Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης: 4150/2017
(Αριθ. καταθ. Α’ αγωγής: 5039/2660/19-7-2016)
(Αριθ. καταθ. ΕΓ αγωγής: 10355/5317/15-12-2016)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Δ. Σερετίδη, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Βασιλική Νιώτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Φεβρουάριου 2017 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Του ενάγοντος _________ _________ του _________ και της _________, κατοίκου _________ _________ (οδός _________ αριθ. __, ΑΦΜ _________), ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας του δικηγόρου Μαρίας ΚΑΝΑΚΑΚΗ.
Της εναγόμενης _________ _________ του _________ και της _________, συζύγου _________ _________, κατοίκου _________ _________ (οδός _________ αριθ. __, ΑΦΜ _________), η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Αικατερίνης ΜΑΛΛΙΑΡΗ.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-7-2016 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεση 5039/2660/19-7-2016, προσδιορίστηκε για τη σημερινή δικάσιμο (της 10-2-2017) και γράφτηκε με αριθμό 32.
Β) Της ενάγουσας _________ _________ του _________ και της _________, συζύγου _________ _________. κατοίκου _________ _________ (οδός _________ αριθ. 29, ΑΦΜ _________), η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Αικατερίνης ΜΑΛΛΙΑΡΗ.
Του εναγόμενου _________ _________ του _________ και της _________, κατοίκου _________ _________ (οδός _________ αριθ. __, ΑΦΜ _________), ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας του δικηγόρου Μαρίας ΚΑΝΑΚΑΚΗ.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15-12-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης 10355/5317/Εξαιρ. 216/15-12-2016, προσδιορίστηκε για τη σημερινή δικάσιμο (της 10-2-2017) και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό 43.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 19-7-2016 και με αριθμό κατάθεσης 5039/2660/19-7-2016 αγωγή διαζυγίου και η από 15-12-2016 και με αριθμό κατάθεσης 10355/5317/Εξαιρ. 216/15-12-2016 αντίθετη αγωγή διαζυγίου, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, εφόσον υπάγονται στην ίδια διαδικασία (οικογενειακών διαφορών) και στην αρμοδιότητα του ιδίου Δικαστηρίου και από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγαιγή της δίκης (άρθρα 31, 246 και του ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ.1 του ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεώς του να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσεως χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο.
Έτσι, ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, θα πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικούς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της συμβιώσεως έχει καταστεί για αυτόν αφόρητη (βλ. ΑΠ 1865/2005, ΑΠ 1589/2005, ΑΠ 669/2005 δημ. Στο δίκτυο νομικών πληροφοριών «Νόμος»), Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως από τον ποιο από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο ή ποιος κλονιστικός λόγος εμφανίσθηκε πριν από τον άλλο ή αν είναι απότοκος του λόγου που αφορά το πρόσωπο του άλλου (βλ. ΑΠ 1756/2006, ΑΠ 1589/2005 ό.π., ΑΠ 669/2005 ό.π., ΑΠ 864/2004 α’δημ.ΝΟΜΟΣ). Αν όμως το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικούς με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως με βάση την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ.1 του ΑΚ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζήτημα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση (βλ. ΑΠ 1352/2007, ΑΠ 1756/2006, All 669/2005, ΑΠ 864/2004, ΑΠ 1751/1999, AΠ 1260/1999, ΕφΔωδ 83/2002, ΕφΛαρ 64/2002 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφοριών «Νόμος»).
Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Οι ισχυρισμοί του εναγομένου ότι ο υφιστάμενος κλονισμός οφείλεται αποκλειστικά στον ενάγοντα συνιστούν άρνηση της αγωγής και μπορεί να τους αποδείξει ανταποδεικτικώς (βλ. ΑΠ 1865/2005 δημ. «Νόμος»), Ο εναγόμενος με την αγωγή διαζυγίου σύζυγος, μπορεί, επίσης, επικαλούμενος άλλα, διαφορετικά της αγωγής, περιστατικά που θεμελιώνουν λόγο διαζυγίου, να ασκήσει ανταγωγή ή αυτοτελή αγωγή για λύση του ίδιου γάμου. Στην περίπτωση αυτή, το αντικείμενο της μιας αγωγής δεν καλύπτει το αντικείμενο της άλλης (αγωγής), μολονότι και οι δύο έχουν το ίδιο αίτημα, δηλαδή τη λύση του γάμου τους με βάση, όμως, διαφορετικά περιστατικά. Επομένως, η παραδοχή της μιας και η βάσει αυτής λύση του γάμου, δεν καθιστά χωρίς αντικείμενο της εξέταση της άλλης (βλ. ΑΠ 864/2004 ό.π., ΑΠ 30/1993, 618/1992, 993/1991, 972/1989). Περαιτέρω, με το άρθρο 16 του ν. 1329/1983 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 1453 του ΑΚ, με την οποία ρυθμιζόταν το θέμα της χρηματικής ικανοποίησης που μπορούσε να επιδικασθεί από το δικαστήριο με την περί διαζυγίου απόφαση στον αναίτιο σύζυγο για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του από γεγονός που αποτελούσε το λόγο διαζυγίου, χωρίς να θεσπισθεί άλλη σχετική διάταξη.
Συνεπώς, το αντίστοιχο δικαίωμα ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299 του ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 αυτού, κατά τις οποίες για τη θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα), να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία. Υπό την ισχύ των νέων διατάξεων περί διαζυγίου, οι οποίες καθιερώνουν ένα σύστημα διαζυγίου αντικειμενικού, όπου η υπαιτιότητά/δεν έχει πια την σημασία που είχε και το διαζύγιο θεωρείται ως έν& μέσο προασπίσεως του δικαιώματος κάθε συζύγου για προστασία της ‘προσωπικότητας του και ως τρόπος με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα και Λ , στους δυο συζύγους για απόπειρα δημιουργίας μιας άλλης οικογένειας Μ Ο επιτυχημένης, γίνεται γενικώς δεκτό ότι η παράβαση των συζυγικών υποχρεώσεων δεν αποτελεί αδικοπραξία, με την τεχνική σημασία του όρου και συνεπώς το άρθρο 932 του ΑΚ, που αφορά χρηματική αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όταν η προσβολή της προσωπικότητας και η συνακόλουθη ηθική βλάβη προκαλείται από παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων. Εξάλλου, η προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου, που προκαλείται αναπόφευκτα κάθε φορά που εκδηλώνεται συμπεριφορά μη σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της έγγαμης συμβιώσεως, δεν πρέπει αδιακρίτως να θεμελιώνει πέρα από το δικαίωμα για διαζύγιο και αξίωση για χρηματική ικανοποίηση με βάση τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Ο σύζυγος, που έχει προσβληθεί, έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη λύση του γάμου. Όταν, όμως, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το διαζευκτικό παράπτωμα είναι τέτοιες, που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Για την εν λόγω επιδίκαση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 του ΑΚ, δεν αρκεί οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας, αλλά απαιτείται να υπάρχει σοβαρή τοιαύτη, με την έννοια ότι δημιουργούνται εξαιρετικές συνθήκες τέτοιες, που η ανθρώπινη αντοχή υπερβαίνει τα όρια αντοχής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση να αποδεικνύεται ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων ήσαν πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν και οδήγησαν στη μείωση της υπολήψεως και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου σε βάρος του οποίου έλαβαν χώρα (βλ. ΑΠ 1444/2008, ΑΠ 558/2006 δημ. στο δίκτυο νομικών πληρφοριών «Νόμος», ΑΠ 686/2004 ΕλλΔ/νη 2006.775, ΑΠ 566/2003 ΕλλΔ/νη 45.1367, ΑΠ 29/1999 ΕλλΔ/νη 1999.580, ΑΠ 1295/1995 ΕλλΔ/νη38.801, ΕφΑΘ 1664/2010 ΕλλΔνη 2011.263, ΕφΔωδ 47/2007, ΕφΔαιδ 89/2006 δημ. «Νόμος», ΕφΙωαν 314/2005 Αρμ 2006.1416, ΕφΘεσ 2033/2003 Αρμ. 2005.1048, ΕφΘεσ 1280/2001 Αρμ. 2001.1051). Εξάλλου, με τις γαμικές διαφορές της παρ. 1 και κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία επιτρέπεται να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής (κατ’ απόκλιση από το άρθρο 218 παρ. 1δ’ ΚΠολΔ) διαφορές με αντικείμενο την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του θιγέντος συζύγου. ΕΙ δυνατότητα, κατ’ απόκλιση προς τον κανόνα του άρθρου 246 ΚΠολΔ που προϋποθέτει ταυτότητα διαδικασίας, για ένωση και συνεκδίκαση της σχετικής αξίωσης με τις γαμικές διαφορές, θεωρήθηκε σκόπιμη εξαιτίας της ουσιαστικής συνάφειας της εν λόγω αξίωσης «χρηματικής ικανοποίησης» με τις γαμικές διαφορές, αλλά και της προσφορότητας της προκείμενης διαδικασίας για την εκδίκαση και των υποθέσεων αυτών, διότι συνήθως η μία αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της άλλης και με την επιλογή αυτή επιτυγχάνεται οικονομία χρόνου και δαπάνης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (βλ. ΠΠρΑΘ 45/2010 δημ. «Νόμος», ΠΠρΧαλκ 416/2002 ΧΡΙΔ 2003 σελ. 34).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση από 19-7-2016 αγωγή του, ο ενάγων ζητεί, κατόπιν τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις του και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, να λυθεί ο υφιστάμενος μετά της εναγομένης γάμος του, λόγω ισχυρού κλονισμού από λόγους που αφορούν στο πρόσωπό της, να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτού να της καταβάλει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά της, που είχε ως συνέπεια την προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ’ αυτήν (αγωγή), να ρυθμιστεί η χρήση της οικογενειακής στέγης, που βρίσκεται στον _________ _________ ώστε να του παραχωρηθεί αποκλειστικά η χρήση της, να απειληθεί κατά της εναγομένης προσωπική κράτηση και χρηματική ως μέσο εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 17 αριθ. 1, 22 και 592 επ. του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 1393 1438, 1439 παρ. 1, 57, 59, 299, 340, 346, 914, 932 του ΑΚ, και 70, 176 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με την προηγηθείσα νομική σκέψη στη μείζονα πρόταση της παρούσας, πλην του αιτήματος να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, το οποίο είναι νόμιμο μόνο για το αίτημα περί ρύθμισης της οικογενειακής στέγης και μη νόμιμο ως προς τα λοιπά αιτήματα και ως εκ τούτου απορριπτέο, διότι αφενός μεν η απόφαση περί λύσεως το γάμου δεν κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή ως εκ της διαπλαστικής της φύσεως, αφετέρου δε μετά και την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της σε αναγνωριστικό δεν υπάρχει στάδιο αναγκαστικής εκτέλεσης στις αναγνωριστικές αποφάσεις. Επίσης, απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει και το αίτημα περί απειλής προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής, διότι η απειλή προσωπικής κράτησης διατάσσεται από το Δικαστήριο ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς εξαναγκασμό του οφειλέτη σε εκπλήρωση υποχρέωσής του για παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης και τέτοιο αίτημα δεν έχει υποβληθεί με την κρινόμενη εν προκειμένω αγωγή (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρ. 947 ΚΠολΔ, αριθ.1). Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω αν είναι βάσιμη από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της, μετά και την τροπή του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν υπόκειται στο τέλος δικαστικού ενσήμου.
Περαιτέρω, με την υπό κρίση από 15-12-2016 αγωγή της η ενάγουσα ζητεί, να λυθεί ο υφιστάμενος μετά του εναγομένου γάμος της, λόγω ισχυρού κλονισμού από λόγους που αφορούν στο πρόσωπό του, να ρυθμιστεί η χρήση της οικογενειακής στέγης, που βρίσκεται στον _________ _________ ώστε να της παραχωρηθεί αποκλειστικά η χρήση της, να απειληθεί κατά του εναγόμενου προσωπική κράτηση και χρηματική ως μέσο εκτέλεση – της απόφασης που θα εκδοθεί και τέλος, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 17 αριθ. 1, 22 και 592 επ. του ΚΠολΔ), την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 592, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1393, 1438, 1439 παρ. 1 του ΑΚ, και 176 ΚΠολΔ. Απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα περί απειλής προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής, διότι η απειλή προσωπικής κράτησης διατάσσεται από το Δικαστήριο ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς εξαναγκασμό του οφειλέτη σε εκπλήρωση υποχρέωσής του για παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης και τέτοιο αίτημα δεν έχει υποβληθεί με την κρινόμενη εν προκειμένω αγωγή (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρ. 947 ΚΠολΔ, αριθ.1)Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω αν είναι βάσιμη από ουσιαστική άποψη.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως που εξετάστηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως και από όλα τα έγγραφα που η ενάγουσα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει (μη λαμβανομένης υπόψη ως ανυπόστατης της υπ’ αριθ. 730/13-2-2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης ΤΖΟΥΦΑ, την οποία επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη ενάγουσα, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς η κλήτευση που έγινε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης -ενάγουσας, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, δεν έχει το περιεχόμενο του άρθρου 422§1 και συγκεκριμένα δεν περιέχει το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας της μάρτυρα), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Ιερό Ναό __________ στο _________ _________, στις 6-9-1997, από τον οποίο απέκτησαν δύο Ατεκνα τα οποία ενηλικιώθηκαν αμφότερα κατά την ημέρα συζήτησης της κρινόμενης αγωγής. Μετά το γάμο τους αρχικά συμβίωσαν στο _________ 1 _________, σε οικία που τους παραχώρησε η μητέρα της εναγομένης- ενάγουσας, ενώ τον Μάιο του έτους 2000 μετακόμισαν στον _________, σε οικία, που τους παραχώρησε ο αδερφός του εναγομένου και στο τέλος του έτους 2003 μετακόμισαν σε διαμέρισμα που αγοράστηκε στο όνομα του εναγομένου στον _________ _________, όπου και διαμένουν μέχρι και σήμερα. Η έγγαμη συμβίωση τους τα πρώτα χρόνια μέχρι και τη γέννηση του δευτέρου τους τέκνου κύλισε ομαλά. Όμως από το έτος 2000 όταν και αποφασίσθηκε απ’ τον εναγόμενο η μετοίκηση της οικογένειας απ’ το _________ στον _________ _________ άρχισαν οι πρώτες έριδες μεταξύ των διαδίκων. Οι διαφωνίες και έριδες μεταξύ τους με το πέρασμα του χρόνου εντάθηκαν σε συχνότητα και ένταση, με αποκορύφωμα τις αρχές του έτους 2016 όταν η εναγομένη μετακόμισε στο δωμάτιο των τέκνων της. Από τον ανωτέρω χρόνο έπαψε και από τους δύο τους συζύγους να υπάρχει οποιαδήποτε πρόθεση κοινωνίας βίου μεταξύ τους ενώ αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι εξακολουθούν να τελούν σε μόνιμη και διαρκή διάσταση έως και τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, καίτοι διαμένουν στην ίδια οικία, χωρίς πρόθεση να συμβιώσουν και πάλι και συνεπώς η έγγαμη σχέση τους διασπάστηκε, με οριστική πρόθεση διακοπής της έγγαμης συμβιώσεώς τους. Η ανωτέρω διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων οφείλεται σε λόγους που αφορούν και τους δύο. Αιτία από την πλευρά του ενάγοντος υπήρξε η ανοχή του εναγομένου στην παρεμβατικότητα των γονέων του στην λειτουργία της οικογένειας των διαδίκων, η υπόνοια του περί κλεπτομανίας της αντιδίκου-συζύγου του, όπως επίσης και η εν γένει συμπεριφορά του τόσο απέναντι στην σύζυγο του, όσο και απέναντι στους οικείους της. Ειδικότερα, ο ενάγων-εναγόμενος, αντιμετώπιζε μειωτικά την εναγομένη, φερόταν πάντοτε επικριτικά, καταπιεστικά και προσβλητικά έναντι της συζύγου του, θέλοντας να επιβάλλει πάντα τη δική του γνώμη και να ρυθμίζει μόνος αυτός τα του οίκου τους. Από την άλλη πλευρά η εναγομένη- ενάγουσα με τον καιρό άρχισε να επιδεικνύει αδιαφορία για τον ενάγοντα απουσιάζοντας αδικαιολόγητα από την συζυγική οικία, αποφεύγοντας συστηματικά να απαντήσει στις ερωτήσεις του συζύγου σχετικά με τις αιτίες της απουσίας της. Μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε από τις αρχές του έτους 2016 μετακόμισε στο δωμάτιο των τέκνων της, εκφράζοντας και έμπρακτα την αδιαφορία της για τον σύζυγο της. Συνεπώς, απορριπτέα τυγχάνει η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγή του ενάγοντα συζύγου της.
Από όλα τα προεκτιθέμενα, αποδείχθηκε αδυναμία των διαδίκων συζύγων, προκειμένου να βρουν ένα τρόπο ζωής (modus vivendi) στα πλαίσια του γάμου και να συμβιβάσουν τις αντιτιθέμενες επιθυμίες τους. Εξ αιτίας της αδυναμίας αυτής, η οποία αποτελεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου από κοινού παράβαση της υποχρέωσης για συμβίωση και η οποία ανάγεται στη συμπεριφορά αμφοτέρων των διαδίκων, οι σχέσεις τους έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα, η υπό τις παραπάνω συνθήκες εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης είναι αφόρητη γι’ αυτούς. Πρέπει συνεπώς οι αγωγές να γίνουν δεκτές ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες ως προς τα σχετικά τους αιτήματα.
Περαιτέρω, η συμπεριφορά της εναγομένης ενάγουσας δεν αποδείχθηκε ότι προσέβαλε την προσωπικότητα του συζύγου της, καθώς τα ανωτέρω αποδειχθέντα καίτοι συνιστούν παράβαση των συζυγικών υποχρεώσεων της, παρόλα αυτά δεν ήσαν πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν στη μείωση της υπολήψεως και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου της. Συνεπώς, το αγωγικό αίτημα της από 19-7-2016 αγωγής, περί περί επιδίκασης χρηματικής αποζημίωσης για ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων της αγωγής αυτή, τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο στην ουσία του. Ομοίως, απορριπτέα ιος αβάσιμα στην ουσία του τυγχάνουν και τα αιτήματα περί ρύθμισης της οικογενειακής στέγης με την παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης σε έκαστο των διαδίκων, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι υφίστανται ότι συντρέχουν οι απαιτούμενοι οι λόγοι επιείκειας στο πρόσωπο των διαδίκων συζύγων.
Πρέπει συνεπώς οι αγωγές να γίνουν δεκτές εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες οι κρινόμενες αγωγές και να λυθεί ο μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενος γάμος, λόγω ισχυρού κλονισμού, από λόγους που αφορούν το πρόσωπο και των δύο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1439§ 1 ΑΚ. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσης τους ως συζύγων (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις αναφερόμενες στο σκεπτικό, υπ’ αριθ. καταθέσεως Α) 5039/2660/19-7-2016 και Β) 10355/5317/Εξαιρ. 216/15-12-2016 αγωγές με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτές
ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΕΙ τη λύση του μεταξύ των διαδίκων νόμιμου θρησκευτικού γάμου, που τελέσθηκε στις 6-9-1997, στον Ιερό Ναό ________ στο _________ _________, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 14-9-2017.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ