Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ
ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως.
1218/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή , Αγγελική Μακρυγεώργου Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών; και τον Γραμματέα, Νικόλαο Μόσσορα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 7.3.2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αιτούντος: ______________________του __________ κατοίκου __________ οδός _______ αρ. _____, ως ιδιοκτήτη της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «______________________», ο οποίος εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Καραίσκο Δημήτριο.
Της καθής η αίτηση: Της εδρεύουσας στον _______ _________ και επί της λεωφ. _________ αρ. ____ εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «______________________» και το διακριτικό τίτλο «___________ ______», νομίμως εκπροσωπουμένης, της οποίας ο νόμιμος εκπρόσωπος Αναστάσιος Μουστεράκης εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Χρήστο Οικονομάκη, ο οποίος εκπροσώπησε την ως άνω εταιρεία.
Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 9.8.2012 αίτηση του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 988/2012. Κατά τη δικάσιμο εκείνη το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση για την παραπάνω δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ένδικη αίτηση, ζητείται να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθμόν ___________ διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της νομοτύπως ασκηθείσας ανακοπής κατ’ αυτής. Η αίτηση παραδεκτά εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο να τη δικάσει, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τις ανωμοτί καταθέσεις των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, δεν πιθανολογείται η ευδοκίμηση της από 9-8-2012 ανακοπής του αιτούντα. Ειδικότερα πιθανολογούνται τα παρακάτω πραγματικό περιστατικά:
Δυνάμει του από 18-6-2007 μισθωτηρίου συμφωνητικού, η καθ’ ης εκμίσθωσε στον αιτούντα ένα ακίνητο και δη, ένα κατάστημα που βρίσκεται στη λεωφόρο __________ αρ. ____, συνολικής επιφάνειας 115 τ.μ., με αποθήκη και πατάρι, με συμφωνημένη διάρκεια της μίσθωσης από 1-7-2007 έως 30- 6-2016, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ο μισθωτής ως υποκατάστημα της ατομικής επιχείρησής του εμπορίας πλακιδίων και ειδών υγιεινής. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε, για το πρώτο μισθωτικό έτος, στο ποσό των 3.626 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου (3.500 + 3,6%), το οποίο, με βάση νεότερη συμφωνία των διαδίκων, ανήλθε, από 1-7-2011, στο ποσό των 3.807,30 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου. Για δε, την ακριβή εκπλήρωση της μίσθωσης, ο αϊτών κατέβαλε στην καθ’ ης – εκμισθώτρια εταιρεία, ως εγγυοδοσία, το ποσό των 7.252 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε δύο μηνιαία μισθώματα, με τη ρητή συμφωνία ότι, το ποσό αυτό θα αναπροσαρμόζεται με την εκάστοτε αναπροσαρμογή του μισθώματος ώστε να αντιστοιχεί πάντοτε σε δύο μηνιαία μισθώματα. Η εν λόγω μισθωτική σύμβαση λειτούργησε ομαλά, έως περίπου το φθινόπωρο του έτους 2011. Τότε, ο μισθωτής – αιτών ζήτησε από τον εκπρόσωπο της καθ’ ης να συμφωνήσει σε μείωση του μισθώματος, λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε και της πτώσης των μισθωτικών αξιών των ακινήτων. Η καθ’ ης, όμως, δεν αποδέχθηκε την πρόταση αυτή του αιτούντα, ο οποίος, τότε, από το μίσθωμα του μηνός Νοεμβρίου 2011 κατέβαλε μόνο ένα μέρος, από 3.388,80 ευρώ, αφήνοντας υπόλοιπο οφειλόμενο ύψους 418,50 ευρώ, και στη συνέχεια, σταμάτησε να καταβάλει εντελώς τα μισθώματα των μηνών που ακολούθησαν. Τον δε, Ιανουάριο του έτους 2012, ειδοποίησε εγγράφως την καθ’ ης πως αποχωρούσε από τη μίσθωση και πως θα της παρέδιδε τη χρήση του μισθίου την 30-4-2012, συνεχίζοντας την άρνηση καταβολής των μισθωμάτων. Έτσι, η καθ’ ης, με την από 19-4-2012 αίτησή της ενώπιον του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, προκάλεσε την έκδοση της υπ αριθμόν 14131/2012 Διαταγής Πληρωμής, με την οποία ο μισθωτής και αϊτών διατάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης, το υπόλοιπο του μισθώματος του Νοεμβρίου 2011 καθώς και ολόκληρα τα μισθώματα, από 3.803,70 ευρώ έκαστο, των μηνών Δεκεμβρίου 2011 έως και Απριλίου 2012, συνολικού ύψους 19.036,50 ευρώ. Κατά της Διαταγής αυτής πληρωμής, ο ήδη αϊτών έχει ασκήσει την από 9-82012 εμπρόθεσμη και εν γένει παραδεκτή ανακοπή του, με την οποία ισχυρίζεται ότι, τα επίδικα μισθώματα, δεν τα όφειλε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης, καθότι, με βάση την από 30-4-2012 προφορική συμφωνία του με το νόμιμο εκπρόσωπο της καθ’ ης, τα μεν δύο πρώτα από αυτά αποσβέστηκαν μετά το συμψηφισμό τους με την καταβληθείσα, κατά τη σύναψη της σύμβασης ισόποση «εγγύηση», ενώ όσον αφορά στα υπόλοιπα, επίσης αποσβέστηκαν, καθώς, όλες οι υποχρεώσεις του από τη μισθωτική σύμβαση αντικαταστάθηκαν από την ως άνω, νεώτερη σύμβαση, σύμφωνα με τους όρους της οποίας, η οφειλή τους διακανονίστηκε με αναγωγή της εξόφλησής της στο μέλλον, και δη σε χρόνο που θα επανακαθοριζόταν, μετά την αποχώρησή του από το μίσθιο, η οποία . έλαβε χώρα την 30-4-12. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι, μετά την κατάθεση της ως άνω αίτησης και πριν από την έκδοση της Διαταγής πληρωμής (16-7-2012), και συγκεκριμένα την 30-4-2012, ο αϊτών αποχώρησε πράγματι από το μίσθιο, ενώ ο νόμιμος εκπρόσωπος της καθ’ ης παρέλαβε τα κλειδιά του μισθίου, ένα περίπου μήνα αργότερα, την 24-5-2012, οπότε και συμφωνήθηκε η λύση της μίσθωσης, πριν από το συμβατικό χρόνο λήξης της (2016) και για τους ανωτέρω λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά στο μισθωτή- αιτούντα. Ο τελευταίος, πρότεινε στην καθ’ ης να συμφωνήσουν τον καταλογισμό του ποσού της «μισθωτικής εγγύησης» που βρισκόταν στα χέρια της προς απόσβεση ισόποσου μέρους των οφειλομένων έως τότε μισθωμάτων, πράγμα, όμως, το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπός της δεν αποδέχθηκε. Με βάση δε, τους όρους του από 18-6-2007 συμφωνητικού, το ισόποσο των δύο μηνιαίων μισθωμάτων, που δόθηκε ως «μισθωτική εγγύηση» (εγγυοδοσία), «σε περίπτωση λύσης της μίσθωσης … πριν από τη λήξη της εκ μέρους της μισθώτριας, … παραμένει στα χέρια της εκμισθώτριας, ως εύλογη και δίκαιη συμφωνούμενη ποινική ρήτρα …» (βλ. όρο υπ’ αρ.6), ενώ, σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω, αντίθετη (τροποποιητική του όρου υπ’ αρ. 6) μεταγενέστερη συμφωνία των διαδίκων δεν πιθανολογείται. Εξάλλου, δεν πιθανολογείται ούτε καταρτισθείσα συμφωνία των διαδίκων, κατ’ άρθρο 436 ΑΚ, περί, δηλαδή, ανανέωσης των μισθωτικών οφειλών του αιτούντα, αντίθετα, πιθανολογείται έναρξη διαπραγματεύσεών τους προς τη διευθέτηση των χρηματικών οφειλών του αιτούντα από την επίδικη μίσθωση, ο οποίος (αϊτών), απλώς υποσχέθηκε εξόφληση αυτών σε αόριστο χρονικό σημείο, «όταν θα πωλούσε το εμπόρευμα που του είχε απομείνει», χωρίς να εξειδικευτούν και να γίνουν αποδεκτοί όροι και προϋποθέσεις τέτοιας εξόφλησης. Επομένως, δεν πιθανολογείται κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους απόσβεσης της οφειλής την οποία ο ανακόπτων διατάχθηκε να πληρώσει στην καθ’ ης με την προσβαλλομένη Διαταγή, και, ως εκ τούτου, οι αντίστοιχοι λόγοι της ανακοπής πιθανολογούνται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Άλλωστε, απορριπτέος, ως μη νόμιμος, πιθανολογείται και ο τελευταίος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο ο αϊτών προσάπτει καταχρηστικότητα στην καθ’ ης, κατά την άσκηση του δικαιώματος της να προκαλέσει την έκδοση της ως άνω Διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος ότι, αυτή γνώριζε τη δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο ίδιος και, μάλιστα, όχι ηθελημένα, αλλά λόγω της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και της δυσπραγίας της επιχείρησης του. Επομένως η ανακοπή, μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτώς προβαλλόμενου λόγου σε αυτή, πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί στο σύνολο της.
Κατόπιν αυτών πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναστολής να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της καθής η αίτηση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντα (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Καταδικάζει τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα της καθής η αίτησης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2.7.2015.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ