fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 35/2019

(Αριθ. Κατάθεσης: 67/2017)

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δόκιμη Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Δ. Γιαννακάρα, που ορίστηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 107/2018 πράξης της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Χαλκιδικής Προέδρου Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Λεμονιά Γιαννιού.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημοσίως στο ακροατήριό του, την 13η Νοεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: _______ του ______, κατοίκου ________ (____ ), με Α.Φ.Μ. ____/ Δ.Ο.Υ. ______ , ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Μάρθας Αλμαλιώτη (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 11371), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: εν Αθήναις (_______) εδρεύουσας ετερορρύθμου εταιρείας υπό την επωνυμία «_________», ως διαδόχου κατόπιν μετατροπής της ομορρύθμου εταιρείας υπό την επωνυμία «__________.», νομίμως εκπροσωπούμενης, με Α.Φ.Μ. 800677060, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Στυλιανής Ρωσσίδου (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 10385), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

Ο ενάγων αιτείται να γίνει δεκτή η από 2.10.2017 και υπ’ αριθ. κατ. 67/5.10.2017 αγωγή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 13ης Μαρτίου 2018 και κατόπιν αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 574, 575, 595 και 596 εδ. α’ ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, ο εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραδώσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, το μίσθωμα καταβάλλεται στις συμφωνημένες ή στις συνηθισμένες προθεσμίες και αν δεν υπάρχουν τέτοιες προθεσμίες, καταβάλλεται κατά τη λήξη της μίσθωσης και, αν συμφωνήθηκε καταβολή σε μικρότερα διαστήματα, κατά τη λήξη τους και ο μισθωτής δεν απαλλάσσεται από το μίσθωμα, αν εμποδίζεται να χρησιμοποιήσει το μίσθιο από λόγους που αφορούν τον ίδιο, προκύπτει ότι από του χρόνου της πραγματικής παράδοσης από μέρους του εκμισθωτή και της πραγματικής παραλαβής από μέρους του  μισθωτή της χρήσης του πράγματος αρχίζει η μίσθωση του πράγματος και ο μισθωτής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον εκμισθωτή το μίσθωμα που συμφωνήθηκε καθώς και ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσης του πράγματος, εφόσον έχει τη δυνατότητα χρήσης αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί. Στο περί μισθώσεων κεφάλαιο του Αστικού Κώδικος δεν περιέχεται ειδική ρύθμιση σχετικώς με τον τύπο της μισθωτικής σύμβασης και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον κανόνα της διάταξης του άρθρου 158 ΑΚ, η σύμβαση μίσθωσης κινητού ή ακινήτου πράγματος δεν υπόκειται σε οιονδήποτε τύπο, αλλά συνάπτεται με απλή συναίνεση των μερών ατύπως, επομένως και προφορικώς γενόμενη (ΑΠ 861/1991 ΕλλΔνη 33, σελ. 835, ΕφΑΘ 2619/2005 ΤΝΠ Νόμος, X. Παπαδάκη, Αγωγές απόδοσης μισθίου (1990), σελ.48 επ.). Επιπλέον η σύναψη της σύμβασης μίσθωσης μπορεί, προδήλως, να επιτευχθεί μέσω αμέσου αντιπροσώπου, οπότε μισθωτής καθίσταται ο αντιπροσωπευόμενος, σύμφωνα με τον κανόνα της διάταξης του άρθρου 211 ΑΚ, δεσμευόμενος πλήρως απέναντι στον εκμισθωτή. Σε περίπτωση, όμως, ψευδοαντιπροσώπευσης, δηλαδή όταν ο αντιπρόσωπος ενήργησε χωρίς την προς τούτο πληρεξουσιότητα (αρ. 229 ΑΚ) ή εν γνώσει του μετά την παύση της (αρ. 222 ΑΚ), κατά κανόνα δεν επέρχεται, δέσμευση του αντιπροσωπευομένου – δικαιούμενου σε μίσθωση, εκτός αν αυτός ενέκρινε τη μίσθωση.

Περαιτέρω η διεξαγωγή της δίκης μεταξύ των φορέων της επίδικης έννομης σχέσης, επιβάλλεται με κριτήρια τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Για τη νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν αυτός είναι αναληθής. Αν όμως αποδειχθεί η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επιδίκου δικαιώματος. Ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο, αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης του περιστατικών, συνιστά όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει προς τούτο το βάρος απόδειξης (ΕφΑΘ 81ΘΤ/2001, Εφθεσ 2208/2000 ΤΝΠ Νόμος).

Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει, ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι, εκτός άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση τ\ αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Στην αγωγή, με την οποία ο ενάγων αναζητεί ευθέως από τον εναγόμενο τον πλουτισμό, που αυτός αποκόμισε εξαιτίας της ακυρότητας της μεταξύ τους σύμβασης πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφό της, για να είναι αυτή κατά το άρθρο 216§1 ΚΠολΔ ορισμένη, τα περιστατικά που καθιστούν άκυρη τη σύμβαση και αδικαιολόγητη επομένως την αντίστοιχη ωφέλεια του εναγομένου (ΑΠ 1457/2001, ΑΠ 390/2011 ΤΝΠ Νόμος), όμως, αν η σχετική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγική βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (αρ. 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης από τη σύμβαση των διαδίκων, αρκεί για την πληρότητα της επικουρικής βάσης η επίκληση της ακυρότητας απλώς της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται κατά τα λοιπά να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους Οφείλεται η ακυρότητα, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο αν η στηριζόμενη στη σύμβαση κύρια αγωγική βάση απορριφθεί εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, οπότε όμως ο λόγος αυτός, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, θα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο της δίκης, ώστε να πληρούται ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216§1 ΚΠολΔ, που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 23/2003 ΑΠ 120/2014, AΠ 438/2017 ΤΝΠ Νόμος).

Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι μεταξύ αυτού και της εναγομένης με την προηγούμενη εταιρική της μορφή την 1η Ιουνίου 2016 δυνάμει προφορικής συμφωνίας συνήφθη μίσθωση, διάρκειας τριών (3) μηνών, ενός διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου, το οποίο αποτελεί μέρος ακινήτου 200 τ.μ., κειμένου επί αγροτεμαχίου εκτός οικισμού στην ________ , ________ιδιοκτησίας του έναντι μηνιαίου μισθώματος διακοσίων δεκαεπτά (217) ευρώ. Ο ενάγων εκθέτει επιπλέον ότι το ως άνω μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε να καταβάλλεται εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μισθωτικού μηνός ενώ την 31η Αυγούστου 2016 συμφωνήθηκε να καταβληθεί και το αναλογούν στο ως άνω διαμέρισμα ποσοστό του λογαριασμού της «Δ.Ε.Η. Α.Ε.». Επιπλέον ο ενάγων εκθέτει ότι η εναγομένη, αν και έκανε ακώλυτη χρήση του ως άνω διαμερίσματος αρνείται να καταβάλει άπαντα τα συμφωνηθέντα μηνιαία μισθώματα αλλά και το αναλογούν στο ως άνω διαμέρισμα ποσοστό του λογαριασμού της «Δ.Ε.Η. Α.Ε.». Τέλος με βάση το ως άνω ιστορικό ο ενάγων, εκμισθωτής του περιγραφόμενου στην αγωγή μίσθιου ακινήτου, αιτείται να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλλει, με βάση τις διατάξεις περί μισθώσεων επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφενός το χρηματικό ποσό των εξακοσίων πενήντα ενός (651) ευρώ, για τα ως άνω οφειλόμενα μισθώματα, νομιμοτόκως από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής εκάστου μηνιαίου μισθώματος και έως την ολοσχερή εξόφληση άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφληση και αφετέρου το χρηματικό ποσό των εκατό πενήντα (150) ευρώ που αντιστοιχεί στο αναλογούν στο εν λόγω διαμέρισμα ποσοστό για την εξόφληση του λογαριασμού της «Δ.Ε.Η. Α.Ε.». Περαιτέρω, ο ενάγων αιτείται η απόφαση που θα εκδοθεί να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη.

Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (αρ. 14§1 περ. β\ 29§1 ΚΠολΔ) κατά την Ειδική Διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρ. 614§1, 615 επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την έναρξη εφαρμογής του ν. 4335/2015). Είναι, επαρκώς ορισμένη, ως προς την κύρια βάση της, πλην του κονδυλίου του αναλογούντος στο εν λόγω διαμέρισμα ποσοστού του λογαριασμού της «Δ Ε.Η. Α.Ε.», δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης της εναγομένης. Πλην όμως, η αγωγή, κατά την επικουρική της βάση, ήτοι στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ, κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν αναφέρει κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας της εναγομένης δεν είναι νόμιμη, αλλά αντιθέτως στα ίδια πραγματικά περιστατικά στηρίζει την απαίτησή της τόσο στις διατάξεις περί συμβάσεων που προϋποθέτουν έγκυρη σύμβαση, όσον κατά τρόπο επικουρικό και στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού που προϋποθέτουν άκυρη σύμβαση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή καθόσον στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη. Η υπό κρίση αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη είναι επιπλέον νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 574 επ. ΑΚ, 907, 910 αριθ. 2 και 178, 189 και 191 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα υπέρ ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ ποσοστά (βλ. το υπ’ αριθ. 19588292195805110085 παράβολο και την από 12.3.2018 απόδειξη πληρωμής αυτού) και τα νόμιμα τέλη της συζήτησης (βλ. τα υπ’ αριθ. Α450790, Α451262 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Θ.).

Η εναγομένη με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα πρακτικά, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της αρνήθηκε την υπό κρίση αγωγή ως νόμω και ουσία αβάσιμη. Επιπλέον πρότεινε την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (αρ. 281 ΑΚ). Οι ενστάσεις αυτές ασκούνται παραδεκτώς και η μεν πρώτη είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι από το δικόγραφο της αγωγής θεμελιώνεται παθητική νομιμοποίηση της εναγομένης με βάση και τα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, συνιστά δε αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση (βλ. ΑΠ 1649/1983 Δ 16, σελ. 145, ΜονΠρΘεσ 29834/2002 ΤΝΠ Νόμος) άρα υποχρεούται ο ενάγων στην απόδειξη της αγωγής (αρ. 338 ΚΠολΔ) η δε δεύτερη στηριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Τούτο διότι στο πεδίο του δικονομικού δικαίου η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ είναι ανεφάρμοστη καθώς αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα (Ράμμος, Εγχειρ. 1 (1980), παρ. 228, σελ. 624, 625 Μπέης Ερμην. ΚΠολΔ οπ’ αρθρ. 116, 111 σελ. 295, ΑΠ 224/1986 ΕλλΔνη 27, σελ. 1109). Εξάλλου, η καταχρηστική άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων και ευχερειών ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, η οποία δεν θεσμοθετεί ως γνήσια δικονομική κύρωση το απαράδεκτο διαδικαστικής πράξης, η οποία επιχειρήθηκε κατά παράβαση της (Μπέης ό.π. σελ. 595, Κεραμέας Αστ.Δικ.Δ. έκδ. 11 (1978) σελ 148).

Από την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση και άλλα προς έμμεση απόδειξη, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψιν το Δικαστήριο (αρ. 336§4 ΚΠολΔ), από όσα συνομολογούν οι διάδικοι, σε συνδυασμό και με την επ’ ακροατηρίω προφορική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: την 1η Ιουνίου 2016 εμφανίστηκε στο διαμέρισμα ιδιοκτησίας του ενάγοντος στην ________ ο _______, εργαζόμενος της εναγομένης (βλ. το από 8.4.2016 Ενιαίο Έντυπο Αναγγελίας Πρόσληψης και την από 1.10.2016 Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου) και αφού εξέθεσε στον ενάγοντα ότι αυτός έχει υπαλληλική σχέση με την εναγομένη μίσθωσε το διαμέρισμα εμβαδού 30 τ.μ. ιδιοκτησίας του για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών. Με την ως άνω σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε προφορικώς συμφωνήθηκε ότι το μίσθωμα θα ανήρχετο στο χρηματικό ποσό των διακοσίων δεκαεπτά (217) ευρώ μηνιαίως και η καταβολή αυτού έπρεπε να λάβει χώρα έως την 5η ημέρα εκάστου μισθωτικού μηνός. Μετά ταύτα ο ενάγων παραχώρησε στον ως άνω άνδρα τη χρήση του μισθίου αλλά ουδέποτε εισέπραξε το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα για άπαντες τους μισθωτικούς μήνες. Ο ως άνω εμφανισθείς αποδείχθηκε ότι ήταν όντως εργαζόμενος της εναγομένης ωστόσο από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι αυτός ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος ή έστω πληρεξούσιος αυτής. Ο ενάγων κατά την ανωμοτί εξέτασή του κατέθεσε ότι ο ως άνω άνδρας του επέδειξε τη σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτού και της εναγομένης και είπε σ’ αυτόν ότι επιθυμούσε να μισθώσει το διαμέρισμα ενώ το μηνιαίο μίσθωμα θα κατέβαλλε η εταιρεία και ουχί ότι αυτός ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της εργοδότριάς του εταιρείας με την ιδιότητα αυτής ως μισθώτριας (βλ. 4η σελίδα των ταυταρίθμων με την παρούσα πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης). Επιπλέον ο ενάγων κατέθεσε ότι ο _______ τηλεφώνησε κατά το χρόνο κατάρτισης της προφορικής σύμβασης μίσθωσης στην εναγομένη ωστόσο ούτε το περιεχόμενο της συνομιλίας και ιδίως το πρόσωπο στο οποίο αυτός τηλεφώνησε δημιουργούν στο παρόν Δικαστήριο την πεποίθηση ότι η εναγομένη παρείχε σ’ αυτόν πληρεξουσιότητα για την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης και για τους περιεχόμενους σ’ αυτή ειδικότερους όρους και συμφωνίες (λ.χ. ύψος μηνιαίου μισθώματος, διάρκεια σύμβασης μίσθωσης κ.λπ.) Η άποψη του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός ότι με τον ενάγοντα συμβλήθηκε η εναγόμενη εταιρεία και ότι ο ανωτέρω _______. ενεργούσε ως πληρεξούσιος και για λογαριασμό της εναγόμενης ενισχύεται και από το γεγονός ότι η εναγομένη δεν αποδέχθηκε την αναρτηθείσα στον ιστότοπο της Γενικής Γραμματείας δημοσίων εσόδων (www.gsis.gr) υπ’ αριθ. 9650414 δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακινήτου περιουσίας (βλ. την προσαγόμενη και επικαλούμενη εκ μέρους της εναγομένης καρτέλα από τον ως άνω ιστότοπο, από την οποία προκύπτει ότι αυτή ούτε έχει αποδεχθεί ούτε έχει αρνηθεί την ως άνω δήλωση). Επιπλέον το γεγονός ότι ο εναγών έτυχε να γνωρίζει ότι η εναγομένη συνήθιζε να συνάπτει με τον τρόπο αυτό τέτοιου είδους βραχυχρόνιες μισθώσεις για τους εργαζομένους της ουδεμία απόδειξη παράγει για το γεγονός ότι ο εργαζόμενος αυτής και πραγματικός μισθωτής του εν λόγω ακινήτου ενεργούσε ως πληρεξούσιός της και δέσμευε αυτή με τις αποφάσεις του. Τέλος τα αναφερόμενα εκ μέρους του ενάγοντος ότι αυτός επικοινώνησε με την εναγομένη οι προστηθέντες της οποίας τον διαβεβαίωναν ότι θα του καταβληθεί το οφειλόμενο σ’ αυτόν χρηματικό ποσό αποτελούν ισχυρισμούς του ενάγοντος, οι οποίοι δεν επιβεβαιώνονται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει ότι ο καταρτίσας τη μίσθωση ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εναγομένης και η εναγομένη αρνείται να εγκρίνει τη σύμβαση, πρέπει – σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας – να απορριφθεί η αγωγή, τα δε δικαστικά έξοδα της εναγομένης βαρύνουν τον ενάγοντα, λόγω της ήττας του (αρ. 176, 189 και 191 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον ενάγοντα τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των εκατό είκοσι (120) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Κασσανδρεία Χαλκιδικής, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων την 4-2-2019

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

offices-map

Τα Γραφεία μας

Η “OΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” ασχολείται με πάνω από 100 Νομικούς Τομείς και διατηρεί Δώδεκα (12) γραφεία σε Εννιά (9) χώρες:

Αλιεύστε την Εταιρική Παρουσίαση μας
Επικοινωνία