fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
αριθμός απόφασης 2499/2016

αριθμός κατάθεσης αγωγής 3538/2005/20-3-2015
αριθμός κατάθεσης κλήσης 9892/5508/29-9-2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αθηνά Λάλλη, Πρωτόδικη, η οποία ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Σεπτεμβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

του καλούντος-ενάγοντος: _________ _________ του _________ και της _________, κατοίκου _________ (επί της οδού _________ αριθ. __), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χρήστου Οικονομάκη, του καθ’ ου η κλήση-εναγομένου: του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ _________», που εδρεύει στον _________ (επί της οδού _________ αριθ. __) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του ________   ________, ως καθολικός διάδοχος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «__________   ____________», το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Γούλα με βάση την υπ’ αριθ. πρωτ. 35871/1-9-2014 απόφαση του Δημάρχου _________.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-3-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 3538/2005/20-3-2015 και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί την 27-4-2015 και μετά από αναβολή τη 17-9-2015, κατά την οποία η υπόθεση αποσύρθηκε λόγω της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών της 20-9-2015. Ήδη η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 28-9-2015 κλήση του ενάγοντος, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 9892/5508/29-9-2015 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί τη 19-11-2015 και μετά από διαδοχικές αναβολές κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του Κ.Πολ.Δ., η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, έννομη δε σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβεσαν τις έννομες αυτές συνέπειες (Α.Π.1419/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π.1229/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 388 του Α.Κ., οι προϋποθέσεις υπό / ) τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή  σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή πρέπει να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, συνεπεία των οποίων επέρχεται πλήρης κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, ώστε ο μεν οφειλέτης, εκτελώντας τη σύμβαση, να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απροόπτως, ο δε αντισυμβαλλόμενος να ωφελείται υπέρμετρα από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί. Έτσι γενικής φύσεως περιστατικά και δη τυχαία, αλλά συνήθως συμβαίνοντα, όπως είναι η αυξομείωση των εισπράξεων μιας επιχείρησης, η αύξηση της αξίας του ακινήτου λόγω αύξησης της ζήτησης για μίσθωση ανάλογων ακινήτων, η αύξηση του κόστους ζωής κ.λ.π. ούτε έκτακτα ούτε απρόβλεπτα μπορούν να χαρακτηριστούν, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακράν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας. Αντίθετα η γενική οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε από τις αρχές του έτους 2010 και η επιβολή αυστηρών μέτρων λιτότητας (δημοσιονομικών και φορολογικών) με τις προαναφερθείσες αλυσιδωτές συνέπειες σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής κοινωνίας αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, κατά την έννοια του άρθρου 388 του Α.Κ., εφόσον δεν ήταν δυνατόν να διαγνωστούν υπό ομαλές συνθήκες (Α.Π.998/2014 Χρ.Ι.Δ.2014.742, Α.Π.1171/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 288 του Α.Κ., κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του Α.Κ.. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στον δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης (Ολ.Α.Π.9/1997 Ελλ.Δνη 1997.767). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 7 (παρ. 1 έως και 3) του π.δ.34/1995 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων», προκύπτει, εκτός άλλων, ότι επί των εμπορικών και γενικά των προστατευομένων από το νόμο αυτό μισθώσεων, το μίσθωμα καθορίζεται ελεύθερα κατά τη σύναψη της μίσθωσης από τους συμβαλλόμενους, αναπροσαρμόζεται δε κατά τα χρονικά διαστήματα και το ύψος που προβλέπεται στη σύμβαση. Όρος για ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος, που συνομολογείται μετά την 1η Σεπτεμβρίου 1994, ισχύει και για χρόνο (συμβατικό ή με αναγκαστική παράταση), για τον οποίο δεν έχει προβλεφθεί σταδιακή αναπροσαρμογή, εφόσον τα μέρη δεν έχουν αποκλείσει την ισχύ του για χρόνο που δεν προβλέπεται από τη σύμβαση. Αν δεν υπάρχει συμφωνία αναπροσαρμογής ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, η αναπροσαρμογή γίνεται μετά διετία από την έναρξη της σύμβασης, χωρίς δικαστική μεσολάβηση, στα ποσοστά που αναφέρονται στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου. Στη συνέχεια χωρεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με μόνη προϋπόθεση την πάροδο έτους από την προηγούμενη, ανέρχεται δε η αναπροσαρμογή αυτή σε ποσοστό 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή), όπως αυτή υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος. Τέλος με την παρ. 4 του αυτού άρθρου ορίστηκε ότι «σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα». Εξάλλου, η αναφορά στο νόμο μόνο του τελευταίου άρθρου δεν υποδηλώνει βούληση αποκλεισμού αναπροσαρμογής του μισθώματος υπό τις προϋποθέσεις της εφαρμοστέας, όπως προαναφέρθηκε, σε κάθε οφειλή διάταξης του άρθρου 288 του Α.Κ. (Ολ.Α.Π.9/1997). Ο εκμισθωτής, επομένως, δεν αποκλείεται, ενόψει και του άρθρου 44 του ως άνω π.δ., που ορίζει ότι οι μισθώσεις του εν λόγω διατάγματος, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο σ’ αυτό, διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, να ζητήσει κατά το άρθρο 288 του Α.Κ. αναπροσαρμογή του οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή μισθώματος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης αύξηση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του μισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, παρά την ανάγκη διασφάλισης των σκοπών του ως άνω νόμου και κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (Ολ.Α.Π.9/1997 ό.π.). Ειδικότερα δε το έργο του δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή, συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, ήτοι του καταβαλλομένου μισθώματος και του «ελευθέρου»-για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας-το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσης του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση. Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει παραπέρα το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε κατά τις αρχές της καλής πίστης να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη δε αναπροσαρμογής κατά τις αρχές της καλής πίστης υπάρχει όταν λόγω ουσιώδους αύξησης της μισθωτικής αξίας του μισθίου επέρχεται ζημία στον εκμισθωτή, με τη μορφή απώλειας κέρδους, η οποία υπερβαίνει κατά τα συναλλακτικά ήθη τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη δικαστική αύξηση του μισθώματος, επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση που επέρχεται ζημία στο μισθωτή η οποία περιορίζεται με την ανάλογη μείωση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής κατά την προεκτεθείσα έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η προκύπτουσα διαφορά, αλλά θα ορισθεί το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Περαιτέρω, το δικαίωμα αναπροσαρμογής κατά τη διάταξη του άρθρου 288 του Α.Κ. είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση είναι διαπλαστικές. Αν λοιπόν πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή με δικαστική απόφαση, λόγω ακριβώς του διαπλαστικού της χαρακτήρα, του λοιπού ο περί του μισθώματος συμβατικός όρος (ήτοι η συμφωνία περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος) καταλύεται και δεν ισχύει για το μέλλον, αφού κρίνεται ότι είναι απρόσφορος πλέον να ρυθμίσει το ζήτημα του ύψους του μισθώματος. Μετά από αυτή (δικαστική αναπροσαρμογή και κατάλυση του περί του μισθώματος συμβατικού όρου) το μόνο που μπορεί να ισχύσει για το μέλλον είναι η νόμιμη αναπροσαρμογή που ρυθμίζεται με το άρθρο 7 παρ. 3 του ως άνω π.δ.34/1995, η δε απαιτούμενη από το νόμο για την πραγματοποίηση αυτής ετήσια προθεσμία αρχίζει από το χρόνο που συντελείται η αναπροσαρμογή με την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής.

Εξάλλου, με τη δικαστική απόφαση αναπροσαρμογής μεταβάλλονται τα περιστατικά, πάνω στα οποία οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη συμφωνία για σταδιακή αναπροσαρμογή και έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για τήρηση των συμφωνηθέντων. Αυτή δε η ίδια η προσφυγή στο δικαστήριο εκ μέρους του ενός των συμβληθέντων μερών (ή και αμφοτέρων) υποδηλώνει με σαφήνεια τη θέληση του ενός (ή και αμφοτέρων) για μη τήρηση των συμφωνηθέντων. Η άποψη, κατά την οποία, μετά τη δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος, που γίνεται σε ορισμένο στάδιο, δεν καταργείται η συμφωνία σταδιακής αναπροσαρμογής, αφού αυτή ισχύει μόνο για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται και επομένως διατηρείται για τα επόμενα στάδια, με δυνατότητα αντιμετώπισης με νέα δικαστική παρέμβαση, κατ’ εφαρμογή των ίδιων διατάξεων, μελλοντικής νέας διατάραξης της ισορροπίας χρήσης του μισθίου και του μισθώματος, δεν είναι προκριτέα ενόψει ιδίως α) του ότι τα στάδια αναπροσαρμογής βρίσκονται μεταξύ τους σε λογική αλληλουχία και κάθε ένα στηρίζεται στο προηγούμενο, ώστε αν διασπασθεί η αλληλουχία αυτή δεν μπορούν τα επόμενα στάδια να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους και να γίνει νέα (ερειδόμενη στη σύμβαση) αναπροσαρμογή, β) είναι δυνατόν να ζητείται δικαστική αναπροσαρμογή για κάθε περαιτέρω στάδιο, με αποτέλεσμα το μεν να είναι δυνατή η εντός ενός και του ιδίου σταδίου διπλή αναπροσαρμογή (συμβατική και δικαστική), το δε να δημιουργούνται περισσότερες δίκες που θα βρίσκονται σε εξέλιξη και που κάθε μία θα εξαρτάται από την προηγούμενη, ώστε η σύμβαση θα βρίσκεται σε αποσταθεροποίηση και τα συμβληθέντα μέρη σε αβεβαιότητα και γ) τίθεται ζήτημα περί του πρακτέου, στην περίπτωση κατά την οποία η σταδιακή αναπροσαρμογή έχει συμφωνηθεί σε ποσό (συγκεκριμένο μίσθωμα) και όχι σε ποσοστό, το δε κατ’ αναπροσαρμογή ορισθέν από το δικαστήριο μίσθωμα κατ’ άρθρο 288 του Α.Κ. είναι κατά ποσό υπέρτερο του μισθώματος του επομένου ή των επομένων σταδίων, οπότε εκ του πράγματος θα επέλθει αδράνεια του σταδίου ή των σταδίων αυτών της σύμβασης, εφόσον η δικαστική αναπροσαρμογή θα υπερκαλύπτει τη συμβατική τοιαύτη. Εν κατακλείδι, με την αναπροσαρμογή του μισθώματος από το δικαστήριο και τη συνακόλουθη κατάργηση της συμφωνίας σταδιακής αναπροσαρμογής, επιτυγχάνεται η σε βάθος χρόνου ομαλοποίηση της διαταραχθείσας συμβατικής σχέσης και ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος μελλοντικών δικαστικών διενέξεων από την ίδια συμβατική σχέση και για την ίδια αιτία (Ολ.Α.Π.3/2014 Χρ.Ι.Δ.2014.358).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων εκθέτει, με την υπό κρίση αγωγή του, ότι με το από 18-1-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «___________   _________», δικαιοπάροχος του εναγομένου, εκμίσθωσε σε αυτόν (τον ενάγοντα), κατόπιν πλειοδοτικής δημοπρασίας, ένα ισόγειο κατάστημα, μεθ’ υπογείου και παταριού, το οποίο βρίσκεται στον _________ επί της οδού _________ αριθ. __, που λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα πώλησης ενδυμάτων, υποδημάτων, δερμάτινων ειδών και ειδών ταξιδιού, αντί μηνιαίου μισθώματος 6.101 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, αναπροσαρμοζόμενου, από το δεύτερο έτος της μίσθωσης, ετησίως κατά ποσοστό 4% επί του τελευταίου μισθώματος καταβαλλόμενου κατά τον τελευταίο μήνα του προηγούμενου μισθωτικού έτους, με αποτέλεσμα να ανέλθει το μίσθωμα στο ποσό των 6.345 ευρώ στις 18-1-2013. Ότι με την από 30-1-2013 και με αριθμό κατάθεσης 1090/2013 αγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ζήτησε την αναπροσαρμογή του μισθώματος και της ετήσιας αύξησής του και ότι επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 6392/2013 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία καθορίσθηκε η ετήσια αναπροσαρμογή στο ποσοστό του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, όπως αυτό υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, πλέον μίας (1) ποσοστιαίας μονάδας ετησίως, αρχής γενομένης από τη συμπλήρωση ενός (1) έτους από την επίδοση της αγωγής μέχρι τις 17-1-2016, ώστε σήμερα το μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται στο ποσό των 6.101 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%. Επικαλούμενος δε έκτακτη και απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών μετά το χρόνο σύναψης της ανωτέρω μίσθωσης και της παραπάνω αναπροσαρμογής με την υπ’ αριθ. 6392/2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού και συγκεκριμένα τις περαιτέρω μειώσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, την απώλεια θέσεων εργασίας, καθώς και την επιβολή νέων μέτρων και φόρων λόγω της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2010, που μείωσαν δραματικά το διαθέσιμο προς ανάλωση εισόδημα των πολιτών και τα μισθώματα των καταστημάτων σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και στην περιοχή που βρίσκεται το επίδικο μίσθιο ακίνητο σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχει ουσιώδης απόκλιση ανάμεσα στο καταβαλλόμενο για το εν λόγω ακίνητο μίσθωμα και σε αυτό που επιβάλλεται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, το οποίο ανέρχεται, κατά την εκτίμησή του (του ενάγοντος) στο ποσό των 4.000 ευρώ μηνιαίως, ζητεί, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 388 και 288 του Α.Κ., να αναπροσαρμοστεί το μηνιαίο μίσθωμα για το επίδικο μίσθιο ακίνητο στο ποσό των 4.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου τέλους χαρτοσήμου 3,6%, το οποίο αναλύεται σε 3.856 ευρώ για μίσθωμα και σε 144 ευρώ για χαρτόσημο, και να παραμείνει σταθερό έως τη λήξη της σύμβασης μίσθωσης. Επιπλέον ζητεί να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδά του σε βάρος του εναγομένου. Με το περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 1β, 16 αριθ. 1 και 29 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω η αγωγή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα κατά το μέρος που επιδιώκεται η θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 388 του Α.Κ., καθόσον ναι μεν η γενική οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε στην Ελλάδα από τις αρχές του έτους 2010 και η επιβολή αυστηρών μέτρων λιτότητας (δημοσιονομικών και φορολογικών) αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, κατά την έννοια του άρθρου 388 του Α.Κ., σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, πλην όμως η επίδικη σύμβαση μίσθωσης συνήφθη αρκετά χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα το έτος 2010 και τη συνακόλουθη επιβολή αυστηρών μέτρων λιτότητας και συνεπώς τα οικονομικά αυτά δεδομένα ελήφθησαν υπόψη από τον ενάγοντα, ο οποίος έκρινε ότι το μίσθωμα που συμφωνήθηκε για την εν λόγω μίσθωση ήταν εύλογο και δίκαιο και πλειοδότησε στη σχετική δημοπρασία με ελεύθερη βούληση, ενώ η επικαλούμενη επιβολή νέων μέτρων και φόρων προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιστατικό έκτακτο και απρόβλεπτο με την έννοια του άρθρου 388 του Α.Κ.. Κατά τα λοιπά, η αγωγή, κατά το μέρος που επιδιώκεται η θεμελίωσή της στο άρθρο 288 του Α.Κ., είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη νομική θεμελίωσή της στην ανωτέρω διάταξη, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 361, 574 του Α.Κ. και 176 του Κ.Πολ.Δ.. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι από την υπ’ αριθ. 6392/2013 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Ειδικές Διαδικασίες), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 11-3-2013 και με αριθμό κατάθεσης 2158/12-3-2013 αγωγή του ενάγοντος κατά του ιδίου και αναπροσαρμόστηκε το μηνιαίο μίσθωμα κατά τα αναλυτικά οριζόμενα στην απόφαση αυτή, υφίσταται δεδικασμένο που εμποδίζει τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, καθόσον ο ενάγων επικαλείται, με την υπό κρίση αγωγή του, περιστάσεις που προέκυψαν μετά την άσκηση της προγενέστερης αγωγής του οι οποίες μείωσαν ακόμη περισσότερο τη μισθωτική αξία του επιδίκου ακινήτου και συνεπώς διαφορετική ιστορική αιτία από αυτή της προγενέστερης αγωγής του. Επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων _________ _________ του _________ και _________ _________ του _________ που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με επιμέλεια των διαδίκων και των οποίων οι καταθέσεις περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθ. 502/12- 7-2011 προκήρυξη του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «_________  ______», που συγχωνεύθηκε, με βάση απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου _________, με άλλες σχολικές επιτροπές σε ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «_________  _________» σύμφωνα με το άρθρο 241 παρ. 1 του ν.3463/2006 (Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα), της δε σχετικής υπ’ αριθ. 321/2011 απόφασης του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου _________ δημοσιευθείσας στο υπ’ αριθ. 1936/31-8-2011 Φ.Ε.Κ. (Τεύχος Δεύτερο), προκηρύχθηκε δημόσιος πλειοδοτικός διαγωνισμός για την εκμίσθωση, για δώδεκα (12) έτη, ενός ισόγειου καταστήματος, εμβαδού 65,77 τ.μ., με το υπόγειο και το πατάρι, εμβαδού 65,77 και 46,30 τ.μ. αντίστοιχα, το οποίο βρίσκεται στον _________ επί της οδού _________ αριθ. __ (στο κτίριο της _________). Στο διαγωνισμό, στον οποίο είχε οριστεί το ποσό των 5.000 ευρώ ως μηνιαίο μίσθωμα εκκίνησης για τις προσφορές, αναδείχθηκε πλειοδότης ο ενάγων με προσφερόμενο μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 6.101 ευρώ και κατόπιν το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «__________  _________», με την υπ’ αριθ. 1/13-1-2012 απόφασή του, αποφάσισε να συνάψει σύμβαση μίσθωσης  με τον ενάγοντα. Στη συνέχεια υπεγράφη μεταξύ του τελευταίου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και του ενάγοντος το από 18-1-2012 συμφωνητικό μίσθωσης του ανωτέρω ακινήτου, με το οποίο ορίστηκε η διάρκεια της μίσθωσης σε δώδεκα (12) έτη, ήτοι από 18-1-2012 έως 18-1­2024, και το μίσθωμα σε 6.101 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μισθωτικού μηνός και αναπροσαρμοζόμενο, από το δεύτερο έτος της μίσθωσης (ήτοι από 18-1­2013) και για κάθε επόμενο έτος, κατά ποσοστό 4% επί του μηνιαίου μισθώματος του καταβαλλόμενου κατά τον τελευταίο μήνα του αμέσως προηγούμενου μισθωτικού έτους. Στη συνέχεια ο ενάγων άσκησε την από II­S-2013 και με αριθμό κατάθεσης 2158/12-3-2013 αγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά του νυν εναγομένου, καθολικού διαδόχου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «__________  ________», με την οποία ζήτησε την αναπροσαρμογή 1) του μισθώματος στο ποσό των 3.807 ευρώ πλέον του τέλους χαρτοσήμου 3,6% και συνολικά σε 3.944,05 ευρώ, αρχής γενομένης από τη 18-9-2012, οπότε ο ενάγων όχλησε το εναγόμενο, ζητώντας τη μείωση του μισθώματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως τη 17-1­2016 και 2) του ποσοστού της ετήσιας αναπροσαρμογής από το προβλεπόμενο στη σύμβαση μίσθωσης ποσοστό 4% στο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή) όπως υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος έως τη 17-1-2016 με βάση τα άρθρα 388 ή 288 του Α.Κ.. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 6392/2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Ειδικές Διαδικασίες), που κατέστη τελεσίδικη, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αυτή κατά το μέρος της που στηριζόταν στο άρθρο 288 του Α.Κ. και αναπροσαρμόστηκε η ποσοστιαία ετήσια αναπροσαρμογή του ανωτέρω μισθίου από το προβλεπόμενο στο από 18-1-2012 συμφωνητικό μίσθωσης ποσοστό του 4% στο ποσοστό του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, όπως αυτό υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, πλέον μιας (1) ποσοστιαίας μονάδας ετησίως, αρχής γενομένης από τη συμπλήρωση ενός (1) έτους από την επίδοση της αγωγής και έως τη 17-1-2016. Σήμερα το μηνιαίο μίσθωμα για το επίδικο μίσθιο ακίνητο ανέρχεται στο ποσό των 6.344,39 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, με βάση το υπ’ αριθ. πρωτ. 885/10-11-2015 έγγραφο του εναγομένου. Ο ενάγων ζητεί, με την υπό κρίση αγωγή του, την αναπροσαρμογή του μηνιαίου μισθώματος στο ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 3.856 ευρώ για μίσθωμα και 144 ευρώ για τέλος χαρτοσήμου, επικαλούμενος ότι λόγω των περαιτέρω μειώσεων στους μισθούς και στις συντάξεις, της απώλειας θέσεων εργασίας, καθώς και της επιβολής νέων μέτρων και φόρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε το 2010 μειώθηκε ακόμη περισσότερο η μισθωτική αξία του ανωτέρω ακινήτου. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι το μίσθιο ακίνητο βρίσκεται σε ένα από τα πιο εμπορικά σημεία της πόλης του _________, πλην όμως αρκετά καταστήματα έχουν κλείσει στο κέντρο του _________, ακόμη και στην οδό _________, όπου βρίσκεται το επίδικο μίσθιο. Από το υπ’ αριθ. πρωτ. 735/2016 έγγραφο του εναγομένου προκύπτει ότι το μίσθωμα για όμορα ακίνητα στον ίδιο οικοδομικό αριθμό της οδού _________, τα οποία εκμισθώνει το ίδιο σε άλλους, με το ίδιο αντικείμενο εμπορίου, ήτοι πώληση ενδυμάτων, ανέρχεται στα ακόλουθα ποσά α) για το κατάστημα με την επωνυμία «_________» της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_________ Α.Ε.», επί των οδών _________ αριθ. ___ και _________ _________, το οποίο αποτελείται από ισόγειο 106 τ.μ., υπόγειο 119 τ.μ. και πατάρι 106 τ.μ. (συνολικά 331 τ.μ.), σε 15.381,33 τ.μ., ήτοι σε 46,47 το τ.μ., μετά τη μείωση της ετήσιας αναπροσαρμογής που έγινε με την υπ’ αριθ. 485/2013 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Μισθωτικές Διαφορές), β) για το κατάστημα με την επωνυμία «_________», επί των οδών _________ αριθ. ___ και _________, το οποίο αποτελείται από ισόγειο 67,70 τ.μ., υπόγειο 70 τ.μ. και πατάρι 21,50 τ.μ. (συνολικά 159,20 τ.μ.), σε 10.784,51 ευρώ, ήτοι σε 67,74 ευρώ το τ.μ., και γ) για το κατάστημα με την επωνυμία «_________» της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_________Α.Ε.», επί της οδού _________ αριθ. 41, το οποίο αποτελείται από ισόγειο 146,50 τ.μ., υπόγειο 156,90 τ.μ. και πατάρι 43 τ.μ. (συνολικά 346,60 τ.μ.), σε 9.836,39 ευρώ, ήτοι σε 28,38 ευρώ το τ.μ., μετά τη μείωση μισθώματος που έγινε με την υπ’ αριθ. 4821/2014 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Μισθωτικές Διαφορές), και συνεπώς το μίσθωμα ανά τ.μ. κυμαίνεται από 28,38 τ.μ. μέχρι 67,74 τ.μ., δηλαδή υπάρχει πολύ μεγάλη απόκλιση στο θέμα αυτό, πράγμα που φανερώνει την πτωτική τάση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων στην περιοχή αυτή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «_________ Α.Ε.» αδυνατεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της από τη μίσθωση του καταστήματος επί των οδών _________ αριθ. ___ και _________ _________, αφού στις 17-7-2012 όφειλε στο εναγόμενο το ποσό των 377.724,77 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 75.000 ευρώ ρυθμίστηκε και για το υπόλοιπο ποσό παραχωρήθηκε προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο ιδιοκτησίας των _________  _________ του _________ και _________ Ανδριανοπούλου-Δασκαλάκη του _________, και στις αρχές του 2015 υπέβαλε αίτημα στο εναγόμενο για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της από την ίδια μίσθωση με βάση τα άρθρα 24 του ν.4304/2014 και 51 του ν.4257/2014, το οποίο (αίτημα) εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 272/24-3-2015 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του εναγομένου. Άλλα πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για τη μισθωτική αξία του επιδίκου ακινήτου δεν προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, δεδομένου ότι οι τρεις αγγελίες για εκμίσθωση ακινήτων επί της οδού _________, στην Πλατεία Ιπποδάμειας και στο κέντρο του _________, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο ενάγων, αφορούν σε άλλες περιοχές, το από 12-3-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο ενάγων, αφορά σε ισόγειο κατάστημα επί της οδού _________ αριθ. __, το οποίο μισθώθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως αναψυκτήριο-καφέ, ήτοι για άλλο αντικείμενο εμπορίου από το επίδικο κατάστημα, έγγραφα του εναγομένου που επικαλέστηκε και προσκόμισε για άλλες μισθώσεις, ήτοι το από 26-3-2013 υπηρεσιακό σημείωμα της Διεύθυνσης Δημοτικής Περιουσίας του, το υπ’ αριθ. πρωτ. 117/3-4-2013 έγγραφό του και η υπ’ αριθ. 665/10-9-2012 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του, δεν έχουν επικαιροποιηθεί και η επικαλούμενη και προσκομισθείσα από το εναγόμενο υπ’ αριθ. 274/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση κατά της υπ’ αριθ. 6487/2013 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η από 19-4-2013 και με αριθμό κατάθεσης 3272/2013 αγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «_________ Α.Β.Ε.Ε.» και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «_________ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ Α.Ε.», με την οποία είχε ζητηθεί η αναπροσαρμογή του μισθώματος ενός ισογείου καταστήματος επί της οδού _________ _________ αριθ. ___ στον _________, δεν αποτελεί πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, γιατί αφορά σε προγενέστερο χρονικό διάστημα από το επίδικο και σε κατάστημα με άλλο αντικείμενο εμπορίου, ήτοι καφετέρια. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από τα μέσα του έτους 2012 και εφεξής επήλθε συντριπτική μείωση της αγοραστικής ικανότητας των Ελλήνων πολιτών και των πελατών στους οποίους απευθύνεται η επιχείρηση του ενάγοντος, οφειλόμενη στην ακόμη μεγαλύτερη μείωση των ήδη μειωμένων μισθών, στο κλείσιμο επιχειρήσεων και την αντίστοιχη κατάργηση θέσεων εργασίας, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση του χρόνου απασχόλησης των εργαζομένων με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών τους και στην αύξηση της φορολογίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων. Η προπεριγραφείσα κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η ζήτηση των αγαθών που προσφέρει η επιχείρηση του ενάγοντος και κατά συνέπεια να μειωθούν τα έσοδα αυτής. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεδομένων επήλθε μείωση της μισθωτικής αξίας του επιδίκου μισθίου ακινήτου, ώστε η εμμονή του εναγομένου εκμισθωτή στην καταβολή του συγκεκριμένου μισθώματος των 6.344,39 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται η αναπροσαρμογή του σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη στο ποσό των 5.700 ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου, για το μετά την επίδοση της υπό κρίση αγωγής χρονικό διάστημα, με ετήσια αναπροσαρμογή κατά το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή), όπως αυτός υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), ήτοι στο επίπεδο εκείνο που αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, γιατί τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, ήτοι η σύναψη της σύμβασης δύο χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής

κρίσης του 2010, η προνομιούχος θέση του μισθίου ακινήτου και το ήδη χαμηλό μίσθωμα που καταβάλλεται για το μίσθιο ακίνητο σε σύγκριση με όμορα μίσθια ακίνητα, ίδιας χρήσης με αυτό, δεν μπορούν να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της υπό κρίση αγωγής με την οποία ζητείται η αναπροσαρμογή του μηνιαίου μισθώματος. Με βάση τα παραπάνω πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να αναπροσαρμοστεί το μίσθωμα για το επίδικο μίσθιο ακίνητο επί της οδού _________ αριθ. ___  που ο ενάγων μίσθωσε από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «________   _________» με το από 18-1-2012 συμφωνητικό μίσθωσης στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων (5.700) ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου, για το μετά την επίδοση της υπό κρίση αγωγής χρονικό διάστημα, με ετήσια αναπροσαρμογή κατά το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή), όπως αυτός υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος θα επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου ανάλογα με την εν μέρει νίκη και ήττα των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ.), μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 281 παρ. 2 του ν.3463/2006 (Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αγωγή.

Αναπροσαρμόζει το μίσθωμα για το επίδικο μίσθιο ακίνητο, ήτοι ένα ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 65,77 τ.μ., με το υπόγειο και το πατάρι, εμβαδού 65,77 και 46,30 τ.μ. αντίστοιχα, το οποίο (κατάστημα) βρίσκεται στον _________ επί της οδού _________ αριθ. __ (στο κτίριο της _________) και το οποίο ο ενάγων μίσθωσε από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «________  _______» με το από 18-1-2012 συμφωνητικό μίσθωσης, στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων (5.700) ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου, για το μετά την επίδοση της υπό κρίση αγωγής χρονικό διάστημα, με ετήσια αναπροσαρμογή κατά το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή), όπως αυτός υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.).

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 23/11/2016.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ