Περίληψη
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1165/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ηλιάνα Ζαμανίκα, Πρωτόδικη, την οποία όρισε η
Πρόεδρός του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από το Γραμματέα Ηλία Ηλιάδη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 15 Ιανουάριου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ : Των ανακοπτόντων: 1) Της υπό εκκαθάριση τελούσης κοινοπραξίας με την επωνυμία «________» και με διακριτικό τίτλο «__________», με έδρα στην ________, νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) _______ του ________, κατοίκου _________ και 3) ________ του _____, κάτοικου ________, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Δημήτριο Γεωργακόπουλο.
Του καθ’ου η ανακοπή: ______ του _________, κατοίκου _______, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Ιωάννα Μαρόση.
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 30.7.2012 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης 134906/10764/2012, η συζήτησή της προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή οι ανακόπτοντες ζητούν, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η από 25.7.2012 επιταγή προς εκτέλεση, που έχει συνταχθεί κάτωθι αντιγράφου εκ πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’αριθ. 1869/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη τους σε βάρος του καθ’ου η ανακοπή.
Η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 933παρ.1 και 934παρ.1 εδ.α και 2 ΚΠολΔ), καθώς η επίδοση της επιταγής προς πληρωμή έλαβε χώρα την 25.7.2012, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση, επί του αντιγράφου εκ του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’αριθ. 1869/2009 απόφασης, του Δικαστικού Επιμελητή της δικαστικής περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Δημητρίου Ραπατζίκου, η δε κατάθεση του δικογράφου και η επίδοσή του στην καθ’ης έγινε την 30.7.2012, όπως προκύπτει από την υπ’αριθ. 1509Β730.7.2012 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της δικαστικής περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Κωνσταντίνας Μπουνάκου, και εφόσον δεν προκύπτει ότι δεν επακολούθησε επιβολή κατάσχεσης σε βάρος των ανακοπτόντων. Αρμοδίως, δε, εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την διαδικασία των άρθρων 643 και 591παρ.1°’ΚΠολΔ (άρθρο 933 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 19παρ.4 του Ν.4055/2012). Πρέπει, επομένως, η ανακοπή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
I. Από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 918 και 919επ.ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται σ’αυτή το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία κατ’αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο συντάσσεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (ΑΠ 72/1995,ΕλλΔνη 1997.585, ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 1996.102,ΕΑ 2659/1992,ΕλλΔνη 1994.456). Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και αποδείξει την απόσβεση της απαιτήσεως ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Οι καταβολές του οφειλέτη, ανεξαρτήτως του πότε έγιναν, δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ενστάσεως του οφειλέτη (ΑΠ 194/1995,ο.π. contra ΕΑ 2659/1992,ο.π.). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, η μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαιτήσεως, οποτεδήποτε αν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, γιατί το εν μέρει άκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτων οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελουμένου τίτλου, κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαιτήσεως, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (ΑΠ 1445/1980,ΝοΒ 29.707, ΕΑ 2535/1998,ΕλλΔνη 40.384, ΕφΠειρ 911/1994,ΕλλΔνη 1995.672, ΕΑ 2675/1993,ΕλλΔνη 1994.456).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, όπως αυτός αναλύεται κατά τα επιμέρους σκέλη του, προβάλλεται ότι μέσω των αναλυτικώς προσδιοριζόμενων από τους ανακόπτοντες καταβολών, που έγιναν εκ μέρους τους και αποδεικνύονται εγγράφως, τα ποσά του κεφαλαίου, που ορίζονται στην προσβαλλόμενη επιταγή, είναι αόριστα και εσφαλμένα, λόγω λανθασμένου υπολογισμού τους. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή πρέπει να ακυρωθεί ως αόριστη και ανακριβής ως προς το ποσό της απαίτησης του καθ’ου, διότι μετά την έκδοση της υπ’αριθ. 1869/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 23.3.2009, η οποία υποχρέωσε αυτούς (τους ανακόπτοντες) να καταβάλουν στον καθ’ου, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 50.000 ευρώ και αναγνώρισε ότι εκτός του ανωτέρω ποσού των 50.000 ευρώ υποχρεούνται αυτοί (οι ανακόπτοντες) να καταβάλουν στον καθ’ου, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 30.350 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, κατέβαλαν στον καθ’ου μέρος της απαιτήσεως του, ύψους 27.450 ευρώ, με τις αναφερόμενες στην ανακοπή δύο τμηματικές καταβολές, ποσό το οποίο, όπως αναφέρεται ρητά στην προσβαλλόμενη επιταγή, αφαιρέθηκε εσφαλμένως, σύμφωνα με το άρθρο 423 ΑΚ, αρχικά από τα έξοδα και τους τόκους και στη συνέχεια από το κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να υπολογίζεται λανθασμένα ότι το εναπομείναν κεφάλαιο ανέρχεται στο ποσό των 46.901,25 ευρώ, λαμβανομένου ως βάση του υπολογισμού του αρχικώς επιδικασθέντος ποσού των 50.000 ευρώ. Ότι η καταβολή του ποσού των 27.450 ευρώ από αυτούς έγινε κατόπιν ρητής συμφωνίας με τον καθ’ου ότι το ποσό αυτό καταβάλλεται προς εξόφληση κεφαλαίου και τόκων του προσωρινούς εκτελεστού κεφαλαίου εκ ποσού 20.000 ευρώ, γεγονός το οποίο βεβαίωσε και ο ίδιος εγγράφως δια των πληρεξουσίων του Δικηγόρων, σε κάθε δε περίπτωση εισέπραξε και κράτησε το ανωτέρω ποσό χωρίς ουδέποτε να αντιλέξει στην προαναφερθείσα σειρά καταλογισμού. Ως εκ τούτων, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι προκύπτει πως το προσωρινώς εκτελεστό κεφάλαιο των 20.000 ευρώ, που όρισε η ως άνω τελεσίδικη δικαστική απόφαση, βάσει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση, έχει εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς, το δε καταψηφιστικώς οφειλόμενο κεφάλαιο ανέρχεται στο ποσό των 30.000 ευρώ.
Σύμφωνα με την υπό στοιχείο (I) νομική σκέψη της παρούσας, ο πρώτος λόγος της ανακοπής δεν είναι νόμιμος, αφού η επικαλούμενη μερική απόσβεση της απαιτήσεως δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής, η οποία είναι ισχυρή ως προς το επιπλέον και εξακολουθεί να αναδίδει τις συνέπειες της ως πρώτη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Εξάλλου, οι ανακόπτοντες, οι οποίοι με την κρινόμενη ανακοπή τους ισχυρίζονται ότι έχει εξοφληθεί μόνο το προσωρινώς εκτελεστό κεφάλαιο της απαίτησης του καθ’ου, ποσού 20.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, συνομολογούν ότι κατά το χρόνο ασκήσεως της ανακοπής εξακολουθεί να υπάρχει ανεξόφλητη απαίτηση του καθ’ου, βάσει της προαναφερόμενης τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (30.000 ευρώ από την καταψηφιστική και 30.350 ευρώ από την αναγνωριστική της διάταξη, πλέον τόκων και εξόδων), το οποίο δεν προσφέρονται να καταβάλουν με την ανακοπή τους. Ακόμα δε και αν γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος, ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων περί υπάρξεως ρητής συμφωνίας με τον καθ’ου ότι το ποσό αυτό καταβάλλεται προς εξόφληση κεφαλαίου και τόκων του προσωρινώς εκτελεστού κεφαλαίου εκ ποσού 20.000 ευρώ, γεγονός το οποίο βεβαίωσε και ο ίδιος εγγράφως δια των πληρεξουσίων του Δικηγόρων και ότι σε κάθε δε περίπτωση εισέπραξε και κράτησε το ανωτέρω ποσό χωρίς ουδέποτε να αντιλέξει στην προαναφερθεισα σειρά καταλογισμού, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής διότι αυτή δεν πάσχει ακυρότητας, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, γιατί το εν μέρει άκυρο της προσβαλλόμενης επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον οι ανακόπτοντες οφειλέτες δεν προσφέρονται στην εκπλήρωση του εκτελουμένου τίτλου (της ως άνω τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαιτήσεως, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, θα εξεταστεί και κατά την κατάταξη των δανειστών. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ο παραπάνω λόγος της κρινόμενης ανακοπής ως νόμω αβάσιμος.
Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, όπως αυτός αναλύεται κατά τα επιμέρους σκέλη του, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη, λόγω της αοριστίας της ως προς το κονδύλιο των τόκων, αφού δεν αναφέρεται σ’αυτή το κεφάλαιο επί του οποίου υπολογίζεται ο τόκος υπερημερίας, δεδομένου μάλιστα ότι το τοκιζόμενο ποσό του κεφαλαίου έχει μειωθεί σταδιακά με τις προαναφερόμενες τμηματικές καταβολές, ενώ ο χρόνος ενάρξεως του υπολογισμού των τόκων είναι αυτός της επομένης της ημέρας εξόφλησης, ήτοι την 16.5.2009 και όχι της επομένης της επιδόσεως της αγωγής, βάσει της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήτοι την 18.1.2006.
Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχείο (I) νομική σκέψη του Δικαστηρίου, η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή δεν είναι αόριστη λόγω της μη αναφοράς των παραπάνω στοιχείων, αφού γίνεται σ’ αυτήν ο απαραίτητος για την πληρότητα της διαχωρισμός του ποσού της απαιτήσεως σε κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εξάλλου ο ισχυρισμός ότι μετά από τις επικαλούμενες από τους ανακόπτοντες τμηματικές καταβολές, δεν υπολογίζονται σωστά οι τόκοι, καθώς λαμβάνεται υπόψη εσφαλμένο κεφάλαιο για την τοκοφορία, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, αφού δεν εκθέτουν οι ανακόπτοντες ποιο είναι το τελικό ποσό της οφειλής τους από την παραπάνω απαίτηση του καθου βάσει της προαναφερθείσας δικαστικής απόφασης. Σε κάθε δε περίπτωση, ο ισχυρισμός τους ότι το κεφάλαιο της απαίτησης του καθου έχει εξοφληθεί λόγω των ανωτέρω τμηματικών καταβολών πρέπει να απορριφθεί, καθώς την απλή επισκόπηση του διατακτικού της ως άνω απόφασης προκύπτει ότι η οφειλή των ανακοπτόντων προς τον καθου ανέρχεται στο συνολικό ποσό (αναγνωριστική και καταψηφιστική διάταξη) των 80.350 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, εκ του οποίου κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστό το ποσό των 20.000 ευρώ και οι ανακόπτοντες, όπως οι ίδιοι συνομολογούν με την ένδικη ανακοπή τους, έχουν καταβάλλει, μέχρι τη συζήτηση της ένδικης ανακοπής το ποσό των 27.450 ευρώ. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής ως νόμω αβάσιμος.
Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η εκτελεστική διαδικασία, που επισπεύδεται σε βάρος τους, γίνεται κατά κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους του καθου, διότι αντιβαίνει στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι κατά παράβαση των ρητών μεταξύ τους συμφωνιών και παρά την αναντίρρητη είσπραξη του συνολικού ποσού των 27.450 ευρώ και παρά τη δήλωσή του ότι θα παραιτηθεί από την προηγούμενη επιταγή προς εκτέλεση και παρά τη γνώση του ότι έχει ασκηθεί αναίρεση κατά της ως άνω τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και παρά την καλόπιστη δική τους συμπεριφορά, αυτός προέβη στην επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, επισπεύδοντας καταχρηστικά σε βάρος τους τη διαδικασία εκτέλεσης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος. Συγκεκριμένα, η είσπραξη του ποσού των 27.450 ευρώ, χωρίς καμία αντίρρηση από τον καθ’ου, η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των ανακοπτόντων παρά την άσκηση αναιρέσεως εκ μέρους τους (δεδομένου μάλιστα ότ, με την υπ’αριθ.231/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου έγινε δεκτή η σχετική αίτηση αναστολής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ασκηθείσης αναιρέσεως μόνο ως προς το σκέλος που αφορούσε την προσωπική κράτηση των δεύτερου και τρίτου των ανακοπτόντων και όχ, ως προς τις λοιπές καταψηφιστικές της διατάξεις) και η επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή την 25.7.2012, ήτοι τρεις μήνες μετά τη δήλωση του καθ’ου ότι θα παραιτηθεί από την προηγούμενη επιταγή προς εκτέλεση, δεν καθιστούν καταχρηστική την επίσπευση της εκτελεστικής διαδικασίας, αφού αποτελεί δικαίωμα του επισπεύδοντος καθ’ου να απαιτήσει την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, η οποία μάλιστα προέρχεται από εργατικό ατύχημα, την ύπαρξη της οποίας δεν αμφισβητούν οι ανακόπτοντες. Επιπλέον, η άσκηση αναιρέσεως των ανακοπτόντων κατά της ως άνω αποφάσεως δεν καθιστά καταχρηστική την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος τους, αφού η απαίτηση του καθ’ου η ανακοπή είναι βέβαιη, εκκαθαρισμένη και εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος της ανακοπής ως νόμω αβάσιμος.
Τέλος, με τον τελευταίο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται οτι πρέπει να συμψηφιστεί το ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο κατέβαλαν οι ανακόπτοντες στον καθ’ου κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών, για κάλυψη των εξόδων στα οποία είχε υποβληθεί λόγω του ατυχήματος του. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθώς η απόσβεση της οφειλής λόγω συμψηφισμού πρέπει να αποδεικνύεται αμέσως (άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ), δηλαδή με έγγραφο ή ομολογία (αλλιώς απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη), γεγονός το οποίο δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση καθώς ο καθ’ου δεν ομολογεί την ανωτέρω καταβολή και αντιθέτως ισχυρίζεται ότι ακόμα και αν του είχε καταβληθεί το ποσο των 2.000 ευρώ αυτό δεν αφορούσε στην ως άνω απαίτησή του, αλλά τη νόμιμη αμοιβή του, που του όφειλαν οι ανακόπτοντες, από την παρεχόμενη σε αυτους εργασία του ως λογιστής της πρώτης ανακόπτουσας Κοινοπραξίας και ως εκ τούτων δεν μπορεί να τεθεί το ανωτέρω ποσό σε συμψηφισμό με την απαίτηση του όπει, επομένως, να απορριφθεί και τελευταίος λόγος της ανακοπής ως νόμω αβάσιμος. Δεδομένου, δε, ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς εξέταση, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τα δικαστικά του καθ’ου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ανακοπτόντων (άρθρα 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Επιβάλλει σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους, στην Αθήνα την 12-3-2013
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΗΛΙΑΝΝΑ ΖΑΜΑΝΙΚΑ ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ