fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ                                                        Aριθμός Απόφασης 99 /2018

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Χρυσούλα – Ιωάννα Λυβέρη με την παρουσία της Γραμματέως Μαρίας Ευσταθιάδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 29η Νοεμβρίου 2017 για να συνεκδικάσει κατά την τακτική διαδικασία τις παρακάτω υποθέσεις μεταξύ:

ΚΥΡΙΑ ΑΓΩΓΗ

Της καλούσας – κυρίως ενάγουσας: ____________ συζύγου _________ _____________, κατοίκου ___________ ______________ που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου της δικηγόρου, Αικατερίνης Τσαγκαράκη.

Του καθ’ου η κλήση – κυρίως εναγόμενου: ___________ __________ του ____________, κατοίκου __________ ______________, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου, Αικατερίνης Μητρογιάννη.

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΥΣΑ ΑΓΩΓΗ

Του προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος: __________ ___________ του __________, κατοίκου _________ ________, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας του δικηγόρου, _____________ __________________.

Των προσεπικαλουμένων – παρεμπιπτόντως εναγόμενων: 1) ___________ συζύγου _____________ _______________, κατοίκου ____________ _____________ που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου της δικηγόρου, ____________ ____________ και 2) ____________ _____________ του ______________, κατοίκου ____________ _____________ και ήδη αγνώστου διαμονής, που δεν παραστάθηκε.
Η καλούσα – κυρίως ενάγουσα ζητάει να γίνει δεκτή η από 05.11.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ____________ αγωγή της, δικάσιμος της οποίας είχε ορισθεί αρχικά η 02.06.2010, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο της κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, εν συνεχεία η συζήτησή της επανήλθε με την από 01.10.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης _______________ κλήση της για τη δικάσιμο της 13.04.2016 κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 08.02.2017, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο της 19.04.2017 και κατόπιν για αυτήν που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων ζητάει να γίνει δεκτή η από 22.03.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ______________ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του, δικάσιμος της οποίας είχε ορισθεί αρχικά η 02.05.2012, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, εν συνεχεία η συζήτησή της επανήλθε με την από 06.02.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8/06.02.2017 κλήση του για τη δικάσιμο της 19.04.2017, οπότε αναβλήθηκε για αυτήν που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς του και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν. Ακολούθησε συζήτηση, όπως αυτή αναφέρεται στα πρακτικά.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών, ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκκρεμούν: α) η από 05.11.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου _______________ κύρια αγωγή με αντικείμενο αξίωση της ενάγουσας για μη καταβληθέν τίμημα από νομίμως καταρτισθείσα σύμβαση πώλησης μεταξύ αυτής και του εναγόμενου και β) η από 22.03.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου _______________ προσεπίκληση παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης. Τα ανωτέρω δικόγραφα υπάγονται στην ίδια τακτική διαδικασία και είναι αμφότερα προδήλως συναφή ως αφορώντα αξιώσεις, οι οποίες ερείδονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν. Πρέπει, συνεπώς, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους, καθόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου αφενός μεν διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αφετέρου δε επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
  2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 135 παρ. 1 και 134 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, αυτή γίνεται στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και, για δίκες στο Ειρηνοδικείο, στον Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το Ειρηνοδικείο και συγχρόνως δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, (από τις οποίες η μία πρέπει να εκδίδεται στην ___________ και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη να εκδίδεται στην _________, ύστερα από υπόδειξη του Εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση), περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε, η οποία συντάσσεται και υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και έχει το οριζόμενο από την πρώτη των άνω διατάξεων περιεχόμενο. Στην υπό κρίση περίπτωση, από την υπ’ αριθμ. __________________ έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Ιωάννη Κοπανά, την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο κυρίως εναγόμενος – προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 06.02.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης _____________ κλήσης του, δυνάμει της οποίας επανήλθε η συζήτηση της από 22.03.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου _____________ προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 19.04.2017 καθώς και αντίγραφο του πινακίου των υποθέσεων της 19.04.2017 εκ του οποίου εμφαίνεται c συζήτηση του ανωτέρω δικογράφου αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στο δεύτερο προσεπικαλούμενο παρεμπιπτόντως εναγόμενο, ως άγνωστης διαμονής, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, περίληψη δε του επιδοθέντος δικογράφου δημοσιεύθηκε στα προσκομιζόμενα φύλλα των από 15.09.2017 ημερησίων εφημερίδων «_______________» και «__________________». Πλην, όμως, κατά την ανωτέρω δικάσιμο της 29.11.2017, κατά την οποία η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή εκφωνήθηκε από την σειρά της στο οικείο πινάκιο, ο δεύτερος προσεπικαλούμενος – παρεμπιπτόντως εναγόμενος δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο, οπότε πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρα 89 και 271 παρ. 1 και 2 εδ. α’ ΚΠολΔ).
  • Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ώστε να είναι δυνατή στον εναγόμενο η απάντηση σε αυτήν και στο δικαστήριο η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των περιστατικών. Σε αντίθετη περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται κα αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Εξ άλλου, κατά τους ορισμούς του άρθρου 513 ΑΚ με τη σύμβαση πώλησης ο πωλητής υποχρεούται να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος, που αποτέλεσε το αντικείμενο αυτής, και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε, εκτός αν πιστώθηκε το τίμημα, ισχυρισμό τον οποίο οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ενιστάμενος ο αγοραστής (ΑΠ 1142/2012, ΑΠ 1378/2009, 1340/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όπως συμβαίνει στα πλαίσια οποιοσδήποτε άλλης αμφοτεροβαρούς σύμβασης, το τίμημα πρέπει να καταβάλλεται ταυτόχρονα με την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του πωλητή. Φυσικά, οι συμβαλλόμενοι έχουν την ευχέρεια να συμφωνήσουν ότι το τίμημα θα προκαταβληθεί ή, αντίθετα, θα καταβληθεί μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή. (Εφ Λαρ 288/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία περίπτωση έχουν εφαρμογή οι ευεργετικές για τον αγοραστή διατάξεις των άρθρων 529 και 531 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, όταν πιστώνεται το τίμημα της πώλησης (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ 1980 αρθρ. 513 αριθμ. 22-24, ΑΠ 1376/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, λοιπόν, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλόμενων περί μετάθεσης της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος (ΑΠ 16/2009 ΕλλΔνη 2009. 521, ΕφΠατρ 48/2006 Νόμος). Έτσι, η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή με την οποία επιδιώκεται η καταβολή του τιμήματος πωληθέντων εμπορευμάτων, για να είναι ορισμένη πρέπει να περιέχει: α) την κατάρτιση της οικείας σύμβασης, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) την τιμή των πωληθέντων πραγμάτων (ΕφΘεσ 1872/2002 Αρμ. 2004, ΕφΑΘ224/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1742/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
  1. Κατά το άρθρο 88 ΚΠολΔ, ο εναγόμενος δικαιούται να προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνους από τους οποίους σε περίπτωση ήττας δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, για το παραδεκτό και τη νομιμότητα της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, απαιτείται η ύπαρξη δύο εννόμων σχέσεων, της μίας, ως επίδικης στην εκκρεμή δίκη και της άλλης, που ασκείται με την προσεπίκληση κι εξαρτάται από την πρώτη, υπό την έννοια ότι, μόνο εάν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς την πρώτη, αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης με βάση αυτή κατά του προσεπικαλούμενου (ΑΠ 960/2001 ΕλλΔνη 2001,1635, ΕφΑΘ 3742/2004 ΕλλΔνη 2005,585). Απαραίτητο στοιχείο της ενωμένης στην προσεπίκληση αγωγής είναι η αναφορά στο δικόγραφο αυτής της ύπαρξης έννομης σχέσης, η οποία θεμελιώνει το δικαίωμα αποζημίωσης του προσεπικαλούντος και δικαιολογεί τη μετακύλιση των συνεπειών της ήττας στον προσεπικαλούμενο (ΑΠ 1202/1994 ΕλλΔνη 1996,142, ΕφΠειρ 767/2009, ΕφΠειρ 570/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, όταν γεννάται δικαίωμα του προσεπικαλούντος προς αποζημίωση από γεγονότα άσχετα προς την κυρία δίκη, δηλαδή άσχετα με την περίπτωση της ήττας του στη δίκη αυτή, από τα οποία είναι δυνατόν να θεμελιωθεί απευθείας και αρχικά εναγωγή του προσεπικαλουμένου. Επομένως, απαραίτητο στοιχείο του νόμιμου της προσεπίκλησης και της ενωμένης σ’ αυτή παρεμπίπτουσας αγωγής είναι να εκτίθεται σ’ αυτή η ύπαρξη της έννομης αυτής σχέσης μεταξύ του προσεπικαλούντος και του προσεπικαλουμένου, ενώ, αντίθετα, ο περιλαμβανόμενος σ’ αυτή ισχυρισμός ότι της ζημιάς του κυρίως ενάγοντος είναι τρίτος καθιστά αυτές μη νόμιμες υπό την απαράδεκτου (άρθρο 88 ΚΠολΔ), διότι η αλήθεια του αρνητικού αυτού της κυρίας αγωγής ισχυρισμού συνεπάγεται την απόρριψη αυτής, αίρει δε συγχρόνως και το νομικό λόγο της κατά τη διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ προσεπίκλησης και της ενωμένης σ’ αυτή παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, που συνίσταται στην ικανοποίηση του κυρίου διαδίκου που ηττήθηκε στην ίδια δίκη για εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης (ΑΠ 690/1985, Εφ Θεσσαλ 203/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 767/2009 ό.π., ΕφΑΘ 3742/2004 ΕλλΔνη 2005,585, ΕφΠειρ 720/2002 ΕΝΔ 30,462, ΕφΑΘ 7770/2000 ΕλλΔνη 2002,1083).

Με την 05.11.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ______________ κύρια αγωγή, η κυρίως ενάγουσα, κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, εκθέτει ότι τυγχάνει έμπορος που έχει ως κύρια δραστηριότητα την εμπορία σιδήρου μπετόν και λοιπών συναφών προϊόντων και τη μεταπώληση αυτών των υλικών σε τρίτους, ήτοι σε φυσικά και νομικά πρόσωπα. Ότι ο κυρίως εναγόμενος, ο οποίος τυγχάνει ιδιώτης, κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2004 κατασκεύαζε οικοδομή επί ενός οικοπέδου ιδιοκτησίας του, το οποίο βρίσκεται στο _________ ________ επί της οδού ____________ αρ. _____. Ότι για τις ανάγκες ανέγερσης της ως άνω οικοδομής του ο κυρίως εναγόμενος αγόρασε από το κατάστημά της δια του άμεσου αντιπροσώπου του – εργολάβου οικοδομών, ____________ _____________, ο οποίος ενεργούσε στο όνομά του και για λογαριασμό του (του κυρίως εναγομένου), διάφορα είδη της εμπορίας της, όπως αυτά αναλυτικώς περιγράφονται κατ’ είδος, τιμή μονάδας, ποσότητα και συνολική τιμή στην υπ’αριθμ. ___________ απόδειξη λιανικής πώλησης συνολικής αξίας, συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος Φ.Π.Α., 4.060,84 ευρώ. Ότι η αξία της ως άνω απόδειξης λιανικής πώλησης συμφωνήθηκε να καταβληθεί εντός ενός (1) μηνός από την παράδοση των πωληθέντων εμπορευμάτων, και πλέον συγκεκριμένα έως την 07.01.2005. Ότι τα αναλυτικώς περιγραφόμενα κατ’ είδος, τιμή μονάδας, ποσότητα και συνολική τιμή στην ως άνω απόδειξη λιανικής πώλησης εμπορεύματα παραδόθηκαν στον κυρίως εναγόμενο, ο οποίος και τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα. Ότι ο κυρίως εναγόμενος για την εξόφληση της ως άνω οφειλής προέβη σε μερική καταβολή ποσού 560,84 ευρώ. Ότι κατόπιν τούτων η συνολική οφειλή του κυρίως εναγομένου για την ως άνω αιτία ανέρχεται στο ποσό των 3.500,00 ευρώ (4.060,84 – 560,84). Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της κυρίως ενάγουσας προς τον κυρίως εναγόμενο, ο τελευταίος αρνείται να καταβάλει το ανωτέρω ποσό και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να το οφείλει. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά η κυρίως ενάγουσα ζητάει να υποχρεωθεί ο κυρίως εναγόμενος να της καταβάλει το ανωτέρω συνολικό ποσό των 3.500,00 ευρώ ως τίμημα για τα πωληθέντα εμπορεύματα, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως από την επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας του ενός (1) μηνός από την παράδοση των πωληθέντων εμπορευμάτων, άλλως από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, προσέτι να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η από 05.11.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ____________ κύρια αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 9 εδ. α’, 14 παρ. 1 περ. α’ σε συνδυασμό με το άρθρο 221 παρ. 1 περ. β’ και 33 του ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, είναι δε αρκούντως ορισμένη, καθόσον γίνεται πλήρης αναφορά στα επιμέρους είδη, ποσότητες και τιμές των πωληθέντων εμπορεμάτων, ήτοι περιλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για την νομική και ιστορική θεμελίωση αυτής σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙί μείζονα σκέψη, αφού τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά είναι επαρκή προκειμένου ο εναγόμενος να αμυνθεί και το Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, απορριπτόμενου ως μη βάσιμου του αντιθέτου περί αοριστίας ισχυρισμού του κυρίως εναγομένου, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλλΔνη 41. 43). Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 340, 341 παρ, 1, 345, 346, 513 επ., 904 επ. ΑΚ, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2, 219 παρ. 1, 907 και 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη της συζήτησης και το απαιτούμενο για το καταψηφιστικό αίτημά της δικαστικό ένσημο με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. ___________ αγωγόσημο και υπ’αριθμ. _____________ και ______________ παράβολα χαρτοσήμου), πρέπει κυρίως αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ουσία.

Περαιτέρω, ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων με την από 22.03.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου _____________ προσεπίκληση και την ενωμένη μ’ αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή, κατ’ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, εκθέτει εν συντομία ότι ο δεύτερος προσεπικαλούμενος – παρεμπιπτόντως εναγόμενος δεν ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπός του κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πώλησης με την πρώτη προσεπικαλουμένη – παρεμπιπτόντως εναγομένη – κυρίως ενάγουσα αλλά στο δικό του όνομα και για λογαριασμό του διότι υπό την ιδιότητα του εργολάβου του ανατέθηκε από τον προσεπικαλούντα η κατασκευή πενταόροφης οικοδομής στο ___________ ___________ επί της οδού _____________ αρ. _____ με τη ρητή συμφωνία ότι ο ίδιος (ο δεύτερος προσεπικαλούμενος – παρεμπιπτόντως εναγόμενος) θα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την επιλογή των δομικών υλικών και την αγορά αυτών καθώς και για την επιλογή των προμηθευτών. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζητάει να παρέμβει ο δεύτερος προσεπικαλούμενος – παρεμπιπτόντως εναγόμενος, ως δικονομικός εγγυητής, στην εκκρεμή δίκη προς υποστήριξη του και σε περίπτωση ήττας του να υποχρεωθεί να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί ο ίδιος να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστούν οι αντίδικοί του στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα όμως η προσεπίκληση με την ενωμένη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, αφενός ως προς την πρώτη προσεπικαλουμένη – παρεμπιπτόντως εναγομένη, διότι η τελευταία δε φέρει την ιδιότητα της τρίτης στην εκκρεμή με την άσκηση της κύριας αγωγής δίκη αλλά και ως προς το δεύτερο προσεπικαλούμενο – παρεμπιπτόντως εναγόμενο,          καθόσον ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων δεν αναφέρει στο δικόγραφό του ότι προϋφίσταται της κύριας δίκης ειδική έννομη σχέση υπό την έννοια της δικονομικής εγγύησης, στηριζόμενη είτε σε σύμβαση είτε στο νόμο, η οποία να θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης του ιδίου κατά του δεύτερου προσεπικαλουμένου – παρεμπιπτόντως εναγομένου, σε περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος (ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων) ηττηθεί (ολικά η μερικά) στην κύρια δίκη. Δηλαδή δεν προκύπτει από τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά ότι ο προσεπικαλών — παρεμπιπτόντως ενάγων έχει αξίωση αποζημίωσης έναντι του δεύτερου προσεπικαλουμένου – παρεμπιπτόντως εναγομένου, καθόσον δεν αρκεί προς τούτο η ύπαρξη της επικαλούμενης καταρτισθείσας σύμβασης έργου και ειδικότερα κατασκευής της ως άνω πενταόροφης οικοδομής, τουναντίον ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων αρνείται την κύρια αγωγή καθ’έκαστο ισχυρισμό της και διατείνεται ότι ο δεύτερος προσεπικαλούμενος — παρεμπιπτόντως εναγόμενος είναι ευθέως υπόχρεος έναντι της κυρίως ενάγουσας, καθόσον ουδέποτε λειτούργησε ως άμεσος αντιπρόσωπός του (του προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος) αλλά κατήρτισε την επίδικη σύμβαση πώλησης στο δικό όνομα και για λογαριασμό του. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη, η προσεπίκληση με την ενωμένη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως απαράδεκτες.

Από τη δέουσα εκτίμηση των καταθέσεων των ενόρκως εξετασθέντων ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκομίσθηκαν, άλλα εκ των οποίων μνημονεύονται ρητά στην παρούσα και άλλα όχι, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κατά το άρθρο 336 ΚΠολΔ αλλά και από την εν γένει διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από _____________ σύμβασης έργου, η οποία συνήφθη μεταξύ του κυρίως εναγομένου ως εργοδότη και του δεύτερου προσεπικαλουμένου – παρεμπιπτόντως εναγομένου, ____________ _________________ του ________________, ως εργολάβου, ανατέθηκαν στο δεύτερο οι εργασίες κατασκευής ξυλοτύπων, σκυρόδεσης, αφαίρεσης ξυλοτΰπων, τοποθέτησης οπλισμού μετά των υλικών για την κατασκευή πενταόροφης οικοδομής με πυλωτή στο ____________ _______________, με opισθείσα ημερομηνία αποπεράτωσης του ως άνω έργου την 10.01.2005. την εκτέλεση των ως άνω εργασιών ορίστηκε βάσει της ανωτέρω σύμβασης τιμή μέτρησης σκυροδέματος το ποσό των 197,00 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, τιμή η οποία κάλυπτε όλες τις συμφωνηθείσες εργασίες καθώς και την αγορά των απαραίτητων υλικών (βλ. την δεύτερη σελίδα της από 28.07.2004 σύμβασης έργου όπου αυτολεξεί αναφέρεται ότι στην τιμή περιλαμβάνονται τα υλικά). Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από την ανωτέρω σύμβαση έργου, ο εργολάβος συμφωνήθηκε να είναι αποκλειστικώς υπεύθυνος για την επιλογή των υλικών και την αγορά αυτών, καθώς και για την επιλογή των προμηθευτών με τους οποίους και θα συμβαλλόταν ο ίδιος στο δικό του όνομα και για λογαριασμό του. Ο κυρίως εναγόμενος ανέλαβε τη συμβατική υποχρέωση της καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής για το προς παράδοση έργο, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, περιλάμβανε την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών καθώς και την αγορά των υλικών, χωρίς να του παρέχεται δυνάμει της ως άνω σύμβασης η δυνατότητα επιλογής των προμηθευτών, των απαραίτητων υλικών και της τιμής στην οποία αυτά θα αγοράζονταν. Εξάλλου ο κυρίως εναγόμενος δε διαθέτει γνώσεις σχετικές με την ανέγερση οικοδομής, καθότι είναι δύτης και πραγματοποιεί συχνά ταξίδια λόγω της εργασίας του και εξ αυτού του λόγου ανέθεσε το σχετικό έργο στον ανωτέρο εργολάβο. Έτσι ο συγκεκριμένος εργολάβος ενήργησε κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πώλησης με την κυρίως ενάγουσα, η οποία έλαβε χώρα την 07.12.2004, στο δικό του όνομα και για λογαριασμό του και όχι ως άμεσος αντιπρόσωπος τους κυρίως εναγομένου. Τα ανωτέρω ήταν σε απόλυτη γνώση της κυρίως ενάγουσας, η οποία, μη δυνάμενη να εισπράξει το επίδικο τίμημα από τον ως άνω εργολάβο – αγοραστή των πωληθέτνων εμπορευμάτων, στράφηκε εναντίον του κυρίως εναγομένου, ασκώντας την ένδικη κύρια αγωγή την 10.11.2009, ήτοι σχεδόν πέντε έτη μετά τη γένεση της αξίωσής της. Εξάλλου από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα των περίπου πέντε ετών η κυρίως ενάγουσα προέβη σε οιασδήποτε μορφής όχληση του κυρίως εναγομένου προς ικανοποίηση της επίδικης αξίωσής της. Σημειούται περαιτέρω ότι η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ο ανωτέρω εργολάβος κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πώλησης ενήργησε στο δικό του όνομα και για λογαριασμό του και όχι ως άμεσος αντιπρόσωπος του κυρίως εναγομένου ενισχύεται και από την ένορκη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρος του κυρίως εναγομένου, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι ο τελευταίος ουδέποτε προέβη στην κατάρτιση σύμβασης πώλησης με την κυρίως ενάγουσα. Περαιτέρω, η ένορκη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρος της κυρίως ενάγουσας σύμφωνα με την οποία η επίδικη σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε με τον κυρίως εναγόμενο στο χώρο εργασίας του, χωρίς να χρησιμοποιηθεί άμεσος αντιπρόσωπος από τον τελευταίο [βλ. ταυτάριθμα πρακτικά όπου αναφέρεται αυτολεξεί: «Εμείς δεν είχαμε καμία σχέση με τον κύριο ______________. Είχαμε σχέση με τον κύριο ______________ (κυρίως εναγόμενο)»…Ισχύει ότι με τον κύριο Κάλλια πήγαινα εγώ στο γραφείο του»] δεν κρίνεται πειστική από το παρόν Δικαστήριο, διότι αντιφάσκει πλήρως με τους αγωγικούς ισχυρισμούς δυνάμει των οποίων υποστηρίζεται ότι η επίδικη σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε μεταξύ της κυρίως ενάγουσας και του κυρίως εναγόμενου δια του αμέσου αντιπροσώπου του, Αθανασίου Καφαντάρη, ο οποίος μάλιστα μετέβη στην επιχείρηση της πρώτης και ενήργησε στο όνομα και λογαριασμό του κυρίως εναγομένου. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το ανυπόγραφο δελτίο αποστολής των πωληθέντων εμπορευμάτων της επίδικης σύμβασης πώλησης φέρει το όνομα και τη διεύθυνση του κυρίως εναγομένου, καθόσον αυτά απεστάλησαν όντως στην υπό κατασκευή οικοδομή κατόπιν υπόδειξης του ως άνω εργολάβου. Κατόπιν τούτων, η κυρίως αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, παρελκούσης της εξέτασης των προβληθεισών ενστάσεων εκ μέρους του κυρίως εναγομένου. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, γιατί η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ, τελευταίο εδάφιο).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου προσεπικαλουμένου – παρεμπιπτόντως εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων α) την από 05.11.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου _______________ κύρια αγωγή και β) την από 22.03.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου _____________ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 05.11.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου _____________ κύρια αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22.03.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου _______________ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, Αποφασίστηκε και Δημοσιεύθηκε στη Νίκαια την 17.07.2018 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού, απάντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δεκατέσσερα (14) γραφεία σε Έντεκα (11) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία