Περίληψη
ΑΡΙΘΜΟΣ:402/2015
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αγγελική Λύκου και τη Γραμματέα Σοφία Μουζακίτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-11-2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. _________ _________ του _________ και της _________ , κατοίκου _________ , 2. _________ συζ. _________ _________ , το γένος _________ , κατοίκου _________ , εκ των οποίων ο πρώτος εκπροσωπήθηκε δια, ενώ η δεύτερη εμφανίστηκε μετά, της πληρεξούσιας δικηγόρου των Ευδοξίας Κουκλάκη.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ.Της ομορρύθμου εταιρίας με την επωνυμία « _________ Ο.Ε.», που εδρεύει στην _________ , νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εμφανίστηκε.
0ι ενάγοντες με την από 11-4-2011 αγωγή τους που κατέθεσαν στο Δικαστήριο αυτό με αριθμό 233/2011, της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, ζήτησαν να γίνει δεκτή για τους λόγους που εκθέτουν σε αυτήν.
Ακολούθησε συζήτηση της υπόθεσης όπως αναφέρεται στα πρακτικά, αφού εκφωνήθηκε από τη σειρά του σχετικού πινακίου.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’αριθ. 2101Γ/9-5-2011έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Δημητρίου Σ. Ραπατζίκου, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 27 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 686, 383, 385, 387, 389 παρ. 2 Α.Κ. προκύπτει ότι αν ο εργολάβος περιέλθει σε υπερημερία σχετικά με την εκτέλεση του έργου, ο εργοδότης, αφού περάσει άπρακτη η προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, που έταξε στον εργολάβο ή στις περιπτώσεις του άρθρου 385 ΑΚ και χωρίς να τάξει την προθεσμία αυτή, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Αν επιλέξει και ασκήσει το δεύτερο δικαίωμα, αυτό δηλαδή της υπαναχώρησης, δεν μπορεί μετά να ζητήσει πλήρη αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης. Η έγκυρη υπαναχώρηση έχει ως συνέπεια την άμεση διάλυση της σύμβασης με ενέργεια αποκλειστικά ενοχική και αναδρομική, που σημαίνει ότι αποσβήνονται όλες οι εκατέρωθεν αξιώσεις των μερών. Παράλληλα γεννιέται σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αμοιβαία υποχρέωση επιστροφής των παροχών, που είχαν τυχόν εκτελεστεί. Έτσι από την υπαναχώρηση δεν έχει πλέον κανένας από τους συμβαλλομένους καμία αξίωση εναντίον του άλλου για εκπλήρωση. Ο μεν εργοδότης ειδικότερα δεν έχει, αφού υπαναχώρησε, δικαίωμα για πλήρη αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης , ο δε εργολάβος υποχρεούται να επιστρέφει το μέρος ή το σύνολο της αμοιβής που έλαβε.
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση από 11-4-2011 (αριθ. Κατ. 233/2011) αγωγή τους οι ενάγοντες σύζυγοι εκθέτουν ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ αυτών και της εναγομένης την 19-4-2007 στην έδρα της στην _________ , η τελευταία ανέλαβε, έναντι αμοιβής ποσού 1.800 ευρώ, την υποχρέωση εκτέλεσης του έργου της φωτογράφησης του γάμου τους, που θα γινόταν την 7-7-2007 στον _________ στην _________ , όπως το όλο συμφωνηθέν έργο λεπτομερώς αναφέρεται σ’ αυτήν (αγωγή) και θα παραδιδόταν σε δυο μήνες από την τέλεση του γάμου, ήτοι έως 7-9-2007. Ότι το ως άνω ποσό της αμοιβής συμφωνήθηκε να καταβληθεί εξ ημισείας από καθένα των εναγόντων ως εξής: το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ άμεσα ως προκαταβολή την ίδια ημέρα της κατάρτισης της σύμβασης και το υπόλοιπο των 1.300 ευρώ της εξόφλησης την 19-4-2008, με κατάθεση σε λογαριασμό της εναγομένης και υπό τον όρο παράδοσης του άλμπουμ των φωτογραφιών του γάμου και της μεγενθυμένης φωτογραφίας. Ότι πράγματι κατά την ως άνω ημερομηνία της τέλεσης του γάμου τους η εναγομένη επιμελήθηκε της φωτογράφησης, όπως είχαν συμφωνήσει και περί τα μέσα του επόμενου μήνα τους κάλεσε στην έδρα της, όπου όμως με έκπληξη διαπίστωσαν ότι όλες οι φωτογραφίες που τους επέδειξε αφορούσαν το χρόνο πριν την τέλεση του μυστηρίου, έως δηλαδή την παράδοση της νύφης (β’ ενάγουσας) στο γαμπρό (d.’V ενάγοντα) και δεν υπήρχαν φωτογραφίες του μυστηρίου και ακολούθως της δεξίωσης του γάμου. Οι εταίροι – εκπρόσωποι της εναγομένης δικαιολόγησαν το γεγονός αυτό υποστηρίζοντας ότι οι υπόλοιπες φωτογραφίες δεν είχαν ακόμη επεξεργαστεί και τους διαβεβαίωσαν ότι βρίσκονταν στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή και θα ήταν άμεσα παραδοτέες τις επόμενες ημέρες. Ότι έκτοτε και παρά το γεγονός ότι της είχαν καταβάλει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό των 1800 ευρώ της αμοιβής της και την οχλούσαν διαρκώς, η εναγομένη δεν τους παρέδωσε τις υπόλοιπες φωτογραφίες του γάμου, επικαλούμενη διάφορα τεχνικά προβλήματα και υποσχόμενη ότι θα τα επιλύσει και θα τους παραδώσει πλήρως το συμφωνημένο έργο. Ότι υποχρεώθηκαν να προσφύγουν για την επίλυση της διαφοράς στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και να λάβουν σχετική εισαγγελική παραγγελία, σε εκτέλεση της οποίας οι εκπρόσωποι εταίροι της εναγομένης κληθέντες για παροχή εξηγήσεων στο οικείο Α.Τ. Κηφισιάς παραδέχθηκαν την ως άνω μη παράδοση όλων των φωτογραφιών του γάμου και υποστήριξαν ότι υπήρχε διάθεση για επίλυση του προβλήματος και πιθανότητα εμφάνισης των φωτογραφιών κατόπιν επεξεργασίας από ειδικούς. Ότι παραταύτα ουδέποτε τους παραδόθηκαν οι επίδικες φωτογραφίες και οι εκπρόσωποι – εταίροι της εναγομένης έπαυσαν έκτοτε να απαντούν στις οχλήσεις τους. Ότι συνεπεία της προαναφερομένης παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης και της απώλειας των φωτογραφιών τους, που παριστούσαν ένα τόσο σημαντικό γεγονός της ζωής τους, που δεν δύναται να επαναληφθεί και αποτελεί εκδήλωση της κοινωνικής ζωής του ατόμου, προσβλήθηκε η προσωπικότητά τους και προκλήθηκε σ’ αυτούς σοβαρή ψυχική αναταραχή, αφού εκτός των άλλων, οι απολεσθείσες φωτογραφίες έχουν μεγάλη συναισθηματική αξία, αποτελούν ενθύμια και οικογενειακά κειμήλια, που παραδίνονται από γενιά σε γενιά ως κληρονομιά.
Με βάση τα εκτιθέμενα αυτά πραγματικά περιστατικά και ισχυριζόμενοι ότι εξαιτίας της υπερημερίας της εναγομένης και της μη εκτέλεσης του κυρίου μέρους του συμφωνημένου έργου, αυτού δηλαδή της φωτογράφησης του μυστηρίου του γάμου τους και της δεξίωσης που ακολούθησε, δεν έχουν πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της ένδικης σύμβασης και δηλώνουν ότι υπαναχωρούν από αυτή, ζητούν δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους επιστρέφει το ποσό των 1.800 ευρώ που της κατέβαλαν ήδη ους αμοιβή και ειδικότερα το ποσό των 900 ευρώ, που της κατέβαλε ο καθένας τους, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατέστη κατά το ποσό αυτό πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας τους, χωρίς δικαίωμα. Ζητούν, επίσης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον καθέναν τους επιπλέον το ποσό των 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή αρμόδια/ / και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 7,9,10,14 παρ 1α και 25 παρ 2 ΚΠολΔ) καΐρω την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681 επ., 382, 383, 385, 387, 389 παρ. 2, 345, 346, 904 επ., 299, 57, 59, 914, 932 ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου και ότι έχει καταβληθεί από τους ενάγοντες το ανάλογο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ 13850058 σειρά VI διπλότυπο είσπραξης , τύπου Β’ της Π Δ.Ο.Υ. Πειραιά).
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, η αγωγή όσον αφορά το αιτούμενο κονδύλιο της επιστροφής του ποσού των 1.800 ευρώ της καταβληθείσας αμοιβής, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, διότι, εφόσον η εναγομένη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφό της, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της ερημοδικαζομένης εναγομένης (άρθρο 271 παρ. 3 σε συνδυασμό με άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Όσον αφορά όμως τα ποσά της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος αυτών καθορίζεται με ελεύθερη κρίση από το δικαστήριο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που τίθενται υπόψη του και αφού λάβει υπόψη του και τα κατά νόμο κριτήρια για τον προσδιορισμό τους (βλ. ΑΠ 1251/1988, ΑΠ 1410/1986, ΠΠρΘηβ 54/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), Στην υπό κρίση υπόθεση οι απωλεσθείσες φωτογραφίες απεικόνιζαν κορυφαία και μοναδική στιγμή της αρχής της κοινής ζωής των εναγόντων και αποτελούσαν ενθύμιο του σπουδαίου αυτού γεγονότος, με μεγάλη συναισθηματική αξία, η δε αποστέρησή τους από αυτές συνιστά σημαντική προσβολή της προσωπικότητάς τους, η οποία προστατεύεται σε όλες τις εκφάνσεις της από το Σύνταγμα και τους νόμους. Το δικαίωμα του προσώπου να διαθέτει ενθύμια των σπουδαιότερων στιγμών της ζωής του, πηγάζει από βαθιά ψυχική ανάγκη και η αποστέρησή τους δημιουργεί ψυχικό πόνο και βαθιά λύπη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, αλλά χρήζει χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, κατευθυνόμενης προς ανακούφιση της τρωθείσας πτυχής της προσωπικότητας που συμπνέει με την ιδέα της εξισορροποιητικής δικαιοσύνης. Συνεπώς, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερόμενα, το γεγονός ότι οι ενάγοντες αποστερήθηκαν της δυνατότητας να διαθέτουν τις απωλεσθείσες φωτογραφίες ως ενθύμιο του γάμου τους και οικογενειακό κειμήλιο, που θα παραδώσουν στους κατιόντες τους, εκτιμά ότι υπέστησαν σοβαρή ηθική βλάβη και προσβλήθηκε η προσωπικότητά τους, χωρίς να μπορούν να ικανοποιηθούν με άλλον τρόπο παρά μόνο με χρηματική ικανοποίηση, ως ανακούφιση του ψυχικού τους πόνου και γιαυτό πρέπει να καταβληθεί στον καθένα από αυτούς το ποσό των χιλίων (1000) ευρώ. Πρέπει, επομένως, ως προς τα κονδύλια αυτά της χρηματικής ικανοποίησης η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ ουσίαν ως ττρος το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για κάθε ενάγοντα. Ακολούθων πρέπει να γίνει δεκτό και το σχετικό αγωγικό αίτημα και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, γιατί η καθυστέρηση στην εκτέλεσή της είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στους ενάγοντες (άρθρο 908 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των τελευταίων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 178 παρ,1 ΚΠολΔ), αφού η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης πρέπει να καθοριστεί το προκαταβλητέο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ, 1 και 505 παρ 2
ΚΠολΔ) για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εναγομένης.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των εκατόν είκοσι (120) ευρώ.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει σε καθένα των εναγόντων το ποσό των χιλίων εννιακοσίων (1.900) ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακόσιων (3.800) ευρώ και στους δύο, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων εξήντα (260) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Μαρούσι, στις 2 Απριλίου 2015 , σε έκτακτη, δημόσια και στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΥΚΟΥ ΣΟΦΙΑ ΜΟΥΖΑΚΙΤΗ