Περίληψη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 2258/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Νέα Τακτική Διαδικασία)
Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτόδικη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 07η Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέα Αθανασίας Πουλοπούλου, για να δικάσει την υπόθεση :
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ ΤΗΣ ΜΕ ΓΑΚ : 3125/2018 ΚΑΙ ΑΚ : 1373/2018 ΑΓΩΓΗΣ (ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΙΟΥ, ΥΙΓ ΑΡΙΘΜ. 1 ΚΑΙ, ΕΦΕΞΗΣ, Α’ ΑΓΩΓΗΣ) : Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «________» («________»), που εδρεύει στην πόλη ___________ της _________ (οδός ________ αρ. _______) και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ _________, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Οικονομάκης Χρήστος του Γεωργίου με Α.Μ. 002517 του Δ.Σ. Πειραιά και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΓΩΓΗΣ : _________του ________, που διατηρεί ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «_________» (____________), που εδρεύει στον _______ (οδός _____ αρ. ______) και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ _____, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Διονύσιος Αμπάτης με Α.Μ. 002847 του Δ.Σ. Πειραιά και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣ ΑΣ ΤΗΣ ΜΕ ΓΑΚ : 3893/2018 ΚΑΙ ΑΚ : 1677/2018 ΑΓΩΓΗΣ (ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΙΟΥ, ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 2 ΚΑΙ, ΕΦΕΞΗΣ, Β’ ΑΓΩΓΗΣ) : _________ του _____, που διατηρεί ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «_______________» (__________), που εδρεύει στον Πειραιά (οδός _______ αρ. _______) και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ___________, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Διονύσιος Αμπάτης με Α.Μ. 002847 του Δ.Σ. Πειραιά και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΓΩΓΗΣ : Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «________» («__________»), που εδρεύει στην πόλη ___________ της _________ (οδός __________ αρ._____) και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ______, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Οικονομάκης Χρήστος του Γεωργίου με Α.Μ. 002517 του Δ.Σ. Πειραιά και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΉΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α.α. Από τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών, ενώπιόν του, δικών, ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (οράτε ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996 σ. 1562). Η συνεκδίκαση αυτή, η οποία είναι δυνητική για το δικαστήριο, χωρίς η σχετική κρίση του να ελέγχεται αναιρετικά, δεν επιφέρει ανατροπή της αυτοτέλειας κάθε έννομης σχέσης της σύνθετης δίκης, αλλά κάθε αγωγή ή ένδικο μέσο κρίνεται χωριστά, ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και της βασιμότητας του και επομένως καμία μεταβολή δεν επέρχεται στις σχέσεις των διαδίκων μεταξύ τους και των διαδίκων με το δικαστήριο, πλην 1) της διεξαγωγής της σύνθετης δίκης σε κοινή διαδικασία, 2) της έκδοσης κοινής απόφασης, 3) της υποβολής κοινών, μετά όμως τη διαταχθείσα συνεκδίκαση, προτάσεων αφού, πριν από αυτή (συνεκδίκαση), η οποία δεν είναι βέβαιη για τους διαδίκους, ενόψει του ότι η σχετική δυνατότητα εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, απαιτείται η κατάθεση χωριστών για κάθε συνεκδικαζόμενη υπόθεση προτάσεων και 4) της έλλειψης δικαιώματος του αντιδίκου για επίσπευση της μεταγενέστερης συζήτησης για μια μόνο από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις (οράτε ΕφΑΘ 3587/2008 ΕλλΔνη 2008 σ. 1525 και τις εκεί παραπομπές), β. Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνονται συνεκδικαστέα, κατ’ άρθρο 246 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, τα ανωτέρω δύο αγωγικά δικόγραφα, στο βαθμό που πηγάζουν από το ίδιο βιοτικό γεγονός, επέρχεται ελάττωση των εξόδων, επιταχύνεται η διεξαγωγή των επί μέρους δικών και αποφεύγεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων.
Β. Εν προκειμένω, η συζήτηση της Α’ αγωγής γίνεται με την επιμέλεια της ενάγουσας η οποία επέδωσε αντίγραφο της αγωγής η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 19.3.2018, με κλήση προς συζήτηση στην εναγόμενη, για τη σημερινή δικάσιμο, την 20.3.2018 με βάση την υπ’ αριθμ. 9675/20.3.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Ευφροσύνης I. Βουγίουκλάκη, ενώ, ωσαύτως, αμφότερες οι πλευρές των διαδίκων, κατέθεσαν προτάσεις και σχετικά εντός της προθεσμίας των εκατό ημερών από την κατάθεση της αγωγής και, συγκεκριμένα, την 27.6.2018 (εκατοστή ημέρα), η ενάγουσα και την 08.6.2018 (ογδοηκοστή πρώτη ημέρα) η εναγομένη, με βάση τη σημείωση της Γραμματέα στο δικόγραφο των προτάσεών τους. Παράλληλα, αμφότερες οι πλευρές των διαδίκων, προσκόμισαν, εντός της ίδιας προθεσμίας, τα πληρεξούσια προς τους δικηγόρους τους έγγραφα.
Γ.α. Η διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ που ορίζει τα εξής : «Οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη. Αν δεν υπάρχει τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στην σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών», έχει αντικατασταθεί, ως προς το μεγαλύτερο μέρος του πεδίου εφαρμογής, από τη σύμβαση του 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Σύμβαση της Ρώμης), η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1792/1988, ισχύουσα, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος, που, με την σειρά της, αντικαταστάθηκε, από την 17.12.2009, από τον Κανονισμό (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17.6.2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I). Συγκεκριμένα, η Σύμβαση της Ρώμης εφαρμόζεται στις ενοχές από συμβάσεις που συνάπτονται από την 01.4.1991 και μετά, ενώ ο Κανονισμός Ρώμη I εφαρμόζεται στις ενοχές από συμβάσεις που συνάπτονται μετά από την 17.12.2009 (Άρθρο 29 Κανονισμού). Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ εφαρμόζεται μόνο στις συμβατικές ενοχές από συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την 01.4.1991 και στις λίγες περιπτώσεις συμβατικών ενοχών που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Ρώμης ή, κατά περίπτωση, του Κανονισμού Ρώμη I και δεν εμπίπτουν σε άλλο κανόνα σύγκρουσης. Πεδίο εφαρμογής, της Σύμβασης της Ρώμης, κατά την διάταξη του άρθρου 1 § 1, είναι οι συμβατικές ενοχές, κατά δε την διάταξη του άρθρου 3 § 1 «1. Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή, αυτή οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασής τους», ενώ η διάταξη του άρθρου 4 §§ 1,2, 3 και 4 ορίζει «1. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα. Αν όμως ένα μέρος της σύμβασης μπορεί να διαχωριστεί από την υπόλοιπη σύμβαση και παρουσιάζει στενότερο σύνδεσμο με άλλη χώρα, στο μέρος αυτής της σύμβασης θα μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να εφαρμοστεί το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας. 2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 τεκμαίρεται ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με τη χώρα όπου ο συμβαλλόμενος που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή έχει, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, τη συνήθη διαμονή του ή, αν πρόκειται για εταιρία, ένωση ή νομικό πρόσωπο, την κεντρική του διοίκηση Αν όμως η σύμβαση συνάπτεται κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του συμβαλλόμενου αυτού, η χώρα αυτή είναι η χώρα όπου βρίσκεται η κύρια εγκατάσταση του ή, αν σύμφωνα με τη σύμβαση η παροχή πρέπει να εκπληρωθεί όχι από την κύρια αλλά από άλλη εγκατάσταση η χώρα όπου βρίσκεται η άλλη αυτή εγκατάσταση. 3. Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 2 στο μέτρο που η σύμβαση έχει ως αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, ή δικαίωμα χρήσης ακινήτου, τεκμαίρεται ότι συνδέεται στενότερα με τη χώρα όπου βρίσκεται το ακίνητο. 4. Η σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων δεν υπάγεται στο τεκμήριο της κύριας εγκατάστασης του κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης είναι η χώρα όπου βρίσκεται ο τόπος φόρτωσης ή εκφόρτωσης ή η κύρια εγκατάσταση του αποστολέα τεκμαίρεται ότι συνδέεται στενότερα με τη χώρα αυτή. Ως συμβάσεις μεταφοράς εμπορευμάτων θεωρούνται επίσης, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, οι ναυλώσεις για ένα μόνο ταξίδι και άλλες συμβάσεις με κύριο αντικείμενο τη μεταφορά εμπορευμάτων». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, δεν μπορεί όμως ο δικαστής να αναζητήσει την υποθετική βούληση των συμβαλλόμενων. Η σιωπηρή επιλογή πρέπει να προκύπτει σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή και από τα υπόλοιπα δεδομένα της υπόθεσης και συνεπώς σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να γίνεται δεκτό ότι δεν υπάρχει επιλογή εφαρμοστέου δικαίου. Η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της σιωπηρής επιλογής, προϋποθέτει την βούληση των συμβαλλόμενων, συνεπώς δεν μπορεί να συνάγεται σιωπηρή επιλογή με βάση μόνο τις περιστάσεις που δεν διαθέτουν βουλητικό στοιχείο. Είναι δυνατόν όμως η σιωπηρή επιλογή εφαρμοστέου δικαίου να προκύπτει από το συνδυασμό της συμπεριφοράς των συμβαλλόμενων με αντικειμενικά στοιχεία, συνηθέστερη περίπτωση δε που γίνεται δεκτή σιωπηρή επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τη νομολογία είναι όταν οι συμβαλλόμενοι και ήδη διάδικοι επικαλούνται στις προτάσεις τους διατάξεις ορισμένου δικαίου (παραβάλλατε ΕφΑΘ 1502/1969, Αρμ 1970 σ. 22) ή και η επίκληση των διατάξεων του δικαίου αυτού από τον ένα διάδικο και η σιωπή από τον άλλο (ΕφΑΘ 4468/1991 ΕλλΔνη 1991 σ. 1645, ΕφΠειραιά 128/1994 ΕΕμπΔ 1994 σ. 448). Περαιτέρω, σε περίπτωση ελλείψεως επιλογής από τα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου οι παράγραφοι 2 έως 4 περιέχουν τεκμήρια σε σχέση με το ποιο είναι το δίκαιο με το οποίο συνδέεται στενότερα η σύμβαση, όμως σύμφωνα με την παράγραφο 5 εδαφ. βΓ τα τεκμήρια αυτά δεν ισχύουν όταν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα. Για τον προσδιορισμό του με ποιο δίκαιο συνδέεται στενότερα η σύμβαση ο δικαστής πρέπει να αξιολογήσει τα συνδετικά στοιχεία ποιοτικά και όχι απλώς να τα εκτιμήσει ποσοτικά, ενώ μπορεί να λάβα υπόψη του και γεγονότα μεταγενέστερα της σύναψης της σύμβασης. Το σημαντικότερο από τα τεκμήρια αυτά είναι αυτό που περιέχεται στην παράγραφο 2 της συνήθους διαμονής του οφειλέτη της χαρακτηριστικής παροχής. Η χαρακτηριστική παροχή είναι εκείνη που προσδίδει στην σύμβαση την ιδιαιτερότητά της και την διαφοροποιεί από τις άλλες συμβάσεις. Συνήθως χαρακτηριστική είναι η μη χρηματική παροχή, π.χ. η παροχή του πωλητή στη σύμβαση πωλήσεως (ΜΠρΘεσ 2731/1997 Αρμ 1997 σ. 668, ΠΠρΘεσ 24779/1996 Αρμ 1997 σ. 1272, ΠΠρΘεσ 5446/1999 Αρμ 1999 σ. 1095). Γενικότερα μπορεί να λεχθεί ότι χαρακτηριστική είναι η παροχή εκείνου του συμβαλλόμενου που φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη από την σύμβαση και βρίσκεται στην πιο επικίνδυνη θέση. Στην περίπτωση των εταιριών και λοιπών ενώσεων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα αντί του στοιχείο της συνήθους διαμονής λαμβάνεται υπόψη αυτό της κεντρικής διοίκησης. Όταν φυσικό πρόσωπο ενεργεί στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας λαμβάνεται υπόψη αντί της συνήθους διαμονής ο κύριος τόπος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του (Α. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, 2010, σ. 58 επ.). Η Σύμβαση της Ρώμης της 19.6.1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που ισχύει στα κράτη μέλη, που την έχουν κυρώσει από 01.4.1991, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, που την κύρωσε με το Ν. 1792/1988 και έχει ήδη αντικατασταθεί από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, (Ρώμη I), ως προς τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17.12.2009 (άρθρο 28 του Κανονισμού), θεσπίζει ομοιόμορφους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι οποίοι υποκαθιστούν εξ ολοκλήρου τα επιμέρους εθνικά δίκαια. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 της εν λόγω Συμβάσεως, στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί, η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του, κατά δε την παράγραφο 2, όταν η σύμβαση δεν καλύπτεται από την παράγραφο 1 ή όταν τα στοιχεία της καλύπτονται από περισσότερα του ενός από τα στοιχεία α’ έως η’ της παραγράφου 1, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος, το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του, ενώ, τέλος, κατά την παράγραφο 4, εφόσον το εφαρμοστέο δίκαιο δεν μπορεί να καθορισθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (οράτε και άρθρο 25 ΑΚ, όπου εφαρμοστέο κρίνεται το δίκαιο, που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19 του ίδιου Κανονισμού και σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο αυτού, για τους σκοπούς του Κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας ή άλλης ένωσης, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, νοείται ο τόπος της κεντρικής της διοίκησης, ενώ, κατά την § 2 του ίδιου άρθρου, εάν η σύμβαση συνάπτεται στο πλαίσιο της λειτουργίας σύμφωνα με τη σύμβαση, η παροχή οφείλεται από ένα τέτοιο υποκατάστημα, αντιπροσωπεία ή οιαδήποτε άλλη εγκατάσταση, ως τόπος της συνήθους διαμονής, θεωρείται ο τόπος όπου ευρίσκεται το υποκατάστημα, η αντιπροσωπεία ή η οιαδήποτε άλλη εγκατάσταση. Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, στην περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη παρέλειψαν να ορίσουν ρητώς ή σιωπηρώς το εφαρμοστέο, στη σύμβασή τους πωλήσεως δίκαιο, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του, ενώ, στην περίπτωση που δεν τυχαίνει αυτό εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα παραπάνω στον Κανονισμό, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που συνδέεται στενότερα προς τη σύμβαση, το οποίο και ανευρίσκεται με την εφαρμογή του συνδέσμου της χαρακτηριστικής παροχής και του τόπου συνήθους διαμονής ή κεντρικής διοικήσεως ή εγκαταστάσεως του προσώπου. Χαρακτηριστική παροχή είναι εκείνη, που δίνει σε κάθε μία ειδική σύμβαση το χαρακτήρα της, που προσδιορίζει δηλαδή τη σύμβαση και την ξεχωρίζει από τις άλλες. Έτσι, χαρακτηριστική είναι η παροχή του πωλητή, του εκμισθωτή, του εργολάβου και όχι η χρηματική αντιπαροχή του αγοραστή, του μισθωτή ή του εργοδότη (οράτε ΑΠ 1252/2005 ΔΕΕ 2005 σ. 1211, ΜΠρΡοδόπης 119/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 § 2 ΚΠολΔ, όπως η § 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 § 6 του Ν. 4055/2012 (έναρξη ισχύος 02.4.2012 – άρθρο 113 του Ν. 4055/2012), τα μη φυσικά πρόσωπα που έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι, υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα ή υποκατάστημά τους, εφόσον πρόκειται για διαφορές που αφορούν την εκμετάλλευσή του, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 41 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια, ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής, β. Η σύμβαση μεταφοράς είναι η συμφωνία μεταξύ δύο συμβαλλόμενων, με την οποία ο ένας (μεταφορέας) αναλαμβάνει την υποχρέωση να προβεί στην υλική μετατόπιση συγκεκριμένων πραγμάτων ή προσώπων από έναν τόπο (τόπο αποστολής) σε άλλο (τόπο προορισμού) με τη χρήση μεταφορικού μέσου, ενώ ο αντισυμβαλλόμενός του (αποστολέας) υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνημένο αντίτιμο (αγώγιον, κόμιστρο, ναύλο κλπ.). Επομένως, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της σύμβασης μεταφοράς είναι α) η συμφωνία για υλική μετατόπιση πραγμάτων ή προσώπων, β) η μετατόπιση να γίνεται με τη χρήση μεταφορικού μέσου και γ) συμφωνία για την καταβολή αμοιβής στον μεταφορέα (οράτε Απ. Γεωργιάδη Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος τόμος II § 16 σ. 408 – 409 πλαγ. 1 – 2). Οι μεταφορές μπορούν να γίνονται διά ξηράς (χερσαία μεταφορά), ύδατος (σύμβαση ναύλωσης) ή και αέρος (αεροπορική μεταφορά). Οι χερσαίες μεταφορές διακρίνονται, περαιτέρω, στις οδικές και στις σιδηροδρομικές μεταφορές. Για κάθε μία από αυτές, ο νομοθέτης επιφυλάσσει ειδικό νομοθετικό πλαίσιο. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σύμβαση μεταφοράς, καθώς έχει ως αντικείμενο την επίτευξη ορισμένου οικονομικού αποτελέσματος, δηλαδή η μετακίνηση προσώπων ή πραγμάτων από έναν τόπο σε έναν άλλο, φέρει τον χαρακτήρα της σύμβασης έργου και εφαρμόζονται, επομένως, σε αυτή συμπληρωματικά, στα σημεία που αυτή δεν καλύπτεται από την εφαρμογή των αντίστοιχων κάθε φορά νομοθετικών διατάξεων, οι διατάξεις για τη σύμβαση έργου (ΑΚ 681 επ.) (οράτε Απ. Γεωργιάδη ό.π. § 16 σ. 411 – 412 πλαγ. 11). Η Χερσαία οδική μεταφορά ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 95-107 ΕμπΝ. Συγκεκριμένα, οι ρυθμίσεις των άρθρων 95-101 αφορούν στην παραγγελία χερσαίας μεταφοράς, ενώ τα άρθρα 102-107, στη σύμβαση χερσαίας μεταφοράς πραγμάτων. Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι οι διατάξεις του ΕμπΝ εφαρμόζονται για τη μεταφορά προσώπων όπως για τη μεταφορά πραγμάτων. Αυτονόητο είναι, βέβαια, ότι οι διατάξεις του ΕμπΝ εφαρμόζονται στην περίπτωση του κατ’ επάγγελμα μεταφορέα, διαφορετικά, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για σύμβαση έργου του ΑΚ (οράτε Απ. Γεωργιάδη ό.π. § 16 σ. 412 πλαγ. 12). Παράλληλα, ως προς τις χερσαίες διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων, τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονται βάσει της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης CMR η οποία έχει κυρωθεί με το Ν. 559/1977 και εφαρμόζεται σε κάθε οδική μεταφορά πραγμάτων, όταν το τόπος παραλαβής των εμπορευμάτων και ο τόπος παράδοσής του βρίσκονται σε δύο χώρες από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι συμβαλλόμενη χώρα στη Διεθνή Σύμβαση CMR, ενώ η εφαρμογή του εθνικού δικαίου είναι αναπόφευκτη σε περίπτωση που οι διατάξεις της δεν ρυθμίζουν εξαντλητικά τα σχετικά θέματα και λύσεις δεν ανακύπτουν ούτε με την εξάντληση των μεθόδων ερμηνείας της (οράτε Απ. Γεωργιάδη ό.π. § 16 σ. 412 – 413 πλαγ. 16-17). γ. Περαιτέρω και ειδικότερα, η Σύμβαση της Γενεύης για τις διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων (CMR), που υπογράφηκε την 19.5.1956 και κυρώθηκε με το Ν. 559/1977 και, έκτοτε, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου (άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος), ορίζει στο άρθρο 1 § 1 αυτής, ως προϋποθέσεις για την εφαρμογή της, τη διενέργεια αμειβόμενης μεταφοράς εμπορευμάτων οδικώς με οχήματα, σε χώρα διαφορετική από εκείνη της παραλαβής αυτών, εφόσον η μια τουλάχιστον από αυτές είναι συμβαλλόμενη χώρα (οράτε ΜΕφΑΘ 1022/1017 Αρμ 2018 σ. 236 με σημείωση Α.Δ.Μ.). Εξάλλου, η σύμβαση μεταφοράς, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για διεθνή μεταφορά, αφορά, καταρχήν, σε τρία πρόσωπα, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, το μεταφορέα, ο οποίος διαθέτει τα μεταφορικά μέσα και εκτελεί το έργο της μεταφοράς και τον παραλήπτη. Όμως, πολλές φορές, στη μεταφορά, παρεμβάλλεται και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 90-107 του ΕμπΝ, προκειμένου για μεταφορά ειδικότερα πραγμάτων οδικώς, αναλαμβάνει με σύμβαση με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως τον αποστολέα, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό, όμως, του παραγγελέα, ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς που αυτός του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη μ’ αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς. Δηλαδή, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος αναλαμβάνει να εξεύρει τον μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει αυτός προσωπικά τη σύμβαση μεταφοράς, ως εργολάβος μετακομιδής, που ενεργεί επιχείρηση μετακόμισης, διαφέρει του μεταφορέα μόνο κατά το ότι ο τελευταίος εκτελεί ο ίδιος τη μεταφορά. Μπορεί, βεβαίως, ο παραγγελιοδόχος να αναθέσει την εκτέλεση της μεταφοράς σε μεταφορέα ή να την ενεργήσει, με δικά του μεταφορικά μέσα. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σχέση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, με τον παραγγελέα δεν είναι το αν θα εκτελεστοί τη μεταφορά, με δικά του ή ξένα μεταφορικά μέσα, αλλά η ενέργεια της μεταφοράς στο όνομα του, η οποία έτσι εμφανίζεται προς τα έξω και ειδικότερα προς τον παραγγελέα ως υπόθεση παραγγελιοδόχου, ο οποίος θα ενεργήσει, στο δικό του όνομα, ό,τι απαιτείται για την εκτέλεση της μεταφοράς (οράτε ΟλΑΠ 33/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 537/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 1014, 700/2007,304/2007, 89/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1454, ΕφΠειραιά 516/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 814). Ενώ, λοιπόν, στη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, κύρια παροχή του παραγγελιοδόχου είναι να καταρτίσει, στο όνομά του, σύμβαση μεταφοράς και η παροχή αυτή, συνίσταται στην ενέργεια νομικής πράξης με βάση τις αρχές της έμμεσης αντιπροσώπευσης, έχοντας την ελευθερία να καθορίσει τις λεπτομέρειες της μεταφοράς, επιλέγοντας το μεταφορέα, το μέσο μεταφοράς, την οδό που η μεταφορά θ’ ακολουθήσει κ.λπ., στη σύμβαση μεταφοράς, κύρια παροχή του μεταφορέα είναι η ενέργεια της υλικής πράξης της μετατόπισης των (προς μεταφορά) εμπορευμάτων από ένα τόπο σε άλλον (οράτε ΜΕφΑΘ 1022/2017 ό.π., Κ. Παμπούκη, ΕπισκΕΔ 1998, 171 επ., Α. Κιάντου – Παμπούκη, Στοιχεία του δικαίου της χερσαίας μεταφοράς και νομοθετικά κείμενα, 1989, σ. 123). Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 12, 13 § 1 εδ. β και 17 § 1 της παραπάνω Σύμβασης για τη διεθνή οδική μεταφορά εμπορευμάτων (CMR), προκύπτει ότι η σύμβαση μεταφοράς επιβεβαιώνεται με τη σύνταξη του δελτίου παράδοσης, το οποίο εκδίδεται σε τρία αντίγραφα, που υπογράφονται από τον αποστολέα και τον μεταφορέα. Το πρώτο από αυτά παραδίδεται στον αποστολέα, το δεύτερο συνοδεύει τα μεταφερόμενα εμπορεύματα και το τρίτο κρατείται από τον μεταφορέα. Ο αποστολέας έχει δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα, ζητώντας από το μεταφορέα (ενδεικτικά:) να σταματήσει τη διαμετακόμισή τους, να αλλάξει τον τόπο της παράδοσής τους ή και να τα παραδώσει σε άλλο παραλήπτη, διαφορετικό από τον αναφερόμενο στο ως άνω δελτίο παράδοσής τους. Το δικαίωμα, όμως, αυτό του αποστολέα παύει να υφίσταται, όταν το δεύτερο αντίγραφο του δελτίου παραδοθεί στον παραλήπτη των εμπορευμάτων ή όταν ο ίδιος ο παραλήπτης τους ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχονται από τη διάταξη του άρθρου 13 § 1 της Σύμβασης. Σύμφωνα με αυτή, μετά την άφιξη των εμπορευμάτων στον τόπο παράδοσής τους, ο παραλήπτης δικαιούται να ζητήσει από το μεταφορέα να του παραδώσει το δεύτερο αντίγραφο του άνω δελτίου, καθώς επίσης και τα εμπορεύματα (οράτε ΕφΑΘ 1022/2017 ό.π., 604/2015, ΕφΠειραιά 173/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δ. Η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. ΑΚ, τόσο από ουσιαστική, όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί, αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτή θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (οράτε ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 475, 712/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 762, 930/1997 ΕΕΝ 1999 σ. 50, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΛάρ 347/2005 Δικογραφία 2005 σ. 530, ΕφΑΘ 2044/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 § Ια ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση έργου ή την πώληση, αρκεί, για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς τούτο, διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγόμενου, αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης. Έτσι, πληρούται, με τον τρόπο αυτό, ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΙΪολΔ που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (οράτε ΟλΑΠ 22-23/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 1261, ΑΠ 2123/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1703/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1647/2002 ΕΕργΔ 2003 σ. 748, σχετικές επίσης οι ΑΠ 425/2004 ΕλλΔνη 2006 σ. 145, 1056/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1457/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 1690, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΑΘ 5617/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1523, παραβάλλατε επίσης και τις ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 983 και ΕφΑΘ 8570/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 930 κατά τις οποίες δεν συγχωρείται η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αγωγή, έστω και επικουρικώς ασκούμενη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία), ε. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 106 και 116 ΚΠολΔ, συνάγονται τα ακόλουθα : Προϋπόθεση της υποβολής ενός αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας είναι η ύπαρξη αμέσου εννόμου συμφέροντος. Η επίκληση των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν το έννομο συμφέρον, αποτελεί βάρος του αιτούντος την παροχή δικαστικής προστασίας και πρέπει να γίνεται με σαφήνεια, καλοπιστία και ειλικρίνεια. Η συνδρομή των ως άνω όρων ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Όταν οι όροι αυτοί δεν τηρούνται, πράγμα που συμβαίνει και επί αντιφατικών ισχυρισμών, το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας καθίσταται απαράδεκτο (οράτε ΑΠ 887/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Δ. Με την υπό κρίση Α’ αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα αναφέρει ότι είναι μεταφορική εταιρεία η οποία εδρεύει στη Βουλγαρία, με αντικείμενο δραστηριότητάς της την παροχή υπηρεσιών μεταφορικής (υπηρεσίες μεταφορών εμπορευμάτων και μεγάλων φορτίων) και υπηρεσιών εφοδιαστικής, σε επίπεδο οδικής μεταφοράς, σε όλη την Ευρώπη, συνεργαζόμενη με άλλες εταιρείες διαθέτουσες τον κατάλληλο, για την διενέργεια των μεταφορών αυτών, στόλο οχημάτων, στις οποίες και αποδίδει την εκάστοτε συμφωνημένη προμήθεια. Ότι, αντίστοιχα, η εναγομένη της ίδιας αγωγής, διατηρεί ατομική επιχείρηση, εδρεύουσα στον _____, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών διαμεταφοράς εμπορευμάτων. Ότι, μεταξύ των διαδίκων, ξεκίνησε, κατόπιν ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων, η οποία έλαβε χώρα τα τέλη Ιουνίου του 2016, συνεργασία στο πεδίο των οδικών μεταφορών σε όλη την Ευρώπη. Ότι, ειδικότερα, κατά τον χρόνο εκείνο, η εναγόμενη είχε ζητήσει, από την ενάγουσα, συγκεκριμένου τύπου φορτηγά οχήματα για να μεταφέρονται τα δικά της [εννοείται της εναγομένης] φορτία με εμπορεύματα σε δικούς της πελάτες. Ότι, περαιτέρω, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων που συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων, επίσης κατόπιν ανταλλαγής ηλεκτρονικών επιστολών μεταξύ τους, όπως στην αγωγή εκτίθεται, που αφορούσαν σε παραγγελίες για μεταφορές εμπορευμάτων, τις οποίες η εναγόμενη ανέθεσε στην ενάγουσα, στην εκτέλεση των οποίων η ενάγουσα αναφέρει ότι προέβη, παράσχοντας τις υπηρεσίες της όλως προσηκόντως, κατά τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, παραδίδοντας το σύνολο των εμπορευμάτων εκεί που η εναγόμενη της υποδείκνυε με εκάστη παραγγελία, με αποτέλεσμα να έχουν εκτελεστεί στο ακέραιο οι ανωτέρω συμβάσεις, από την πλευρά της ενάγουσας. Περαιτέρω, η ενάγουσα αναφέρει, ότι, μεταξύ των διαδίκων, είχε συμφωνηθεί ότι, για κάθε μεταφορά, η ενάγουσα (αφού πρώτα είχε πραγματοποιηθεί η μεταφορά) θα απέστελνε όλα τα πρωτότυπα έγγραφα (τιμολόγια και συνοδευτικά του φορτίου έγγραφα) και, εφτά ημέρες μετά την παραλαβή τους, η εναγομένη θα εξοφλούσε το αντίστοιχο τιμολόγιο με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό. Δηλαδή, κατά την ενάγουσα και σύμφωνα με την μεταξύ των διαδίκων γραπτή συμφωνία, η ενάγουσα θα παρείχε τις υπηρεσίες της (μεταφορά των προϊόντων με οχήματά της προς δικούς της πελάτες, τους οποίους κάθε φορά θα της υποδείκνυε) και για κάθε μία μεταφορά και για κάθε ένα τιμολόγιο, για εκάστη μεταφορά, θα πιστωνόταν σε τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας το οφειλόμενο τίμημα στον ανωτέρω χρόνο. Έτσι, λοιπόν και με τους ανωτέρω όρους, η ενάγουσα αναφέρει ότι εκτελέστηκε το πρώτο δρομολόγιο, στις αρχές Ιουλίου του 2016, ενώ το σχετικό τιμολόγιο, εξοφλήθηκε με μικρή χρονική απόκλιση από τα συμφωνημένα. Περαιτέρω, η ενάγουσα προβάλλει ότι, έκτοτε πραγματοποιήθηκαν, τον μήνα Αύγουστο του 2016, δέκα δρομολόγια βάσει των οποίων εκτελέστηκαν διεθνείς μεταφορές εμπορευμάτων από την αλλοδαπή στην Ελλάδα και ένα με αντίστροφη πορεία, βάσει της συμφωνίας αυτής των διαδίκων, για τα οποία εκδόθηκαν τα ενσωματωμένα στην αγωγή αντίστοιχα τιμολόγια, συνολικής αξίας 31.325,00 ευρώ. Παράλληλα, η ενάγουσα αναφέρει ότι, μολονότι, από την πλευρά της, τήρησε τα συμφωνηθέντα, πραγματοποιώντας τις μεταφορές, όπως είχε συμφωνηθεί, η εναγομένη κανένα από τα ανωτέρω τιμολόγια δεν εξόφλησε, καίτοι έχει προς τούτο επανειλημμένα οχληθεί και έχει, όπως στην αγωγή αναφέρεται, αναγνωρίσει την οφειλή της αυτή. Το ποσό δε αυτό η ενάγουσα αξιώνει, επικουρικά, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενη ότι η εναγόμενη κατέστη, κατά τον τρόπο αυτό, αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία. Για τους λόγους δε αυτούς, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 31.325,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της εφταήμερης προθεσμίας από την παραλαβή ενός εκάστου από τα έντεκα επίδικα τιμολόγια, όπως ακριβώς στην αγωγή αναλυτικά παρατίθεται, άλλως από την επίδοση της αγωγής προς αυτήν και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Παρεπομένως, ζητείται η κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, η απαγγελία, σε βάρος της εναγομένης, προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους, εφόσον πρόκειται, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, αφενός, για εμπορικό χρέος και, αφετέρου, ένεκα αδικοπραξίας και η καταδίκη της εναγομένης στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό στοιχείο Α’ αγωγή – για την εκδίκαση της οποίας έχει διεθνή δικαιοδοσία το παρόν Δικαστήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 31 § 1 β’ της Σύμβασης της Γενεύης (CMR) με την οποία θεσπίζεται συντρέχουσα δωσιδικία του πραγματικού τόπου παραλαβής των εμπορευμάτων (οράτε Ε. Βασιλακάκη, Διεθνής Δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβάσεις οδικής μεταφοράς, στο έργο Οδικές Μεταφορές Σύγχρονα Ζητήματα, έκδοση 2010, σ. 89-90), και η οποία έχει εφαρμογή εν προκειμένω, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην Α” αγωγή, όλες, πλην μίας, οι συμφωνηθείσες και πραγματοποιηθείσες οδικώς, με όχημα και επ’ αμοιβή μεταφορές έλαβαν χώρα από ευρωπαϊκές χώρες προς την Ελλάδα και μία από την Ελλάδα προς ευρωπαϊκή χώρα, οι οποίες σαφώς αποτελούν, διεθνείς μεταφορές κατά την έννοιά της προαναφερθείσας Διεθνούς Σύμβασης CMR, δεδομένου ότι ο τόπος παράδοσης και ο τόπος παραλαβής βρίσκονταν σε διαφορετικές χώρες, οι οποίες είναι συμβαλλόμενες σ’ αυτή, οι δε επί μέρους συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων της αγωγής αυτής, φέρουν τα χαρακτηριστικά της σύμβασης (χερσαίας διεθνούς) μεταφοράς, επί της οποίας εφαρμόζεται η άνω Διεθνής Σύμβαση, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο Γ.α. – αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 1, 3 § 1, 7, 8, 9 εδ. α’, β’ και γ’, 10, 12, 13, 14 § 2 και 25 § 2 ΚΠολΔ) για να προβεί στην εκδίκασή της. Περαιτέρω, για τη νομική αξιολόγηση της Α’ αγωγής, κατ’ εφαρμογή των όσων ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, (Ρώμη I), εφόσον, κατά πρώτον, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν έχει λάβει χώρα επιλογή του, σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού, από τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά δεύτερον, δεν καλείται σε εφαρμογή ούτε το βουλγαρικό δίκαιο (το δίκαιο δηλαδή της χώρας της συνήθους διαμονής της μεταφορέα – ενάγουσας), εφόσον οι τόποι παραλαβής των εμπορευμάτων, οι τόποι παράδοσης, αλλά και η συνήθης διαμονή των αποστολέων δεν ευρίσκονται στην Βουλγαρία, καλείται σε εφαρμογή το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία ευρίσκεται ο τόπος παράδοσης που έχει συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη και ο οποίος είναι εντός της ελληνικής επικράτειας, για όλες της επίδικες συμβάσεις, με μία και μοναδική εξαίρεση, εφόσον όλες οι παραδόσεις των εμπορευμάτων έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, πλην μίας, κατά την οποία η παράδοση έλαβε χώρα στην Ιταλία, με αποτέλεσμα, με βάση την αρχή της οικονομίας της δίκης, να είναι εφαρμοστέο και για τη σύμβαση αυτή, το ελληνικό δίκαιο. Περαιτέρω, η αγωγή είναι, ως προς την κύρια βάση της, επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις οι οποίες αναφέρθηκαν στη μείζονα πρόταση ανωτέρω, καθώς επίσης και σε εκείνες των 90 επ. και 102 επ. ΕμπΝ, 341, 345, 346, 361 και 681 επ. AJC, σε αυτές των άρθρων 1, 3, 4, 5 και 6 της Διεθνούς Σύμβασης CMR αναφορικά με την συμβατική ευθύνη αυτής και 176, 191 § 2, 904 § 2α, 907 και 908 § Ιστ ΚΠολΔ, με εξαίρεση το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος της εναγομένης της αγωγής αυτής, εφόσον, ως προς το αίτημα αυτό, διατυπώνονται αντιφατικοί, εκ μέρους της ενάγουσας, ισχυρισμοί, διότι, κατά πρώτον, επιχειρείται η στήριξη του αιτήματος αυτού, ταυτόχρονα, στο γεγονός ότι το ένδικο χρέος είναι εμπορικό και ανώτερο των 30.000,00 ευρώ και [ότι αυτό οφείλεται] ένεκα αδικοπραξίας, όπως στην αγωγή (σελίδα 31 τελευταία §) αναφέρεται, ενώ θα πρέπει να τονιστεί ότι το ίδιο ακριβώς χωρίο επαναλαμβάνεται, σχεδόν ταυτόσημα και στο δικόγραφο των προτάσεων της ενάγουσας (σελίδα 44, τελευταίοι δύο στίχοι και σελίδα 45 πρώτοι δύο στίχοι), χωρίς δηλαδή να λαμβάνει χώρα κάποια εξειδίκευση, διόρθωση ή διευκρίνιση της αγωγής, ως προς το αίτημα αυτό, με αποτέλεσμα η αντιφατικότητα και η αοριστία του να μην αίρεται. Παράλληλα, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη αναφορικά με την επικουρικά της βάση, εφόσον δεν εμπεριέχεται στο αγωγικό δικόγραφο, προς στήριξη της βάσης της αυτής, η απλή, έστω, επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης που αναφέρεται στην αγωγή. Περαιτέρω, η αγωγή, καθ’ ο μέρος κρίθηκε παραδεκτή νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. Α218707) γραμμάτιο Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (οράτε το με υπ’ αριθμ. 2338278179580910009 ηλεκτρονικό παράβολο, καθώς επίσης και το από 11.7.2018 γραμμάτιο καταβολής της Τράπεζας «ALPHA BANK), ενώ, ωσαύτως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγόμενης προσκόμισε το προβλεπόμενο (υπ* αριθμ. Α213269) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά.
E.α.α Κατά τις διατάξεις των άρθρων 17 §§ 1 και 2 και 18 § 1 της Σύμβασης της Γενεύης για τις διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων (CMR) για την οποία έγινε λόγος και ανωτέρω, ο μεταφορέας ευθύνεται για την ολική ή μερική απώλεια ή βλάβη των εμπορευμάτων που συνέβη μεταξύ του χρόνου που παρέλαβε τα εμπορεύματα και του χρόνου της παράδοσής τους, εκτός εάν αποδείξει ότι η απώλεια ή η βλάβη των εμπορευμάτων δεν οφείλεται σε εσφαλμένη ενέργεια ή αμέλεια δική του ή των προσώπων, για τα οποία κατά το άρθρο 3 της ίδιας Σύμβασης ευθύνεται, αλλά οφείλεται σε εσφαλμένη ενέργεια ή αμέλεια ή στις οδηγίες όποιου προβάλλει απαίτηση ή σε κρυμμένο ελάττωμα των εμπορευμάτων ή σε συνθήκες, τις οποίες ο μεταφορέας δεν μπορούσε να αποφύγει και ούτε να προλάβει τις συνέπειές τους. Πρόκειται για συμβατική ευθύνη του μεταφορέα προς αποζημίωση εκείνου που είχε το δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα και ο οποίος μπορεί να είναι ο αποστολέας ή ο παραλήπτης αυτών, αφού ο παραλήπτης, ακόμη και εάν δεν συμβλήθηκε στη σύμβαση μεταφοράς, υπεισέρχεται σ’ αυτή από τότε που θα ζητήσει την παράδοση των εμπορευμάτων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 12 §§ 1, 2 και 3, 13 και 14 της Σύμβασης αυτής. Η συμβατική αυτή ευθύνη ενδέχεται να συρρέει με αδικοπρακτική ευθύνη του μεταφορέα που μπορεί, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, να υπέχει αυτός έναντι του κυρίου μόνο των εμπορευμάτων, εάν η απώλεια ή η βλάβη των εμπορευμάτων, ως πράξη παράνομη, οφείλεται σε υπαιτιότητα του μεταφορέα. Ωστόσο, κατά το άρθρο 28 § 1 της Σύμβασης αυτής, ο μεταφορέας μπορεί να επωφεληθεί από τις ευνοϊκές, γι’ αυτόν, διατάξεις της που αποκλείουν την ευθύνη του ή ορίζουν ή περιορίζουν την οφειλόμενη από αυτόν αποζημίωση και να αποκλείσει έτσι και την αδικοπρακτική ευθύνη του. Όμως, κατά το άρθρο 29 § 1 της Σύμβασης αυτής, ο μεταφορέας δεν δικαιούται να επωφεληθεί των διατάξεών της, οι οποίες αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη του ή οι οποίες μεταφέρουν το βάρος της απόδειξης, εάν η ζημία είναι αποτέλεσμα ηθελημένης κακής διαχείρισής του ή παράλειψής του, η οποία, σύμφωνα με τη νομοθεσία (του κράτους) του δικαστηρίου που έχει τη δικαιοδοσία της υπόθεσης, θεωρείται ως ισοδύναμη με ηθελημένη κακή διαχείριση από την πλευρά του. Ο όρος «ηθελημένη κακή διαχείριση» που αποτελεί απόδοση στην ελληνική γλώσσα του όρου «wilful misconduct» από το πρωτότυπο και επίσημο αγγλικό κείμενο της Σύμβασης που υιοθέτησε η Ελλάδα, ως βαθμός πταίσματος, με τη συνδρομή του οποίου ο μεταφορέας ενέχεται, κατά το κοινό δίκαιο, προς πλήρη αποζημίωση του παθόντος, είναι άγνωστος στο ελληνικό δίκαιο και δεν ταυτίζεται ούτε με τον άμεσο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα ή προβλέπει αυτό ως αναγκαίο και το αποδέχεται ούτε με τον ενδεχόμενο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και το αποδέχεται. Αποτελεί μορφή πταίσματος ελαφρότερη της έννοιας του δόλου, άμεσου ή ενδεχόμενου. Διαφοροποιείται, όμως και από την έννοια της βαριάς αμέλειας, κατά την οποία ο δράστης δεν καταβάλλει ούτε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, διότι, από μεγάλη αδιαφορία ή απερισκεψία, δεν έχει αντίληψη των επιζήμιων συνεπειών της συμπεριφοράς του. Τούτο δε διότι, ενώ στη μορφή αυτή της αμέλειας, το μέτρο της επιμέλειας που απαιτείται, κρίνεται αντικειμενικώς, στην ηθελημένη κακή διαχείριση, απαιτείται αναγκαία η συνδρομή και του υποκειμενικού στοιχείου, δηλαδή της ψυχικής εκείνης στάσης του μεταφορέα που γνωρίζει ότι η ενέργειά του ή η παράλειψή του επαυξάνει τον κίνδυνο πραγμάτωσης του ζημιογόνου αποτελέσματος. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού της Σύμβασης που απέβλεψε στην ομοιομορφία διεθνώς των όρων και της έκτασης της ευθύνης του μεταφορέα, προς απεριόριστη αποζημίωση και για πταίσμα του ελαφρότερο του ενδεχόμενου δόλου, ο όρος της «ηθελημένης κακής διαχείρισης», ως μορφή πταίσματος, περιλαμβάνει, εκτός από το δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο και τη συμπεριφορά εκείνη του μεταφορέα, κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του γεγονότος ότι η πράξη ή η παράλειψή του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία, χωρίς όμως, κατ’ ανάγκην και να το αποδέχεται (οράτε ΟλΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 307, ΑΠ 1795/2012 ΕπισκΕμπΔ 2013 σ. 111, 1319/2011 ΧρΙΔ 2012 σ. 524, 157/2008 Αρμ 2008 σ. 905, 1715/2007 ΔΕΕ 2008 σ. 349, 205/2007 ΝοΒ 2007 σ. 1859, 479/2006 ΊΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΕυβοίας 142/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όπως προαναφέρθηκε, από τις διατάξεις της Σύμβασης CMR, δεν αποκλείεται η παράλληλη ευθύνη του μεταφορέα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των μεταφερόμενων εμπορευμάτων που οφείλεται σε πταίσμα του μεταφορέα και κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, σύμφωνα με τη γενική αρχή της συρροής συμβατικής και εξωσυμβατικής
αναγνωρίζεται έμμεσα με τα άρθρα 28 και 29 της Σύμβασης αυτής. Για να υφίσταται, όμως, ευθύνη του μεταφορέα σε πλήρη αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. του ΑΚ, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος, απαιτείται η ζημία να προκλήθηκε από «ηθελημένη κακή διαχείριση» του μεταφορέα. Συνεπώς, για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης προς αποζημίωση, απαιτείται να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τις προϋποθέσεις της ευθύνης από αδικοπραξία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 29 § 1 της Σύμβασης CMR, στις οποίες περιλαμβάνεται, εκτός των άλλων, και η ζημία που υπέστη ο δικαιούχος εξαιτίας της βλάβης ή της απώλειας των μεταφερόμενων αντικειμένων, καθώς επίσης και η υπαιτιότητα του μεταφορέα με την προαναφερόμενη μορφή της «ηθελημένης κακής διαχείρισης» (οράτε ΕφΘεσ 696/2014 ΕπισκΕμπΔ 2014. 164 επ., 426/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008. 792, 437/2002 Αρμ 2004. 81, ΜΕφΕυβοίας 142/2018, ΜΕφΑΘ 1598/2015 ΔΕΕ 2015 σ. 743). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταφοράς, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για διεθνή μεταφορά, αφορά καταρχήν τρία πρόσωπα, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, τον μεταφορέα, ο οποίος διαθέτει τα μεταφορικά μέσα και εκτελεί το έργο της μεταφοράς και τον παραλήπτη. Όμως, πολλές φορές, στη μεταφορά παρεμβάλλεται και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 90-107 του ΕμπΝ, προκειμένου για μεταφορά, ειδικότερα, πραγμάτων οδικώς, αναλαμβάνει, με σύμβαση με τον παραγγελέα, δηλαδή, συνήθως, τον αποστολέα, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό, όμως, του παραγγελέα, ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς που αυτός του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη μ’ αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς. Δηλαδή, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος αναλαμβάνει να εξεύρει τον μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει αυτός προσωπικά τη σύμβαση μεταφοράς, ως εργολάβος μετακομιδής, που ενεργεί επιχείρηση μετακόμισης, διαφέρει του μεταφορέα μόνο κατά το ότι ο τελευταίος εκτελεί ο ίδιος τη μεταφορά. Μπορεί βεβαίως ο παραγγελιοδόχος να αναθέσει την εκτέλεση της μεταφοράς σε μεταφορέα ή να την ενεργήσει, με δικά του μεταφορικά μέσα. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σχέση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, με τον παραγγελέα δεν είναι το αν θα εκτελέσει τη μεταφορά, με δικά του ή ξένα μεταφορικά μέσα, αλλά η ενέργεια της μεταφοράς στο όνομά του, η οποία, έτσι, εμφανίζεται προς τα έξω και, ειδικότερα, προς τον παραγγελέα, ως υπόθεση παραγγελιοδόχου, ο οποίος θα ενεργήσει στο δικό του όνομα ό,τι απαιτείται για την εκτέλεση της μεταφοράς (οράτε ΑΤΙ 304/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΕυβοΐας 142/2018 ό.π.). Ενώ, λοιπόν, στη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, κύρια παροχή του παραγγελιοδόχου είναι να καταρτίσει, στο όνομά του, σύμβαση μεταφοράς και η παροχή αυτή, συνίσταται στην ενέργεια νομικής πράξης, με βάση τις αρχές της έμμεσης αντιπροσώπευσης, έχοντας την ελευθερία να καθορίσει τις λεπτομέρειες της μεταφοράς, επιλέγοντας το μεταφορέα, το μέσο μεταφοράς, την οδό που η μεταφορά θα ακολουθήσει κ.λπ., στη σύμβαση μεταφοράς, κύρια παροχή του μεταφορέα είναι η ενέργεια της υλικής πράξης της μετατόπισης των (προς μεταφορά) εμπορευμάτων από ένα τόπο σε άλλον (οράτε ΜΕφΕυβοίας 142/2018 ό.π., Κ. Παμπούκη, ΕπισκΕΔ 1998 σ. 171 επ., Α, Κιάντου – Παμπούκη, Στοιχεία του δικαίου της χερσαίας μεταφοράς και νομοθετικά κείμενα, 1989, σ. 123). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 97 ΕμπΝ, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για κάθε καθυστέρηση, απώλεια ή φθορά των μεταφερόμενων πραγμάτων, ανεξάρτητα από πταίσμα του, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο ή υπήρξε «ακαταμάχητη δύναμη», νομιμοποιείται δε να στραφεί απευθείας κατ’ αυτού και ο παραλήπτης των πραγμάτων που δεν συμβλήθηκε μαζί του, αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια, κατά το άρθρο 411 ΑΚ σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (οράτε ΟλΑΠ 33/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 998/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΕυβοίας 142/2018 ό.π.). Η ευθύνη, δηλαδή, του παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι, κατά την παραπάνω έννοια, εγγυητική και ευθύνεται εις ολόκληρο με το μεταφορέα για την καλή, απ’ αυτόν, εκτέλεση της μεταφοράς στο μέτρο βέβαια που και ο τελευταίος ευθύνεται (οράτε ΑΠ 304/2007 ό.π., ΜΕφΕυβοίας 142/2018 ό.π.). Επομένως, ναι μεν η από 19.5.1956 Σύμβαση της Γενεύης ρυθμίζει μόνο τη σύμβαση μεταφοράς και όχι και τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, όμως, στο μέτρο που ανακύπτει, κατά τη Σύμβαση αυτή, ευθύνη του μεταφορέα, ευθύνεται εγγυητικά και σε ολόκληρο με αυτόν και ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς. Δεν αποκλείεται, βέβαια, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς να ευθύνεται και για δικές του προσωπικές πράξεις ή παραλείψεις, στην περίπτωση, όμως, αυτή η ευθύνη που θεμελιώνεται στις διατάξεις του, κοινού δικαίου (οράτε ΑΠ 1795/2012 ΕπισκΕμπΔ 2012 σ. 111, 1319/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΕυβοίας 142/2018 ό.π.). α.β. Επίσης, εκτός από τον παραγγελιοδόχο, που μεριμνά για την όλη μεταφορά, είναι δυνατόν η μέριμνα για αυτήν ή για τμήμα αυτής ή για την τελική παραλαβή των πραγμάτων, να ανατεθεί σε ενδιάμεσο (μεσολαβούντα) παραγγελιοδόχο ή σε παραγγελιοδόχο Παραλαβής. Αυτός συμβάλλεται με τον αρχικό παραγγελιοδόχο και (κατ’ αντίθεση προς τον απλό πράκτορα) ενεργεί για λογαριασμό μεν του αρχικού παραγγελιοδόχου στο δικό του, όμως, όνομα. Τόσο ο αρχικός παραγγελιοδόχος της όλης μεταφοράς όσο και ο ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος, προς τον οποίον εξομοιώνεται και ο παραγγελιοδόχος παραλαβής, ευθύνονται εγγυητικώς (άρθρο 97 ΕμπΝ). Εξάλλου ο αποστολέας ή ο παραλήπτης δύνανται να στραφούν τόσο κατά του αρχικού όσο και κατά του ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου. Η έκταση, όμως, της ευθύνης τους δεν συμπίπτει. Ο αρχικός παραγγελιοδόχος της όλης μεταφοράς είναι υπεύθυνος για την καθυστέρηση, απώλεια ή φθορά που συνέβη σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής και κατά την παραλαβή, έστω και εάν τμήμα της μεταφοράς ή η παραλαβή έγιναν με τη φροντίδα ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου ή παραγγελιοδόχου μεταφοράς. Διότι, κατ’ απόκλιση από ό,τι προβλέπεται για την ευθύνη του εντολοδόχου ένεκα πράξεων του υποκατασταθέντος στην εκτέλεση της εντολής (άρθρο 716 §§ 1 και 2 ΑΚ), το άρθρο 98 του ΕμπΝ καθιερώνει ρητά ευθύνη του αρχικού παραγγελιοδόχου και για τις πράξεις του ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου. Δεν ισχύει, όμως, ο κανόνας αυτός και αντιστρόφως. Δεν καθιερώνεται, δηλαδή, ευθύνη του ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου ή παραγγελιοδόχου παραλαβής για καθυστέρηση, απώλεια ή φθορά των μεταφερομένων πραγμάτων, η οποία είχε λάβει χώρα πριν από το τμήμα της μεταφοράς που αυτός έχει αναλάβει ή, εφόσον πρόκειται για παραγγελιοδόχο παραλαβής, πριν από την περιέλευση των πραγμάτων στον τόπο προορισμού τους προκειμένου αυτός να μεριμνήσει για τον εκτελωνισμό, την ειδοποίηση του παραλήπτη και την εν γένει παραλαβή των πραγμάτων. Τέτοια έκταση της ευθύνης του ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου και του παραγγελιοδόχου παραλαβής θα ήταν πέραν της σύμβασης που αυτός συνήψε και του έργου που ανέλαβε, αφού αναφέρεται σε τόπο και χρόνο που προηγείται της δικής του πρωτοβουλίας, επιμέλειας και ευθύνης. Ουσιαστικά, δηλαδή, ο ενδιάμεσος παραγγελιοδόχος ευθύνεται εγγυητικά για την έκταση του έργου μεταφοράς που αυτός ανέλαβε να διεκπεραιώσει (οράτε ΟλΑΠ 33/1998 ό.π.). Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος ευθύνεται εις ολόκληρον έναντι του ζημιωθέντος αποστολέα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 ΑΚ, δικαιούται εφόσον ικανοποίησε τον τελευταίο ή τον υποκατασταθέντα στα δικαιώματα του ασφαλιστή, να αναχθεί κατά του συνοφειλέτη του μεταφορέα ή ενδιαμέσου παραγγελιοδόχου ή παραγγελιοδόχου παραλαβής, κατ’ άρθρα 487 και 488 ΑΚ (οράτε ΑΠ 998/2002 ΧρΙΔ 2002 σ. 811, ΕφΑΘ 796/2006 ΕπισκΕΔ 2006 σ. 807, 1713/2005 ΕπισκΕΔ 2005 σ. 815, 258/2004 ΕπισκΕΔ 2004 σ. 490, ΜΠρΑΘ 158/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εσωτερική σχέση μεταξύ των ανωτέρω συνοφειλετών αποτελεί ιδιαίτερη ενοχική σχέση, με κύριο περιεχόμενο το δικαίωμα αναγωγής και είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την εξωτερική σχέση, δηλαδή τη σχέση δανειστή-συνοφειλετών, εξακολουθεί δε να υφίσταται και να στηρίζει το δικαίωμα αναγωγής του καταβαλόντος οφειλέτη κατά του συνοφειλέτη του, έστω και αν έχει αποσβεσθεί η αξίωση που απορρέει από την εξωτερική σχέση. Συνεπώς, η αξίωση αυτή αναγωγής υπόκειται σε αυτοτελή παραγραφή, που αρχίζει από την καταβολή, ανεξάρτητα από την τυχόν βραχύτερη παραγραφή η οποία ισχύει για την αξίωση του δανειστή κατά των εις ολόκληρο συνοφειλετών και εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά είναι εικοσαετής κατ’ άρθρο 249 ΑΚ (οράτε ΕφΘεσ 1647/2009 ΕπισκΕΔ 2010 σ. 146, ΜΠρΑΘ 158/2012 ό.π.). Κατά τις διατάξεις εξάλλου του άρθρου 927 ΑΚ, εκείνος που κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών και η ευθύνη τους κατανέμεται ανάλογα με το βαθμό του πταίσματος του καθενός. Εκτός από το πταίσμα των συνοφειλετών λαμβάνεται υπ’ όψη και η αιτιώδης συμβολή καθενός συνοφειλέτη στην παραγωγή του επιζήμιου αποτελέσματος. Όταν δεν υφίσταται τέτοια συμβολή, η ζημία θα επιρριφθεί στον υπαίτιο (οράτε Γεωργιάδη σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου υπό άρθρο 927 σ. 781 αρ.10). Εξάλλου, η ΑΚ 927 εφαρμόζεται αναλογικά σε κάθε περίπτωση που η κοινή προς το δανειστή ευθύνη των συνοφειλετών συνίσταται σε αποζημίωση, ανεξάρτητα εάν η ευθύνη του καθενός στηρίζεται σε διαφορετικό νομικό λόγο (οράτε Καράση σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου υπό άρθρα 487 – 488 σ. 690 αρ. 7, ΕφΘεσ 1647/2009 ό.π., ΜΠρΑΘ 158/2012 ό.π.). Το δικαίωμα αναγωγής, στην εσωτερική σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνοφειλετών, κατά κανόνα, ασκείται με αγωγή, μπορεί δε να ασκηθεί και με ένσταση, β. Η εναγόμενη της αγωγής αυτής, με το δικόγραφο των προτάσεών της, όπως το περιεχόμενο τους εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο, συνομολογεί την κατάρτιση των αναφερόμενων στην Α’ αγωγή συμβάσεων μεταφοράς μεταξύ των διαδίκων και την πραγματοποίηση των μεταφορών αυτών, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι εκ των υστέρων, πληροφορήθηκε ότι τα φορτηγά με τα οποία οι μεταφορές αυτές τελικά εκτελέστηκαν ήταν, όπως επί λέξει αναφέρεται στο δικόγραφο των προτάσεων, «συνεργαζόμενα» (σελίδα 6, στίχος 9), ουσιαστικά, δηλαδή, ότι η ενάγουσα της Α’ αγωγής είχε ενεργήσει και εκείνη ως παραγγελιοδόχος, εφόσον δεν ενέργησε την μεταφορά με δικά της μέσα. Συνομολογεί, επίσης και το γεγονός ότι δεν έχει καταβάλλει, εισέτι, την συμφωνηθείσα αμοιβή για καμία από αυτές, επικαλούμενή, όμως, ότι, στις αναφερόμενες στο δικόγραφο των προτάσεων της μεταφορές εμπορευμάτων, έλαβε χώρα καταστροφή εμπορευμάτων. Επίσης, η εναγόμενη της ίδιας αγωγής προβάλλει ότι είχε ενεργήσει, εν προκειμένω, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς η οποία, εξ αυτής της ιδιότητάς της, είχε αναθέσει τη διενέργεια των μεταφορών αυτών στην ενάγουσα. Ότι ένεκα της καταστροφής των εμπορευμάτων αυτών που αφορούν : α) στην γενομένη την 07.7.2016 μεταφορά εμπορευμάτων (φαρμάκων) από την Αγγλία στην Ελλάδα, (ειδικά, στην περίπτωση αυτή, συνεπεία πταίσματος του διενεργήσαντος την μεταφορά οδηγού), β) στην γενομένη την 20.7.2016 μεταφορά εμπορευμάτων (Pampers) από την Αγγλία στην Ελλάδα, γ) στην γενομένη την 25.7.2016 μεταφορά εμπορευμάτων (τυροκομικών) από την Αυστρία στην Ελλάδα, δ) στην γενομένη την μεταφορά εμπορευμάτων (γάλακτος) από το Λουξεμβούργο στην Ελλάδα και ε) στην γενομένη την 29.7.2016 μεταφορά εμπορευμάτων (τζακιών) από το Βέλγιο και την Ολλανδία στην Ελλάδα, όπως στις προτάσεις αναλυτικά αναφέρεται, η εναγομένη έχει ήδη οχληθεί από το δικό της παραγγελιοδόχο _________, να καταβάλει σε εκείνον, για μεν την πρώτη μεταφορά, το ποσό των 12.600,00 ευρώ, για την δεύτερη, το ποσό των 5.743,00 ευρώ, για την τρίτη, το ποσό των 63.591,00 ευρώ, για την τέταρτη (στον ________, έτερο παραγγελιοδόχο της), το ποσό των 1.056,00 ευρώ και για την πέμπτη, το ποσό των 1.600,00 ευρώ. Τονίζεται δε ότι, ειδικά στην τέταρτη και στην πέμπτη μεταφορά, δεν έλαβε χώρα καταστροφή εμπορευμάτων, αλλά, ειδικότερα, μερική μη εκτέλεση, στην τέταρτη, εφόσον παραδόθηκε ποσότητα γάλακτος μειωμένη σε σχέση με την συμφωνηθείσα και στην πέμπτη πλημμελής εκτέλεση, εφόσον τα εμπορεύματα δεν παραδόθηκαν στους συμφωνημένους τόπους. Έτσι, η εναγομένη υποστηρίζει ότι το ποσό το οποίο, κατ’ αρχήν, θα πρέπει να καταβάλει στους ανωτέρω παραγγελιοδόχους της οι οποίοι της ανέθεσαν τις μεταφορές αυτές, ανέρχεται σε (12.600,00 + 5.743,00 + 63.591,00 ευρώ, + 1.056,00 + 1.600,00=) 84.590,00 ευρώ. Εκτός των ανωτέρω, η εναγομένη της Α’ αγωγής υποστηρίζει ότι, κατόπιν επαφών με τον εκ των παραγγελιοδόχων της, οι οποίοι απευθύνθηκαν σε εκείνη, ________, συμφωνήθηκε να περιοριστεί, όπως στο δικόγραφο των προτάσεών της αναφέρει, η ζημία των μεταφερθέντων και βλαβέντων εμπορευμάτων πελατών του, αξίας 83.543,00 ευρώ, σε ποσό 45.000,00 ευρώ, δυνάμει του μνημονευόμενου στο δικόγραφο των προτάσεών της ιδιωτικού συμφωνητικού που συνήψε με τον ανωτέρω παραγγελιοδόχο της, όπως αναλυτικότερα αναφέρεται, ενώ, αναφορικά με το ποσό των 1.056,00 ευρώ, το οποίο αξιωνόταν από τον έτερο παραγγελιοδόχο, __________, προβάλλει ότι το ποσό αυτό έχει συμφωνηθεί να συμψηφιστεί με δωρεάν μεταφορά εμπορευμάτων πελάτη του __________, με τελική συνέπεια η εναγομένη να ζημιωθεί και κατά το ποσό αυτό. Ως εκ τούτου, λοιπόν, η εναγομένη της Α’ αγωγής ζητεί να συμψηφισθεί η σε βάρος της απαίτηση της ενάγουσας ύψους 31.325,00 ευρώ, με την ανταπαίτηση που υποστηρίζει ότι διατηρεί εκείνη σε βάρος της ενάγουσας, κατά τα ανωτέρω, συνολικού ύψους 46.056,00 ευρώ, απορριπτομένης της αγωγής, για την αιτία αυτή και, τέλος, να καταδικασθεί η ενάγουσα της Α’ αγωγής στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Ο ανωτέρω ισχυρισμός αποτελεί νόμω βάσιμη ένσταση στηριζόμενη στις διατάξεις που ανωτέρω αναφέρθηκαν υπό στοιχείο Ε.α.α., καθώς επίσης και σε αυτή του άρθρου 440 ΑΚ.
ΣΤ. Εν προκειμένω, η συζήτηση της Β’ αγωγής γίνεται με την επιμέλεια της ενάγουσας η οποία επέδωσε αντίγραφο της αγωγής η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 03.4.2018, με κλήση προς συζήτηση στην εναγομένη, για τη σημερινή δικάσιμο, την 20.4.2018 με βάση την υπ’ αριθμ. 9761/20.4.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλουχίδη, ενώ, ωσαύτως, αμφότερες οι πλευρές των διαδίκων, κατέθεσαν προτάσεις και σχετικά εντός της προθεσμίας των εκατό ημερών από την κατάθεση της αγωγής και, συγκεκριμένα, την 08.6.2018 (εξηκοστή ημέρα), η ενάγουσα και την 11.9.2018 (εκατοστή τριακοστή ημέρα, εφόσον η έδρα της είναι στο εξωτερικό και συγκεκριμένα, στη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα να παρεκτείνεται κατά τριάντα ημέρες η προθεσμία αυτή, κατ’ άρθρο 237 § 1 εδ. δ’ του ΚΠολΔ), η εναγομένη, με βάση τη σημείωση της Γραμματέα στο δικόγραφο των προτάσεών τους. Παράλληλα, αμφότερες οι πλευρές των διαδίκων, προσκόμισαν, εντός της ίδιας προθεσμίας, τα πληρεξούσια προς τους δικηγόρους τους έγγραφα.
Ζ. Με την υπό κρίση Β’ αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο, η ενάγουσα προβάλλει ότι διατηρεί ατομική επιχείρηση δρώντας ως παραγγελιοδόχος διεθνών μεταφορών, ιδιότητα υπό την οποία αναλαμβάνει διεθνείς μεταφορές εμπορευμάτων που της αναθέτουν άλλοι παραγγελιοδόχοι διεθνών μεταφορών ή πελάτες της. Ότι, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της αυτής, της ανέθεσαν οι παραγγελιοδόχοι, ________ και ___________ τις μεταφορές αναφορικά με τις οποίες κατήρτισε, με την εναγομένη της Β’ αγωγής, τις αναφερόμενες στην αγωγή δώδεκα συμβάσεις μεταφοράς εμπορευμάτων, το χρονικό διάστημα 30.6.2016 -29.7.2016, εμπορεύματα τα οποία μεταφέρθηκαν με φορτηγά επιλογής της εναγόμενης. Ότι είχε συμφωνηθεί, μεταξύ των διαδίκων, τα εμπορεύματα αυτά να παραδοθούν στους παραλήπτες τους ανά την ελληνική επικράτεια σε άριστη κατάσταση και σε όποια κατάσταση φορτώθηκαν, ειδάλλως, θα υποχρεούταν η εναγόμενη της αγωγής αυτής στην αποζημίωση των παραληπτών τους και των εντελομένων την διεθνή αυτή μεταφορά, κατά τις διατάξεις των άρθρων 102, 103 και 97 του ΕμπΝ. Παράλληλα, η ενάγουσα της ΒΓ αγωγής ισχυρίζεται ότι, στις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής της, μεταφορές εμπορευμάτων, έλαβε χώρα καταστροφή εμπορευμάτων. Ότι, ένεκα της καταστροφής των εμπορευμάτων αυτών που αφορούν : α) στην γενομενη την μεταφορά εμπορευμάτων (φαρμάκων) από την Αγγλία στην Ελλάδα, για την οποία αναφέρει ότι ευθύνεται αντικειμενικά η εναγόμενη, άλλως ένεκα του πταίσματος των προστηθέντων της, θα πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 12.600,00 ευρώ στο οποίο υπολογίστηκε η αξία των καταστραφέντων εμπορευμάτων το οποίο, με τη σειρά της, η ενάγουσα θα κληθεί να καταβάλει είτε απευθείας στην παραλήπτρια εταιρεία, είτε στον δικό της παραγγελιοδόχο της ________ είτε και εκείνος να το αποδώσει στην παραλήπτρια. β) Στην γενομενη την 20.7.2016 μεταφορά εμπορευμάτων (Pampers) από την Αγγλία στην Ελλάδα, εφόσον καταστράφηκε (γεγονός το οποίο η ενάγουσα αποδίδει σε κακή οδήγηση του οδηγού που διενέργησε τη μεταφορά), εμπορεύματα αξίας 5.743,00 ευρώ, ποσό το οποίο, ζητεί από την εναγόμενη, εφόσον, κατά τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, το έχει ήδη αξιώσει ο ______ από εκείνη, για να το αποδώσει, με τη σειρά του, στην παραλήπτρια εταιρεία, ποσό το οποίο, όπως αναφέρει στην αγωγή, οφείλεται ένεκα αντικειμενικής ευθύνης της καθ’ ης, άλλως, ένεκα της υπαιτιότητας του ανωτέρω προστηθέντος προσώπου, γ) Στην γενομενη την 29.7.2016 μεταφορά εμπορευμάτων (τυροκομικών) από την Αυστρία στην Ελλάδα, εφόσον καταστράφηκε (γεγονός το οποίο η ενάγουσα αποδίδει σε υψηλή θερμοκρασία μεταφοράς των εμπορευμάτων αυτών), εμπορεύματα αξίας 63.591,00 ευρώ, ποσό το οποίο, ζητεί από την εναγομένη, εφόσον, κατά τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, το έχει ήδη αξιώσει ο ________ από εκείνη, για να το αποδώσει, με τη σειρά του, στην παραλήπτρια εταιρεία, δ) Στην γενομενη την μεταφορά εμπορευμάτων (γάλακτος) από το Λουξεμβούργο στην Ελλάδα, οπότε, κατά τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, η εναγομένη παρέδωσε, αντί της συμφωνημένης ποσότητας (22.458 κιλά γάλακτος) 3 παλέτες λιγότερες και μικρότερη ποσότητα γάλακτος, ενώ η μεταφορά των τριών παλετών και η παράδοση του ανωτέρω εμπορεύματος εγένετο στον παραλήπτη, με δαπάνες της ενάγουσας που ανήλθαν στο ποσό των 1.056,00 ευρώ, ε) Στην γενομένη, τέλος, την 29.7.2016 μεταφορά εμπορευμάτων (τζακιών) από το Βέλγιο και την Ολλανδία στην Ελλάδα, οπότε, η παράδοση των εμπορευμάτων δεν πραγματοποιήθηκε στους συμφωνημένους τόπους (Αίγιο και Αργυρούπολη), αλλά αυτά κατελείφθησαν στον Ασπρόπυργο, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να επιβαρυνθεί με δαπάνες για την αποθήκευση (500,00 ευρώ) και τη μεταφορά τους (1.100,00 ευρώ συνολικά), ποσό το οποίο επίσης αξιώνει από την εναγομένη. Έτσι, λοιπόν, η ενάγουσα της Β’ αγωγής υπολογίζει, κατ’ αρχήν, την συνολική οφειλή της εναγομένης, προς εκείνη, στο συνολικό ποσό των (12.600,00+ 5.743,00 + 63.591,00 + 1.056,00 + 500,00 + 1.100,00=) 84.590,00 ευρώ.
Περαιτέρω, η ενάγουσα, με το ίδιο το δικόγραφο της αγωγής της, προβαίνει σε περιορισμό της απαίτησής της και, εντεύθεν, του με αυτήν αξιούμενου ποσού, το οποίο και προσδιορίζει στο ποσό των 46.056,00 ευρώ, επικαλούμενη, ειδικότερα, ότι η περιουσιακή της ζημία, από την αθέτηση των παραπάνω συμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης, έχει περιοριστεί στο ποσό αυτό, εφόσον υποστηρίζει ότι, δυνάμει του από 30.10.2017 ιδιωτικού συμφωνητικού ο ως άνω παραγγελιοδόχος της των εννέα ως άνω μεταφορών τις οποίες είχε αναθέσει σε εκείνη, _______, περιόρισε, για λογαριασμό των πελατών του, την ως άνω αποζημίωση, από το ποσό των 83.534,00 ευρώ, στο ποσόν των 45.000,00, το οποίο και συμφωνήθηκε να εξοφληθεί με διακανονισμό, ενώ η υποχρέωσή ύψους 1.056,00 ευρώ που οφείλεται στην κάλυψη των δαπανών για την μεταφορά τριών παλετών γάλακτος δεν επηρεάζεται από την συμφωνία περιορισμού της οφειλής των διαδίκων, με αποτέλεσμα το τελικά με την αγωγή αυτή αξιούμενο ποσό να ανέρχεται σε 46.056,00 ευρώ. Για τους λόγους δε αυτούς, η ενάγουσα ζητεί να συνεκδικασθεί η αγωγή της αυτή με την υπ’ αριθμ. καταθέσεως 1.373/2018 και με γενικό αριθμό κατάθ. 3125/2018 αγωγή της εναγομένης (Α’ αγωγή) και να υποχρεωθεί η εναγομένη της Β’ αγωγής να της καταβάλει το ποσό των 46.056,00 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής της και μέχρι την εξόφληση και να απορριφθεί, κατόπιν συνεκδίκασης, η ως άνω Α’ αγωγή, άλλως δε και όλως επικουρικώς, κατόπιν συνεκδίκασης αμφοτέρων των αντίθετων αυτών αγωγών, να συμψηφιστεί η ανταπαίτηση της εναγομένης της Β’ αγωγής ύψους 31.325,00 ευρώ, με την καταγόμενη με την Β’ αγωγή απαίτησή της και να υποχρεωθεί να της καταβάλει τη διαφορά (46.056,00 – 31.325,00=) 14.731,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως ανωτέρω και να καταδικασθεί η εναγομένη της ίδιας αγωγής στην εν γένει δικαστική της δαπάνη, Με το ανωτέρο περιεχόμενο και αίτημα, ως προς την υπό στοιχείο Β’ αγωγή – για την εκδίκαση της οποίας έχει διεθνή δικαιοδοσία και αρμοδιότητα το παρόν Δικαστήριο, κατά το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 3 § 1, 31 § 3 ΚΠολΔ, εφόσον ενώπιον του συνεκδικάζονται οι δύο κύριες και συναφείς, μεταξύ τους, δίκες που κατάγονται με τις δύο αντίθετες μεταξύ τους αγωγές υπό στοιχεία Α’ και Β’ και έχει, αντίστοιχα, διεθνή δικαιοδοσία (αλλά και αρμοδιότητα) για την εκδίκαση της πρώτης από αυτές, σε αρμονία με όσα στη μείζσνα πρόταση ανωτέρω αναφέρθηκαν, είναι, για τη νομική αξιολόγησή της, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εφόσον συντρέχουν οι ίδιοι, προς τούτο, δικαιολογικοί λόγοι, όπως ακριβώς ισχύει και στην υπό στοιχείο Δ. παράγραφο της παρούσας, εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία ευρίσκεται ο τόπος παράδοσης που έχει συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη και ο οποίος είναι εντός της ελληνικής επικράτειας, για όλες της επίδικες συμβάσεις, με μία και μοναδική εξαίρεση, εφόσον όλες οι παραδόσεις των εμπορευμάτων έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, πλην μίας, κατά την οποία η παράδοση έλαβε χώρα στην Ιταλία, με αποτέλεσμα, με βάση την αρχή της οικονομίας της δίκης, να είναι εφαρμοστέο και για τη σύμβαση αυτή, το ελληνικό δίκαιο. Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις οι οποίες αναφέρθηκαν στη μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο Ε.α.α, καθώς επίσης και σε εκείνες των 90 επ. και 102 επ. ΕμπΝ, 341, 345, 346 και 361 ΑΚ, 176, 191 § 2, 904 § 2α, 907 και 908 § Ιστ ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η αγωγή, καθ’ ο μέρος κρίθηκε παραδεκτή νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. Α218707) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (οράτε το με υπ’ αριθμ. 23295644195811120037 ηλεκτρονικό παράβολο, καθώς επίσης και το από 12.9.2018 γραμμάτιο καταβολής της Τράπεζας «ALPHA BANK). Ως προς δε τα γραμμάτια προείσπραξης που αμφότεροι οι διάδικοι προσκόμισαν, αναφορικά με την αγωγή αυτή, η υποχρέωση αυτή έχει ήδη καλυφθεί με την προσκομιδή του γραμματίου προκαταβολής ως προς την υπό στοιχείο Α’ αγωγή, εφόσον στο παράρτημα I του Ν. 4194/2013 ρητά αναφέρεται ότι σε περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών προσκομίζεται ένα γραμμάτιο προκαταβολής) και εφόσον καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει και η αγωγή αυτή να εξεταστεί, περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η.α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή, κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί κατ’ αυτού, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, καταρχήν, να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί, εκ των υστέρων, ανατροπή της κατάστασης που έχει ήθη διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς, για τα συμφέροντα του υπόχρεου, επιπτώσεις, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον ίδιο συνέπειες, τότε η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (οράτε ΟλΑΠ 33/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1033, 7/2002 ΕλλΔνη 2002 σ. 681, 8/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 382, 19/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 310, 17/1995 ΕλλΔνη 1995 σ. 1531, ΑΠ 701/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 1026, 265/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 991, πάγια νομολογία). Οι πράξεις, επίσης, του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (οράτε ΟλΑΠ 62/1990 ΕλλΔνη 1991 σ. 501, ΑΠ 701/2009 ό.π.). β. Η εναγομένης της Β’ αγωγής αρνείται την αγωγή και ζητεί την απόρριψή της, πλην όμως, συνομολογεί, με το δικόγραφο των προτάσεών της, την κατάρτιση, κατά τον κρίσιμο χρόνο, μεταξύ των διαδίκων, των ένδικων συμβάσεων τις οποίες χαρακτηρίζει συμβάσεις παραγγελίας μεταφοράς, καθώς και ότι εκείνη προέβη στις αντίστοιχες μεταφορές, που η ενάγουσα της ανέθεσε, παράσχοντας τις υπηρεσίες της όλως προσηκόντως και παραδίδοντας άπαντα εμπορεύματα, όπου η ενάγουσα της υποδείκνυε με κάθε της παραγγελία. Ωσαύτως, κατά την εναγόμενη της Β’ αγωγής, η ίδια ανέλαβε, ενεργώντας στο όνομά της, αλλά κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ενάγουσας, τη μεταφορά των πραγμάτων στον τόπο του προορισμού και ότι διεκπεραίωσε, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, τις αναλυτικά περιγραφόμενες στο δικόγραφο των προτάσεών της χερσαίες διεθνείς μεταφορές εμπορευμάτων, εξευρίσκοντας τον μεταφορέα που θα μετέφερε το εκάστοτε εμπόρευμα. Ότι, μολονότι εκείνη εξετέλεσε προσηκόντως τις αναφερόμενες μεταφορές, δεν της έχει καταβληθεί κανένα ποσό έναντι των συμφωνημένων, προς τούτο, ναύλων, όπως αναλυτικά παραθέτει, οφειλή την οποία υποστηρίζει ότι η ενάγουσα έχει αναγνωρίσει. Παράλληλα, προβάλλει ότι, από το συνολικό ποσό των 84.590,00 ευρώ, που δήθεν, όπως αναφέρει, καλείται να πληρώσει η ενάγουσα της Β’ αγωγής, στους παραγγελιοδόχους της, από τάχα υπαιτιότητα της εναγόμενης, το μεγαλύτερο ποσό [(63.591,00 + 12.600,00 =) 76.191,00 ευρώ], αφορά σε ζημία που δήθεν, όπως αναφέρει, υπέστη ο παραγγελιοδόχος της ενάγουσας ___________, αναφορικά με τον οποίο, ωστόσο, υποστηρίζει, όπως στις προτάσεις της αναφέρεται, ότι ούτε καν εξώδικη δήλωση δεν έχει αποστείλει στην ενάγουσα και ότι είναι υιός της. Έτσι, κατά την εναγόμενη, καταρρίπτεται ο δήθεν ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο ανωτέρω παραγγελιοδόχος ζημιώθηκε από υπαιτιότητα της εναγόμενης και ότι θα ζητήσει από την ίδια το ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε, ενέργεια στην οποία, όπως υποστηρίζει, εισέτι δεν έχει προβεί και ότι, εν τέλει, οι ζημίες που αναφέρει ότι έχει υποστεί είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτες και αποτελούν μεθοδευμένη τακτική της ενάγουσας, προκειμένου όχι μόνο να μην εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της από την εκτέλεση των μεταφορών που αναφέρονται στην Α’ αγωγή, αλλά και να επιτύχει την είσπραξη και επιπλέον ποσού, όπως στο δικόγραφο των προτάσεών της αναφέρει. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμω βάσιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και ως εκ τούτου, ερεονητέος και επί της ουσίας. Επικουρικά, η εναγόμενη ζητεί να συμψηφισθεί η σε βάρος της απαίτηση της ενάγουσας που με την Β’ αγωγή αξιώνεται την οποία, ένεκα προφανούς παραδρομής, υπολογίζει στο ποσό των 85.590,00 ευρώ, αντί του πράγματι με την αγωγή αξιούμενου των 46.056,00 ευρώ, απορριπτόμενης της αγωγής, για την αιτία αυτή και, τέλος, να καταδικασθεί η ενάγουσα της Α’ αγωγής στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Ο ανωτέρω ισχυρισμός αποτελεί νόμω βάσιμη ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ.
Θ. Από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων απόδειξη), την υπ’ αριθμ. 6023/25.6.2018 ένορκη βεβαίωση του ________ του _______, που ελήφθη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, πριν τη λήψη της οποίας κλητεύθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, προκειμένου να παραστεί εκπρόσωπός της, η εταιρεία «____________», (οράτε την υπ’ αριθμ. 1311720.6.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετεΐου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Ιωάννη Ν. Παναγόπουλου), την υπ’ αριθμ. 770/07.5.2018 ένορκη βεβαίωση της ________ του _______ και της _______, που ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Αικατερίνης Ηλία Βρεττάκου, πριν τη λήψη της οποίας κλητεύθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, προκειμένου να παραστεί η ________ (οράτε την υπ’ αριθμ. 9761/20,4.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά Νίκου Τσαλσυχίδη,), καθώς επίσης και από τις ομολογίες των διαδίκων που ανωτέρω και κατωτέρω εκτίθενται, αποδεικνύονται τα κάτωθι (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, εφόσον ουδενός εγγράφου νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου η συνεκτίμηση δεν παραλείφθηκε) : Η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «________» («_________»), εδρεύει στην πόλη ________της ________ και είναι μεταφορική εταιρία, δραστηριοποιούμενη, επί σειρά ετών, με αντικείμενο την παροχή μεταφορικών υπηρεσιών και, συγκεκριμένα, υπηρεσιών μεταφοράς εμπορευμάτων και μεγάλων φορτίων, καθώς επίσης και υπηρεσιών εφοδιαστικής, στον τομέα των οδικών μεταφορών, σε όλη την Ευρώπη, συνεργαζόμενη με άλλες εταιρίες, που διαθέτουν έναν πλήρως εξοπλισμένο στόλο κατάλληλων, προς την παροχή των υπηρεσιών αυτών, μεταφορικών μέσων, στις οποίες η ανωτέρω εταιρεία αποδίδει προμήθεια από την αμοιβή, που εισπράττει από τις εταιρίες, που με την σειρά της συνεργάζεται. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για παραγγελιοδόχο που λειτουργεί στην αλυσίδα των διεθνών μεταφορών. Η συνεργασία των διαδίκων ξεκίνησε το τέλος Ιουνίου ταυ 2016 όταν δέχτηκε κλήση από την ατομική επιχείρηση της ________ η βουλγαρική ΕΠΕ, ενώ η επικοινωνία, με πρωτοβουλία της ατομικής επιχείρησης, συνεχίστηκε, με την αποστολή, την 13:18 της 28.6.2016, ηλεκτρονικής επιστολής, την οποία υπέγραφε, για λογαριασμό της ατομικής επιχείρησης η _________. Στο κείμενο της επιστολής αυτής, η ατομική επιχείρηση διαβεβαίωνε την βουλγαρική ΕΠΕ, για την δυνατότητά της για παροχή λύσεων στον τομέα διαχείρισης φορτίων στο σύνολο, σχεδόν, των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ γινόταν ενημέρωση ως προς τα είδη των φορτίων των οποίων αναλάμβανε την μεταφορά, από την Ελλάδα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αντιστρόφως και ως προς τον κατάλληλο τύπο των φορτηγών οχημάτων για τη μεταφορά την οποία η ατομική επιχείρηση θα ανέθετε στην βουλγαρική ΕΠΕ. Ουσιαστικά, δηλαδή, η ατομική επιχείρηση αποσκοπούσε στην ανάθεση μεταφοράς εμπορευμάτων πελατών της με οχήματα της βουλγαρικής ΕΠΕ. Παράλληλα, με το ίδιο μήνυμα, καθιστούσε γνωστό το γεγονός ότι η πληρωμή, για κάθε μεταφορά που θα πραγματοποιούταν τους πρώτους δύο μήνες της συνεργασίας των διαδίκων, θα γινόταν εντός εφτά ημερών μετά την παραλαβή των αυθεντικών παραστατικών (τιμολογίων και CMR), με μεταφορά χρημάτων μέσω τραπέζης. Η βουλγαρική ΕΠΕ, με ηλεκτρονική της επιστολή που απεστάλη δεκατέσσερα λεπτά της ώρας αργότερα, αποδέχτηκε την πρόσκληση για την συνεργασία αυτή, διαβεβαιώνοντας την ατομική επιχείρηση ότι διαθέτει, όπως επί λέξει ανέφερε, «μοναδικά μέσα και την τεχνογνωσία» προς κάλυψη των αναγκών της ατομικής επιχείρησης. Δεκατέσσερα λεπτά της ώρας αργότερα, η ατομική επιχείρηση απάντησε με δική της ηλεκτρονική επιστολή, την οποία υπέγραφε ο _______, με βάση την οποία, ουσιαστικά, ανάθεσε στην βουλγαρική ΕΠΕ την μεταφορά, από την πόλη Γκεντ του Βελγίου στην Ελλάδα, με κανονικό φορτίο και ενδεικτικό ναύλο ύψους 2.800,00 ευρώ, επιφυλασσόμενη για αποστολή περισσότερων λεπτομερειών την επομένη. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε η μεταξύ των διαδίκων συνεργασία, με βάση την οποία, για εκάστη μεταφορά, που θα πραγματοποιούταν, κατόπιν έγγραφης και αναλυτικής παραγγελίας της ατομικής επιχείρησης και αφορούσε σε εμπορεύματα πελατών της, από οχήματα της βουλγαρικής ΕΠΕ, η τελευταία θα της απέστελνε όλα τα πρωτότυπα έγγραφα (τιμολόγια και CMR) και εφτά ημέρες μετά την παραλαβή τους, η ατομική επιχείρηση θα εξοφλούσε το αντίστοιχο τιμολόγιο με πίστωση τραπεζικού της λογαριασμού. Έτσι, λοιπόν, η ατομική επιχείρηση απέστειλε, την 30.6.2016, με ηλεκτρονική της επιστολή, την πρώτη παραγγελία της, που αφορούσε σε μεταφορά φορτίου από την Αγγλία στην Ελλάδα το οποίο και εκφορτώθηκε την 05.7.2016. Στη συνέχεια, τη 18.7.2016, η βουλγαρική ΕΠΕ απέστειλε το τιμολόγιο ποσού 3.000,00 ευρώ και το CMR στην ατομική επιχείρηση, πλην όμως, η εξόφληση έλαβε χώρα με καθυστέρηση εννέα ημερών (την 03.8.2016 αντί της 25.7.2016), με μεταφορά από τραπεζικό λογαριασμό. Η καθυστέρηση στην εξόφληση του τιμολογίου αυτού δεν πτόησε την βουλγαρική ΕΠΕ και, έτσι, η μεταξύ των διαδίκων συνεργασία συνεχίστηκε. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της συνεργασίας αυτής, η ατομική επιχείρηση παρήγγειλε, στην βουλγαρική ΕΠΕ, την διενέργεια έντεκα, επιπλέον, μεταφορών οι οποίες και πράγματι εκτελέστηκαν, για κάθε μία των οποίων εκδόθηκαν, από την τελευταία τα κάτωθι τιμολόγια, (11) τον αριθμό, συνολικού ποσού, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, 31.325,00 ευρώ. Συγκεκριμένα, εκδόθηκαν τα κάτωθι τιμολόγια : 1) το υπ’ αριθμ. 0002/05.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών για μεταφορά εμπορευμάτων (20 τόνοι ειδών νοικοκυριού) από το Βέλγιο στην Ελλάδα, ναύλου 2.850,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης την 05.7.2016 και παράδοσης την 11.7.2016 . Το ανωτέρω φορτίο παραδόθηκε και παραλήφθηκε κανονικά από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «_________» με έδρα τον Ασπρόπυργο κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής (CMR) Διεθνής Φορτωτική Σειρά Β No 51411851 και μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν από την ίδια σημείο εκφόρτωσης (Ερμούπολη Σύρου). Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση η οποία και το αποδέχθηκε, την 18.7.2016, με χρόνο πληρωμής την 25.7.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 2) Το υπ’ αριθμ. 0003/07.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών για μεταφορά εμπορευμάτων (φαρμάκων, συνολικά 14.450 κιλά), από τη Γερμανία στην Ελλάδα, ναύλου 3.200,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης την 07.7.2016 και παράδοσης την 11.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε, με επιφύλαξη από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «_________» με έδρα στο Περιστέρι Αττικής, κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής (CMR) Διεθνής Φορτωτική ΝοΕ0777/5Τ/Ε1077ΕΕ, που μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν από την ίδια σημείο εκφόρτωσης (Περιστέρι Αττικής). Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση η οποία και το αποδέχθηκε, την 01.8.2016, με χρόνο πληρωμής την 26.7.2016 αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 3) Το υπ’ αριθμ. 0004/07.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για μεταφορά εμπορευμάτων (έπιπλα κήπου), από δύο πόλεις της Ιταλίας στην Ελλάδα, ναύλου 2.200,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης την 07.7.2016 και παράδοσης την 11.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «___________» με έδρα τον Ασπρόπυργο, κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής (CMR) Διεθνής Φορτωτική No 3712 και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν, από την ίδια, τόπο εκφόρτωσης. Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση, η οποία και το αποδέχθηκε, την 01.8.2016, με χρόνο πληρωμής την 08.8.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 4) Το υπ’ αριθμ. 0005/13.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών για μεταφορά εμπορευμάτων (βιομηχανικού χάρτου), από την Γερμανία στην Ελλάδα, ναύλου 2.700,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης τη 13.7.2016 και παράδοσης τη 18.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «________» με έδρα τα Γλυκά Νερά Αττικής, κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής (CMR) Διεθνής Φορτωτική. Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση η οποία και το αποδέχθηκε, την 10.8.2016, με χρόνο πληρωμής την 17.8.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 5) Το υπ’ αριθμ. 0006/18.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για μεταφορά εμπορευμάτων από την Αγγλία στην Ελλάδα, ναύλου 3.200,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης τη 18.7.2016 και παράδοσης την 25.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «__________» με έδρα τον Ασπρόπυργο, κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής CMR) Διεθνής Φορτωτική, που μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν από την ίδια σημείο εκφόρτωσης. Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση τη 10.8.2016, με χρόνο πληρωμής τη 17.8.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 6). Το υπ’ αριθμ. 0007/18.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για μεταφορά εμπορευμάτων (pampers) από την Αγγλία στην Ελλάδα, ναύλου 3.200,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης την 7.2016 και παράδοσης την 26.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε, με επιφύλαξη, από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «________» με έδρα τον Ασπρόπυργο, κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής CMR Διεθνής Φορτωτική Κωδικός μεταφορέα 25, που μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν από την ίδια σημείο εκφόρτωσης. Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση τη 19.8.2016, με χρόνο πληρωμής την 26.8.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 7). Το υπ’ αριθμ. 0008/18.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών για μεταφορά εμπορευμάτων από την Ολλανδία στην Ελλάδα, ναύλου 3.000,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης την 21.7.2016 και παράδοσης την 26.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «_______» με έδρα τον Ασπρόπυργο, κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής (CMR) ΔΙΕΘΝΗΣ ΦΟΡΤΩΤΙΚΗ No 1739446000101-) που μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν από την ίδια σημείο εκφόρτωσης. Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση τη 27.7.2016 με χρόνο πληρωμής τη 17.8.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 8). Το αριθμ. 0009/28.07.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για μεταφορά εμπορευμάτων (τυριών) από την Αυστρία στην Ελλάδα, ναύλου 2.600,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης την 25.7.2016 και εκφόρτωσης την 29.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «____________» με έδρα τον Ασπρόπυργο, κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής (CMR)- Διεθνής Φορτωτική CMR) που μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν από την ίδια σημείο εκφόρτωσης. Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση τη με χρόνο πληρωμής τη 17.8.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 9). Το υπ’ αριθμ. 0010/28.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για μεταφορά εμπορευμάτων από την Ελλάδα στην Ιταλία, ναύλου 2.200,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης την και εκφόρτωσης την 30.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε από τον πελάτη της ατομική επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «_______.», με έδρα στη Βερόνα της Ιταλίας, κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής (CMR)- Διεθνής Φορτωτική CMR Χώρα LUNo 835-) που μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν από την ίδια σημείο εκφόρτωσης. Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση την με χρόνο πληρωμής την 26.8.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 10). Το υπ’ αριθμ. 0011/28.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για μεταφορά εμπορευμάτων (ποσοτήτων φρέσκου γάλακτος – 22 ευρωπαλέτες) από το Λουξεμβούργο στην Ελλάδα, ναύλου 3.100,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης την και εκφόρτωσης την 02.8.2016. Το συγκεκριμένο φορτίο παραλήφθηκε από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της εταιρείας «____________.» κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής (CMR-Διεθνής Φορτωτική CMR-) που μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν από την ίδια σημείο εκφόρτωσης. Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση την 19.8.2016, με χρόνο πληρωμής την 26.8.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. 11). Τέλος, το υπ’ αριθμ. 0012/29.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για μεταφορά εμπορευμάτων (Black and Decker και Λιπαντικά αυτοκινήτου, άπαντα σε παλέτες) από το Βέλγιο στην Ελλάδα, ναύλου 3.075,00 ευρώ, με χρόνο φόρτωσης την 29.7.2016 και εκφόρτωσης την 03.8.2016, στον Ασπρόπυργο Αττικής (και συγκεκριμένα στην εταιρία «__________»). Το συγκεκριμένο φορτίο παραλήφθηκε κανονικά από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της εταιρείας «_________» κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» στο αντίστοιχο συνοδευτικό έντυπο εξαγωγής (CMR – Διεθνής Φορτωτική Σειρά Β No 40080220 -) που μεταφέρθηκε στο υποδειχθέν από την ίδια σημείο εκφόρτωσης. Το εν λόγω τιμολόγιο απεστάλη στην ατομική επιχείρηση την 19.8.2016 με χρόνο πληρωμής την 26.8.2016, αλλά ουδέποτε πληρώθηκε. Περαιτέρω, αναφορικά με τα δρομολόγια για τα οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. 0003/07.7.2016, 0007/18.7.2016, 0009/28.07.2016, 0011/28.7.2016 και 0012/29.7.2016, τιμολόγια και για τα οποία έγινε λόγος και ανωτέρω, λεκτέα, επιπλέον των όσων παραπάνω εκτέθηκαν, τα κάτωθι: Ειδικότερα, λοιπόν, σε ό,τι έχει να κάμει με το φορτίο για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 0003/07.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, η ατομική επιχείρηση ανέθεσε στην βουλγαρική ΕΠΕ μεταφορά από την πόλη Νόρντερστεντ της Γερμανίας στις εγκαταστάσεις της εταιρείας _______ στο Περιστέρι Αττικής. Η μεταφορά αφορούσε σε 14.450 κιλά, συνολικά, φαρμακευτικών ειδών. Ο δε συμφωνηθείς ναύλος ανήλθε σε 3.200,00 ευρώ, ενώ τα στοιχεία κυκλοφορίας του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου οχήματος είναι Ε0777ΚΤ/Ε1072ΕΕ. Οι δε συμφωνηθέντες χρόνοι φόρτωσης ήταν η 07.7.2016 και παράδοσης η 11.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε, με επιφύλαξη από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της παραλήπτριας εταιρείας «________» με έδρα στο Περιστέρι Αττικής, κάτω από την έκφραση «ο πελάτης» όπως αυτό τέθηκε με σχετική σφραγίδα στο κουτάκι 19 του αντίστοιχου συνοδευτικού εντύπου εξαγωγής [(CMR) Διεθνής Φορτωτική ΝοΕ0777/5Τ/Ε1077ΕΕ]. Περαιτέρω, δεν έχει αποδεχθεί ότι υπέστησαν συγκεκριμένες φθορές ποσότητες του μεταφερόμενου αυτού φορτίου. Τούτο δε, κατά πρώτον, διότι αμφότερες οι πλευρές των διαδίκων προσκομίζουν ορισμένες φωτογραφίες με χάρτινες κούτες στις οποίες έχει συσκευαστεί το φορτίο αυτό. Από την επισκόπηση αυτών, ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι έχουν καταστραφεί ποσότητες φορτίου και μάλιστα της αξίας των 12.600,00 ευρώ, εφόσον μόνο σε κάποια σημεία φαίνεται μια μικρή, ενδεχομένως, συμπίεση που έχουν υποστεί κάποια χαρτοκιβώτια, όχι όμως και καταστροφή του μεταφερόμενου φορτίου, εφόσον καμία φωτογραφία με ανοιγμένη κούτα που να απεικονίζει κατεστραμμένο υλικό δεν προσκομίστηκε. Παράλληλα, η προσκομισθείσα αλληλογραφία, επίσης δεν είναι διαφωτιστική. Ειδικότερα, προσκομίστηκε ένα έγγραφο – μήνυμα με αναγραφόμενο χρόνο αποστολής την 12.7.2016 και ώρα 12:28 μμ., στο οποίο αναφέρεται ως υπογράφουσα αυτό η __________, ενεργούσα για λογαριασμό του τμήματος εισαγωγών – εξαγωγών της παραλήπτριας του φορτίου εταιρείας «________» το οποίο απευθύνεται στην ________, εργαζόμενη στην ανωτέρω επιχείρηση «_____________», σχετικά με το οποίο, όμως, δεν προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο έχει αυτό αποσταλεί (τηλεομοιότυπο, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επιστολή). Το κυριότερο, όμως, είναι ότι απευθύνεται στην επιχείρηση «____________» της οποίας, όμως, εμπλοκή δεν επικαλείται, καμία από τις διάδικες πλευρές, ότι έχει λάβει χώρα στην ένδικη μεταφορά και με καμία ιδιότητα. Παράλληλα, στο ίδιο αυτό έγγραφο, η συντάκτρια αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι τα χαρτοκιβώτια έχουν συμπιεστεί, με αποτέλεσμα να πάρουν μεγάλη κλίση και να συμπιεστούν τα κιβώτια των κάτω σειρών, πράγμα που δεν συμφωνεί με όσα απεικονίζονται στις φωτογραφίες που προσκομίστηκαν. Επίσης, η συντάκτρια αναφέρει ότι, μετά την αναλυτική παραλαβή, θα δηλώσει και τυχόν καταστροφές εμπορευμάτων. Η ίδια, δηλαδή, δεν βεβαιώνει καταστροφή εμπορεύματος. Συνάμα, τέτοιο έγγραφο, λ.χ. αναλυτική κατάσταση με βάση την οποία να προκύπτει η ακριβής ποσότητα του εμπορεύματος που καταστράφηκε (φερ’ ειπείν τόπος, είδος, ποσότητα, αξία), δεν προσκομίστηκε. Τα δε υπόλοιπα έγγραφα που αφορούν σε αλληλογραφία που έλαβε χώρα μεταξύ της ___________ και της ________ δεν είναι λιγότερο ασαφή, ως προς την ενδεχόμενη ύπαρξη και, πολύ περισσότερο, την ενδεχόμενη έκταση της επενεχθείσας καταστροφής των εμπορευμάτων, εφόσον, με βάση το τελευταίο από τα έγγραφα αυτά, που απεστάλη με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και το οποίο απέστειλε η ________ στην ________ και δη στην κατακλείδα αυτού, αναφέρεται ότι η εταιρεία «___________» θα ενημερώσει την _______ και, εντεύθεν, την επιχείρηση «____________» το συντομότερο δυνατό για την όποια απαίτησή της κατ’ αυτής, ενώ τέτοιο έγγραφο δεν προσκομίστηκε. Παράλληλα, καμία αναφορά δεν λαμβάνει χώρα σε βάρος της διαδίκου ατομικής επιχείρησης. Το μόνο, λοιπόν, ουσιαστικά, στοιχείο που ενισχύει τους ισχυρισμούς της ατομικής επιχείρησης, ως προς την αξίωσή της για την μεταφορά αυτή, είναι μια επιστολή, με αναγραφόμενη ημερομηνία σύνταξης 20.7.2016 την οποία έχει συντάξει ο ___________ – υιός της ______ ο οποίος, επίσης, διατηρεί ατομική επιχείρηση με αντικείμενο δραστηριότητας τις διεθνείς μεταφορές, επιστολή απευθυνόμενη προς την ______. Με βάση, λοιπόν, την επιστολή αυτή της οποία ο τρόπος και ο ακριβής χρόνος λήψης είναι άγνωστος, το ανωτέρω πρόσωπο αναφέρει ότι έχει αναθέσει την 04.7.2016, τη μεταφορά πλήρους φορτίου με φαρμακευτικό υλικό συνολικού βάρους 14.354 κιλών και 920 γρ., από τη Γερμανία κωδικός 22851 με έναν παραλήπτη πελάτη του στο Περιστέρι. Ότι φορτώθηκε την και παραδόθηκε την 12.7.2016 με το υπ’ αριθμ’ φορτηγό-ψυγείο Ε 0777 ΚΤ/ Ε 1077 ΕΕ. Ότι, κατά την παράδοση, 7 συνολικά παλέτες ήταν μπαταρισμένες και τα κουτιά με τα φάρμακα ήταν χτυπημένα, ότι, σε διάφορες από τις πολλές χτυπημένες παλέτες, υπήρχε διαρροή υγρών φαρμακευτικού υλικού. Ότι υπάρχει παρατήρηση στο CMR, ότι παρέλαβε το φορτίο με κάθε επιφύλαξη έως την καταμέτρηση της ζημιάς (υλικής και διαφυγόντων κερδών), φωτογραφίες καθώς και επιστολή από τον πελάτη και ότι, κατά συνέπεια, τα συγκεκριμένα εμπορεύματα είναι ακατάλληλα προς διάθεση στην αγορά. Στο έγγραφο αυτό, ο __________ αναφέρει ότι καθιστά υπεύθυνη την ______ για τη ζημιά του εμπορεύματος την οποία προσδιορίζει σε 12,600,00 το οποίο και κάλεσε την ατομική επιχείρηση να του καταβάλει εντός ενός μήνα, ως αποζημίωση της αξίας του ως άνω εμπορεύματος, προκειμένου να το αποδώσει στον πελάτη του, με τη σειρά του, προειδοποιώντας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα ενεργήσει εναντίον της δικαστικώς. Το έγγραφο δε αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι ανεπαρκές για την στήριξη της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αξίωσης, εφόσον δεν συνοδεύεται από κανένα άλλο έγγραφο το οποίο να βεβαιώνει ότι είχε ανατεθεί η μεταφορά του εμπορεύματος αυτού στον _________, (λ,χ. ηλεκτρονική αλληλογραφία) από κάποιο συγκεκριμένο πελάτη (λ.χ. την εταιρεία _________, ενώ είναι χαρακτηριστική η ασάφεια του κειμένου, στο σημείο αυτό, εφόσον ο υποτιθέμενος πελάτης δεν κατονομάζεται), αλλά το κυρτότερο είναι ότι δεν υπάρχει κανένα έγγραφο που βεβαιώνει ότι όντως είχε ενεργήσει η ατομική επιχείρηση της _______, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς αυτής, την οποία της είχε αναθέσει ο υιός της ________, εφόσον κανένα έγγραφο δεν προσκομίζεται που να πιστοποιεί κάτι τέτοιο, (φερ’ ειπείν προγενέστερη μεταξύ τους αλληλογραφία, σύμβαση βέβαιης χρονολογίας, παραγγελία με βέβαιη χρονολογία, κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό με βάση την οποία να προκύπτει ότι πράγματι υπήρχαν μεταξύ τους και ένεκα της ανάθεσης των μεταφορών αυτών οικονομικές δοσοληψίες). Περαιτέρω, σε ό,τι έχει να κάμει με το φορτίο για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 0007/18.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, η ατομική επιχείρηση ανέθεσε στην βουλγαρική ΕΠΕ την μεταφορά από το Ηνωμένο Βασίλειο στις εγκαταστάσεις της εταιρείας «__________» στον Ασπρόπυργο Αττικής. Η μεταφορά αφορούσε σε 42 παλέτες διάφορων ειδών σούπερ μάρκετ, pampers κλπ. Ο δε συμφωνηθείς ναύλος ανήλθε σε 3.200,00 ευρώ, ενώ τα στοιχεία κυκλοφορίας του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου οχήματος είναι CB1242C20171EC. Οι δε συμφωνηθέντες χρόνοι φόρτωσης ήταν η 20.7.2016 και παράδοσης η 26.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε, με μία ημέρα καθυστέρηση (27.7.2016), με επιφύλαξη από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, με βάση την υπογραφή της ανωτέρω παραλήπτριας εταιρείας, όπως αυτό τέθηκε με σχετική σφραγίδα στο κουτάκι 17 του αντίστοιχου συνοδευτικού εντύπου εξαγωγής [(CMR) Διεθνής Φορτωτική]. Στο ίδιο, ωστόσο, σημείο σημειώθηκε και ότι παρελήφθησαν 42 παλέτες και ότι οι 2 παλέτες ήταν χύμα από την φόρτωση. Ωστόσο και πάλι, όπως ακριβώς και αμέσως ανωτέρω, δεν αποδεικνύεται και μάλιστα σε βαθμό που το Δικαστήριο να δύναται να σχηματίσει πλήρη περί αυτού δικανική πεποίθηση, ότι καταστράφηκαν συγκεκριμένες ποσότητες εμπορευμάτων και ότι, εντεύθεν, προκλήθηκε συγκεκριμένη ζημία της ατομικής επιχείρησης, εφόσον έγγραφο, λ.χ. αναλυτική κατάσταση με βάση την οποία να προκύπτει η ακριβής ποσότητα του εμπορεύματος που καταστράφηκε (φερ* ειπείν τόπος, είδος, ποσότητα, αξία), δεν προσκομίστηκε, ενώ οι φωτογραφίες που προσκομίστηκαν είναι ελάχιστα ευκρινείς, ως προς τα απεικονιζόμενα σε αυτές εμπορεύματα που, επί της ουσίας, φαίνονται απλά χύμα χωρίς όμως και να είναι βέβαιον ότι έχουν καταστραφεί και χωρίς, επί της ουσίας, να μπορούν να συνδεθούν με την επίδικη υπόθεση, εφόσον, ενδεικτικά, ούτε βέβαιη χρονολογία φέρουν, ούτε και τα στοιχεία κυκλοφορίας του φορτηγού που σε αυτές απεικονίζεται αποκαλύπτουν. Περαιτέρω, όπως και αναφορικά με το αμέσως παραπάνω φορτίο αναφέρθηκε, το μόνο, ουσιαστικά, στοιχείο που ενισχύει τους ισχυρισμούς της ατομικής επιχείρησης, ως προς την αξίωσή της για την μεταφορά αυτή, είναι μια επιστολή, με αναγραφόμενη ημερομηνία σύνταξης 02.8.2016 την οποία έχει συντάξει και εν προκειμένω, ο ________, απευθυνόμενη προς την _______, Με βάση, λοιπόν, την επιστολή αυτή της οποίας ο τρόπος και ο ακριβής χρόνος λήψης είναι άγνωστος, το ανωτέρω πρόσωπο αναφέρει ότι έχει αναθέσει την τη μεταφορά πλήρους φορτίου με είδη supermarket συνολικού βάρους 15 τόνων, από την Αγγλία κωδικός OL 2 6LH, με έναν παραλήπτη – πελάτη του στον Ασπρόπυργο. Ότι τα εμπορεύματα φορτώθηκαν την 20.7.2016 και παραδόθηκαν την 27.7.2016 με το υπ αριθμόν φορτηγό CB 1242 ΑΚ/ C 2071 EC, 42 παλέτες με είδη supermarket, από τις οποίες οι δύο ήταν κατεστραμμένες και τα προϊόντα ήταν χύμα. Αυτό, κατά την επιστολή, αποδεικνύεται από τις φωτογραφίες και από την παρατήρηση στο CMR. Επίσης, στην ίδια επιστολή, αναφέρεται και ότι υπήρχε και άλλο φορτίο, το οποίο ήταν πλήρως διαλυμένο όπως, κατά την επιστολή, αποδεικνύεται από τις φωτογραφίες. Στο έγγραφο αυτό, ο __________ αναφέρει ότι καθιστά υπεύθυνους, για τη ζημιά του εμπορεύματος την οποία προσδιορίζει σε 5.743,00 ευρώ το οποίο και κάλεσε την ατομική επιχείρηση να του καταβάλει εντός ενός μήνα, ως αποζημίωση της αξίας του ως άνω εμπορεύματος, προκειμένου να το αποδώσει στον πελάτη του, με τη σειρά του, ως αποζημίωση προειδοποιώντας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα ενεργήσει εναντίον της δικαστικώς. Όπως, λοιπόν και παραπάνω αναφέρθηκε, για την αμέσως προηγηθείσα μεταφορά, το έγγραφο αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι ανεπαρκές για την στήριξη της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αξίωσης, εφόσον δεν συνοδεύεται από κανένα άλλο έγγραφο το οποίο να βεβαιώνει ότι είχε ανατεθεί η μεταφορά του εμπορεύματος αυτού στον __________, (λ.χ. ηλεκτρονική αλληλογραφία) από κάποιο συγκεκριμένο πελάτη (λ.χ. την παραλήπτρια εταιρεία, ενώ και εδώ είναι χαρακτηριστική η ασάφεια του κειμένου, στο σημείο αυτό, εφόσον ο υποτιθέμενος πελάτης δεν κατονομάζεται), αλλά το κυριότερο είναι ότι δεν υπάρχει κανένα έγγραφο που βεβαιώνει ότι όντως είχε ενεργήσει η ατομική επιχείρηση της ___________, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς αυτής, την οποία της είχε αναθέσει ο υιός της __________, εφόσον και εν προκειμένω, κανένα έγγραφο δεν προσκομίζεται που να πιστοποιεί κάτι τέτοιο, (φερ’ ειπείν προγενέστερη μεταξύ τους αλληλογραφία, σύμβαση βέβαιης χρονολογίας, παραγγελία με βέβαιη χρονολογία, κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό με βάση την οποία να προκύπτει ότι πράγματι υπήρχαν μεταξύ τους και ένεκα της ανάθεσης των μεταφορών αυτών οικονομικές δοσοληψίες). Περαιτέρω, σε ό,τι έχει να κάμει με το φορτίο για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 0009/28.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, η ατομική επιχείρηση ανέθεσε στην βουλγαρική ΕΠΕ την μεταφορά, από την Αυστρία, στις εγκαταστάσεις της εταιρείας «____________» ΕΜΠΟΡΙΑ ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΩΝ στον Ασπρόπυργο. Η μεταφορά αφορούσε σε 22.500,00 κιλά τυριού. Ο δε συμφωνηθείς ναύλος ανήλθε σε 2.600,00 ευρώ, ενώ τα στοιχεία κυκλοφορίας του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου οχήματος είναι ΡΑ5272ΒΧ/ΡΑ8673ΕΕ. Οι συμφωνηθέντες δε χρόνοι φόρτωσης ήταν η 25.7.2016 και παράδοσης η 29.7.2016. Το ανωτέρω φορτίο παραλήφθηκε τον ανωτέρω συμφωνημένο χρόνο, χωρίς να διατυπωθεί κάποια επιφύλαξη από τον πελάτη της ατομικής επιχείρησης, ενώ, σημειώνεται ότι επιφύλαξη έχει διατυπωθεί, κατά την παραλαβή, τόσο ως προς την ποσότητα όσο και ως προς την ποιότητα, μόνο από την τελική αποδέκτρια των προϊόντων «_________» επιχείρηση με αντικείμενο την εμπορία εισαγωγές – εξαγωγές τυροκομικών & ειδών διατροφής και με έδρα το Κορωπί. Παράλληλα, αναφορικά με το κρίσιμο θέμα που άπτεται της δέουσας θερμοκρασίας μεταφοράς των εμπορευμάτων αυτών, με βάση την υπ’ αριθμ. 1739446000101 διεθνή φορτωτική, όπως αυτή αποτυπώνει τις προς τούτο οδηγίες του αποστολέα ήτοι της παρασκευάστριας των μεταφερόμενων εμπορευμάτων επιχείρησης, θα πρέπει αυτά να διατηρούνται σε θερμοκρασίες (+04) – (+6) κελσίου. Παράλληλα, με βάση την κατάσταση θερμοκρασιών του ανωτέρω φορτηγού ψυγείου με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταφορά αυτή, κατάσταση που με επίκληση προσκομίζεται και η οποία απεικονίζει την θερμοκρασία του χώρου που βρίσκονταν τα μεταφερόμενα εμπορεύματα, ανά είκοσι πρώτα λεπτά της ώρας και αφορά στο κρίσιμο χρονικό διάστημα από την 12:25 της 25.7.2016 μέχρι και την 11:10 της 29.7.2016, καθίσταται σαφές ότι υπέρβαση της θερμοκρασίας αυτής υπάρχει στα κάτωθι χρονικά σημεία : 12:45 της 25.7.2016 (+7 βαθμοί), 14:25 της 25.7.2016 (+7 βαθμοί), 20:27 της 27.7.2016 (+7 βαθμοί), 00:07 της 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 13:27 της 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 13:47 της 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 14:07 της 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 15:27 της 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 15:47 της 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 17:47 της 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 19:27 της 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 19:47 της 28.7.2016 (+7 βαθμοί), 02:07 της 29.7.2016 (+7 βαθμοί) και 04:47 της 29.7.2016 (+7 βαθμοί). Αναφορικά δε με τον χρονικό διάστημα από ώρα 08:50 της ιδίας μέχρι 10:50 της ιδίας, οπότε η θερμοκρασία κυμάνθηκε από 12+ βαθμούς το ελάχιστο μέχρι 21 + βαθμούς το μέγιστο, τούτο εξηγείται, εφόσον, το χρόνο εκείνο, έλαβε χώρα η εκφόρτωση των εμπορευμάτων. Σημειώνεται δε ότι το πόρισμα ότι τότε έλαβε χώρα η εκφόρτωση των εμπορευμάτων αυτών ενισχύεται και από το γεγονός ότι δεν προσκομίζονται ενδείξεις θερμοκρασίας για μεταγενέστερο αυτού χρονικό σημείο της ημέρας εκφόρτωσης (29.7.2016) αλλά και ότι, κατά την διαδικασία της εκφόρτωσης μια μεγάλης ποσότητας εμπορευμάτων, η οποία θα πρέπει να διαρκέσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, όχι μικρότερο των δύο ωρών, σε μία περιοχή στην χώρα μας, όπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, αναπτύσσονται θερμοκρασίες την περίοδο εκείνη, (τέλος του Ιουλίου) υπερβαίνουσες, το χρόνο αυτόν, ενίοτε και κατά πολύ τη θερμοκρασία των 25+ βαθμών κελσίου. Ως εκ τούτου, λοιπόν, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια αιτιώδης συνάφεια απόκλισης των θερμοκρασιών αυτών σε σχέση με την υποδειχθείσα από τον αποστολέα ως ενδεδειγμένη προς τούτο και της αλλοίωσης των μεταφερόμενων εμπορευμάτων που επικαλείται η ατομική επιχείρηση. Παράλληλα, το γεγονός της ίδιας της αλλοίωσης των εμπορευμάτων αυτών, όπως επικαλείται η ατομική επιχείρηση, δεν αποδείχθηκε και δη στο βαθμό που το Δικαστήριο να δύναται να σχηματίσει πλήρη περί αυτού δικανική πεποίθηση, εφόσον, κατά πρώτον, δεν υπάρχει κάποιο έγγραφο από τους προς τούτο αρμόδιους φορείς ελέγχου των τροφίμων (φερ’ ειπείν έκθεση δέσμευσης, πρωτόκολλο καταστροφής των εμπορευμάτων). Περαιτέρω, αναφορικά και με το φορτίο αυτό τονίζεται, εκτός του ζητήματος της καταστροφής εμπορευμάτων η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε, ότι δεν υπάρχει κανένα έγγραφο το οποίο να βεβαιώνει ότι είχε ανατεθεί η μεταφορά των εμπορευμάτων αυτών στον ________, (λ,χ. ηλεκτρονική αλληλογραφία) από κάποιο συγκεκριμένο πελάτη (λ.χ. την παραλήπτρια εταιρεία ή την τελική αποδέκτρια), ενώ και, αναφορικά με την μεταφορά αυτή, δεν υπάρχει προκύπτει αν όντως είχε ενεργήσει η ατομική επιχείρηση της ________, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς αυτής, την οποία της είχε αναθέσει ο υιός της ____________, εφόσον και εν προκειμένω, κανένα έγγραφο δεν προσκομίζεται που να πιστοποιεί κάτι τέτοιο, (φερ’ ειπείν προγενέστερη μεταξύ τους αλληλογραφία, σύμβαση βέβαιης χρονολογίας, παραγγελία με βέβαιη χρονολογία, κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό με βάση την οποία να προκύπτει ότι πράγματι υπήρχαν μεταξύ τους και ένεκα της ανάθεσης των μεταφορών αυτών οικονομικές δοσοληψίες). Επίσης, σε ό,τι έχει να κάμει με το φορτίο για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 0011/28.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, η ατομική επιχείρηση ανέθεσε στην βουλγαρική ΕΠΕ την μεταφορά από το Λουξεμβούργο στην Μαγούλα Αττικής και συγκεκριμένα στις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία «___________» – __________. Η μεταφορά, με βάση το έγγραφο ανάθεσης που η ατομική επιχείρηση συνέταξε προς την βουλγαρική ΕΠΕ, αφορούσε σε 22 τόνους φρέσκου γάλακτος (26 ευρωπαλέτες). Ο δε συμφωνηθείς ναύλος ανήλθε σε 3.100,00 ευρώ, ενώ τα στοιχεία κυκλοφορίας του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου οχήματος είναι ΕΗ4025ΚΑ/ΕΗ5357ΕΧ. Οι συμφωνηθέντες δε χρόνοι φόρτωσης ήταν η 29.7.2016 και παράδοσης η 02.8.2016. Ωστόσο, με βάση το έγγραφο της Διεθνούς Φορτωτικής LU Νο835, η παραδοθείσα ποσότητα υπολειπόταν, ανερχόμενη σε 19.867 κιλά, μεταφερθείσα σε 23 ευρωπαλέτες. Η ανωτέρω παραλήπτρια παρέλαβε τις ποσότητες αυτές δίχως να διατυπώσει κάποια επιφύλαξη, πλην όμως, η λοιπή ποσότητα μεταφέρθηκε επιμέλεια της ατομικής επιχείρησης ________ – ________ και όχι της διαδίκου ατομικής επιχείρησης, μεταφορά που διενεργήθηκε από όχημα της εταιρείας «___________», με βάση το υπ’ αριθμ. 172/04.8.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που αφορά σε ποσότητα μεταφερόμενου φρέσκου γάλακτος 2.100 κιλών με τρεις παλέτες. Περαιτέρω, ως προς το παραπάνω φορτίο προσκομίζεται, από την πλευρά της διαδίκου ατομικής επιχείρησης, μια επιστολή, με αναγραφόμενη ημερομηνία σύνταξης 04.8.2016 την οποία έχει συντάξει ο _______, απευθυνόμενη προς την ________. Με βάση, λοιπόν, την επιστολή αυτή της οποίας ο τρόπος και ο ακριβής χρόνος λήψης είναι άγνωστος, το ανωτέρω πρόσωπο αναφέρει ότι έχει αναθέσει, την 25.7.2016, τη μεταφορά πλήρους φορτίου με φρέσκο γάλα συνολικού βάρους 22.458 κιλών, 26 παλέτες, από το Λουξεμβούργο, κωδικός 5143 για πελάτη του ο οποίος και εδώ δεν κατονομάζεται, στη Μάνδρα Αττικής. Ότι η ατομική επιχείρηση προέβη στη φόρτωση, την 29.7.2016 και στην παράδοση, την με το φορτηγό-ψυγείο για το οποίο έγινε λόγος και ανωτέρω. Ότι, κατά τη φόρτωση, ο οδηγός αρνήθηκε να πάρει όλο το φορτίο και άφησε πίσω 1 παλέτα. Έφυγε και επέστρεψε μετά από 2 ώρες και κατέβασε άλλες 2 παλέτες – χωρίς να ενημερώσει το πρακτορείο του __________. Ότι, στη συνέχεια, ο οδηγός ήταν προσβλητικός, με τους υπαλλήλους της αποθήκης στο Λουξεμβούργο και, τελικά, έφυγε αφήνοντας πίσω 3 παλέτες . Ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, ο οδηγός, δεν μπορούσε να πάρει πάνω από 21 τόνους, ενώ όλα τα φορτηγά-ψυγεία έχουν δυνατότητα φόρτωσης μέχρι και 23 τόνους και ότι, τελικά, παρέδωσε 19.867 κιλά. Στο ίδιο έγγραφο αποδίδεται στην διάδικο ατομική επιχείρηση της _________, ότι είχε υποσχεθεί ότι άλλο διερχόμενο φορτηγό της θα έπαιρνε το εναπομείναν φορτίο, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ και ότι, ως εκ τούτου, αναγκάστηκε να βρει λύση και ότι οι 3 παλέτες μπήκαν σε φορτηγό-ψυγείο μετά από 2,5 εβδομάδες και το οποίο χρέωσε πρακτορείο του το ποσό των 1056,22 ευρώ. Το έγγραφο καταλήγει με την προειδοποίηση ότι το εν λόγω πρακτορείο καθιστά υπεύθυνη την διάδικο ατομική επιχείρηση για τη ζημιά που υπέστη ο πελάτης του για την αρνητική φήμη που υπέστη εξαιτίας της διαδίκου ατομικής επιχείρησης στον συγκεκριμένο (και εδώ μη προσδιοριζόμενο) πελάτη. Από την αντιπαραβολή του ανωτέρω εγγράφου – επιστολής σε σχέση με το ανωτέρω φορολογικό στοιχείο, συνάγεται ότι υπάρχουν αποσπάσματα στα όσα αναφέρονται στην επιστολή αυτήν που τελούν σε ειδικότερα, ενώ στην επιστολή αναφέρεται, από τη μία, ότι η ανάθεση της μεταφοράς έλαβε χώρα την 25.7.2016 και η φόρτωση των 23 παλετών την 29.7.2016 και ότι η λοιπή ποσότητα μπήκε σε φορτηγό ψυγείο 2,5 βδομάδες αργότερα, χωρίς να προσδιορίζεται από πού ακριβώς αφετηριάζεται το χρονικό διάστημα των 2,5 εβδομάδων, με βάση το ανωτέρω παραστατικό, προκύπτει ότι η φόρτωση των ανωτέρω παλετών έλαβε χώρα την 04.8.2016, χρονικό σημείο ασύμβατο με όσα αναφέρει η επιστολή αυτή, αλλά και η με αναγραφόμενη ημερομηνία 05.8.2016 την οποία έχει αποστείλει το ίδιο πρόσωπο στην ____________. Περαιτέρω, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, για τις τρεις προηγηθείσες μεταφορές, το έγγραφο αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι ανεπαρκές για την στήριξη της ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αξίωσης, εφόσον δεν συνοδεύεται από κανένα άλλο έγγραφο το οποίο να βεβαιώνει ότι είχε ανατεθεί η μεταφορά του εμπορεύματος αυτού στον ____________, (λ.χ. ηλεκτρονική αλληλογραφία) από κάποιο συγκεκριμένο πελάτη (λ.χ. την παραλήπτρια εταιρεία, ενώ και εδώ είναι χαρακτηριστική η ασάφεια του κειμένου, στο σημείο αυτό, εφόσον ο υποτιθέμενος πελάτης δεν κατονομάζεται), αλλά το κυριότερο είναι ότι δεν υπάρχει κανένα έγγραφο που βεβαιώνει ότι όντως είχε ενεργήσει η ατομική επιχείρηση της _______________, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς αυτής, την οποία της είχε αναθέσει το πρακτορείο του __________, εφόσον και εν προκειμένω, κανένα έγγραφο δεν προσκομίζεται που να πιστοποιεί κάτι τέτοιο, (φερ’ ειπείν προγενέστερη μεταξύ τους αλληλογραφία, σύμβαση βέβαιης χρονολογίας, παραγγελία με βέβαιη χρονολογία, κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό με βάση την οποία να προκύπτει ότι πράγματι υπήρχαν μεταξύ τους και ένεκα της ανάθεσης των μεταφορών αυτών οικονομικές δοσοληψίες). Επίσης, σε ό,τι έχει να κάμει με το φορτίο για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 0012/29.7.2016 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, η ατομική επιχείρηση ανέθεσε στην βουλγαρική ΕΠΕ την μεταφορά, με φόρτωση σε δύο σημεία, από το Βέλγιο, στον Ασπρόπυργο και, συγκεκριμένα, στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Σε κανένα άλλο σημείο δεν υπήρχε υποχρέωση μεταφοράς των εμπορευμάτων αυτών από την βουλγαρική ΕΠΕ. Η μεταφορά, με βάση το έγγραφο ανάθεσης που η ατομική επιχείρηση συνέταξε προς την βουλγαρική ΕΠΕ, αφορούσε σε Black & Decker (μπλακ εντ ντέκερ) και λιπαντικά αυτοκινήτων. Ο δε συμφωνηθείς ναύλος ανήλθε σε 3.075,00 ευρώ, ενώ τα στοιχεία κυκλοφορίας του ελκυστήρα και του ρυμουλκούμενου οχήματος είναι EH7400KC/E1193EE. Οι συμφωνηθέντες δε χρόνοι φόρτωσης ήταν η 29.7.2016 και παράδοσης η 02.8.2016 και, το αργότερο, η επομένη 03.8.2016. Αυτό που αναφορικά με την μεταφορά αυτή, είναι ξεκάθαρο, είναι ότι αυτή αφορούσε στα παραπάνω είδη και μόνο και με τόπο εκφόρτωσης τις εγκαταστάσεις της ανωτέρω εταιρείας στον Ασπρόπυργο και μόνο. Αντίθετα, κανένα στοιχείο, (έγγραφο παραστατικό, φορτωτική κλπ.) δεν υπάρχει που να ενισχύει τους ισχυρισμούς της ατομικής επιχείρησης, αναφορικά με την μεταφορά αυτή, με βάση τους οποίους, κατά πρώτον, αυτή αφορούσε σε εμπορεύματα με τόπους φόρτωσης το Βέλγιο και την Ολλανδία, κατά δεύτερον, ότι οι τόποι εκφόρτωσης ήταν στο Αίγιο και στην Αργυρούπολη, κατά τρίτον, ότι αφορούσε σε τζάκια και κατασκευαστικά πάνελ και, κατά τέταρτον, στο γεγονός ότι ο οδηγός του φορτηγού δεν προέβη στην μεταφορά των εμπορευμάτων στους συμφωνημένους, κατά την ατομική επιχείρηση, δύο αυτούς τόπους. Με αποτέλεσμα να μην επιρρωνύεται η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών της _________ ούτε αναφορικά με την μεταφορά αυτή. Εκτός αυτού, όμως, με βάση την ηλεκτρονική αλληλογραφία που με επίκληση προσκομίζεται μεταξύ των διαδίκων και είχε λάβει χώρα το τέλος Αυγούστου 2016, η ίδια η _______, απευθυνόμενη στον υπεύθυνο της βουλγαρικής ΕΠΕ ____________, ανέφερε ότι, σε προγενέστερο χρόνο, είχε δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα εξοφλούσε το (μη προσδιοριζόμενο, πάντως) ποσό που ομολογούσε ότι οφείλει στην βουλγαρική ΕΠΕ, ζητώντας χρονικό, προς τούτο, περιθώριο, συνδέοντας την πληρωμή με ρευστοποίηση των (επίσης μη προσδιοριζόμενων) επιταγών και ότι, αμέσως θα ξεκινήσει την αποστολή μετρητών. Συγκεκριμένα, η __________ είχε, στο ίδιο μήνυμα, αναφέρει ότι οι πληρωμές θα αρχίσουν στο τέλος Σεπτεμβρίου, χρόνο ρευστοποίησης μίας επιταγής, ενώ τα υπόλοιπα χρήματα [θα καταβάλλονταν] κάθε εβδομάδα, ότι κρατήσει την προμήθειά της και τα υπόλοιπα χρήματα θα είναι της βουλγαρικής ΕΠΕ και ότι, εφόσον συμφώνησε, θα κρατήσει την υπόσχεσή της. Με βάση, λοιπόν, τόσο το ανωτέρω έγγραφο που συνιστά εξώδικη και, ως εκ τούτου, εκτιμώ μενη ελεύθερα από το Δικαστήριο ομολογία (352 § 1 ΚΠολΔ), το γεγονός ότι η διάδικος ατομική επιχείρηση προέβη, με το δικόγραφο των προτάσεών της, σε σύνθετη ομολογία (353 ΚΠολΔ), εφόσον αναφέρει ότι, πράγματι, δεν έχει εξοφλήσει κανένα ποσό για τις υπηρεσίες τις οποίες της παρέσχε η βουλγαρική ΕΠΕ, ομολογία της οποίας η αποδεικτική ισχύς δεν επηρεάζεται από τον αυτοτελή ισχυρισμό (ένσταση συμψηφισμού) που η φορέας της ατομικής επιχείρησης προέβαλε και του οποίου, σε κάθε περίπτωση, η ουσιαστική βασιμότητα δεν αποδείχθηκε, όσο και τους παραπάνω συλλογισμούς, το Δικαστήριο καταλήγει στο πόρισμα ότι τα τιμολόγια με βάση οποία ασκήθηκε η Α’ αγωγή της βουλγαρικής ΕΠΕ, εισέτι οφείλονται, ενώ, αντίθετα, δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε, τόσο προς απόκρουση της αγωγής αυτής όσο και προς στήριξη της δικής της Β’ αγωγής η ________, παρελκούσης της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης της τελευταίας αλλά και συμψηφισμού που είχε υποβάλλει η βουλγαρική ΕΠΕ αλλά και του αιτήματος αναβολής της έκδοσης επί της ουσίας απόφασης, προκειμένου να προσκομισθεί η έκθεση ελέγχου, το πόρισμα ελέγχου και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο που συντάχθηκε στο πλαίσιο διενεργηθέντος ελέγχου στην ατομική διάδικο επιχείρηση, κατόπιν της από 08.8.2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου πρόσκλησης ελέγχου, κατόπιν αιτήματος της βουλγαρικής ΕΠΕ, αναβολή η οποία, σε άσκοπη επιβράδυνση θα απέληγε, κατά παράβαση της αρχής της οικονομίας της δίκης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή, ως νόμω και ουσία βάσιμη, η Α’ αγωγή και να υποχρεωθεί η σε αυτή εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα αυτής το συνολικό ποσό των 31.325,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του πέρατος της προθεσμίας προς εξόφληση ενός εκάστου των ένδικων τιμολογίων, ήτοι μετά το πέρας της επταήμερης προθεσμίας από την αποστολή στην εναγομένη της αγωγής αυτής – ατομική επιχείρηση ενός εκάστου των ένδικων τιμολογίων και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή τους. Περαιτέρω, η απόφαση θα πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, μέχρι το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ, εφόσον αναμένεται να προκληθεί σημαντική ζημία στην ενάγουσα αυτής, από την καθυστέρηση της εκτέλεσης, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι πρόκειται για εμπορική διαφορά [907 και 908 § Ιστ) ΚΠολΔ]. Αντίστοιχα, θα πρέπει να απορριφθεί η Β’ αγωγή. Παράλληλα, θα πρέπει και αυτεπαγγέλτως να διαταχθεί η Γραμματέας της έδρας να επιστρέφει στους πληρεξούσιους Δικηγόρους των διαδίκων το ένα από τα δυο προσκομιζόμενα γραμμάτια προκαταβολής Δ.Σ.Π. και δη το με αριθμό Α213269/11.6.2018 για τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της ___________ και Α226318/26.9.2018, για τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της ΕΠΕ ___________, καθ’ όσον τούτο, λόγω της ένωσης και συνεκδίκασης των δύο ήδη κριθεισών αντίθετων αγωγών, προσκομίστηκε ως εκ του περισσού [οράτε το παράρτημα I του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), όπου ρητά αναφέρεται ότι σε περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών προσκομίζεται ένα γραμμάτιο προκαταβολής]. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ___________ τα δικαστικά έξοδα της βουλγαρικής ΕΠΕ, λόγω της ήττας της (176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΑΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων την με ΓΑΚ : 3125/2018 και ΑΚ : 1373/2018 αγωγή (Α’ αγωγή) με την με ΓΑΚ: 3893/2018 και ΑΚ : 1677/2018 αγωγή (Β’ αγωγή).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ αυτεπαγγέλτως την Γραμματέα της έδρας, να επιστρέψει το γραμμάτιο προείσπραξης Δ.Σ.Π. με αριθμό Α213269/11.6.2018 στον πληρεξούσιο Δικηγόρο της _________ Διονύσιο Αμπάτη και Α226318/26.9.2018, στον πληρεξούσιο Δικηγόρο της ΕΠΕ ___________ Χρήστο Οικονομάκη.
Ως προς την υπό στοιχείο Α’ αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριάντα μίας χιλιάδων τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ (32.325,00 €), αναλυόμενα ως εξής:
- ποσό 2.850,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0002 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση,
- ποσό 3.200,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0003 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση,
- ποσό 2.200,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0004 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση,
- ποσό 2.700,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0005 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση,
- ποσό 3.200,00 ευρώ, για το υπ’ αριθμ. 0006 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση,
- ποσό 3.200,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0007 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση.
- ποσό 3.000,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0008 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση,
- ποσό 2.600,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0009 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση,
- ποσό 2.200,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0010 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση.
- ποσό 3.100,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0011 τιμολόγιο νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση,
και 11. ποσό 3.075,00 ευρώ για το υπ’ αριθμ. 0012 τιμολόγιο, νομιμότοκα από την
- και μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή μέχρι το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων είκοσι (1.420,00) ευρώ.
Ως προς την υπό στοιχείο Β’ αγωγή.
ΑΠΟΡΡΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε εννιακόσια είκοσι πέντε (925,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του την Ιουνίου 2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ