση δε που εκείνος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωμής βάσει της επιταγής, στην πληρωμή της οποίας ενέχεται, ασκήσει ανακοπή, πρέπει να εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο αλλά και να αποδεικνύει τα άνω περιστατικά, διότι η καλή πίστη τεκμαίρεται πάντοτε (ΑΠ 1594/1997 ΕΕΝ 1999, 366, Εφ.ΑΘ. 8060/99 ΕΔ 41,491).
Με την υπό κρίση ανακοπή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε, η ανακόπτουσα ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν, να ακυρωθεί η υπ’αριθ. 25578/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με βάση την αναφερόμενη σε αυτήν μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή και υποχρέωσε την ανακόπτουσα να καταβάλλει στην καθ’ής η ανακοπή το συνολικό ποσό των 50.000,00 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη ανακοπή με τους σε αυτήν περιεχόμενους λόγους έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632παρ.1 ΚΠολΔ), καθόσον η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 8-12-2010 (βλ. σχετική σημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Νικολάου Κατσιβάρδα στο σώμα της διαταγής πληρωμής, ενώ η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε στις 21-12-2010 (βλ. υπ’αριθ. 1311Γ721 -12-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Δημητρίου Ραπατζίκου), παραδεκτά δε εισάγεται προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ως αρμοδίου καθ’ύλην και κατά τόπον (άρθρ. 584 σε συνδ. με αρθρ. 591παρ.1 και 636 ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 637 έως 644 (άρθρ. 635 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 22 ν.5960/33 και 632, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί και η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η επίδικη επιταγή, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δεν αντιπροσώπευε καμία οφειλή αυτής προς τη λήπτρια εταιρία «_________ » και δ.τ. «_________ Α.Ε.Ε.», με την οποία η ίδια (ανακόπτουσα) είχε συμβληθεί με σύμβαση δικαιόχρησης (franchising), αλλά δόθηκε ως προκαταβολή για την προμήθεια εμπορευμάτων για τη σεζόν άνοιξη – καλοκαίρι 2010, τα οποία όμως, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της λήπτριας εταιρίας, ουδέποτε παραδόθηκαν σε αυτήν (ανακόπτουσα). Επίσης ισχυρίζεται ότι όλα τα ανωτέρω ήταν σε γνώση των οργάνων της καθ’ής, κατά το χρόνο κτήσης της επίδικης επιταγής, ωστοσο παρέλαβαν την επιταγή, λόγω ενεχύρου, ενεργώντας εν γνώσει τους προς βλάβη της ανακόπτουσας. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της ανακόπτουσας (η καθ’ής δεν εξέτασε μάρτυρα), η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα, η οποία είναι μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης και δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο χώρο του λιανικού εμπορίου ειδών ιματισμού, συμβλήθηκε στις 5-3-2004, με την εταιρία «________» και δ.τ «_________ Α.Ε.Ε» με σύμβαση δικαιόχρησης (franchising), δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να διαθέτει στο κατάστημα της και να πωλεί αποκλειστικά και μόνο τα προϊόντα της ανωτέρω εταιρίας. Συνήθης πρακτική των συνεργαζόμενων μερών ήταν να εκδίδει η ανακόπτουσα επιταγές ποσού ανάλογου με το τζίρο του προηγούμενου έτους και να τις παραδίδει στην προμηθεύτρια εταιρία ως εγγύηση για την προμήθεια εμπορευμάτων του επόμενου έτους. Στο πλαίσιο αυτής της πρακτικής, η ανακόπτουσα εξέδωσε στην Αθήνα την υπ’αριθ. 20113966-9 μεταχρονολογημένη επιταγή της τράπεζας _________ _________ _________ Α.Ε, σε διαταγή της εταιρίας «_________ Α.Ε.Ε», ποσού 50.000,00 ευρώ, σε χρέωση του υπ’αριθ. _________ λογαριασμού της ανακόπτουσας στην παραπάνω τράπεζα, ως εγγύηση για την παραγγελία εμπορεύματος για τη σεζόν άνοιξη – καλοκαίρι 2010. Ωστόσο λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που ανέκυψαν στο μεταξύ, η εταιρία _________ Α.Ε.Ε ουδέποτε εκτέλεσε την παραγγελία. Παρά ταύτα στις 8-1-2010 οπισθογράφησε και παρέδωσε στην καθ’ής, λόγω ενεχύρου, την ανωτέρω επιταγή και έτσι η τελευταία κατέστη νόμιμη κομίστρια αυτής.
Η καθ’ής, η οποία διατηρούσε τραπεζική συνεργασία με την εταιρία «_________ Α.Ε.Ε» γνώριζε τη δυσμενή οικονομική κατάσταση της τελευταίας, καθώς ως τραπεζοπιστωτικό ίδρυμα, διαθέτει τους μηχανισμούς ελέγχου για τον ποιοτικό έλεγχο και την οικονομική πορεία των πελατών της. Ωστόσο κατά το χρόνο κτήσης της επίδικης επιταγής δεν ζήτησε από την πελάτιδά της τιμολόγια ή οποιοδήποτε άλλο παραστατικό από το οποίο να προκύπτει η εμπορική συναλλαγή με την οποία συνδέονταν η επίδικη μεταχρονολογημένη επιταγή, ώστε να διασφαλιστεί η είσπραξη αυτής, αλλά αφού κατέβαλε το αντίτιμο της επιταγής στην εν λόγω εταιρία, συνέχισε να τη χρηματοδοτεί, μέσω της χορήγησης διαδοχικών δανείων, δεχόμενη από αυτήν, ως ενέχυρο, επιταγές τρίτων προσώπων, και μάλιστα φερέγγυων επιχειρήσεων που συνδέονταν με σύμβαση δικαιόχρησης με τη λήπτρια εταιρία. Η παράλειψη αυτή της καθ’ής να ζητήσει τα νόμιμα παραστατικά συναλλαγής και η, παρά την φθίνουσα πορεία της οικονομικής κατάστασης της λήπτριας, εξακολούθηση χρηματοδότησης αυτής με τη λήψη από την καθ’ής, ως ενεχύρου, τραπεζικών επιταγών τρίτων εταιριών, οι οποίες ήταν οικονομικά βιώσιμες και συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους, δημιουργεί στο δικαστήριο την δικανική πεποίθηση ότι η καθ’ής γνώριζε ότι με την μεταβίβαση της συγκεκριμένης επιταγής ήταν δυνατό να ματαιωθεί η προβολή των ενστάσεων της ανακόπτουσας – εκδότριας κατά της εταιρίας «_________ Α.Ε.Ε» περί μη υπάρξεως της οφειλής, παρά ταύτα αποδέχθηκε την ένδικη επιταγή ως ενέχυρο, προκαλώντας βλάβη στην ανακόπτουσα. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος ο δεύτερος λόγος της ανακοπής ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής. Συνεπώς η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη στο σύνολό της και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ής λόγω της ήττας της (άρθρ. 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την ανακοπή.
Ακυρώνει την υπ’αριθ. 25578/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Επιβάλλει σε βάρος της καθ’ής τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 3/2/2014
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ