fb-pxl-img
ΜΕΝΟΥ

Περίληψη

ΤΜΗΜΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός αποφάσεως.

1217/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αγγελική Μακρυγεώργου Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και τον Γραμματέα Νικόλαο Μόσσορα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην _________ στις 7.3.2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του ανακόπτοντος: __________ _____________ του _____________ κατοίκου _________  οδός ________ αρ. ____, ως ιδιοκτήτη της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «________________ ______________», ο οποίος εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Καρασίσκο.

Της καθής η ανακοπή: Της εδρεύουσας στον ________ ___________ και επί της λεωφ. _________ αριθμός _____ Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «__________ _________________           _____________ __________ _________» και το διακριτικό τίτλο «__________ __________» νομίμως εκπροσωπουμένης, της οποίας ο νόμιμος εκπρόσωπος ____________ __________ εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Χρίστο Οικονομάκη, ο οποίος εκπροσώπησε την ως άνω εταιρεία.

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 9.8.2012 ανακοπή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης __________ και προσδιορίστηκε για την 7.12.2012. Κατά τη δικάσιμο εκείνη το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση για την παραπάνω δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την ένδικη ανακοπή, ζητείται, για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφο, η ακύρωση της υπ’ 2° φύλλο της απόφασης με αριθμό _________ του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα μισθώσεων) αριθμόν ___________ διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία διατάχθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, το ποσό των 19.455 ευρώ, ως κεφάλαιο από οφειλόμενα μισθώματα, από τη μίσθωση ακινήτου, που βρίσκεται στην Αθήνα. Η ανακοπή, παραδεκτά εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο να τη δικάσει (άρθρα 14, 29 και 632 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 649-650 ΚΠολΔ (βλ. άρθρα 632 παρ.2, 643 παρ.2 και 591παρ.1°’ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ (βλ. επίδοση της διαταγής πληρωμής, την 26-7-­2012, με την από ίδια ημ/νία σχετική βεβαίωση Και σφραγίδα του Δικαστικού Επιμελητή, Δημητρίου Ραπατζίκου, και επίδοση της ανακοπής την 29-8-2012, σχετ. έκθεση επίδοσης υπ1 αρ. ________’ του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Παναγιώτη Μπουζιωτόπουλου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι, τα επίδικα μισθώματα, τα οποία επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και αφορούν στους μήνες από Νοέμβριο 2011 έως και Απρίλιο 2012, δεν τα όφειλε κατά το χρόνο έκδοσης της τελευταίας, καθότι, με βάση την από 30-4-2012 προφορική συμφωνία του με το νόμιμο εκπρόσωπο της καθ’ ης, τα μεν δύο πρώτα από αυτά αποσβέστηκαν μετά το συμψηφισμό τους με την καταβληθείσα, κατά τη σύναψη της σύμβασης ισόποση «εγγύηση», ενώ όσον αφορά στα υπόλοιπα, επίσης αποσβέστηκαν, καθώς όλες οι υποχρεώσεις του από τη μισθωτική σύμβαση αντικαταστάθηκαν από την ως άνω, νεώτερη σύμβαση, σύμφωνα με τους όρους της οποίας, η οφειλή τους διακανονίστηκε με αναγωγή της εξόφλησής της στο μέλλον, και δη σε χρόνο που θα επανακαθοριζόταν, μετά την αποχώρησή του από το μίσθιο, η οποία έλαβε χώρα την 30-4-2012. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής είναι νόμιμοι, στηριζόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 288, 361, 436, 440, 441 ΑΚ (ειδικά για την αποσβεστική ένσταση του συμψηφισμού στην ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής (βλ. ΑΠ 294/2014 Αρ 2014. 1306 & ΑΠ 1235/2012 ΝΟΜΟΣ), και πρέπει να εξεταστούν από ουσιαστική άποψη. Η καθ’ ης η ανακοπή αρνείται και αποκρούει τόσο την ύπαρξη συμφωνίας της με τον ανακόπτοντα για συμψηφισμό του ποσού της εγγυοδοσίας με αντίστοιχα μηνιαία μισθώματα αλλά και εν γένει τη σύναψη σύμβασης ανανέωσης των υποχρεώσεων του ανακόπτοντα, όσο και αυτήν ακόμη τη δυνατότητα συμψηφισμού του ποσού της «εγγύησης» με τα επίδικα μισθώματα, λόγω αντίθετης συμβατικής πρόβλεψης (ΑΚ 361 & 404), ισχυρισμοί οι οποίοι, επίσης, θα εξεταστούν αμέσως στη συνέχεια.

Από τις ανωμοτί καταθέσεις των διαδίκων (του ανακόπτοντα και του νομίμου εκπροσώπου της καθ’ ης, Αναστασίου Μουστεράκη), οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τις ομολογίες που εμπεριέχονται στις προτάσεις των διαδίκων ή συνάγονται από αυτές (άρθρο 261 σε συνδ. με 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας (όρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), (με τη ρητή μνεία ότι η υπ’ αριθμόν 2171/11-3-2014 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα του ανακόπτοντα δεν λαμβάνεται υπόψη, διότι προσκομίζεται με την προσθήκη των προτάσεων και δη κατά την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση, δίχως να προσδιορίζεται ή να προκύπτει ότι αφορά στην αντίκρουση ισχυρισμών της καθ’ ης η ανακοπή που προτάθηκαν πρώτη φορά κατά τη συζήτηση, κατ’ άρθρο 591 παρ.ιδ’ ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:

Δυνάμει του από 18-6-2007 μισθωτηρίου συμφωνητικού, η καθ’ ης εκμίσθωσε στον ανακόπτοντα ένα ακίνητο και δη, ένα κατάστημα που βρίσκεται στη λεωφόρο __________ αρ. ____, συνολικής επιφάνειας 115 τ.μ., με αποθήκη και πατάρι, με συμφωνημένη διάρκεια της μίσθωσης από 1-7- 2007 έως 30-6-2016, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ο ανακόπτων – μισθωτής ως υποκατάστημα της ατομικής επιχείρησής του εμπορίας πλακιδίων και ειδών υγιεινής. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε, για το πρώτο μισθωτικό έτος, στο ποσό των 3.626        ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου (3.500 + 3,6%), το οποίο, με βάση νεότερη συμφωνία των διαδικων, ανηλθε, από 1-7-2011, στο ποσό των 3.807,30 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου. Για δε, την ακριβή εκπλήρωση της μίσθωσης, ο ανακόπτων κατέβαλε στην καθ’ ης – εκμισθώτρια εταιρεία, ως εγγυοδοσία, το ποσό των 7.252 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε δύο μηνιαία μισθώματα, με τη ρητή συμφωνία ότι, το ποσό αυτό θα αναπροσαρμόζεται με την εκάστοτε αναπροσαρμογή του μισθώματος ώστε να αντιστοιχεί πάντοτε σε δύο μηνιαία μισθώματα. Η εν λόγω μισθωτική σύμβαση λειτούργησε ομαλά, έως περίπου το φθινόπωρο του έτους 2011. Τότε, ο μισθωτής – ανακόπτων ζήτησε από τον εκπρόσωπο της καθ’ ης να συμφωνήσει σε μείωση του μισθώματος, λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε και της πτώσης των μισθωτικών αξιών των ακινήτων. Η καθ’ ης, όμως, δεν αποδέχθηκε την πρόταση αυτή του ανακόπτοντα, ο οποίος, τότε, από το μίσθωμα του μηνός Νοεμβρίου 2011 κατέβαλε μόνο ένα μέρος, από 3.388,80 ευρώ, αφήνοντας υπόλοιπο οφειλόμενο ύψους 418,50 ευρώ, και στη συνέχεια, σταμάτησε να καταβάλει εντελώς τα μισθώματα των μηνών που ακολούθησαν. Τον δε, Ιανουάριο του έτους 2012, ειδοποίησε εγγράφως την καθ’ ης πως αποχωρούσε από τη μίσθωση και πως θα της παρέδιδε τη χρήση του μισθίου την 30-4-2012, συνεχίζοντας την άρνηση καταβολής των μισθωμάτων. Έτσι, η καθ’ ης, με την από 19-4-2012 αίτησή της ενώπιον του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, προκάλεσε την έκδοση της υπ αριθμόν 14131/2012 ήδη ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής, με την οποία ο μισθωτής & ανακόπτων διατάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης, το υπόλοιπο του μισθώματος του Νοεμβρίου 2011 καθώς και ολόκληρα τα μισθώματα, από 3.803,70 ευρώ έκαστο, των μηνών Δεκεμβρίου 2011 έως και Απριλίου 2012, συνολικού ύψους 19.036,50 ευρώ. Εντωμεταξύ, μετά την κατάθεση της ως άνω αίτησης και πριν από την έκδοση της ανακοπτομένης (16-7-2012), και συγκεκριμένα την 30-4-2012, ο ανακόπτων αποχώρησε πράγματι από το μίσθιο, ενώ ο νόμιμος εκπρόσωπος της καθ ης παρέλαβε τα κλειδιά του μισθίου, ένα περίπου μήνα αργότερα, την 24-5-2012, οπότε και συμφωνήθηκε η λύση της μίσθωσης, πριν από το συμβατικό χρόνο λήξης της (2016) και για τους ανωτέρω λόγους, οι οποίοι αφορούσαν αποκλειστικό στο μισθωτή – ανακόπτοντα. Ο τελευταίος, πρότεινε στην καθ’ ης να συμφωνήσουν τον καταλογισμό του ποσού της «μισθωτικής εγγύησης» που βρισκόταν στα χέρια της προς απόσβεση ισόποσου μέρους των οφειλομένων έως τότε μισθωμάτων, πράγμα, όμως, το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπός της δεν αποδέχθηκε. Με βάση δε, τους όρους του από 18-6-2007 συμφωνητικού, το ισόποσο των δύο μηνιαίων μισθωμάτων, που δόθηκε ως «μισθωτική εγγύηση» (εγγυοδοσία), «σε περίπτωση λύσης της μίσθωσης … πριν από τη λήξη της εκ μέρους της μισθώτριας, … παραμένει στα χέρια της εκμισθώτριας, ως εύλογη και δίκαιη συμφωνούμενη ποινική ρήτρα …» (βλ. όρο υπ’ αρ.6), ενώ, σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω, αντίθετη (τροποποιητική του όρου υπ’ αρ. 6) μεταγενέστερη συμφωνία των διαδίκων δεν αποδείχθηκε. Επομένως, με τη λύση της σύμβασης και παρά τη μονομερή δήλωση του ανακόπτοντα για συμψηφισμό της απαίτησής του επιστροφής του ποσού της συμβατικής εγγύησης, ο συμψηφισμός δεν επήλθε αναγκαστικά, κατ’ άρθρα 440 & 441 ΑΚ, διότι η απαίτηση αυτή του ανακόπτοντα δεν είχε εκκαθαριστεί, με βάση τον όρο υπ’ αρ. 6 της σύμβασης, ενώ ούτε μέχρι σήμερα έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ούτε καταρτισθείσα συμφωνία των διαδίκων, κατ’ άρθρο 436 ΑΚ, περί, δηλαδή, ανανέωσης των μισθωτικών οφειλών του ανακόπτοντα, αντίθετα, από την εκτίμηση όλων των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων, προκύπτει μόνο έναρξη διαπραγματεύσεών τόυς προς τη διευθέτηση των χρηματικών οφειλών του ανακόπτοντα από την επίδικη μίσθωση, στα πλαίσια των οποίων ο ανακόπτων, απλώς, υποσχέθηκε εξόφληση αυτών σε αόριστο χρονικό σημείο, «όταν θα πωλούσε το εμπόρευμα που του είχε απομείνει», χωρίς να εξειδικευτούν όροι και προϋποθέσεις τέτοιας συμφωνίας. Επομένως, δεν αποδεικνύεται κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους απόσβεσης της οφειλής την οποία ο ανακόπτων διατάχθηκε να πληρώσει στην καθ’ ης με την προσβαλλομένη Διαταγή, και, ως εκ τούτου, πρέπει οι αντίστοιχοι λόγοι της ανακοπής να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Περαιτέρω, ο τελευταίος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο ο ανακόπτων προσάπτει καταχρηστικότητα στην καθ’ ης, κατά την άσκηση του δικαιώματος της να προκαλέσει την έκδοση της ανακοπτομένης Διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος ότι αυτή γνώριζε τη δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο ίδιος και, μάλιστα όχι ηθελημένα, αλλά λόγω της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και της δυσπραγίας της επιχείρησης του, πρέπει να απορριφθεί, ως μη νόμιμος, διότι, και αληθή υποτιθέμενα τα άνω πραγματικά περιστατικά, δεν δύνανται, τουλάχιστον όπως διατυπώνονται, να υπαχθούν στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, όπως αυτή ερμηνεύεται παγίως από τη νομολογία.

Επομένως, η ανακοπή, μη υπάρχοντος άλλου λόγου σε αυτή, πρέπει ν’ απορριφθεί, στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ανακόπτοντα (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων. Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει την υπ’ αριθμόν __________ διαταγή πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου.

Καταδικάζει τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2.7.2015.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ