Περίληψη
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 7315/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 13°
Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαρία Ανδρικοπούλου, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και από την Γραμματέα Νίκη Σανίδά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «_________», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Οικονομάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:______, συζύγου _______, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νίκο Καραμητσάνη.
Η εφεσίβλητη-αντεκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 6/12/2007 (αριθμός κατάθεσης 12223/14-12-2007 και γενικός αριθμός κατάθεσης 270365/2007) αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε, την με αριθμό 1982/2011 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή.
Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκαν τα ακόλουθα ένδικα μέσα: α) από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα η από 24/7/2011 και με αριθμό κατάθεσης 5358/26-7-2011 έφεση και β) από την ενάγουσα και ήδη αντεκκαλούσα η από 1/9/2011 και με αριθμό κατάθεσης 670/12-9- 2011 αντέφεση. Η συζήτηση αμφοτέρων των ως άνω ενδίκων μέσων προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 4/10/2012 και μετά από αναβολή για την παρούσα δικάσιμο.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου όπως αναφέρεται ανωτέρω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 24/7/2011 έφεση κατά της με αριθμό 1982/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί-νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495 επ., 511, 513 § 1, 516 § 1, 517, 518 Κ.Πολ.Δ), εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 1/7/2011 (βλ. την με αριθμό 9315/1-7-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Χρήστου Μπουτεράκου) και η έφεση ασκήθηκε στις 26/7/2011, ήτοι εντός της 30ήμερης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 523 Κ.Πολ.Δ., ασκήθηκε από την ενάγουσα και η από 1/11/2011 αντέφεση, με την οποία προσβάλλονται κεφάλαια της απόφασης προσβαλλόμενα με την έφεση ή συνεχόμενα με αυτήν αναγκαστικά. Το εν λόγω δικόγραφο κατατέθηκε στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, έλαβε πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα στην αντεφεσίβλητη (βλ. την με αριθμό 9511/2-9-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Χρήστου Μπουτεράκου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), συνεκδικαζόμενη με την προαναφερθείσα έφεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 246 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 524 Κ.Πολ,Δ. λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους.
Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης του παθόντος προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της σωματικής βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφιστάμενης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιοσδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβέπει στην διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών, κοινωνικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά τη οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή και μόνο στην επίβλεψη του πρώτου (ΑΠ 1429/2012, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1362/2007, ΑΠ 1226/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»). Εξάλλου όταν πρόκειται για επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες στους αντισυμβαλλομένους της, η αδικοπρακτική ευθύνη του προστήσαντος για ζημία που προκάλεσε ο προστηθείς κατά την παροχή σε πελάτη της επιχείρησης των συμφωνημένων υπηρεσιών εμπίπτει στην έννοια του «παρέχοντος υπηρεσίες» και συνεπώς στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 “για την προστασία των καταναλωτών” (ΑΠ 424/2012, ΑΠ 1227/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»), Το πλεονέκτημα της θεμελίωσης της ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες στην ευνοϊκότερη ρύθμιση του ανωτέρω άρθρου έναντι των γενικών διατάξεων για την αδικοπρακτική ευθύνη, με τις οποίες συρρέει, συνίσταται στην αντιστροφή του βάρους απόδειξης, τόσο της παρανομίας όσο και της υπαιτιότητας του ζημιώσαντος (ΑΠ 1227/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»). Περαιτέρω από το άρθρο 904 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός άλλων, είναι η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η παραπάνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, η οποία αιτία μπορεί να έχει ως πηγή τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή το νόμο (ΑΠ Ολ 22/2002 ΧρΙΔ 4,177, ΑΠ 725/2004 ΕλλΔνη 45,1431, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45,475). Κατά συνέπεια, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία ο πλουτισμός προήλθε από έγκυρη σύμβαση, αφού αυτή αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 361 ΑΚ. Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, προς αναζήτηση παροχών που τυχόν καταβλήθηκαν, μπορεί να ασκηθεί, αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο, όπως σε περίπτωση λύσης της λόγω υπαναχώρησης (ΑΠ 1457/2001 ΕλλΔνη 43,1690, ΕφΠειρ 589/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»).
Με την από 6/12/2007 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα εξέθετε ότι, κατά τη διάρκεια θεραπείας αποτρίχωσης των άνω και κάτω άκρων της στην οποία υποβλήθηκε από την εναγόμενη, δυνάμει σχετικής σύμβασης που είχε συναφθεί μεταξύ τους, οι προστηθέντες της τελευταίας, από αμέλειά τους, της προκάλεσαν τις αναφερόμενες στην αγωγή της σωματικές βλάβες. Ότι εξ αιτίας των βλαβών αυτών υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης ποσού 50.000 ευρώ. Ότι, μετά τις επελθούσες σωματικές βλάβες η ενάγουσα δεν έχει πλέον συμφέρον για το υπόλοιπο και μη εκτελεσθέν τμήμα της, αποτελούμενης από τμηματικές παροχές, επίδικης σύμβασης. Ότι για τον λόγο αυτό υπαναχώρησε από τη σύμβαση και συνεπώς δικαιούται να της επιστραφεί το ποσό των 3.500 ευρώ που κατέβαλε στην εναγόμενη και κατά το οποίο εκείνη κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη. Με βάση τα περιστατικά αυτά και μετά την παραδεκτή μετατροπή καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της σε αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 53.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία την δέχτηκε εν μέρει και αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 9.166 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ενώ επέβαλε σε βάρος της μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία όρισε στο ποσό των 300 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, ήτοι τόσο η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, όσο και η ενάγουσα και ήδη αντεκκαλούσα και ζητούν, για τους αναφερόμενους στα δικόγραφά τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και κακή εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ούτως ώστε η αγωγή, για μεν την ενάγουσα να γίνει δεκτή στο σύνολό της, για δε την εναγομένη να απορριφθεί συνολικά.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 449 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ με εκείνες των άρθρων 435, 444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 453 παρ. 1 και 458 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη φωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων για συναγωγή από αυτές δικαστικών τεκμηρίων αρκεί να μην αμφισβητείται η γνησιότητά τους ή σε περίπτωση αμφισβήτησης η γνησιότητα να έχει αποδειχθεί (ΑΠ 189/2011, ΑΠ 1286/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»). Στην προκειμένη περίπτωση οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ενάγουσα φωτογραφίες θεωρούνται ότι προσκομίζονται, παραδεκτά κατ’ άρθρο 529 Κ.Πολ,Δ., για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, εφόσον η προσκομιδή τους στον πρώτο βαθμό δεν ήταν νομότυπη και ορθώς δεν ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο, όχι όμως για τον αναφερόμενο στην εκκαλουμένη απόφαση λόγο αλλά επειδή δεν έγινε επίκληση του αποδεικτικού αυτού μέσου με τις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις της ενάγουσας. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η εναγόμενη ουδέποτε αμφισβήτησε (ούτε και αμφισβητεί) την γνησιότητα των εν λόγω φωτογραφιών, όπως εσφαλμένα υπέλαβε η εκκαλουμένη, καθώς η αναφορά στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της φράσης «αμφισβητούμε ότι οι φωτογραφίες που φέρονται ότι λήφθησαν την 9/10/2007 εμφανίζουν την αντίδικο στην κατάσταση που έφυγε από την επιχείρησή μας στις 3/10/2007», δεν περιέχει αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτών αλλά άρνηση του αγωγικού ισχυρισμού περί περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας της ενάγουσας μετά την επέλευση της επικαλούμενης σωματικής βλάβης.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της εναγομένης Φωτεινής Σταματοπούλου, την ανωμοτί κατάθεση της ίδιας της ενάγουσας, οι οποίες εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και οι καταθέσεις τους περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, την με αριθμό 16861/17-3-2009 ένορκη βεβαίωση της Έλενας Μάρκοβα ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Σιγαλού, την οποία προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα και η οποία έχει ληφθεί μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την με αριθμό 6300/12-3-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Χρήστου Μπουτεράκου), τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα φωτογραφίες καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη διατηρεί στο Παγκράτι, με τον διακριτικό τίτλο “_______”, Κέντρο Αισθητικής και Αδυνατίσματος, το οποίο λειτουργεί νόμιμα δυνάμει της με αριθμό 13294/16-5-2008 άδειας λειτουργίας που εκδόθηκε από τη Νομαρχία Αθηνών. Μεταξύ των άλλων υπηρεσιών που το ως άνω Κέντρο παρείχε στους πελάτες του ήταν και υπηρεσίες αποτρίχωσης με τη χρήση συσκευής laser, μέθοδος η οποία θεωρείται η πλέον αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα της ανεπιθύμητης τριχοφυΐας. Στη laser αποτρίχωση χρησιμοποιείται μια έντονη και συμπυκνωμένη δέσμη μονοχρωματικού φωτός, η οποία κατευθυνόμενη στο δέρμα απορροφάται από την μελανίνη του θύλακα της τρίχας και τον καταστρέφει χωρίς να επηρεάζει τον γύρω ιστό. Για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος απαιτούνται τακτές επαναληπτικές συνεδρίες ο αριθμός των οποίων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Στη συσκευή εφαρμογής πρέπει να ρυθμίζονται πολλές παράμετροι όπως η ενέργεια, η διάρκεια του παλμού, η συχνότητα, η ψύξη, η διάμετρος της δέσμης του laser κλπ. Η εκτέλεση της θεραπείας και η σάρωση της θεραπευόμενης περιοχής πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό. Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα δεν απονέμεται ειδικότητα ή εξειδίκευση για την χρήση των συσκευών laser. Σύμφωνα δε με την ισχύουσα πρακτική ο χειρισμός των εν λόγω συσκευών δεν απαιτείται να γίνεται από γιατρό. Ο χειριστής της συσκευής μπορεί να είναι οποιοδήποτε εκπαιδευμένο άτομο (αισθητικός, τεχνολόγος), αρκεί αυτό να βρίσκεται υπό την επίβλεψη και εποπτεία ιατρού δερματολόγου (βλ. την με αριθμό 11 της 165ης Ολομ/10302991 απόφαση του ΚΕ.Σ.Υ.). Στο Κέντρο Αισθητικής της εναγομένης την συσκευή laser χειριζόταν, κυρίως η __________, πτυχιούχος του ΤΕΙ Αθήνας με ειδικότητα Αισθητικής και Κοσμετολογίας, αλλά και άλλοι εκπαιδευμένοι υπάλληλοι. Η επίβλεψη και εποπτεία της χρήσης αυτής είχε ανατεθεί στον ιατρό____________, Παθολόγο. Στις 15/11/2006 η ενάγουσα σύναψε με την εναγόμενη σύμβαση παροχής υπηρεσιών και συγκεκριμένα συμφωνήθηκε να υποβληθεί σε θεραπεία αποτρίχωσης άνω και κάτω άκρων με την μέθοδο laser. Η συμφωνία προέβλεπε ότι η θεραπεία θα γινόταν σε δώδεκα συνεδρίες οι οποίες θα πραγματοποιούνταν στο Κέντρο Αισθητικής της εναγόμενης μέσα σε χρονικό διάστημα δύο ετών, έναντι του ποσού των 3.500 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε ολοσχερώς. Η ενάγουσα, αφού ενημερώθηκε από την εναγομένη για την μέθοδο και τις προφυλάξεις που όφειλε να λαμβάνει κατά τη διάρκεια της θεραπείας ξεκίνησε αμέσως τις συνεδρίες. Οι επτά πρώτες συνεδρίες πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία και χωρίς πρόβλημα μέχρι τον Μάιο του 2007 οπότε και διακόπηκαν, καθώς κατά την διάρκεια των θερινών μηνών δεν επιτρέπεται η χρήση laser, λόγω της αύξησης της ηλιακής ακτινοβολίας. Οι συνεδρίες ξεκίνησαν εκ νέου τον Σεπτέμβριο του 2007, ενώ στις 2/10/2007 πραγματοποιήθηκε η ένατη κατά σειρά συνεδρία. Την ημέρα, αυτή την θεραπεία στα πόδια της ενάγουσας πραγματοποίησε η ___________ και στα χέρια κάποια άλλη υπάλληλος της εναγόμενης, ονόματι _________. Το ότι το μηχάνημα διαθέτει μια μόνο κεφαλή δεν αποκλείει τη δυνατότητα να γίνεται χρήση του από δύο άτομα, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη, αφού η χρήση αυτή δεν γίνεται ταυτόχρονα αλλά διαδοχικά και εναλλασσόμενα. Κατά την διάρκεια της εν λόγω συνεδρίας η ενάγουσα αισθάνθηκε, στα σημεία όπου κατευθυνόταν η ενέργεια της ακτινοβολίας, εντονότερη ενόχληση και μεγαλύτερο πόνο, απ’ ό,τι συνήθως, και το δήλωσε στις ανώι υπαλλήλους, προστηθείσες της εναγομένης. Ωστόσο εκείνες την καθησύχασαν και η θεραπεία ολοκληρώθηκε, τόσο στα πόδια όσο και στα χέρια της ενάγουσας. Μετά το πέρας της θεραπείας παρουσιάστηκε έντονος και ασυνήθιστος ερεθισμός στα σημεία εφαρμογής του laser και η υπάλληλος της εναγομένης___________ που την είδε της σύστησε να χρησιμοποιήσει την κρέμα bepanthol, θεραπεία όμως που δεν είχε αποτέλεσμα καθώς η κατάσταση ήταν σοβαρότερη απ’ ότι αρχικά είχε εκτιμηθεί. Έτσι την επομένη ημέρα η ενάγουσα επισκέφθηκε και πάλι το Κέντρο της εναγομένης όπου ειδοποιήθηκε ο ιατρός- συνεργάτης της τελευταίας _________, ο οποίος, αφού την εξέτασε, διέγνωσε εγκαύματα 1ου και 2ου βαθμού και της συνέστησε θεραπεία με αντιβίωση, κορτικοειδή και καλλυντικές αλοιφές. Στη συνέχεια η ενάγουσα επισκέφθηκε και ιδιώτη ιατρό και συγκεκριμένα τον ____________, ο οποίος επίσης της συνέστησε αντιβίωση, κορτιζόνη και καλλυντική περιποίηση. Ο εν λόγω ιατρός, με ειδικότητα αλλεργιολόγου, έχει χορηγήσει στην ενάγουσα τις με ημερομηνία 5/10/2007, 21/11/2007 και 30/1/2009 ιατρικές γνωματεύσεις. Στην πρώτη εξ αυτών (5/10/2007) αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι διαπίστωσε «… εκτεταμένες επιπολής φυσαλλιδώδεις και εφελκιδοποιημένες καφειοειδείς ή διαυγαστικές πλάκες στα άνω και κάτω άκρα, με εμφανή στοιχεία δερματικής λοίμωξης και έντονης δερματίτιδας εξ επαφής…», στη δεύτερη (21/11/2007) ότι διαπίστωσε «… εκτεταμένες πλάκες με λευκωπή χροιά και σκληρία στα άνω και κάτω άκρα συνεπεία επουλωτικής διαδικασίας που συνεχίζει να λαμβάνει χώρα… εκτιμάται ότι για την πλήρη αποκατάσταση θα απαιτηθεί χρόνος τουλάχιστον 12 μηνών…» και στην τρίτη (30/1/2009) αναφέρει ότι η ενάγουσα «… φέρει διάχυτα δυσχρωματικά στοιχεία (βλάβες) στην επιφάνεια των δύο κάτω άκρων και στην επιφάνεια του πήχεως του (δ) άνω άκρου συνεπεία πιθανής μεταφλεγμονώδους αντίδρασης…». Ωστόσο τα αναφερόμενα στις ως άνω δύο πρώτες γνωματεύσεις, (να σημειωθεί ότι οι εν λόγω γνωματεύσεις εκδόθηκαν από ιατρό ειδικότητας μη έχουσας σχέση με το πρόβλημα της ενάγουσας, ήτοι από αλλεργιολόγο αντί δερματολόγου ή έστω γενικής ιατρικής ιατρό), δεν επαληθεύονται από τις προσκομιζόμενες από την ίδια την ενάγουσα φωτογραφίες. Ειδικότερα από τις φωτογραφίες αυτές, οι οποίες έχουν ληφθεί επτά ημέρες μετά το συμβάν ήτοι στις 9/10/2007, προκύπτει ότι η ενάγουσα πράγματι έχει εγκαύματα σε όλη την έκταση των άνω και κάτω άκρων της και στα σημεία όπου έγινε η εφαρμογή της ενέργειας με laser. Ωστόσο τα εγκαύματα αυτά φαίνεται να είναι ελαφρά, ήτοι εγκαύματα 1ου βαθμού (χωρίς φυσαλλίδες ή εφελκιδοποιημένες πλάκες) και σε κάποια ελάχιστα σημεία ενδεχομένως λίγο βαρύτερα (2ου βαθμού). Η ως άνω άποψη στην οποία καταλήγει το δικαστήριο περί του ότι τα εγκαύματα της ενάγουσας ήταν ελαφράς μορφής, ενισχύεται και από το γεγονός ότι, όταν εκείνη την επομένη ημέρα του συμβάντος επισκέφθηκε το Κέντρο της εναγόμενης, δέχθηκε να υποβληθεί σε θεραπεία αντιγήρανσης στο πρόσωπο (όπως θα εκτεθεί αναλυτικότερα κατωτέρω), κάτι που δεν θα ήταν λογικό να είχε συμβεί αν οι προστηθείσες της εναγομένης της είχαν προκαλέσει τόσο σοβαρά εγκαύματα όσο η ίδια ισχυρίζεται, αφού στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσε να τις εμπιστευτεί και μάλιστα για εφαρμογή θεραπείας στο πρόσωπο. Με βάση τα προαναφερθέντα εκτιμάται ότι για την αποκατάσταση του ιστού του δέρματος της ενάγουσας στα σημεία των εγκαυμάτων απαιτήθηκε χρόνος δύο μηνών περίπου, ενώ για την πλήρη αποκατάσταση (και αισθητικά) των δυσχρωματικών κηλίδων απαιτήθηκε χρόνος ενός έτους. Επομένως οι βλάβες που υπέστη η ενάγουσα ήταν ελαφρές και πλήρως αναστρέψιμες αφού δεν έχουν παραμείνει σημάδια, όπως και η ίδια παραδέχθηκε κατά την κατάθεσή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι οι βλάβες αυτές οφείλονται σε αποκλειστική υπαιτιότητα των προαναφερθεισών υπαλλήλων/προστηθεισών της εναγομένης, οι οποίες, από αμέλειά τους, αφενός χρησιμοποίησαν ένταση ακτινοβολίας μεγαλύτερη από την ενδεικνυόμενη και επιτρεπόμενη στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά και από εκείνη που είχαν χρησιμοποιήσει στις προηγηθείσες συνεδρίες, αφετέρου δεν τοποθέτησαν επί του σώματος της ενάγουσας ικανή ποσότητα ψυκτικής αλοιφής (γέλης), η οποία, παράλληλα με τους ψυκτικούς παράγοντες που εκπέμπει το ίδιο το μηχάνημα, συμβάλλει στην μείωση της ακτινοβολίας που δέχεται η θεραπευόμενη περιοχή προστατεύοντας το δέρμα από την υπερθέρμανση και πιθανές μελαγχρωματικές αλλοιώνεις. Οι ανωτέρω υπάλληλοι θεώρησαν, εσφαλμένα και από αμέλεια τους, ότι εφόσον μέχρι τότε το δέρμα της ενάγουσας δεν είχε παρουσιάσει προβλήματα και είχε δεχθεί την ένταση που είχαν επιλέξει να εφαρμόσουν, μπορούσαν να την αυξήσουν προκειμένου να επιταχυνθεί το αποτέλεσμα, όπως ανέφεραν και στην ίδια την ενάγουσα κατά την ώρα της θεραπείας. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες φωτογραφίες, η θεραπεία, παρά τις διαμαρτυρίες της ενάγουσας ότι πονάει, ολοκληρώθηκε και δεν διακόπηκε, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, αφού στις εν λόγω φωτογραφίες απεικονίζονται ερεθισμοί σε όλη την επιφάνεια των χεριών και των ποδιών της ενάγουσας, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν η θεραπεία είχε διακοπεί εγκαίρως οπότε ερεθισμός θα υπήρχε σε περιορισμένη περιοχή. Συνυπαιτιότητα της ίδιας της ενάγουσας στην πρόκληση των ως άνω βλαβών δεν αποδείχθηκε και ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι είχε εκτεθεί κατά τις προηγούμενες ημέρες αλλά και το πρωί της ίδιας ημέρας στον ήλιο. Ορθά, λοιπόν, έκρινε η εκκαλουμένη η οποία θεώρησε αποκλειστικά υπαίτια των σωματικών βλαβών που υπέστη η ενάγουσα την εναγόμενη, γι’ αυτό και απορριπτέοι κρίνονιαι οι δύο πρώτοι λόγοι της έφεσης της τελευταίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, όταν την επομένη του συμβάντος η ενάγουσα επισκέφθηκε το Κέντρο Αισθητικής της εναγομένης, η τελευταία, φοβούμενη τις συνέπειες που ενδεχομένως θα είχε ένα τέτοιο συμβάν για την επιχείρησή της και προκειμένου να την ηρεμήσει και να την εξευμενίσει, της πρότεινε, δια των υπαλλήλων της, να της εφαρμόσει στο πρόσωπο μια αντιγηραντική θεραπεία με οξυγόνο, πρόταση την οποία αποδέχθηκε η ενάγουσα. Επομένως η θεραπεία αυτή δεν έλαβε χώρα προς συμψηφισμό με τις συνεδρίες αποτρίχωσης που υπολείπονταν για την ολοκλήρωση του προγράμματος που είχε αγοράσει η ενάγουσα και τις οποίες λόγω των τραυμάτων δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγόμενη, αλλά αποτελούσε οικειοθελή προσφορά της τελευταίας προς την ενάγουσα. Ορθά, λοιπόν, η εκκαλουμένη έκρινε ότι η ενάγουσα, η οποία νομίμως υπαναχώρησε από την επίδικη σύμβαση ως προς τις υπολειπόμενες παροχές αφού η παροχή τους κατέστη αδύνατη από υπαιτιότητα της εναγόμενης, δικαιούται το ποσό που αντιστοιχεί σ’ αυτές, ήτοι το ποσό των 1.166 (3.500 : 12 = 291,66 X 4) ευρώ. Συνεπώς απορριπτέος τυγχάνει και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της προαναφερθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των ανωτέρω υπαλλήλων/προστηθεισών της εναγομένης η ενάγουσα ταλαιπωρήθηκε επί δίμηνο περίπου μέχρις ότου αποκατασταθούν τα εγκαύματά της, ενώ δοκίμασε και στενοχώρια βλέποντας τις μελαγχρωματικές βλάβες του δέρματος της για τις οποίες δεν μπορούσε να γνωρίζει αν και πότε θα αποκατασταθούν. Υπέστη συνεπώς, ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης η οποία, λαμβανομένων υπόψη του είδους και της βαρύτητας του πταίσματος της εναγόμενης, της έκτασης της βλάβης της ενάγουσας, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, και κατ’ εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας και μάλιστα στο βαθμό που δεν παραβιάζεται η Συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 3.000 ευρώ. Έσφαλε, συνεπώς η εκκαλουμένη η οποία επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ποσού 8.000 ευρώ γι’ αυτό και θα πρέπει: α) να απορριφθεί η αντέφεση και να επιβληθεί σε βάρος της αντεκκαλούσας η δικαστική δαπάνη της αντεφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.) και β) να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης και κατ’ ακολουθία και αυτή η ίδια η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης. Στη συνέχεια θα κρατήσει την υπόθεση το παρόν δικαστήριο και αφού δικάσει την αγωγή στην ουσία της θα την κάνει μερικά δεκτή και θα αναγνωρίσει την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.166 ευρώ (3.000 + 1.166), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Η δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, θα επιβληθεί, κατά το μέγεθος της νίκης της, σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 178 και 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 24/7/2011 και με αριθμό κατάθεσης 5358/26-7-2011 έφεση και β) την από 1/9/2011 και με αριθμό κατάθεσης 670/12-9-2011 αντέφεση..
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την αντέφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της αντεκκαλούσας την δικαστική δαπάνη της αντεφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει την με αριθμό 1982/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την από 6/12/5007 (αριθμός κατάθεσης 12223/14-12-2007 και γενικός αριθμός κατάθεσης 270365/2007) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι (4.166) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 11Δεκεμβρίου 2013, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του.