Περίληψη
Αριθμός 343/2007
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Άννα Καραμηνά, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως Χρυσούλας Κονιαρέλλη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2007 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: _________ _________ , κατοίκου ______, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Παρασκευής Κουηλίδου.
Της εναγόμενης: _________ _________ του _________ , κατοίκου _________ , που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Ζησιμάτου.
Η ενάγουσα με την από . .200 αγωγή της, διαδικασίας τακτικής, που κατατέθηκε με αύξ. αριθμό /200 , ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Για την προκειμένη συζήτηση της αγωγής και μετά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, το Δικαστήριο αφού
Ακούσε όσα περιέχονται στα πρακτικά
Μελέτησε τη δικογραφία και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 79 Ν. 5960/1933, 914, 297 και 298 Α.Κ. συνάγεται ότι ο εκδίδων επιταγή σε διαταγή γνωρίζοντας ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα ζημιώνει τον κομιστή από την μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της, παρά το νόμο δηλ. εναντίον της διάταξης του άρ. 70 ν. 5960/33 που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη και ποινικό αδίκημα και επομένως είναι υποχρεωμένος κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών σε αποζημίωση του κομιστή, αφού η προαναφερόμενη διάταξη έχει θεσπιστεί όχι μόνο για να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής (ΠΠΛ 105/97 ΑΡΧ.ΝΟΜ ΜΘ’ 83),
Στη προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της και όσα πραγματικά περιστατικά ιστορούνται σ’ αυτή εκθέτει ότι η εναγόμενη εξέδωσε στην Αθήνα και εις διαταγήν της ιδίας δύο επιταγές της ________ _________, με ημερομηνία 25.10.2004 ποσών 4000 και 3000 ευρώ αντίστοιχα, των οποίων η ενάγουσα τυγχάνει νόμιμη κομίστρια κατόπιν αδιάκοπης σειράς οπισθογραφήσεων. Ότι οι ως άνω επιταγές αν και εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην Τράπεζα _________ , δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων, γεγονός το οποίο εγνώριζε η εναγομένη. Για τους λόγους αυτούς ενόψει της ισόποσης περιουσιακής ζημίας που υπέστη η ενάγουσα απ’ αυτό το γεγονός, ζητά με απόφαση που να κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη ως ενεχόμενη από αδίκημα να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 7000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ν’ απειληθεί κατ’ αυτής προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη.
Μ” αυτό το περιεχόμενο και κατόπιν περιορισμού του αιτήματος της αγωγής στο ποσό των 4.500 ευρώ, που έγινε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, η αγωγή αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται στο παρόν δικαστήριο (άρ. 14 παρ. 1α, 22 Κ. Πολ.Δ.), για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 79 ν.5960/33, 914, 297, 298, 346 Α.Κ., 907, 908, 1047 και 176 Κ.Πολ.Δ. Συνεπώς αφού καταβλήθηκε το ανάλογο δικαστικό ένσημο με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (ιδ. υπ’ αριθ. 079666, 058417, αγωγόσημα, ΣΕΙΡΑ Α), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή και για την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τα έγγραφα που προσάγουν και επικαλούνται οι διάδικοι και γενικά από την όλη διαδικασία, αποδείχθηκαν κατά τη κρίση του δικαστηρίου τα εξής:
Η εναγομένη εξέδωσε στην Αθήνα δύο επιταγές της _________ __________ με ημερομηνία 25.10.2004 και εις διαταγήν της ιδίας και συγκεκριμένα τις υπ’ αριθ. 33374184 -6 και 33374182 -0 επιταγές από τον υπ’ αριθ. 01106751453256 λογαριασμό που τηρούσε στην ανωτέρω Τράπεζα, ποσού 4000 και 3000 ευρώ αντίστοιχα. Οι επιταγές αυτές αρχικά οπισθογραφήθηκαν και παραδόθηκαν στον υιό της _________ _________ , ο οποίος εν συνεχεία με λευκή οπισθογράφηση τις παρέδωσε στον υιό της ενάγουσας _________ _________ και αυτός με τη σειρά του στην ενάγουσα. Όταν η τελευταία τις εμφάνισε ως νόμιμη κομίστριά τους εμπρόθεσμα δηλ. την 26.10.2004 στην Τράπεζα _________ αυτές δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη, όπως προκύπτει και από τη σχετική βεβαίωση πάνω στο σώμα των επιταγών της ανωτέρω τράπεζας. Βάσει δε των ανωτέρω επιταγών εκδόθηκε μετά από αίτηση της ενάγουσας η υπ’ αριθμ. 3847/2005 διαταγή πληρωμής του κ. Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των επιταγών, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων δηλ. συνολικά το ποσό των 7700 ευρώ (ιδ. την υπ’ αριθμ. 8666/4.4.2005 έκθεση επίδοσης αντιγράφου του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή, της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Σταυρούλας Τζεφεράκου) και κατά της οποίας η τελευταία δεν άσκησε ανακοπή.
Όπως συνομολογείται δε από αμφότερους τους διάδικος οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν στην πραγματικότητα από την εναγομένη και παραδόθηκαν με τον προαναφερόμενο τρόπο στην ενάγουσα προς εξασφάλιση του υιού της ενάγουσας _________ _________ , ο οποίος χορήγησε ισόποσο δάνειο στον υιό της εναγομένης, _________ _________ .
Ήδη η εναγομένη με δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης πρότεινε την ένσταση μερικής εξόφλησης σύμφωνα με τη διάταξη του άρ, 416 Α.Κ. διότι έχει καταβάλει στην ενάγουσα τμηματικά το συνολικό ποσό των 6100 ευρώ.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 416 Α.Κ. και 269 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι ο εναγόμενος φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του ότι το επίδικο χρέος έχει εξοφληθεί και έτσι πρέπει ν’ απαδηί£ετςτην καταβολή, εκτός αν ο δανειστής ισχυριστεί ότι η καταβολή αφορούσε άλλο χρέος, οπότε ο οφειλέτης πρέπει ν’ αποδείξει ότι η καταβολή αφορούσε το επίδικο (Νι. Τσάκου Οι ενστάσεις του Αστικού Δικαίου και της Πολιτικής Δικονομίας, τ.Β, εκδ. 1991, σελ. 238).
Εν προκειμένω η εναγομένη ισχυρίζεται ότι πριν από την σφράγιση των επιταγών έναντι του συνολικού ποσού των 7000 ευρώ έχουν καταβληθεί με κατάθεση σε λογαριασμό του υιού της ενάγουσας στην _________ τα εξής ποσά:
Στις 30.3.2004 το ποσό των 1800 ευρώ, στις 19.8. 2004 το ποσό των 300 ευρώ, στις 3.9.2004 το ποσό των 350 ευρώ και στις 22.10.2004 το ποσό των 450 ευρώ και συνολικά 2900 ευρώ. Οι καταβολές αυτές αποδεικνύονται από τα αντίστοιχα προσκομιζόμενα δελτία κατάθεσης της _________ .
Επίσης κατέβαλε σε μετρητά μετά από την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας τα εξής ποσά: α) στις 22.4.2005 το ποσό των 1500 ευρώ, β) στις 23.5.2005 το ποσό των 700 ευρώ, γ) στις 28.6.2005 το ποσό των 500 ευρώ, δ) στις 28.7.2005 το ποσό των 500 ευρώ και συνολικά 3.200 ευρώ (ιδ. σχετικές αποδείξεις παραλαβής χρημάτων).
Η ενάγουσα συνομολογεί τις καταβολές συνολικού ποσού 3.200 ευρώ, που έγιναν μετά από έκδοση της διαταγής πληρωμής, ενώ για τις προηγούμενες καταβολές ισχυρίζεται ότι αυτές δεν έγιναν για το επίδικο χρέος αλλά για την εξόφληση άλλων χρεών που υπήρχαν μεταξύ των υιών των διαδίκων. Αυτός δε ο ισχυρισμός της αποδεικνύεται βάσιμος, καθώς από το όλο αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι ο υιός της εναγομε’νης είχε δανειστεί χρήματα και άλλες φορές από τον υιό της ενάγουσας (ιδ. κατάθεση μάρτυρα εναγομένης «Ο κ. _________ δάνειζε σε μένα »). Ακολούθως η εναγομένη δεν απέδειξε ότι οι καταβολές που έγιναν πριν από τη σφράγιση των επιταγών αφορούσαν το επίδικο χρέος. Τούτο ενισχύεται απο το γεγονος οτι αφενός μεν στην από 22.4.2005 απόδειξη παραλαβής χρημάτων υπογεγραμμένη από την εναγομένη, αναφέρεται το ύψος της οφειλής το ποσό των 7.700 ευρώ, αφετέρου δε από το γεγονός ότι ουδέποτε η εναγόμενη άσκηση (ανακοπή κατά της πιο πάνω αναφερομένης διαταγής πληρώμης με την όποια, ενόψει των καταβολών που ισχυρίζεται ότι έκανε, να αρνείται το ύψος της επίδικης οφειλής της.
Τέλος εν προκειμένω ενόψει του ότι οι καταβολές που έγιναν από την εναγομένη ύψους 3200 ευρώ, έγιναν μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 3847/2005 διαταγής πληρωμής μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρ. 423 Α.Κ. και να καταλογιστεί η παροχή της εναγομένης πρώτα σε έξοδα, έπειτα σε τόκους και εν συνεχεία στο κεφάλαιο, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με την από 7.3.2005 επιταγή προς πληρωμή να καταλογιστεί το ποσό των 700 ευρώ σε τόκους και δικαστικά έξοδα, ενώ το ποσό των 2.500 ευρώ στο κεφάλαιο των επιταγών.
Συνεπώς η ενάγουσα σύμφωνα και με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, υπέστη ζημία από την αδικοπραξία της εναγομένης καθώς αυτή εξέδωσε τις επίδικες επιταγές σε γνώση της ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής τους, το ύψος της οποίας κατόπιν των πιο πάνω αναφερομένων καταβολών που έχουν γίνει από την εναγομένη, ανέρχεται στο ποσό των (7000 – 2500) = 4.500 ευρώ.
Περαιτέρω η εναγομένη υπέβαλλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 281 Α.Κ., η οποία είναι απορριπτέα προεχόντως ως αόριστη, αφού δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά τα οποία να φανερώνουν αδράνεια στην άσκηση των δικαιωμάτων της, ώστε να της έχουν προκαλέσει την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να τα ασκήσει.
Επομένως ύστερα απ’ όλα τα παραπάνω, ενόψει του περιορισμού του αιτήματος, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με την απειλή προσωπικής κράτησης ως ενεχόμενης από αδίκημα κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή καθώς πρόκειται για αποζημίωση από αδικοπραξία (άρ. 908 παρ. 16′ Κ.Πολ.Δ.) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας εις βάρος της εναγόμενης λόγω της ήττας της (άρ. 179 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Κηρύσσει την παρούσα προσωρινά εκτελεστή.
Απειλεί εις βάρος της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός μηνός ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας.
Επιβάλλει εις βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας την οποία ορίζει σε 200 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα 2 Φεβρουάριου 2007.
Η Ειρηνοδίκης Η Γραμματέας