Περίληψη
Αριθμός απόφασης 2459 /28.2.2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή, Ηρακλή Κυριακάκη, Πρωτόδικη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα, Διαμάντω Μπίθα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουάριου του έτους 2019, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ________ ________ του ________, σύζυγος ________ ________, ως εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία «________ ________ Ιδιωτική Επιχείρηση Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Γραφείο Ερευνών» και με διακριτικό τίτλο «________» με έδρα τη ________, οδός ________ αριθ. __ και ________, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Εμμανουήλ Ζουλάκη (AM 002026 Δ.Σ. Πειραιώς).
ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ________________του ________, κάτοικος ________, οδός ________, αριθ. __, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Οικονομάκη.
Η καλούσα και ήδη ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 17.6.2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό κατάθεσης 5002/2013, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17-10-2014, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 22-05-2015, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5-6- 2015, οπού εκδόθηκε η με αρ. 109/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποία παραπέμπεται η συζήτηση της αγωγής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και εισάγεται για συζήτηση με την από 8-2-2016 κλήση της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 7647/119/2016 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αγωγή, η καλούσα και ήδη ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει της από 10-01-2013 έγγραφης σύμβασης που συνάφθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, συμφωνήθηκε η παροχή εκ μέρους της ενάγουσας υπηρεσιών προσωπικής φύλαξης της εναγομένης, καθώς και φύλαξης των εγκαταστάσεων της επιχείρησης που αυτή διατηρεί και της οικίας της. Ότι η διάρκεια της σύμβασης συμφωνήθηκε να έχει ετήσια διάρκεια αρχόμενη από 09-01-2013 και λήγουσα την 09- 01-2014 και ότι ως αμοιβή ορίστηκε το ποσό των 25,00 Ευρώ για κάθε ανθρωποώρα παροχής των ως άνω υπηρεσιών. Ότι η ενάγουσα παρείχε τελικά τις υπηρεσίες της στην εναγομένη έως και τις 10-05-2013 και ότι οι συνολικές υπηρεσίες που παρείχε μέχρι τότε ανέρχονται, βάσει των ανωτέρω συμφωνηθέντων, στο ποσό των 163.836,00 Ευρώ, ποσό για το οποίο η εναγόμενη οχλήθηκε διά της από 16-05- 2013 εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης – δήλωσης της ενάγουσας, η οποία της επιδόθηκε νόμιμα στις 22-05-2013 και το οποίο δεν έχει καταβάλλει μέχρι σήμερα. Κατόπιν τούτων, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλλει το ποσό των 163.836,00 Ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της οχλήσεως, ήτοι από 23-05- 2013, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 9 εδ. α’, 14 και 22 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299, 330, 346, 681 επ ΑΚ, 176, 191 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι ο ενάγων προσκόμισε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. προσκομιζόμενο με αρ. 7973/12,6,2015 διπλότυπο είσπραξης τυπου Α’τηςΔ.Ο.Υ. Γλυφάδας).
Κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Με τη διάταξη αυτή, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο και στην κατ’ έφεση δίκη (βλ. ΑΠ 678/1998, ΕΕργΔ 47/297-ΑΠ 680/1994, ΕλλΔ/νη 36/1104], να αναβάλλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη, η οποία επηρεάζει, κατά οποιοδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς. Έτσι, για την αναβολή της συζήτησης, απαιτείται, αφενός μεν εκκρεμής ποινική αγωγή, αφετέρου δε επηρεασμός της ποινικής αγωγής στη διάγνωση της αστικής δικαιολογικής σχέσεως, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση μιας πράξεως που τελέστηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της δικαιολογικής σχέσεως περιστατικά, (βλ. ΑΠ 1479/1984, ΕλλΔ/νη 26/646-ΕφΑΘ 3221/2006, ΕλλΔ/νη 50/274-ΕφΑΘ 3177/2006, ΕλλΔ/νη 48/1508- ΕφΛαρ 40/2003, ΝοΒ 2004/1218). Εκκρεμής θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κυρία ανάκριση, ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά το χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης (βλ. ΕφΑΘ 6141/2007-ΕφΑΘ 3221/2006 ο.π.- ΕφΑΘ 3177/2006 ό.π.- ΕφΠατρ 838/1996, Δ 1997/767). Είναι αλήθεια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση, ούτε δημιουργεί, ούτε είναι δυνατόν να δημιουργήσει δεδικασμένο για τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία στηρίζουν παράλληλα, αφενός μεν την ποινική αξίωση της πολιτείας κατά του κατηγορουμένου, αφετέρου δε την εναντίον του αστική αξίωση, πλην όμως, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, ο δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει, κατά συνείδηση την αξία της ποινικής απόφασης. Έτσι, απόκειται στην έμφρονα κρίση του πολιτικού δικαστηρίου να εξετάσει, αν με την αναβολή της πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, Θα διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία περί της βασιμότητας της εκκρεμούς αγωγής (ΕΑ 3221/2006 ό.π.-ΕφΑΘ 3177/2006 ό.π.-Εφ Πατρ 838/1996 ο.π.).Εν προκειμένω, όπως αποδεικνύεται από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, εις βάρος της ενάγουσας έχει ασκηθεί από την εναγομένη ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, η με ABM Α15- 65 μήνυση. Μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά άσκησε σε βάρος της ενάγουσας ποινική δίωξη για παράβαση των άρθρων 1, 13στ, 14. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 45, 46 παρ. 1α, 51, 52, 79. 94 παρ. 1, 98, 386 παρ. 3“ — β — 1 Π.Κ.. Κατόπιν, η δικογραφία διαβιβάσθηκε στις 11-4-2016, στον Ανακριτή Πειραιά και εκκρεμεί έως σήμερα (βλ. το με αρ. 754/2018 πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά).
Εν όψει ιτων ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διάγνωση της προκειμένης διαφοράς επηρεάζεται από την ως άνω εκκρεμή ποινική δίκη και ότι πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της εναγομένης, να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, η αναβολή της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, εως ότου περατωθεί αμετάκλητα η ως άνω ποινική διαδικασία., δεδομένου ότη κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η αναβολή θα επηρεάσει σε αξιόλογο βαθμό την αποδεικτική διαδικασία, περί της βασιμότητας της εκκρεμούς αγωγής, ενόψει του αποδεικτικού υλικού που έχει ήδη τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον, συνάγεται ότι υφίσταται πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς στην ως άνω ποινική διαδικασία με την εκκρεμή δίκη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και, κατά συνέπεια, θα αποδειχθούν ευχερέστερα τα επίδικα πραγματικά περιστατικά με αποτέλεσμα το Δικαστήριο που θα επιληφθεί της υπό κρίση αγωγής μετά το πέρας της ανωτέρω ποινικής διαδικασίας θα μπορεί να σχηματίσει ασφαλέστερη δίκανική πεποίθηση περί της κρινόμενης αγωγής. Κατόπιν τούτων θα πρέπει να αναβληθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 249 και 250 Κ.Πολ.Δ. η συζήτηση της από 17-6-2013 με αρ. κατάθεσης 5002/2013 αγωγής μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της της από 29.1.2015 (ΑΒΜ 15-65) μήνυσης, που υποβλήθηκε από την εναγόμενη σε βάρος της ενάγουσας, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά. Τέλος διάταξη περί δικαστικής δαπάνης δε θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση, κατ’ αρθρ. 191 παρ 1 του ΚΠολΔ, δοθέντος ότι αυτή δεν είναι οριστική (βλ. ΑΠ 1027/1992, ΕλλΔνη 35.378) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της από 29.1.2015 (ΑΒΜ 15-65) μήνυσης του ενάγοντος κατά των εναγομένων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Φεβρουάριου 2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ