Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
29/2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τις Δικαστές Σοφία Φούρλαρη, Πρόεδρο Ελένη Ζαϊρα, Πρωτόδικη -Πρωτόδικη και από τη Εισηγήτρια, Βασιλική Γραμματέα Αικατερίνη Πρωτοδικών, Παπαγιάννη, Αλεξοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8η Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ________ ________ του ________, κατοίκου ________, οδός ________ αρ.__, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Χρήστου Οικονομάκη (ΑΜ/ΔΣΑ 2517-βλ. με αριθμ.Π 1544710 και 1705922 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΑ).
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ________ ________ του ________ και της ________ και 2) ________ ________ του ________ και της ________, αμφοτέρων κατοίκων ________, οδός ________ αρ.__, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-04-2015 αγωγή, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 47359/27-04-2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1621/27-04-2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 21-04-2016 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό ____.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντα ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις με αριθμούς 5.150Β’και 5.151 Β ’/29-04-2015 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Αθανασίας Λουμπαρδιά, που προσκομίζει νόμιμα και επικαλείται ο ενάγων, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 24- 04-2016, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγόμενους άρθρα 122 παρ. 1,123, 130 παρ.1, 136 παρ.2 129 παρ.1 ΚΠολΔ]. Κατά την τελευταία δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, στο πινάκιο της οποίας και εγγράφηκε, εγγραφή που ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων [άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ του ΚΠολΔ]. Οι εναγόμενοι, όμως, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του σχετικού πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστούν ερήμην [άρθρο 271 παρ.1 ΚΠολΔ].
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ, οι δανειστές έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν, κατά τους όρους των επόμενων άρθρων, τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση της αγωγής διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας αποτελεί η ύπαρξη απαίτησης του ενάγοντος δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένης κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση [ΟλΑΠ 15/2012, ΧρΙΔ 2013.106, A51 573/2014, ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ], Έτσι, γίνεται δεκτό ότι ενάγων, κατά τη διάταξη ίου άρθρου 939 ΑΚ, είναι εκείνος, που έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο, που επιχειρείται η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, απαιτείται δηλαδή η απαίτησή του να είναι «γεγενημένη» και μέχρι του χρόνου της απαλλοτρίωσης να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά γεγονότα αυτής, επιπλέον δε αυτή πρέπει να έχει καταστεί και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής [ΑΠ 1092/2013, ΧρΙΔ 2014.37]. Επίσης, η απαίτηση του δανειστή δεν απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό, ούτε δυνάμει τούτου ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη που και αυτή να έχει αποβεί ατελεσφόρητη [ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43.419, ΑΠ 881/2000 ΕλλΔνη 42.417, ΑΠ 263/1998 ΔΕΕ 6.614, ΑΠ 121/1998 ΕλλΔνη 39.574, ΕφΘεσ 3096/2006, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2007.448].
Ακόμη, η απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη πρέπει να έγινε με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία (πρόθεση) θεωρείται ότι υπάρχει όταν αυτός γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση ώστε η περιουσία που του απομένει να μην αρκεί για την ικανοποίηση των τελευταίων [ΑΠ 805/2013, ΕΕμπΔ 2014.54, ΑΠ 1824/2012, Ε7 2013.892, ΑΠ 1284/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1910/2009, ΕφΑΔ 2010.913, ΕφΑΘ 2120/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], Η βλάβη των δανειστών συνίσταται στην ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μην αρκεί προς ικανοποίηση αυτών. Η αφερεγγυότητα αυτή του οφειλέτη πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών [ΑΠ 805/2013, 1824/2012, 1284/2011, 1910/2009, ΕφΑΘ 2120/2014, ό.π.]. Ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης, θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής, η οποία είναι ανύπαρκτη γι’ αυτούς [ΑΠ 1815/2012, ό.π., 637/2001, ΕλλΔνη 2002.1410]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 941 ΑΚ, η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν αυτός υπέρ του οποίου έγινε (τρίτος) γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του. Τεκμαίρεται ότι ο τρίτος το γνωρίζει, αν κατά την απαλλοτρίωση είναι σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής του σε ευθεία γραμμή ή συγγενής του σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο. Το τεκμήριο όμως αυτό, το οποίο δεν ισχύει εάν από την απαλλοτρίωση μέχρι την έγερση της αγωγής παρήλθε έτος, είναι μαχητό και επομένως μπορεί να ανατραπεί, εάν ο σύζυγος ή ο συγγενής ισχυρισθεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε πως ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του [ΑΠ 1815/2012, 1910/2009 ό.π.].
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 942 του ίδιου Κώδικα, η γνώση αυτή του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία [ΑΠ 805/2013, 1824/2012, 1284/2011, ό.π.]. Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 939, 941 και 943 ΑΚ, πρέπει να θεωρηθεί και η λόγω γονικής παροχής (κατ’ άρθρο 1509 ΑΚ) γενόμενη, διότι το γεγονός ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 805/2013, ό.π.). Εξάλλου, η γονική παροχή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και, συνεπώς, η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική. Δεν συνάγεται δε το αντίθετο από το χαρακτηρισμό της, στο α’ εδάφιο της διάταξης του άρθρου 1509 ΑΚ, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία [ΑΠ 1633/2013, ΧρΙΔ 2014/341, ΑΠ 1815/2012, ό.π.]. Η αγωγή διάρρηξης μπορεί να στρέφεται είτε μόνο κατά του οφειλέτη είτε μόνο κατά του τρίτου είτε και κατά των δύο, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση δημιουργείται μεταξύ τους η σχέση της αναγκαστικής ομοδικίας [ΑΠ 1824/2012, ό.π., ΑΠ 1876/2009, ΕφΑΔ 2010.338, ΑΠ 1736/2009, ΝοΒ 2010.2244].
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι έχει απαιτήσεις κατά του πρώτου εναγομένου που απορρέουν: α) από την έκδοση της με αριθμό 1869/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που κατέστη τελεσίδικη με την με αριθμό 4157/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, βάσει των οποίων επέδωσε στον τελευταίο την από 25-07-2012 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν να του καταβάλει α) για εναπομείναν επιδικασθέν κεφάλαιο (κατά το καταψ η φιστικά μέρος της ως άνω τελεσίδικης απόφασης) ποσό 46.901,25 ευρώ, β) για νόμιμους τόκους υπερημερίας 13.231,68 ευρώ και β) από την εκδοθείσα με αριθμό 19934/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτασσόταν να καταβάλει το ποσό των 30.350 ευρώ, δηλαδή το αναγνωριστικό μέρος της ως απόφασης. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, ενώ ήδη είχε εκδοθεί η εφετειακή απόφαση που επικύρωνε την πρωτόδικη και είχε ήδη καταθέσει την από 7-9-2011 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 4157/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία αίτηση εν τέλει απορρίφθηκε με την με αριθμό 67/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησης του ενάγοντα, δυνάμει του με αριθμό 193/19.09.2011 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Πασπαράκη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κερατέας (τόμος 536, αριθμός 303), μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής προς τη δεύτερη των εναγομένων, τέκνο του, την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, διατηρώντας για τον εαυτό του το δικαίωμα οίκησης, ενός αγροτεμαχίου, μετά του επ’αυτού υφισταμένου κτίσματος, επιφάνειας 291,50 τ.μ., ευρισκόμενου στη θέση «________» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Καλυβιών Θορικού, αντικειμενικής αξίας 63.201,06 ευρώ και εμπορικής, τόσο κατά το χρόνο μεταγραφής, όσο και κατά την κατάθεση της αγωγής 200.000 ευρώ, όπως αναλυτικά κατά τα λοιπά, περιγράφεται στην αγωγή. Ότι κατόπιν της ως άνω μεταβίβασης, που έγινε με πρόθεση βλάβης του, δεν υφίσταται, πλέον, κανένα εμφανές περιουσιακό στοιχείο ικανής αξίας του πρώτου εναγομένου, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η ικανοποίηση της προαναφερύμενης απαίτησης του ενάγοντα. Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ζητεί να διαταχθεί η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε με το ως άνω συμβόλαιο, καθώς, επίσης, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή, η οποία δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο λόγω του διαπλαστικού της χαρακτήρα [βλ. ΕφΠειρ 365/2016, ΠΠρΠατρ 540/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για να δικαστεί, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου [άρθρα 18 καί 22 ΚΠολΔ], κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώ για το παραδεκτό αυτής, περίληψή της καταχωρήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμοδίου υποθηκοφυλακείου (αρθ. 220 παρ. 1 ΚΠολΔ, βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα με αριθμ. 555/04- 05-2015 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Περιστεριού). Επίσης, η με το άνω περιεχόμενο και αίτημα ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942, 943, 1509 του ΑΚ, έχοντας υπόψη και τα άρθρα 936 παρ. 3 και 992 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστόθηκαν με το νόμο 2298/1995, 76 ΚΠολΔ, και 176 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση, η οποία να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα, που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Συνεπώς, εφόσον οι εναγόμενοι ερημοδικούν, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που περιέχονται στο δικόγραφο, δεδομένου ότι θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους των ερημοδικαζόμενων εναγομένων [άρθρο 271 παρ. 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 271 ΚΠολΔ είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011]. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικό βάσιμη και να απαγγελθεί η διάρρηξη της ανωτέρω καταδολιευτικής δικαιοπραξίας που περιέχεται στο με αριθμό 193/19.09.2011 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Πασπαράκη, εν όλω, δεδομένου ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 63.000 ευρώ και η απαίτηση του ενάγοντος (κατά κεφάλαιο, τόκους υπερημερίας, δικαστική δαπάνη που έχει επιδικαστεί κ.λπ.) εκτιμάται ότι θα ανέλθει, υπολογιζομένων και των εξόδων της διαδικασίας του πλειστηριασμού, κατά το χρόνο διενέργειας αυτού, σε ποσό μεγαλύτερο των 90.000 ευρώ περίπου, στο οποίο ανέρχεται κατά το χρόνο της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής στο Δικαστήριο τούτο. Επιπλέον, πρέπει να καταδικαστούν οι εναγόμενοι, λόγω της ήττας τους, εις ολόκληρον καθένας από αυτούς, στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος [άρθρα 176, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 2 και 68 παρ. 1 του ν. 4194/2013], όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής, ενώ λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης κατά της παρούσας ανακοπής ερημοδικίας απ’ αυτούς [άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ τη διάρρηξη, εν όλω, της δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε μεταξύ των εναγομένων με το με αριθμό 193/19.09.2011 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αθηνών Άννας Πασπαράκη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κερατέας (τόμος 536, αριθμός 303), η οποία αφορά τη μεταβίβαση, από τον πρώτο εναγόμενο στη δεύτερη, της πλήρους κυριότητας, νομής και κατοχής, ενός αγροτεμαχίου, επιφάνειας 291,50 τ.μ., μετά του επ’αυτού υφισταμένου χτίσματος, ευρισκόμενου στη θέση «________» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου _________, τέως Δήμου _________ και ήδη της Δημοτικής Ενότητας ________ της Δημοτικής Ενότητας ________ του Δήμου ________ της Περιφερειακής Ενότητας Ανατολικής Αττικής της Περιφέρειας Αττικής, εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου, μη αρτίου και μη οικοδομήσιμου, όπως κατά τα λοιπά περιγράφεται στο ανωτέρω συμβόλαιο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους, εις ολόκληρον καθέναν από αυτούς, στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίοτηκε στην Αθήνα, στις 13 Δεκεμβρίου 2018
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
η Γραμματέας
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, δικηγόροι τους,
Στις 4 Ιανουαρίου 2019