fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

A.B. (m)

Aριθμός  553/2016

TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Νοεμβρίου 2015 με την εξής σύνθεση: Α.-Γ. Βώρος, Σύμβουλος της Επικράτειας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, Γ. Τσιμέκας, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ.-Α. Τσακάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 30 Απριλίου 2010 αίτηση: του Διευθυντή Ε’ Τελωνείου Πειραιά, ο οποίος παρέστη με τη Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΑΦΟΙ ____, __________  Ο.Ε.”, που εδρεύει στην __________  (οδός __________  αρ. __), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη (Α.Μ. 2517 Δ.Σ. Πειραιά), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 4016/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ.-Α. Τσακάλη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Διευθυντή, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο

  1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παράβολου.
  2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4016/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά [ανέκκλητης, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α’ 97), όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α’ 77)], με την οποία, κατ’ αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ακυρώθηκαν οι υπ’ αριθμ. 14533-14546/10.6.2004 πράξεις του Διευθυντή του Ε’ Τελωνείου Πειραιά περί εκ των υστέρων χρεώσεως σε βάρος της δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων [Ειδικού Φόρου Καταναλώσεως (Ε.Φ.Κ.) και λοιπών τελών], ύψους 4.910,23 ευρώ, 4.910,23 ευρώ, 4.910,23 ευρώ, 4.910,23 ευρώ, 4.904,53 ευρώ, 4.901,60 ευρώ, 4.901,60 ευρώ, 4.901,60 ευρώ, 4.904,53 ευρώ, 4.904,53 ευρώ, 4.904,53 ευρώ, 4.904,53 ευρώ, 4.964,52 ευρώ και 4.001,30 ευρώ, αντιστοίχως, που δεν είχαν βεβαιωθεί κατά τον τελωνισμό των παραληφθέντων από την αναιρεσίβλητη πετρελαιοειδών προϊόντων «__________ », λόγω εσφαλμένης αναγραφής στα σχετικά παραστατικά τελωνισμού της δασμολογικής κλάσεως, στην οποία τα εν λόγω προϊόντα υπάγονταν.
  3. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 2721/1999 (Α’ 112) και τροποποιήθηκε περαιτέρω με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α’ 112/10.7.2009), προτού αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), το οποίο άρχισε να ισχύει από 1.1.2011 κατ’ άρθρο 70 του τελευταίου αυτού νόμου, ορίζονται τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ […] Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο […], όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) […] β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων». Με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3772/2009, οι οποίες καταλαμβάνουν όσες αιτήσεις αναιρέσεως ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος τους (10.7.2009), θεσπίζεται ως πάγια ρύθμιση το απαράδεκτο της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, εάν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ. Θεσπίζεται, περαιτέρω, ως εξαίρεση το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, εάν ο αναιρεσείων προβάλλει με το εισαγωγικό δικόγραφο και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, ότι με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων πρέπει, απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο, είτε α) να εκθέτει με αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς ποιο είναι το, κατά την άποψή του, τιθέμενο νομικό ζήτημα, εξηγώντας με σαφήνεια και τεκμηριώνοντας την άποψή του αυτή, χωρίς να αρκεί προς τούτο μόνη η αναφορά των κρίσιμων διατάξεων και ο ισχυρισμός αορίστως ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα, είτε β) να επικαλείται συγκεκριμένα την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου ή τις τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της αναιρεσιβαλλο- μένης ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων (ΣτΕ 3475-6/2011 Ολομ.), Περαιτέρω, αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων νοείται ότι υφίσταται, όταν η νομολογία, την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων, επιλύει αυτό καθ’ αυτό το τιθέμενο με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως νομικό ζήτημα και όχι κάποιο παραπλήσιο (ΣτΕ 2961/2010 7μελ.). Εξάλλου, όταν με κοινή προσφυγή έχουν προσβληθεί περισσότερες πράξεις και τα διοικητικά δικαστήρια (πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο) έχουν εκδώσει κοινή απόφαση, ως ποσό του αντικειμένου της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, από το ύψος του οποίου εξαρτάται το παραδεκτό ή μη της αιτήσεως αναιρέσεως, λαμβάνεται το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πράξη χωριστά (ΣτΕ 2296/2014, 1298/2009 7μελ., βλ. 1462/2005 Ολομ.).
  1. Επειδή, εν προκειμένω, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 10.5.2010 και, συνεπώς, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 3772/2009. Κατά δε τα εκτεθέντα στην σκέψη 2, το αμφισβητούμενο με αυτήν ποσό της διαφοράς και ληπτέο κατά νόμο υπόψη χωριστά για καθεμία ένδικη πράξη υπολείπεται του θεσπισθέντος με τις ανωτέρω διατάξεις ορίου των 40.000 ευρώ, με συνέπεια να τίθεται ζήτημα απαραδέκτου της αιτήσεως. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α’ 265), η τελωνειακή αρχή επιτρέπεται να προβεί σε συμπληρωματική ή εξ υπαρχής (προκειμένου περί ατελούς εισαγωγής) βεβαίωση δασμών και λοιπών φόρων, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το ελλιπές της αρχικής βεβαιώσεως ή, κατά περίπτωση, της απαλλαγής από τους δασμούς και λοιπούς φόρους προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα που είχαν κατατεθεί κατά τον τελωνισμό του εμπορεύματος, και όχι από έγγραφα που συντάσσονται μετά το τέλος της διαδικασίας. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι, εν προκειμένω, η αναιρεσίβλητη εταιρεία από το Μάρτιο του έτους 2001 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2003, με τιμολόγια πωλήσεως και παραστατικά T2L της γερμανικής εταιρείας _________, παρέλαβε ποσότητες των πετρελαιοειδών προϊόντων «__________ », τα του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα περιορισμό, κατά τον οποίο η τελωνειακή οφειλή πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά από έγγραφα ήδη κατατεθέντα κατά τον τελωνισμό. Προς άρση δε του απαραδέκτου, το Δημόσιο προβάλλει με το αναιρετήριο ότι η προαναφερθείσα κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας και δη στις υπ’ αριθμ. 667/2007, 2670- 2671/2008, 374/2007 και 2632/2008 αποφάσεις αυτού. Όμως, οι μεν τέσσερις πρώτες από τις αποφάσεις αυτές αφορούν στην ερμηνεία διαφορετικών διατάξεων [και ειδικότερα των διατάξεων του άρθρου 29 παρ. 1 και 2 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α’ 59), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 74 του ν.542/1977 (Α’ 41), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού 1697/1979 «Περί της «εκ των υστέρων» εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών…» (L 197/1) (καταργηθέντος με το άρθρο 251 του προαναφερθέντος Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα)], η δε πέμπτη απόφαση (ΣτΕ 2632/2008) αφορά το ζήτημα της προθεσμίας, εντός της οποίας δύναται να λάβει χώρα η εκ των υστέρων χρέωση δασμών, κατά το άρθρο 2 του ανωτέρω Κανονισμού 1697/1979. Συνεπώς, δεν πρόκειται για νομολογία διαμορφωθείσα επί του τιθεμένου με το λόγο νομικού ζητήματος, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989. Περαιτέρω δε, προς άρση του απαραδέκτου, το Δημόσιο προβάλλει ότι, εν προκειμένω, ανακύπτει σπουδαίο νομικό ζήτημα, που δεν έχει ακόμα επιλυθεί από το Συμβούλιο της Επικράτειας, ήτοι, εάν υπό την ισχύ του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα και δη του άρθρου 78 αυτού, ισχύει – ως προς την έκδοση συμπληρωματικών πράξεων χρεώσεως δασμών και συνεισπραττομένων φόρων- ο τιθέμενος από το άρθρο 31 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα περιορισμός, κατά τον οποίο η τελωνειακή οφειλή απαιτείται να προκύπτει από στοιχεία υπάρχοντα κατά τον τελωνισμό του εμπορεύματος. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του αναιρετηρίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είναι συγκεκριμένος, κατά την έννοια του νόμου, και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα περιορισμό, κατά τον οποίο η τελωνειακή οφειλή πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά από έγγραφα ήδη κατατεθέντα κατά τον τελωνισμό. Προς άρση δε του απαραδέκτου, το Δημόσιο προβάλλει με το αναιρετήριο ότι η προαναφερθείσα κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας και δη στις υπ’ αριθμ. 667/2007, 2670- 2671/2008, 374/2007 και 2632/2008 αποφάσεις αυτού. Όμως, οι μεν τέσσερις πρώτες από τις αποφάσεις αυτές αφορούν στην ερμηνεία διαφορετικών διατάξεων [και ειδικότερα των διατάξεων του άρθρου 29 παρ. 1 και 2 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α’ 59), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 74 του ν.542/1977 (Α’ 41), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κανονισμού 1697/1979 «Περί της «εκ των υστέρων» εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών…» (L 197/1) (καταργηθέντος με το άρθρο 251 του προαναφερθέντος Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα)], η δε πέμπτη απόφαση (ΣτΕ 2632/2008) αφορά το ζήτημα της προθεσμίας, εντός της οποίας δύναται να λάβει χώρα η εκ των υστέρων χρέωση δασμών, κατά το άρθρο 2 του ανωτέρω Κανονισμού 1697/1979. Συνεπώς, δεν πρόκειται για νομολογία διαμορφωθείσα επί του τιθεμένου με το λόγο νομικού ζητήματος, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989. Περαιτέρω δε, προς άρση του απαραδέκτου, το Δημόσιο προβάλλει ότι, εν προκειμένω, ανακύπτει σπουδαίο νομικό ζήτημα, που δεν έχει ακόμα επιλυθεί από το Συμβούλιο της Επικράτειας, ήτοι, εάν υπό την ισχύ του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα και δη του άρθρου 78 αυτού, ισχύει – ως προς την έκδοση συμπληρωματικών πράξεων χρεώσεως δασμών και συνεισπραττομένων φόρων- ο τιθέμενος από το άρθρο 31 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα περιορισμός, κατά τον οποίο η τελωνειακή οφειλή απαιτείται να προκύπτει από στοιχεία υπάρχοντα κατά τον τελωνισμό του εμπορεύματος. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του αναιρετηρίου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είναι συγκεκριμένος, κατά την έννοια του νόμου, και δεν προβάλλεται, ως εκ τούτου, παραδεκτώς. Τούτο δε διότι το Δημόσιο αρκείται στην απλή μνεία του «σπουδαίου νομικού ζητήματος», που, κατά την άποψή του, θέτει η αίτηση, χωρίς να παραθέτει συγχρόνως, όπως θα έπρεπε, τους λόγους και τα στοιχεία που στηρίζουν την άποψή του αυτή. Η έλλειψη δε αυτή του εισαγωγικού δικογράφου δεν μπορεί, κατά τα προεκτεθέντα, ν’ αναπληρωθεί με αξιολόγηση το πρώτον από το ίδιο το Δικαστήριο της σπουδαιότητας των τιθεμένων με την αίτηση ζητημάτων.
  2. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

 

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Ιανουάριου 2016

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίασή της 24ης Φεβρουάριου 2016.

Η Πρόεδρος του Β’ Τμήματος
Ε. Σαρπ

 

 

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία