Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
3327/07
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Λουκία Λάμπρου, Πρωτόδικη την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και Γραμματέα την Μαρία Βουτυρά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Μαϊου 2007 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία « _________ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» με τον διακριτικό τίτλο « _________ ΕΤΑΙΡΕΙΑ _________», που εδρεύει στο _________, οδός _________ αρ. __ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παρασκευή Κουπλίδου.
Του εναγόμενου _________ _________ του _________ και της _________, κατοίκου Πολιτείας, οδός _________ αρ.__, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Αγγελάκο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.6.2004 με αριθμό κατάθεσης 4609/2004 αγωγή της, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 15.12.2005, αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ.1 του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρα 914επ ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι όχι μόνο ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφάνισής της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία ο κομιστής της επιταγής τη μεταβιβάσει σε άλλο λόγω ενεχύρου, οπότε δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή έχει ο τελευταίος (ενεχυρούχος δανειστής) ασκώντας ίδιο δικαίωμα εκ του τίτλου (άρθρο 1255 ΑΚ). Αν όμως η επιταγή δεν πληρωθεί και την πληρώσει ο ενεχυράσας οφειλέτης αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, εκείνος που ζημιώνεται και πάλι από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι ο τελευταίος. Σημειώνεται, ότι το δικαίωμα αναγωγής του (τελευταίου) κομιστή κατά του εκδότη και των προγενεστέρων υπογραφέων της επιταγής, παρέχεται από τις διατάξεις του Ν. 5960/1933 (άρθρο 44), σε οποιοδήποτε υπογραφέα της επιταγής, ο οποίος την πλήρωσε. Ο οπισθογράφος δε που πλήρωσε την επιταγή, δύναται επιπλέον να διαγράψει την οπισθογράφησή του καθώς και τις οπισθογραφήσεις των επομένων οπισθογράφων με συνέπεια να εμφανίζεται και ως τελευταίος κομιστής που στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων (άρθρα 19 και 47 παρ.2 του Ν. 5960/1933). Αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή δικαιούχος της αποζημίωσης από τη μη πληρωμή της επιταγής είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής αυτής, δεν συνάγεται ούτε από τη διάταξη της παρ.5 του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, που είχε προστεθεί με το άρθρο 4 παρ.1 του Ν. 2408/1996, και κατά την οποία η ποινική δίωξη (για την πράξη της παρ.1) ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε. Τούτο δε διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο όρος «κομιστής» της επιταγής χρησιμοποιείται στην παραπάνω διάταξη μόνο υπό την έννοια του τελευταίου κομιστή. Κατά συνέπεια ως «κομιστής» θεωρείται κατά τη διάταξη αυτή και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Εξάλλου, η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε ήδη από το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006 και ορίζεται πλέον ρητώς, ότι δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως έχουν τόσο ο κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή και έγινε κομιστής της. Στην ίδια διάταξη προστέθηκε με το παραπάνω άρθρο 15 παρ.3 του Ν. 3472/2006, για την άρση κάθε αμφισβήτησης ότι ο εξ αναγωγής υπόχρεος ο οποίος εξόφλησε την επιταγή δικαιούται να λάβει αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914επ ΑΚ). Τέλος, , η άποψη ότι ο εξ αναγωγής δικαιούχος ή ο ενεχυράσας την επιταγή κομιστής δεν έχουν δικαίωμα αποζημίωσης κατά τα άρθρα 914επ ΑΚ, οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, που δεν συνάγονται από το σκοπό του νόμου, αφού έτσι ωφελείται τελικά ο εκδότης, παρότι η δόλια συμπεριφορά του αποτελεί εκτροπή του θεσμού της επιταγής από την κατά νόμο λειτουργία του και συντελεί στη μείωση της αξιοπιστίας της επιταγής ως ex lege οργάνου πληρωμών. Το ότι οι παραπάνω ζημιωθέντες έχουν δικαίωμα να στραφούν κατά του εκδότη ή των προηγουμένων οπισθογράφων ασκώντας το προαναφερόμενο δικαίωμα αναγωγής αυτών δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, αφού η παρεχόμενη από τις σχετικές διατάξεις προστασία είναι ενδεχόμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποβαίνει αναποτελεσματική. Επομένως, και υπό την ισχύ της παρ.5 του άρθρου 79 παρ.1 του Ν. 5960/1933, όπως αυτή είχε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 15 παρ.3 του Ν. 3472/2006, ο ενεχυράσας την επιταγή οφειλέτης, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή και έγινε εκ νέου κομιστής αυτής, έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του εκδότη, ως αμέσως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη του τελευταίου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΟλΑΠ 29/2007, ΟλΑΠ 25/2007, ΟλΑΠ 24/2007 και ΟλΑΠ 23/2007).
Εξάλλου, από το άρθρο 71 ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του που, κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ, το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στη περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αυτού για αποζημίωση τότε ευθύνεται εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο και το υπαίτιο αυτό φυσικό πρόσωπο. Επομένως επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, η υποχρέωση προς αποζημίωση βαρύνει εις ολόκληρο το νομικό πρόσωπο και το φυσικό πρόσωπο που υπογράφει την επιταγή ως όργανο που έχει την εξουσία εκπροσώπησης του νομικού προσώπου. Περαιτέρω με βάση το άρθρο 1047 παρ.1 περ.β ΚΠολΔ, με την άσκηση της αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία, παρέχεται στον κομιστή της επιταγής η ευχέρεια να ζητήσει και την απαγγελία της προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου εκδότη της ακάλυπτης επιταγής, ειδικά δε κατά του φυσικού προσώπου, το οποίο υπέγραψε ακάλυπτη επιταγή, ως εκπρόσωπος και για λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας. Σημειώνεται ότι η εξαίρεση, η οποία προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, αναφέρεται σε απαγόρευση προσωπικής κράτησης εκπροσώπων Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης για χρέη εμπορικά ή από αδικοπραξία, τα οποία βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία, τα οποία βαρύνουν το ίδιο το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στα πλαίσια των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΕφΑΘ 5661/2003 ΕλλΔνη 45.535, ΕφΠειρ. 665/1999 ΕλλΔνη 41.491).
Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι είναι νόμιμη κομίστρια τριών τραπεζικών επιταγών, ποσού 6.481,20 ευρώ, 4.000 ευρώ και 10.000 ευρώ αντίστοιχα, τις οποίες εξέδωσε ο εναγόμενος σε διαταγή της στην Αθήνα, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « _________ _________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ». Ότι τις επιταγές αυτές εμφάνισε εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως αυτές δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η ενάγουσα κατά το ποσό αυτών. Ότι ο εναγόμενος γνώριζε την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων κατά τον χρόνο έκδοσης και πληρωμής αυτών. Ζητεί δε, να υποχρεωθεί ο τελευταίος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει, ως αποζημίωση για τη ζημία την οποία υπέστη από τη μη πληρωμή των επιταγών, το ποσό των 20.481,20 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας δώδεκα μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που Θα εκδοθεί. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ.2 και 22 ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 ΝΔ 1325/1972, 71 914, 297, 298, 346 ΑΚ, 907, 908 παρ.1 περ.δ, 1047 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ’ αριθμ. 118376, 318495, 318496, 318497, και 060966 αγωγόσημα με τα επκολληθέντα σε αυτά ένσημα υπέρ ΤΠΔΑ και το υπ’ αριθμ. 567514/2007 ένσημο υπέρ ΤΝ).
Από την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, που εξετάστηκε ενόρκως στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου (ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα) και από τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « _________ _________ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ & ΜΕΛΕΤΩΝ» εξέδωσε στην Αθήνα την 8.4.2004, 30.5.2004 και 30.6.2003 τις υπ’ αριθμ. ______, ________ και _________ τραπεζικές επιταγές, σε διαταγή της ενάγουσας, ποσού 6.481,20 ευρώ 4.000 ευρώ και 10.000 ευρώ αντίστοιχα, πληρωτέες η μεν πρώτη στην Τράπεζα _________ και οι λοιπές στην _________ Τράπεζα από τους υπ’ αριθμ. 017 013 501301461830 1 και 011 10047157721 λογαριασμούς της άνω εταιρίας. Η ενάγουσαί μεταβίβασε την πρώτη επιταγή με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου στην _________ BANK, η οποία την εμφάνισε την 8.4.2004 προς πληρωμή, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας. Ακολούθως η ενάγουσα (ενεχυράσας οφειλέτης) κατέβαλε στην κομίστρια τράπεζα το ποσό της επιταγής και έγινε εκ νέου κομίστρια της επιταγής. Η ενάγουσα (εξ αναγωγής υπόχρεος) δικαιούται αποζημίωση από τον εναγόμενο – εκδότη, ως αμέσως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη του τελευταίου, αφού αυτή υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της ανωτέρω επιταγής, η δε ζημία αυτής είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση αξίωσης αποζημίωσης σχετικά με την ανωτέρω επιταγή διότι είναι εξ αναγωγής υπόχρεος πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η τελευταία ως νόμιμη κομίστρια την 7.6.2004 εμφάνισε τις άλλες δύο επιταγές εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως αυτές δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε από την άνω τράπεζα επί του σώματος των επιταγών. Ο εναγόμενος αν και γνώριζε την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας, τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης όσο και κατά τον χρόνο πληρωμής, εντούτοις προέβη στην έκδοση των παραπάνω επιταγών με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η ενάγουσα κατά το ποσό αυτών. Κατά συνέπεια, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση για την ζημία την οποία υπέστη από τη μη πληρωμή των επιταγών, το ποσό των 20.481,20 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Λόγω της αδικοπραξίας, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ (8) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προξενήσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, γι αυτό το αίτημα περί προσωρινής εκτέλεσης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό για το ποσό των 7.000 ευρώ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, που υποβάλλει σχετικό αίτημα (άρθρο 191 παρ.2 ΤΗΤολΔ), βαρύνουν τον εναγόμενο, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 · ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και είκοσι λεπτών (20.481,20) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την άνω καταψηφιστική διάταξη προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ (8) μηνών.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασιστηκε και δημοσιευθηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στην Αθήνα, στις 4/9/2007
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ