Περίληψη
Αριθμός 232/2012
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Γρηγόριο Λαπατά, Πρόεδρο Εφετών, Κων/νο Πιτταρά-Εισηγητή και Ιωάννη Χρονόπουλο, Εφέτες/Και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Δερμάτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ ; Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «______________________________________________», που εδρεύει στον _______ _________ ______. ___________ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Οικονομάκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : l)______________________________________________, 2______________________________________________ ______________________________________________3) ______________________________________________, κατοίκων __________-______________, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Δημήτριο Βασιλάκο και Ευθύμιο Γωγή
Οι εφεσίβλητοι-εκκαλούντες άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30-4-2009 και με αριθ. εκθ. κατ. ______________ αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. ________________ απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτουκαι τα δύο διάδικα μέρη, ήτοι α) η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, με την από 10-4-2010 και με αριθ. εκθ. κατ. __________ έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 19-1-2012 και, κατόπιν αναβολής, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και β) οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι- εκκαλούντες με την από 9-4-2010 και με αριθ. εκθ. κατ.____________ έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 3-2-2011 και, κατόπιν αναβολών, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες από 10.4.2010 και 9.4.2010 (αριθ. εκθ. κατάθεσης ______ και ___________, αντίστοιχα) αντίθετες εφέσεις κατά της ____________ οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκαν νομότυπα και μέσα στην οριζόμενη από το νόμο προθεσμία (άρθρα 4 επ., 511 επ., 518 § 1 και 520 § 1 σε συνδυασμό με 591 § 1 ΚΙΊολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε προβάλλεται, κάποιος λόγος απαράδεκτου και ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 12.3.2010, ενώ το πρωτότυπο των εφέσεων κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12.4.2010. Επομονως, πρέπει οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές, να συνεκδικαστούν με τον πρόσθετο λόγο εφέσεως, τον οποίο άσκησε η εκκαλούσα εταιρεία παραδεκτά με τις προτάσεις (άρθρο 674 § 1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν οι λόγοι που περιέχονται σ’ αυτές καθώς και ο πρόσθετος λόγος εφέσεως ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία (άρθρα 522, 533 § 1 και 674 § 2 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Οι ενάγοντες και τώρα εκκαλούντες – εφεσίβλητοι ________ _______ κλπ, με την από 30.4.2009 και με αριθμ. κατάθεσης _________________ αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ζήτησαν, αφού έτρεψαν παραδεκτά το αίτημα σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη και τώρα εκκαλούσα – εφεσίβλητη εταιρεία, υποχρεούται να καταβάλει στον καθένα ως χρηματική ικανοποίηση 200.000 ευρώ και επιπλέον στην πρώτη, ως αποζημίωση του ν. 551/1915, 18.867,22 ευρώ προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θανάσιμο τραυματισμό του _______ ___________, ______________ υπηκόου (γιου της πρώτης και αδελφού των λοιπών), ο οποίος έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας που του είχε αναθέσει η εναγομένη – εργοδότιδά του στα πλαίσια συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας και οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια) των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, όπως αναλυτικά αυτή προσδιορίζεται στην αγωγή. Η εκκαλουμένη απέρριψε το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης και δέχθηκε κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση, στην πρώτη των εναγόντων 50.000 και σε κάθε ένα των λοιπών 35.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης, λοιπόν, αυτής, παραπονούνται οι διάδικοι με τις ένδικες εφέσεις τους και τον πρόσθετο λόγο της εφέσεως, ζητώντας την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμισή της και περαιτέρω οι μεν ενάγοντες την ολοσχερή παραδοχή της αγωγής, η δε εναγόμενη την ολοσχερή απόρριψή της άλλως και επικουρικά την επιδίκαση σε κάθε εναγοντα ως χρηματική ικανοποίηση 5.000 ευρώ.
Από το άρθρο 250 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 § 1 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αναβάλει με παρεμπίπτουσα απόφαση τη συζήτηση της υπόθεσης μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα ποινική διαδικασία, η οποία είναι εκκρεμής και επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο τη διάγνωση της αστικής διαφοράς που εκδικάζεται ενώπιον του (βλ. σχετ. ΑΠ 680/1994 ΕλΔ/νη 36.1 105).
Στην κρινόμενη υπόθεση, η εκκαλούσα – εναγομένη εταιρεία με τον πρόσθετο λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε (σιωπηρά) το αίτημά της για αναβολή της συζήτησης μέχρι να περατωθεί η συναφής ποινική διαδικασία αναφορικά με τον θανάσιμο τραυματισμό του συγγενούς των εναγόντων, υποβάλλει δε αίτημα να διατάξει την αναβολή το Δικαστήριο τούτο. Ο λόγος ωστόσο αυτός και το αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθούν, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση είχε να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, ενώ το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι δεν ενδείκνυται τώρα η αναβολή μέχρι να περατωθεί η συναφής ποινική διαδικασία, διότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας θα οδηγήσει σε σημαντική επιβράδυνση της προκείμενης δίκης, η οποία δεν δικαιολογείται από τη φύση της διαφοράς και την εφαρμοστέα εδώ απλή και σύντομη εργατική διαδικασία, δεδομένου μάλιστα ότι η ποινική απόφαση δεν αναπτύσσει δέσμευση δεδικασμένου αναφορικά με τις αποδεικτικές κρίσεις που περιέχει (βλ. σχετ. ΕφΠατρ. 838/1996 Δ.28.767 και τις εκεί παρατ. Κ. Μπέη). Σε κάθε άλλωστε περίπτωση, θα συνεκτιμηθούν και στην προκειμένη δίκη τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα της συναφούς ποινικής διαδικασίας, όπως εκτίθεται ειδικότερα πιο κάτω.
ΙΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1914 «περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων των αναφερομένων στο άρθρο 2 του βασιλικού διατάγματος, θεωρείται κάθε βλάβη η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, που δεν θα λάμβανε ύπαρξη χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις δεδομένες περιστάσεις εκτελέσεώς της (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35.1605). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 34 § 2 και 60 § 3 του α.ν. 1 846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 16 §§ 1&3 του ν. 551/1914, όπως κωδικοποιήθηκαν με το από 24.7/25.8.1920 β.δ., συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που έγινε από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, υπάγεται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αποζημίωση του παθόντος, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την κατά το κοινό δίκαιο υποχρέωση για αποζημίωση, όσο και από την προβλεπόμενη από το ν. 551/1914 ειδική αποζημίωση και μόνο, αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των από αυτόν προστηθέντων, υποχρεούται να καταβάλει στον παθόντα την από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 34 § 2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των χορηγούμενων από το Ι.Κ.Α. παροχών. Η παραπάνω απαλλαγή καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας, κατά την οποία το ατύχημα έγινε γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας (βλ. σχετ. ΑΠ 1438/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 1267/1986 ό.π., ΕφΑΘ 2406/2004 ΕλΔ/νη 45.1074). Διατηρεί όμως ο παθών, και σε περίπτωση θανάτου του τα μέλη της οικογένειας του, αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922 και 932 ΑΚ) σε τρόπο ώστε για τη θεμελίωση της αξιώσεως αυτής να μην απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως των επιβαλλόμενων όρων ασφαλείας, αλλά να αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν. Ως αδικοπραξία δε, που είναι προϋπόθεση επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως, νοείται η παράνομη πράξη που δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως (βλ. σχετ. ΑΠ 143 8/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1 102/2003 ΕλΔ/νη 46.137, ΑΠ 106/2003 ΕλΔ/νη 2003.971, ΑΠ 1132/1997 ΕλΔ/νη 40.621, ΑΠ 166/1996 ΕλΔ/νη 37.1343 και ΟλΑΠ 26/1995 Δ/νη 37.38). Εξάλλου κατά το άρθρο 25 του ΑΚ οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και, αν δεν ορίστηκε τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το ως άνω άρθρο 25 ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πνεύμα της Συμβάσεως της Ρώμης του έτους 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το ν. 1792/1988 και αποτελεί από 1.4.1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με την ισχύ που δίνει σ’ αυτό το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος και με την οποία ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Με τη διάταξη του άρθρου 3 της Σύμβασης αυτής τίθεται ο γενικός κανόνας, ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται κατ’ αρχήν το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα συμβαλλόμενα μέρη. Το δίκαιο αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση τους, κατά δε το άρθρο 2 αυτής, που αναφέρεται στον οικουμενικό χαρακτήρα της σύμβασης, «το καθοριζόμενο από την παρούσα σύμβαση δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν πρόκειται για δίκαιο μη συμβαλλόμενου κράτους», δηλαδή το δίκαιο που υποδεικνύει η σύμβαση εφαρμόζεται έστω και αν είναι δίκαιο κράτους που δεν έχει συμβληθεί, ή χώρας η οποία δεν είναι μέλος της ΕΕ και μάλιστα χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας. Η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τη Σύμβαση, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3 § 3, 7 § 2, 5 § 2 και 6 § 1 αυτής, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικά τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς τη σύμβαση και του δικαίου του FORUM, ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου, που σχετίζονται με τις συμβάσεις των καταναλωτών και τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι παραπάνω διατάξεις περικλείουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλόμενων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση μαζί τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 αυτής, που ρυθμίζει ειδικά την ατομική σύμβαση εργασίας, ορίζεται ότι «1. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 3, στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει το εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή. 2. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης…, ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, από το δίκαιο της χώρας που βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Με την παράγραφο 2 δε του άρθρου 7 ορίζεται συναφώς με τα παραπάνω, ότι «οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν έγκυρα δίκαιο, που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού, εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο τουλάχιστον ίση προστασία και το ανέχονται οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus congens) ενός (διαζευκτικά) οπό τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία αυτού και την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί, μεταξύ των οποίαιν είναι πρωταρχικά το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης (βλ. ΑΠ 561/2001 ΕΝΑ 29, 283 ΑΠ 541/2001 ΕΝΑ 29, 286) αλλά και το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (FORUM) κατ’ άρθρο 7 § 2 της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως. Εν προκειμένω πρόκειται για τους λεγάμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ποιοι είναι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζεται στο άρθρο 3 § 3 της Σύμβασης αυτής, δηλαδή εκείνοι από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η Πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (ΟλΑΠ 47/1987, ΕΝΔ 15.385, ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29, 283, Ζωή Παπασιώπη Πασιά: Η κοινοτική σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, όπως ισχύει στην Ελλάδα σελ. 16 17, 27, 50, 52, 61, 62, Αναστ. Γραμματικάκη Αλεξίου: Το εφαρμοστέο δίκαιο στην ατομική σύμβαση εργασίας κατά την κοινοτική σύμβαση ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του 1980, σελ. 28, 31, 32, 37,41, 5052, 62, 63, 80- 81, 110, 1 11-112, Σπυρ. Βρέλλης Προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στη σύμβαση εργασίας σελ. 23-24, 33, 34, 44-45, 52-53). Όσον αφορά το Ελληνικό δίκαιο στους «κανόνες αναγκαστικού δικαίου» και «αμέσου εφαρμογής» περιλαμβάνεται και ο Ν. 551/1915 που παρέχει αποζημίωση στον μισθωτό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του και εξ αφορμής αυτής (πρβλ. ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝομ 2006. 195, ΕφΠειρ 299/98 ΕΝΔ 26. 391). Τέλος, από χο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 26 του ΑΚ, 1, 2, 3 επ. της ως άνω Συμβάσεως της Ρώμης, 914 του ΑΚ και 1, 16 του Ν. 551/1915, προκύπτει ότι η ευθύνη από εργατικό ατύχημα, που είναι διαφορετική και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση, όπως ήδη σημειώθηκε, ότι το βίαιο συμβάν, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του ως άνω ατυχήματος, πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία, δεν ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά από το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από σύμβαση και ειδικότερα τη σύμβαση χερσαίας ή ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα εκείνο που καθορίζεται από το άρθρο 25 του ΑΚ ή (μετά την 14-1-1991) από τις διατάξεις της παραπάνω Συμβάσεως της Ρώμης (βλ. ΑΠ 1078/98 ΕΝΔ 27,1, ΑΠ 1023/96 ΕλΔνη 39.838).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το επίδικο ατύχημα και ο θανάσιμος τραυματισμός του συγγενούς τους ________ ___________ οφείλεται σε βαριά αμέλεια (και όχι σε δόλο) των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, όπως ειδικότερα την προσδιορίζουν στην αγωγή και στις προτάσεις τους. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι ο παθών, καθώς άλλωστε δεν αμφισβητείται, υπαγόταν στην ασφάλιση του ΊΚΑ, το αίτημα επιδίκασης στην πρώτη των εναγουσών της αποζημίωσης του ν. 551/1915 είναι μη νόμιμο και ως τοιούτο ορθά απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη, αφού, όπως εκτέθηκε στην αμέσως πιο πάνω νομική σκέψη, όταν ο παθών υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ και το ατύχημα δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη (ή των προστηθέντων του) ο τελευταίος απαλλάσσεται τόσο από την αποζημίωση του κοινού δικαίου όσο και από την ειδική αποζημίωση του ν. 551/1914, η απαλλαγή δε αυτή ισχύει και στην περίπτωση της ειδικής αμέλειας, κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στο γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων ή κανονισμού για τα μέτρα ασφαλείας. Επομένως, οι σχετικές αιτιάσεις των εναγόντων – εκκαλούντων, οι οποίες συγκροτούν τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεώς τους, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες.
V. Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα της εναγομένης _____ ___________, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και έγγραφα της συναφούς ποινικής δικογραφίας καθώς και φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, και από τις προσκομιζόμενες επίσης με επίκληση ένορκες βεβαιώσεις των ________. _________, _______ _________ και _________ _________, οι οποίες έγιναν ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου σύμφωνα με το άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ και περιέχονται οι μεν πρώτη και δεύτερη στις ________ και ___________, αντίστοιχα, πράξεις του Συμ/φου Αθηνών Θεοδ. Χαλκίδη, η δε τρίτη στην _____________ έκθεση του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η εναγομένη διατηρεί βιοτεχνία κατασκευής πλαστικών κιβωτίων — τελάρων στην οδό __________ ____ του ____ _________ __________ καθώς και αποθηκευτικό χώρο στην ίδια οδό και σε απόσταση 80 μέτρων περίπου από τις εγκαταστάσεις της. Στα πλαίσια της δραστηριότητας αυτής, η εναγομένη προσέλαβε με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον ________ υπήκοο ______________________________________________, γιο της πρώτης και αδελφό των λοιπών εναγόντων, στις 3.4.2006 και τον απασχόλησε έκτοτε ως εργάτη. Ειδικότερα, στα καθήκοντα που είχε αναθέσει στον ενλόγω εργάτη περιλαμβανόταν η συγκέντρωση των πλαστικών κιβωτίων από τις εγκαταστάσεις της, η τοποθέτησή τους σε παλέτες και η φόρτωσή τους με περονοφόρο όχημα (κλαρκ) σε φορτηγά της, προκειμένου να παραδοθούν στους πελάτες της, ή η μεταφορά τους με το κλαρκ και αποθήκευσή τους στον προαναφερόμενο αποθηκευτικό χώρο. Στις 12.12.2007, ο ______________________________________________ εργαζόταν στη νυχτερινή βάρδια της επιχείρησης με ωράριο εργασίας από τις 21:00 έως τις 5:00 ή εκτελώντας καθήκοντα προϊσταμένου, στα πλαίσια των οποίων κατένειμε τις εργασίες μεταξύ του λοιπού προσωπικού της βάρδιας. Ο ίδιος δε απασχολούνταν, μαζί με τον Πακιστανικής υπηκοότητας συνάδελφό του __________ __________, με τη συγκέντρωση των τελάρων, την τοποθέτησή τους σε παλέτες και τη μεταφορά τους με περονοφόρο όχημα, στον προαναφερόμενο αποθηκευτικό χώρο. Περί ώρα 4.45′ περίπου ο ______________________________________________, συνεχίζοντας την καθημερινή πρακτική που ακολουθούσε το προσωπικό της εναγομένης σύμφωνα με τις οδηγίες και τις υποδείξεις των νομίμων εκπροσώπων της, όσον αφορά τη συνεχή μεταφορά των πλαστικών κιβωτίων με περονοφόρα ανυψωτικά οχήματα, χρησιμοποίησε ένα χωρίς πινακίδες και άδεια κυκλοφορίας περονοφόρο ανυψωτικό όχημα (κλαρκ) της εναγομένης, μάρκας ________________ και τύπου FD 25, προκειμένου να εκτελέσει μεταφορά παλετών από τις εγκαταστάσεις της (οδός __________ αρ. __) στην παραπάνω αποθήκη αυτής. Σημειώνεται ότι ο ως άνω εργαζόμενος στερούνταν σχετικής αδείας χειρισμού περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος και ότι η χρήση του μηχανήματος αυτού απαγορεύεται ρητώς εκτός εργοστασιακού χώρου (βλ. την από 2.1 1.2008 επισήμανση της τεχνικού ασφαλείας της επιχειρήσεως, η οποία έχει καταχωρηθεί στο σχετικό βιβλίο που τηρείται από την τελευταία). Κατά τη διάρκεια ωστόσο της οδήγησης του ανωτέρω μηχανήματος, το οποίο κινούταν με οπισθοπορεία, διότι οι περόνες του ήταν έμφορτες με παλέτες που εμπόδιζαν την ορατότητα του οδηγού προς τα εμπρός, ο _________________ ____________________, εκτέλεσε λανθασμένο και απρόσεκτο χειρισμό — ελιγμό, με αποτέλεσμα το εν λόγω όχημα να επιπέσει με σφοδρότητα στην εμπρόσθια αριστερή γωνία προεξέχοντος τμήματος καρότσας με κοντέινερ, το οποίο ήταν σταθμευμένο στην αριστερή πλευρά της οδού ___________________, στο ύψος του αριθμού 19 αυτής. Εξαιτίας της πρόσκρουσης του κλαρκ στο κοντέινερ, η οπίσθια δεξιά κολώνα του πρώτου στρεβλώθηκε εντελώς και αποκολλήθηκε από το κύριο σημείο συνδέσεώς της με το κύριο σώμα του οχήματος, ενώ η οπίσθια αριστερή κολώνα κτυπήθηκε, χωρίς όμως να αποκολληθεί από το περονοφόρο όχημα. Ο ατυχής δε εργαζόμενος – οδηγός τραυματίστηκε πολύ σοβαρά, με αποτέλεσμα να αποβιώσει αμέσως λόγω βαρέων θλαστικών κακώσεων θώρακος, τις οποίες υπέστη κατά την πρόσκρουση (βλ. τη με αριθμ. πρωτ. ________________ ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας- νεκροτομής του Ιατροδικαστή Αθηνών Νικολάου Καρακούκη). Το ως άνω σταθμευμένο κοντέινερ δεν έγινε αντιληπτό από τον _______ __________ ______________, διότι ο φωτισμός στο σημείο εκείνο ήταν ανεπαρκής, ενώ το κλαρκ δεν διέθετε καθρέπτες για οπίσθια κίνηση, ούτε φως οπισθοπορείας. Πέραν δε αυτού, η σκουρόχρωμη μπλε απόχρωση της καρότσας, η οποία ταυτιζόταν με την απόχρωση του κοντέινερ, κατέστησε προφανώς δυσχερέστερη την αντίληψη από τον παθόντα του προεξέχοντος τμήματος, στο οποίο προσέκρουσε το περονοφόρο ανυψωτικό όχημα. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το επίδικο εργατικό ατύχημα οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια των οργάνων και προστηθέντων της εναγόμενης εταιρείας και του θανόντος εργαζομένου. Ειδικότερα, όσον αφορά την εναγομένη, αποδείχθηκε ότι επέβαλε και πάντως ανεχόταν τη χρήση του συγκεκριμένου περονοφόρου μηχανήματος αλλά και των άλλων δύο ανυψωτικών οχημάτων της από τον παθόντα, μολονότι ο τελευταίος δεν είχε την κατάλληλη προς τούτο εκπαίδευση αλλά ούτε και τη σχετική άδεια χειριστή τέτοιων μηχανημάτων κατά παράβαση του άρθρου 7 § 6 εδ. γ’ π.δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11/Α/1996), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το π.δ. 159/1999 (ΦΕΚ 147/Α/1999), αλλά και του άρθρου 4 § 4 παράρτημα II εδ. 2.1 π.δ. 395/1994 (ΦΕΚ 220/Α/1994), όπως αυτό τροποποιήθηκε με τα π.δ. 89/1999 (ΦΕΚ 94/Α/1999) και 31/1990 (ΦΕΚ 11/Α/1990). ; Πέραν όμως απ’ αυτό, επέτρεπε τη Χρήση του συγκεκριμένου ανυψωτικού μηχανήματος, μολονότι τούτο δεν διέθετε σύστημα με βοηθητική διάταξη βελτίωσης της ορατότητας του οδηγού σε περίπτωση οπισθοπορείας, κατά παράβαση του άρθρου 4 § 1 παράρτημα I § 1.3.6 εδ. δ’ π.δ. 395/1994 (ΦΕΚ 220/Α/1 994). Το πταίσμα δε των οργάνων και των προστηθέντων της εναγομένης ως προς την τήρηση των σχετικών κανόνων επιτείνεται/και από το γεγονός ότι αυτοί επέτρεπαν τη χρήση του επιδίκου και των λοιπών ανυψωτικών μηχανημάτων και εκτός του εργοστασιακού χώρου, όπως στην προκειμένη περίπτωση, καίτοι είχε γίνει η σχετική (προαναφερθείσα) σύσταση από τον τεχνικό ασφαλείας της επιχείρησης, να μην εξέρχονται τα ανυψωτικά μηχανήματα εκτός του εργοστασιακού χώρου. Οι προαναφερόμενες τεχνικές ελλείψεις (βοηθητικής διάταξης βελτίωσης της ορατότητας σε περίπτωση οπισθοπορείας), επιβεβαιώνονται από την με αριθμ. 357/2007 έκθεση έρευνας ατυχήματος των Τεχνικών Επιθεωρητών του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), στην οποία μνημονεύονται ειδικώς η έλλειψη καθρεπτών και φωτός οπισθοπορείας. Το σχετικό δε πόρισμα της ανωτέρω εκθέσεως δεν μπορεί να αναιρεθεί ή κλονιστεί από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, σύμφωνα με την οποία οι καθρέπτες αποκολλήθηκαν εξαιτίας της επίδικης σύγκρουσης, αφού η κατάθεση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο και ιδίως από τους Τεχνικούς Επιθεωρητές, οι οποίοι στην έκθεσή τους ουδόλως μνημονεύουν παράδοση ή επίδειξη σε αυτούς υπολειμμάτων καθρεπτών από το ανυψωτικό μηχάνημα. Η χρήση ανυψωτικών μηχανημάτων από μη εξειδικευμένο προσωπικό της εναγομένης, όπως ο παθών, η οποία, καθώς αποδείχθηκε, γινόταν κατόπιν σχετικών υποδείξεων και οδηγιών της διεύθυνσης της επιχειρήσεως, επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι η εναγομένη δεν απασχολούσε αδειούχο χειριστή ανυψωτικού μηχανήματος παρά μόνο βοηθούς χειριστές κλαρκ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την προαναφερόμενη με αριθμ. ___________ έκθεση έρευνας ατυχήματος των Τεχνικών Επιθεωρητών του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και επιβεβαιώνεται από τον ______________ _________ _______________, ο οποίος, καθώς δεν αμφισβητείται, απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εναγομένης μαζί με τον παθόντα μέχρι τις 30.1 1.2006 και κατέθεσε συγκεκριμένα ότι η χρήση από τον παθόντα του επίμαχου κλαρκ και κατά τη νυκτερινή βάρδια γινόταν εν γνώσει και κατ εντολής της εναγομένης (βλ. την _____________ ένορκη βεβαίωση). Εξάλλου, το συνομολογούμενο και από την εναγόμενη γεγονός ότι το επίδικο κλαρκ κατά τη στιγμή του ατυχήματος, είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα (κινούμενο μάλιστα με οπισθοπορεία), γεγονός που συνάγεται από τη σφοδρότητα της πρόσκρουσής του στο κοντέϊνερ. Υποδηλώνει επίσης ότι ο παθών το χρησιμοποιούσε συστηματικά για τη μεταφορά τελάρων και είχε αποκτήσει την εμπειρία αυτού. Πέραν απ’ αυτά, ”πρέπει να τονιστεί ότι η θέση της αποθήκης και η απόστασή της από τις εγκαταστάσεις της εναγομένης (80 περίπου μέτρα) δικαιολογεί τη χρήση περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος για την μεταφορά των παλετών στον συγκεκριμένο αποθηκευτικό χώρο σε καθημερινή βάση από το προσωπικό της εναγομένης. Ο αντίθετος δε ισχυρισμός της τελευταίας, ότι δηλαδή η μεταφορά των παλετών προς την αποθήκη γινόταν με φορτηγά, δεν κρίνεται πειστικός, αφού η χρήση φορτηγών για τη μεταφορά σε τόσο μικρή απόσταση τυγχάνει ασύμφορη από οικονομική και λειτουργική άποψη. Η χρήση άλλωστε της αποθήκης από τους εργαζομένους όλων των βαρδιών, οι οποίοι είχαν πρόσβαση σε αυτή, ενισχύεται και από τις από 13.12.2007 και 15.12.2008 προανακριτικές καταθέσεις του εργαζόμενου στην επιχείρηση της εναγομένης _____ _________, ο οποίος συγκεκριμένα κατά το χρόνο του ατυχήματος εργαζόταν στη νυκτερινή βάρδια, είχε δε προσωπική αντίληψη για το γεγονός της επανειλημμένης χρήσης του κλαρκ από τον θανόντα και της εκφόρτωσης από τον τελευταίο παλετών στο χώρο της αποθήκης. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η αποθήκη της επιχειρήσεως ήταν κλειδωμένη και ότι ο παθών εν αγνοία της χρησιμοποίησε το κλαρκ, δεν ενισχύεται από την κατάθεση του μάρτυρά της, διότι, ενώ αυτός κατέθεσε ότι ο θανών δεν είχε κατά το χρόνο του ατυχήματος στην κατοχή του τα κλειδιά της αποθήκης, δεν έδωσε επαρκείς και σαφείς εξηγήσεις ως προς τον προορισμό του παθόντος, ο οποίος αναμφισβήτητα χρησιμοποίησε το ανυψωτικό μηχάνημα, έμφορτο με παλέτες. Εξάλλου, η κρίση του Δικαστηρίου περί (συν)υπαιτιότητας της εναγόμενης στην επέλευση του επίδικου εργατικού ατυχήματος δεν μπορεί να αναιρεθεί από τις ένορκες βεβαιώσεις των _________ __________ (εργαζόμενου στην επιχείρηση της εναγομένης) και _______ ________ του __________ (σύζυγοι) του θύματος), αφού αυτοί δεν είχαν προσωπική αντίληψη για τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θανάσιμος τραυματισμός του _____ __________. Σημειώνεται ότι η σύζυγος του παθόντος έλαβε οικονομική ενίσχυση από την εναγόμενη μετά το ατύχημα, όπως συνομολογείται από την τελευταία.
Το επίδικο όμως εργατικό ατύχημα και ο θανάσιμος τραυματισμός του παραπάνω εργαζομένου οφείλεται και σε αμέλεια του ιδίου. Ειδικότερα, ο θανών, καίτοι εγνώριζε το βαθμό επικινδυνότητας του χειρισμού του συγκεκριμένου ανυψωτικού μηχανήματος, ενόψει και του μη επαρκούς φωτισμού της οδού και της ελλείψεως μέσων που θα διευκόλυναν την οπισθοπορεία του, δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή που όφειλε από τις περιστάσεις κατά τη διάρκεια του χειρισμού του ανυψωτικού μηχανήματος]αλλά κινήθηκε με ικανή ταχύτητα και απρόσεκτα, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί το προεξέχον τμήμα της καρότσας και επιπέσει σ αυτό με το μηχάνημα που οδηγούσε. Ενόψει των ανωτέρω, το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος στην επέλευση του επίδικου εργατικού ατυχήματος πρέπει να οριστεί σε 20 %, κατά μερική παραδοχή της σχετικής ενστάσεως συντρέχοντος πταίσματος που προέβαλε η εναγομένη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη των εναγόντων, μητέρα του θανόντος, και οι λοιποί ενάγοντες, αδέλφια αυτού (βλ. το προσκομιζόμενο σε πιστή μετάφραση και νόμιμα επικυρωμένο με αριθμ. ____________ πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης από την Υπηρεσία Κοινωνικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών της Αιγύπτου) διέμεναν κατά το χρόνο επέλευσης του επίδικου ατυχήματος στην Αίγυπτο και συναντιούνταν σπανίως, λόγω της αποστάσεως, με τον θανόντα και την οικογένειά του. Συνδέονταν όμως μαζί του με ισχυρούς ψυχικούς και συναισθηματικούς δεσμούς και αγάπης και έτσι αισθάνθηκαν ψυχικό άλγος, μεγάλη θλίψη και ψυχική ταλαιπωρία, από τον απρόσμενο θάνατό του. Με τα δεδομένα αυτά, οι ενάγοντες για ηθική παρηγοριά και ανόρθωση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Σημειώνεται, ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, ότι την παραπάνω αξίωση οι ενάγοντες θεμελιώνουν αποκλειστικά στο ελληνικό δίκαιο, το οποίο, σύμφωνα με όσα σημειώθηκαν στη νομική σκέψη της αμέσως προηγούμενης (με στοιχείο IV) παραγράφου, είναι εδώ εφαρμοστέο, διότι διέπει τη σύμβαση εργασίας που είχε συνάψει ο παθών με την εναγόμενη και στα πλαίσια της οποίας συνέβη το προπεριγραφόμενο ατύχημα. Επομένως, δεν πρέπει αυτοί να στερηθούν την προστασία που τους παρέχουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του) όπως είναι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω νομική σκέψη, οι διατάξεις του ν. 551/1915, που αποτελείται από κανόνες αναγκαστικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής, με τους οποίους, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 914, 922 και 932 ΑΚ, προσδιορίζονται τα πρόσωπα που δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, δηλαδή τα μέλη της οικογένειας του θανόντος, όπως η έννοια αυτή έχει διαπλαστεί από τη νομολογία, και οι οποίοι ισχύουν και για τους αλλοδαπούς και μάλιστα χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας δίκαιου για τους Έλληνες πολίτες από το Κράτος των θανόντων στο εργατικό ατύχημα (Αίγυπτο), δεδομένου ότι εξαιτίας της οικουμενικότητας της νεώτερης Δ.Σ. της Ρώμης (άρθρο 2 ν. 1792/1988) οι διατάξεις αυτής υπερισχύουν (άρθρο 28 § 1 Συντ.) των απηρχαιωμένων διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 2 – 3 του ν. 551/1915 και 1 της από 5.6.1925 Δ.Σ. «περί εξομοιώσεως των αλλοδαπών και ιθαγενών εργατών εν τη αποζημιώσει των ατυχημάτων της εργασίας» που κυρώθηκε με το ν.δ. της 30/31.10.1935 (βλ. σχετ. Εφ. Πειραιώς 193/2007 ΕΝαυτΔ 2007.89). Το ζήτημα δε ποιά πρόσωπα ανήκουν στην οικογένεια του θύματος, ώστε να θεμελιώσουν την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κρίνεται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 13, 14, 17, 18, 22 ΑΚ, δηλαδή στην κρινόμενη υπόθεση από το Αιγυπτιακό δίκαιο (βλ. σχετ. ΑΠ 3/2007 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΑΠ 799/2009 και 1847/2009 ΝοΒ 2009.2123 επ. με σχόλιο Ηλία Κωνσταντόπουλου), το οποίο, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη ιδιωτική γνωμοδότηση του Αιγύπτιου δικηγόρου Salah Μ El Mokadem και είναι γνωστό στο Δικαστήριο από προηγούμενες ενέργειες του (άρθρο 336 παρ. 2 ΚΠολΔ – βλ. σχετ. ΕφΠειρ. 218 – 220/2010 και 534/ 2010 αδημ.), ταυτίζεται με τις ως άνω διατάζεις του Ελληνικού Δίκαιου. Ενόψει λοιπόν τούτων, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό πταίσματος των οργάνων και προστηθέντων της εναγομένης, το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θανόντος, το βαθμό συγγένειας του τελευταίου με τους ενάγοντες, την κοινωνική και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων και το ψυχικό άλγος που κάθε ένας από τους ενάγοντες υπέστη εξαιτίας του θανάτου του συγγενούς του, κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση α) στην πρώτη των εναγόντων πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ και β) σε κάθε ένα των λοιπών τριάντα χιλιάδων ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά, η εκκαλουμένη, εφόσον, ως προς το ζήτημα της συνυπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και του παθόντος κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά, στις ίδιες κρίσεις κατέληξε, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, οι αντίθετοι δε ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν τον πρώτο λόγο της εφέσεως της εναγομένης και τους δεύτερο και τρίτο λόγους της εφέσεως των εναγόντων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όσον αφορά όμως το ζήτημα του ύψους της οφειλόμενης στους ενάγοντες χρηματικής ικανοποίησης, εφόσον επιδίκασε μικρότερο ποσό στην πρώτη των εναγόντων και μεγαλύτερα ποσά στους λοιπούς, όπως βάσιμα εν μέρει προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο της εφέσεως της εναγόμενης και τον τέταρτο λόγο της εφέσεως των εναγόντων, κατά το μέρος αυτό η εκκαλουμένη έσφαλε.
VI. Μετά τις σκέψεις που προηγήθηκαν και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να γίνουν εν μέρει δεκτές ως βάσιμες και στην ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να εκδικαστεί η αγωγή και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ τους κατά το λόγο της νίκης και της ήττας τους, εφόσον δε η αγωγή γίνεται εντέλει δεκτή για τα ως άνω ποσά, να καταδικαστεί η εναγομένη σε ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και να συμψηφιστεί αυτή κατά το υπόλοιπο (άρθρα 106, 178, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ και 98 επ. Κώδικα Δικηγόρων), όπως ορίζεται επίσης στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.
Διατάσσει τη συνεκδίκαση των κρινόμενων από 10.4.2010 και 9.4.2010 (αριθμ. εκθ. κατάθεσης ____ και __________, αντίστοιχα) εφέσεων με τον πρόσθετο λόγο εφέσεως που ασκήθηκε με τις προτάσεις.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.
Δέχεται κατά το τυπικό μέρος και εν μέρει κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη 1232/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διακρατεί την υπόθεση και εκδικάζει την ένδικη από 30.4.2009 (αριθ. εκθ. καταθ. 4244/ 30-4-2009) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη των εναγόντων πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) ευρώ και σε κάθε ένα των λοιπών εναγόντων τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Και
Καταδικάζει την εναγομένη σε ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε τέσσερις χιλιάδες ευρώ (4.000 Ε), και τη συμψηφίζει κατά το υπόλοιπο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 10 Μαίου 2012 και δημοσιεύθηκε, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου;στις 14 Μαίου 2012, χωρίς την
παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ