fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

Αριθμός Απόφασης
4157/2011

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 14°

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ευγενία Προγάκη, Πρόεδρο Εφετών, Απόστολο Παπαθεοδώρου, Εφέτη, Γεώργιο Αυγέρη, Εφέτη- Εισηγητή και από την Γραμματέα Σωτηρία Μπουζιάνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Μαίου 2011, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α ΈΦΕΣΗ

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου …, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Χρήστος Οικονομάκης. .ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) κοινοπραξίας με την επωνυμία «…» και διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην … και. εκπροσωπείται σύμφωνα με το νόμο, 2) … του …, κατοίκου … και 3) …του …, κατοίκου …, τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Γεωργία Σταθακάρου, με δήλωση.

Β’ ΕΦΕΣΗ

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) κοινοπραξίας με την επωνυμία «…» και διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην … τελεί σε εκκαθάριση και εκπροσωπείται σύμφωνα με το νόμο, 2) … του …, κάτοικο … και 3) … του… , κατοίκου …, τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Γεωργία Σταθακάρου, με δήλωση.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) … του …, κατοίκου …, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Χρήστος Οικονομάκης, 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, εκπροσωπείται σύμφωνα με το νόμο και την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ελευθέριος Λεβέντης, με δήλωση και 3) … του … και της …, κατοίκου …, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο εκκαλών … ζητούσε να γίνει δεκτή η από 3.1.2006 και με αριθμό κατάθεσης 41/2006 κύρια αγωγή του, ενώ οι εναγόμενοι της κύριας αγωγής ζητούσαν να γίνει δεκτή η από 27.2.2006 και με αριθμό κατάθεσης 2970/2006 ανακοίνωση της δίκης- προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή τους.

Επί της ανωτέρω κύριας αγωγής και προσεπίκλησης- παρεμπίπτουσας αγωγής εκδόθηκε η 1869/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την κύρια αγωγή και την παρεμπίπτουσα αγωγή.

Ήδη, ο εκκαλών- ενάγων .. με την από 6.7.2009 έφεση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αριθμό 6639/7.7.2009, προσδιορίστηκε για τις 13.5.2010, κατά την οποία αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφηκε στο πινάκιο, ζητεί την εξαφάνιση της παραπάνω απόφασης.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν (ΚΠολΔ 246), ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος- κυρίως ενάγοντος παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις με τις οποίες ζητεί να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, οι δε λοιποί πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 242 παρ.2 και προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ζητούν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της 1869/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 215 επ.), αφενός μεν έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν από την επίδοση της απόφασης που εκκαλείται (ΚΠολΔ 495 παρ.1, 511, 513, 516 παρ.1, 517, 518), αφετέρου δε παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (ΚΠολΔ 19). Πρέπει, επομένως, αφού συνεκδικαστούν, λόγω της προφανούς συνάφειας (ΚΠολΔ 246), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσία, ερήμην του τρίτου εκκαλούντος … του …, ο οποίος παρόλο που κλητεύθηκε για τη δικάσιμο της 13.5.2010, κατά την οποία αναβλήθηκε εκ του πινακίου για την παραπάνω δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, (βλ. την 9439/20.7.2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Θεοδώρου Μαστραντώνη). Ωστόσο η διαδικασία ως προς την έφεση θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών. (ΚΠολΔ 226 παρ.4 και 524 παρ.4).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών- εφεσίβλητος … με την από 3.1.2006 αγωγή του, που κατάθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (αριθ καταθ 41/2006), ζητούσε, μετά τη νόμιμη εν μέρει μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν, σε ολόκληρο ο καθένας, να του καταβάλουν το ποσό των 526,48 ευρώ για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους και το ποσό των 250.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθική βλάβης, καθώς επίσης να υποχρεωθούν να του καταβάλουν το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Επίσης, οι εναγόμενοι της κύριας αγωγής και ήδη εκκαλούντες, με την από 27.2.2006 (αριθ καταθ . 2970/2006) ανακοίνωση δίκης- προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή ζητούσαν να παρέμβουν υπέρ των ιδίων οι προσεπικαλούμενοι- παρεμπιπτόντως εναγόμενοι ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…» και …, καθώς επίσης να υποχρεωθούν αυτοί να καταβάλουν ότι ποσό υποχρεωθούν οι ίδιοι με την απόφαση να καταβάλουν στον κυρίως ενάγοντα. Επί της κυρίας αγωγής και της προσεπίκλησης- παρεμπίπτουσας αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη 1869/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δέχτηκε εν μέρει την κυρία αγωγή, επιδικάζοντας στον ενάγοντα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 80.000 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 50.000 ως καταψηφιστικό και το ποσό των 30.000 ευρώ ως αναγνωριστικό, καθώς επίσης και το ποσό των 350 ευρώ ως θετική ζημία. Επίσης, απέρριψε την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή ως προς την πρώτη παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία και δέχτηκε εν μέρει αυτή ως προς το δεύτερο παρεμπιπτόντως αναγόμενο …, αναγνωρίζοντας ότι ο τελευταίος οφείλει να καταβάλει στην πρώτη παρεμπιπτόντως ενάγουσα κοινοπραξία το ποσό των 40.175 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες (ενάγων και εναγόμενοι), ισχυριζόμενοι ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και την παρεμπίπτουσα αγωγή, ζητώντας ύστερα από αυτά να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό, όσον μεν αφορά τον εκκαλούντα- κυρίως ενάγοντα να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η αγωγή του, όσον δε αφορά τους εκκαλούντες- εναγομένους της κυρίας αγωγής και ενάγοντες της παρεμπίπτουσας αγωγής να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου τους, άλλως στην περίπτωση που αυτή γίνει δεκτή να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρία και η παρεμπίπτουσα αγωγή τους.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, των 3996 και 3997/24.5.2011 ένορκων βεβαιώσεων μαρτύρων του ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη, καθόσον προηγήθηκε νόμιμη και εμπρόθεσμη γνωστοποίηση προς τους αντιδίκους, σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 529, 270 (βλ. τις 10681, 10682 και 10683/28.5.2001 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ιωάννη Ζήση) και των εγγράφων που οι διάδικοι με επίκληση προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα κοινοπραξία συστάθηκε προκειμένου να αναγερθεί νέα πολυώροφη οικοδομή στο οικόπεδο της … χας …, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών … και …, στο …. Η κοινοπραξία αυτή δεν απέκτησε νομική προσωπικότητα, καθώς δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και λειτούργησε ως εν τοις πράγμασι εταιρεία, όταν ολοκλήρωσε το έργο για την εκτέλεση του οποίου συστάθηκε, υπήχθη σε καθεστώς εκκαθάρισης, με εκκαθαριστές τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους, οι οποίοι την εκπροσωπούν και ευθύνονται αλληλεγγύως και σε ολόκληρο με αυτήν (πρώτη) για τις οφειλές της. (βλ. την από 15.7.2004 σύσταση κοινοπραξίας με αριθμό θεώρησης 5/2004 της Δ.Ο.Υ. ΙΗ Αθηνών και την από 1.12.2004 τροποποίηση συμφωνητικού σύστασης κοινοπραξίας, με αριθμό θεώρησης 219/2004 της ίδιας Δ.Ο.Υ). Η τελευταία (κοινοπραξία) απασχολούσε ως ανεξάρτητο εξωτερικό συνεργάτη τον κυρίως ενάγοντα, συνταξιούχο λογιστή, ο οποίος ειδικά ανέλαβε την κατάθεση και πληρωμή των μηνιαίων καταστάσεων και κάθε σχετικού που απαιτείται από το ΙΚΑ Πειραιά για το πιο πάνω έργο της ανέγερσης της πολυώροφης οικοδομής, (βλ. την από 10.1.2005 εξουσιοδότηση των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων προς τον κυρίως ενάγοντα). Η προς ανέγερση οικοδομή, κατά το χρόνο του συμβάντος, βρισκόταν στο στάδιο των επιχρισμάτων και είχε ανατεθεί με βάση το από 11.5.2005 ιδιωτικό συμφωνητικό έργου, η εκτέλεση των επιχρισμάτων από την πρώτη κοινοπραξία στο δεύτερο καθ’ ου η προσεπίκληση- δεύτερο παρεμπιπτόντως εναγόμενο …, ο οποίος ως υπεργολάβος ανέλαβε να ολοκληρώσει το συμφωνηθέν έργο εντός 5 μηνών. Έτσι, εκτός του υπεργολάβου ο οποίος ευθύνεται για τις ζημίες που προκάλεσε υπαίτια και παράνομα σε τρίτο, συνυπεύθυνη είναι και η εργολάβος πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφάλειας, καθόσον αυτή ευθύνεται σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ν.1396/83 και η ανάθεση της εκτέλεσης τμήματος του έργου σε υπεργολάβο με οποιαδήποτε συμφωνία δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση επίβλεψης και ελέγχου του υπεργολάβου και ειδικά για τη λήψη και την τήρηση των μέτρων ασφάλειας. (ΑΠ 1781/2009, ΑΠ 1210/2006). Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι στην είσοδο της υπό ανέγερσης οικοδομής υπήρχε πλέγμα το οποίο κατά τη διάρκεια των εργασιών ήταν ανοιχτό και έτσι μπορούσαν να εισέλθουν τρίτοι εντός της οικοδομής, επιπλέον δε περιμετρικά του εργοταξίου υπήρχε τοποθετημένο πλέγμα και πάνω σε αυτό, όπως και σε συγκεκριμένα σημεία των υπαρχόντων ικριωμάτων υπήρχαν πινακίδες με την ένδειξη «ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ- ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑ- ΠΡΟΣΟΧΗ- ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΘΑ ΦΟΡΟΥΝ ΚΡΑΝΟΙ». Στις 4.10.2005 το πρωί ο κυρίως ενάγων μετέβη στο εργοτάξιο, μετά από συνεννόηση με το δεύτερο εναγόμενο, όπως συνήθως έπραττε, για να παραλάβει τις μηνιαίες καταστάσεις των εργαζόμενων. Μόλις έφθασε, κλήθηκε από το δεύτερο εναγόμενο να ανέβει στον τέταρτο όροφο της οικοδομής. Πριν αρχίσει να ανεβαίνει την κλίμακα ζήτησε κράνος, πλην όμως δεν του χορηγήθηκε. Καθώς ανέβαινε την κλίμακα και λίγο πριν φτάσει στον τέταρτο όροφο, δέχθηκε με σφοδρή πίεση στο κεφάλι μεγάλο φορτίο υλικού σοβαντίσματος, το οποίο κυριολεκτικά τον περιέλουσε, εισήλθε στα μάτια του και τον ώθησε με σφοδρότητα προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να πέσει στο πλατύσκαλο της κλίμακας πριν από τον τέταρτο όροφο και να υποστεί σωματικές βλάβες. Ειδικότερα, κατά το χρόνο που ο ενάγων ανέβαινε την κλίμακα, βρισκόταν σε λειτουργία η πρέσα, με την οποία ανυψωνόταν το υλικό για το σοβάντισμα από το ισόγειο στους ψηλότερους ορόφους. Ο σωλήνας που περιείχε το ανωτέρω υλικό, λόγω φθοράς, έσπασε (άνοιξε) με αποτέλεσμα την εκτίναξη με μεγάλη πίεση εκτός αυτού ποσότητας υλικού σοβαντίσματος, το οποίο επέπεσε στο κεφάλι και το πρόσωπο του κυρίως ενάγοντος, τον οποίο και τραυμάτισε. Υπαίτιοι των σωματικών, βλαβών του κυρίως ενάγοντος είναι, εκτός του υπεργολάβου, οι εναγόμενοι. Οι τελευταίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια που όφειλαν και μπορούσαν να επιδείξουν και δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας στο εργοτάξιο όπου διενεργούνταν οικοδομικές εργασίες, προκειμένου να αποφευχθούν ατυχήματα. Αρχικά, δεν ασκούσαν την εποπτεία και δεν έλεγξαν την καλή λειτουργία και συντήρηση του μηχανήματος ανύψωσης (πρέσας) του υλικού σοβατίσματος, που χρησιμοποιούσε ο υπεργολάβος, ούτε φρόντισαν για την καλή λειτουργία και συντήρηση του, με αποτέλεσμα, λόγω φθοράς του σωλήνα μεταφοράς του υλικού να μην αντέξει αυτός στις υψηλές πιέσεις που δεχόταν κατά τη μεταφορά του υλικού αυτού και να σπάσει με επακόλουθο να εκτοξευτεί το υλικό, στο πρόσωπο του κυρίως ενάγοντος και τον τραυματισμό αυτού, (βλ., άρθρα 3 και 7 του ν. 1396/83 και 47 του π.δ. 1073/81). Επίσης, δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να μην εισέρχονται στο εργοτάξιο τρίτοι κατά τη διάρκεια των εργασιών, καθώς το πλέγμα και οι πινακίδες που είχαν αναρτήσει περιμετρικό του εργοταξίου δεν ήταν επαρκείς, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πινακίδες- σημάνσεις όπως απαιτεί το π.δ.105/95, προκειμένου να εμποδίσουν την είσοδο κάθε τρίτου. Μάλιστα το πλέγμα μπορούσε να ανοιχθεί με ευκολία κατά τη διάρκεια των εργασιών, επιπλέον δε δεν υπήρχε άτομο (φύλακας) που θ ήλεγχε το χώρο και θα εμπόδιζε την είσοδο κάθε τρίτου, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια που η είσοδος του εργοταξίου ήταν ανοιχτή. Επίσης, παρέλειψαν να υποχρεώσουν τους εισερχόμενους στο χώρο τρίτους ή εργαζόμενους να φορούν κράνη, όπως απαιτείται από το άρθρο 103 του π.δ.1073/81. Τέλος, αποδείχθηκε ότι μετά τον τραυματισμό του ενάγοντος, οι εναγόμενοι δεν μερίμνησαν για την άμεση παροχή πρώτων βοηθειών στον ενάγοντα και την άμεση μεταφορά αυτού στο νοσοκομείο, όπως απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ.2 του π.δ.1073/81, αλλά όπως αποδεικνύεται από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, τον εγκατέλειψαν αβοήθητο και με τη βοήθεια ενός αλλοδαπού εργάτη, που ενήργησε αυτοβούλως, μεταφέρθηκε τελικά στο νοσοκομείο. Πέραν, όμως της ευθύνης του υπεργολάβου – παρεμπιπτόντως δεύτερου εναγομένου και της συνυπευθυνότητας των εργολάβων εναγομένων, ευθύνη φέρει και ο κυρίως ενάγων, σύμφωνα με την ΑΚ 300, ο οποίος με δικό του πταίσμα συντέλεσε στην έκταση της ζημίας που υπέστη. Ειδικότερα, δεν επέδειξε την επιμέλεια του μέσου ανθρώπου να μην θέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο και παραβλέποντας τις πινακίδες, την έλλειψη κράνους και τους κινδύνους που εμφιλοχωρούν σε ένα εργοτάξιο, όπως το συγκεκριμένο, εισήλθε στο χώρο και μάλιστα πλησίον του χώρου όπου εκτελούνταν εργασίες (σοβάντισμα). Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι ο κυρίως ενάγων βαρύνεται με ποσοστό 30% συνυπαιτιότητας για την πρόκληση του ατυχήματος του, γενομένης μερικά δεκτής της ένστασης που πρόβαλαν οι εναγόμενοι και η πρώτη παρεμπιπτόντως εναγομένη, ενώ οι εναγόμενοι βαρύνονται με ποσοστό συνυπαιτιότητας 70% για την πρόκληση του ατυχήματος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κυρίως ενάγων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο … «…» όπου διαπιστώθηκε ότι λόγω του τραυματισμού του, υπέστη χημικό έγκαυμα κερατοειδούς αμφοτέρων των οφθαλμών. Έγινε στο εν λόγω νοσοκομείο καθαρισμός των οφθαλμών, πιεστική επίδεσή τους και του συνεστήθη επανεξέταση στο εφημερεύον, όπως επίσης και ψυχιατρική εκτίμηση (βλ. ιδία το από 4.10.2005 ιατρικό σημείωμα του ως άνω νοσοκομείου, που πιστοποιεί χημικό έγκαυμα των οφθαλμών και το 46592/26.10.2005 πιστοποιητικό εξέτασης του νοσοκομείου αυτού). Επίσης, κατά τον ανωτέρω χρόνο διαπιστώθηκε συνεπεία του προαναφερόμενου τραυματισμού του ότι είχε αγχώδεις κρίσεις (βλ. το 46592/ 3.11.2005 πιστοποιητικό του ίδιου νοσοκομείου). Μετά από εξέταση του στις 19.10.2005 από τον Ισαάκ Σούση, νευρολόγο, διαπιστώθηκε ότι είχε κρίσεις πανικού και για το λόγο αυτό του χορηγήθηκε σχετική φαρμακευτική αγωγή (βλ. την από 19.10.2005 συνταγή του ως άνω ιατρού). Σύμφωνα δε με την από 9.11.2005 «ιατρική βεβαίωση του Πρότυπου Οφθαλμολογικού Κέντρου, ο κυρίως εναγών έχει υποστεί θόλωση του στρώματος στον αριστερό οφθαλμό, βρισκόταν υπό συνεχή φαρμακευτική αγωγή και η οπτική του οξύτητα στο δεξιό οφθαλμό είναι 8/10, ενώ στον αριστερό οφθαλμό του 3/10. Μάλιστα, λόγω του χημικού εγκαύματος των οφθαλμών του επισκέφτηκε πέντε (5) φορές τον χειρούργο οφθαλμίατρο Περικλή Κοσμίδη και δαπάνησε για αυτό το λόγο το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, όπως αποδεικνύεται, από την 1476/10.11.2005 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ίδιου ιατρού. Αργότερα, στις 14.11.2005 ο κυρίως ενάγων εξετάστηκε στο Τζάνειο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά για καρδιολογικά προβλήματα, τα οποία, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι συνδέονται αιτιωδώς με τον ανωτέρω τραυματισμό του. Επίσης, παρότι μετά από εξέταση του στις 25.10.2005 στο ΙΚΑ, στο οποίο είχε προσέλθει προς εξέταση λόγω έντονου άλγους στον δεξί ώμο από την προαναφερθείσα πτώση, δεν είχε διαπιστωθεί οπτικά βλάβη θλάση δεξιού ώμου, ωστόσο κατά την από 18.11.2005 ιατρική γνωμάτευση του Περπιράκη Γεωργίου, ελεγκτή του ΙΚΑ, θεωρημένη στις 18.11.2005 από τον ελεγκτή ιατρό Σπάρτινο Στέφανο, διαπιστώθηκε πως ο κυρίως ενάγων παρουσίαζε μετατραυματική περιαρθρίτιδα και του συστήθηκε φυσιοθεραπευτική αγωγή, 10 συνεδριών διαθερμιών, 10 συνεδριών υπερήχων και 10 συνεδριών laser (βλ. την από 18.11.2005 ιατρική γνωμάτευση ΙΚΑ που πιστοποιεί τα ανωτέρω και το συνημμένο παραπεμπτικό φυσικοθεραπείας). Στις 21.11.2005 ο κυρίως ενάγων προσήλθε στο Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιά στο καρδιολογικό τμήμα και του συστήθηκε εξέταση «HOLTER πιέσεως», στην οποία υπεβλήθη. Όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η παραπάνω εξέταση συνδέεται αιτιωδώς με τον παραπάνω τραυματισμό. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων μέχρι τον ένδικο τραυματισμό είχε πολύ καλή φυσική κατάσταση και λάμβανε μέρος σε αγώνες δρόμου (βλ. το από 23.4.2005 δίπλωμα τερματισμού του στον 10 χιλ. «δρόμο θυσίας» του Μεσολογγίου, το δίπλωμα δρόμου θυσίας 2005 του Δήμου Διστόμου και το από Σεπτεμβρίου 2005 αναμνηστικό δίπλωμα του «Κολοκοτρώνειου» δρόμου 10.000 μέτρων). Μετά τον ένδικο τραυματισμό του ωστόσο και συνεπεία αυτού αδυνατεί να συνεχίζει τις δραστηριότητες αυτές. Περαιτέρω αποδείχθηκε πως η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης δεν κρίνεται αναγκαία, καθώς έχει αποδειχθεί πλήρως η κατάσταση της υγείας του κυρίως ενάγοντος, απορριπτόμενου στην ουσία του σχετικού αιτήματος των εναγομένων και της πρώτης παρεμπιπτόντως εναγομένης. Συνολικά, δηλαδή ο κυρίως ενάγων υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων θετική ζημία ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ, από το οποίο το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ βαρύνει τους εναγομένους, σύμφωνα με το ποσοστό συνυπαιτιότητάς τους (500 ευρώ X 70%). Δεχόμενη, λοιπόν, τα ίδια η εκκαλούμενη απόφαση ορθώς έκρινε. Αντίθετα, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι έφεσης του εκκαλούντος- κυρίως ενάγοντος, με τους οποίους προσβάλλονται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οι διατάξεις της εκκαλούμενης που αναφέρονται στην κατά ποσοστό 30% συνυπαιτιότητάς του και στην έλλειψη πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας των παράνομων ενεργειών των εναγομένων με τα επικαλούμενα καρδιολογικά προβλήματα του ίδιου (κυρίως ενάγοντος) πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, συντέλεσε και ο ίδιος από δικό του πταίσμα στην έκταση της ζημίας που υπέστη, επιπλέον δε τα επικαλούμενα καρδιολογικά προβλήματα δεν αποδείχθηκε ότι είναι απότοκα των παράνομων και υπαίτιων ενεργειών των εναγομένων και δεν βρίσκονται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια. Επίσης, απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι είναι και οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι έφεσης των εκκαλούντων- κυρίως εναγομένων, οι οποίοι προσβάλλουν για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων τις διατάξεις της εκκαλούμενης, που αναφέρονται στην υπαιτιότητά τους κατά ποσοστό 70%, στην ύπαρξη εντολής εκ μέρους του δεύτερου των εναγομένων για να εισέλθει ο κυρίως ενάγων στο εργοτάξιο, στη μη χορήγηση κράνους στον τελευταίο, παρόλο που ζητήθηκε, στην έλλειψη μέτρων ασφάλειας, στην μη έγκαιρη παροχή βοήθειας στον κυρίως ενάγοντα κατά την ώρα του τραυματισμού του και στην απόρριψη του αιτήματος ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Όπως παραπάνω αποδείχθηκε οι εκκαλούντες – κυρίως εναγόμενοι δεν ασκούσαν την εποπτεία και δεν έλεγξαν την καλή λειτουργία και συντήρηση του μηχανήματος ανύψωσης (πρέσας) του υλικού σοβαντίσματος, που χρησιμοποιούσε ο υπεργολάβος, ούτε φρόντισαν για την καλή λειτουργία και συντήρηση του, με αποτέλεσμα, λόγω φθοράς του σωλήνα μεταφοράς του υλικού να μην αντέξει αυτός στις υψηλές πιέσεις που δεχόταν κατά τη μεταφορά του υλικού αυτού και να σπάσει με επακόλουθο να εκτοξευτεί το υλικό στο πρόσωπο του κυρίως ενάγοντος και τον τραυματισμό αυτού. Η φθορά του σωλήνα της πρέσας και η πρόκληση του τραυματισμού του κυρίως ενάγοντα από την εκτόξευση του υλικού σοβατίσματος, δεν αμφισβητείται ειδικά από τους εναγομένους. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος κάλεσε τον κυρίως ενάγοντα να εισέλθει στο εργοτάξιο, ο οποίος εισήλθε χωρίς να του χορηγηθεί κράνος, παρόλο που ζήτησε να του χορηγηθεί. Αυτό αποδεικνύεται από την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε με επιμέλεια του κυρίως ενάγοντα, ενώ αντίθετα οι εναγόμενοι κανένα αποδεικτικό στοιχείο επικαλούνται και προσκομίζουν περί του αντιθέτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να μην εισέρχονται στο εργοτάξιο τρίτοι κατά τη διάρκεια των εργασιών, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πινακίδες- σημάνσεις όπως απαιτεί το π.δ.105/95, πλην του πλέγματος και των πινακίδων, που όπως παραπάνω αναφέρεται δεν ήταν επαρκείς. Μάλιστα, το πλέγμα μπορούσε να ανοιχθεί με ευκολία κατά τη διάρκεια των εργασιών, καθώς η υπάρχουσα κλειδαριά ασφαλείας χρησιμοποιούνταν μόνο κατά τη νύχτα μετά το πέρας των εργασιών, επιπλέον δε δεν υπήρχε άτομο (φύλακας) που θα ήλεγχε το χώρο και θα εμπόδιζε την είσοδο κάθε τρίτου, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια που η είσοδος του εργοταξίου ήταν ανοιχτή. Τέλος, παρέλειψαν να υποχρεώσουν τους εισερχόμενους στο χώρο τρίτους ή εργαζόμενους να φορούν κράνη, όπως απαιτείται από το άρθρο 103 του π.δ.1073/81. Η επικαλούμενη εκ μέρους των εναγομένων από 4.5.2006 τεχνική έκθεση των εμπειρογνωμόνων «________  ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Ο.Ε» δεν αναιρεί τα ανωτέρω αποδειχθέντα. Η τελευταία στην προσπάθεια της να αναιρέσει τα όσα καταγγέλλονται από τον κυρίως ενάγοντα, προβαίνει σε προσωπικές εκτιμήσεις και όχι σε αντικειμενική αναφορά των περιστατικών εκείνων που συνέβησαν κατά τον τραυματισμό, όπως έπρεπε να πράξει. Έτσι κάτω από το πρίσμα αυτό, θεωρεί δεδομένο ότι δεν δόθηκε εντολή από το δεύτερο εναγόμενο να εισέλθει ο ενάγων στο εργοτάξιο, ότι τα αναφερόμενα στην καταγγελία του ενάγοντος είναι αόριστα και αντιφατικά, κρίσεις που δεν αποτελούν έργο μίας τεχνικής έκθεσης και τέλος αυθαίρετα καταλήγει όπως ειδικά αναφέρει ότι η εντύπωση που σχημάτισε είναι ότι ο ενάγων με δική του πρωτοβουλία και χωρίς κράνος εισήλθε στο εργοτάξιο, χωρίς να συνοδεύεται η κρίση του αυτή με κάποιο πραγματικό γεγονός. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι μετά τον τραυματισμό του ενάγοντος, οι εναγόμενοι δεν μερίμνησαν για την άμεση παροχή πρώτων βοηθειών στον ενάγοντα και την άμεση μεταφορά αυτού στο νοσοκομείο. Το ανωτέρω αποδεικνύεται από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, αλλά και από την παντελή απουσία αντίθετων αποδεικτικών στοιχείων. Τέλος, ορθώς η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε το αίτημα ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύουν πλήρως την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος και οδηγούν σε πλήρη δικανική πεποίθηση περί της υγείας του.

Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το ατύχημα, την προαναφερόμενη βλάβη που υπέστη ο κυρίως εναγών, το ποσοστό συνυπαιτιότητας των διαδίκων, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, ο κυρίως ενάγων υπέστη ηθική βλάβη και πρέπει να του επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η. οποία ανέρχεται στο ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ. Δεχόμενη, λοιπόν, τα ίδια η εκκαλούμενη ορθώς έκρινε και οι περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος κυρίως ενάγοντος και έβδομος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων- κυρίως εναγόμενων με τους οποίους προσβάλλεται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων η διάταξη περί του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι με το … ασφαλιστήριο η δεύτερη εφεσίβλητη- πρώτη παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, ανέλαβε την ασφαλιστική κάλυψη του παραπάνω έργου που είχε αναλάβει η πρώτη εκκαλούσα- πρώτη παρεμπιπτόντως ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 29.11.2004 έως 29.11.2006. Συγκεκριμένα, ανέλαβε να καλύψει την αστική ευθύνη της πρώτης εκκαλούσας- παρεμπιπτόντως ενάγουσας εργολάβου έναντι τρίτων μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ για σωματικές βλάβες. Πράγματι, ο κυρίως ενάγων, ως εξωτερικός συνεργάτης της πρώτης των παρεμπιπτόντως εναγόντων, ήταν σε σχέση με αυτήν τρίτος και όχι εργαζόμενος αυτής, ενώ το ατύχημα που υπέστη εμπίπτει στο πεδίο κάλυψης του παραπάνω ασφαλιστηρίου. Όμως, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.1 των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου κάλυψης παντός κινδύνου κατασκευής έργων, που διέπουν την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση, σύμφωνα με την πρώτη εκ των σημαντικών επισημάνσεων για τον λήπτη της ασφάλισης, που δηλώνεται στην αρχή του εν λόγου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, προβλέπεται ότι ο λήπτης της ασφάλισης είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προστασίας σαν να μην υπήρχε η ασφάλιση, οφείλει επίσης να τηρεί απαρεγκλίτως όλες τις νόμιμες διατάξεις, τα υποχρεωτικά μέτρα ασφαλείας και γενικότερα ότι προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις για τις εργασίες που καλύπτονται από το ασφαλιστήριο. Μάλιστα δε με την παράγραφο 10 του ανωτέρω άρθρου προβλέπεται ότι η συμμόρφωση στους γενικούς όρους και συνακόλουθα και στα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία υποχρέωσης για καταβολή του ασφαλίσματος. Όμως, όπως αποδείχθηκε και αναλυτικά ανωτέρω αναφέρεται, οι παρεμπιπτόντως ενάγοντες παρέλειψαν την τήρηση κάποιων από τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας, παράλειψη η οποία είχε ως αποτέλεσμα το ατύχημα του κυρίως ενάγοντος. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η σχετική ένσταση που πρόβαλε η πρώτη παρεμπιπτόντως εναγομένη και να απαλλαγεί από την ευθύνη κάλυψης της πρώτης των παρεμπιπτόντως ενάγουσας, καθώς δεν τήρησε τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που αποτελούν προϋπόθεση για τη δημιουργία υποχρέωσης της ασφαλιστικής εταιρείας για καταβολή του ασφαλίσματος. Δεχόμενη, λοιπόν τα ίδια η εκκαλούμενη απόφαση ορθά έκρινε και ο περί του αντιθέτου όγδοος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων- εναγομένων- παρεμπιπτόντως εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ο πιο πάνω αναφερόμενος γενικός όρος, όπως και οι λοιποί γενικοί όροι, αποτελούν ορούς της επίδικης σύμβασης, δεδομένου ότι από την αρχή επισημαίνεται ότι, η επίδικη σύμβαση διέπεται από τους γενικού και ειδικούς όρους και το παράρτημα, επιπλέον επισυνάπτονται στο ασφαλιστήριο και αποτελούν ενιαίο σύνολο μ’ αυτήν. Ως εκ τούτου η εκκαλούσα και παρεμπιπτόντως ενάγουσα κοινοπραξία είχε τη δυνατότητα να λάβει, γνώση και έλαβε γνώση που περιεχομένου της σύμβασης αλλά και των γενικών όρων αυτής που είχαν επισυναφθεί και που ρητά στη σύμβαση αναφέρεται ότι την διέπουν. Δεν είναι δε δυνατή η κήρυξη ως ανίσχυρου, παράνομου ή καταχρηστικού του γενικού αυτού όρου, εκ του λόγου και μόνου ότι κατά την περίπτωση που ισχύει ο όρος αυτός, τότε δεν υφίσταται κίνδυνος για τον οποίο έπρεπε να τους καλύψει η ασφαλιστική εταιρεία, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει ρητή αναφορά στη σύμβαση περί του συγκεκριμένου όρου και δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας και μάλιστα αυτής που επιχειρείται από τους εκκαλούντες- παρεμπιπτόντως ενάγοντες.

Τέλος, με τον ένατο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες- κυρίως εναγόμενοι προσβάλλουν το κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης που αφορά τα δικαστικά έξοδα, ισχυριζόμενοι ότι εσφαλμένα επιδίκασε αφενός μεν το ποσό των 2.700 ευρώ στον κυρίως ενάγοντα, αφετέρου το ποσό των 6.000 ευρώ στη δεύτερη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, ενώ όφειλε την μεν πρώτη δικαστική δαπάνη υπέρ του κυρίως ενάγοντος να την περιορίσει στο προσήκον μέτρο, τη δε δεύτερη να τη συμψηφίσει λόγω του δυσερμήνευτου των σχετικών διατάξεων του νόμου. Αρχικά, πρέπει να τονιστεί ότι ο συμψηφισμός των εξόδων για την περίπτωση που η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής είναι δυνητική (ΚΠολΔ 179) και η αναφορά ότι έπρεπε το Δικαστήριο να συμψηφίσει τη δικαστική δαπάνη λόγω του δυσερμήνευτου των σχετικών διατάξεων του νόμου που εφάρμοσε, χωρίς την επιπλέον αναφορά γεγονότων που θεμελιώνουν την κρίση αυτή είναι αόριστη. Πέραν των ανωτέρω, τα αποδοτέα δικαστικά έξοδα ως προς τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τις ΚΠολΔ 176, 189 και 191, υπέρ του κυρίως ενάγοντος για την κυρία αγωγή που έγινε εν μέρει δεκτή και επιδικάστηκε σε βάρος των. εκκαλούντων- κυρίως εναγομένων το συνολικό ποσό των 80.350 ευρώ, είναι η δαπάνη για τη σύνταξη  της αγωγής που ανέρχεται στο 2%, για τη σύνταξη των προτάσεων που ανέρχεται στο 1% επί του αντικειμένου της δίκης, το ποσό των 8 ευρώ για το τέλος χαρτοσήμου επί των προτάσεων, καθώς επίσης το ποσό των 160 ευρώ για παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου και 190 ευρώ του πληρεξουσίου δικηγόρου για τη σύνταξη προτάσεων. (βλ. την αριθ. 1085081/1473/Α0012/31.12.2003 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών- Δικαιοσύνης (ΦΕΙ< Β’ 1960) Με βάση τα παραπάνω τα αποδοτέα έξοδα του κυρίως ενάγοντος ανέρχονται στο ποσό των 2.768 ευρώ (80.000 χ3%=2.410+ 8+ 160+ 190), χωρίς μάλιστα να υπολογιστεί και η δαπάνη για την έκδοση δικαστικού ενσήμου. Επομένως, ορθώς η εκκαλούμενη απόφαση προσδιόρισε τη δικαστική δαπάνη του κυρίως ενάγοντος το ποσό των 2.700 ευρώ. Επιπλέον, ο σχετικός λόγος της έφεσης κατά το σκέλος που αφορά τη δικαστική δαπάνη που όρισε υπέρ της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, πέραν της αοριστίας που ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, είναι απορριπτέος και ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν συντρέχει περίπτωση δυνητικού συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά την ΚΠολΔ 179, αφού η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν δεν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

Με βάση τα περιστατικά αυτά, πρέπει, να απορριφθούν οι εφέσεις ως κατ’ ουσία αβάσιμες, χωρίς περαιτέρω να ερευνηθεί η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, που οι εκκαλούντες- κυρίως εναγόμενοι αιτούνται, καθόσον απορρίφθηκε η έφεση κατ’ ουσία, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 914 και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων κάθε έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων κάβε έφεσης, λόγω ήττας. (ΚΠολΔ 176, 183, 191 παρ.2). Παράβολο για την άσκηση ανακοπής κατά της απόφασης εκ μέρους του τρίτου εφεσίβλητου … δεν θα οριστεί ελλείψει άμεσου εννόμου συμφέροντος (ΚΠολΔ 68).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει ερήμην του τρίτου εφεσίβλητου … και αντιμολία των λοιπών διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές

Απορρίπτει τις εφέσεις κατ’ ουσία.

Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων κάθε έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων κάθε έφεσης, την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουλίου 2011 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι στις 28 Ιουλίου 2011.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ