Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΑΜΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 3676/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Καζάρα, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και από τη Γραμματέα Τσιαχρή Κωνσταντίνα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8.1.2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: _________ _________του _________και της _________, κατοίκου _________ _________, που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Κανακάκη
Του εναγομένου: _________ ( _________) _________ ( _________) του _________ ( _________), κατοίκου _________ _________, διεύθυνση επί της οδού ___ _________, _________ ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 12.6.2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 545416/5160/2017, και προσδιορίστηκε προς συζήτησή της η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη με αριθμό 6603β/26.7.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ιωάννη Κοπανά, την οποία νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, που εν συνεχεία κοινοποίησε νομίμως στον εναγόμενο (βλ το υπ αρ 25149/7.9.2017 εισερχόμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών) κατά τις διατάξεις των άρθρων 122 επ., και 134 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αφού ο εναγόμενος διαμένει στο εξωτερικό(βλ. και άρθρο 136 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον ο τελευταίος δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού πινακίου , πρέπει να δικασθεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 595 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015) .
Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1.3.2005 (άρθρο 72 αυτού) κι επέφερε την κατάργηση του προγενέστερου Κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000, αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας μεταξύ των κρατών – μελών και τη διασυνοριακή αναγνώριση των δικαιοδοσιών και των αποφάσεων σχετικά με τη λύση του συζυγικού δεσμού και τη γονική μέριμνα. Με την έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού επέρχεται, μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνέπραξαν στην αποδοχή του, υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του. Ο Κανονισμός εφαρμόζεται, όταν ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος, που χρησιμοποιείται από την κατά περίπτωση εφαρμοστέα διάταξη, εντοπίζεται στο έδαφος κράτους μέλους. Όταν, επομένως, η συνήθης διαμονή του εναγόμενου, σε υπόθεση διαζυγίου, βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία θα ρυθμιστεί από τον Κανονισμό, χωρίς να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του κοινού δικονομικού δικαίου. Το εσωτερικό δίκαιο παρεμβαίνει, εάν η υπόθεση συνδέεται μόνο με την ελληνική έννομη τάξη, εφαρμόζεται, δηλαδή, σε Έλληνες υπηκόους, εφόσον κανένας από αυτούς δεν έχει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, ούτε είχε τη συνήθη διαμονή, έτσι ώστε να καθιδρύεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τελευταίου. Ο Κανονισμός θεσπίζει μία σειρά, παραλλήλως και συ- ντρεχόντως ισχυουσών, χωρίς καμία σειρά προτεραιότητας ή ιεράρχηση μεταξύ τους, κύριων δικαιοδοτικών βάσεων, θεμελιωμένων άλλοτε στον τόπο της συνήθους διαμονής (3 παρ. 1α του ως άνω Κανονισμού) και άλλοτε στην κοινή ιθαγένεια, οι δικαιοδοτικές δε αυτές βάσεις, που θεσπίζονται κατ’ αποκλειστικό τρόπο, με την έννοια της περιοριστικής απαρίθμησής τους και της αδυναμίας επέκτασής τους βάσει ρυθμίσεων των κατ’ ιδίαν εθνικών δικαίων ή δυνάμει της ιδιωτικής βούλησης, θέτουν εκποδών κάθε αντίθετη εθνική διάταξη, επίκληση της οποίας μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 είναι δυνατή, όταν, δηλαδή, δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό βάσεις σε κανένα δικαστήριο κράτους μέλους. Έτσι, από την έναρξη ισχύος του, διεθνή δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου έχουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους α) στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή των συζύγων ή β)η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εξ αυτών έχει ακόμη αυτή τη διαμονή, ή γ) η συνήθης διαμονή του εναγόμενου ή, σε περίπτωση κοινής αίτησης, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου συζύγου ή δ) η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή ε)η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους, β) της ιθαγένειας των δύο συζύγων. Η ιθαγένεια των συζύγων, κατά τον έλεγχο όλων των δικαιοδοτικών βάσεων του άρθρου 6 παρ. 1 α του Κανονισμού, είναι πλέον αδιάφορη, ώστε αυτοί μπορεί να έχουν αμφότεροι κοινή ιθαγένεια, διάφορη από αυτή του κράτους μέλους της κοινής διαμονής τους, ακόμη και αν πρόκειται για ιθαγένεια τρίτης χώρας, μπορεί, όμως, να έχουν και διάφορη έκαστος ιθαγένεια, όντας υπήκοοι είτε άλλου διάφορου ο καθένας κράτους, όχι απαραίτητα κράτους μέλους, σε σχέση με το δικάζον δικαστήριο της κοινής τους διαμονής, είτε άλλου κράτους ο ένας εξ αυτών και του δικάζοντος δικαστηρίου ο άλλος. Έτσι, αν και οι δύο σύζυγοι είναι αλλοδαποί, χωρίς μάλιστα οποιοσδήποτε από αυτούς να έχει την ιθαγένεια κράτους – μέλους, υφίσταται, όμως, το κριτήριο της συνήθους διαμονής στην Ελλάδα, υπό οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 3 παρ. 1α του Κανονισμού περιπτώσεις, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν πλέον δικαιοδοσία να εξετάσουν τη διαφορά, έστω κι αν τέτοια δικαιοδοσία δεν αναγνωρίζεται σ’ αυτά από τα δίκαια της ιθαγένειας των συζύγων. Η ιθαγένεια, εξάλλου, ενός μόνο εκ των συζύγων, μολονότι συναντάται ως δικαιοδοτικός σύνδεσμος στα περισσότερα εθνικά δίκαια, όπως και στο ημεδαπό (παλαιό άρθρο 612 ΚΠολΔ και ήδη άρθρο 601 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015), αποκλείστηκε από τις κύριες δικαιοδοτικές βάσεις του Κανονισμού ως υπέρμετρη, έτσι ώστε η ελληνική ιθαγένεια του ενός από τους συζύγους δεν είναι πλέον επαρκές κριτήριο για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων ως προς τον άλλο σύζυγο, που συμβαίνει να είναι αλλοδαπός και να έχει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος. Κρίσιμος χρόνος για την κατοχή της ιθαγένειας για αμφότερους τους διαδίκους είναι ο κατ’ άρθρο 16 του Κανονισμού χρόνος άσκησης της αγωγής (περί όλων των ανωτέρω, βλ. ΕφΑΘ 2712/201 1 ΕλλΔνη 2012. 799, ΕφΘεσ 1377/2014 ΕΠολΔ 2014. 738, ΕφΘεσ 1689/2005 Αρμ 2005. 1782, ΠΠΑΘ 1630/2013 Αρμ 2014. 1561, βλ. και Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη (- Κράνη), ΕρμΕΚ (1)-ΚανΒρ 11α, 2016, σελ. 15, άρθρο 3, αρ. 1-3, 14, 22 και 33, σελ. 50-52, 57-58, 62 και 71, αντίστοιχα, Ε. Κιουπτσίδου, Ζητήματα των κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 της Συμβουλίου της ΕΚ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 2005, σελ. 653, Εισήγηση Ε. Κιουπτσίδου για τη Διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές βάσει του 1347/2000 Κανονισμού του Συμβουλίου της ΕΚ, Αρμ 2001, σελ. 1648, Ε. Βασιλακάκη, Ζητήματα εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003 σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, ΧρΙΔ 2009, σελ. 193 επ.). Περαιτέρω, με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2010 για τη θέσπιση της ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέος στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό (Κανονισμός Ρώμη III) σκοπήθηκε ο καθορισμός κανόνων σύνδεσης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη σε σχέση με το διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό, ο οποίος εφαρμόζεται μεταξύ των συμμετεχόντων στην ενισχυμέν συνεργασία κρατών μελών, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, όπου ο Κανονισμός αυτος εφαρμόζεται μόνο όσον αφορά αγωγές που υποβάλλονται και στις συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 5 αυτού που συνάπτονται από τις 29.07.2015, δυνάμει της απόφασης της Επιτροπής της 27ης Ιανουάριου 2014 που επιβεβαιώνει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό (2014/39/ΕΕ), οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν με κοινή συμφωνία το δίκαιο που θα είναι εφαρμοστέο σε περίπτωση διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι ένα από τα ακόλουθα δίκαια και δη α) το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής των συζύγων κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή β) το δίκαιο του κράτους της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, υπό την προϋπόθεση ότι ο ένας εξ αυτών εξακολουθεί να διαμένει εκεί κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή γ) το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας
ενός εκ των συζύγων κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (άρθρο 5 παρ. 1 Κανονισμού).
Κατά το άρθρο 8 του ίδιου Κανονισμού, εξάλλου, ελλείψει επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 5, το διαζύγιο και ο δικαστικός χωρισμός υπόκεινται στο δίκαιο του κράτους α) της συνήθους διαμονής των συζύγων κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, β) της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, υπό την προϋπόθεση ότι η διαμονή αυτή δεν έπαυσε να υφίσταται ένα έτος και πλέον πριν από την υποβολή αγωγής στο δικαστήριο και εφόσον ο ένας εκ των συζύγων εξακολουθεί να διαμένει στο συγκεκριμένο κράτος κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, γ) της ιθαγένειας των δύο συζύγων κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο, ή, ελλείψει αυτής, δ) του επιληφθέντος δικαστηρίου. Εξάλλου, το άρθρο 1 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού Σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό, ο οποίος εφαρμόζεται συμμετεχόντων στην ενισχυμένη συνεργασία κρατών οποία συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, όπου ο Κανονισμού προσθέτει ότι αυτός εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση δικαίων. Το νέο, δηλαδή, αυτό νομοθέτημα αφορά αποκλειστικά σε καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας, αρκεί δε ο διεθνής χαρακτήρας του γάμου, η λύση του οποίου επιδιώκεται, με την έννοια ότι αρκεί οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο είναι πιθανό να δώσει στην κατάσταση διακρατικό χαρακτήρα, είτε λόγω των προσωπικών συνθηκών των συζύγων είτε λόγω των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της σχέσης τους, ώστε ένα διαζύγιο μεταξύ συζύγων με διαφορετική ιθαγένεια είναι εξίσου διακρατικό με ένα διαζύγιο μεταξύ συζύγων με κοινή ιθαγένεια που ζουν σε ένα άλλο κράτος μέλος από αυτό της ιθαγένειάς τους, ουδόλως δε επηρεάζεται το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού από τον ενδεχομένως εσωτερικό χαρακτήρα της λύσης του γάμου (βλ. σχετ. Α. Αρχοντάκη, Ο Κανονισμός Ρώμη 111, Κανονισμός 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης. 12.2010, ΕφΑΔ 2014, σελ. 11).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, ελληνικής ιθαγένειας, με την υπό κρίση αγωγή της, επικαλούμενη ότι διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα από το Σεπτέμβριο του έτους 2014, ζητεί τη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο σύζυγό της συριακής ιθαγένειας, επειδή βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δύο έτη, γεγονός από το οποίο τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης τους, καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, για την εκδίκαση της οποίας το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. ε του με αριθμό 2201/2003 Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας», διότι η ενάγουσα επικαλείται ότι έχει ελληνική ιθαγένεια και διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 17 περ. 1 και 601 παρ 3 ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση για να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 591 παρ.1 εδ. α’, 592 παρ. 1 α, 593 επ.ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/201 5, αφού η αγωγή ασκήθηκε μετά την 1.1.2016). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 περ. δ του Κανονισμού (ΕΕ) 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2010 για τη θέσπιση της ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό, ο οποίος εφαρμόζεται από τις 29.07.2015 στην Ελλάδα, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, εφαρμοστέο δίκαιο εν προκειμένω είναι το ελληνικό και η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 παρ. 1 και 3 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας αλλά και από όλα τα έγγραφα, που νομότυπα αυτή επικαλείται και προσκομίζει, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν πολιτικό γάμο στο Δήμο Αθηναίων την 24.1 1.2010 κι έχουν αποκτήσει ένα θήλυ ανήλικο τέκνο. Αμέσως μετά τον γάμο τους εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Βηρυτό του Λιβάνου κι εν συνεχεία στο Ντουμπάι. Ωστόσο, η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και διακόπηκε ήδη την 10.7.2014, οπότε και η ενάγουσα εκδιώχθηκε από τη συζυγική οικία. Έκτοτε και μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δύο (2) έτη, οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς, αφού από τότε ζουν χωριστά σε διαφορετικές οικίες και χωρίς καμία επανασύνδεση, με πρόθεση οριστικής διάσπασης της έγγαμης σχέσης τους. Ειδικότερα, η ενάγουσα, που έχει ελληνική ιθαγένεια, την 10.7.2014 μετέβη στη Βηρυτό του Λιβάνου κι εν συνεχεία την 4.8.2010 κατέφθασε αεροπορικώς στην Ελλάδα, οπού και διαμένει έκτοτε (βλ. το από 21.8.2014 μισθωτήριο συμβόλαιο με εκμισθωτή τον κ. _________ _________). Ως εκ τούτου τεκμαίρεται αμάχητα ότι ο γάμος τους έχει κλονισθεί ισχυρά. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να λυθεί ο μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενος γάμος. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του(άρθρο 176 ΚΠολΔ). Τέλος, για την περίπτωση που ο εναγόμενος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, πρέπει να οριστεί το παράβολο αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγομένου,
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που η εναγόμενη ήθελε ασκήσει κατά της απόφασης το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) Ευρώ,
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή,
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ την λύση του μεταξύ των διαδίκων πολιτικού γάμου, που τελέστηκε στο Δήμο Αθηναίων την 24.1 1.2010.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ