Περίληψη
Αριθμός 1076/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη – Εισηγητή, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουάριου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Της αναιρεσείουσας: εταιρείας με την επωνυμία «___________ ____________ _____________» (____________________), που εδρεύει στον ______ _________ __________ ____________, με υποκατάστημα στην ____________ στην _________ ________________. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Στραβόλαιμο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «____________________», που εδρεύει στο ______________ ____________ και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ____________ __________________ του _____________, κατοίκου ___________ ____________. Η ττρώτη αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σαντούση και ο δεύτερος _από_την. .πληρεξούαια.-δικη γόρο του Ζωή Παπαγεωργίου, η οποία ανακάλεσε την από 8-2-2019 δήλωσή της για παράσταση με το άρθρο 242 παρ 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του αναιρεσείοντος: ___________ _______________ του ________________, κατοίκου __________ _______________. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζωή Παπαγεωργίου, η οποία ανακάλεσε την από 8-2-2019 δήλωσή της για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο των αναιρεσιβλήτων: 1) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «____________________», που εδρεύει στο ______________ _______________ και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) εταιρείας με την επωνυμία «____________________» (____________________), που εδρεύει στη ______________ της _______________ και εκπροσωπείται νόμιμα. Η πρώτη αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σαντούση. και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο, δικηγόρο της Θεμιστοκλή Στραβόλαιμο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Γ) Της αναιρεσείουσας: ομόρρυθμης εταιρείας με την .επωνυμία ____________________, που εδρεύει στο __________ ______________ και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σαντούση.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) _____________ ____________ του _____________, κατοίκου ___________ _______________ και 2) εταιρείας με την επωνυμία ____________________, που εδρεύει στη _____________ της ___________ με υποκατάστημα στην ___________ στην ____________ ____________ και εκπροσωπείται νόμιμα. Ο πρώτος αναιρεσίβλητος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζωή Παπαγεωργίου, η οποία ανακάλεσε την από 8-2-2019 δήλωσή της για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. -,, και παραστάθηκε στο ακροατήριο και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Στραβόλαψο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, η δικηγόρος του αναιρεσιβλήτου – αναιρεσείοντος ____________________ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης για τους λόγο,υς που ανέπτυξε. Για το αίτημα της αναβολής έλαβε τον λόγο και ο δικηγόρος της αναιρεσίβλητης – αναρεσείουσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ____________________, ο οποίος δεν συναίνεσε.
Το Δικαστήριο διασκέφθηκε και διά του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα αναβολής.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-10-2010 αγωγή της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «____________________», που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5467/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 2792/2017 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με τις με ειδικό αριθμό κατάθεσης 568/2017, από 31-8-2017, 549/2017, από 21-8-2017 και 931/2017 από 1-12-2017 αιτήσεις τους.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησής τους, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους .στη.δικαστική δαπάνη
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΑΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο του Δικαστηρίου τούτου (11.2.2019) συζητήθηκαν α) η από 31.8.2017 (γεν.αριθ. κατ. _____________ και ειδ. αριθ. κατ. _____________) αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία “____________________” εναντίον της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “____________________” και ____________________, β) η από 21.8.2017 (γεν. αριθ. κατ. _____________ και ειδ.αριθμ.κατ.______________) αίτηση του ____________________εναντίον της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “____________________” και της εταιρίας με την επωνυμία “____________________” και γ) η από 1.12.2017 (γεν. αριθ. κατ. _____________ και ειδ. Αριθ. Κατ. _____________) αίτηση της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “____________________” κατά του ____________________και της εταιρίας με την επωνυμία-“____________________”, όλες για αναίρεση της υπ’ αριθ. ____________ απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη και επέρχεται μείωση των εξόδων, σύμφωνα με το 0f>9po 246 ΚΠολΔ, που εφαρμάξεταΊ και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 573 του ίδιου Κώδικα.
Α. ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ “____________________”
Κατά την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας συντρέχει μεταξύ άλλων και όταν, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους. Έτσι, στην περίπτωση ασκήσεως αγωγής ταυ δανειστή για διάρρηξη και ακυρότητα της προσβαλλομένης απαλλοτρίωσης, για το λόγο ότι έγινε από τον οφειλέτη του προς βλάβη τού (καταδολιευτική δικαιοπραξία), υπάρχει αναγκαστική ομοδικία μεταξύ του αποκτήσαντος τρίτου και του ακαλλοτριώσαντος οφειλέτη. Τούτο διότι δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, αφού δεν μπορεί να νοηθεί ουσιαστική κρίση ακυρότητας της απαλλοτρίωσης ως προς τον απαλλοτριώσαντα και εγκυρότητας αυτής ως προς τον αποκτήσαντα (ΑΠ _______________). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76, 77, 110 παρ.2 και 558 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο αναιρεσείων πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να απευθύνει την αναίρεση του εναντίον όλων των ομοδίκων που ήσαν αντίδικοί του κατά την πρωτόδικη δίκη, όχι όμως και εναντίον των ιδίων αυτού ομοδίκων, αφού την αναίρεση που ασκήθηκε από τον ομόδικο τους αναιρεσείοντα θεωρούνται από το νόμο ότι άσκησαν και εκείνοι (άρθρο 76 παρ. 4 ΚΠολΔ), οι οποίοι διαφορετικά θα εμφανίζονταν να έχουν ταυτοχρόνως την ιδιότητα των αναιρεσιβλήτων και των αναιρεσειόντων, που είναι λογικώς και νομικώς απαράδεκτο (ΑΠ 812/2013). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, απορρίφθηκε πρωτοδίκως η αγωγή της πρώτης αναιρεσίβλητης, που στρεφόταν κατά του δεύτερου αναιρεσίβλητου και της αναιρεσείουσας, με αίτημα τη διάρρηξη καταδολιευτικής πωλήσεως ακινήτου που έγινε από το δεύτερο αναιρεσίβλητο προς την αναιρεσείουσα. Κατόπιν εφέσεως της ενάγουσας, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δικάζοντας επί της ουσίας δέχθηκε την αγωγή. Επομένως, μεταξύ των εναγόμενων υπήρξε δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας και γι’ αυτό η απεύθυνση τγ^ υπό κρίση αιτήσεώς του ενός αναγκαίου ομοδίκου ©^^____________________”) κατά του άλλου (____________________) είναι κατά τα προαναφερόμενα απαράδεκτη και πρέπει η αίτηση ως προς αυτόν να απορρκρθεί. Δικαστική δαπάνη δεν θα επιδικασθεί ελλείψει αιτήματος. Ωστόσο, εκ του αποτελέσματος θεωρείται ότι ο ομόδικος αυτός κλήθηκε στη συζήτηση της αιτήσεώς, όπως το άρθρο 76 παρ. 3 ΚΠολΔ αξιώνει, στην οποία και παραστάθηκε.
Μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων, που πρέπει να συντρέχουν για την έγκυρη γένεση και διεξαγωγή της δίκης, περιλαμβάνεται και η προβλεπόμενη στο άρθρο 94 ΚΠολΔ ικανότητα προς το δικολογείν, η οποία συνιστά προϋπόθεση του κύρους και κάθε επί μέρους διαδικαστικής πράξεως (άρθρο 159 αριθ. 2 ΚΠολΔ). Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, με εξαίρεση τις αναφερόμενες περιπτώσεις, οι διάδικοι στα πολιτικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος απαιτείται να έχει την ικανότητα προς επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης, όπως προβλέπεται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954 που εφαρμόζεται εν προκειμένω). Αν, επομένως, κατατεθεί αγωγή με δικηγόρο που δεν έχει δικαίωμα κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων να την καταθέσει, η διαδικαστική πράξη της καταθέσεως είναι άκυρη και περαιτέρω το ένδικο αυτό βοήθημα καθίσταται απαράδεκτο, ανεξαρτήτως βλάβης του αντιδίκου, το δε απαράδεκτο δεν αίρεται με την εκ των υστέρων συμμετοχή του καταθέσαντος το ένδικο μέσο στη σχετική δίκη προς υποστήριξή του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 44 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 8 παρ. 1 ν. 3919/2011, “ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα ν’ ασκή το λειτούργημα αυτού εν τη ττεριφερεία του Συλλόγου ούτινος είναι μέλος, μη υποκείμενος εις ουδεμίαν και καθ’ οιονδήποτε τρόπον προηγούμενην άδειαν ασκήσεώς οιασδήποτε αρχής απαγορεύεται όμως αυτώ να δικηγορή εις δικαστήρια εκτός της περιφερείας του Συλλόγου εδρευόντα, πλήν των ρητών εν άρθροις 56 και 57 εξαιρέσεων. Επομένως, δικηγόρος που ανήκει στο Δ.Σ. Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να καταθέσει αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού συνιστά διαδικαστική πράξη, που ενεργείται σε δικαστήριο περιφέρειας άλλου δικηγορικού συλλόγου, εκτός αν συμπαρίσταται και ενεργεί την κατάθεση μαζί με δικηγόρο του οικείου συλλόγου (ΑΠ 236/2011, ΑΠ 1332/2007, 368/2007, 284/2005). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 215 του ΚΠολΔ, η αγωγή ασκείται με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, για την κατάθεση δε αυτή συντάσσεται έκθεση, στην οποία αναφέρεται η ημεροχρονολογία κατάθεσης και το ονοματεπώνυμο του καταθέτη. Ολοκληρώνεται όμως με την επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Αν η αγωγή δεν ασκήθηκε νομίμως, γιατί λ.χ. η κατάθεση ήταν άκυρη, το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη.
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της ένδικης από 8.10.2010 αγωγής (αριθ. κατ. ) της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “____________________” κατά του ____________________και της εταιρίας με την επωνυμία “____________________”, απευθυνόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έχει χαρακτήρα παυλιανής αγωγής του άρθρου 939 ΑΚ, προκύπτει ότι αυτή υπογράφεται μεν από τον δικηγόρο Κων/νο Σαντούση, μέλος του Δ.Σ. Αθηνών, πλην όμως η κατάθεσή της στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών την 8.10,2010, η οποία συνιστά αυτοτελή διαδικαστική πράξη, έγινε όχι απ’ αυτόν αλλά από τη δικηγόρο Λουτρίδου, -μέλος του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης, χωρίς τη σύμπραξη του υπογράφοντος ή άλλου δικηγόρου του Δ.Σ. Αθηνών ή Πειραιώς. Επομένως η ως άνω αγωγή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν ασκήθηκε νομοτΰπως και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά τη βάσιμη ένσταση που πρόβαλε η δεύτερη εναγομένη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επανέφερε παραδεκτά με τις προτάσεις της στο δεύτερο βαθμό. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση αυτή έμμεσα, κρίνοντας ότι . “με την από 6.10.2010 (αρ. κατ, _______________) (ορθώς ____________) αγωγή, η οποία παραδεκτά ασκήθηκε διότι την κατέθεσε μεν ασκούμενη δικηγόρος που δεν ήταν εγγεγραμμένη στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, πλην όμως έχει υπογραφεί από το δικηγόρο Αθηνών Κων/νο Σαντούση …“. Ακολούθως, αφού δέχθηκε την έφεση της ενάγουσας εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή, την οποία τελικά έκανε δεκτή ως βάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παρά το νόμο δεν κήρυξε την ακυρότητα της καταθέσεως της αγωγής και ακολούθως το απαράδεκτο ασκήσεως αυτής, αφού σύμφωνα και με τις προπαρατιθέμενες νομικές σκέψεις, η κατάθεση έγινε από δικηγόρο που δεν είχε δικαίωμα να ενεργήσει διαδικαστικές πράξεις στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως της εταιρίας “____________________”, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατ’ ορθή υπαγωγή, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρέλκει δε λόγω τη αναιρετικής εμβέλειας του λόγου αυτού η εξέταση του δεύτερου.
Επειδή κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015, “Αν ο Αρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές…” Εάν επομένως, ενόψει του περιεχομένου της αναιρετικής απόφασης και της έκτασης της αναιρέσεως, δεν υπάρχει δικονομικό έδαφος για “περαιτέρω εκδίκαση” της υπόθεσης, αλλά υπολείπεται η διατύπωση μόνο του διατακτικού της απόφασης, ο Άρειος Πάγο μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να εκδώσει την τελειωτική για την υπόθεση απόφαση. Τέτοιο δικονομικό έδαφος για περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση, αφού κατά τα προαναφερόμενα η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Πρέπει επομένως, ο Άρειος Πάγος, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, να κρατήσει την υπόθεση και να δικάσει την από 17.12.2013 έφεση της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “____________________”, η οποία παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής της. Στη συνέχεια, δεκτής γενομένης της ενστάσεως της δεύτερης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας περί του απαράδεκτου της αγωγής, γεγονός το οποίο το Εφετείο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, πρέπει να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή της εκκαλούσας ως παραδεκτή, διότι……. δεν επιτρέπεται εν προκειμένω απλή αντικατάσταση αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, αφού η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό (ΑΠ 322/2017), η δε απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα απόφαση. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων διότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παράβολου που καταβλήθηκε απ’ αυτήν για την αίτηση αναιρέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Β. ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ____________ _____________________
Εφόσον, κατά τα προαναφερόμενα, μεταξύ των εναγόμενων υπάρχει δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας, η υπό κρίση αίτηση, κατά το μέρος που ασκείται από τον ένα αναγκαίο ομόδικο (____________________) κατά του άλλου (____________ ____________ ______________”), είναι απαράδεκτη και πρέπει ως προς αυτόν να απορριφθεί. Δικαστική δαπάνη δεν θα επιδικασθεί ελλείψει αιτήματος. Ωστόσο, εκ του αποτελέσματος θεωρείται ότι ο ομόδικος αυτός κλήθηκε στη συζήτηση της αιτήσεως, όπως το άρθρο 76 παρ. 3 ΚΠολΔ αξιώνει, στην οποία και παραστάθηκε.
Κατά το άρθρο 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση, οι ομαδικοί που μετέχουν στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται, με τους οποίους συνδέονται με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας. Κατά την παράγραφο δε 4 του ίδιου άρθρου, η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παραγράφου 1 έχει αποτελέσματα και για τους άλλους. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ως ασκήσαντες αυτό και οι ομόδικοί του, παρόλο ότι αδράνησαν (ΟλομΑΠ 63/1981). Η άσκηση μεταγενεστέρους ένδικου μέσου από αναγκαίο ομόδικο, αφού αυτός έλαβε την ιδιότητα του διαδίκου με την άσκησή του από άλλο ομόδικο, καθιστά το ένδικο μέσο απαράδεκτο ως εκ δευτέρου ασκηθέν. Η αρχή αυτή όμως κάμπτεται, όταν δικαιολογείται έννομο συμφέρον προς άσκηση αυτοτελώς ενδίκου μέσου από άλλον αναγκαίο ομόδικο, όπως συμβαίνει όταν προβάλλονται με αυτό λόγοι που δεν περιέχονται στο προηγουμένως από άλλον ομόδικο ασκηθέν και με τους οποίους επιδιώκεται η παροχή δραστικότερης δικαστικής προστασίας, πέραν δηλαδή εκείνης που επιδιώκεται και είναι δυνατό να παρασχεθεί με βάση το προηγουμένως ασκηθέν. Η αντίθετη εκδοχή θα μπορούσε να οδηγήσει σε στέρηση παροχής έννομης προστασίας, την οποία καθένας δικαιούται κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος. Είναι δε πρόδηλο ότι τα ανωτέρω ισχύουν και επί αναιρέσεως (ΑΠ 1876/2009, ΑΠ 1001/2007, ΑΠ 1107/2003). Εν προκειμένω, καθένας από τους εναγομένους, αναγκαίους ομοδίκους, άσκησε αυτοτελώς αίτηση για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Προηγήθηκε η αίτηση του Εμαννουήλ Δημητριανάκη που κατατέθηκε την 23.8.2017 και ακολούθησε της εταιρίας __________ _____ _________ _____________ που κατατέθηκε την 31.8.2017. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ναι μεν η πρώτη αίτηση καθιστά τη δεύτερη απαράδεκτη, πλην όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η αρχή αυτή κάμπτεται, διότι δικαιολογείται έννομο συμφέρον προς άσκηση αυτοτελώς αιτήσεως για αναίρεση και από τον άλλον αναγκαίο ομόδικο (____________________) ενόψει του ότι προβάλλονται με αυτή λόγοι ττου δεν ττεριέχονται στο προηγουμένως από τον άλλον ομόδικο ασκηθέν και με τους οποίους επιδιώκεται η 0 Η&ι§13οχή δραστικότερης δικαστικής προστασίας, τέτοιος δε λόγος ο*είναι εκείνος που έγινε κατά τα ανωτέρω δεκτός. Σύμφωνα λοιπόν με την παράγραφο 4 του άρθρου 76 ΚΠολΔ, η παραδοχή του λόγου αυτού και περαιτέρω η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης επιφέρει τα ίδια ακριβώς (επεκτατικά) αποτελέσματα και για τον άλλο ομόδικο, δηλαδή τον ____________________, αφού η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παραγράφου 1 έχει αποτελέσματα και για τους άλλους. Συνακόλουθα, παρέλκει η έρευνα των λόγων αναιρέσεως που προβάλλονται με την αίτηση αυτού. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτήν για την αίτηση αναιρέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), αφού η αίτησή της δεν εξετάσθηκε.
Γ, ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΤΗΣ “__________ ___________ _____ _______ _____”
Κατά το άρθρο 556 παρ. 2 ΚΠολΔ,-δικαίωμα αναίρεσης έχει ο διάδικος που ηττήθηκε ολικά ή εν μέρει κατά τη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο εν μέρει νικήσας διάδικος, που ως τέτοιος θεωρείται και ο ενάγων, όταν για οποιοδήποτε λόγο έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή, έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση εφόσον έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, τη συνδρομή του οποίου πρέπει ρητά να επικαλείται στο αναιρετήριο. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ και η έλλειψή του, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, ως απαράδεκτης. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο άσκησης όσο και κατά το χρόνο συζήτησης της αναίρεσης, απαιτείται όχι μόνο γενικώς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, αλλά και ειδικώς για κάθε λόγο αναίρεσης; πρέπει δε ο αναιρεσείων να επικαλείται αυτό για τη νομιμοποίησή του στην αίτηση αναίρεσης. Εν προκειμένω, η υπό κρίση αίτηση της (εν μέρει ηττηθείσας) ενάγουσας “ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΕΡΓΪΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ” είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη διότι, ενόψει της κατά τα ανωτέρω αναιρέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης και της απόρριψης τελικά της αγωγής της ως απαράδεκτης, εξέλιπε εκ των υστέρων και δεν δικαιολογείται πλέον το έννομο συμφέρον της για την άσκησή της. Πρέπει, λοιπόν, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, παράβολου (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), η δε δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων που κατέθεσαν προτάσεις να επιβληθεί σε βάρος της λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΑΤΑΖΕΙ τη συνεκδίκαση των αναφερόμενων στο σκεπτικό αιτήσεων αναιρέσεως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1η Δεκεμβρίου 2017 αίτηση της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “________ _________ _____ _____ ______” για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2792/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.-
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ συνολικά.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παράβολου.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 21 Αυγούστου 2017 αίτηση του ____________________για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2792/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη εταιρία “____________________”.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 31 Αυγούστου 2017 αίτηση της εταιρία “____________________” για αναίρεση της υπτ αριθ. 2792/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως προς το δεύτερο αναιρεσίβλητο ____________________.
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ αριθ. 2792/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διακρατεί την υπόθεση.
Δέχεται ουσιαστικά την από 17 Δεκεμβρίου 2013 (με αριθμό καταθέσεως 20/2014) έφεση της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “____________________” κατά της υπ’ αριθ. 5467/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.-
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανωτέρω απόφαση.-
ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζοντας επί της αγωγής.
Α Π ΟΡΡIΠΤΕI την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΙ το ως άνω αποτέλεσμα και ως προς τον ____________________.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την απόδοση στους αναιρεσείοντες “____________________” και ____________________των παραβολών που καταβλήθηκαν απ’ αυϊκίίγια τις αιτήσεις τους.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Αυγούστου 2019
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ